Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μόλις το παιχνίδι τερματίσει

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 18 Μαρτίου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Δε θα με πάρει πάλι θα το δεις, θα περιμένει να τον πάρω πρώτη εγώ


    Άκουσα να λέει η κοπέλα καθώς πέρναγα από δίπλα της. Νόμισα αρχικά πως μιλούσε στο τηλέφωνο, τελικά διαπίστωσα ότι μονολογούσε…


    Γύρισα και μόλις την αντίκρισα ένιωσα αυτή την συμπάθεια που μερικοί άνθρωποι μας κάνουν αυτόματα να αισθανόμαστε.

    - Κάντου αναπάντητη


    Γύρισε, με κοίταξε σκεπτικά και μετά χαμογέλασε με ειλικρίνεια.


    Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας με τη Σπυριδούλα. Ήταν απ’ την Πάρο κι είχε μετακομίσει στο νησί μας ακολουθώντας το φίλο της που ήταν σουσέφ σε κάποιο ξενοδοχείο. Η σχέση έληξε, εκείνη είχε βρει μόνιμη δουλειά, το μέρος της άρεσε, τα έξοδα ήταν μικρότερα, έμεινε. Κολλήσαμε απ’ την πρώτη στιγμή. Χρόνια είχα ν’ αποκτήσω παρέα τόσο κεφάτη που να μπορούμε να μοιραζόμαστε τα πάντα. Η σχέση μας ήταν πάντα φιλική, ποτέ δεν υπήρξε η παραμικρή αμετροέπεια σ’ αυτό. Όχι πως δε μ’ άρεσε, άλλωστε ανάμεσα σε φιλίες άντρα με γυναίκα σε μια ισορροπία υπάρχει το άρωμα του κυνηγιού και του φλερτ, όμως όσο πλησιάζεις τον άλλο, τόσο περισσότερα έχεις να χάσεις κι όταν έχεις πια βρει το δρόμο προς την ψυχή του άλλου κι υπάρχει αυτό το τακίμιασμα, που εξωραΪζει τις πιο σκληρές στιγμές της ζωής σου σαν έχεις κάπου να στραφείς. Η χημεία αυτή ενέχει κάτι το εντελώς διαφορετικό μέσα της, που θα μπορούσες να κάνεις έρωτα με τον άλλο και να μην υπάρχει τίποτα ερωτικό ανάμεσα σας, μόνο αυτή η ασίγαστη ανάγκη να πλησιάσεις ακόμα πιο πολύ.


    Η Σπυριδούλα είχε την τάση να θέλει απεγνωσμένα να αγαπηθεί και να τη νοιάζεται ένας άντρας, ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη της, που δεν επέλεγε, απλώς ακολουθούσε όποιον τη σίμωνε και συνήθως έπεφτε σε ακατάλληλους ανθρώπους. Ο Σταύρος ήταν απ’ την αρχή εντελώς διαφορετικός από κάθε άλλο. Η παρουσία του ήταν υποβλητική, εκείνου του είδους που η αυστηρότητα είναι στην αύρα τους και τους επιβάλλει περισσότερο απ’ τις λέξεις και τη στάση τους. Νομίζω πως η αύρα δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ το πόσο πολύ θέλουμε να είμαστε έξω μας αυτό που είμαστε μέσα μας και τελικά το σπρώχνουμε σε ένα είδος προβολής που περνάει σαν ιδέα στους άλλους, όταν έχουμε αποκωδικοποιήσει τι είναι αυτό που ζητάμε απ’ τον εαυτό μας, να είναι.


    Ο Σταύρος ήταν εξαιρετικά ωραίος, με φοβερό σώμα και πολύ αθλητικός χωρίς όμως να ασχολείται με τις συνηθισμένες φανατισμένες ουτοπίες των φιλάθλων. Φρόντιζε το σώμα του, παρακολουθούσε κανένα ματς γιατί του άρεσαν οι στρατηγικές που έβλεπε στα παιχνίδια και κατά κύριο λόγο ασχολιόταν με τη δουλειά του.


    Ένα απόγευμα δυο χρόνια μετά παντρεύτηκαν. Ως τότε με τη Σπυριδούλα παραμέναμε κολλητοί, ακόμα κι αυτός ερχόταν που και που. Είχε γίνει λίγο πιο κοφτή η στάση της φίλης μου, αλλά τίποτα πέρα απ’ αυτό. Μετά άρχισε ν’ απομακρύνεται και σύντομα τη συναντούσα στο σούπερ μάρκετ μόνο και πάντα την ακολουθούσα στους διαδρόμους προτού της μιλήσω. Βλέμμα αφηρημένο, πρόσωπο μουντό..


    Προσπάθησα αρκετές φορές να αναθερμάνω τις σχέσεις μας, σκέφτηκα μήπως προβληματίζονταν που ήμουν μόνος ότι δεν ήταν σωστό να συναντιέται η Σπυριδούλα μόνη μαζί μου κι έτσι συχνά πυκνά όταν γνώριζα κάποια προσπαθούσα να τους προσκαλέσω, αλλά όχι, φαινόταν σα να με έχει εξοστρακίσει απ’ τη ζωή της. Έστελνα μηνύματα κατά καιρούς και λάβαινα συγκαταβατικές απαντήσεις, απ’ εκείνες που δίνουμε όταν θέλουμε να κόψουμε τον αέρα κάποιου. Η αλήθεια είναι πως όσο περνούσε ο καιρός τόσο την ξέγραφα κι εγώ. Μετά έπεσε ένας τουρίστας πάνω μου κι έμεινα λίγο καιρό κλινήρης. Ήρθε μαζί του μια φορά να με δούνε, μου φέρανε δώρο ένα βιβλίο του Μπαρνς, κάθισαν λίγο και μετά έφυγαν. Δεν ξαναήρθαν, δεν ξανασχολήθηκαν.


    Τους τελευταίους οχτώ μήνες είχε μπει στη ζωή μου η Βάλια, το κατσίκι μου. Animatrice σε ένα πεντάστερο, απ’ τις ελάχιστες Ελληνίδες στο χώρο, δασκάλα ζούμπα, με υπέροχο κορμί που όταν την έβλεπα στα μαθήματα της κινούνταν τόσο εντατικά, με ρυθμό, ήταν καύλα σκέτη. Το σεξ μαζί της ήταν εκπληκτικό, παρότι τόσο έντονο που συχνά λαχάνιαζα τόσο που έχανα την ανάσα μου. Μόνο μειονέκτημα στην όλη φάση πως ήταν συνηθισμένη να πίνει πολύ σχεδόν κάθε βράδυ και όχι μόνο ποτά. Υπήρχε όμως μια τρέλα και κάτι στην κυκλοθυμία της που έκανε το σεξ φοβερό, αλλά ακόμα κι οι καβγάδες της είχαν μια οργή που δύσκολα διαχειριζόμουν, αλλά συνήθως ξεφούσκωνε γρήγορα και μετά γινόταν τρυφερή σα μωρό. Κι όμως αυτή τη στάση, την τρέλα τα αγόραζα, με εντυπωσίαζαν. Ήταν αφροδισιακή κάθε στιγμή. Ακόμα κι όταν τρώγαμε σε κάποιο μαγαζί ορισμένες φορές ήταν πιιωμένη και στο ίδιο τραπέζι μπορούσε τη μια στιγμή να με βρίζει με τις χειρότερες λέξεις και να προσπαθεί να με μειώσει πιστεύοντας πως κοιτώ άλλες και την επόμενη να σκύβει κάτω απ’ το τραπέζι και να με παίρνει εκεί ανάμεσα στα άλλα τραπέζια, στο στόμα της.


    Την πρώτη φορά δεν το πίστευα πως μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Μου ψιθύρισε πως θέλει να τελειώσω στο στόμα της ενώ τρώω το μπιφτέκι μου και να μην τολμήσω να παρακούσω. Κάτι στον τρόπο της με έκανε να υπακούσω κι όσο ήταν κάτω απ’ το τραπέζι έτρωγα αργά και φύλαγα την τελευταία μπουκιά που πήρα στο στόμα μου μασώντας προσεκτικά, χωρίς να αποφύγω να δαγκώσω τα μάγουλα μου τη στιγμή που ρούφαγε τα υγρά μου. Άλλη φορά εκεί που τρώγαμε με είχε κλωτσήσει στον πούτσο αφού πρώτα μου είχε αποσπάσει την υπόσχεση πως ό,τι κι αν κάνει δε θα αντιδράσω καθόλου φαινομενικά. Και πάλι κάτι με έκανε να μην παραβώ το λόγο μου.


    Μια φορά την αγνόησα όμως. Ήταν κανόνας της όταν είναι κάτω απ’ το τραπέζι να μην κατεβάζω τα χέρια μου, ακριβολογώντας να μην κάνω τίποτα πέρα απ’ το να ακούω τις εντολές της. Ήμασταν σε ένα μαγαζί που δεν είχαμε ξαναπάει, ούτε τόλμησα να ξαναπάω. Με ρούφαγε κανονικά κάτω απ’ το τραπέζι και τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να χύσω κατέβασα το χέρι μου, τον έβγαλα απ’ το στόμα της και όσο μπορούσα να καταλάβω τον κατεύθυνα και την έχυσα στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε πολύ αστείο και περίμενα να δω πως θα αντιδράσει στην πρόκληση. Δεν περίμενα τη συνέχεια. Βγήκε με τα χύσια να κυλούν κάτω απ’ τη μύτη της κι άλλα να έχουν πασαλειφτεί στο πλάΪ των χειλιών της, σηκώθηκε και περνώντας μπροστά απ’ όλο τον κόσμο είπε στο σερρβιτόρο


    - που μπορώ να πλυθώ παρακαλώ; Ο μαλάκας με έχυσε στα μούτρα.


    Αντί να μιλήσει μάγκικα, ή κορδωμένα, όπως συνήθιζε, υιοθέτησε ένα εντελώς ξένο προς την ίδια, ύφος κι ακούστηκε φοβισμένη και ταπεινωμένη, ακόμα και το ‘’μαλάκας’’ που είπε δε φάνηκε να χαλάει την εικόνα που ξαφνικά είχε δημιουργήσει σε όλους, ίσως ακόμα και σ’ εμένα, σα να ήταν μια άλλη.


    Όλο το βράδυ οι άνθρωποι την κοίταζαν με συμπάθεια κι εμένα λες και ήμουν τέρας κι εκμεταλλευτής. Αλλά δεν τελείωσε εκεί το πράγμα. Εξαφανίστηκε για ένα μήνα μέσα στον οποίο έκανε κοινοποιήσεις στο fb που πήγαινε και με ποιον και μου έστειλε φωτογραφία που την έπαιρνε κάποιος από πίσω. Ίσως θα έπρεπε όλα αυτά να λειτουργούσαν σαν προειδοποίηση, να καταλάβω πως σε αυτή την προκλητικότητα, στην ανάγκη της να υπακούω υπάρχει κάτι το δυσοίωνο, αλλά ήμουν μαγεμένος.


    Μετά απ’ αυτή τη φωτογραφία ήμουν ηλεκτρισμένος, μουδιασμένος. Ήθελα να κάνω κάτι άσκημο και δεν ήθελα να αφήσω ελεύθερο τον εαυτό μου. Πήγαινα στη θάλασσα και χτύπαγα θυμωμένες απλωτές στο νερό κι όσο περισσότερο με μαστίγωνε η ορμή κι έτσουζε, πιο πολύ αφηνίαζα και προσπαθούσα να χτυπήσω ακόμα δυνατότερα. Μετά στη δουλειά ήμουν έτοιμος να τσακωθώ με τον οποιονδήποτε και το βράδυ έδινα στα γκριπ όλη την οργή που μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου, ας υπήρχε πάντα μια μορφή ελέγχου που δε μ’ άφηνε να ξεφύγω τόσο ώστε να οδηγήσω χωρίς κράνος ή μεθυσμένος, ή ακόμα και χωρίς σκέψη, να προσπεράσω στα τυφλά χωρίς ορατότητα.


    Κάποιο βράδυ από ‘κεινα που είσαι σε τέτοια διάθεση ώστε μπορεί να κάνεις τις πιο περίεργες συναντήσεις, να δεις παράλογα θεάματα και όμως εσένα να σου φαίνονται όλα φυσικά κι είσαι έτοιμος να χωρέσεις σε οποιαδήποτε κατάσταση, συνάντησα στο Karavokyri bar, τη Σπυριδούλα με το Σταύρο. Είναι εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι που υπήρξαν κάποτε κοντά μας νιώθουν την ανάγκη μας κι εκεί φαίνεται ο φίλος. Με κράτησε η Σπυριδούλα στο τραπέζι της, μου μιλούσε περί ανέμων κι ενώ έβλεπε πως ο Σταύρος δυσανασχετούσε με ένα κεφάτα λυπημένο βλέμμα, μοιρασμένη στη φιλία που είχαμε κάποτε και στη βούληση του άντρα της, με κρατούσε εκεί.


