Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αγαπημένα αποσπάσματα από βιβλία

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος prodigal sub, στις 12 Σεπτεμβρίου 2015.

  1. prodigal sub

    prodigal sub ΠαΝούργα Premium Member

    "...Ξάπλωσε κάτω της στο μαλακό στρώμα από τυρκουάζ τζελ. Είχε ανέβει πάνω του με το κεφάλι γερμένο πίσω σε αχαλίνωτη παράδοση, τα μάτια κλειστά, γδέρνοντας εκστατικά το στομάχι του, τα μακριά μυτερά της νύχια μπήγονταν βαθιά ματώνοντας τη σάρκα του. Αλλά δεν προλάβαινε να πάρει τα χέρια της και η πληγή έκλεινε αμέσως και οι εκδορές εξαφανίζονταν. Οι γλουτοί της χτυπούσαν μπρος πίσω από μόνοι τους, ώστε να φέρουν την αλύγιστη θέρμη του ακόμα πιο βαθιά μέσα της. Τα πνευμόνια της είχαν πάρει φωτιά. Το σφυροκόπημα της καρδιά της κάλπαζε. Βαριές, αλατισμένες στάλες ιδρώτα έσταζαν από το πιγούνι της στα στήθη της και ακολουθούσαν την λαμπερή γραμμή του κορμιού της.
    Εκείνος σφάδαζε και συστρεφόταν, τεντώνοντας την μέση, ώστε να αυξάνει την ένταση των δονήσεων μέσα της. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, βογκούσε από ηδονή αποκαλύπτοντας τα κοφτερά του δόντια.
    Τότε ήταν που τα πρώτα εκ των πολλών βίαιων κυμάτων ερωτογενούς ενέργειας άρχισαν να φουσκώνουν, απειλώντας να ξεσπάσουν μέσα της. Την ένιωθε να πλησιάζει. Μπορούσε να νιώσει το φορτίο της να αυξάνει από απόσταση, να συγκεντρώνει ισχύ όσο πλησίαζε. Για μια στιγμή της αντιστάθηκε, γνωρίζοντας ενστικτωδώς πως το να κρατά τα κύματά της μακριά από τις όχθες της απλώς ενέτεινε τη δύναμή τους και όταν τελικά έσκαγαν, θα την κάλυπταν. Η ξαφνική κίνηση του εραστή της που ανακάθισε και βύθισε τα δόντια του στο κατακόκκινο κεράσι της δεξιάς ρώγας της την ξάφνιασε. Η έκπληξη και ο αισθησιασμός κατέρριψαν κάθε της αντίσταση. Η παράδοση στα κύματα ήταν τώρα αναπόφευκτη. Ήταν μάταιο να τους αντισταθεί.
    Την χτύπησαν.
    Τα πνευμόνια της πάγωσαν. Κάθε μυς του κορμιού της συσπάστηκε, φθάνοντας στα πρόθυρα εξάρθρωσης. Κάθε νευρώνας της ύπαρξής της φλογίστηκε. Το φως στην αίθουσα έλαμψε περισσότερο. Το πιγούνι της έγειρε στο κεφάλι του. Ακούμπησε στο μάγουλό του, τα δόντια της βυθίστηκαν βαθιά στο κρανίο του σχεδόν ως το κόκαλο σαν πεινασμένη λέαινα. Η πλούσια χάλκινη γεύση του αίματος πλημμύρισε το στόμα της μέσα από χιλιάδες τριχοειδή αγγεία. Η κολλώδης υγρή ζεστασιά του ήταν γλυκιά και απολαυστική, η γλώσσα της την ανάδευε και την άλειφε γύρω από τα χείλη της πριν την αφήσει να κυλήσει στο πιγούνι της. Έγειρε πίσω και είδε το δικό της λαμπερό κόκκινο αίμα να κυλά από το στομάχι της, εκεί που είχε γευτεί εκείνος την δική της τρυφερή σάρκα. Έκλεινε αμέσως μπροστά στα μάτια της. Το βλέμμα της αιχμαλώτισε τη φευγαλέα εικόνα τους στον ασημένιο καθρέπτη στην απέναντι κόγχη: δύο εραστές φυλακισμένοι στις άγριες ριπές του πάθους, καλυμμένοι με ρυάκια ιδρώτα, μαστιγωμένοι με κατακόκκινες κηλίδες αίμα.
    Η εικόνα ήταν τρομερή, αλλά όμορφη. Ήταν θηριώδης, αλλά ελκυστική.
    Την έκανε να θέλει περισσότερο.
    Τα χείλη τους συναντήθηκαν με τον αδηφάγο τριγμό των γυμνωμένων τους δοντιών..."

    "Ο σπόρος του σιναπιού"
     
  2. MυρΤώ

    MυρΤώ Guest

    ....when the philosopher heard that the fortress of virtue had already been subdued..

    he began to give a large scope to his desires...

    His appetite was not of that squeamish kind which cannot feed on a dainty..

    because another..has taste it

    nor had her face much appearence of beauty..

    but her clothes being torn,from all the upper part of her body..

    her breasts,which were well formed,and extremely white..

    attracted the eyes of her deliverer,and for a few moments they stood silent..and gazing at each other....

    History of Tom Jones,a Foundling



    1:35
     
  3. Soraya

    Soraya Guest

    Αλκυόνη Παπαδάκη

    “Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
    Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
    Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά.
    Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
    Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
    Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
    «Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;» Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.” Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν. Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.

     

    “Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα ντουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.”

     
    “«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»”

     

    “Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ' όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες.”

