Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Είναι να μη βραχείς

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 9 Μαρτίου 2018.

  1. Keiko Mika

    Keiko Mika 愛する人たちに裏切られた Premium Member

    ...για όσους τελείωσαν το διάβασμα και σκέφτονται πότε θα βγει η συνέχεια.
    Μην ανησυχείτε το έχω.
    Η θα συνεχίσεις το γράψιμο η αύριο έχει βραστά κολοκύθια...
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Τον είδα να μπαίνει μηχανικά στο αυτοκίνητό μου σα ρομπότ. Κάθισε στη μεριά του συνοδηγού χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα, χωρίς καν να με κοιτάξει. Ξεκίνησα και δεν με ρώτησε καν που πάμε.

    Ο μπαγάσας ήταν ωραίος άντρας, τα χρόνια στη φυλακή μπορεί να είχαν σκληρύνει τα χαρακτηριστικά του αλλά δεν τα είχαν χαλάσει. Ο πατέρας μου όταν μεγάλωσα και μας είπε στο νεκροκρέββατό του όλη την ιστορία μας είχε πει ότι αυτός ήταν ο λόγος που η μητέρα μου ήταν μαζί του ερωτευμένη σε όλη της την εφηβεία.

    Και εκείνος δεν είχε γυρίσει καν να της ρίξει μια δεύτερη ματιά. Εκτός από εκείνο το βράδυ, εκείνο το βράδυ που τη λύτρωσε.

    Μαργαρίτα-Αγγελική. Πώς και πού να πεις ότι το δεύτερο σου όνομα είναι το όνομα ενός φονιά;

    Η μητέρα μου γνώρισε τον πατέρα μου μερικούς μήνες μετά από εκείνη τη νύχτα. Δεν τον ερωτεύτηκε και αν δεν τους είχα προκύψει εγώ ως ατύχημα μπορεί καν να μην τον είχε παντρευτεί. Όμως ο πατέρας μου, κύριος όπως πάντα, ήταν εκεί.

    Μου είπε πως τον αγάπησε. Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω, όταν έφυγε ήμουν μόλις τριών και κάτι. Ο πατέρας μου έφυγε όπως και η μητέρα μου και αυτός από καρκίνο. Όμως εκεί, στο νεκροκρέββατό του, είπε σε εμένα και την Ελένη όλη την ιστορία και μας όρκισε να συνεχίσουμε εμείς... κρατώντας τον τελευταίο όρκο που είχε δώσει ο ίδιος στη μητέρα μου.

    "Του χρωστάω τη ζωή μου. Όταν βγει από τη φυλακή που μπήκε για μένα, θέλω να υπάρχει κάποιος να τον περιμένει"

    Ήμουν 20 και κάτι εγώ και 17 η Ελένη όταν βγήκε, ένα χρόνο αφού είχε φύγει και ο πατέρας μου. Η Ελένη ήταν τότε μικρή οπότε αποφάσισα το βάρος να το πάρω πάνω μου. Άλλωστε πέντε χρόνια αργότερα εκείνη έχει βάλει σε δρόμο τη ζωή της, έχει φύγει για έξω για να συνεχίσει τις σπουδές της και δεν βλέπω κάποιο καλό λόγο να γυρίσει.

    Δεν μπορούσα να κρατήσω πλήρως τον όρκο. Φρόντισα ωστόσο το σπίτι να είναι καθαρό και συνέχισα εγώ να πληρώνω τα κοινόχρηστά του μέχρι που γύρισε ώστε να μπορεί να βρει το σπίτι του εκεί, να τον περιμένει τουλάχιστον αυτό.

    -"Δεν σε ενδιαφέρει που πάμε;" τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάξω.

    -"Έχει πάψει να με νοιάζει εδώ και 27 χρόνια και για να εμφανιστείς ειδικά σήμερα νομίζω ότι το ξέρεις κι εσύ."

    Δεν είπαμε άλλη κουβέντα μέχρι που φτάσαμε στο ήσυχο μπαράκι που ήταν ο προορισμός μας.

    -"Σ'αρέσει";

    -"Τι θέλεις από εμένα;"

    -"Σου είπα, αλλά όλα στην ώρα τους."

    Μπήκαμε μέσα και κάτσαμε σε μια απόμερη γωνιά. Μετά από πέντε λεπτά σιωπής πήγε να μιλήσει.

    -"Άκου, κοριτσάκι μου, δεν ξέ-"

    -"Θέλω να βγάλεις τον σκασμό και να με ακούσεις" του είπα νευριασμένη.

    Ταράχτηκε και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα ύφος αδιόρατου φόβου, σαν ένα σκυλί που έχει φάει ξύλο στη ζωή του και φοβάται ότι θέλεις να το χτυπήσεις. Μαζεύτηκε στη γωνία του.

    Εγώ καύλωσα.

    -"Η μητέρα μου τα είπε όλα στον πατέρα μου και αυτός μου τα μετέφερε. Δεν ξέρω τι άνθρωπος ήσουν και τι άνθρωπος είσαι, αλλά αυτό που έκανες εκείνη τη βραδιά μας γέννησε μια υποχρέωση που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε."

    Με κοίταξε με φανερή απορία, σα να μην καταλαβαίνει.

    -"Η μητέρα μου που ήταν ερωτευμένη μαζί σου κι εσύ δεν της είχες ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά, πήρε εκείνο το απόγευμα το θάρρος και ήρθε και σε βρήκε. Δεν είχε σκοπό τα πράγματα να πάρουν την κατάληξη που πήραν, δεν ήθελε να βάψεις με αίμα τα χέρια σου. Μου είπε ότι κατά λάθος τον σκότωσες, ότι δεν ήθελες να το πας τόσο μακριά και μου είπε ότι το πήρες αποκλειστικά πάνω σου. Πήρες το σταυρό της και τον έκανες δικό σου. Ούτε τον πατέρα μου δεν αγάπησε όπως εσένα."

    Το βλέμμα του σκοτείνιασε αλλά δεν τον άφησα να μιλήσει.

    -"Ο πατέρας μου την αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Το ξέρεις ότι δεν ξαναπαντρεύτηκε και μεγάλωσε εμένα και την αδερφή μου μόνος του; Την αγάπησε τόσο πολύ που της ορκίστηκε στο νεκροκρέββατό της όταν αποφυλακιστείς να έχεις κάποιον να σε περιμένει και πέρασε αυτόν τον όρκο σε εμένα και την αδερφή μου όταν είδε ότι δεν θα ζούσε για να τον εκπληρώσει".

    -"Δεν είμαι αυτό που νομίζεις" απάντησε απλά. "Φύγε, άσε με στην ησυχία μου όσο προλαβαίνεις... δεν είμαι αυτός που νομίζεις"

    -"Ναι, ξέρω, μισείς τον εαυτό σου γιατί έκανες αυτά που έκανες. Όμως λυτρώθηκες και σου αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία."

    -"Πάμε να φύγουμε" μου είπε. "Σε παρακαλώ, πάμε να φύγουμε. Πήγαινέ με σπίτι μου, και φύγε, χάσου από τη ζωή μου. Φύγε μακρυά μου όσο προλαβαίνεις. Δεν... δεν μπορείς..."

