Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Αφιέρωμα στον Wilbur Smith

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος dora_salonica, στις 10 Ιουλίου 2008.

Tags:
  1. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Έτσι, χώρισαν στην είσοδο της σήραγγας και η Γιασμίνι έτρεξε στο στενό πέρασμα, τυφλωμένη απ’ τα δάκρυά της. Καθώς σκαρφάλωνε στο άνοιγμα πάνω απ’ τον τάφο του αγίου, ένα τεράστιο χέρι έκλεισε γύρω απ’ το μπράτσο της και την τράβηξε έξω.

    Καθώς πάλευε και κλωτσούσε, ο Κους γελούσε με απόλαυση, κρατώντας την ακίνητη. «Περίμενα πολλά χρόνια για τούτη τη στιγμή, πορνίδιο. Ήξερα πως κάποια μέρα θα έπεφτες στα χέρια μου. Ήσουν πάντα πολύ ατίθαση και πολύ ξεροκέφαλη».

    «Άφησέ με!» φώναξε εκείνη. «Μη με κρατάς!»

    «Όχι», απάντησε ο Κους. «Τώρα είσαι δική μου. Ποτέ ξανά δεν θα μπορέσεις να παραβείς τους κανονισμούς μου. Οι άλλες γυναίκες θα ακούσουν τα ουρλιαχτά σου και θα τρέμουν στα κρεβάτια τους, καθώς θα αναλογίζονται το τίμημα της αμαρτίας.»

    «Ο πατέρας μου!» φώναξε εκείνη. «Ο μελλοντικός μου σύζυγος! Θα σε κάνουν να πληρώσεις ακριβά αν με πειράξεις.»

    «Ο πατέρας σου δεν ξέρει καλά καλά το όνομά σου. Έχει πολλές άλλες κόρες, αλλά καμιά απ’ αυτές δεν είναι πόρνη. Ο μελλοντικός σύζυγός σου δεν θα δεχόταν ποτέ ένα σάπιο, μισοφαγωμένο φρούτο στο γυναικωνίτη του. Όχι, γλυκιά μου. Από εδώ κι εμπρός ανήκεις μόνο στον Κους.»

    Ο Κους τη μετέφερε στο μικρό κελί δίπλα στο νεκροταφείο, στο πίσω μέρος του κήπου, όπου ένας φράχτης από ανθισμένους θάμνους το έκρυβε απ’ τον υπόλοιπο γυναικωνίτη. Δύο απ’ τους ευνούχους βοηθούς του περίμεναν ήδη εκεί – μεγαλόσωμοι και υπέρβαροι, αλλά πολύ δυνατοί. Είχαν επαναλάβει την τιμωρία πολλές φορές στο παρελθόν κι είχαν κάνει όλες τις προετοιμασίες.

    Ο Κους οδήγησε τη Γιασμίνι στο σκληρό ξύλινο πλαίσιο και έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα της. Και οι τρεις χαμογελούσαν από προσμονή. Φορούσαν μονάχα μικρά πανιά γύρω απ’ τη μέση, αλλά ίδρωναν ήδη στο μικρό , ζεστό κελί. Άγγιξαν το σώμα της καθώς αποκαλυπτόταν, χαϊδεύοντας τα λεία μέλη, μυρίζοντας τα μαλλιά της, τσιμπώντας τα μικρά, στιλπνά στήθη της. Μετά, όταν έμεινε ολόγυμνη, έδεσαν τους καρπούς και τους αστραγάλους της με δερμάτινα λουριά και την ακινητοποίησαν με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά. Ο Κους στάθηκε ανάμεσα στα πόδια της και της χαμογέλασε σχεδόν καλοσυνάτα.

    «Επιδόθηκες στην πορνεία. Ξέρουμε τον άντρα, αλλά δυστυχώς έχει γίνει πολύ ισχυρός και δεν μπορεί να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη. Η τιμωρία του θα είναι να μάθει την τύχη σου. Ο υπόλοιπος κόσμος, έξω από τούτα τα τείχη, θα μάθει ότι πέθανες από πυρετό. Πολλοί πεθαίνουν τούτη την εποχή. Ωστόσο, θα φροντίσω να ψιθυρίσει κάποιος την αλήθεια στον εραστή σου. Στην υπόλοιπη ζωή του θα ζήσει με τη γνώση ότι εκείνος ήταν υπεύθυνος για τον αλλόκοτο, ξεχωριστό θάνατό σου.»