     

    “Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας…
    Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει…
    Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε…
    Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι… Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους.
    Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες…
    Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση…
    Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
    Aν… Αν…
    Αν ήταν όλα… αλλιώς!
    Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;”

     

    “Κάνει τόση παγωνιά. Κι αυτή η ψυχή μου,τι μανία. Να θέλει να ρίχνει τα όνειρά της στη φωτιά για να ζεσταθεί.”

     

    “Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν...”

     

    “Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν.”

     

    Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα τι χρώμα έχει η λύπη;
    Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στην αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
    Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
    Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
    Τι χρώμα έχει η χαρά;
    Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
    Και η μοναξιά;
    Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
    Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
    Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
    Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
    Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
    Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
    Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
    Έτσι, ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τ’ αστέρι...
    Κοίταξε μακριά στο κενό... και δάκρυσε...

     

    Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει. -Τι ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις; Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό. Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι άλλα.

     

    Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε ένας φίλος που μ'αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίνουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. Ομως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι! Κοίτα μόνο να έχεις σταμπάρει την έξοδο κινδύνου από τα όνειρα σου. Τότε σώζεσαι.Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτε δεν είναι στη ζωή το παν! Εχει και παρακάτω, έχει και άλλο. Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
    Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου! Οταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Οσο χάνεις, τόσο κολλάς. Εχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή. Ανήκει στα σκληρά ναρκωτικά. Αν εθιστείς, μάλλον τελείωσες. Εκτός αν πετύχεις στις καλές του το Θεό. Συμβαίνει. Εγώ τα είχα βρει μια
    χαρά με τη ζωή. Γίναμε κολλητάρια και τα περνούσαμε περίφημα. Πήγαινα ως εκεί που μ'έπαιρνε. Για να χαίρομαι. Κι αν είχα κέφι, προχωρούσα ως εκεί που δε μ'έπαιρνε. Για να μαθαίνω.

     

    Είναι άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
    Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν. Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν. Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν. Τώρα... Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν τα όνειρα... Παρ' όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
    -Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου. - Αμέ Υπάρχει. Οι πεταλούδες! του απάντησα.

     

    Εγώ δεν ξέρω πολλά γράμματα. Μα όπως κάθομαι τις νύχτες στην αυλή μου και κοιτάζω τ' αστέρια, σκέφτομαι και μερικά πράματα. Σκέφτομαι λοιπόν, τι διαφορά υπάρχει να' σαι μέσα στους ανθρώπους ή μέσα στα θερία. Και λέω πως με τα θεριά, είναι καλύτερα. Στο κάτω κάτω, αυτά τα ξέρεις. Είναι θερία, λες. Και φυλάγεσαι. Τους ανθρώπους όμως; Μέχρι να πάρεις είδηση τι θεριό έχεις δίπλα σου, σε κατασπάραξε. Πάει. Τους ανθρώπους εγώ τους τρέμω. Τους ομοίούς μου. Που μιλούνε, που χαϊδεύουνε, που χιχιρίζουνε, που χαιρετούνε. Αλίμονο απ' αυτούς, Χριστέ μου. Αλίμονο και τρισαλίμονο.

     

    Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμότανε πάνω της και νανούριζε τους πόθους της. Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς. Ήταν η φτερούγα από το όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού. Ήταν ο αναστεναγμός απο τον ζεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν. Ήταν οι κόμποι απο το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν. Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας. Ήταν όλα αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Και προς τι;

     

    Τι φταις αλήθεια. Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς". Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ". Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς". Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ". Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί". Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!" Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς. Τι φταις!

     

    Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους, που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές μιας χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία. Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους. Μοιάζει να ψάχνουν, κάπου να αιχμαλωτιστούν. Κάπου να χαρίσουν, κάπου να πετάξουν, την ελευθερία που ήδη κουβαλάνε μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν. Μερικοί, μπαίνουν σε ναρκοπέδια και χάνονται. Άλλοι βρίσκουν τη μεγάλη παγίδα και παγιδεύονται.
    Ολότελα. Για πάντα. Μόνο που δεν παραδέχονται ποτέ, πως εκεί που έφτασαν, είναι παγίδα.
    Της δίνουν απλώς μια άλλη ονομασία. Χρέος, ας πούμε. Θυσία. Αποστολή. Έτσι για να μπορούνε δηλαδή, άμα λάχει, να φοράνε το καπελάκι τους, στραβά.

     

    «Άσχετο, αλλά: Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους. Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων. Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους. Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή. Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους. Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα. Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι. Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.» «Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»

     

    Ήταν καλά κρυμμένοι ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές. Ούτε αστέρια δεν τους έβλεπαν.
    Μόνο αν περνούσε κανένα νυχτοπούλι, θα πλήγωνε με τη φτερούγα του την ανάσα του έρωτα τους.
    Δεν μιλούσαν. Δεν είχαν να πουν λόγια αγάπης ούτε να δώσουν όρκους αφοσίωσης.
    Το πάθος μιλάει με την αφή. Αυτή ανάβει χίλιες πυρκαγιές και κάνει στάχτες τα κορμιά.
    Ύστερα, πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια, κάνει βόλτες και σκαλίζει την ψυχή.
    Σκαλίζει ήλιους τα μεσάνυχτα και κόκκινα φεγγάρια τα καταμεσήμερα.
    Σκαλίζει… κι ονειρεύεται…Τα μικρά ξεφωνητά το πάθους τους τα ‘παιρνε το αεράκι και τα ‘παιζε ανάμεσα στις καλαμιές. Τα κάρφωνε σαν πολύχρωμες χάντρες στα κιτρινισμένα φύλλα. Τα ‘δενε δαχτυλίδια και τα φορούσε στα χλωρά καλάμια. Στα κορμιά τους έκανε αυλάκι ο ιδρώτας κι έτρεχε.
    Και γύρω από το αυλάκι άνθιζαν όλα μαζί τ’ αγριολούλουδα της ασφοδελιών. Πέρα στα σκίνα, δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια ζευγάρωναν πάνω στον ώμο της νύχτας και της άφηναν κόκκινα σημάδια στο λαιμό. Δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια… γλιστρούσαν στα υγρά κορμιά τους και ερωτεύονταν. Μέσα στη σιωπή. Μέσα στο σκότος. Μέσα σε μια φοβερή λαβα, που έσταζε από τα γένια του θεού. Κανείς δεν είχε προσέξει πως στο ρέμα είχαν ανθίσει τα νερόκρινα. Κανείς δεν είχα προσέξει πως τα σκίνα είχαν γεμίσει όνειρα και φίδια. Κανείς δεν είχε προσέξει πως ένα ασφοδέλι ήξερε όλα τα μυστικά του ερώτα…