    -"Δε θα σε παρακαλέσω" του είπα. "Θες να σε πάω σπίτι σου, θα σε πάω σπίτι σου".

    Πληρώσαμε και φύγαμε χωρίς καν να έχουμε αγγίξει τα ποτά μας. Πάρκαρα έξω από το σπίτι του.

    -"Κατέβα" του είπα.

    Εκείνος άνοιξε την πόρτα και χωρίς να πει άλλη κουβέντα βγήκε από το αυτοκίνητο. Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά βγήκα και εγώ έξω και τον ακολούθησα. Η εξώπορτα δεν είχε προλάβει να κλείσει, την πρόλαβα και μπήκα μέσα και ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες.

    Με κοίταξε γεμάτος απορία

    -"Προχώρα" του είπα.

    Κούνησε το κεφάλι του και άνοιξε την πόρτα και μου έκανε να περάσω.

    Είχα ξαναμπεί στο σπίτι του, δεν είχε αλλάξει σχεδόν τίποτα.

    -"Γιατί με διώχνεις;" τον ρώτησα.

    -"Για να σε προστατεύσω" μου απάντησε. "Έχεις ακόμα χρόνο, φύγε, φύγε και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου"

    Είχε γίνει χλωμός.

    -"Είμαι μεγάλο κορίτσι, δε χρειάζομαι προστασία" είπα και πήγα και κάθισα στον καναπέ.

    Σκλήρυνε απότομα.

    -"Είναι η τελευταία σου ευκαιρία" μου είπε ψυχρά.

    -"Γιατί, θα με κάνεις ντα ή θα φωνάξεις την αστυνομία;" του είπα περιπαιχτικά.

    -"Ούτε το ένα ούτε το άλλο" είπε σκληρά και συνέχισε "Θα σε ξυπνήσω".

    -"Εσύ εμένα;"

    -"Ωραίο το παραμυθάκι που σου είπε η μανούλα σου, μικρή, αλλά τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Δεν βρήκε κανένα κουράγιο να έρθει, ήρθε στο σπίτι μου επειδή την εκβίασα. Ναι, κοίτα με σα χαζή τώρα. Σε αυτό τον καναπέ που κάθεσαι ξέρεις τι έγινε;"

    Τον κοίταξα αβέβαιη.

    -"Ναι, αυτός που πας να σώσεις εκβίασε τη μητέρα σου και στον ίδιο καναπέ που κάθεσαι την έβαλε και του πήρε τσιμπούκι, και ξέρεις τι καλά τσιμπούκια την είχε μάθει να κάνει ο αρραβωνιάρης της;"

    -"ΣΚΑΣΕ" του φώναξα και σηκώθηκα όρθια.

    -"Και μετά, μετά να δεις τι έγινε. Μετά τη μαστίγωσα με τη ζώνη μου και την πήρα από πίσω. Ναι, ένα γλυκό κωλαράκι σαν το δικό σου είχε η μάνα σου"

    -"ΣΚΑΣΕ, ΣΚΑΣΕ"

    -"Την αλήθεια δεν ήθελες να μάθεις; Ε; Γκρεμίστηκε ο μύθος ε; Ε βέβαια, που να τα πει αυτά η Έφη"

    Τον χαστούκισα δυνατά. Και ξανά. Και ξανά.

    Δεν έκανε τον κόπο να προστατεύσει τον εαυτό του.

    Είχα δακρύσει και είχα κοκαλώσει από το σοκ της αποκάλυψης.

    -"Δεν αξίζω τίποτα. Τίποτα. Το φονικό που έκανα... το ήθελα, ήθελα να τον σκοτώσω. Και... και το ευχαριστήθηκα. Το ευχαριστήθηκα γιατί δεν προσπαθούσα να σκοτώσω αυτό το καθίκι, εμένα προσπαθούσα να σκοτώσω. Το δικό μου πτώμα πέταξα στον ασβέστη."

    Σιγή.

    -"Γιατί δεν ήμουν... δεν ήμουν καλύτερος απ' αυτόν. Γιατί εγώ ήμουν ένα ρεμάλι και η μάνα σου ένα κοριτσάκι."

    Έπεσε γονατιστός και άρχισε να κλαίει.

    Μέσα από τους λυγμούς του μου είπε "Τώρα ξέρεις, φύγε... φύγε".

    Στο μυαλό μου ήρθαν οι στοίχοι του Σκαρίμπα.

    ...
    Να `ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
    έτσι να `ναι
    και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά
    να κοιτάνε

    Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
    δίχως χάρη
    κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
    το φεγγάρι
    ...

    Εκεί, γονατιστός, μου αγκάλιασε τα πόδια κλαίγοντας.

    Ήθελα να τον χτυπήσω. Ήθελα να τον σκοτώσω.

    Του χάιδεψα τα μαλλιά.

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 15 Μαρτίου 2018
  3. Εκαναν την δουλειά τους τα βραστά κολοκυθάκια, περιμένω συνέχεια   
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
    οὐλομένην, ἣ μυρί᾽ Ἀχαιοῖς ἄλγε᾽ ἔθηκε,
    πολλὰς δ᾽ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
    ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
    5οἰωνοῖσί τε πᾶσι, Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή,
    ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
    Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.

    Ομήρου Ιλιάδα, Α 1-7

    Θυμήθηκα...

    Μιλούσα περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνη ωστόσο έγινε ο πρώτος άνθρωπος που έμαθε τα πραγματικά γεγονότα εκείνης της νύχτας.

    Έφτασα στη μάντρα χωρίς να με δει κανείς. Η είσοδος ήταν κλειστή αλλά το λυόμενο που χρησιμοποιούσε το γουρούνι για γραφείο είχε φως. Πήγα από την πίσω μεριά και σκαρφάλωσα τον τοίχο και μπήκα μέσα. Ήθελα να τον τσακίσω στο ξύλο μέχρι να φτύσει το γάλα της μάνας του αλλά θα έπρεπε να τον πετύχω μόνο του. Πλησίασα σα γάτα και κρυφοκοίταξα από την πόρτα.

    Αυτό που είδα ήταν η θανατική του καταδίκη.

    Σκυμμένος πάνω στο γραφείο ήταν ο παραγιός του. Το βλέμμα του ήταν στο άπειρο. Από πίσω του και γαμώντας τον με μανία ήταν ο μαντράς.

    Σα να άκουσα ξανά τη φωνή του συνταγματάρχη. "Τι νόμιζες αγοράκι, πως θα με γαμήσεις;"

    Θυμήθηκα τη ντροπή μου όταν τον πήρα για πρώτη φορά στο στόμα μου. Την αηδία που ένιωσα. Την ξεφτίλα. Το πούτσο του να δονείται στο στόμα μου γεμίζοντάς το με πικρό σπέρμα. Την αναγούλα που ένιωσα όταν κατάπια. Και μόλις είχε αρχίσει μαζί μου.