    Χαμογελώντας ακόμα, άπλωσε το παχύ του χέρι και άγγιξε τα απόκρυφα σημεία του κορμιού της, χαϊδεύοντας απαλά τους λεπτούς μαύρους βοστρύχους ανάμεσα στους μηρούς της. «Είμαι σίγουρος πως έχεις ακούσει τι παθαίνουν όλα τα κακά κορίτσια που φτάνουν σε τούτο το δωμάτιο. Ωστόσο, σε περίπτωση που έχεις κάποιες απορίες, θα σου εξηγήσω στην πορεία.»

    Έκανε νόημα σε έναν απ’ τους άλλους ευνούχους, που πλησίασε τον Κους κρατώντας έναν ξύλινο δίσκο. Πάνω του υπήρχαν δυο μικρά πακέτα. Ήταν τυλιγμένα με λεπτό ριζόχαρτο, σε σχήμα ψαριού, μακριά σαν δάχτυλα και λεπτά στα άκρα. Γυάλιζαν στο φως της λάμπας, επειδή είχαν αλειφτεί με λίπος προβάτου.

    «Το καθένα περιέχει πέντε ουγκιές σκόνης τσίλι. Εγώ ο ίδιος καλλιεργώ τα φυτά στο μικρό μου κήπο. Ανήκουν στην πιο καυτερή ποικιλία που υπάρχει. Ο χυμός απ’ το φρούτο μου μπορεί να κάψει το δέρμα και τη σάρκα στο στόμα ενός Μογγόλου, που είναι συνηθισμένος να τρώει σε όλη τη ζωή του τα πιο δυνατά κάρι. Πρέπει να φορώ γάντια από δέρμα σκύλου για να προστατεύω τα χέρια μου όταν τρίβω τη σκόνη.»

    Ξαφνικά, έχωσε το δείκτη του βαθιά μέσα της. «Ένα για την όμορφη, μυρωδάτη τρύπα μπροστά.» Της χαμογέλασε καθώς εκείνη ξεφώνιζε από το φόβο, τον πόνο και την ταπείνωση. Μετά, ο Κους τράβηξε το δάχτυλό του και το έχωσε πιο πίσω. «Και το δεύτερο πακετάκι για τούτη την άλλη, την πιο σκοτεινή σπηλιά στο πίσω μέρος.» Έβγαλε το δάχτυλό του, το μύρισε, σούφρωσε τη μύτη του και μόρφασε κοιτάζοντας τους άλλους δυο ευνούχους. Εκείνοι χαχάνισαν με απόλαυση.

    Ο Κους σήκωσε ένα πακετάκι απ’ το δίσκο. Η Γιασμίνι το κοίταξε με τρόμο και πάσχισε να ελευθερωθεί. «Κρατήστε τα πόδια της,» φώναξε ο ευνούχος στους άλλους δυο. Ο ένας κράτησε τα πόδια της όσο πιο ανοιχτά μπορούσε κι ο Κους άνοιξε τους βοστρύχους και τα απαλά χείλη. Μετά, με την άνετη κίνηση της πείρας, έχωσε μέσα της το λιπασμένο μασούρι.

    «Βλέπετε; Ο Αλ – Αχμάρα άνοιξε το δρόμο κι έκανε τη δουλειά μου πιο εύκολη,» είπε και μετά σηκώθηκε και σκούπισε τα δάχτυλά του στο πανί που είχε δεμένο γύρω απ’ τη μέση του. «Τελειώσαμε από μπροστά. Τώρα η πίσω πόρτα.» Πήρε το άλλο πακετάκι. Ο βοηθός του έσκυψε, χούφτωσε τους γλουτούς της Γιασμίνι και τους άνοιξε βίαια.

    Η κοπέλα δάγκωνε τα χείλη της και τα δόντια της είχαν βαφτεί κόκκινα απ’ το αίμα της. Τίναξε το μικρό μελί σώμα της όσο επέτρεπαν τα δεσμά της και δάκρυα κύλησαν πίσω στα μαλλιά της.

    Με το ελεύθερο χέρι του, ο Κους ψηλάφισε ανάμεσα στους γλουτούς της. «Άνοιξέ τους περισσότερο!» πρόσταξε τον άλλο ευνούχο. «Ναι, έτσι είναι καλύτερα. Γλυκό και σφιχτό.»

    Οι λυγμοί της Γιασμίνι διακόπηκαν από μια διαπεραστική κραυγή. «Α, μάλιστα,» είπε ο Κους με ικανοποίηση. «Έτσι μπράβο. Όλο μέσα – όσο μπορώ να φτάσω.»

    Έκανε ένα βήμα πίσω. «Σαμπάς! Έγινε. Δέστε μαζί τους αστραγάλους και τα γόνατά της για να μην μπορεί να πετάξει τα δωράκια μου.» Οι ευνούχοι δούλεψαν βιαστικά και μετά σηκώθηκαν και επιθεώρησαν το έργο τους με ικανοποίηση.