     

    Η αγάπη δεν είναι μπακάλικο. Nα μετράς τι έδωσες εσύ. Τι εγώ. Τι ο άλλος. Ή δίνεις από την ψυχή σου και βγάζεις τον σκασμό. Ή κάτσε στη γωνίτσα σου και μέτρα τι δεν πήρες.

     
     
  4. libra

    libra Regular Member

    "....Ολο σας το σωμα, απο την ακρη της μιας φτερουγας σας ως την ακρη της αλλης, τους ελεγε καποιες φορες ο Ιωναθαν, δεν ειναι τιποτε παραπανω απο την ιδια σας τη σκεψη, σε μια μορφη που μπορειτε απλως να δειτε. Αν σπασετε τις αλυσιδες της σκεψης σας θα σπασουν κ τα δεσμα των κορμιων σας..."

    "...ο χρονος δεν αποτελει οριο και για τον δικο μας πραγματικο εαυτο, κι οτι και οποτε και αν το θελησουμε μπορουμε να ανυψωθουμε στον ανεμο με τις δικες μας φτερουγες και να πεταξουμε.."

    Ριτσαρντ Μπαχ 1990
    Ο Γλαρος του Ιωναθαν Λιβινγκστον
     
  5. Soraya

    Soraya Guest

     

    Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια
    (απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Μικρός Πρίγκιπας)
    Τότε ήταν που παρουσιάστηκε η αλεπού:
    - Καλημέρα, είπε η αλεπού.
    - Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν η φωνή, μα δεν είδε τίποτε.
    - Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω από τη μηλιά …
    - Ποια είσαι συ; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη …
    - Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
    - Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος …
    - Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού, δεν είμαι εξημερωμένη.

    - Α! συγνώμη, έκανε ο μικρός πρίγκιπας. Μα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε:
    - Τι πάει να πει «εξημερωμένη»;
    - Δεν θα είσαι από ‘δω, είπε η αλεπού, τι ψάχνεις να βρεις;

    - Ψάχνω να βρω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι σημαίνει εξημερωμένη;
    - Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούν. Αυτό είναι πολύ ενοχλητικό. Ακόμη ανατρέφουν κότες. Είναι το μόνο που τους ενδιαφέρει. Μήπως ψάχνεις για κότες;
    - Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας, ψάχνω για φίλους.

    Τι σημαίνει «εξημερώνω»;
    - Είναι κάτι ξεχασμένο για τα καλά, τώρα πια, είπε η αλεπού. Αυτό σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς».
    - Δημιουργώ δεσμούς;
    - Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα εσύ δεν είσαι ακόμη παρά ένα αγοράκι όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα μικρά αγόρια. Και δεν έχω την ανάγκη σου. Κι εσύ το ίδιο δεν έχεις την ανάγκη μου. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Μα, αν εσύ με εξημερώσεις, θα ‘χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα ‘σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα ‘μαι για σένα μοναδική στον κόσμο…

    - Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Υπάρχει ένα λουλούδι… νομίζω πως μ’ έχει εξημερώσει…
    - Καθόλου απίθανο, είπε η αλεπού. Πάνω στη Γη βλέπει κανείς κάθε λογής πράματα …
    - Ω! Αυτό δεν έγινε στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η αλεπού φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ.
    - Σ’ ένα άλλο πλανήτη;
    -Ναι.
    - Υπάρχουν κυνηγοί σε κείνο εκεί τον πλανήτη;
    - Όχι.
    - Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον! Και κότες;
    - Όχι.

    - Τίποτε δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Όμως, η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της:
    - Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους κι όλοι άνθρωποι μοιάζουν το ίδιο. Λοιπόν, κι εγώ κάπως βαριέμαι. Όμως, αν με εξημερώσεις, η ζωή μου θα μοιάζει σαν να την πλημμύρισε ο ήλιος. Θα γνωρίσω ένα θόρυβο από βήματα διαφορετικά απ’ όλα τ’ άλλα. Τα άλλα βήματα με κάνουν να καταχωνιάζομαι μέσα στη γη. Το δικό σου θα με φωνάζει να βγω έξω από την τρύπα μου, σαν να ‘ναι μια μουσική. Κι ύστερα, κοίταξε!

    Βλέπεις εκεί κάτω τα σταροχώραφα; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Για μένα, το σιτάρι δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Κι αυτό είναι θλιβερό! Μα εσύ έχεις χρυσαφένια μαλλιά. Θα ‘ναι υπέροχα όταν θα μ’ έχεις εξημερώσει! Το στάρι που είναι χρυσαφένιο, εσένα θα μου θυμίζει. Και θ’ αγαπώ το θόρυβο του ανέμου καθώς θα περνάει ανάμεσα από τα στάχυα του σταριού.