    Σα να ήμασταν συνεννοημένοι εμφανίστηκε η Βάλια με ένα τύπο μαυριδερό, που έλαμπε το πρόσωπο του σα να το ‘χε περάσει με κοντίσιονερ κι ένα καλογραμμένο κοστούμι, κάθισαν λίγο παραπέρα. Όσο εκείνη τον χάΪδευε με ένα τρόπο όπως χαϊδεύουν ένα σκυλάκι, τόσο η Σπυριδούλα με φρόντιζε. Ακόμα κι ο Σταύρος είχε καταλάβει κάτι και προκειμένου να κρύψει τη δυσφορία του είχε πιάσει μια συζήτηση με τη γκαρσόνα για τα ουίσκι που διέθετε το μαγαζί.


    Έλαβα ένα μήνυμα στο κινητό απ’ τη Βάλια. Αρκούσε για να καταλάβω πως αν και είχα χάσει τόσες μάχες, ήμουν έτοιμος να κερδίσω τον πόλεμο: ‘’ποια είναι αυτή; τη γαμάς’’;


    Της απάντησα: ‘’διώξτον’’


    Σα να ήταν χνούδι, ή αποτσίγαρο με δυο λέξεις που του προκάλεσαν ένα τίναγμα, ο νεαρός σούφρωσε τα μούτρα και έφυγε. Νέο μήνυμα ήρθε: ‘’και τώρα’’;


    Απάντηση: ‘’έλα στο τραπέζι μου’’


    Σηκώθηκε και περπατώντας νωχελικά ήρθε στο τραπέζι, πήρε μια καρέκλα και έκατσε δίπλα … στο Σταύρο.


    Είχα κερδίσει; Ίσως. Αλλά οι όροι τώρα αποκαλύπτονταν…


    Το βράδυ τη γάμησα με βία κι όταν με χαστούκισε τη χαστούκισα πίσω. Η βραδιά ξέφυγε. Πήρε μονοπάτια περίεργα. Πολλά νέα σενάρια ξεπήδησαν στις νύχτες που ακολούθησαν. Σκηνικό πάντοτε οι ταβέρνες μόνο που τώρα οι κανόνες ήταν διαφορετικοί.


    Με τη Σπυριδούλα και το Σταύρο κατά καιρούς βγαίναμε. Μπόρεσα πάλι να πλησιάσω τη φίλη μου, αλλά ακόμα δεν είχα ανιχνεύσει γιατί φαινόταν κατά καιρούς τόσο πικραμένη κι απόμακρη. Κάποιος ηλεκτρισμός αχνόφεγγε, μια ιδέα κινδύνου κι ασυνέπειας, που ακόμα δεν είχε αποκαλυφτεί…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  2. Alpha Wolf

    Alpha Wolf Ενας, αλλα Λυκος.

    Εντελως συμπτωματικα ειδα αυτη τη σειρα με τους μαγειρες, που πανε και θελουν να γινουν σεφ κλπ.
    Οι βασικες αρχες Κ-υ φαινονται ξεκαθαρα στη δομη και δραση του παιχνιδιου.
    Μην ξεχνατε, οτι σε καθε εγχειριδιο BDSM το λενε με διαφορους τροπους, οτι το K-υ το εφεραν καποιοι "πιλοτοι του Β ΠΠ".
    BDSM δεν σημαινει σεξ. Εννοω, μπορει να περιλαμβανει ΚΑΙ σεξ, αλλα δεν ειναι απαραιτητο.
    Αντιστροφα, κινκυ σεξ δεν σημαινει και BDSM. Μπορει να ειναι σε μια εντελως συμμετρικη σχεση,
    οπου ολα ειναι .. ισα και μοιρασμενα, δηλαδη ΒΑΝΙΛΙΑ σχεση συμφωνα με την ορολογια.
    Βανιλια δε σημαινει κατι κακο, απλα σημαινει οτι η σχεση δεν ειναι ασυμμετρη, δεν ειναι Κ-υ, σημαινει οτι ειναι μια βανιλια σχεση. Απλα πραγματα.
    Πικαντικο και γουστοζικο σεξ δεν σημαινει οτι ειναι BDSM. Ισως κινκυ. Κινκυ βανιλλια ειναι η πιο διαδεδομενη μορφη σεξ, που ξεφευγει λιγο απο τη... βιβλο των μορμωνων.
    Μια καλογυμανσεμνη ανιματρεσσα που της αρεσει το κινκυ, εαν δεν εχει γινει και κατι αλλο, ειναι μια κινκυ βανιλλια.
    Ακομα κι αν κανει διαφορα "παιχνιδια", παλι βανιλια ειναι. Κινκυ βανιλλια. Μια χαρα.
    Μια φιλη που εχει παντρευτει εναν βαρετο μικροαστο και βαριεται στο κρεβατι, μια βανιλια ειναι. Ακομα και αν διαβασει ενα ή δυο ή τρια βιβλια της σειρας 50, παλι βανιλια ειναι.
    Κι αν ακομα η αγρια φαντασιωση της να κανει τριο με τον νυν και τον επομενο, παλι βανιλια ειναι.
    Ακομα κι αν η καινουργια σχεση δειχνει δυναμικη, και παλι, βανιλια ειναι.
    Φτανει πια, χασμουρηθηκα.
    Να σου πω λοιπον φιλτατε, τι θα εκανε εδω να πω... ωπ, μια ντομινα. Ή ενας Μαστερ, μακιαβελικου τυπου.
    Η φιλη σου η βαρετη, που καλοπαντρευτηκε, ερχεται λυγαμενη, κουναμενη και σου παιρνει πιπα. Επειδη την ΔΕΙΤΑΞΕ ο αντρουλης τως. Και του φερνει και το σωβρακο σου, και πεφτει στα τεσσερα. Ωπ, κυριαρχια. Και της το εβαλε task, μονο για να την αφησει να τον ακουμπησει. Με την αδεια του φυσικα.
    Η καινουργια σχεση, αυτη που κανει το λυσσασμενο σεξ, πιανει και βανει την βαρετη μικροαστη στα γονατα, της περναει κι ενα λουρι, και της λεει, αν θες να ζησεις κατι συναρπαστικο, εχεις τον αντρουλη σου για τα βαρετα, απο δω και περα θα μ λες μονο "μαλιστα". Και θα τον τρως μονο απο πισω.
    Χμ. το καλυτερο τ αφησα στο τελος.
    Κατι που μπορει να σου συμβει εσενα. Να βρεθεις στα τεσσερα, με ενα καπιστρι, να μην μπορεις να πεις "οχι" και να εχεις λυσσαξει στην καυλα. Και να σου πει η Αφεντρα σου, σκιστην την βαρετη, να υπακους μεχρι τελους, και να μην σ αφηνει να την ακουμπησεις -την Αφεντρα. Ασε που θα στον εχει στριμωξει και σ ενα κλουβακι, και θα σου δειχνει χαμογελαστη το κλειδακι του λουκετου.

    Μικρη εισαγωγη στον Πλανητη BDSM. Οποια απορια και ερωτηση εχεις, στη διαθεση σου.

    Υ.Γ. Εικαζω οτι υποθετω ολη η ιστορια σου ειναι φανταστικη και τα προσωπα μη υπαρκτα. Σε καμια περιπτωση δεν θελω να προσβαλλω ανθρωπους και καταστασεις.
    Εαν κανω λαθος, υπεθεσε και δεξου οτι αναφερομαι σε φανταστικους χαρακτηρες και υποθετικες καταστασεις.
     
    Last edited: 18 Μαρτίου 2018
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δε διαφωνώ με αυτά που γράφεις, μόνο που δεν είδες ότι γράφει ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ πρώτον και δεύτερον ποιός σου είπε ότι η ''Βάλια'', ή ο αφηγητής / πρωταγωνιστής ή η ''Σπυριδούλα'' ανήκουν σε οποιαδήποτε κατηγορία; Γιατί δεν περιμένεις λίγο; Θέλεις να δείξεις τι ξέρεις; μπράβο σου ξέρεις. Εγώ δε θα δώσω άλλη απάντηση πέρα από τη συνέχεια. Και το αν είναι πραγματική, φανταστική, ή μελοποιημένη αφορά εμένα κι όποιον επιλέγω να του το πω.

    Αν και ενέχει κρυφοεπιθετικά στοιχεία η απάντηση σου σ' ευχαριστώ που δίνεις κάποιους ορισμούς.

    Υπογραφή: ο γουστόζικος.

    Και τα σέβη μου  
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Με τη Βάλια προσπαθούσαμε. Κατά καιρούς η ανοχή που μου έδειχνε εξαντλούνταν. Εξαφανιζόταν, έκανε κοινοποιήσεις σε διάφορα σημεία, μου έστελνε φωτογραφίες που την έπαιρναν διάφοροι και μετά πάντοτε κάποιο βράδυ τη συναντούσα με πολύ όμορφους νεαρούς που έδιωχνε με τον πιο απαξιωτικό τρόπο. Με κούραζε αυτή η κατάσταση, πληγωνόμουν. Ορισμένα πρωινά μετά τις συμφιλιώσεις μας ενώ την κράταγα σφιχτά στην αγκαλιά μου ξυπνούσα με δύσπνοια. Ανέβαινα συνήθως στην ταράτσα και άφηνα το βλέμμα μου να μαγνητιστεί άλλοτε από μια παράσταση στον ορίζοντα, τα φώτα στα απέναντι νησιά, ένα αμάξι που διέσχιζε τον περιφερειακό, άλλοτε από τα θεάματα του ουρανού, τα αστέρια, τα αεροπλάνα. Και μερικές φορές καθόμουν οκλαδόν στο νωπό τσιμέντο απ’ την πρωινή υγρασία κι ένιωθα τα μπούτια μου να μουσκεύουν και δεν καταλάβαινα, χανόμουν. Ορισμένες φορές παραδινόμουν στην οργή μου, έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν πως είχα νοικιάσει ένα άλλο σπίτι που της κράταγα κρυφό κι εκεί είχα μια άλλη ζωή, σε ένα σπίτι που δε θα είχε μολυνθεί απ’ την παρουσία της και πως κάποια απογεύματα της ξέφευγα και πήγαινα εκεί, ήταν η δική μου επανάσταση.


    Άλλες φορές όταν ήταν φρέσκια η επιστροφή με κατέβαλλε η ανησυχία για τη διάρκεια αυτής της φέτας ευτυχίας, γιατί όταν γύριζε το κορίτσι μου ήταν κάθε φορά σα να ξαναγεννιόμασταν. Υπήρχε κι απ’ τους δυο μας τρυφεράδα, ανάγκη να είμαστε αυτοκόλλητοι, να θέλουμε διαρκώς να μιλάμε, στέλναμε μηνύματα με ό,τι θέλαμε να κάνει ο ένας στον άλλο, όμως ποτέ δε διαρκούσε αρκετά. Ή ίσως να διαρκούσε όσο αντέχαμε να είμαστε στην κόψη των συναισθημάτων μας. Πάντοτε όμως υπήρχαν σημάδια της καταστροφής που θα ακολουθούσε κι ήμουν εκείνος που έδειχνε το φόβο του, χωρίς ποτέ να καταφέρω την ακύρωση. Ακόμα και μια φορά που έμαθα πως ο αδερφός μου τράκαρε και ήλπιζα στο χάδι της, βρήκα μόνο την απουσία της στο γυρισμό μου. Ήμουν εκείνος που περίμενε.