    Ο Κους πλησίασε τη Γιασμίνι. «Το νεκροκρέβατό σου είναι έτοιμο, καθώς και το σάβανο που θα σε σκεπάσει όταν θα σε κατεβάσουμε στον τάφο.» Τα έδειξε στον απέναντι τοίχο. «Βλέπεις; Έφτασα στο σημείο να σκαλίσω την ταφόπλακά σου με τα τρυφερά μου χέρια.» Την κράτησε μπροστά της για να μπορέσει να τη διαβάσει. «Αναφέρει τη χρονολογία του θανάτου σου και πληροφορεί τον κόσμο ότι πέθανες από πυρετό.»

    Τώρα η Γιασμίνι είχε σωπάσει και το σώμα της ήταν αλύγιστο. Τα μάτια της, τεράστια και στιλπνά απ’ τα δάκρυα, ήταν καρφωμένα στο πρόσωπό του καθώς ο ευνούχος έσκυβε από πάνω της.

    «Βλέπεις, η σκόνη τσίλι είναι τόσο καυτερή που θα τρυπήσει το ριζόχαρτο, ενώ απ’ την εξωτερική πλευρά τα υγρά του σώματός σου θα μουσκέψουν και θα διαλύσουν το περιτύλιγμα. Πολύ σύντομα τα μασούρια θα διαλυθούν και η σκόνη θα απελευθερωθεί στα απόκρυφα μέρη σου.»

    Χάιδεψε τα μαλλιά της, σπρώχνοντάς τα μακριά απ’ το μέτωπό της και μετά σκούπισε απαλά, σαν γυναίκα, τα δάκρυα απ’ τις βλεφαρίδες της. «Στην αρχή θα νιώσεις ένα μικρό τσούξιμο που θα εξελιχθεί σε φωτιά – μια φωτιά που θα σε κάνει να λαχταρήσεις τις λιγότερο καυτές φλόγες της κόλασης. Έχω παρακολουθήσει πολλές πόρνες να πεθαίνουν σε τούτο το ξυλοκρέβατο, αλλά νομίζω ότι δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν την αγωνία τους. Η σκόνη θα φάει τη μήτρα και τα σωθικά σου σαν να είχες μέσα σου εκατό ποντίκια και οι κραυγές σου θα φτάσουν στα αυτιά όλων των γυναικών στο ζενάνα. Θα τις θυμούνται την επόμενη φορά που θα μπουν στον πειρασμό να αμαρτήσουν.»

    Τώρα ανάσαινε βαριά και η ηδονή ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του, σαν να ερεθιζόταν με την εικόνα του πόνου που περιέγραφε. «Πότε θα αρχίσει;» ρώτησε ρητορικά. «Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Σε μία ώρα, σε δύο, μπορεί και περισσότερες – ποιος ξέρει; Πόσο θα διαρκέσει; Δεν μπορώ να πω. Έχω δει τις πιο αδύναμες κοπέλες να πεθαίνουν σε μια μέρα και τις πιο δυνατές να αντέχουν τέσσερις μέρες, ουρλιάζοντας μέχρι το τέλος. Νομίζω πως εσύ είσαι απ’ τις δυνατές, αλλά θα δούμε…Η αναμονή είναι η χειρότερη φάση», είπε στη Γιασμίνι. «Μερικές εκλιπαρούν να δείξω οίκτο, αλλά ξέρω πως εσύ είσαι πολύ περήφανη για κάτι τέτοιο. Μερικές φορές, οι πιο γενναίες προσπαθούν να μου κρύψουν τη στιγμή που ανοίγει το μασούρι. Προσπαθούν να μου στερήσουν τη διασκέδαση, αλλά όχι για πολύ». Χαχάνισε. «Όχι για πολύ.»

    Σταύρωσε τα χέρια του στο πλαδαρό, γυναικείο στήθος κι ακούμπησε στον τοίχο. «Θα είμαι δίπλα σου μέχρι το τέλος, Γιασμίνι, για να μοιραστώ κάθε εξαίσια στιγμή μαζί σου. Και μπορεί να χύσω ένα δάκρυ στον τάφο σου επειδή είμαι ευαίσθητος και καλόκαρδος άνθρωπος.»

    (Wilbur Smith, «Μουσώνας»)
     
  2. gaby

    gaby Guest

    νιώθω κακιά σήμερα, το απολαμβάνω να σας καταστρέφω τη σασπένς  

    η κοπελίτσα γλύτωσε γιατί ο καλός της την έσωσε, λίγο είχε προλάβει να ανοίξει το ριζόχαρτο του μασουριού του κόλπου, αυτό διορθώθηκε με σβέλτες κολπικές πλύσεις στη θάλασσα. μετά, ο καλός της την είχε ντύσει αγοράκι και του έκανε το σκλαβάκι και όλοι έλεγαν ότι σκλαβάκι που να κοιτάζει με τέτοια λατρεία τον Αφέντη του δεν είχαν ξαναδεί. τις νύχτες, που δεν τους έβλεπε κανείς, πηδιόντουσαν.