    Θυμήθηκα που κατέβασα το παντελόνι μου και το σλιπ μου μηχανικά. Θυμήθηκα το πρόστυχο γέλιο του. Που τον ξαναέβαλε στο στόμα μου. Που με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και να τουρλώσω τον κώλο μου. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που τον ακούμπησε στον κώλο μου. Που τον βύθισε αργά και βασανιστικά μέσα μου κάνοντας με να ουρλιάξω από τον πόνο. Τον θυμήθηκα να με ξεσκίζει και να βογκάει. Θυμήθηκα την ταπείνωση της συνειδητοποίησης της θέσης μου. Θυμήθηκα που καρφώθηκε μέσα μου και τέλειωσε με σπασμούς. Που πήγα τρέχοντας στην τουαλέτα με τον κώλο μου να κρατιέται με τα χίλια ζόρια να μην αδειάσει τα περιεχόμενά του μέχρι να κάτσω στη λεκάνη. Τον εμετό... ξανά και ξανά και ξανά.

    Μου ήρθε αναγούλα και δεν κρατήθηκα. Ξέρασα μπροστά από την πόρτα του χωρίς να με νοιάζει αν θα ακουστώ. Όταν σηκώθηκα και ξανακοίταξα από το παράθυρο, ο παραγιός ήταν γονατισμένος με το στόμα ανοιχτό και ο μαντράς τον έπαιζε χύνοντας τον στο στόμα και στο πρόσωπο.

    Άνοιξα την πόρτα και τον πέτυχα με το παντελόνι κατεβασμένο. Με κοίταξε σαν ηλίθιος αλλά δεν πρόλαβε να πει κουβέντα. Η πρώτη μου γροθιά έπεσε στη μύτη του και του την έχωσε μέσα στο κεφάλι σχεδόν. Έπεσε κάτω και εγώ πήγα από πάνω του και τον κλώτσησα στο κεφάλι. Το βρήκα πολύ απόμακρο.

    Όχι.

    Κάθησα πάνω στο στέρνο του και του έκανα το κεφάλι πελτέ από τις γροθιές. Τον χτύπησα μέχρι που μάτωσαν οι γροθιές μου. Όταν τέλειωσα μαζί του δεν ήταν αναγνωρίσιμος.

    Ο παραγιός με κοιτούσε κοκαλωμένος.

    -"Ντύσου και φύγε σα να μην τρέχει τίποτα." του είπα και συνέχισα "Πήγαινε στο σουβλατζίδικο να πάρεις κάτι να φας και πάρε τηλέφωνο εδώ. Θα σου απαντήσω εγώ. Κάνε σα να μιλάς στο αφεντικό σου, ρώτα τον αν θέλει να του φέρεις να φάει. Θα σου πω εγώ όχι και θα ρωτήσεις αν είμαι σίγουρος."

    Εξακολουθούσε να με κοιτάει σα χαζός.

    -"Θα έρθει η αστυνομία. Πρέπει να έχεις άλλοθι. Δεν χρειάζεται να μπλέξεις κι εσύ. Αρκετά σου έκανε όσα ζούσε. Φύγε, πήγαινε και κάνε ότι σου είπα."

    Ντύθηκε και έφυγε χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα. Σε πέντε λεπτά χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα. Ο παραγιός ήταν ψύχραιμος και ακολούθησε τις οδηγίες μου. Το άλλοθί του το είχε εξασφαλίσει.

    Δεν έφτανε όμως αυτό.

    Πήρα τηλέφωνο μια πιτσαρία γνωστή για τη βραδύτητά της και παράγγειλα μια πίτσα κάνοντας το μαντρά. Μετά έσυρα το πτώμα του με δυσκολία και το πέταξα στο λάκκο με τον ασβέστη.

    Δεν είχα πολλή ώρα ακόμα.

    Έφυγα πηδώντας από πίσω από τον τοίχο και πήγα στο σπίτι της Έφης. Άνοιξε το Λενιώ, η μικρή κόρη της οικογένειας.

    Σ' αυτήν οφείλουν τη ζωή τους οι κωλόγεροι.

    -"Φώναξε τον πατέρα σου, αγάπη μου" της είπα γλυκά και η μικρή πήγε μέσα και τον φώναξε.

    Ήρθε και με αντίκρισε με περιέργεια. Του έβαλα το μαχαίρι στο λαιμό. "Φώναξε τη γριά και μην κάνεις άλλο ήχο γιατί θα σε κόψω σε φέτες"

    Υπάκουσε και σε λίγο ήρθε και η μάνα της Έφης.

    -"Έτσι και βγάλεις την παραμικρή φωνή θα του ανοίξω το λαιμό εδώ που είμαστε, κατάλαβες;"

    Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

    -"Θα πάμε μέσα σιγά-σιγά" είπα κατεβάζοντας το μαχαίρι και φέρνοντάς το στο νεφρό του "χωρίς να πείτε κουβέντα. Θα στείλεις τη μικρή για ύπνο και μετά θα τα πούμε ήσυχα οι τρεις μας."

    Με υπάκουσαν.

    Τους έβαλα και έκατσαν στον καναπέ και κάθησα απέναντι σε μια πολυθρόνα. Τους εξιστόρησα αυτά που μου είχε εξομολογηθεί η Έφη. Τους είπα τι έκανα στο γαμπρουδάκι τους.

    Χάραξα με το μαχαίρι την πλάτη και της γριάς και του γέρου μέχρι που έβγαλαν αίμα. Τους ορκίστηκα ότι έτσι και ξανακάνουν αυτό που έκαναν στην Έφη είτε στην ίδια είτε στις άλλες δυο τους κόρες θα τους έσφαζα χωρίς οίκτο.

    Τους έφτυσα στα μούτρα και βγήκα έξω, ασφυκτιούσα εκεί.

    Πήγα στο παρκάκι όπου είχα χαμουρέψει την Έφη και σκέφτηκα από όλες τις πλευρές τι θα πω στους μπάτσους. Δικός μου ο φόνος, δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να πάρει κανείς άλλος το βάρος.

    Περπάτησα αργά-αργά για δέκα λεπτά, τα τελευταία δέκα λεπτά της ελευθερίας μου για πολλά χρόνια, μέχρι που έφτασα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Ζήτησα από το φρουρό να με πάει στον αξιωματικό υπηρεσίας για να του καταγγείλω ένα έγκλημα.

    Μπήκα σα το ρομπότ στο γραφείο του Α.Υ.

    -"Ήρθα να παραδωθώ. Πριν 20 λεπτά σκότωσα τον Χριστόπουλο, τον ιδιοκτήτη της μάντρας με τα οικοδομικά υλικά."

    Ο αξιωματικός με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια μα εγώ για πρώτη στη ζωή ένιωσα λεύτερος
    .​

    Επανήλθα στο παρόν.

    Ένα τρεμάμενο χέρι χάιδευε τα μαλλιά μου. Σήκωσα το κεφάλι και είδα τη Βαλκυρία μου να με κοιτάζει δακρυσμένη.

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited: 29 Απριλίου 2018
  5. yannouli

    yannouli busy mind

    υπέροχο, όπως πάντα !!  
    ελπιζω να μην αργησει η συνέχεια... 
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Η αλήθεια είναι ότι πήρε λίγο παραπάνω αλλά σκοπεύω να συνεχίσω την ιστορία από εκεί που την είχα αφήσει. Ζήτησα (και ευχαριστώ τους mods) μεταφερθεί όλη η συνέχεια που είχα αρχίσει να γράφω στο αρχικό νήμα ώστε η ιστορία να βρίσκεται σε ένα σημείο.