    Η Σπυριδούλα ήταν εκείνη που κατάλαβε πριν από ‘μενα πως μαράζωνα. Δεν κάναμε κολλητή παρέα, εκείνη είχε το σπίτι της, εγώ τη Βάλια και τη δουλειά μου κι άλλωστε δεν υπήρξε ζευγαροχημεία για να ταιριάξουμε όλοι μαζί. Όμως προσπαθήσαμε κι οι δυο να βρούμε ένα κοινό τόπο κι έτσι κάθε Τρίτη μετά τις 11 συναντιόμασταν στις Πόρτες, ένα καφέ κοντά στην εφορία. Παραγγέλναμε καφέ, χυμό και μικρά κρουασανάκια βουτύρου. Στην αρχή δεν είχαμε καταφέρει να ξεπεράσουμε ξανά ο ένας την ασπίδα του άλλου. Όταν παρατήρησε πως δε φαινόμουν καλά και διαπίστωσε πως για άλλη μια φορά η Βάλια ήταν απούσα απ’ τη ζωή μου, ξεπέρασε την άμυνα μου. Εκείνη τη στιγμή δεν παραδέχτηκα τίποτα, όμως φεύγοντας μου άγγιξε κάπως το μπράτσο που το ενδιαφέρον της με έλιωσε.


    Το ίδιο απόγευμα πήγα σπίτι της. Όλη την ημέρα αναστάτωνα διαρκώς τον εαυτό μου. Το άγγιγμα της, η φροντίδα που απέρρεε απ’ αυτό με είχαν συγκλονίσει. Ήταν πολύ προσωπικότερο απ’ όλες τις φορές που με άγγιζε η Βάλια που ζούσαμε διαρκώς παραδομένοι στην πρέζα του νοσηρού έρωτα. Τα δικά μας αγγίγματα ήταν εγωιστικά, στόχο είχαν να κλέψουν. Κλέβανε την αίσθηση της επιδερμίδας, κλέβανε την εντύπωση της στιγμής, κλέβανε τα μονοπώλια, κλέβανε διαρκώς κάτι. Αποπροσανατόλιζαν και κλέβανε κι ο καθένας μας ήταν για τον εαυτό του.


    Πίστευα πως ο Σταύρος δούλευε μέχρι τις 8 γι’ αυτό κι εγώ πήγα στις 6,30 με την ελπίδα πως μπορεί να τηγάνιζε πατάτες όπως παλιά που κάναμε τις γουρουνιές μας και λέγαμε τα δικά μας. Χτύπησα το κουδούνι κι ενώ το μηχανάκι της ήταν σπίτι άργησε πολύ να ανοίξει η πόρτα. Τελικά άνοιξε ο Σταύρος. Φορούσε μια φόρμα αντίντας, την κλασική με τη λευκή ρίγα στο πλάϊ, το στήθος του ήταν ιδρωμένο και φαινόταν σφιγμένος. Αυτοστιγμής σκέφτηκα πως έκανα κάποια γκάφα. Δε με έδιωξε, ούτε με έκανε να αισθανθώ ανεπιθύμητος. Δε μίλησε καν, υποχώρησε προς τα μέσα και φώναξε στο διάδρομο τη Σπυριδούλα.


    Ήρθε λίγο μετά φορώντας ένα σορτσάκι αρκετά κοντό και από πάνω μόνο το μπικίνι της. Όπως έφευγε να πάει να φτιάξει καφέ παρατήρησα πως τα μπούτια της ήταν πολύ ερεθισμένα κοντά στο τελείωμα του σορτς της. Έκανα κάποιο σχόλιο για μια αλοιφή για συγκάματα. Ο Σταύρος απ’ τον υπολογιστή του κάγχασε κι η Σπυριδούλα πήγε κοντά του και τον φίλησε στην κορφή του κεφαλιού. Έφτιαξε τα καφεδάκια κι ήρθε δίπλα μου, φαινόταν παραπάνω από χαρούμενη που ήμουν εκεί, αλλά πολύ περισσότερο φαινόταν να τη χαροποιεί πως ο Σταύρος ενέκρινε την παρουσία μου εκείνη τη στιγμή. Με ρώτησε τι μου συμβαίνει και με άγγιξε πάλι με τον ίδιο τρόπο. Κι εγώ παραδόθηκα. Ήθελα να πω λίγα και συγκροτημένα και τελικά είπα τα πάντα ακριβώς όπως συνέβαιναν, ακόμα και τη δραστηριότητα μας στις ταβέρνες.


    Με ένα ευχάριστα διακριτικό τρόπο είχε έρθει στον καναπέ ο Σταύρος και μας άκουγε. Η φωνή του ακούστηκε απαλή αλλά αποφασιστική

    - Σπυριδούλα πάρε τον καφέ, φέρε το ουίσκι μου και τρία ποτήρια

    - Σταύρο μου, εγώ δεν έχω διάθεση για αλκοόλ απόψε

    Δεν μίλησε, δεν την κοίταξε καν. Η Σπυριδούλα σηκώθηκε, πήρε τα ποτήρια με τον καφέ που κανένας μας δεν είχε πιει και γύρισε με το Talisker, τρία χαμηλά ποτήρια με ρουμπινί χρώμα, ένα καθαρό τασάκι και ένα μπουκάλι νερό. Κανένας μας δεν είχε μιλήσει μέχρι που έφερε και τα νεροπότηρα.


    - Παιδικά πράγματα

    Η φράση ακούστηκε απαλά απ’ τα χείλη του Σταύρου και φαινόταν σα να αποτελούσε το τέλος κάποιας πρότασης και όχι την αρχή της.

    - Δεν καταλαβαίνω

    - Σταύρο μου, ο Αντώνης δεν σε γν…

    - Μη με διακόπτεις

    Ο απαλός τόνος της φωνής του δεν είχε αλλάξει καθόλου και όμως η Σπυριδούλα μαζεύτηκε σα να την είχε χαστουκίσει. Ψέλλισε κάτι σα συγνώμη και σερβίρισε το ουίσκι. Αν θα μπορούσαμε να πούμε πως μπορεί ένα ποτό να έχει μελωδία, αυτό ήταν το Talisker.


    - Αντώνη απ’ όσα είπες βλέπω πως δεν έχεις κανένα έλεγχο του εαυτού σου. Δε γνωρίζεις ποιος είσαι μέσα σ’ αυτή τη σχέση, πόσο μάλλον να ξέρεις την ταυτότητα της σχέσης. Αναρωτιέμαι έχεις παρατηρήσει ποτέ τη Βάλια; Σαφώς, ( σήκωσε το δάχτυλο για να με σταματήσει που πήρα φόρα να μιλήσω ) το μυαλό σου έχει συλλάβει τα σημάδια που δεικνύουν την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου, αλλά δεν έχεις την παραμικρή ιδέα ποια είναι αυτά ώστε να τα πεις στον εαυτό σου. Τα αναγνωρίζεις με το ένστικτο και όχι με τη συνείδηση σου.


    - Κανένας δε μπορεί να μεταγλωττίσει το ένστικτο του βιάστηκα να πω και ήμουν σίγουρος πως είχε εντυπωσιάσει η ετοιμότητα κι η ευφράδεια μου, παρότι ήδη ένιωθα πικαρισμένος.


    - Αντιδράς πριν σκεφτείς και παραδίδεσαι στα συναισθήματα σου. Περιμένεις πως και πως το σοκολατάκι σου κάθε φορά που γυρίζει ώστε δε μαθαίνεις ποτέ τίποτα παρά τις τόσες επαναλήψεις. Ποιος είσαι σε αυτή τη σχέση;


    - Ο άντρας


    - χαχαχαχαχα όχι αυτό είναι το μόνο που δεν είσαι


    Ίσιωσα τη μέση μου κι ετοιμάστηκα να επιτεθώ, όταν με σταμάτησε με τον πιο παράδοξο τρόπο. Η φωνή του δεν άλλαξε καθόλου, δε σταμάτησε λεπτό να με κοιτάει, αλλά απευθύνθηκε στη γυναίκα του


    - Σπυριδούλα σ’ αρέσουν τα παιχνίδια σου;

    - Ναι αγάπη μου.

    - Ποιο σ’ αρέσει περισσότερο;

    - Αυτό που σε κάνει ευτυχισμένο αγάπη μου

    - Κι εσένα τι σε κάνει ευτυχισμένη Σπυριδούλα;

    - Το χαμόγελο σου αγάπη μου και τα χείλια σου στο σώμα μου

    - Στα δίνω απλόχερα;

    - Τα κερδίζω αγάπη μου

    - Πως;

    - Όταν σ’ ακολουθώ αγάπη μου

    - Γιατί;

    - Αγάπη μου εσύ ξέρεις το καλύτερο για ‘μας.

    - Έλα δω μωρό μου


    Πήγε να σηκωθεί απ’ τη θέση της και τη σταμάτησε χτυπώντας τα δάχτυλα του

    - Κάντο σωστά


    Αντί να σηκωθεί απ’ τη θέση της, γλίστρησε στο πάτωμα στάθηκε στα γόνατα της. Αργά τον πλησίασε κι έκατσε στα γόνατα του. Το χέρι του ήρθε στο κεφάλι της. Ομολογώ ότι το χάδι του ήταν το τρυφερότερο που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Υπήρχε κάτι παραπάνω από αγάπη σ’ αυτό, αλλά παρόλ’ αυτά αισθανόμουν πολύ μπερδεμένος και κατά κάποιο τρόπο είχα ερεθιστεί.


    - Αντώνη τη Βάλια την αγαπάς νομίζεις;

    - Φυσικά

    - Φυσικά τι;

    - Φυσικά την… νομίζω φυσικά ότι την αγαπώ

    - Το φυσικά και το νομίζω δεν ταιριάζουν στην ίδια φράση. Είτε είσαι βέβαιος, είτε δεν ξέρεις.

    - Είμαι ευτυχισμένος μαζί της

    - Τότε σύρε σπίτι σου φίλε μου και περίμενε τη να γυρίσει… ώσπου να ξαναφύγει.


    Κούμπωσα το τσαντάκι μου στη μέση κι ετοιμάστηκα να φύγω μετά από λίγο. Ήρθαν στην πόρτα αγκαλιασμένοι. Το κεφάλι της Σπυριδούλας ακουμπούσε νωχελικά στο χέρι του Σταύρου.

    - Αντώνη όταν μάθεις ποιος είσαι σ’ αυτή τη σχέση, θα σε περιμένω να μιλήσουμε.

    - Καληνύχτα

    - Αντώνη, ο Σουν Τζου είπε πως οι ευκαιρίες ευδοκιμούν και πληθαίνουν κάθε φορά που τις αδράχνουμε. Αν δε μπορείς να βρεις ποιος είσαι, αφού προσπαθήσεις όμως, αν πιστεύεις πως είμαι αυτό που θες, έλα να σε βοηθήσω εγώ να βρεις ποιος είσαι.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
    Last edited: 19 Μαρτίου 2018
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Συχνά τις περιόδους που μ’ εγκατέλειπε η Βάλια είχα την ανάγκη να χαϊδεύομαι στον εαυτό μου. Ορισμένα βράδια αγόραζα πιτόγυρα, καμιά πάστα και νοίκιαζα ταινίες έχοντας κατά νου όλες τις εξωτερικές εργασίες που μπορώ να κάνω την επόμενη ημέρα ώστε να δικαιολογήσω την αργοπορία στη δουλειά. Στις πιο ειλικρινείς και διαυγείς στιγμές μου ήξερα πως ο εργοδότης μου δεν παραμυθιαζόταν απ’ αυτά τα κόλπα μου, απ’ την άλλη όμως σ’ ένα γραφείο όπου όλοι ήξεραν να χειρίζονται autocad και μόνο δύο θυμόμασταν όταν κρασάρανε οι υπολογιστές πώς να κάνουμε προμετρήσεις με κλιμακόμετρο και να χρησιμοποιούμε επικαμπύλια για τις κοίλες επιφάνειες, μάλλον μου φερόταν αρκετά συγνωμονικά.


    Συνήθως αυτά τα βράδια έτρωγα του σκασμού και μετά δε μπορούσα να πάρω ανάσα και κατέληγα στην τουαλέτα να ξερνάω. Έπειθα τον εαυτό μου πως τη στιγμή του εμετού, με τον τρόπο που πιεζόταν το κεφάλι μου και σφιγγόταν όλο μου το σώμα βρισκόμουν σε μια στιγμή εγκεφαλικής εγρήγορσης και μ’ αυτό εννοούσα πως για τα λίγα δευτερόλεπτα όπου έβλεπα αστράκια και απ’ τους σπασμούς και τις μύξες μου κοβόταν εντελώς η ανάσα μπορούσα να σκέφτομαι εντελώς ψυχρά μια κατάσταση. Ίσως να ήταν εκλογίκευση, λειτουργούσε όμως.