    θυμάμαι μια ατάκα απ το βιβλίο, όταν η κοπελίτσα άρχισε να απηυδίζει από το ρόλο του αγορακίου - σκλαβακίου και ήθελε να ξαναγίνει γυναίκα και να επισημοποιηθεί η σχέση. γκρίνιαξε, αλλά ο καλός της της είπε ότι αυτουνού του φαίνονται όλα παραδεισένια και υπέροχα, γιατί αυτή θέλει να αλλάξει κάτι; η μικρή γύρισε με βλέμμα φωτιά και του είπε "ε, ναι, εσένα, βέβαια και σου αρέσει η όλη φάση"

    που και που θυμάμαι αυτόν τον διάλογο και γελάω  
     
  3. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    Απάντηση: Αφιέρωμα στον Wilbur Smith

    Μεγάλος ο Smith...καταπληκτική γραφή στον "Μουσώνα αλλά ο "Θεός Ποταμός" του είναι αξεπέραστος  
     
  4. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    [tender, η γλώττα μη προτρεχέτω της D.] 

    Η κορυφή του ξυρισμένου κεφαλιού του έμοιαζε με αβγό στρουθοκαμήλου. Ο Ντόριαν σήκωσε το ξίφος και το κατέβασε, ανοίγοντας στα δύο το κρανίο μέχρι το ύψος των δοντιών. Με μια στροφή του καρπού τράβηξε τη λεπίδα απ’ το εύθραυστο κόκαλο του κρανίου και στράφηκε προς την πόρτα του παραπήγματος.

    Έτρεξε προς τα εκεί και, καθώς έφτανε στην πόρτα, ο Κους εμφανίστηκε μπροστά του καλύπτοντας το άνοιγμα με τον τεράστιο όγκο του. Κοιτάχτηκαν μόνο για μια στιγμή, αλλά ο Κους τον αναγνώρισε…

    Με απίστευτη ταχύτητα και ευελιξία για έναν τόσο χοντρό άνθρωπο, πήδηξε πίσω στο παράπηγμα κι άρπαξε ένα φτυάρι που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο. Με άλλο ένα πήδημα βρέθηκε πίσω απ’ το ξύλινο πλαίσιο όπου ήταν δεμένη η Γιασμίνι και ύψωσε το φτυάρι από πάνω της.

    «Πίσω!» ούρλιαξε. «Με ένα χτύπημα μπορώ να σπάσω τα μασούρια μέσα της και να ελευθερώσω το δηλητήριο.»

    Η Γιασμίνι βρισκόταν γυμνή κάτω απ’ το φτυάρι του. Τα μακριά, λεπτά πόδια της ήταν δεμένα στους αστραγάλους και στα γόνατα, και τα χέρια της ήταν τεντωμένα πάνω απ’ το κεφάλι της σε μια στάση που παραμόρφωνε το μελί στήθος της. Κοίταξε τον Ντόριαν, αλλά ακόμα και τα τεράστια μάτια της δεν ήταν αρκετά μεγάλα ή αρκετά βαθιά για να δείξουν όλο τον τρόμο της.

    Ο Ντόριαν διέσχισε σαν αστραπή το δωμάτιο, τη στιγμή που ο Κους κατέβαζε το φτυάρι με όλη του τη δύναμη. Ο Ντόριαν χώθηκε κάτω απ’ τα χέρια του ευνούχου, πριν το φτυάρι χτυπήσει στο ευαίσθητο στομάχι της Γιασμίνι και την κάλυψε με το σώμα του. Το φτυάρι έπεσε στην πλάτη του κι ένιωσε τα πλευρά του να σπάζουν. Ο πόνος απλώθηκε στο στήθος του.

    Κύλησε πάνω απ’ το πλαίσιο, αναγκάζοντας τον εαυτό του να αγνοήσει τον πόνο, φροντίζοντας να μη ρίξει το βάρος του στο σώμα της και σπάσει τα εύθραυστα μασούρια. Ο Κους σήκωσε ξανά το φτυάρι κι αυτή τη φορά σημάδεψε το κεφάλι του Ντόριαν. Το παχύ πρόσωπό του ήταν μια μάσκα οργής και η χοντρή κοιλιά του σηκωνόταν πάνω απ’ το πανί που φορούσε στη μέση. Ολόκληρη η αριστερή πλευρά του Ντόριαν είχε μουδιάσει απ’ το χτύπημα και στηριζόταν στο ένα γόνατο, αδυνατώντας να σηκωθεί για να αντιμετωπίσει το νέο πλήγμα.