    Αυτά!
     
  7. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Η καλύτερη ιστορία που έχει γραφεί εδώ μέσα,κατά τη γνώμη μου.
    Με είχε συγκλονίσει.
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Με τόσα νήματα σε άλλα sections με ανησύχησες ότι έγινες θεωρητικός. Welcome back   
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Οι βέρες ήταν χρυσές,
    χρυσές και οι αλυσίδες
    που δέσανε τα νιάτα μας·
    πώς δεν τις είδες;

    27 χρόνια πριν...

    Δεν ξέρω πώς με άφησε να βγω. Είναι πολύ ζηλιάρης, δε με αφήνει σχεδόν να αναπνεύσω. Θέλω να πιω, θέλω να χορέψω, θέλω να ξεχάσω. Δύο χρόνια σχεδόν μαζί του, σε λίγο παραπάνω από δυο μήνες είναι ο γάμος. Θεέ μου πώς θα αντέξω; Πού να πάω; Την πρώτη φορά που με έδειρε έφυγα αμέσως από το σπίτι του και γύρισα στους γονείς μου.

    Και μ' έστειλαν πίσω.

    . . . . .​

    - "Πρέπει να τον ακούς τον Μάρκο, Έφη. Σε αγαπάει αλλά είναι αράθυμος, δεν πρέπει να του εναντιώνεσαι. Θα γίνει ο άντρας σου, θα γίνει ο πατέρας των παιδιών σου."
    - "Με χτύπησε!" είπα κλαίγοντας.
    - "Το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο. Νομίζεις εγώ δεν έχω φάει χαστούκια από τον πατέρα σου; Είδες όμως; Τίποτα δε σας έλειψε, πάντα ήταν καλός μαζί σας, ποτέ δε σήκωσε χέρι πάνω σας. Είναι δύσκολη η ζωή Έφη, το να φας καμιά σφαλιάρα που και που είναι το λιγότερο που μπορείς να πάθεις. Δες τη Σούλα την ξαδέρφη σου πώς κατάντησε."
    - "Πώς κατάντησε; Μια χαρά είναι η Σούλα, κάνει τη ζωή της, είναι ευτυχισμένη."
    - "Μια πουτάνα και μισή είναι που πηδιέται με τον ένα και με τον άλλον. Αυτό θέλεις να γίνεις; Πουτάνα;"
    - "Τι λες ρε μάνα; Η Σούλα δεν είναι πουτάνα, τι είναι αυτά που λες;"
    - "Πουτάνα είναι" είπε σχεδόν φτύνοντας. "Μια βρωμερή πουτάνα. Αν θες να γίνεις κι εσύ τέτοια με γεια σου και χαρά σου αλλά σε αυτό το σπίτι δεν έχεις θέση. Γύρισε στο Μάρκο ή σήκω και φύγε."

    Έβαλα τα κλάματα αλλά η μάνα μου δεν άκουγε κουβέντα. Με πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Δεν είχα που να πάω, η Σούλα δε μένει πια στην Αθήνα. Γύρισα στο Μάρκο σα βρεγμένη γάτα. Άνοιξε την πόρτα και με κοίταξε χαμογελαστός κόβοντάς μου τα πόδια. Μου μίλησε γλυκά, λες και δεν ήταν ο ίδιος που πριν δύο ώρες με είχε ταράξει στα χαστούκια.

    - "Έλα, πέρνα μέσα, μη στέκεσαι στην πόρτα."

    Πέρασα διστακτική μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

    - "Έχεις να μου πεις κάτι;" με ρώτησε.
    - "Σαν τι περιμένεις να σου πω;"
    - "Να μου ζητήσεις συγνώμη που σηκώθηκες και έφυγες."
    - "Εγώ να σου ζητήσω συγνώμη; Με χτύπησες!"
    - "Έχεις δίκιο αλλά κι εσύ δεν έπρεπε να μου μιλήσεις έτσι. Ξέρεις πόσο εύκολα νευριάζω. Ας το κάνουμε και οι δύο λοιπόν, εγώ να σου ζητήσω συγνώμη που σε χτύπησα κι εσύ να μου ζητήσεις συγνώμη για το πώς μου μίλησες και σηκώθηκες και έφυγες."

    Δεν ένιωθα ότι φταίω, δεν ήθελα να του ζητήσω συγνώμη.

    Δεν είχα όμως άλλη επιλογή.

    - "Λοιπόν;" με ρώτησε κοιτάζοντάς με με τρόπο που μου έκοψε τα γόνατα.
    - "Συγνώμη Μάρκο."
    - "Σκέτο Μάρκο;"
    - "Συγνώμη Μάρκο μου" είπα προσπαθώντας να φανώ πειστική αλλά δε νομίζω ότι τον ένοιαξε ιδιαίτερα που δεν το εννοούσα, ίσα-ίσα, αυτό φάνηκε να τον διασκεδάζει περισσότερο.
    - "Μπράβο το καλό το κορίτσι. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις τώρα, έτσι;"

    Ήξερα...

    Παραιτημένη έβγαλα τη μπλούζα που φόραγα και το σουτιέν μου και γονάτισα μπροστά του. Του κατέβασα την πιτζάμα και το σλιπ που φορούσε και τον πήρα στο στόμα μου. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είχε πλυθεί, δεν το κάνει πάντα και όταν ανακατεύομαι φαίνεται ότι του αρέσει περισσότερο.

    - "Σιγά-σιγά" μου είπε, δε βιαζόμαστε.

    Ήθελα να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να μου κάνει τη χάρη.

    - "Έλα να βλέπω ενθουσιασμό. Παίξε με με τη γλώσσα σου"

    Όπως είχα το πέος του στο στόμα μου του χάιδεψα με τη γλώσσα το κεφαλάκι. Μετά κουνώντας το κεφάλι μου τον πήρα σιγά-σιγά όλον μέσα του, μέχρι τη ρίζα. Ευτυχώς δεν είχε μεγάλο μέγεθος αλλά και πάλι ο τρόπος με τον οποίο έμαθα να τον παίρνω μέχρι το λαιμό μου καταφέρνοντας να μην ξεράσω, είναι κάτι που δε θέλω να επαναλάβω.

    Τον ρούφαγα μηχανικά ενώ το μυαλό μου ταξίδευε στην πρώτη φορά που με έβαλε και τον πήρα στο στόμα μου, μόλις δυο μήνες πριν, την πρώτη φορά που ήρθα στο σπίτι του. Δεν είχα ξαναφιλήσει κάποιον, πόσο μάλλον να με χουφτώσουν και να με χαμουρέψουν. Ο Μάρκος ήταν πολύ καλός όταν ήθελε, ακόμα θυμάμαι πως έτρεμα από ηδονή όταν με φιλούσε στο λοβό του αυτιού και με έγλειφε απαλά στο λαιμό ενώ το χέρι του χούφτωνε πότε το ένα και πότε το άλλο από τα στήθη μου. Πως μου είχε χαμηλώσει το φόρεμα, πως μου έβγαλε το σουτιέν και πήρε τα στήθη μου στο στόμα του.