    Μόλις είχα αρχίσει να συνέρχομαι. Καθόμουν στον καναπέ μου πίνοντας παγωμένο νερό και ήδη σκεφτόμουν ένα ολόκληρο κουτί με φλωρεντίνες που είχα αγοράσει και πως θα μπορούσα να επαναλάβω το ‘’έρεβος’’ μου όπως ονόμαζα εκείνες τις περιόδους που πάντοτε ένιωθα την ανάγκη να το κάνω. Μου πρόσφερε εξαέρωση μέσα μου και παρηγοριά αυτή η βία που προκαλούσα στον εαυτό μου, ήταν κάτι που είχα ανάγκη. Κάποιες σκέψεις άρχιζαν να σχηματίζονται, όλες σχετικές με τη συζήτηση με το Σταύρο και τη στάση της Σπυριδούλας.


    Εξακολουθούσα να μη μπορώ να αποκωδικοποιήσω τη σκηνή που είδα. Έβλεπα ξανά και ξανά τη φίλη μου να γλιστράει στο πάτωμα και γονατιστή να τον πλησιάζει. Δε μπορούσα όμως να την αποκαλέσω κακοποιημένη γιατί ήταν το χάδι του στη μέση, υπήρχε κάτι σ’ αυτό το άγγιγμα που έδιωχνε κάθε σκέψη για κάτι κακοπροαίρετο. Σκεφτόμουν και τα λόγια της διαρκώς. Έδειχνε απόλυτη εμπιστοσύνη στο Σταύρο, πως εκείνος είχε το γενικό παράγγελμα, εκείνος ήξερε το σωστό. Δεν ήταν ο άντρας, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό που δεν έβρισκα τις λέξεις να το ονομάσω. Είχα εντυπωσιαστεί, δεν είχα όμως καμία πίστη πως εγώ θα μπορούσα να είμαι σαν αυτόν. Εγώ πάντα μου, ήμουν μπάχαλο


    Κι ύστερα οι σκέψεις μου γύριζαν στη Βάλια, πως με έκανε ότι ήθελε. Κλείνοντας τα μάτια το βράδυ που έφυγα απ’ το σπίτι τους σκέφτηκα πως κάλλιστα θα μπορούσα εγώ να είμαι γονατιστός και να τρέχω κοντά της, μόνο που εγώ δεν την εμπιστευόμουν και άλλωστε ήταν πιθανότερο πως όσο την πλησίαζα πάντοτε θα απομακρυνόταν. Κάθε φορά που έφτανα αρκετά κοντά ώστε να αποκτήσει σχήμα, έφευγε μακριά μου.


    Τηλεφώνησε η Σπυριδούλα να μου ζητήσει ένα τηλέφωνο. Όπως συζητούσαμε έστειλα χαιρετίσματα εγκάρδια αν και μαγκωμένα στο Σταύρο. Λίγη ώρα αφού κλείσαμε το τηλέφωνο, έλαβα μήνυμα στο κινητό από άγνωστο νούμερο: ‘’αυτός που έχει το πρόσταγμα στη μάχη πρέπει να γνωρίζει όλες τις δυνάμεις του και να τις έχει εύκαιρες, ποτέ να μην παύει να δρα και να επιθυμεί αν χάσει να χάσει πολεμώντας. Κάτι παρόμοιο ειπώθηκε απ’ το Βοναπάρτη. Κράτα το τηλέφωνο μου, εξακολουθώ να θέλω να σε βοηθήσω, μη ντρέπεσαι. Σταύρος’’. Αποθήκευσα τον αριθμό και ενώ καταλάβαινα το μήνυμα, ήξερα πως εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να γίνω έτσι, να είμαι συνέχεια συνεπής προς τον εαυτό μου. Και όμως ύστερα απ’ αυτό το μήνυμα ένιωσα ηλίθιος και δε μπόρεσα να γυρίσω στο έρεβος μου.


    Δυο μέρες μετά κανόνισα να πάμε για καφέ με το Σταύρο. Στη Σπυριδούλα δεν το είπα, υπέθεσα πως θα της το έλεγε ο ίδιος. Τελικά λόγω κάποιου ραντεβού που είχε νωρίτερα και παρατάθηκε αντί να πάμε έξω για καφέ, ήρθε στο σπίτι μου.


    Τριγύρισε σε όλα τα δωμάτια χωρίς να ρωτήσει, αλλά ούτε και θα το απαγόρευα. Αναρωτιόμουν αν ήμουν τόσο διάφανος, όταν έκλεψε τις σκέψεις μου.

    - Δε σε ρώτησα για να δω το σπίτι σου

    Δεν υπήρχε πρόκληση στον τόνο του, ούτε ήταν ερώτηση.

    - Δεν πειράζει, δεν υπάρχει πρόβλημα

    - Το ξέρω

    - …

    - Ας πιούμε ουίσκι, όχι καφέ.

    Εγώ δεν είχα κάτι τόσο εξειδικευμένο βέβαια, ήξερα πως είχα ένα ουίσκι κάπου αλλά ούτε καν τι ήταν, παρότι ήταν το αγαπημένο μου ποτό, ποτέ δε φρόντισα να πάρω κάποιο που να μου άρεσε. Τι σημασία είχε; Μου άρεσε το ουίσκι γιατί να επιλέγω και να μπερδεύομαι;

    - Που είναι η Βάλια; ρώτησε μετά από λίγο

    -…

    - Ακόμα;

    - …

    - Ας πιούμε το ποτό μας και θα φύγω με περιμένει κι η Σπυριδούλα

    - Μα δε μιλήσαμε

    - Δε θέλεις να μιλήσεις

    - Όχι θέλω γι’ αυτό στο ζήτησα

    - Ρώτησε με λοιπόν κάτι, ή πες ό,τι θέλεις

    - Δεν ξέρω τι να ρωτήσω

    - Θα τα πούμε μια άλλη φορά

    - Όχι δε με καταλαβαίνεις είναι όλα αυτά στο κεφάλι μου και δεν καταλαβαίνω ούτε τι είδα σπίτι σας ούτε τι θέλω

    - Σου άρεσε η σχέση μου με τη Σπυριδούλα;

    - Δε θα μπορούσα εγω..

    - Δε σε ρώτησα τι θα μπορούσες, σε ρώτησα συγκεκριμένα αν σου άρεσε αυτό που είδες

    - Μου άρεσε πολύ αυτό προσπαθώ να σου πω αλλά δεν το καταλαβαίνω. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που είδα και το κυριότερο δε νομίζω πως μου ταιριάζει.

    - Το ξέρεις με σιγουριά ή το νομίζεις;

    - Δε θα μπορούσα εγώ να το πετύχω, είναι αδύνατο για ‘μενα να έχω μια τέτοια σχέση

    - Το ξέρεις με σιγουριά ή το νομίζεις;

    Καμία διακύμανση στη φωνή του, ούτε θυμός, ούτε ανυπομονησία. Εξακολουθούσε να μου φέρεται με ήπιο τρόπο, φιλικό. Απλώς επανέλαβε την ερώτηση στην οποία δεν απάντησα.

    - Η απάντηση είναι αυτή που σου δίνω, είναι έξω από ‘μενα, δε θα μπορούσα…

    - Το ξέρεις με σιγουριά ή το νομίζεις;

    - Μου άρεσε πολύ

    - Θα ήθελες να είσαι σαν τη Σπυριδούλα;

    - ΟΡΙΣΤΕ;;

    - Ή θα ήθελες να είσαι σαν εμένα;

    -…

    - Ποιος ρόλος σου άρεσε;

    Σε αυτό το σημείο επειδή αρχικά νόμισα πως υπονοούσε κάτι που μου φάνηκε πολύ προσβλητικό αλλά ήδη είχα ξεχάσει γιατί μου φάνηκε προσβλητικό, είχα ξεσπαθώσει κι έτσι αποφάσισα να τον σοκάρω

    - Ερεθίστηκα όταν την είδα να σου έρχεται και να σε εμπιστεύεται απόλυτα

    - Καύλωσες δηλαδή;

    - Μέσα μου

    - Άρα δε θα ήθελες να σέρνεσαι στα πόδια και να ακολουθείς

    - Φυσικά και όχι

    - Ποιος είσαι στη σχέση σου;

    - Η Σπυριδούλα

    - Την εμπιστεύεσαι δηλαδή τη Βάλια;

    - ΟΧΙ!

    - Άρα είσαι ανεξάρτητος απ’ τη σχέση σου. Υπακούς, ακολουθείς, δέχεσαι και νομίζεις πως σε κάνει ευτυχισμένο, χωρίς να την εμπιστεύεσαι.

    - Δεν καταλαβαίνω ακριβώς

    - Ποιος είσαι στη σχέση σου;

    - Δεν ξέρω

    Άργησε πολύ να απαντήσει. Ήπιε την τελευταία γουλιά του ουίσκι του και σηκώθηκε. Τον ακολούθησα ως την πόρτα. Γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε πολύ φιλικά.

    - Είσαι το αντικείμενο.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Στην αρχή των συζητήσεων με το Σταύρο, ώσπου να έρθει η επόμενη φορά είχα ξεχάσει όσα είχαμε πει, τα θυμόμουν μόλις τον έβλεπα πάλι. Αλλά από ένα σημείο και μετά έμαθα να διακρίνω στο βλέμμα του την απαρέσκεια ή την απογοήτευση και σιγά σιγά μάθαινα να επεξεργάζομαι όσα άκουγα, να μην τα απορροφώ μόνο. Και τότε συνέβαιναν αλλαγές. Ένα μεσημέρι στο τσιγάρο που έκανα στο διάλειμμα μου έλαβα ένα καινούργιο εικονομήνυμα της Βάλιας. Αυτή τη φορά είχε στο στόμα της ένα δονητή, στο μουνί της έναν άλλο και πίσω της φαινόταν κάποιος. Ήταν προσβλητικό, ήθελα απεγνωσμένα να σχολάσω και να γυρίσω για ώρες με το αμάξι και μετά να πάω να πάρω σουβλάκια και γλυκά και να βυθιστώ στο έρεβος μου και τότε μου ήρθε στο νου η συνειδητοποίηση. Η άμυνα μου ήταν το έρεβος και δεν ήταν πια αρκετή, οπότε ίσως έπρεπε να επιτεθώ. Πήρα τηλέφωνο το Σταύρο. Η αλήθεια είναι πως όση δουλειά κι αν είχε πάντα μου σήκωνε το τηλέφωνο. Του είπα για το μήνυμα της Βάλιας και τη σκέψη μου. ‘’Ελα το βράδυ σπίτι’’ είπε.


    - Τι είναι το έρεβος;

    - Πώς ξέρεις γι’ αυτό;

    - Το είπες το μεσημέρι

    Έμεινα σιωπηλός για ώρα και μετά τους κοίταξα και τους δύο

    - Σπυριδούλα πήγαινε μέσα

    Δεν υπήρξε καμιά αντίδραση από μέρους της. Ο Σταύρος με κοίταζε με στραβό χαμόγελο

    - Όχι φίλε μου δεν υπάρχουν ασύμμετρες φιλίες

    - Τι είναι αυτό;

    - Άλλη ώρα.

    Κοίταξε τη Σπυριδούλα κι εκείνη σηκώθηκε και βγήκε απ’ το δωμάτιο.


    Μείναμε για ώρα σιγοπίνοντας το Tullamore. Αυτό το ουίσκι το είχα φέρει εγώ. Το διάλεξα, το ξεχώρισα, επέλεξα το τριανταφυλλένιο… Με κοίταζε απλά, τα μάτια του δεν έλεγαν ‘’πες μου’’, έλεγαν ‘’σε αποδέχομαι’’.


    - Πριν αρκετά χρόνια υπήρξε μια κοπέλα η Κατερίνα. Ήταν πολύ όμορφη, συναισθηματική και συνεχώς αισθανόμουν πως βρίσκομαι με την τέλεια γυναίκα. Μόνο που ποτέ τα βράδια δεν έμενε μαζί μου. Ένα βράδυ λίγο μετά την επέτειο του πρώτου χρόνου που ήμασταν μαζί επιτέλους θα μέναμε μαζί το βράδυ, στο σπίτι της. Ήταν πολύ χαρούμενη. Κάναμε έρωτα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού και μετά πρότεινε να παραγγείλουμε πίτσα. Πήγε για λίγο στην κουζίνα και μετά γύρισε και ξάπλωσε στον καναπέ και δεν ξαναξύπνησε, έπεσε σε κώμα. Όταν ήρθε το ασθενοφόρο έμαθα απ’ τη γειτόνισσα πως αυτό είχε ξανασυμβεί. Μας μεταφέρανε στο Συγγρός που εφημέρευε. Εκεί της κάνανε πλύση. Όταν την πίεσα έμαθα πως δεν ήθελε να παχαίνει γι’ αυτό έπαιρνε κάποιο διουρητικό και είχε πάρει περισσότερα χάπια για να μπορέσουμε να φάμε την πίτσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Την παράτησα και για βδομάδες εξαφανίστηκα, μα μετά ήρθε και με βρήκε στο μαγαζί που δούλευα κι ώσπου να κλείσει το μπαρ έμεινε απέξω σε ένα παγκάκι και με περίμενε. Με έλιωσε. Μου υποσχέθηκε πως έχει σταματήσει και πως αν τη θέλω χοντρούλα, ας παχύνει, το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μαζί μου.