    Κρατούσε ακόμα το γιαταγάνι στο δεξί του χέρι. Σήκωσε τη λεπίδα και έσυρε την αιχμή της στην κοιλιά του Κους απ’ τη μια πλευρά μέχρι την άλλη στο ύψος του αφαλού του, σχίζοντάς τον όπως θα έσχιζε μια νοικοκυρά την κοιλιά ενός ψαριού. Ο Κους άφησε το φτυάρι, που έπεσε στο πέτρινο δάπεδο. Έγειρε με την πλάτη στον απέναντι τοίχο και, χρησιμοποιώντας και τα δυο χέρια, προσπάθησε να κλείσει τα χείλη του μεγάλου τραύματος. Το κοίταξε ξαφνιασμένος κι αντίκρισε τα έντερά του να προβάλλουν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του σαν γλιστερά παλαμάρια. Η δυσωδία των ζεστών σπλάχνων του γέμισε το μικρό δωμάτιο.

    Ο Ντόριαν σηκώθηκε με κόπο. Το αριστερό του χέρι κρεμόταν στο πλευρό του, μουδιασμένο και άχρηστο, καθώς έσκυβε πάνω απ’ τη Γιασμίνι.

    «Προσευχόμουν να έρθεις», ψιθύρισε η κοπέλα. «Δεν πίστευα πως θα ερχόσουν, αλλά τώρα είναι πολύ αργά. Ο Κους έχει βάλει τρομακτικά πράγματα μέσα μου».

    «Ξέρω τι έκανε», είπε ο Ντόριαν. «Μη μιλάς. Μείνε ακίνητη».

    Ο Κους στρίγκλισε, αλλά ο Ντόριαν ούτε που κοίταξε προς το μέρος του, ενώ ο ευνούχος έπεφτε μπρούμυτα πάνω στα ανακατεμένα εντόσθιά του και κλωτσούσε αδύναμα.

    Ο Ντόριαν πέρασε τη λεπίδα του γιαταγανιού ανάμεσα στους αστραγάλους της Γιασμίνι κι έκοψε τα δερμάτινα λουριά. Μετά, έκανε το ίδιο με τα λουριά στα γόνατά της. «Μην προσπαθήσεις να ανακαθίσεις. Κάθε κίνηση μπορεί να ανοίξει τα μασούρια».

    Με ένα άγγιγμα της λεπίδας έκοψε τα δεσμά στους καρπούς της…Πέρασε το ένα του χέρι κάτω απ’ τους ώμους της Γιασμίνι, τη σήκωσε προσεκτικά απ’ το ξύλινο πλαίσιο και την άφησε να πατήσει στα πόδια της.

    «Κάθισε στις φτέρνες σου», την πρόσταξε, «πολύ αργά. Μην κάνεις ξαφνικές κινήσεις.»Τη βοήθησε να καθίσει. «Τώρα άνοιξε τα γόνατά σου και σφίξου απαλά, σαν να είσαι στο αποχωρητήριο». Γονάτισε δίπλα της και πέρασε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της. «Απαλά στην αρχή και μετά πιο δυνατά.»

    Η Γιασμίνι πήρε μια βαθιά ανάσα και σφίχτηκε με το πρόσωπο παραμορφωμένο και κατακόκκινο. Μ’ ένα σιγανό ήχο, το ένα απ’ τα μασούρια τινάχτηκε απ’ το σώμα της με τόση δύναμη ώστε, πέφτοντας στο δάπεδο ανάμεσα στα πόδια της, άνοιξε και η κόκκινη σκόνη χύθηκε έξω. Η έντονη χημική μυρωδιά του τσίλι αναμείχθηκε με τη δυσωδία των περιττωμάτων του Κους και έτσουξε τα ρουθούνια τους. «Μπράβο, Γιάσι, καλά τα κατάφερες. Μπορείς να κάνεις το ίδιο με το άλλο μασούρι;»

    «Θα προσπαθήσω». Η Γιασμίνι πήρε άλλη μια ανάσα και σφίχτηκε ξανά. Μετά από λίγο, όμως, αναστέναξε βαθιά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, δεν κουνιέται. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα.»

    «Ο Μπεν Αμπράμ μας περιμένει στο τέλος του δρόμου του Αρχάγγελου», της είπε. «Θα σε πάω κοντά του – εκείνος θα ξέρει τι πρέπει να γίνει.»