    Η αλεπού σώπασε και βάλθηκε να κοιτάζει το μικρό πρίγκιπα για πολλή ώρα.
    - Σε παρακαλώ, εξημέρωσέ με, είπε!
    - Πολύ το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν έχω καιρό. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και να γνωρίσω πολλά πράγματα.
    - Δεν ξέρουμε παρά εκείνα που μας δίνουν την δυνατότητα να δημιουργούμε δεσμούς, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να μάθουν κάτι. Αγοράζουν πράγματα ετοιματζίδικα, φτιαγμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια από τους εμπόρους. Και καθώς δεν υπάρχουν ποτέ έμποροι που να γίνονται φίλοι, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με!

    - Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
    - Πρέπει να είσαι πολύ υπομονετικός, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα πρέπει να καθίσεις κάπως μακριά από μένα, όπως κάνω τώρα εγώ, πάνω στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου και συ δεν θα λες τίποτε. Η κουβέντα γίνεται αιτία να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Όμως, κάθε μέρα, θα μπορείς να ‘ρχεσαι και να κάθεσαι κάπως πιο κοντά σε μένα …

    Την άλλη μέρα, ο μικρός πρίγκιπας ξαναγύρισε.
    - Θα ‘ταν καλύτερα να ‘ρχεσαι την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να έρθεις στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις κιόλας εγώ θ’ αρχίσω να ‘μαι ευτυχισμένη. Όσο θα προχωρεί η ώρα, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις κιόλας θ’ αρχίσω να εκνευρίζομαι και ν’ ανησυχώ. Θα ‘χω ανακαλύψει το τίμημα της ευτυχίας! Μα όταν εσύ θα ‘ρχεσαι μια οποιαδήποτε ώρα, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν θα ξέρω πότε να φορέσω στην ψυχή μου τα καλά της… Χρειάζονται ορισμένα τυπικά.
    - Τι είναι ένα τυπικό; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
    - Είναι κι αυτό κάτι ξεχασμένο από πολύν καιρό, είπε η αλεπού. Κάτι που κάνει κάποια μέρα να ‘ναι διαφορετική από τις άλλες μέρες, μια ώρα διαφορετική από τις άλλες ώρες.

    Για παράδειγμα, υπάρχει μια τυπικότητα στους κυνηγούς. Την Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Τότε, η Πέμπτη είναι μια μέρα υπέροχη! Κατηφορίζω για περίπατο μέχρι τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν κάθε φορά που θα τους ερχόταν το κέφι, οι μέρες θα ‘μοιαζαν όλες ίδιες, με αποτέλεσμα να μην έχω εγώ ποτέ διακοπές.

    Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίαζε να ‘ρθει η ώρα του αποχωρισμού:
    - Αχ! είπε η αλεπού … Θ’ αρχίσω τα κλάματα.
    - Δικό σου είναι το λάθος, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
    - Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.
    - Μα συ θα βάλλεις τα κλάματα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
    - Και βέβαια, είπε η αλεπού.
    - Τότε, από αυτό, δεν κερδίζεις τίποτε! – Κάτι κερδίζω, είπε η αλεπού είναι το χρώμα του σταριού.
    Ύστερα πρόσθεσε:
    -Πήγαινε πάλι να δεις τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο.

    - Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις κι εγώ θα σου κάνω δώρο ένα μυστικό.
    Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε για να πάει να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα:
    - Δεν είναι ολότελα όμοια με το δικό μου, ακόμη δεν είσαστε, τους είπε. Κανείς δεν σας έχει εξημερώσει και σεις δεν έχετε εξημερώσει κανένα. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Κι εκείνη δεν ήταν παρά όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες. Όμως εγώ την έχω κάνει φίλη μου κι είναι τώρα μοναδική στον κόσμο.

    Και τα τριαντάφυλλα έδειξαν να τα ‘χουν πειράξει πολύ τα λόγια του μικρού πρίγκιπα.
    - Είσαστε όμορφα, μα είσαστε άδεια, πρόσθεσε. Κανείς δεν θα μπορούσε να πεθάνει για σας. Σίγουρα, κάποιος τυχαίος περαστικός, βλέποντας το δικό μου λουλούδι θα νόμιζε πως σας μοιάζει. Μα, από μόνο του αυτό, είναι πιο σημαντικό από όλα εσάς, γιατί εγώ το ποτίζω, το προφυλάσσω κάτω από ένα γυάλινο δοχείο. Γιατί είναι αυτό που εγώ προφύλαξα με το παραβάν. Γιατί αυτό είναι που του σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο ή τρεις που τις άφησα για να γίνουν πεταλούδες). Γιατί αυτό είναι εκείνο που το άκουσα να παραπονιέται ή να περηφανεύεται ή, μάλιστα, μερικές φορές να σωπαίνει. Γιατί είναι το τριαντάφυλλό μου.

    Και γύρισε προς την αλεπού.
    - Γεια σου, είπε …
    - Γεια σου, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό:δεν βλέπει κανείς πολύ καλά παρά μονάχα με την καρδιά. Ότι είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια.
    - Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.

    - Είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου και που το κάνει τόσο σημαντικό.
    - Είναι ο χρόνος που έχω χάσει για το τριαντάφυλλό μου … έκανε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
    - Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Όμως εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Να γίνεις υπεύθυνος για πάντα εκείνου που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου …
    - Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου… επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να μην το ξεχάσει.
     