    Είχα λιώσει στα χέρια του αλλά δεν έμεινε εκεί. Με χάιδεψε ανάμεσα στα πόδια και ένιωσα όπως δεν είχα ξανανιώσει. Το αιδοίο μου είχε υγρανθεί και αυτός χαμήλωσε, μου έβγαλε το κιλοτάκι και με έπαιξε με το στόμα του και τη γλώσσα του. Δεν... δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια ευχαρίστηση, τέτοιο απίστευτο συναίσθημα. Σα φωτιά ανάμεσα στα πόδια μου και χαμηλά στο στομάχι μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω καλά-καλά και δάγκωνα τα χείλη μου και οι ρώγες μου είχαν πετρώσει. Το σώμα μου τρανταζόταν σε σπασμούς που δεν μπορούσα να ελέγξω, ήταν τόσο υπέροχο... τόσο υπέροχο.

    - "Θα μου το κάνεις κι εσύ;" με ρώτησε με απίστευτη γλυκύτητα. Ήταν τόσο γλυκός ο τρόπος του και μου είχε προσφέρει τόση ευχαρίστηση που δε μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να του αρνηθώ.

    Κατέβασε το παντελόνι του και το μποξεράκι του και όπως ήταν καθιστός στον καναπέ μου ζήτησε να σκύψω από πάνω του και να τον πάρω στο στόμα μου. Προσπάθησα να το κάνω όσο καλύτερα μπορούσα αλλά με πίεζε και μου ερχόταν αναγούλα και η μύτη μου είχε βουλώσει και το στόμα μου είχε γεμίσει σάλια. Με σταμάτησε.

    - "Δεν πειράζει, για πρώτη φορά καλά είναι. Θα μάθεις σιγά-σιγά" μου είπε και άρχισε να τον παίζει. "Όταν σου πω θα σκύψεις και θα με πάρεις στο στόμα σου, κατάλαβες;"
    - "Ναι" του είπα αβέβαιη.
    - "Μάλιστα θα μου λες, όχι ναι, κατάλαβες;"
    - "Μα... μάλιστα."
    - "Όταν τελειώσω ξέρεις τι θα γίνει;"

    Δεν είχα ιδέα.

    - "Όταν τελειώσω θα βγει ένα υγρό από το πέος μου. Λέγεται χύσι, είναι το σπέρμα μου. Θα τελειώσω στο στόμα σου και εσύ θα το καταπιείς, πάντα θα το καταπίνεις. Έγινα κατανοητός;"
    - "Να το καταπιώ; Δε... δε θα με πειράξει;"
    - "Όχι, δε θα σε πειράξει. Πάντα θα καταπίνεις, έγινα κατανοητός;"
    - "Ναι... μάλιστα."
    - "Μπράβο το κορίτσι μου" είπε και άρχισε και πάλι να τον παίζει με αυξανόμενο ρυθμό. Είχε κλείσει τα μάτια, με το ένα χέρι τον έπαιζε και με το άλλο μου μάλαζε και μου τσίμπαγε τα στήθη. Άρχισε να βογγάει. "Αααχ... σκύψε... σκύψε" είπε και με έπιασε από το κεφάλι και με χαμήλωσε βίαια προς το όργανό του. Άνοιξα το στόμα μου όπως με διέταξε και τον πήρα ελαφρά μέσα μου, το παιχνίδι που έκανε με το χέρι του με εμπόδιζε να τον πάρω πιο βαθιά. Ένιωσα το μέλος του να δονείται, το έσπρωξε μέσα στο στόμα μου κρατώντας με ακίνητη και οι σπασμοί πολλαπλασιάστηκαν και ένα καυτό υγρό πλημμύρισε το στόμα μου. Μου ήρθε αναγούλα, είχε πικρή, απαίσια γεύση και κατάπινα την κάθε ριπή προσπαθώντας να συγκρατήσω την αναγούλα μου. Κάποια στιγμή σταμάτησε να πετάει άλλο υγρό, κατάπια με δυσκολία την ποσότητα που είχε απομείνει και τραβήχτηκα.
    - "Κοίτα με στα μάτια" με διέταξε και τον υπάκουσα. "Αυτό που μου έκανες μόλις τώρα λέγεται τσιμπούκι και μ' αρέσει πολύ το τσιμπούκι. Σιγά-σιγά σε μάθω να το κάνεις σωστά και να τον παίρνεις όλο μέσα σου και να μη βάζεις δόντια. Θα το μάθεις και θα το μάθεις καλά."
    - "Μάλιστα" του είπα.
    - "Μάλιστα τι;"
    - "Θα το μάθω και θα το μάθω καλά."
    - "Τι θα μάθεις;"
    - "Να σου κάνω τσιμπούκι με τον τρόπο που σ' αρέσει."
    - "Μπράβο το κορίτσι μου"

    . . . .
    Και το έμαθα... Αργά και βασανιστικά το έμαθα. Έμαθα να καταπνίγω την αηδία μου, έμαθα να καταπίνω την αναγούλα μου, έμαθα να καταπίνω το σπέρμα του και να προσποιούμαι ότι μου αρέσει. Στις αρχές ήταν το μόνο πράγμα που κάναμε σε κάθε ραντεβού, ποτέ δε μου έκανε ξανά αυτό που μου είχε κάνει εκείνη την βραδιά που τον πήρα πρώτη φορά στο στόμα μου. Από τότε αρχίσαμε να μένουμε μαζί ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα κάθε πρωί όταν έπινε τον καφέ του και το τελευταίο πράγμα που έκανα το βράδυ πριν πέσει για ύπνο.

    Μα μέχρι τότε τον είχε μάθει και το αιδοίο μου και ο κώλος μου.

    Δεν ξέρω πώς με άφησε. Με είχε πάρει από πίσω και το είχε ευχαριστηθεί πολύ, είχα μάθει πια να προσποιούμαι ότι μ' αρέσουν τα πρόστυχα χάδια του, ότι μ' αρέσουν τα βίαια παιχνίδια του. Είχε κάμποσο καιρό να με χτυπήσει είτε με γροθιές είτε με τη ζώνη του είτε με κάποιο καλώδιο, είχε τρομάξει από την τελευταία φορά που με χτύπησε τόσο άσχημα που είχα λιποθυμήσει. Τον ένιωσα να τελειώνει με σπασμούς μέσα μου αλλά αυτή τη φορά κρατήθηκα και δεν πήγα τουαλέτα. Γύρισα και τον κοίταξα.

    - "Σου άρεσε Μάρκο μου;"
    - "Ναι μωρό μου, ξέρεις πόσο μ' αρέσει το κωλαράκι σου και χαίρομαι που έμαθες να σ' αρέσει και σένα."

    Δε μου άρεσε και ούτε πιστεύω ότι δεν είχε καταλάβει ότι προσποιούμαι. Δε φαινόταν να τον νοιάζει.

