Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αγαπημένα αποσπάσματα από βιβλία

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος prodigal sub, στις 12 Σεπτεμβρίου 2015.

  1. étude

    étude Guest

    Τα μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μου 'χε μείνει από μικρή, όταν νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη επαναστατική, που δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη.
    Γιατί άραγε το νόμιζα;
    Τ' απογέματα, εκεί που ετοιμαζόμουν να βγω περίπατο, γιατί είχα απεθυμήσει μέσα στη σκιερή δροσιά της κάμαράς μου τη θέρμη του φωτός, κοντοστεκόμουν στο κατώφλι με την ίδια πάντοτε έκπληξη και λύπη, βλέποντας πως ο ήλιος λίγο ήθελε για να κρυφτεί πίσω απο το βουνό.
    Την ώρα ετούτη, ωστόσο όλα παίρναν μια τρεμουλιαστή ομορφιά.
    Τα βελονόφυλλα των πεύκων διακρίνονταν ένα-ένα, κάνοντας απο αντίθεση τα κάτω χορτάρια να φαίνονται ενωμένα σα να 'ταν ένα σώμα, σαν ενα μονοκόμματο στρογγυλό φλούδι που θα σκέπαζε όλη τη γη, όμοιο με το φλούδι του πορτοκαλιού.
    Οι κατσίκες που βόσκανε γύρω, σάμπως, σταλμένες απο υπερφυσικό ον, να κατέχαν δύναμη υπερφυσική που θα ξεσπούσε απο ώρα σε ώρα.
    Το τρίχωμά τους γυάλιζε, το βλέμμα τους έπαιρνε μιαν αλλόκοτη σταθερότητα, μια τρομακτική ακινησία.
    Καθώς πέφταν πάνω τους οι τελευταίες αχτίδες, και τις κοίταζα, μου φαινόταν σα να εξαφανίζονταν ξαφνικά, σα να διαλύονταν το σώμα τους και να γινόταν ο αχνός που περιτύλιγε τα δέντρα.
    Μα ήταν μόνο που είχα κλείσει τα μάτια.
    Όταν τα ξανάνοιγα, τις έβλεπα στο ίδιο μέρος, να μασάνε, ξαναγεννημένες απο τον αχνό.
    Η στριγγλιά της Καπάταινας - Κώστααα, Μανώληηη, εεε - φωνή της μάγισσας του παραμυθιού.
    Η στέρνα ετοιμαζόταν να δεχτεί τα αντιφεγγίσματα των άστρων και τους έρωτες των βατραχιών. Η επιφάνειά της ριγούσε λίγο, μόλις. Ο ήλιος χανόταν, η πεδιάδα, αφου τον είχε δεχτεί για να χαρεί μαζί του, έφτανε στο ζενίθ της ηδονής, λαμποκοπούσε χρυσοκόκκινη.

    [...]

    Ήθελα να γελάσω, να τραγουδήσω, να κλάψω, να φωνάξω, δεν ξέρω. Κι είχε σηκωθεί κι αέρας. Μ' έπαιρνε, με λύγαε εδώ-εκεί σαν την καλαμιά.
    Μες στο σκοτάδι έβλεπα τα πιο σκοτεινά σχήματα των δένδρων.
    Κι εγώ ήμουν ένα σκοτεινό σχήμα και τα δένδρα με κοιτούσαν. Στις φλέβες μου έτρεχε αίμα σκοτεινό, το ένιωθα, η γεύση του φιλιού του Δαυίδ μου 'χε μείνει στα χείλη, τη γλυκιά αγωνία την είχα κλείσει μέσα μου πια. Πως φυσούσε. Θεέ μου..! Θα μπορούσα να πετάξω.
    Έλυσα την κορδέλα που είχα δεμένη στα μαλλιά και τ' άφησα ν ανεμίζουν ελεύθερα. Βούιζαν σαν τα πευκόφυλλα. Ήμουνα έτοιμη τώρα για το χορό με τις νεράιδες.
    Βάδιζα κι αντι να κουραστεί το κορμί μου, όλο κι αλάφρωνε. Άφησα το δρόμο, μπήκα στο δάσος.
    Ματώσανε τα πόδια μου απ τ'αγκαθερά θάμνα κι η ματιά μου αντάμωσε τη στρογγυλή κι ασάλευτη ματιά της κουκουβάγιας. Προχώρησα. Ακούγονταν βαριά χτυπήματα φτερών. Περισσότερο αφή ήταν παρα ακοή. Ο άνεμος είχε δυναμώσει, λύγιζαν τα πεύκα. Έβλεπα τις σκιές τους γερμένες απ'τη μια μεριά. Έκαναν να ισιώσουν και πάλι γέρναν.
    Η φωνή μου θα'ταν πιο δυνατή παρα ποτέ. Όμως δεν φώναζα. Την έκλεινα μέσα μου κι εκείνη πύκνωνε. Αν έκανα ααα μέσα στο δάσος,θ' ακούγονταν χίλιοι τόνοι που θα'φταναν την Πάρνηθα και την Πεντέλη για να γυρίσουν πίσω, ηχώ.
    Κι αν έκανα να τρέξω, θα περνούσα τα ελάφια στην τρεχάλα.
    Ήμουν έτοιμη για το χορό με τις νεράιδες.
    Με περίμεναν στο ξέφωτο κι όταν με άγγιξε κι εμένα ο ρυθμός, σάμπως με δυσκολία να ξεχώριζα τον εαυτό μου ανάμεσά τους.