  6. Soraya

    Soraya Guest

    Μπουκόφσκι: «Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις τους σωστούς. Πρέπει να πληγωθείς και να πληγώσεις, να χάσεις τον σκύλο και την πίτα».

    Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι (16 Αυγούστου 1920-9 Μαρτίου 1994) ήταν Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας. Από τη στιγμή του θανάτου του, ο Μπουκόφσκι έχει γίνει θέμα πάμπολλων άρθρων κριτικής για τη ζωή και το έργο του. Αν και αγαπήθηκε από το κοινό κι έγινε σύμβολο για ανθρώπους με προβλήματα αλκοολισμού, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί έχουν δώσει ελάχιστη σημασία στα γραπτά του. Θεωρείται όμως από πολλούς ένας πολύ σπουδαίος ποιητής, με μεγάλη επιρρoή. Οι Ζαν Ζενέ και Ζαν-Πολ Σαρτρ τον είχαν χαρακτηρίσει ως τoν «μεγαλύτερο ποιητή» της Αμερικής. Έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία. Ανάμεσα στα πιο γνωστά που κυκλοφορούν και στα ελληνικά είναι τα Σημειώσεις ενός Πορνόγερου Ι και ΙΙ, Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας, Η Λάμψη της Αστραπής Πίσω Από το Βουνό και Γυναίκες.

    Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΗ, καθώς τη ζεις μονάχα μία φορά και την πληρώνεις δέκα.
    Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά σου είναι αρκετή.

    ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΠΕΙΣ πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει…
    Πρέπει τουλάχιστον μία φορά να καεί η γλώσσα και η καρδιά σου.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΡΑΤΖΟΥΝΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ μα και τα σχέδιά σου.
    Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δεν ρίσκαραν.
    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΕΥΤΕΙΣ ΛΕΜΟΝΙ ΚΑΙ ΑΛΑΤΙ για να σε γλυκάνει μία σοκολάτα γάλακτος.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΛΑΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς, όταν βρεις επιτέλους τους σωστούς.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ το πτυχίο γαλλικών, τη θέση στη σχολή που ονειρευόσουν από παιδί ή έστω τα κλειδιά με το αγαπημένο σου μπρελόκ.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΓΩΘΕΙΣ, μα πρέπει και να πληγώσεις.
    Να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου.
    Αφού το βρεις, όποιο κι αν είναι, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ ΕΝΑ ΠΡΩΙ και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΦΩΝΗΣΕΙΣ με τους γονείς σου και να επιμείνεις στη θέση σου ακόμη κι αν δεν μιλήσετε για μερικές ημέρες.
    Να σου κλέψουν πρέπει το πορτοφόλι, τη θέση parking ή έστω τη σειρά στο ταμείο.
    Να κρυολογήσεις άσχημα επειδή δεν έβαλες ζακέτα.
    Να παρακοιμηθείς επειδή ζήτησες πέντε λεπτά ακόμη από το ξυπνητήρι σου.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙΣ και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις.
    Να έρθει πρέπει η στιγμή που δεν θα ξέρεις τη σωστή απάντηση. Ή ακόμη και η στιγμή που δεν θα έχεις καν απάντηση.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΕΙΣ το λάθος πακέτο τηλεφωνίας και τη λάθος κίνηση στο σκάκι.
    Πρέπει να δοκιμάσεις ένα παντελόνι που δεν σου κουμπώνει και να σου κάνουν δώρο μια μπλούζα δυο νούμερα μεγάλη.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΕΙΣ από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ στα χαρτιά την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη.
    Να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο.
    Οι αντοχές σου πρέπει να σε εγκαταλείψουν πριν φτάσεις στη γραμμή του τερματισμού.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ λεωφορείο για τη θάλασσα να απομακρύνεται το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ πως η ζωή σου πήρε έναν δρόμο που δεν διάλεξες εσύ.
    Να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή αλλού, σε εκείνο το «εκεί» που τόσο σου έχει λείψει.
    Να έρθει η μέρα που δεν θα μπορέσεις να παραδεχθείς τα συναισθήματά σου, ούτε καν στον εαυτό σου.

    ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΟΥ να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.
    Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως κάποια όνειρά σου δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ και ακόμη πως ποτέ δεν θα καταφέρεις να τα έχεις όλα.
    Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις.

    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.
    Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές, πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις....

     

    Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ο πατέρας του τον έδερνε με τον ιμάντα που τροχίζουν ξυράφια, τρεις φορές την εβδομάδα για πέντε χρόνια....
     
  7. Soraya

    Soraya Guest


    (από το βιβλίο του Αργεντινού ψυχοθεραπευτή Χόρχε Μπουκάι, "Να σου πω μια Ιστορία")


    Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν
    υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο. Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας
    του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους
    μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό
    χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Κάποια μέρα ο
    βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:

    -Ποιο είναι το μυστικό σου?

    -Ποιο μυστικό Μεγαλειότατε?

    -Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου.

    Λέγε γρήγορα.

    -Μα...δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.

    -Πως τολμάς να λες ψέματα σ´ εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες
    προσβολές, από ένα ψέμα.

    -Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει
    κανένα μυστικό.

    -Και πως τα καταφέρνεις βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος? Σε
    έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.

    -Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με
    τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου
    μένουμε σ´ ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε
    ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον
    δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που
    ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος?

    -Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες έχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν
    μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της
    και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος
    με αυτά που μου παρέθεσες.

    -Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα
    μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.

    -Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη.

    Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.
    Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο
    βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας
    από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού
    κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του
    διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

    -Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος?