    Έτρεμα όταν τον ρώτησα: "Μάρκο μου, αύριο το βράδυ έχει πάρτη η Μαρία η Καταροπούλου."
    - "Ναι, και;"
    - "Μου... μου επιτρέπεις να πάω;"
    - "Θέλεις να πας;"
    - "Ναι, πολύ θα το ήθελα."
    - "Πολύ;"
    - "Σε παρακαλώ."
    - "Πρέπει να το κερδίσεις."
    - "Τι θες να κάνω; Πες μου τι θες να κάνω."
    - "Πάρε με στο στόμα σου."
    - "Δεν... δεν πλύθηκες."
    - "Θες να πας ή όχι;"

    Αναστέναξα αλλά ευτυχώς δεν τον είχα λερώσει. Το ήξερα γιατί δε με είχε σπάσει στο ξύλο, γίνεται έξαλλος κάθε φορά που συμβαίνει. Προσπαθώ πάντα να καθαρίζομαι... αλλά... δεν είναι φτιαγμένο γι αυτή τη δουλειά γαμώ το. Όπως και να έχει, όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι τον πήρα -όπως είχε βγει από πίσω μου- στο στόμα μου. Δεν ήταν ερεθισμένος, με κούρασε πολύ να τον καταφέρω να τελειώσει.

    - "Μπράβο το πουτανάκι μου."

    Την πρώτη φορά που του είπα ότι δε μ' αρέσει να με λέει έτσι μου μαύρισε το μάτι. Δεν έκανα ξανά το ίδιο λάθος.

    Άλλωστε... αυτό ήμουν. Το πουτανάκι του. Η σκλάβα του, που του καθάριζε, του μαγείρευε και που με είχε όπως ήθελε, όποτε ήθελε. Από τη στιγμή που δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ να φύγω -αλλά αλήθεια, που να πάω;- αυτό ήμουν. Μια φτηνή πουτάνα.

    Δε μου άξιζε τίποτα παραπάνω από αυτό που είχα.

    - "Μέχρι τις 03:00" θα έχεις γυρίσει πίσω μου είπε εκπλήσσοντας με, δεν περίμενα να με αφήσει περισσότερο από τα μεσάνυχτα.
    - "Σ' ευχαριστώ πολύ Μάρκο μου"

    Ήθελα να πιω, ήθελα να χορέψω, ήθελα να ξεχάσω.

    - "Βρε βρε, το Εφάκι" άκουσα μια φωνή και γύρισα. Ήταν ο Άγγελος, ο εφηβικός μου έρωτας. Ήταν όμορφο αγόρι, είχε γίνει όμορφος άντρας. Ακούγονταν διάφορα στη γειτονιά, ότι ήταν πούστης, ήταν αλήτης, ότι ήταν πρεζόνι. Μακριές γλώσσες, δεν πίστεψα ποτέ τα φίδια της γειτονιάς. Ο Άγγελος ήταν μελαχρινός θεός, ψηλός, γραμμωμένος με υπέροχα πράσινα μάτια. Όλες στο σχολείο ήμασταν ερωτευμένες μαζί του αλλά αυτός δεν είχε καταδεχτεί ούτε μια ματιά να μας ρίξει. Δηλαδή όσο έμεινε, στην πρώτη λυκείου τα παράτησε.
    - "Τι κάνεις Άγγελε; Χρόνια και ζαμάνια!"
    - "Ε, μια εδώ μια εκεί... ξέρεις πως είναι αυτά."
    - "Δεν ξέρω" του είπα ειλικρινά.
    - "Χαχα ναι" είπε γελώντας. "Εσύ είσαι αρραβωνιασμένη με το Χριστόπουλο, σωστά;"
    - "Ναι, είμαι."
    - "Μπράβο, και πότε ο γάμος;"
    - "Σε δύο μήνες."
    - "Ντάλα Ιούλη θα παντρευτείτε;"
    - "Ναι, τέλη Ιούλη για να πάμε τον Αύγουστο και το γαμήλιο ταξίδι."
    - "Άντε, με το καλό τότε και καλούς απογόνους."
    - "Σ' ευχαριστώ" του είπα προσπαθώντας να μη δείξω ότι αυτός ο γάμος θα ήταν και η οριστική και αμετάκλητη καταδίκη μου.

    Ισόβια πορνεία.

    Ήπια και χόρεψα και στο τέλος έγινα κουδούνι. Ο Άγγελος προσφέρθηκε να με γυρίσει σπίτι. Ούτε που κατάλαβα πως βρεθήκαμε στο παρκάκι. Θεέ μου, τον ήθελα τόσο πολύ, τον είχα ανάγκη τόσο πολύ. Δεν προχωρήσαμε παραπάνω από ένα απλό χαμούρεμα, ούτε που τολμώ να φανταστώ τι θα γινόταν έτσι και το μάθαινε ο Μάρκος, νοσοκομείο θα μ' έστελνε στην καλύτερη.

    Την επόμενη μέρα είχα βγει για ψώνια και συνάντησα τον Άγγελο κατά τύχη έξω από το μπακάλη. Είχε κόσμο και δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα και όταν μου μίλησε δεν τον χαιρέτησα. Σκοτείνιασε αλλά δεν έδωσε συνέχεια, τουλάχιστον αυτό νόμιζα μέχρι που με στρίμωξε στη γωνία.

    - "Μη μου κάνεις εμένα την κινέζα, Εφάκι."
    - "Άγγελε... δεν... συγνώμη, δεν ήθελα να δώσω αφορμές στις κουτσομπόλες της γειτονιάς... τα ξέρεις αυτά τα πράγματα..."
    - "Χθες το βράδυ άλλα έκανες."
    - "Είχα... είχα πιει... δεν ήμουν εγώ..."
    - "Μπα, και εγώ ποια χαμούρεψα; Τη σκιά σου;"
    - "Σε παρακαλώ... είχα μεθύσει... δεν..."
    - "Το σπίτι μου ξέρεις που είναι. Σε περιμένω το απόγευμα."
    - "Δε... δε μπορώ! Είμαι αρραβωνιασμένη, θα παντρευτώ σε δύο μήνες..."
    - "Σκασμός. Αυτά να τα σκεφτόσουν χθες. Σε περιμένω στις πέντε, αν δεν έρθεις δώσε χαιρετισμούς στον αρραβωνιάρη, γκέγκε;"
    - "Σε παρακαλώ..."
    - "Στις πέντε" είπε και έκανε μεταβολή και έφυγε.

    Θεέ μου τι έκανα; Πώς θα ξεμπλέξω από αυτό; Έτσι και το μάθει ο Μάρκος θα με σκοτώσει, θα με γδάρει ζωντανή. Και αν δε με σκοτώσει θα με πετάξει με τις κλωτσιές από το σπίτι του, τι θα πω στους γονείς μου; Που θα πάω;

    Δεν πήγα στις πέντε ακριβώς, περίμενα μέχρι να φύγει ο Μάρκος να πάει στη μάντρα, έφυγε στις πέντε παρά δέκα. Όταν σιγουρεύτηκα ότι είχε φύγει και προσευχόμενη σε όποιον άγιο γνώριζα βγήκα από το σπίτι και πήγα στο σπίτι του Άγγελου ελπίζοντας να μη με δει κανένα μάτι. Η τύχη με βοήθησε, για Μάη είχε ασυνήθιστα ψηλή θερμοκρασία, κοντά 40 βαθμούς και έτσι ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στο δρόμο. Χτύπησα το κουδούνι του και μπήκα σαν τον κλέφτη στην πολυκατοικία του. Έμενε στο ισόγειο. Μου άνοιξε την πόρτα.