    Τη σήκωσε απαλά. «Δεν πρέπει να περπατήσεις. Η παραμικρή κίνηση μπορεί να ανοίξει το μασούρι. Σιγά σιγά, πέρασε το χέρι σου γύρω απ’ τους ώμους μου. Κρατήσου.»

    Πέρασε το γερό του χέρι κάτω απ’ τα γόνατά της και τη σήκωσε άνετα. Καθώς πλησίαζε την πόρτα, ο Κους βογκούσε και ψέλλιζε: «Βοήθησέ με. Μη μ’ αφήνεις. Πεθαίνω.» Ο Ντόριαν δεν κοίταξε πίσω.

    Προσπέρασε τον ανοιχτό τάφο μέσα στον οποίο βρίσκονταν οι δυο νεκροί ευνούχοι. Προχώρησε βιαστικά ελπίζοντας να μη συναντήσει άλλον…Έπρεπε να συνδυάσει την ταχύτητα με την προφύλαξη. Της ψιθύριζε καθησυχαστικά λόγια καθώς προχωρούσε, προσπαθώντας να την ηρεμήσει και να την παρηγορήσει. «Όλα θα πάνε καλά, μικρούλα μου. Ο Μπεν Αμπράμ θα καταφέρει να το βγάλει από μέσα σου. Σύντομα θα τελειώσουν όλα.»

    …Είδε το φως μπροστά του και, σχεδόν ασυναίσθητα, έκανε μια μεγαλύτερη δρασκελιά. Πάτησε ένα κομμάτι ξεκολλημένου κοραλλιού και σκόνταψε. Κόντεψε να πέσει και χτύπησε τη Γιασμίνι πάνω στον τοίχο.

    «Α!» φώναξε η Γιασμίνι με τούτο το τράνταγμα κι ο Ντόριαν ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται.

    «Τι είναι, αγάπη μου;»

    «Με τσούζει μέσα μου», ψιθύρισε εκείνη. «Ω Αλλάχ, καίει!»

    Ο Ντόριαν διήνυσε τρέχοντας τα τελευταία μέτρα και τη μετέφερε στο ηλιοφώτιστο βαθούλωμα ανάμεσα στα ερείπια.

    «Μπεν Αμπράμ!» φώναξε ο Ντόριαν. «Για τα’ όνομα του Θεού, πού είσαι;»

    «Εδώ, γιε μου». Ο Μπεν Αμπράμ σηκώθηκε απ’ τη σκιά όπου περίμενε και έτρεξε κοντά τους κρατώντας την τσάντα του.

    «Άρχισε, σοφέ πατέρα. Κάνε γρήγορα.»

    Την ξάπλωσαν στο έδαφος κι ο Ντόριαν προσπάθησε να εξηγήσει με μπερδεμένες προτάσεις πώς είχε καταφέρει η Γιασμίνι να απαλλαγεί από το ένα μασούρι. «Το άλλο, όμως, βρίσκεται ακόμα μέσα της και η σκόνη έχει αρχίσει να την καίει.»

    «Κράτησέ της τα γόνατα έτσι», είπε ο Μπεν Αμπράμ και μετά μίλησε στη Γιασμίνι: «Θα σε πονέσω. Τούτα είναι εργαλεία που χρησιμοποιώ στη γέννα.» Τα σύνεργα γυάλιζαν στα χέρια του.

    Η Γιασμίνι έκλεισε τα μάτια της. «Παραδίδομαι στο θέλημα του Θεού», μουρμούρισε κι έμπηξε τα νύχια της στο μπράτσο του Ντόριαν καθώς ο Μπεν Αμπράμ άρχιζε το έργο του.

    Η Γιασμίνι δάγκωσε τα χείλη της κι ο πόνος παραμόρφωσε το όμορφο πρόσωπό της. Κάποια στιγμή έβγαλε ένα πνιχτό βογκητό κι ο Ντόριαν ψιθύρισε ανήμπορος: «Σ’ αγαπώ, λουλούδι της καρδιάς μου».

    «Σ’ αγαπώ, Ντόι», ψέλλισε εκείνη, «αλλά κάτι καίει τρομερά μέσα μου».

    «Θα σε κόψω τώρα», την προειδοποίησε ο γιατρός.

    Την επόμενη στιγμή η Γιασμίνι ξεφώνισε και τα νεύρα της τεντώθηκαν. Ο Ντόριαν κοίταξε χαμηλά κι είδε τα χέρια του Μπεν Αμπράμ, βαμμένα στο αίμα, να παίρνουν ένα ασημένιο εργαλείο με σχήμα διπλής κουτάλας. Μετά από λίγο, ο γιατρός κρατούσε το ματωμένο, μουλιασμένο, μισοδιαλυμένο μασούρι ανάμεσα στις κουτάλες. «Το έβγαλα!» είπε. «Ωστόσο, λίγη σκόνη έχει πέσει μέσα της. Πρέπει να την πάμε γρήγορα στη θάλασσα».