    -Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.

    -Έξω από που?

    -Μα από τον κύκλο.

    -Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος?

    -Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.

    -Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής?
    Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο?

    -Ακριβώς βασιλιά μου.

    -Και πως βγήκε?

    -Δεν μπήκε ποτέ.

    -Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός
    και γιατί μας προκαλεί θλίψη?

    -Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.

    -Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος?

    -Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας
    τον δείξω στην πράξη.

    -Δηλαδή τι θα κάνεις?

    -Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.

    -Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις? είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.

    -Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.

    -Και καλά, όταν μπει δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να
    βγει κατ´ ευθείαν?

    -Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει.

    -Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά
    παρ´όλα αυτά θα μπει οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί?

    -Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγει από τον κύκλο του ενενήντα
    εννέα. Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο
    κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν
    χαρούμενο άνθρωπο.

    -Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?

    -Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα
    σακί με ενενήνταεννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο.

    Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο
    σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και
    περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο
    σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:

    Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
    ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.

    Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε να
    ξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε
    πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το
    πουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη,
    ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί
    στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του,
    να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να
    διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να
    κατασκοπεύσουν. Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο
    τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το
    περιεχόμενο.Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες.
    Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά
    φλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα
    στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από
    αυτά. Δικά του. Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στίβες. Τα κοίταζε πως
    άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε
    για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. Παίζοντας άρχισε να
    τοποθετεί σε στίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις,
    πέντε, έξι...Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα,
    ογδόντα, ενενήντα, εκατ...που είναι το τελευταίο? Ξαναμετρά μία μία τις
    στίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην
    άλλη, μήπως κάποια προεξέχει...Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειμματική. Μόνο
    εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το
    μέσα έξω στο σακούλι...Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.
    Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.

    -Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου
    έπεσε...κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!

    Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά
    και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος.
    Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά.
    Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά
    λεφτά...συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν
    άρχοντας...συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το
    εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα.

    Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του
    υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά,
    τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε
    τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε
    προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστερα
    πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.

    Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό
    φλουρί? Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και
    δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.
    Μετά όμως μεγάλε...άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να
    μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι
    άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου! Τελείωσε τους
    υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του
    και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να
    αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.

    -Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την
    γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα
    μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το
    παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δύο τρεις ώρες μέχρι να
    νυχτώσει.

    Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα
    δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα
    χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς
    καιρός.

    Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας
    πούμε λίγο από το φαγητό. Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που
    μια και είναι τζάμπα, το ´χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι
    χρειάζονται? Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να
    το πουλήσω. Να πουλήσω...Να πουλήσω...Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα
    πιάσουν τόπο. Σε δύο χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας
    λείπει και μετά...ποιός μας πιάνει μετά. Θα είμαστε πλούσιοι. Ότι μας
    γυαλίζει θα το αγοράζουμε. Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά...

    Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον
    κύκλο του ενενήντα εννέα.

    Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε
    αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά
    επέμενε στην απόφασή του. Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του
    βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.

    -Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.

    -Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο?

    -Μέρες έχω να σ´ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι?

    -Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να
    ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου? Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε.
    Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

    Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν
    είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.


    Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή
    του. Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό
    του. Ανακάθισε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια
    μεγάλη γουλιά σακέ. Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: Βλέπεις Ντεμιάν,
    εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´ αυτήν την ηλίθια ιδεολογία.

    Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο
    αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι αυτό, μάθαμε
    πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει...Και
    επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε
    ποτέ την ζωή...Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και
    αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το
    100% του θησαυρού? Ότι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε
    τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενήντα
    εννιά? Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας,
    για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο,
    κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι? Μια παγίδα για να μην
    σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως τα
    ίδια. Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι
    ακριβώς όπως είναι. Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. Προσοχή όμως Ντεμιάν.

    Το να παραδεχτείς ότι το ενενηνταεννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι
    πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός
    με οτιδήποτε. Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι.
    Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι.

     
     
  8. prodigal sub

    prodigal sub ΠαΝούργα Premium Member

    «Δε σʼ αγαπούν ανθρωπάκο, σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό του. Σε ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σʼ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σʼ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη”. Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις “ζήτω, ζήτω”.
    Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι επειδή το κυριότερο μέλημα σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δε φταις εσύ γιʼ αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα ʽχες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου».

    "Άκου, ανθρωπάκο" Βίλχελμ Ράιχ
     
  9. Soraya

    Soraya Guest

    Ο Σάτοβ έσκυψε και πάλι στην καρέκλα του και-για λίγο-σήκωσε το δάκτυλό του. Κανένας λαός-άρχισε σα να διάβαζε κάποιο βιβλίο κι εξακολουθώντας ταυτόχρονα να κοιτάει απειλητικά τον Σταυρόγκιν-κανένας λαός δεν οργανώθηκε ακόμα πάνω στη βάση της επιστήμης και της λογικής. Δεν υπήρξε ούτε ένα τέτοιο παράδειγμα, εκτός από ορισμένες συντομότατες περιόδους, και στην περίπτωση αυτή, μονάχα από βλακεία. Η ουσία του σοσιαλισμού δεν μπορεί παρά να είναι ο αθεϊσμός, διότι διεκήρυξε από μιας αρχής πως είναι θεωρία αθεϊστική, κι έχει σκοπό να οργανωθεί αποκλειστικά πάνω στις αρχές της επιστήμης και της λογικής.