    Για καιρό τα πράγματα μοιάζανε να πηγαίνουν καλά. Είχαμε κάνει έρωτα και μετά τσακίσαμε κάτι πάστες που υπήρχαν στο σπίτι και πέσαμε για ύπνο. Ώρες μετά ξύπνησα και δεν ήταν δίπλα μου. Τη βρήκα στην τουαλέτα με το δάχτυλο στο στόμα. Έφυγα. Αλλά ένα απόγευμα έλαβα ένα μήνυμα που μου ζητούσε να βρεθούμε. Δεν ήθελα να τη συναντήσω, δε μπορούσα να είμαι μαζί της, δε μπορούσα να τη βλέπω να κάνει κακό στον εαυτό της και να μην έχω κανένα τρόπο να τη βοηθήσω. Εκείνο το βράδυ βγήκα και ήπια πολύ, όπως έχεις δει δε μεθάω, το μόνο που καταφέρνω είναι να μου βγαίνει σαρκασμός και αυτολύπηση. Γύρισα σπίτι και έφαγα ότι μπόρεσα μέχρι να σκάσω και τότε πήγα στην τουαλέτα και έβαλα δάχτυλο. Όταν τα έτρωγα ένιωθα ευχαρίστηση, μετά ένιωσα δυσφορία και αηδία και τη στιγμή που ξέρναγα με συνεπήρε η ικανοποίηση, η αίσθηση πως τώρα ολοκληρωνόταν κάτι και παράλληλα τη στιγμή που με έπνιγε όλο αυτό το φαϊ που καθώς ανέβαινε στον οισοφάγο μου δεν είχε χάσει τη γεύση μου και πιεζόμουν, η μύτη μου είχε μπουκώσει και ανέπνεα δύσκολα, οι σκέψεις μου για την Κατερίνα, για τη δουλειά μου, για τη σχολή πέρασαν απ’ το νου. Σε όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζα με ένα ψυχρό τρόπο έβλεπα το ζήτημα και ήξερα τη ρίζα του.

    Από τότε στις πιο ζόρικες στιγμές μου δε σπάω ό,τι κι αν γίνει μπροστά σε άλλους γιατί ξέρω πως έχω αυτό.


    Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του έλεγα για το έρεβος μου. Δε θυμάμαι πια πως του έδωσα αυτό το όνομα. Το βρήκα την εποχή που διάβαζα το Άρμαντεϊλ και είχα υποβληθεί στο κλίμα του.


    Για ώρα δε μιλούσε κανείς. Ύστερα κάτι φάνηκε ν’ αποφασίζει ο Σταύρος και φώναξε μέσα τη Σπυριδούλα.

    - Πες της το

    Τον κοίταξα αποσβολωμένος.

    - Δε μπορώ. Είναι η φίλη μου, δε θέλω να με βλέπει έτσι.

    - Επειδή είναι η φίλη σου. Το είπες σε ‘μενα που δεν έχω την ίδια βαρύτητα στην ψυχή σου γιατί έχεις εγκεφαλική σύνδεση μαζί μου. Τώρα πες το σ’ αυτή που μετράει. Απόψε θα το ξεπεράσεις.


    Δε μιλούσα και αφού εγώ δε μιλούσα κανένας δε μιλούσε.

    - Γιατί δεν της το λες εσύ όταν φύγω;

    - Δεν είναι πρόβλημα μου. Εσύ πρέπει να το αντιμετωπίσεις.



    Συνεχίσαμε να πίνουμε. Το βράδυ προχωρούσε.


    Πίναμε ακόμα με μόνη συντροφιά κάποια ρεσώ με αρώματα πορτοκαλιού και βανίλιας που κατέληγαν να εξουδετερώνει το ένα το άρωμα του αλλουνού.


    Λίγη ώρα μετά ο Σταύρος κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του. Το όργανο του ήταν καθαρό, ξυρισμένο και κουλουριασμένο. Δεν φαινόταν πολύ μεγάλο. Δεν είχα ξαναδεί άλλο αντρικό μόριο εκτός απ’ το δικό μου. Δε σοκαρίστηκα αλλά αισθάνθηκα πως δεν καταλαβαίνω. Δεν ειπώθηκε τίποτα. Η Σπυριδούλα πάλι γλίστρησε στον καναπέ και τον πλησίασε περπατώντας στα γόνατα της, έκατσε δίπλα του αλλά στο πάτωμα, ανασηκώθηκε και τον πήρε στο στόμα της. Άργησε να καυλώσει, όταν συνέβη κι αυτό την έπιασε απ’ το σβέρκο και την πίεζε πάνω στον πούτσο του, σχεδόν της έκοβε την ανάσα. Εκείνος της έδινε το ρυθμό, άλλοτε γρήγορα, άλλοτε αργά.

    - Πες της.

    Ακούστηκε σαν σε όνειρο, σα να μιλούσε μια φωνή έξω απ’ το δωμάτιο.


    Την ώρα που η φίλη μου τσιμπούκωνε τον άντρα της, της είπα για το έρεβος μου. Απλώς άνοιξα το στόμα μου και ξεχύθηκαν όλα. Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω ούτε γιατί ήμουν παρών σ’ αυτή τη σκηνή, ούτε γιατί τώρα μπορούσα και πριν όχι. Κι αν στην αρχή πάλευα να κρύψω τον ερεθισμό μου, μετά από λίγο δεν έβλεπα το λόγο να το κρύβω, μου φαινόταν φυσιολογικό και το πρόβλημα μου, το έρεβος μου ξέφευγε απ’ τα δάχτυλα μου και οι λέξεις ταξίδευαν με ευκολία.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Εκείνη την ημέρα χρειάστηκε να παραμείνω στη δουλειά διότι ένας εργοταξιάρχης μας δεν έκανε βλήτρα μεταξύ πισίνας και σπιτιού προκειμένου να βάλει στην τσέπη τα χρήματα του φελιζόλ και το οποίο ευτυχώς ανακαλύψαμε εγκαίρως, αλλά και πάλι έπρεπε να βρούμε μια πειστική δικαιολογία για να αλλάξουμε το deadline. Έφυγα αργά. Το κεφάλι μου ήταν σκασμένο, δεν ήθελα άλλες φωνές, δεν ήθελα να δω ξανά ψυχρό φωτισμό, σιχαινόμουνα το autocad, τα εργοτάξια, τους πελάτες και ο μόνος λόγος που δεν πήγα στο φούρνο του Μούσκουλα ήταν γιατί δεν ήθελα για άλλη μια φορά η πωλήτρια να μου πιάσει κουβέντα για θέματα που δε μ’ ενδιέφεραν, προσπαθώντας να σκοτώσει την ώρα της. Προτίμησα να πάω στου Κατσαντώνη παρά τα πιο άγευστα είδη επειδή δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον απ’ το προσωπικό κι είχε πάντα πολύ κόσμο.


    Με είχαν πιέσει πάρα πολύ να βρω μια λύση ως την άλλη μέρα και ναι ήταν πολύ δελεαστικό να παραδοθώ στο έρεβος μου, γιατί ο μόνος λόγος που το ήθελα απόψε ήταν για ‘κεινα τα λεπτά που έτρωγα αμήχανα και σκεφτόμουν τα γενόμενα και μετά στην τουαλέτα που σε λίγες στιγμές μου έρχονταν ψυχρά τα συμπεράσματα. Είχα σκοπό να πάρω ψωμί χωριάτικο που είναι πιο ξινό και πολυτελείας που είναι γλυκό, είχα βούτυρο, θα έτρωγα πρώτα τη μια φρατζόλα, μετά την άλλη, θα έπινα και δυο μπουκάλες νερό κι η δουλειά μου θα γινόταν. Μετά θα μαγείρευα, θα έβαζα μουσική και θα τα ξέχναγα όλα.


    Στο φούρνο συνάντησα τη Σπυριδούλα με το Σταύρο. Με μια ματιά ο Σταύρος είχε καταλάβει. Δε με άφησαν μόνο μου όλο το βράδυ. Πήγαμε μαζί για φαγητό σ’ ένα ιταλικό, παρήγγειλε για όλους μου ο Σταύρος πολύ λιτά και συζητούσαμε διαρκώς. Πριν χωρίσουμε, όταν φτάναμε στα αυτοκίνητα, τον ρώτησα πάλι τι είναι οι ασύμμετρες σχέσεις αλλά το ανέβαλε. Μου είπαν καληνύχτα, είπα ευχαριστώ και εννοούσα που δε μ’ άφησαν να πέσω εκεί που ήθελα να πέσω.


    Υπήρχε ακόμα το ζιζάνιο μέσα μου και αν του παραδιδόμουν τέτοια ώρα το πρωί θα αργούσα και αποφάσισα να σταματήσω να πιώ ποτό κάπου. Το μαγαζί ήταν καινούργιο, εντελώς απλό σε όλα του πέρα από κάτι φριχτές γαλβανιζέ γλάστρες με βότσαλα και φωτάκια σε διάφορα χρώματα. Πλήρωσα το σπέσιαλ σε τιμή απλού, μου φέρανε ένα μπωλ τίγκα στα κάσιους κι έτρωγα μηχανικά και μανιασμένα. Αυτό το μπωλ αν δεν το φας εκεί ούτε να καπνίσεις μπορείς, ούτε να σκεφτείς, ούτε να μιλήσεις. Πρέπει να το φας.


    Πήρα κι άλλο ποτό. Λίγο μετά μπήκαν δυο κοπέλες με πολύ σέξι φορέματα. Η μια ήταν συνάδελφος την Βάλιας, την ήξερα λίγο. Μου χαμογέλασε και τη χαιρέτισα. Ήρθε προς το μέρος μου.


    - Μόνος;

    - …

    - Να κάτσουμε μαζί σου;

    - Ναι φυσικά, παρότι θα φύγω σε λίγο.

    Ανάγκα κι οι θεοί πείθονται, παραμέρισα το μπωλ.


    Ξεκίνησαν μια συζήτηση για μισθούς και κατά διαστήματα έλεγα κι εγώ μια δυο βλακείες. Με ξεκούραζε να ακούω ανώδυνα θέματα που δε μ’ άγγίζανε, βλέποντας τα υπέροχα λεπτά και μαυρισμένα πόδια τους. Η γνωστή μου λεγόταν Μάγδα – Ελένη και η άλλη Κωνσταντίνα.


    Πήραμε κι άλλα ποτά, ωστόσο μετά από λίγο ένιωσα την κούραση της ημέρας και σηκώθηκα. Καληνύχτισα και πήγα προς τ’ αυτοκίνητο. Η Μάγδα – Ελένη ήρθε πίσω μου.


    - Θέλω να σου μιλήσω

    - Παρακαλώ

    - Πάμε μια βόλτα με τ’ αυτοκίνητο;

    - Η φίλη σου;

    - Δε θα χαθούμε.

    - Ας πάμε.

    - Μισό να πάρω τα πράγματα μου.


    Ξεκίνησα και δεν ήξερα προς τα πού έπρεπε να πάω.

    - Να σου πω επειδή είμαι κουρασμένος θέλεις να πάμε σπίτι μου και να σου καλέσω ταξί από ‘κει;

    Ναι θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ποικιλοτρόπως αυτό που έλεγα, αλλά εγώ νύσταζα

    - Ναι θέλω. Καλύτερα έτσι.


    Στο δρόμο δε μιλούσε κανένας απ’ τους δυο μας. Άνοιξα το cd κι οι Wasp ξεχύθηκαν στο χώρο. Στράβωσε το μουτράκι της αλλά δε χαμήλωσα τη μουσική. Δικό μου το αυτοκίνητο, δική της η πρόσκληση, εγώ έτσι ήμουν. Αν ήταν πρόσκληση. Ίσως ήταν παράκληση, ή οτιδήποτε άλλο. Μάντευα πως θα ήθελε να μου πει κάτι για τη Βάλια. Υπέθετα κάτι άσκημο σχετικά με τους γκόμενους της. Δεν ήθελα ν’ ακούσω αλλά ήμουν πολύ πτώμα για να αρνηθώ και αν ήθελα να το παραδεχτώ προτιμούσα να ακούσω κάτι άσκημο από ένα τόσο σέξι κορίτσι παρά από οποιονδήποτε άλλο.


