Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. lotus

    lotus Silence

    Δωρήτρια πόθου και γαλήνης

    Αφού το θέλεις γυναίκα αρμονική και ωραία
    έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού
    ετοποθέτησες απλά και έφυγες
    άσπρη ζωντανή γαρδένια ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
    μέσα στο παλιό- ιταλικό μου φαίνεται-βάζο
    με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
    έλα πέσε στα χέρια μου -αφού το θέλεις-
    τη θλίψη του πράσινου βλέμματός σου
    τη βαθιά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
    τη νύχτα των μυστηρίων
    που είναι πλεγμένη μέσα στα μακριά μαλλιά σου
    τη σποδό του υπέροχου σώματός σου

    Νίκος ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Όταν

    Όταν κλείνω τα μάτια,
    ξεκινάει από μακριά
    η αγαπημένη, έρχεται
    και με κοιτάζει.

    Όταν σβήνω το φως,
    έρχεται ο θάνατος
    και μου φιλά τα χέρια.

    ---------------------------------

    Για την άνοιξη

    Ο ήλιος είναι πράσινος,
    τα δέντρα καίνε,
    περιμένουνε τα χελιδόνια.
    Οι σιδερένιες μας χελιδονοφωλιές
    δε μας γελάνε πια, με τα λουλούδια
    μας στοίχισαν τα χέρια και τα πόδια μας.
    Τώρα τα χέρια και τα πόδια μας
    κρέμονται στα δέντρα.

    ( Μίλτος Σαχτούρης )
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Είσοδος

    Είναι μια θύρα στα μάτια κάθε νεκρού,
    με καίει τρόμος απ᾿ την ηλικία
    των λουλουδιών, έτσι γρήγορα που φεύγουν.
    Έτσι γρήγορα είναι μια θύρα βαμμένη με τη σιωπή
    κι ο θάνατος μονόλιθος.
    Κράζει τ᾿ αηδόνι μαύρος κόρακας και θέλει τη φωνή του,
    μα δεν έχει γλώσσα η δεύτερη ζωή μας. Καλή νύχτα,
    που λέει ο θεατρίνος ή ο ψευδοσκότεινος, δεν υπάρχει
    κι ούτε νύχτα κακή κι ακόμη ούτε νύχτα.
    Είναι μονάχα το Δεν, το Μη και τ᾿ Όχι σαν καρπὸς
    του δέντρου, με τ᾿ όνομα Εγώ και τ᾿ άλλο τ᾿ όνομα Ταξιδεύω
    κι όλα τα λόγια μας εδώ,
    φενάκη κ᾿ εσωτερικά τηλέφωνα.
    Είναι μια θύρα φοβερή,
    γι᾿ αυτό κρατούμε τουφέκι το τραγούδι:
    Μια θύρα, θύρα η γκρέμιση,
    το σάλιο του χελιδονιού που φτιάχνει με τα φρύγανα
    στα δέντρα ουράνιες φωλιές.
    Και χωρίζουμε σε φως και σκοτάδι το Ένα.
    Χωρίζουμε τον Οδυρμό, σε τύφλωση και θυσία.

    ------------------------------------------------------------------------------------

    Με λίγο καστανόχωμα

    θα βελτίωνα κυανές των μίσχων ανατάσεις,
    μα όμως το μυαλό μου σε κατάρρευση,
    θλιβερές κλωστές
    κι αθρόϊστα ξέφτια
    - κόσμος πολύς απόξω περιμένει
    κ’ εγώ δεν έχω καν ούτε φράση.
    Κι αν ήθελα κάτι: να πάγαινα στον ανοιχτό μου
    τάφο περπατώντας,
    να πήδαγα μέσα την ώρα την έσχατη
    και τα φτυάρια στα γρήγορα να με κουκούλωναν έως
    την απώλεια της εικόνας μου.

    ( Νίκος Καρούζος )
     
  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Χριστίνας Τσαρδίκος (Buenos Ayres, Argentina)

    "Το Όνειρό του"
    Θα γυρίσω, έλεγες.
    Και τα γκρίζα σχιστά ματάκια σου,
    Έπαιρναν μια νεανική καινούρια λάμψη
    Σαν το ντροπαλό δάκρυ
    Προσπαθούσε να κυλήσει
    Πριν κρυφά το σβήσεις.