    Ο Ντόριαν τη σήκωσε στα χέρια, ξεχνώντας τον πόνο του τραυματισμένου χεριού και των σπασμένων πλευρών του. Έτρεξε με το γυμνό κορμί της Γιασμίνι κολλημένο στο στήθος του. Ο Μπεν Αμπράμ τους ακολούθησε, χάνοντας έδαφος καθώς ο Ντόριαν διέσχιζε σαν αστραπή τη συστάδα των φοινικόδενδρων. Έφτασε στην ακτή και μπήκε στον ωκεανό, βυθίζοντας τη Γιασμίνι στα δροσερά πράσινα νερά. Ο Μπεν Αμπράμ τους έφτασε, κρατώντας στο χέρι μια σύριγγα κλύσματος. Ο Ντόριαν κράτησε το κάτω μέρος του σώματος της Γιασμίνι μες τη θάλασσα, ενώ ο γιατρός γέμιζε συνεχώς τη σύριγγα με θαλασσινό νερό και το εκτόξευε με δύναμη μέσα της. Πέρασε σχεδόν μισή ώρα ώσπου να ικανοποιηθεί από το αποτέλεσμα και να επιτρέψει στον Ντόριαν να τη βγάλει στην παραλία.

    Η κοπέλα έτρεμε απ’ τον κλονισμό και τον πόνο. Ο Ντόριαν την τύλιξε με την μάλλινη μαντίλα του και την απέθεσαν σε ένα σκιερό μέρος κάτω απ’ τα δέντρα. Ο Μπεν Αμπράμ έβγαλε ένα μεγάλο μπουκάλι με αλοιφή απ’ την τσάντα του και την άπλωσε στα τραύματά της. Μετά από λίγο τα ρίγη της σταμάτησαν και τους είπε: «Ο πόνος περνά τώρα. Εξακολουθεί να με τσούζει αλλά όχι όπως πριν.»

    «Κατάφερα να αφαιρέσω το μεγαλύτερο μέρος του δηλητηρίου με τις κουτάλες και πιστεύω πως ξέπλυνα το υπόλοιπο πριν προλάβει να κάνει μεγάλη ζημιά. Αναγκάστηκα να σε κόψω για να φτάσω το μασούρι, αλλά η τομή ήταν μικρή, και τώρα θα σε ράψω.» Της χαμογέλασε ενθαρρυντικά καθώς ετοίμαζε τη βελόνα και τα ράμματα…

    «Δεν θα γυρίσεις ποτέ στο γυναικωνίτη – έχεις το λόγο μου». Ο Ντόριαν έσκυψε και φίλησε τα σκασμένα, πρησμένα χείλη της. Μετά, σηκώθηκε και το πρόσωπό του συννέφιασε. «Πρέπει να σ’ αφήσω εδώ με τον Μπεν Αμπράμ μέχρι να τελειώσει το έργο του», είπε. «Έχω να κάνω κάτι, αλλά θα γυρίσω πολύ σύντομα – πριν τελειώσει ο Μπεν Αμπράμ. Να ‘σαι γενναία αγάπη μου».
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    O Κους ήταν κουλουριασμένος στο δάπεδο, σαν έμβρυο. Τα ματωμένα χέρια του κρατούσαν ακόμα τη σχισμένη κοιλιά του και τα μάτια του ήταν κλειστά. Ο Ντόριαν νόμιζε πως ήταν νεκρός, αλλά καθώς πλησίαζε ο ευνούχος άνοιξε τα βλέφαρα. Η έκφρασή του άλλαξε. «Σε παρακαλώ, βοήθησε το γέρο Κους», ψιθύρισε. «Πάντα ήσουν καλό παιδί, Αλ-Αμχάρα. Δεν θα μ’ αφήσεις να πεθάνω».

    Ο Ντόριαν έσκυψε και σήκωσε το γιαταγάνι του απ’ το δάπεδο. Ο Κους ζωντάνεψε ακόμα περισσότερο. «Όχι, μη με σκοτώσεις. Για τ’ όνομα του Αλλάχ, σε ικετεύω να δείξεις οίκτο».

    Ο Ντόριαν έχωσε το γιαταγάνι στη θήκη της ζώνης του κι ο Κους αναστέναξε με ανακούφιση. «Το ήξερα πως ήσουν καλό παιδί. Βοήθησέ με να ξαπλώσω στο κρεβάτι». Προσπάθησε να συρθεί προς το νεκροκρέβατο που θα χρησιμοποιούσε για να κατεβάσει τη Γιασμίνι στον τάφο, αλλά η κίνηση άνοιξε περισσότερο την κοιλιά του. Κι άλλο αίμα χύθηκε στο δάπεδο. Ο ευνούχος έπεσε ξανά, κρατώντας την κοιλιά του. «Βοήθησέ με, Αλ-Αμχάρα. Φώναξε κι άλλους για να με πάτε σε γιατρό».