    - Έχω κόκα, ουίσκι, μόσιον και νερό.

    - Βότκα δεν έχεις;

    - Γιατί να ‘χω;

    - Γιατί η Βάλια πίνει βότκα

    Της χαμογέλασα στραβά

    - Εδώ δεν είναι το Σούλι

    - Δεν έχεις δηλαδή βότκα;

    Αν το τράβαγε λίγο ακόμα θα οργιζόμουν. Έφυγα και πήγα στην κουζίνα. Έβαλα σε δυο ποτήρια ουίσκι, πάγο, πήρα και μια κόκα στη μασχάλη μου και γύρισα στο σαλόνι. Το ακούμπησα μπροστά της κι έκατσα δίπλα της στον καναπέ.


    Κοίταξε πρώτα το ουίσκι, μετά εμένα. Έγλειψε τα χείλια της και συνέχισε να με κοιτάει. Έβγαλε απ’ την τσάντα της τα ντάβιντοφ, άναψε κι ύστερα ήπιε απ’ το ποτό της. Τα μάτια της γύρισαν πάλι σ’ εμένα. Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιο. Όταν γύρισα φορούσα ένα μακό κι από κάτω φόρμα. Έκατσα ξανά στον καναπέ δίπλα της οκλαδόν. Ήμουν στραμμένος προς το μέρος της.


    - Έβαλες τα άνετα σου;

    - Ναι σπίτι μου είμαι.

    - Είσαι κουρασμένος;

    - Στο είπα ήδη.

    - Θέλω να σου μιλήσω όπως είπα

    - Εντάξει

    - Για τη Βάλια

    Και σ’ εκείνο το σημείο υπήρξε μια αλλαγή μέσα μου. Ίσως ήταν πως τελικά αντιστάθηκα στο έρεβος μου, έστω κι αν χρειάστηκε να συναντήσω το Σταύρο, ίσως ήταν ότι ήδη είχα βάλει κάποιους κανόνες και τώρα το σκεφτόμουν, με το ουίσκι, με το να βάλω τα ρούχα σπιτιού, αλλά τότε αποφάσισα να πάρω ό, τι μπορώ απόψε, ακόμα κι αν ήταν ένα χαστούκι. Παρέμενα χωρίς στόχο στην πραγματικότητα κι αυτό ήταν κάτι που ακόμη δεν είχα αντιληφθεί, παρέμενα εκείνος που δεν ξέρει ποιος είναι σε μια σχέση, αλλά κι αυτό στη συνέχεια της βραδιάς μου ήρθε στο μυαλό.


    - Πες ό,τι θέλεις να πεις.


    Είχε πιει το ουίσκι και μου ζήτησε κι άλλο. Έφερα το μπουκάλι. Το πήρε στα χέρια της, είπε πως δεν είχε ξανακούσει τη μάρκα.

    - Είναι απ’ τα φτηνά του λιντλ;

    - Είναι απ’ τα ακριβά

    - Του λιντλ; Είπε και χαμογέλασε

    - Σ’ αρέσει η γεύση του;

    - Νομίζω

    - Αυτό αρκεί

    - Βάλε μου

    Της έβαλα και ήπια το δικό μου.

    - Βάλε μου της είπα και συμπλήρωσα: πήγαινε στην κουζίνα και φέρε παγάκια


    Σηκώθηκε και έβγαλε τις γόβες της. Πήγε ξυπόλυτη στην κουζίνα. Μου άρεσε πάρα πολύ όπως περπατούσε με το κοντό ελαστικό φόρεμα της και γυμνά πόδια στην κουζίνα. Το έβρισκα πολύ σέξι. Επέστρεψε με την παγοκύστη κι όπως πέρναγε από πίσω μου άφησε δυο σταγόνες να στάξουν στο μπράτσο μου. Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα. Δάγκωσε τα χείλη και μετά μου χαμογέλασε δείχνοντας όλα της τα δόντια σ’ ένα περίλαμπρο χαμόγελο.


    Μου έβαλε δυο παγάκια και ουίσκι μέχρι τη μέση. Ήπιε λίγο απ’ το δικό της και άφησε τις σταγόνες να κυλούν απ’ το στόμα στο πηγούνι της. Με κοίταζε προκλητικά. Το νερό της φωτιάς συνέχιζε να κυλάει, κατέβαινε τώρα στο λαιμό της, μπήκε στο ντεκολτέ της. Δεν έστρεφε τα μάτια της.


    - Λοιπόν θα μου ‘λεγες για τη Βάλια

    Ανοιγόκλεισε τα μάτια και με κοίταξε. Το βλέμα της έχασε πρώτα την εστίαση του και μετά έγινε σκληρό.

    - Δε θέλω

    - Έτσι δεν είπες;

    - Ναι

    - Γι’ αυτό δεν ήρθες;

    - Ναι

    - Αν ήρθες γι’ αυτό, τότε να κάνεις αυτό για το οποίο ήρθες

    - Άλλαξα γνώμη

    - Και τι σημαίνει αυτό;

    - …

    - Θέλεις να ντυθώ να σε πάω σπίτι;

    - Θέλω να κοιμηθώ στο κρεβάτι σου

    - Ωραία, ας πιούμε το ποτό να πάμε για ύπνο… Θαρρώ έχω κάτι πιτζάμες της Βάλιας καθαρές

    - Γιατί το κάνεις αυτό;

    - Γιατί θέλω να τηρήσεις αυτό που είπες. Δεν είπες πως θες να μου μιλήσεις για τη Βάλια;

    -…

    - Και μετά πως θες να κοιμηθείς στο κρεβάτι μου. Ωραία δεν είναι ταιριαστό αφού θα μου μιλήσεις για τη Βάλια και θα κοιμηθείς στο κρεβάτι που κοιμάται, να φορέσεις και τις πιτζάμες της;

    - Και δε μου λες μήπως θα με λες και Βάλια το βράδυ;

    - Αν αυτό σ’ ευχαριστεί θα προσπαθήσω.


    Ένα μήνυμα ήρθε εκείνη τη στιγμή στο κινητό απ’ το Σταύρο: ‘’είμαι απέξω, θ’ ανοίξεις’’;


    Άνοιξα την πόρτα κι όσο ήμασταν στο χωλ με δυο λέξεις του περιέγραψα τι συνέβαινε. Σιχαινόμουν πως ψιθύριζα σαν κατίνα ενώ είχα την κοπέλα μέσα, όμως είχα ανάγκη να το κάνω. Ο Σταύρος έμεινε στην είσοδο

    - Σκοπό έχεις;

    - Δεν ξέρω

    - Θέλεις να πας μαζί της;

    - Δεν ξέρω

    - Για εκδίκηση;

    - Όχι!

    - Άρα ξέρεις τι θέλεις

    Μου χαμογέλασε και υπήρχε κάτι στο βλέμμα του που μ’ έκανε να φουσκώσω μέσα μου σα να τον έκανα περήφανο, όχι επειδή ήξερα τι ήθελα γιατί μέχρι να το πει δεν ήξερα πως θέλω, αλλά για την επιβεβαίωση του που αυτό που ήθελα δεν ήταν για να εκδικηθώ.


    Ο Σταύρος μπήκε μέσα και χαιρέτισε τη Μάγδα – Ελένη. Ανταλλάξαμε όλοι μαζί μερικές τυπικές κουβέντες και ήπιε μαζί μας ένα ποτό. Τον πήγα προς την πόρτα.

    - Αντώνη αν απόψε καταφέρεις να πάρεις έστω μία απόφαση και αυτή η κοπέλα να σ’ ακολουθήσει πρόθυμα, μετά δοκίμασε να πάρεις άλλη μία. Αν σε εμπιστευτεί χωρίς να διστάσει, αύριο θα σου απαντήσω σ’ αυτό που με ρώτησες και σε άλλα


    Χαμογέλασε, μου έσφιξε το χέρι και έφυγε.


    Δεν ήμουν σίγουρος τι εννοούσε.


    Γύρισα στον καναπέ. Το κλίμα είχε παγώσει.

    - Νομίζω πως είναι ώρα να φύγω

    - Δε θες πια να κοιμηθείς στο κρεβάτι μου;

    - Εσύ θες;

    Αντί ν’ απαντήσω, σήκωσα το ποτήρι της και της το ‘φερα στα χείλη. Με το άλλο μου χέρι χάϊδεψα απαλά τα μαλλιά της και το έφερα τελικά να ακουμπάει απαλά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, σπρώχνοντας τη προς το ποτήρι. Ήπιε μια γουλιά μικρή. Συνέχισα να κρατάω το ποτήρι στο στόμα της, ήπιε μια μεγαλύτερη και την άφησε να κυλήσει στο πηγούνι της. Απομάκρυνα το ποτήρι και κοίταγα το ποτό να πηγαίνει στη σχισμή της. Χούφτωσα δυνατά τα βυζιά της από πάνω και τα τράβηξα έξω απ’ το ντεκολτέ. Κατέβασα το σουτιέν από πάνω τους. Το υγρό συνέχιζε το δρόμο του. Την κοίταζα. Δεν έκανα τίποτα κι εκείνη αισθανόταν άβολα. Της χάϊδεψα απαλά τα στήθη. Σηκώθηκα από πάνω της και την ανασήκωσα απαλά. Της τράβηξα το φόρεμα από πάνω. Έμεινε με το σουτιέν δεμένο κάτω απ’ τα βυζιά της και το κιλοτάκι της. Κάθισα πάλι στον καναπέ κι απ’ το χέρι την τράβηξα να καθίσει. Έμεινε με τη μέση στητή προτάσσοντας τα στήθη της και πιέζοντας κάτω μόνο τα δάχτυλα των ποδιών της.


    - Πες μου τι θέλεις

    - Τώρα; Έτσι;

    - Ναι τώρα

    - Εσύ έτσι θα μείνεις;

    - Ναι

    - Δεν αισθάνομαι άνετα

    - Καθόλου

    - Όχι

    Δε λειτουργούσε κάτι δεν έκανα καλά και το έβλεπα

    - Θέλεις να φύγεις;

    - Τελικά ναι

    - Θέλεις όμως;

    - Όχι…δεν ξέρω.

    - Θέλεις να σου μιλήσω για τη Βάλια;

    - Άκουσε με ήταν όλο λάθος. Ήθελα κάτι να σου πω γιατί μου φάνηκε πως δε σου αξίζει αλλά μετά ήρθα εδώ και δεν ήθελα αυτό, ήθελα άλλο κι εσύ δε θες, με βασανίζεις και εγώ δεν θέλω τίποτα πια

    - Τι ήθελες όταν ήρθες;

    - Να κοιμηθώ στο κρεβάτι σου;

    - Κι εγώ που να κοιμηθώ;

    - Μαζί μου, κοντά μου, να με κρατάς

    - Αυτό είχες στο μυαλό σου όταν άφηνες το ουίσκι να κυλάει;

    - Όοοχι… αλλά μετά άλλαξε. Μετά αυτό ήθελα

    - Πριν δηλαδή τι ήθελες;

    - Δεν ξέρεις;

    - Θέλω να το πεις

    - Δε θα το πω


    Εξακολουθούσε να μη λειτουργεί. Ό,τι κι αν έκανα, την απομάκρυνα.


    Σηκώθηκα όρθιος από πάνω της.

    - Δε θα δουλέψει καλύτερα να φύγεις

    Σηκώθηκε και άρχισε να ισιώνει το φόρεμα της, όπως έκανε αυτές της κινήσεις, πήρα το ουίσκι απ’ το τραπεζάκι και άδειασα το ποτήρι στην πλάτη της. Τινάχτηκε και γύρισε προς το μέρος μου. Τα μάτια της πέταγαν φωτιές μετά το πρώτο ξάφνιασμα. Πήγε να μιλήσει και της έκλεισα το στόμα. Ακούμπησα απαλά τα χέρια μου στους ώμους της και την έσπρωξα προς τα κάτω. Τον έβγαλα απ’ τη φόρμα και το μποξεράκι και τον άφησα μπροστά στο πρόσωπο της. Είχε γονατίσει με προθυμία και ευκολία. Μου πιπίλαγε ήδη το πουτσοκέφαλο. Έφερα το χέρι μου απαλά στη βάση του κεφαλιού της και την έσπρωξα προς τα μπροστά, άνοιξε τα χείλη της και χώθηκε όλος στο στόμα της. Ύστερα με το χέρι μου την κατεύθυνα και το πρόσωπο της ήρθε πιο πλαγιαστά, της τον έβαζα υπό γωνία και τον χτύπαγα στα μάγουλα της. Πήρε το ρυθμό και το έκανε μόνη της γρήγορα. Αποφάσισα να διώξω τα χοντρά και δεν κρατήθηκα, την έχυσα στο στόμα. Τα άφησε να κυλούν στο πρόσωπο της.