    - "Πέρνα μέσα" είπε και μπήκα στα γρήγορα. Έκλεισε την πόρτα και περνώντας από δίπλα του με χούφτωσε στον κώλο. Πήγε και κάθισε στον καναπέ, τον ακολούθισα αλλά δεν κάθισα, απλά έμεινα όρθια να τον κοιτάζω. "Πήγαινε φτιάξε μου ένα καφέ, μέτριο, χωρίς γάλα."
    - "Πόσο καφέ, πόσο ζάχαρη θες;"
    - "Μιάμιση καφέ, μία ζάχαρη."

    Πήγα στην κουζίνα του, δηλαδή τι κουζίνα... ήταν τόσο μικρή. Είχε ένα λερωμένο σέηκερ, το έπλυνα. Άνοιξα το ένα από τα δύο ντουλάπια που είχε όλα κι όλα και βρήκα τον καφέ και τη ζάχαρη. Του έβαλα τη δόση που μου ζήτησε και του έφτιαξα τον καφέ του. Το συμπλήρωσα με κρύο νερό μα όταν του τον πήγα μου ζήτησε να του βάλω και παγάκια. Γύρισα πίσω στην κουζίνα, το ψυγειάκι του είχε μια μικρή κατάψυξη μέσα στην οποία είχε παγοσακούλα. Έβαλα τρία-τέσσερα παγάκια και επέστρεψα. Του έδωσα τον καφέ του.

    - "Γδύσου" με διέταξε. Παρόλο που ο Άγγελος ήταν ο μοναδικός άντρας, εκτός από τον Μάρκο, που με είχε δει γυμνή από πάνω και που με είχε χαϊδέψει, δίστασα.
    - "Σε παρακαλώ" του είπα κλαψουρίζοντας προσπαθώντας να τον κάνω να με λυπηθεί.
    - "Μη μου κάνεις τη δύσκολη Εφάκι. Γδύσου γιατί θα κελαηδήσω στο Χριστόπουλό και δε θα χεις που να κρυφτείς."

    Ηττημένη, γδύθηκα μπροστά του. Εκείνος κατέβασε το παντελόνι του.

    - "Έλα να μου πάρεις τσιμπουκάκι."

    Γονάτισα μπροστά του και τον πήρα στο στόμα μου. Μαθημένη από το Μάρκο πρέπει να το έκανα πολύ καλά και να του άρεσε. Ήταν μεγαλύτερος στο μέγεθος από το Μάρκο αλλά μπόρεσα να τον πάρω όλο στο στόμα μου χωρίς δυσκολία.

    - "Κοίτα να δεις ταλέντο το Εφάκι! Σ' έχει κάνει αστέρι ο Χριστόπουλος" μου είπε περιπαικτικά. Δε με μαχαίρωνε απλά, το στριφογύριζε και μέσα μου. Ναι, αστέρι με είχε κάνει... Ήθελα να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα, έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου χωρίς να σκεφτώ ότι αυτό θα τον έκανε να ζητήσει κι άλλα πράγματα. Ήθελα να τον κάνω να τελειώσει να σηκωθώ να φύγω να με αφήσει στην μιζέρια μου. "Έτσι...αααχ... αααχ... μη διανοηθείς να φτύσεις... αααααχ... χύνωωωωω αααααχ ααααααχ αααααχ" είπε ενώ ο πούτσος του τίναζε ριπές σπέρματος μέσα στο στόμα μου. Σε αντίθεση με τον Μάρκο, του Άγγελου ήταν γλυκό, είχε σχεδόν ωραία γεύση. Κατάπια χωρίς να με πιάσει αναγούλα αλλά δε με άφησε. "Συνέχισε να με γλείφεις μέχρι να καυλώσει και πάλι". Το έκανα και όταν καύλωσε και πάλι με σήκωσε και με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα στον καναπέ.

    Ήταν μεγαλύτερος από το Μάρκο, ήλπιζα να θέλει να με πάρει κανονικά. Τον άκουσα να φτύνει και όταν τον ακούμπισε στην πίσω τρυπούλα μου σταμάτησα να έχω αυταπάτες για το τι θα με περίμενε. Σφίχτηκα, δεν θα του έδινα την ικανοποίηση ούτε να φωνάξω, ούτε να κλάψω. Τον βύθισε σιγά-σιγά μέσα μου και πονούσα τόσο πολύ που ήθελα να ουρλιάξω, ένιωθα σα να με διαπερνά πυρωμένο σίδερο. Με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα και δεν έβγαλα άχνα. Τραβήχτηκε όλος και ξαναμπήκε αργά και βασανιστικά πίσω μου. Και ξανά. Και ξανά. Είχα σφαλίσει το στόμα μου και δεν έβγαζα άχνα.

    Μου έριξε μια δυνατή σφαλιάρα στον κώλο. Και μετά μια δεύτερη. Και μετά μια τρίτη.

    Τραβήχτηκε. Γύρισα και τον κοίταξα. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα ανάμεσα σε περιφρόνηση και συμπόνια που με έκανε να χάσω τα μυαλά μου. Η δεύτερή μου επανάσταση σε 18 χρόνια ζωής, η πρώτη ήταν όταν είχα φύγει από το σπίτι του Μάρκου την πρώτη φορά που με έδειρε, μόνο και μόνο για να γυρίσω μετά σα βρεγμένη γάτα.

    - "Χτύπα ρε. Με λυπάσαι; Δε θέλω να με λυπάσαι ρε. Δε θέλω να με λυπάται κανένα γουρούνι. Γουρούνια είστε όλοι, νομίζεις ότι είσαι καλύτερος; Το ίδιο γουρούνι είσαι, το ίδιο γουρούνι..."

    Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από τη λύσσα. Έβγαλε τη ζώνη του και άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε όπως έβρισκε. Στον κώλο, στην πλάτη, στο πίσω μέρος των μπουτιών, στο σβέρκο... παντού... παντού...

    Είχα κλείσει πάλι το στόμα μου, το είχα σφαλίσει. Ας με σκότωνε, ας με χτυπούσε μέχρι να πέσω και να μην ξανασηκωθώ, δε θα του έδινα την όμως ικανοποίηση να με ακούσει να τον εκλιπαρήσω να με λυπηθεί.

    Πονούσα σε όλο μου το σώμα, ο Άγγελος με χτυπούσε μανιασμένος χωρίς να βλέπει που χτυπάει. Κάποιες πέφταν στον καναπέ αλλά οι πιο πολλές πέφταν πάνω μου. Έκαιγα παντού αλλά δεν έβγαζα άχνα. Και τα χτυπήματα πέφταν ασταμάτητα... ξανά και ξανά και ξανά...

    Δε με έσπασε. Έσπασε εκείνος, του κόπηκε η ανάσα αλλά δε με έσπασε. Κάθισα εκεί, στα τέσσερα, ακίνητη, στη μοναδική πράξη περηφάνιας σε όλη μου τη ζωή.