    Θα επιστρέψω μια μέρα, -έλεγες-
    Και θα σε πάρω κόρη μου απ΄το χέρι
    Να σε πάω εκεί που μεγάλωσα....
    Να σου γνωρίσω βρύσες και νεράιδες της βροχής,
    Αστέρια και χρυσά στάχυα,
    Βάλτους και γκρεμούς.
    Ήλιους στρογγυλούς,
    πουλιά και καλοκαιρινά φεγγάρια.

    Να ανηφορίσουμε μαζί τον Παπάλουκα,
    Μια μια τις πέτρες του να σκαρφαλώσουμε
    Για να βρούμε μες τα πεύκα
    Το παλιό πατρικό μου σπίτι,
    Εκείνο το ερείπιο
    Που ήταν παλάτι στα παιδικά μου χρόνια.

    Θα επιστρέψω μια μέρα-έλεγες-
    Στο μικρό μου χωριό,
    -Κρυφή Ιθάκη-
    Που άφησα γυρεύοντας
    μια καλύτερη ζωή στα ξένα...
    Τώρα που τα νιάτα μου πέταξαν
    Και τα χέρια μου έλιωσαν στην σκληρή δουλειά,
    Μόνο θέλω να φιλήσω το αγαπημένο χώμα
    Που τόσο καιρό νοστάλγησα μακριά του,
    Και να αγναντέψω μια φορά ακόμα
    Τον καθαρό αρκαδικό ουρανό του...

    Ήθελες να γυρίσεις.
    ’λλα έπεσες σε ύπνο βαθύ
    Δεν ξύπνησες πια ποτέ.

    Πατέρα,
    όλα σε περιμένουν.
     
  5. Rawmance

    Rawmance Her Infernal Majesty

    Κάθε δυστυχισμένη ζωή στο τέλος ευτυχεί.
    Να στενάζεις ήθελε να του πει
    μέχρι να βγει η ψυχή σου.
    Αέρα να μην έχεις να ανασάνεις,
    σάλιο να μην έχεις να μιλήσεις,χώμα να ξαπλώσεις,
    μαύρο να βλέπεις και μαύρο να γεύεσαι.
    Πικρό να πίνεις και σάπιο να ντύνεσαι.
    Μέρα να θέλεις και νύχτα να γίνεσαι.

    Αβελάρδος και Ελοΐζα, Γιάννης Καλαβριανός
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    "Τα τέσσερα παιδιά"

    «Πέτα ψηλά μικρό μου
    τόσο ψηλά ,που να μη σε βλέπουν μάτια.
    Άσε τη γη καρδιά μου
    μακριά απ’ τα χωμάτινα παλάτια.

    Δε σ’ αγαπάει γλυκό μου η φωτιά
    Δε θέλει το καλό σου η βροχή.
    Πρόσεχε των δέντρων τα κλαδιά
    απόψε η κοπέλα δε κοιμάται , μοναχή.

    Ξέχνα τη φωλιά σου , φύγε για αλλού
    κρύψου στα σύννεφα , μύρισε τ’ αστέρια.
    Έχουν για ‘σένα δώρα , τα μάτια του ουρανού
    στις γλυκές πηγές ακονίζουν , οι κυνηγοί μαχαίρια.

    Κι όταν έρθουν κοντά σου της νύχτας τα παιδιά
    φίλα τους καλό μου , φίλα τους στα χείλια.
    Στη ζεστασιά της γλώσσας τους , κρύβει ο θεός παιχνίδια
    και στο πάθος της ανάσας τους , η μάγισσα στολίδια.

    Τέσσερα , χαμόγελο μου είναι τα παιδιά
    τρία κορίτσια κι ένα αγόρι , πανέμορφα τραγούδια.
    Οκτώ τα μάτια , θα πλανέψουν τη κόκκινη ψυχή σου
    ένα , όμως να νικήσει των ονείρων σου τη λήθη.

    Ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά
    και μάγουλα χρυσά
    παιδί της χρυσαυγής
    και του ώριμου Δεκέμβρη
    χορεύει όπου υπάρχει πάθος
    και κλαίει λίγο πριν το μεσημέρι.
    Σε φιλάει με στόμα υγρό
    και γλώσσα απ’ των ονείρων το βυθό.
    Και εσύ θυμάσαι :
    Θυμάσαι το κορίτσι του Ιούνη
    που τη φωνή της ποτέ δεν άκουσες
    τη μυρωδιά της έμαθες
    αλλά όχι και τ’ όνομα της
    το σώμα σου και τον πόθο σου της χάρισες
    αλλά δε πρόλαβες τον έρωτα.