    Η λογική και η επιστήμη εκτελούσαν πάντα στη ζωή των λαών, τώρα κι απ’ αρχής των αιώνων, μια δευτερεύουσα μοναχά και βοηθητική υπηρεσία. Το ίδιο θα εκτελούν ως τη συντέλεια των αιώνων.

    Οι λαοί διαμορφώνονται και κινούνται από μιαν άλλη δύναμη, προστακτική και κυρίαρχη, που η προέλευσή της είναι άγνωστη κι ανεξήγητη. Αυτή η δύναμη είναι η δύναμη της άσβεστης λαχτάρας να φτάσει κανείς ως το τέλος, ενώ ταυτόχρονα η ίδια αυτή δύναμη αρνιέται κάθε τέλος. Είναι η δύναμη της ακατάπαυστης κι ακούραστης επιβεβαίωσης της ύπαρξης κι η άρνηση του θανάτου.

    Το ζωοποιών πνεύμα, όπως λέει η Γραφή, οι «ποταμοί ζώντος ύδατος», που η Αποκάλυψη μας απειλεί πως θα στερέψουν. Αρχή αισθητική όπως λένε οι φιλόσοφοι, αρχή ηθική, όπως το λέω εγώ πιο απλά.

    Ο σκοπός κάθε λαϊκής πορείας, για τον κάθε λαό, και σε κάθε περίοδο της ύπαρξής του, δεν είναι άλλος απ’ την αναζήτηση του Θεού, του δικού του Θεού, του Θεού που πρέπει το δίχως άλλο να είναι απόλυτα δικός του, και είναι ακόμα-ο σκοπός-να πιστέψει σ’ αυτόν το Θεό σαν τον μόνο αληθινό. Ο Θεός είναι η συνθετική προσωπικότητα όλου του λαού-απ’ την αρχή ως το τέλος της ιστορίας του. Ποτέ ως τα τώρα δε συνέβη όλοι, ή πολλοί λαοί μαζί, να έχουν έναν κοινό Θεό. Πάντοτε ο κάθε λαός είχε τον ιδιαίτερο Θεό του.

    Όταν οι Θεοί αρχίζουν να γίνονται κοινοί, έχουμε κιόλας το πρώτο σημάδι της καταστροφής των λαών. Όταν οι Θεοί γίνονται κοινοί, πεθαίνουν και οι Θεοί και η πίστη των λαών σ’ αυτούς, μαζί με τους ίδιους τους λαούς. Όσο πιο δυνατός ο λαός, τόσο ο Θεός του είναι πιο ιδιαίτερος. Ποτέ ως τα τώρα δεν υπήρξε λαός χωρίς θρησκεία, που να μην έχει δική του αντίληψη για το καλό και το κακό. Κάθε λαός έχει το δικό του καλό και το δικό του κακό.

    Όταν αρχίζουν πολλοί λαοί ν’ αποκτούν κοινές αντιλήψεις για το καλό και για το κακό, τότε πεθαίνουν οι λαοί, και τότε ακόμα η διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό αρχίζει να σβήνει και να εξαφανίζεται. Ποτέ δεν τα κατάφερε η λογική να καθορίσει το καλό και το κακό ή τουλάχιστο να χωρίσει το κακό απ’ το καλό, έστω και κατά προσέγγιση. Απεναντίας πάντα τα μπέρδευε επονείδιστα κι αξιολύπητα, όσο για την επιστήμη, έδινε λύσεις χονδροειδέστατες.

    Ιδιαίτερα διέπρεψε σ’ αυτό η ημιμάθεια, η τρομερότερη μάστιγα της ανθρωπότητας, χειρότερη απ’ το λοιμό, τον λιμό και τον πόλεμο. Η ημιμάθεια εμφανίστηκε μόλις τώρα στον αιώνα μας. Η ημιμάθεια είναι ένας τύραννος πρωτοφανής στα χρονικά. Ένας τύραννος που έχει τους ιερείς και τους σκλάβους του, ένας τύραννος που τον προσκύνησαν όλοι μ’ αγάπη και τυφλή πίστη-αγάπη και πίστη που ήταν αδύνατο να τη φανταστούμε ως τα τώρα-ένας τύραννος που τρέμει μπροστά του κι η ίδια η επιστήμη και συμβιβάζεται επονείδιστα μαζί του. Όλα αυτά είναι δικά σας λόγια, Σταυρόγκιν, εκτός απ’ όσα είπα για την ημιμάθεια. Αυτά είναι δικά μου, γιατί και εγώ ο ίδιος δεν είμαι παρά ημιμαθής και για αυτό τη μισώ ιδιαίτερα…


    Φ. Ντοστογιέφσκι «Δαιμονισμένοι». Μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου. Εκδόσεις Γκοβόστης
     
     
  10. Anastacia

    Anastacia New Member

    Stay away from the ones you love too much. Those are the ones who will kill you.” Donna Tartt- The Goldfinch.
     
  11. Soraya

    Soraya Guest

    Βήμα θριάμβου του έρωτα. Ω το αποψινό βράδυ, ω το μυστήριο και το ευλογημένο βάρος απάνω της και σκυμμένο το αγαπημένο πρόσωπο και οι ανακωχές που άφησαν τα χείλη να ενώνονται και, τέλος, η χαρά η δική της και οι λυγμοί της. Γυναίκα Του, ήταν η γυναίκα Του και Τον λάτρευε, η γυναίκα Του, η υπηρέτρια και η ιέρεια Του, ολοκληρωμένη όταν Του έδινε το βάρος της και Βρισκόταν μέσα της Ευτυχισμένος, μέσα σ' αυτήν που εκστασιαζόταν από την ευτυχία Του Αγαπημένου μέσα της, ασκήτρια Του Κυρίου της. Ω, ήταν ερωτευμένη, επιτέλους ερωτευμένη. Πάνω στους πάγους, η αγριοτριανταφυλλιά είχε επιτέλους ανθίσει.