    Συνέχιζα να την κρατάω κάτω. Όταν ο πούτσος μου ηρέμησε της τον έβαλα πάλι στο στόμα. Η πίπα της ήταν πιο απαλή αυτή τη φορά. Όταν πήρα να καυλώνω απ’ την αρχή κι ένιωθα τον ερεθισμό να κατεβαίνει απ’ το κεφάλι μου κι η χημεία να γεννιέται απ’ την αρχή, την άφησα να σηκωθεί, αλλά εκείνη έμεινε γονατιστή. Γδύθηκα εντελώς και πήγα στον καναπέ. Κάθισα με τα πόδια ανοιχτά και καυλωμένος.


    - Έλα κοντά μου, είπα και έσκυψα προς τα μπροστά απλώνοντας τα χέρια μου χαμηλά. Ήρθε κοντά μου όπως ήταν γονατιστή και έκατσε ανάμεσα στα πόδια μου. Με πήρε πάλι στο στόμα της, ενώ με δυο δάχτυλα έσφιγγε τη βάση του πούτσου μου. Δεν το ήξερα αυτό το τρικ. Με έφραζε και στιγμιαία μ’ απελευθέρωνε. Καύλωσα πολύ. Σηκώθηκα και την έβαλα ν’ ακουμπήσει τα χέρια της στην πλάτη του καναπέ λυγισμένη. Μπήκα μέσα της και τον κοπάνησα ως τον πάτο της. Τα χέρια μου άδραξαν τα βυζιά της. Ήμουν τρελός για πάρτη της εκείνη τη στιγμή, της τα πίεζα πολύ παραπάνω απ’ ότι συνήθιζα κι εκείνη αναστέναζε. Όσο πίεζα εκείνη αναστέναζε. Συνέχιζα να μπαινοβγαίνω μέσα της με την ίδια λαχτάρα. Κράτησα στα δάχτυλα μου μόνο τις θηλές της και τις πίεζα με δύναμη, της έτριβα με δύναμη ανάμεσα στα χέρια μου κι εκείνη βόγκαγε.


    - Θέλεις ακόμα να φύγεις;

    - Όχι μωρό μου

    - Μωρό σου;

    - Δε θέλεις; Να μη σε λέω, τα λόγια της χάνονταν κι αυξομειώνονταν. Την έβλεπα πως ήταν έτοιμη να χύσει και τότε σταμάτησα να κουνιέμαι εντελώς.


    Άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω

    - Δείξε μου πως το θες

    - Έτσι έτσι έτσι το θέλω, έλεγε και ξανάλεγε και τη μια σπρωχνόταν προς τα μπροστά και μετά έπεφτε τέρμα πίσω και πάνω μου κοπανώντας τη λυγισμένης μέση της χαμηλά στην κοιλιά μου.


    Την αναποδογύρισα και βρέθηκε πάνω μου κι εγώ καθιστός στον καναπέ. Ήταν ημιόρθια και ανεβοκατέβαινε με μεγάλη ταχύτητα. Σε κάποιο σημείο την κράτησα ανασηκωμένη και ήθελε να κατέβει, ήθελε να ξαναμπώ μέσα της, κλαψούρισε, κουνιόταν, ήταν ανήσυχη

    - Τι θέλεις πες μου

    - Άσε με να μπω

    - ‘’Άσε με να μπω’’ τι;

    - … σεπαρακαλώ

    - Γιατί με παρακαλάς; Εγώ δε θέλω;

    - Θέλεις νομίζω

    - Νομίζεις;

    -…

    - Δείξε μου πόσο θέλω της είπα και συνέχιζα να την κρατάω από πάνω μου με δύναμη. Όσο πίεζε προς τα κάτω, τόση δύναμη έβαζα και την κράταγα ανασηκωμένη. Και σε κάποιο σημείο απλώς την άφησα με δύναμη να σκάσει πάνω μου. Όπως μπήκα μέσα της οριακά χτυπώντας λίγο πόνεσα, αλλά μετά αυτή η ζέστη, το μέσα ήταν υπέροχο, ένιωσα πολύ όμορφα.


    Φοβόταν μην της το κάνω πάλι και έμεινε χαμηλά πάνω μου αντί να ανεβοκατεβαίνει, κρατώντας με μέσα της, πιέζοντας τα πόδια της στα δικά μου και κινούμενη τριφτά μπρος πίσω με δύναμη. Τα χέρια της με κράταγαν με δύναμη απ’ τους πήχεις. Έσκυψε προς τα μπροστά να με φιλήσει και τη δάγκωσα με δύναμη στα χείλια. Ούρλιαξε και το τρίψιμο της έγινε πιο έντονο. Με δάγκωσε κι εκείνη. Ο πόνος ήταν συγκλονιστικός. Σοκαρίστηκα και ερεθίστηκα με ένα εντελώς νέο τρόπο. Και τότε ένιωσα τους σπασμούς της και τη δάγκωσα πάλι και όσο τριβόταν απεγνωσμένα μπρος πίσω, με δύναμη συνέχιζα να κρατάω το πάνω χείλη της με δύναμη ανάμεσα στα δόντια. Ανασηκώθηκε. Ήξερα πως αντέχω ακόμα.

    Γονάτισε από μόνη της και με πήρε στο στόμα της. Με τσιμπούκωνε για αρκετή ώρα ακόμα. Αυτή τη φορά τα κατάπιε.


    Όπως ήμασταν την πήρα απ’ το χέρι και πήγαμε στο κρεβάτι. Μπήκαμε κάτω απ’ τα σεντόνια.

    - Πονάνε τα χείλια μου

    - Δε σου άρεσε καθόλου;

    - Πονάνε οι ρώγες μου

    - Δε σου άρεσε καθόλου;

    - Πονάω όπου με δάγκωσες

    - Φοβήθηκες;

    - Όχι

    - Δε σου άρεσε;

    - Μου άρεσε

    -Πότε σου άρεσε;

    - Όταν το έκανες

    - Και όταν έχυνες;

    - … ναι

    - ναι τι;

    - πολύ

    - Θα μ’ αφήσεις να σε ξαναδαγκώσω;

    - Όποτε θέλεις

    - Όπου θέλω;

    - ναι


    Ο Σταύρος είχε βάλει μέσα μου την ιδέα της απόφασης και την ιδέα της εμπιστοσύνης. Δεν ξέρω αν ήταν πετυχημένο, αν είχε κάτι τέτοιο κατά νου, αλλά εγώ ένιωσα πως ήμουν κοντά σε αυτό και ήξερα κάτι ακόμα, πως αυτή τη γυναίκα την είχα εντοπίσει, την εντόπισα πάλι απόψε, την ήθελα, την απέκτησα. Ήταν ένας στόχος. Ίσως όχι ο σωστός, ίσως να είχα αφήσει άλλες καταστάσεις ανοιχτές, αλλά απόψε το ήθελα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Χμχμχμμχ.... έλα η επόμενη, έχουν περάσει 9 ώρες... δεν καθόμαστε, γράφουμε!
     
  9. dark_princess

    dark_princess Regular Member


    Συνφωνω....
     
  10. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δε μου συμβαίνει κάθε φορά που γνωρίζω κάποια και κοιμάμαι μαζί της ν’ απολαμβάνω το επόμενο πρωί. Όχι πως έχουν υπάρξει φορές που έχω νιώσει δυσφορία, αδιαφορία όμως ναι. Είναι όμως ορισμένες γυναίκες υπό συγκεκριμένες συνθήκες που η τελευταία βραδινή σκέψη είναι η επιθυμία να ξυπνήσω δίπλα τους το πρωί, να ξυπνήσω μαζί τους το πρωί. Σήμερα το πρωί, είχα ελάχιστο χρόνο, ξύπνησα στις εννιά παρά δέκα και στις οχτώμιση έπρεπε να βρίσκομαι στη δουλειά. Ήταν σίγουρο πως θ’ αργούσα, ήδη έβλεπα πως το φωτάκι του κινητού αναβόσβηνε, άρα είχα αναπάντητες κλήσεις, όμως δε μπόρεσα ν’ αντισταθώ. Ήταν δίπλα μου μισή ανάσκελα, μισή γυρισμένη στο πλευρό, με τα μαλλιά να καλύπτουν το κούτελο της και λίγο απ’ το μάτι. Τα χαρακτηριστικά της ήταν απαλά, κάθε έκφραση απουσίαζε, το δέρμα της είχε ένα αχνό χρώμα υγείας, δεν υπήρχαν διαλυμένα καλλυντικά πάνω της. Ανάσαινε ήσυχα κι όταν πλησίασα το πρόσωπο μου κοντά στο δικό της, ένας πολύ ισχνός ήχος ακουγόταν, ο ιδιαίτερος ήχος της ανάσας της στον ύπνο. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτή, μόνο πως χθες το βράδυ με ήθελε.


    Συνήθως το πρωί έφτιαχνα στιγμιαίο και τον έπαιρνα μαζί σε μια λεπτή κούπα που είχα και χωρούσε στην ποτηροθήκη του αυτοκινήτου. Προτίμησα να φτιάξω γαλλικό κι άφησα τη μηχανή ανοιχτή υπολογίζοντας άλλες δυο κούπες. Έξω στο αυτοκίνητο, έστριψα τσιγάρο, γεύτηκα την πρώτη γουλιά καφέ κι αμέσως το άναψα για την καλύτερη τζούρα της ημέρας. Έβαλα μπροστά και ξεκίνησα. Σκεφτόμουν πως υπήρχαν ορισμένα πράγματα για τον εαυτό μου που συνειδητοποιούσα και που ίσως ο Σταύρος να είχε δει, ή που μπορεί εγώ να τα αποτύπωσα απ’ το Σταύρο επειδή μου άρεσαν. Μου άρεσε να κάνω κουμάντο, αλλά όχι απλά να κατευθύνω, να έχω την επιβεβαίωση, την εμπιστοσύνη, αλλά και τον έλεγχο. Όμως από χθες το βράδυ συνειδητοποίησα και κάτι ακόμα που συνήθως δεν του έδινα σημασία, παρότι παλιά είχε ξανασυμβεί. Μου άρεσε μέσα στον έλεγχο που ασκούσα να μπορώ παράλληλα να ταλαιπωρώ και να ταλαιπωρούμε. Νιώθοντας εγώ την ταλαιπώρια που ασκούσα με το να μην την αφήνω να ενωθεί μαζί μου, θέλοντας με λάχτάρα να μπω μέσα της, κατανοούσα, αισθανόμουν τη δική της λαχτάρα, το να με θέλει και το να θέλει να συνεχιστεί η ηδονή της. Και μου άρεσε που είχα τον έλεγχο και τη δύναμη να το επιβάλλω.


    Αυτό όμως που μου προκαλούσε ερωτηματικά ήταν πως εχθές βράδυ γεννήθηκε μέσα μου αυτή η δίψα να τη δαγκώσω και όσο μεγάλωνε η ηδονή της τόσο περισσότερη δύναμη έβαζα στα δόντια μου και μου προκαλούσε απίστευτη ικανοποίηση και όταν το ανταπέδωσε ήταν μια στιγμή που δεν το περίμενα και άφησα τον έλεγχο να ξεφύγει απ’ τα χέρια μου γιατί ο πόνος με συγκλόνισε, ήμουν τόσο ερεθισμένος που δεν πίστευα πως μπορεί να πάει παραπέρα και τη στιγμή που ένιωθα αυτό το κάψιμο του πόνου αισθάνθηκα ένα νέο κύμα καύλας αυτή τη φορά να μην κατεβαίνει απ’ το κεφάλι μου, αλλά να του ανοίγει ένα δρόμο σημάτων και τη στιγμή που άφησε τα χείλια μου και ο πόνος υποχωρούσε αλλά με τη γλώσσα τα ψηλάφισα διαλυμένα δε μπορούσα να σταματήσω να τα γεύομαι και να αισθάνομαι πως αυτό ήταν κάτι που είχαμε προκαλέσει ο ένας στον άλλο, κάτι δικό μας, τόσο προσωπικό και αδύνατο να περιγράψω με λέξεις, ούτε καν στον εαυτό μου. Και μετά μόλις έφτασε σε οργασμό, ενώ το μουνί της ρούφαγε και με έφτυνε με τους σπασμούς της το να τη δαγκώνω και να σπαρταράει μου προκαλούσε κάτι που δε μπορώ να περιγράψω, ήταν ευχαρίστηση, ηδονή, χαρά, ξεδιάλυμα στο νου μου.