    Το ποτάμι της ψυχής σου ξεχείλισε
    και χόρτασε απ’ τα φράγματα .
    Η κοιλιά του νέου χρόνου άνοιξε
    και δώρισε τα πλάσματα.

    Όμορφα , ερωτικά κι αόρατα
    Πληγωμένα απ’ τα φωτεινά , τα δόρατα.
    Θλιμμένοι χορευτές της έκστασης
    νεκρά από τους εραστές της έκφρασης.

    Μη σταματάς μικρό μου , είσαι δυνατό
    σκούπισε το δάκρυ και γύρνα να σε δω.
    Χαμογέλα με τη θλίψη σου και τα λευκά μαλλιά σου
    περιμένει το δεύτερο κορίτσι να λαβώσει τη καρδιά σου.

    Είναι χλομό , με χειλάκια νεκρού παιδιού
    πλάστηκε στ’ όργιο των θεών που κατοικούν στις σκιές.
    Έχει πρόσωπο λευκό και πυρωμένα μάτια
    και μαγική φωνή από καπρίτσιο φτερωτών δαιμόνων.

    Φιγούρες απόκοσμες , ξεπροβάλλουν απ’ τα τραγούδια της
    σκιές πολύχρωμες , που γητεύουν τις παιδικές ψυχές .
    Στους στοίχους πλέκει ναούς για να μείνουν τ’ αγγελούδια της
    μακριά από τις αρρώστιες που φέρνουν γκρίζες ενοχές.

    Κι εσύ χορεύεις ομορφιά μου , χορεύεις για το θάνατο
    και νιώθεις πόνο που γεννάει έρωτα , στους τόπους της φωτιάς.
    Χορεύεις με τις κραυγές των πληγωμένων , που διψάνε για ζωή
    και δίνεις αίμα σε πλούσια στεφάνια , στις εκκλησίες της οργής .
    Πεθαίνεις για τη μοναξιά στα μάτια της , ψυχή μου
    και σου προσφέρει το σώμα του με σπασμούς , μικρή μου.
    Μ’ ακούει και να ζήσεις σ’ αφήνει
    Το τραγούδι σταματά και τη ψυχή της χύνει .
    Στον Αχέροντα.

    Μη κλαις πουλί μου είσαι κουρασμένο
    πέτα χαμηλά γιατί είσαι χτυπημένο .
    Πάρε ανάσα ακριβή και κοίτα στα ψηλά
    το αίμα των θεών απ’ τα χείλη του αγοριού κυλά.

    Πρόσεχε πολύ θνητό μου και ο ουρανός δειλιάζει.

    Οι άγγελοι σαν τα φύκια στη φουρτούνα σωριάζονται μπροστά του
    και οι δαίμονες σαν κομμένα τριαντάφυλλα ξεραίνονται στα μπλε τα δάκτυλα του.
    Ο θεός με ευλάβεια μαζεύει όλα τ’ αστέρια του ουρανού και τ’ ανατέλλει , το αγόρι να υπνωτίσει
    κι αυτό με μάτια αθώα , σα φωτεινά πετράδια τα σκορπάει , το θεό για να κοιμίσει.

    Τα πάντα υποκύπτουν και αυτό γυμνό χορεύει
    τα χέρια του δουλεύουν και το σώμα σου ληστεύει.
    Ερωτεύεσαι , την αθωότητα στις ρώγες του και θες να τις γευτείς
    το πρόσωπο σου , πλησιάζεις στο φωτεινό δικό του χωρίς να το σκεφτείς .

    Σκύβεις και στα μάτια του ζωντανεύει η φλόγα
    στα χρώματα και στις σκιές της τριζοβολλεί το θαύμα.
    Ψιχάλα οι σπίθες της ραίνουν τα όνειρα σου
    λάβδανο τα χάδια της ζεσταίνουν τα φτερά σου .

    Άνεμος στη γη γεννιέται κι ανεβαίνει στα βουνά
    Μυρίζει άνθρωπο και τζάκι και φυσάει δυνατά.
    Τη φλόγα σβήνει και παγώνει τη καρδιά
    τους εραστές χωρίζει και χαρίζει μοναξιά.

    Κάνε υπομονή πουλί μου και χτύπα τα φτερά σου
    δε τέλειωσαν ακόμη της αγάπης τα φιλιά σου .
    Μη χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στη γη
    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή.