    Η μοναδική μου πράξη περηφάνιας: καθισμένη στα τέσσερα με τον κώλο τουρλωμένο έτοιμο για χρήση, με όλο μου το σώμα κόκκινο από τα χτυπήματα της ζώνης του. Μπήκε ξανά μέσα μου και άρχισε να με γαμάει με μανία αλλά ο πόνος στα σωθικά μου, ο πόνος από τα χτυπήματα στην πλάτη, στον κώλο και στα πόδια δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που πραγματικά μ' έσφαξε όταν το συνειδητοποίησα: Η μοναδική πράξη περηφάνιας στη ζωή μου ήταν να μη βγάλω άχνα ενώ με χτύπησε και να μη βγάλω άχνα που με γαμούσε παρά φύσιν. Τον ένιωσα να τελειώνει με σπασμούς βαθιά μέσα στον κώλο μου και τελειώνοντας εκείνος τέλειωσαν και οι δικές μου οι αντοχές.

    Έσπασα. Έσπασα όπως δεν είχα σπάσει ποτέ στη ζωή μου.

    Ο Άγγελος ταράχτηκε.

    - "Έφη..."
    - "Σκάσε. Μη μου ζητήσεις κι εσύ συγνώμη... Μη..." προσπάθησα να πω μέσα σε λυγμούς που με τράνταζαν και με ρήμαζαν. "Αυτή θα είναι η ζωή μου... δεν έκανες... τίποτα... από αυτό που ... που ζω κάθε... κάθε... μέρα... οι γονείς μου... δε.. δε με θέλουν... κανείς δε με θέλει... σκότωσέ με... δεν έχω δύναμη να το κάνω η ίδια... σε παρακαλώ σκότωσέ με... λύτρωσέ με... σε παρακαλώ... σε παρακαλώ..."

    Ο Άγγελος, αυτός που πριν από λίγο με είχε χτυπήσει και με είχε αναγκάσει εκβιάζοντάς με να του δοθώ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου άνοιξε την αγκαλιά του. Χώθηκα μέσα της και έκλαιγα με λυγμούς που μου έκοβαν την ανάσα και εκείνος με χάιδευε χωρίς να με κόβει.

    - "Θέλω να πεθάνω... σε παρακαλώ... σκότωσέ με... δε μπορώ... δε μπορώ..."
    - "Σσσστ" μου έλεγε τρυφερά και με χάιδευε και μου μιλούσε γλυκά χωρίς να τον ακούω... Δεν ήθελα να με χαϊδέψει, δεν ήθελα να με παρηγορήσει... να με σκότωνε, να μου πρόσφερε την Λύτρωση, ναι, τη Λύτρωση.
    - "Σώπα ματάκια μου... Σώπα Έφη μου... Έχεις δίκιο, ένα γουρούνι είμαι... Και είμαι ακόμα χειρότερο γουρούνι γιατί ζω τα ίδια... και τι έκανα στο μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να με καταλάβει; Τι έκανα; Φέρθηκα ακόμα χειρότερα, ακόμα πιο άνανδρα, ακόμα πιο σιχαμένα. Γιατί οι άλλοι... οι άλλοι δεν ξέρουν Έφη μου... αλλά εγώ... αλλά εγώ ξέρω... Ξέρω γαμώ το χριστό μου, ξέρω! Δεν έχω τίποτα ιερό να σου ορκιστώ, δεν έχω τιμή για να σου δώσω το λόγο μου, αλλά θα σε λυτρώσω ρε Έφη. Θα σε λυτρώσω ακόμα και αν αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω σ' αυτόν τον κόσμο."

    Γύρισα και τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν απίστευτα ήρεμο. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάρει την απόφασή του. Δε με ενδιαφέρει πως θα με σκότωνε, το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι εκείνο το απόγευμα θα ήταν το τελευταίο μου, θα μου πρόσφερε τη Λύτρωση και τη Λησμονιά.

    - "Πήγαινε σπίτι σου Έφη."
    - "Δε θέλω... είπες θα με λυτρώσεις... Σκότωσέ με... δε με νοιάζει πως, μη με διώχνεις. Δώσε μου το τέλος που δε μπορώ να δώσω η ίδια... σε παρακαλώ..."
    - "Τι λες ρε 'Εφη;"
    - "Είπες θα με λυτρώσεις!" του είπα απελπισμένη.
    - "Δε θα ξανακουμπήσει χέρι πάνω σου ο αρραβωνιάρης σου, σου δίνω το λόγω της όποιας τιμής μου. Γύρνα σπίτι σου και μάζεψε τα πράγματά σου και το βράδυ γύρνα στους δικούς σου. Δε θα σε διώξει ποτέ κανένας και δε θα σε απειλείσει ποτέ κανένας και δε θα σηκώσει ποτέ ξανά το χέρι του πάνω σου κανένας."
    - "Τι... τι θα κάνεις;"
    - "Αυτό που θα έπρεπε να κάνουν οι δικοί σου. Θα του κόψω τα χέρια σύριζα και μετά θα λογαριαστώ και με τους δικούς σου. Δεν είσαι μόνο εσύ, είναι και οι δυο σου αδερφές. Στο ορκίζομαι σε ό,τι ιερό μου έχει απομείνει ότι θα σε γλιτώσω και εσένα και τις αδερφές σου από παρόμοια μοίρα."

    Τα μάτια του έλαμπαν.

    - "Σε πιστεύω... σε παρακαλώ μη..."
    - "Δε θα σε προδώσω, Έφη" είπε κόβοντάς με.

    Ντύθηκα και πήγα στο σπίτι να μαζέψω τα πράγματα. Όταν γύρισα στους γονείς μου ήταν και οι δύο τρομαγμένοι.

    - "Γύρισα σπίτι και δε σκοπεύω να γυρίσω πίσω στο Μάρκο" τους είπα προσπαθώντας να δείξω περισσότερη γενναιότητα από αυτή που πραγματικά είχα.

    Δεν μίλησαν.

    - "Δε μιλάτε ε;"
    - "Έφη... ο... ο Νικητόπουλος... ο... ο Άγγελος..."
    - "Τι;"
    - "..."
    - "Τι γαμώ το;" ρώτησα ουρλιάζοντας.
    - "Σκότωσε το Μάρκο..."

    Εκείνο το βράδυ ο Άγγελος, ο δικός μου άγγελος, μου χάρισε τη λύτρωση από την προσωπική μου κόλαση ανταλλάσσοντας την με την πτώση του στη δική του.

    Άνοιξε το παράθυρο να μπει,
    δροσιά να μπει του Μάη.
    Εμείς γι αλλού κινήσαμε γι αλλού
    κι αλλού η ζωή μας πάει.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
    Last edited: 18 Μαϊου 2020
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Εχμ... ανακάλυψα μια μικρή ασυνέχεια στις χρονολογίες που επηρεάζουν τη συνέχεια της ιστορίας, ελπίζω να μου τη συγχωρήσετε κοιτώντας ελαφρά αλλήθωρα  
     
  11. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Συνεχισε να γραφεις εσυ και μη σε νοιαζει!