    [...]

    Τον είδα ορθό μπροστά μου να μου τείνει ευγενικά το χέρι. Είχε σκοτεινιάσει, φύσαγε, οι καλαμιές είχανε γίνει ήχος.
    Ήμουνα μόνη με το Δαυίδ. Σ' αυτό το έρημο χωράφι, σ' αυτό το έρημο σπίτι, στον κόσμο.
    Εγώ κι ο Δαυίδ. Φοβήθηκα λιγάκι.
    Κι αν μου λεγε να πέσω απ' το παράθυρο του αστεροσκοπείου;
    -Eίναι ώρα, τον άκουσα τότε να λέει.
    Κι όπως δεν μπορούσα να τον κοιτάζω καταπρόσωπο, κοίταζα αφηρημένα ταχα τα χέρια του.
    Ήτανε βέβαια απόλυτα κύριος της φυσιογνωμίας του ο Δαυίδ, δεν άλλαζε έκφραση μ' ό,τι έλεγε ή άκουγε, όμως τα χέρια του δεν τα κυριαρχούσε.
    Ελεύθερα, αυθόρμητα, φάνταζαν άλλοτε χαρούμενα, άλλοτε λυπημένα, πολλές φορές αδιάφορα ή ειρωνικά.
    Τον τόνο της ειρωνίας τον έδινε ένα δάχτυλο που έμενε στον αέρα ενώ έκλεινε όλο το άλλο χέρι κι όταν ήταν κάτι για να λυπάσαι, πέφταν και τα δυο μαζί απάνω στο τραπέζι, το ένα πάνω στο άλλο, σαν χτυπημένα πουλιά που δίπλωσαν τα φτερά τους.
    -Τι σου συμβαίνει τον τελευταίο καιρό; Με ρώτησε τότε απότομα γυρίζοντας προς το μέρος μου.
    Δεν μπορούσα να μιλήσω. Μια απέραντη μόνο επιθυμία να πιάσω το χέρι του, για ένα λεπτό, για ένα δευτερόλεπτο, να το σφίξω μέσα στο δικό μου και να τ' αφήσω να πέσει.
    Γιατι ο Δαυίδ δεν κατέβαζε το χέρι του σαν τους άλλους ανθρώπους, τ' άφηνε κι έπεφτε.Κι έκρυβε η κίνησή του αυτή μιαν αόριστη, τρυφερή απελπισία.
    -Πεισματάρα που είσαι, ψιθύρισε.Κι αμέσως έπειτα άφησε το χέρι να πέσει στη συνηθισμένη του κίνηση που έκρυβε μια τέτοια τρυφερή απελπισία.
    Θα τον παντρευτώ το Δαυίδ, τον αγαπώ και θα τον παντρευτώ.
    Θα του λέω τότε να μ ανακατεύει τα μαλλιά, όλη τη μέρα θα του λέω να μ'ανακατεύει τα μαλλιά, έτσι θα περνάει ο καιρός.
    Και θα κοιταζόμαστε στα μάτια για ώρες. Κι όταν θα τον πιάνει εκείνη η αλλόκοτη αγωνία που θα θέλει να με φιλήσει, θα τον αφήνω να με φιλάει, αφού θα 'ναι άντρας μου, σύζυγος δηλαδή.
    Κι ύστερα θα του λέω πάλι να μ' ανακατεύει τα μαλλιά, και θα περνάει ο καιρός..

    Τα ψάθινα καπέλα
    Μαργαρίτα Λυμπεράκη
     
  2. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    Το ηλιοτρόπιο (Ευγ. Τριβιζάς)
    Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. Κι όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, γύριζαν από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, γυρνούσαν από δω. Εκτός από ένα.