    Η Μάνα , η Μεγάλη δημιουργεί το σύμπαν στα τρυφερά τα βάθη της
    φωτιά , πάγος και μέταλλα βαριά ξεφεύγουν απ’ τα σκοτεινά τα σπλάχνα της .
    Ένα βουνό μικρό από πάγο καμωμένο
    στο σκοτάδι το βαθύ στριφογυρνά χαμένο.

    Ένας πόνος δυνατός και απ’ τη πληγωμένη μήτρα
    ένας βράχος πυρωμένος εκσφενδονίζεται για τ’ άστρα.

    Χρυσός , χαλκός και Μπρούντζος
    τον πνίγουν σα φουσκωμένες φλέβες .
    Αδάμας , Οπάλιο και καθαρό Σμαράγδι
    Τον στοιχειώνουν σαν ανέγγιχτες παρθένες.

    Ο βράχος με ταχύτητα απίστευτη , τον πάγο φτάνει
    βυθίζεται στον ύπνο του και το πρόσωπο του χάνει .
    Δευτερόλεπτα κρατά μια αδύναμη σιωπή
    θόρυβος ξεσπά και μια τυφλή οργή .

    Πόλεμος θεριεύει μεταξύ των υλικών
    θάνατος και γέννηση στις λίμνες των ατμών.
    Τα πύρινα ποτάμια κάποτε στερεύουν
    ιδρωμένοι νεκρολάγνοι τα συντρίμμια ψαχουλεύουν .

    Και ξεθάβουν το κορίτσι .
    Και αγκαλιάζουνε τον χάροντα…

    Η ομίχλη σπλαχνικά το σώμα της σκεπάζει , σα μεταξένιο σάβανο
    και τρεις ήλιοι τρυφερά το στέλνουν , για το ξεχασμένο άπειρο.
    Σ’ ένα ταξίδι που ψυχή αν είχε και μέχρι τέλος αντοχή
    χίλιες ανθρώπινες ζωές , τη μία στην άλλη πάνω θα προλάβαινε να δει.

    Σα βαρκάκι πεθαμένο κάποτε αράζει
    σ’ ένα παλιό καλύβι κι ένα κήπο που μαράζει.
    Η πόρτα μουχλιασμένη , χωρίς πνοή , τον ύπνο της αφήνει
    το καλύβι για κάποιο λόγο μυστικό , το κορίτσι καταπίνει.

    Όταν η πόρτα ανοίγει , για δεύτερη φορά
    μια σκιά ξεφεύγει και τραβάει για Βορρά .
    Είναι το κορίτσι , που γελάει ζωντανό
    Τραγουδάει στο φεγγάρι και κοιτάει ουρανό…

    Μην χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στην γη
    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή .
    Έρχεται λένε απ’ του Βορρά τα δάση
    το πιο όμορφο λουλούδι , που μύρισε η πλάση.

    Τα σύννεφα ανοίγουν και η τελειότητα απλώνεται σα φλογισμένο χάδι
    χείλια από καθαρό οπάλιο και μάτια από πράσινο σμαράγδι.
    Λαιμός από παρθενικό αλάβαστρο και πρόσωπο πολικά λευκό
    μήλα από θαλασσί διαμάντι και μαλλιά από ακατέργαστο χαλκό.

    Στήθος απαλό , παρμένο από Αυγουστιάτικο φεγγάρι
    δέρμα μεταξένιο , φερμένο απ’ το Ελληνικό Φανάρι.
    Κοιλιά προκλητική , σα πρόσωπο υπνωτισμένης λίμνης
    πόδια λεία , μπρούντζινες εικόνες ερωτευμένης μνήμης.

    Την είδα και θέλω το πρόσωπο της με τρυφερότητα ν’ αγγίξω
    στα χείλια της , τη γλώσσα καθώς δαγκώνω , να βογκήξω.
    Τα δάκτυλα μου , στο σώμα της εξωτικοί ταξιδευτές
    της ψυχής της και των νεύρων της πρωτοπόροι πλανευτές.

    Με το χρώμα των ματιών σου , θέλω να βαφτώ τ’ ουρανού πολεμιστή
    με τη θλίψη της φωνής σου , να πληγώσω της φωτιάς μου βαπτιστή .
    Τις πολιτείες των παιδικών σου μυστικών , με ηδονή να λεηλατήσω
    με τις φλόγες των χειλιών σου , το σκοτάδι της ψυχής μου να σκορπίσω.