    Μόνο μπαίνοντας στο γραφείο θυμήθηκα τη χθεσινή κρίση στη δουλειά. Εκτέλεσα τυπικά τα καθήκοντα μου παρότι βρήκα μια πολύ πειστική δικαιολογία για τους ιδιοκτήτες του σπιτιού, χρησιμοποιώντας ένα φίλο στο λιμάνι για να κρύψουμε ένα φορτηγό με σίδερα, ώστε να πέσει η ευθύνη στην αργοπορία παράδοσης. Όλη την υπόλοιπη ημέρα την πέρασα γράφοντας ένα τεράστιο email στο Σταύρο και ώσπου να μου απαντήσει έπαιρνα τυχαίες φωτογραφίες σπιτιών απ’ το google και της πέταγα μέσα στο autocad θεωρώντας μια τυχαία διάσταση για ένα παράθυρο ή μια πόρτα και φτιάχνοντας εξωφρενικά πράγματα, τα οποία εκτύπωνα και έπαιζα μετά με το κλιμακόμετρο. Ήταν ανόητο, αλλά δεν είχα καμιά διάθεση να δουλέψω και κανένας άλλωστε δε μπορεί να δουλεύει όλη την ημέρα. Αυτό είναι κοινό μυστικό. Το ξέρουν οι εργοδότες, οι υπάλληλοι, οι διευθυντές. Το μυαλό αν δεν ξεφύγει για λίγο στα ταξίδια του ή σε μια διέξοδο μετά κλατάρει και υπολειτουργείς. Οπότε προτιμότερα τα φιξάκια αυτά, παρά το να γίνεσαι υποτονικός. Εν προκειμένω βέβαια εγώ δεν είχα δουλέψει κι ιδιαίτερα, αλλά σήμερα δεν υπήρχε μυαλό.


    Ο Σταύρος απάντησε λακωνικά να πάω το βράδυ απ’ το σπίτι.


    Προτού πάω πέρασα απ’ το σπίτι μου και έβαλα φόρμες. Η Μάγδα – Ελένη είχε αφήσει ένα σημείωμα:

    << Καλημέραα.. Ούτε ένα τόσο δα μήνυμα δε μου άφησες, αλλά μου έφτιαξες καφέεε … σ’ ευχαριστώωω!!!! Δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα… το δικό μου είναι 6974……. Σου άρεσα;;; Θέλω να ξανακοιμηθώ στο κρεβάτι σου….. ΜΕ >>


    Της έστειλα μήνυμα στο κινητό: Γεια σου.. Αύριο βράδυ θες να φάμε σπίτι μου; Αντώνης

    Η απάντηση ήρθε μέσα σε δευτερόλεπτα: Τώρα σχόλασες; Δεν ήξερα αν θα με πάρεις… μπορεί να το μετάνιωσες και πέρασε πολύυυυ ώρα : D : D

    Και στο καπάκι ήρθε και δεύτερο μήνυμα: Φυσικά και θέλω!!!! Θέλω πολύ!!!!! Τι ώρα να έρθω;;;

    Της απάντησα: Θα το συνεννοηθούμε αύριο. Τι λες;

    Ξανά το μήνυμα ήρθε εν ριπή ορφθαλμού: Θε να με βασανίσεις πάλι ε; Καλά…. Ας τα πούμε αύριο αυτά….. ; )

    Δεν απάντησα τίποτα άλλο.


    Η Σπυριδούλα μου άνοιξε την πόρτα. Φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι με ανθάκια και φαινόταν από μέσα το στήθος της ελεύθερο χωρίς σουτιέν κι από κάτω ήταν μόνο με ένα γυναικείο μποξεράκι. Στο λαιμό φορούσε κάτι σαν περιδέραιο που φαινόταν ασημένιο και ήταν ελάχιστα χαλαρό. Ενώ το κούμπωμα ήταν πίσω, ακριβώς στο λακάκι του λαιμού είχε ένα κρίκο. Ήταν το μοναδικό κόσμημα πάνω της. Παραμέρισε και μόλις πέρασα έκλεισε την πόρτα πίσω μου και έμεινε εκεί. Ο Σταύρος καθόταν στον καναπέ φορώντας μόνο το μποξεράκι του. Το σώμα του δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό, ήταν όμως αδύνατος με λίγες τρίχες στο στήθος και σχετικά γυμνασμένα μπράτσα. Κοίταξα πίσω μου στην πόρτα με ανησυχία τη Σπυριδούλα που παρέμενε εκεί. Γενικά το όλο σκηνικό μου δημιούργησε μια αίσθηση εξωπραγματικού αλλά και την ενόχληση της αμηχανίας πως όλο αυτό φαινόταν πολύ προσωπικό για να βρίσκομαι κι εγώ εδώ.


    Κάθισα στο διπλανό καναπέ και ενώ στόχος μου ήταν να κοιτά το Σταύρο, το βλέμμα μου ξέφευγε στη Σπυριδούλα που ακουμπούσε με την πλάτη στην πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά της μίλησε.


    - Διάβασε το, της είπε με την πάντα απαλή φωνή του.

    Μέσα στο χέρι της εμφανίστηκε ένα καλοδιπλωμένο χαρτί. Ξεκίνησε να διαβάζει το email που έστειλα το πρωί στο Σταύρο, όταν τελείωσε συνέχισε να κοιτάει το χαρτί και όχι εμάς.

    - Σπυριδούλα τι γνώμη έχεις για το κείμενο που μου έστειλε ο φίλος σου;

    Για να είμαι ειλικρινής μ ενόχλησε πολύ αυτό το ‘’φίλος σου’’, ήλπιζα, ήθελα, περίμενα πως θα με θεωρούσε και δικό του φίλο, κάτι περισσότερο. Πληγώθηκα κατά κάποιο τρόπο κι αισθάνθηκα ανασφάλεια, πως δεν είχα κάνει αρκετά για να τον κερδίσω.

    - Δεν είναι έτοιμος ακόμα Σταύρο μου νομίζω.

    - Σου άρεσε αυτό που διάβασες;

    - Έχει ενδιαφέρον

    - Γιατί;

    - Έχει ενδιαφέρον

    Η φωνή του έγινε εντελώς επίπεδη και αυτομάτως σα να πάγωσε ο χώρος

    - Γιατί;

    - Δε… δεν ξέρω

    - Γιατί;

    -… μου άρεσε

    - Σε ερέθισε;

    -..

    - Θα έρθεις να μου δείξεις πόσο; Της είπε με τη φωνή του να γίνεται πάλι τρυφερή

    - Ναι Κύριε μου

    Αυτή η φράση με κοκάλωσε. Δεν ήταν μόνο εντελώς απρόσμενη, μούδιασα με ένα πολύ αναπάντεχα ευχάριστο τρόπο ακούγοντας αυτό το ‘’κύριε μου’’ κι ας μην απευθυνόταν σε ‘μενα. Υπήρχε μέσα του εμπιστοσύνη και αγάπη.

    Η Σπυριδούλα γονάτισε και ήρθε με τα γόνατα προς τους καναπέδες. Του κατέβασε το μποξεράκι και τον πήρε στο στόμα της. Αρχικά ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της πολύ χαλαρά. Ήταν λάθος επιλογή να φορέσω φόρμα, μου ήταν αδύνατο να κρύψω τον ερεθισμό μου. Ο Σταύρος τη σταμάτησε.

    - Έχουμε φιλοξενούμενο Σπυριδούλα πρέπει να τον κεράσουμε. Πήγαινε.

    Σηκώθηκε ενώ σάλια κύλαγαν απ’ τις άκρες των χειλιών της. Ο πούτσος του Σταύρου παρέμεινε καυλωμένος με το λάστιχο του εσώρουχου του να τον πιέζει πάνω στην κοιλιά του. Ώσπου να γυρίσει η Σπυριδούλα, ο ερεθισμός του είχε μειωθεί.

    - Άργησες

    - Συγνώμη Κύριε μου

    - Με απογοήτευσες δε με υπολόγισες

    - Συγνώμη Κύριε μου. Σε παρακαλώ τιμώρησε με Κύριε μου

    - Έλα

    Ξάπλωσε στον καναπέ μπρούμυτα με το στόμα της να έχει αρπάξει ξανά τον πούτσο του και να τον πιπιλάει μέσα στο στόμα της χωρίς να τον βγάζει, όπως ήταν ακόμα χαλαρός. Τότε το χέρι του ανασηκώθηκε. Στην αρχή δε συνειδητοποίησα τι έβλεπα ώσπου άκουσα τον ήχο του χεριού του πάνω στα κωλομέρια της. Έπεφτε αργά, σηκωνόταν ψηλά και ξανάπεφτε. Μικρά βογγητά ακούγονταν απ’ τα χείλη της Σπυριδούλας και σύντομα χρειάστηκε να βγάλει τον πούτσο του απ’ το στόμα της με το χέρι της. Τον κράτησε απ’ τη βάση και τον πήρε πάλι στο στόμα της. Ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της συνέχεια. Δε σταματούσε. Τον έβαζε όλο μέσα και μετά τον έβγαζε. Ο Σταύρος είχε χώσει τα άκρα απ’ το μποξεράκι της μέσα στη σχισμή του κώλου της. Φαινόντουσαν πια τα κωλομέρια της να κοκκινίζουν ολοένα και περισσότερο. Κάποια στιγμή το χέρι του σταμάτησε να της χτυπά τα κωλομέρια και πλησίασε την παλάμη του που ξαφνικά φαινόταν στα μάτια μου τεράστια, στο σβέρκο της, την ακινητοποίησε με τον πούτσο του να έχει χωθεί ως τη βάση μέσα στο στόμα της. Ήχοι όπως όταν κάποιος πνίγεται ακούγονταν απ’ τη Σπυριδούλα, τα μάτια της δάκρυζαν και σύντομα χύσια άρχισαν να ξεχύνονται απ’ το στόμα της…


    - Σε λέρωσα Κύριε μου

    - Το έκανες επίτηδες;

    - Όχι Κύριε μου

    - Φρόντισε το

    - Μάλιστα Κύριε μου, είπε και σηκώθηκε να πάει μέσα και τη σταμάτησε

    - Τι ξέχασες;

    - Δεν ξέρω Κύριε μου

    - Δε ζήτησες συγνώμη απ’ τον επισκέπτη μας που τα έκανες σύχρηστα…

    - Συγνώμη Αντώνη, θα επανορθώσω

    - Αντώνη δε θα της απαντήσεις;

    Σχεδόν ήμουν έτοιμος να υπακούσω. Είχα υποβληθεί σ’ αυτό που έβλεπα. Όμως κάτι ήταν διαφορετικό μέσα μου. Ήμουν καυλωμένος όσο δεν πάει παραπέρα και όμως διαρκώς σκεφτόμουν κάθε συζήτηση με το Σταύρο και το χτεσινό βράδυ. Γύρισα και τον κοίταξα κατευθείαν στα μάτια. Δεν είπα λέξη. Της είπε πως μπορεί να πηγαίνει μετά από λίγο.


    Γύρισε σε λίγο με ένα υγρό μαντηλάκι και τον καθάρισε. Πριν ανεβάσει το μποξεράκι, έδωσε ένα απαλό φιλί στο πεσμένο πια όργανο του. Και σ’ αυτό το φιλί υπήρχε τόση τρυφερότητα που σε ‘μενα δεν έχει κάνει ποτέ καμιά.


    Το υπόλοιπο βράδυ, παραγγείλαμε φαγητό, συζητήσαμε για κάποιες ταινίες που είχαμε δει όλοι και πριν φύγω, ο Σταύρος μου είπε

    - Καταλαβαίνεις κάτι;

    - Θέλω να το επεξεργαστώ

    - ‘’Το’’; Άρα κατάλαβες

    - Ναι



    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  11. cadpmpc

    cadpmpc Contributor

    We love Tullamore...
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Εγώ πάλι έχω γίνει πύρκαυλος με την περιγραφή της πίπας...

    Πανάθεμά σε νυχτιάτικα.