    Ένα μόνο ηλιοτρόπιο απ΄όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, το ηλιοτρόπιο αυτό κοιτούσε από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από δω

    "Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο όπως εμείς;" ρωτούσαν τ΄άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.

    "Και γιατί να τον κοιτάω;"

    "Επειδή είναι χρυσός. Επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως".

    "Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα!
    Ανασαίνει φως και κάτι έγινε"

    "Τι θες να πεις; Δεν σ΄αρέσει δηλαδή;"

    "Καλός είναι δεν λέω, αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς απ΄το πρωί ίσαμε το βράδυ. Αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει".

    "Δεν είναι στα καλά του, σκεφτόνταν τα ηλιοτρόπια "Ακούς εκεί, να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο;"

    Και περνούσαν οι μέρες. Και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσανε τον ήλιο, εκτός από κείνο το ηλιοτρόπιο το ένα, που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη μεριά.

    "Δε μου λες; Γιατί δεν με κοιτάς;" το ρωτάει μια μέρα ο ήλιος

    "Άσε με ήσυχο" είπε το ηλιοτρόπιο

    "Πες μου, γιατί δε με κοιτάς;" ξαναρωτάει ο ήλιος.
    "Άσε με ήσυχο" είπε το ηλιοτρόπιο

    "Πες μου, γιατί δε με κοιτάς;" ξαναρωτάει ο ήλιος.

    "Θέλεις αλήθεια να σου πω;"

    "Ναι"

    "Επειδή… θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα. Μόνο για μένα να γελάς. Να λάμπεις μόνο για μένα. Εμένα μόνο να ζεσταίνεις" είπε το ηλιοτρόπιο. "Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι θα σε κοιτούσα" "Μα δεν γίνεται αυτό" αποκρίθηκε ο ήλιος. "Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω. Δεν γίνεται"

    "Τότε κι εγώ δεν θα σε κοιτάω"

    "Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς, αν δε με κοιτάς"

    "Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με" είπε το ηλιοτρόπιο. Δεν μίλησε ο ήλιος. Και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη τη μεριά. Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλωμιάζει το ηλιοτρόπιο.

    "Είδατε;" ψιθύρισαν τ' άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους "Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε.. Ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να το θυμηθείτε ότι έτσι που πάει αργά ή γρήγορα θα μαραθεί".

    Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό, ο μίσχος στα πέταλά του μαραινόταν, αλλά ούτε που γύριζε να κοιτάξει τον βασιλιά τον ήλιο.

    Παραξενεμένα τα ηλιοτρόπια, το άκουγαν να μιλάει μόνο του. "Φύγε" έλεγε "δε θέλω να σε βλέπω. Φύγε"

    Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο κείνο
    βράδυ, όταν όλα τ΄άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος. Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε κι έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε μ΄ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως τ΄όνειρό του.

    "Ήρθες;" είπε το ηλιοτρόπιο.

    "Ήρθα" είπε ο ήλιος

    "Μόνο για μένα;"

    "Μόνο για σένα" αποκρίθηκε ο ήλιος "Έλα".

    Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο, τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλλα του, αφέθηκε ν΄ανεβαίνει.. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε.. Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός, δεν γίνεται πιο φωτεινός.. Κι έφτασε κοντά στον ήλιο. Κι από κει ψηλά είδε όλες τις θάλασσες, κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες, είδε λιμώνες, είδε δάση, είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξιδεύανε στο κύμα και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω απ΄τα βουνά τ΄ασημένια.

    "Έλα κοντά μου" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά.

    "Πιο κοντά" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.

    "Κοίτα με" είπε ο ήλιος "Κοίτα με ηλιοτρόπιο" Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε.

    "Εσένα μόνο" είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.

    Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σαν φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ΄άκρη σε άκρη. Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν΄ανοίγουν, να χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξιδεύανε στο κύμα και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω απ΄τα βουνά τ΄ασημένια.

    "Έλα κοντά μου" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά.

    "Πιο κοντά" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.

    "Κοίτα με" είπε ο ήλιος "Κοίτα με ηλιοτρόπιο" Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε.

    "Εσένα μόνο" είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.

    Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σαν φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ΄άκρη σε άκρη. Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν΄ανοίγουν, ναγλιστράνε, να σκορπάν τα σπόρια του, να πέφτουν δάκρυ και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως αγγίζαν τον αφρό, όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες ξενες να πηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι που στραφτάριζαν ολούθε ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.