     

    Άλμπερτ Κοέν
     
    Last edited by a moderator: 28 Δεκεμβρίου 2015
  12. brenda

    brenda FU very much

    Κάρολος Μπωντλαίρ
    Η απόγνωση του Παρισιού, μικρά ποιήματα σε πρόζα.
    6. Καθείς και η χίμαιρά του

    Κάτω από έναν μεγάλο γκρίζο ουρανό, σε μια πλατιά σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, δίχως χορτάρι, χωρίς ούτε ένα γαϊδουράγκαθο, ούτε καν μια τσουκνίδα, συνάντησα ένα πλήθος ανθρώπων που πεζοπορούσαν σκυφτοί.
    Καθένας κουβαλούσε στη ράχη του μια πελώρια Χίμαιρα, βαριά όσο ένα σακί αλεύρι ή κάρβουνο ή κι η εξάρτυση ενός ρωμαίου φαντάρου.
    Αλλά το βάρος του τερατώδους κτήνους δεν ήταν αδρανές, αντιθέτως τύλιγε και σφιχταγκάλιαζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και πανίσχυρους μυς του, αγκιστρωνόταν με τα δυο πελώρια νύχια του στο θώρακα της πανοπλίας, και η θρυλική του κεφαλή ξεπερνούσε το μέτωπο του θνητού, σάμπως τρομακτικό κράνος από εκείνα με τα οποία οι αρχαίοι πολεμιστές ήλπιζαν πως κάτι προσθέτουν στον τρόμο του εχθρού.
    Ρώτησα έναν από αυτούς τους ανθρώπους, του ζήτησα να μου πει για πού το είχαν βάλει και πηγαίναν έτσι. Μου απήντησε πως δεν γνώριζε τίποτα, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, αλλά προφανώς κάπου πήγαιναν, αφού τους έσπρωχνε ακατανίκητη η ανάγκη της πορείας.
    Πράγμα παράδοξο ωστόσο: κανείς από τους ταξιδευτές δεν φαινόταν ενοχλημένος από το ανελέητο κτήνος που κρεμόταν στο σβέρκο και κολλούσε στη ράχη του, θα λεγε κανείς πως το θεωρούσε μέρος του εαυτού του. Όλα τούτα τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν μαρτυρούσαν καμμιάν απόγνωση κάτω από τον καταθλιπτικό ουράνιο θόλο, με τα πόδια να βουλιάζουν στη σκόνη μιας γης εξ ίσου θλιβερής με τον ουρανό, πορεύονταν με την αποφασισμένη φυσιογνωμία όσων είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν παντοτεινά.
    Και η κουστωδία πέρασε δίπλα μου και βυθίστηκε στην αχλύ του ορίζοντα, στο σημείο εκείνο που η καμπύλη επιφάνεια του πλανήτη αποκαλύπτεται στην περιέργεια του ανθρώπινου βλέμματος.
    Και για λίγες στιγμές με κυρίεψε η εμμονή να καταλάβω αυτό το μυστήριο, αλλά ευθύς η ακαταμάχητη Αδιαφορία μ’ έκρουσε, και λύγισα από ένα βάρος πολύ μεγαλύτερο από όσο κουβαλούσαν εκείνοι με τις ασήκωτες Χίμαιρές τους.

    VI

    CHACUN SA CHIMÈRE

    Sous un grand ciel gris, dans une grande plaine poudreuse, sans chemins, sans gazon, sans un chardon, sans une ortie, je rencontrai plusieurs hommes qui marchaient courbés.
    Chacun d’eux portait sur son dos une énorme Chimère, aussi lourde qu’un sac de farine ou de charbon, ou le fourniment d’un fantassin romain.
    Mais la monstrueuse bête n’était pas un poids inerte ; au contraire, elle enveloppait et opprimait l’homme de ses muscles élastiques et puissants ; elle s’agrafait avec ses deux vastes griffes à la poitrine de sa monture ; et sa tête fabuleuse surmontait le front de l’homme, comme un de ces casques horribles par lesquels les anciens guerriers espéraient ajouter à la terreur de l’ennemi.
    Je questionnai l’un de ces hommes, et je lui demandai où ils allaient ainsi. Il me répondit qu’il n’en savait rien, ni lui, ni les autres ; mais qu’évidemment ils allaient quelque part, puisqu’ils étaient poussés par un invincible besoin de marcher.
    Chose curieuse à noter : aucun de ces voyageurs n’avait l’air irrité contre la bête féroce suspendue à son cou et collée à son dos ; on eût dit qu’il la considérait comme faisant partie de lui-même. Tous ces visages fatigués et sérieux ne témoignaient d’aucun désespoir ; sous la coupole spleenétique du ciel, les pieds plongés dans la poussière d’un sol aussi désolé que ce ciel, ils cheminaient avec la physionomie résignée de ceux qui sont condamnés à espérer toujours.
    Et le cortége passa à côté de moi et s’enfonça dans l’atmosphère de l’horizon, à l’endroit où la surface arrondie de la planète se dérobe à la curiosité du regard humain.
    Et pendant quelques instants je m’obstinai à vouloir comprendre ce mystère ; mais bientôt l’irrésistible Indifférence s’abattit sur moi, et j’en fus plus lourdement accablé qu’ils ne l’étaient eux-mêmes par leurs écrasantes Chimères.

    μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου/ 2015
    ________________________________________