    Μα οι φωνές πουλί μου τώρα να πάψουν πρέπει
    γιατί ο χρόνος με φθόνο τα φτερά σου βλέπει.
    Χάρισε μου το απρόσιτο μυαλό σου και την ελεύθερη ψυχή σου
    και κέρδισε του πάθους την ανάσα μου , με το πρόστυχο φιλί σου .
    Φ ί λ α μ ε !

    Δαγκώνω απαλά τα χείλια σου και γεύομαι την ανάσα σου
    γλιστρώ τη γλώσσα μου στο στόμα σου και νιώθω την παράδοση σου.
    Πανικοβάλλομαι και υποχωρώ στο απότομο και απαιτητικό φιλί σου
    επανέρχομαι , ζω τα πάντα και εγκαταλείπω στη σφιχτή αγκαλιά σου .

    Οι χτύποι της καρδιάς σου , οι τελευταίοι ήχοι που ακούω
    τα μισόκλειστα τα μάτια σου , η τελευταία εικόνα που βλέπω
    τα δόντια σου στο λαιμό μου , το τελευταίο άγγιγμα
    και οι σταγόνες αίματος στα χειλάκια σου
    οι τελευταίες μου , κορίτσι μου γλυκό.
    Σ’ αγαπώ
    και καληνύχτα
    για πάντα.

    Μια αθώα σκιά χρωματίζει το χάραμα Του ,
    Ένα πουλί μικρό ,
    σκίζει τα χυμώδη σύννεφα με τα λευκά φτερά του.
    πέφτει με ταχύτητα νεκρό.

    Σε σκότωσα μικρό μου , σ’ έστειλα στο θάνατο
    έχασα το χαμόγελο σου για πάντα , εγώ που σε ήθελα αθάνατο.
    Μη μου κρατάς κακία τρυφερό μου , το ‘κανα γιατί σ’ αγαπώ
    μη φεύγεις έτσι , τα μάτια σου για τελευταία φορά θέλω να δω.

    Το σύντομο ταξίδι τελειώνει και φτάνει προς το σκληρό το χώμα
    Πυκνό αέρος ρεύμα όμως , σταματά και αγκαλιάζει τρυφερά το σώμα.
    Σα παλάμη μητρική σε φέρετρο χρυσό το βάζει
    Κι απ’ τις ξύλινες τις πύλες , του κόσμου του φθαρτού , παντοτινά το βγάζει.»

    Ηλίας
     
  7. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Όλα περνούν κι όλα μένουν,

    αλλά δικό μας είναι το να περνάμε

    να περνάμε κάνοντας δρόμους,

    δρόμους πάνω στη θάλασσα.

    Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,

    ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη

    των ανθρώπων το τραγούδι μου.

    Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,

    τους αβαρείς και αβρούς,

    σαν σαπουνόφουσκες.

    Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται

    από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε

    κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν

    κι αμέσως να σπάνε…

    Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα…

    Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι

    μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο

    Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,

    ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…

    Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος

    και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω

    φαίνεται το μονοπάτι

    που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις

    Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος

    μόνο απόνερα στη θάλασσα.

    ~Αντόνιο Ματσάδο~
     
  8. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΑΚΟΥ, ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΘΛΙΒΕΤΑΙ

    Άκου, το κέρας θλίβεται κατά τα δάση
    κι έχει τόσον καημό, που ορφάνιες θυμίζει
    κι έρχεται ως του βουνού τα πόδια να σωπάσει
    με τ' αγέρι που τρέχει και στενά γαβγίζει.

    Του λύκου κλαί' η ψυχή σε τούτη τη φωνή
    που βγαίνει (όπως κι ο ήλιος, που όλο χαμηλώνει)
    από μιαν αγωνία που μοιάζει ταπεινή
    και που μια σε μαγεύει, μια σε φαρμακώνει.

    Το παράπονο τούτο ως για να το χορταίνει,
    σε ξέφτια μακρουλά το χιόνι κατεβαίνει,
    με τον ήλιο που μέσα στο αίμα βασιλεύει.

    Στεναγμός χινοπώρου μοιάζει η ατμοσφαίρα:
    ω, τόσο είναι γλυκιά η μονότονη εσπέρα,
    που ο τόπος ο ήμερος τον ύπνο του γυρεύει.