    Είχε συννεφιά τ΄άλλο πρωί. Δεν βγήκε τη μέρα εκείνη ο ήλιος. Κατασκότεινος ο ουρανός, λες κι ήταν βουρκωμένος . Το ηλιοτρόπιο έγερνε στο μίσχο του ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή, ανάμεσα στα δροσά ηλιοτρόπια του κάμπου.

    "Τά΄θελε και τά΄παθε" είπε ένα ηλιοτρόπιο

    "Πήγαινε γυρεύοντας" είπε ένα άλλο. Έτσι είπαν.

    Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν. Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε, πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.
     
  3. Noelle

    Noelle "Lasciate ogni speranza, voi ch'entrate."

  4. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Άνθρωπε, μη βιάζεσαι…

    Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ’ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσόφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει.

    Περίμενα, αργούσε κι εγώ βιαζόμουν. Έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό ρυθμό. Το τσόφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου, τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα όλο όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει.

    Μα δεν μπορούσε, μαχόμουν κι εγώ με την ανάσα μου να την βοηθήσω. Του κάκου, είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο και τώρα πια ήταν αργά. Η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη,κουνήθηκε απελπισμένη και σε λίγο πέθανε στην παλάμη μου.

    Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά..

    Είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους, έχεις χρέος ν’ ακολουθείς τον αθάνατο ρυθμό μ’ εμπιστοσύνη.

    Η μικρή ετούτη πεταλούδα, που σκότωσα γιατί παραβιάστηκα να την αναστήσω, ας ήταν να πετούσε πάντα μπροστά μου και να μου δείχνει το δρόμο. Κι έτσι μια πεταλούδα που πρόωρα πέθανε να βοηθήσει μιαν αδερφή της, μιαν ανθρώπινη ψυχή, να μη βιάζεται και να προφτάσει να ξετυλίξει με αργό ρυθμό τις φτερούγες!

    Νίκος Καζαντζάκης
     
  5. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Νίτσε χαρούμενη επιστήμη στοχασμός 125

    «Δεν έχετε ακούσει για ‘κείνον τον τρελό, που άναψε ένα φανάρι στις λαμπρές ώρες του πρωινού, έτρεξε στην αγορά φωνάζοντας "Αναζητώ το Θεό!"… πολλοί που δεν πίστευαν στο Θεό, στέκονταν γύρω εκείνη τη στιγμή…
    -Έχει χαθεί; ρώτησε ένας… κρύβεται; φοβάται; – …φώναζαν και γέλαγαν.
    Ο τρελός: «Πού είναι ο Θεός; …Θα σας πω. Τον έχουμε σκοτώσει – εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε οι δολοφόνοι του!… Πώς το κάναμε αυτό; …Προς τα πού κινούμαστε; Μακριά από όλους τους ήλιους; …Δεν ακούμε τίποτα εκτός από το θόρυβο των νεκροθαφτών… θάβουν το Θεό; Δεν μυρίζουμε τίποτα… μόνο τη θεία αποσύνθεση;
    Ο Θεός είναι νεκρός!… παραμένει νεκρός!… τον έχουμε σκοτώσει! Πώς θα παρηγορηθούμε, οι δολοφόνοι όλων των δολοφόνων; Ό,τι ήταν ιερότερο και τρανότερο στον κόσμο πέθανε ματωμένο από τα μαχαίρια μας. Ποιος θα σκουπίσει αυτό το αίμα από πάνω μας; …Δεν είναι το μεγαλείο αυτής της πράξης πολύ μεγάλο για μας; Δεν πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε Θεοί, ώστε να φανούμε αντάξιοι;».
     
  6. Lost Hours

    Lost Hours Premium Member

    Από ποιο βιβλίο είναι αυτό το απόσπασμα;
     
  7. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
     
  8. Lost Hours

    Lost Hours Premium Member

    Και φαντάσου το διάβασα τον προηγούμενο χειμώνα!! Δεν έχει μείνει κύτταρο!!
    (Αν με ρώταγες θα έλεγα οτι μάλλον θα είναι από τον φτωχούλη του Θεου!)
     
  9. Lost Hours

    Lost Hours Premium Member

    Και μιαν άλλη χαρά μας δίνει το αέτωμα τούτο. Το κοιτάζουμε κι αναρωτιούμαστε∙το αέτωμα τούτο έγινε ευτύς άμα οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες και χύθηκε σε όλη την Ελλάδα ένα χαρούμενο κύμα ανακούφισης, περηφάνιας και δύναμης. Ένιωσε η Ελλάδα τη δύναμή της, ο κόσμος γύρα της και μέσα της ανανεώθηκε, θεοί κι άνθρωποι φωτίστηκαν με νέο φως- όλα έπρεπε ν’ ανανεωθούν: ναοί, αγάλματα ,ζωγραφιές, τραγούδια. Έπρεπε να στηθεί αιώνιο τρόπαιο στις νίκες των Ελλήνων ενάντια στους βαρβάρους. Πως θα παραστήσουν γλυπτικά το τρόπαιο τούτο;

    Ο μεγάλος καλλιτέχνης βλέπει κάτω από την καθημερινή ρεούμενη πραγματικότητα αιώνια ασάλευτα σύμβολα. Πίσω από τις σπασμωδικές, ασυνάρτητες συχνά ενέργειες των ζωντανών ανθρώπων διακρίνει καθαρά τα μεγάλα ρέματα που συνεπαίρνουν τις ψυχές. Μετατοπίζει σε αέρα αθάνατο τα εφήμερα γεγονότα. Τη ρεαλιστική αναπαράσταση, ο μεγάλος τεχνίτης την θεωρεί παραμόρφωση και γελοιογραφία του αιώνιου.

    Να γιατί οι μεγάλοι τεχνίτες της κλασικής Ελλάδας – κι όχι μονάχα οι γλύπτες- θέλοντας να διαιωνίσουν τα σύγχρονα τρόπαια μετατόπισαν την Ιστορία ψηλά στην συμβολική ατμόσφαιρα της Μυθολογίας. Αντί να παραστήσουν τους σύγχρονους Έλληνες να πολεμούν με τους Πέρσες, έφεραν τους Λαπίθες και τους Κένταυρους. Και πίσω από τους Λαπίθες και τους Κενταύρους διακρίνουμε τους δύο μεγάλους αιώνιους αντιπάλους: το νου και το κτήνος, τον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα. Έτσι ένα ιστορικό γεγονός που έγινε σ’ έναν ορισμένο χρόνο, γλίτωσε από το χρόνο, δέθηκε με ολάκερη τη ράτσα και με τ’ αρχικά οράματα της∙ τέλος γλύτωσε κι από την ράτσα και έγινε ένα αθάνατο τρόπαιο. Και έτσι, με τη συμβολική αυτή εξευγένιση, οι ελληνικές νίκες υψώθηκαν σε πανανθρώπινες νίκες.

    Νίκος Καζατζάκης
    Αναφορά στον Γκρέκο
     
  10. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    Τον φτωχούλη του θεού ελπίζω να καταφέρω να τον διαβάσω σύντομα, εδώ τον έχω αλλά…  
     
  11. Lost Hours

    Lost Hours Premium Member

    αλλά άστο για τις κρύες νύχτες του χειμώνα γιατι περιγράφει πως η ενσυναίσθηση μπορεί να δώσει ένα άλλο χαρακτήρα στην πίστη.Βαρύ,μελαγχολικό και γεμάτο αθωότητα,αξίζει δηλαδή  
     
  12. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

    "Οι μέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου είναι θερμές, καφτερές, γεμάτες τυφλωτικό ήλιο, φως αδυσώπητο Καμιά πέτρα δεν έπεσε ακόμα. Τίποτα δεν μαρτυράει πως τα θεμέλια κλονίστηκαν. Μα κάτι σα δυσφορία, αγωνία και χαύνωμα μαζί, προμηνάν πως η κρίση κάποτε θα ξεσπάση. Ο μπάτης δεν κατορθώνει ούτε να ρυτιδώσει τη θάλασσα. Τα μελτέμια δεν έχουν δύναμη ν’ απλώσουν τα φτερά τους. Τη νύχτα αναδίνονται απ’ το πέλαγο οσμές αρμυρές, ανασαιμιές ασάλευτου νερού, που θυμίζουν ιδρώτες οργασμού. Τα βράχια του νησιού αναβρύζουν την πύρη της μέρας, τυραννώντας τα πλεμόνια και τα νεύρα. Κάτω στην πολιτεία, το γλέντι ξεσπάει με τραγούδι, χορό, μεράκι, καημό κι έρωτα. Τρέχει το κρασί γεννώντας παθιασμένη δυσθυμία κι όχι ανάλαφρο κέφι. Τα κορμιά σμίγουν σε παράταιρα αγκαλιάσματα. Βράζουν οι ψυχές. Η ζωή, στο διάβα της, παρασέρνει το άβουλο ανθρώπινο κοπάδι, το εξουθενωμένο απ’ την οργή, τη ζήλεια και το πάθος."

    Από "Η Μεγάλη Χίμαιρα"