    Πολ Βερλαίν
     
  9. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Να διατρέχεις ένα κορμί
    σε όλην του την έκταση την αιολική
    θα πει το γύρο να κάνεις του κόσμου
    και δίχως πυξίδα στα τέσσερα του ορίζοντα σημεία να περιδιαβαίνεις
    νήσους κόλπους χερσονήσους φράγματα υδάτων μανισμένων
    Υπόθεση εύκολη δεν είναι –παρότι ηδονική–
    Μην θαρρείς πως μια μέρα, μόνο, ή νύχτα σε σεντόνια στρωμένα
    για τούτο θα σου φτάσει
    Οι πόροι μέσα κρύβουν μυστικά, πολλά φεγγάρια να γεμίσουν.

    Τζιοκοντα Μπελι
     
  10. lotus

    lotus Silence

    Αν μ' Ηγάπας

    Αν του βίου μου το σκότος
    φαεινή έρωτος ακτίς
    διεθέρμαινεν, ο πρώτος
    της αλγούσης μου ψυχής
    ο παλμός ήθελεν ήτο ραψωδία ευτυχής.
    Δεν τολμώ να ψιθυρίσω
    ό,τι ήθελον σε ειπεί:
    πως χωρίς εσέ να ζήσω
    μοι είναι αφόρητος ποινή -
    αν μ' ηγάπας... πλην, φευ, τούτο είν' ελπίς απατηλή!
    Αν μ' ηγάπας, των δακρύων
    ήθελον το τέρμα ιδεί•
    και των πόνων των κρυφίων.
    Οι δε πλάνοι δισταγμοί
    δεν θα ετόλμων πλέον να δείξουν την δολίαν των μορφή.
    Εν τω μέσω οραμάτων
    θείων ήθελ' ευρεθείς.
    Ρόδα θαλερά την βάτον
    θα εκόσμων της ζωής -
    αν μ' ηγάπας... πλην, φευ, τούτο είν' απατηλή ελπίς!

    Καβάφης
     
  11. lotus

    lotus Silence

    Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
    Απ’ το πρωί κοιτάζω προς τ’ απάνω ένα πουλί καλύτερο
    απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου

    Σπασμένα φλιτζάνια στα χαλιά
    πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
    όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
    κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά
    ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
    ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
    ή ένας λατρεμένος λόγος

    που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά

    Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες
    έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
    σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μια χαραυγή
    τί κούραση τί κούραση
    κίτρινο φόρεμα —κεντημένος ένας αετός—
    πράσινος παπαγάλος —κλείνω τα μάτια— κράζει
    πάντα πάντα πάντα
    η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
    τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
    τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
    φίλε αγάπη αίμα φίλε
    φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τί κρύο

    Ήτανε παγωνιά
    δεν ξέρω πια την ώρα που πεθάναν όλοι
    κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο
    και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά

    Νίκος Σαχτούρης
     
  12. lotus

    lotus Silence

    Ψάξε
    για έναν τόπο που καίει φωτιά
    θυσία σ' έναν θεό που έχει χαθεί από καιρό
    μα είναι τόσο κοντά
    όσο στο στόμα που διψά το νερό

    Έλα
    σ' αυτόν τον τόπο που έχει καιρό
    να δει ανθρώπου θωριά
    κι ανάβουν νύχτα κεριά να φέξουν σ' ένα ναό
    που τον γκρεμίζουν την αυγή θεριά

    Έλα
    σ' αυτόν τον τόπο που έχει για γη
    όσα φωτίζει η αυγή να 'χει για τέλος κι αρχή
    τη δική σου τη ζωή
    κι ό,τι του λείπει το κρατάς εσύ

    Ψάξε
    εθελουσία δική σου οδό
    το όνειρο είναι εδώ
    μα έχει χαθεί από καιρό ένα μικρό φυλαχτό
    που το φοράν οι χαρές στο λαιμό

    Έλα
    κι άσ' την ψυχή στην ψυχή να πετά
    και με τα δυο της φτερά πετάει και βλέπει στη ζωή
    τι αξίζει η χαρά
    και των αγγέλων τις ψυχές ξεδιψά

    Νιώσε
    όσα η καρδιά μοναχή δε μπορεί
    κι όσα μια μόνη ψυχή αδυνατεί για να βρει
    νιώσε όσα φέρνει η βροχή
    σ' ένα δάσος που διψούν οι ανθοί

    Γιώργος Ποταμίτης