    Ο Ντόριαν, με μια έκφραση που δεν φανέρωνε κανένα έλεος, έσκυψε και άρπαξε τους αστραγάλους του Κους. Μετά, ανασηκώθηκε και τον έσυρε προς την πόρτα. «Όχι, μη με σέρνεις! Θα ανοίξεις την πληγή ακόμα περισσότερο», στρίγκλισε ο Κους, αλλά ο Ντόριαν αγνόησε τις διαμαρτυρίες του. Μια μακριά γραμμή αίματος και γαστρικών υγρών απλώθηκε στις πλάκες πίσω απ’ τον Κους. Ο Ντόριαν τον τράβηξε απ’ τα πόδια στο φως του ήλιου. Ο Κους βόγκηξε και πιάστηκε απ’ την κάσα της πόρτας, σαν άνθρωπος που πνιγόταν. Ο Ντόριαν άφησε τα πόδια του και με μια κίνηση τόσο γρήγορη ώστε ήταν δύσκολο να την παρακολουθήσει ανθρώπινο μάτι, τράβηξε το γιαταγάνι και το κατέβασε, κόβοντας τρία δάχτυλα απ’ το δεξί χέρι του Κους που ήταν γαντζωμένα στην κάσα. Ο Κους ούρλιαξε, έφερε το ακρωτηριασμένο χέρι στο στήθος του και το κοίταξε με έκπληξη και τρόμο. «Με σακάτεψες», μουρμούρισε.

    Ο Ντόριαν έβαλε το γιαταγάνι στη θήκη του, άρπαξε ξανά τους αστραγάλους του ευνούχου και τον έσυρε στο χώμα προς τον ανοιχτό τάφο. Είχαν καλύψει την μισή απόσταση, όταν ο Κους συνειδητοποίησε τι ήθελε να κάνει. Τώρα οι κραυγές του ήταν διαπεραστικές, κοριτσίστικες. Στριφογύριζε και σφάδαζε, με αποτέλεσμα τα χυμένα έντερά του να χτυπούν και να μπερδεύονται στο χώμα.

    «Οι γυναίκες που θα ακούν τα ουρλιαχτά σου θα νομίζουν ότι άνοιξαν τα μασούρια στο σώμα της Γιασμίνι», μούγκρισε ο Ντόριαν. «Συνέχισε να τραγουδάς, γουρούνι. Τώρα πια δεν υπάρχει κανένας για να σε βοηθήσει σε τούτο τον κόσμο – μόνο ο Σατανάς στην κόλαση.».

    Με ένα τελευταίο τράβηγμα, έριξε τον Κους στον τάφο, πάνω απ’ τα άλλα δυο πτώματα. Στάθηκε με τα χέρια στη μέση και τον κοίταξε, ενώ προσπαθούσε να ξελαχανιάσει για να υποχωρήσει ο πόνος των σπασμένων πλευρών του. Ο Κους είδε το θάνατό του σ’ εκείνα τα πράσινα μάτια.

    «Έλεος!» Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο πόνος στην κοιλιά του ήταν τόσο έντονος ώστε έφερε τα γόνατα στο στήθος για να κουλουριαστεί κολλητά στο τοίχωμα του φρεσκοσκαμμένου λάκκου.

    Ο Ντόριαν πήγε πίσω κι έφερε το φτυάρι. Όταν γύρισε και γέμισε το φτυάρι με χώμα, ο Κους φώναξε: «Όχι! Πως μπορείς να μου το κάνεις αυτό;»

    «Όπως μπόρεσες εσύ να κάνεις όλ’ αυτά τα απερίγραπτα πράγματα στις ανυπεράσπιστες γυναίκες που υποτίθεται ότι φρόντιζες», απάντησε ο Ντόριαν. Ο Κους ούρλιαζε και παρακαλούσε μέχρι που το χώμα έπνιξε τις φωνές του. Ο Ντόριαν συνέχισε να φτυαρίζει μέχρι που ο τάφος γέμισε με χώμα πάνω απ’ τους τρεις ευνούχους. Μετά, πάτησε το χώμα και σχημάτισε ένα συμμετρικό σωρό.

    Έφερε απ’ το παράπηγμα την ταφόπλακα που είχε χαραγμένο το όνομα της Γιασμίνι και την κάρφωσε στο χώμα… «Τα επόμενα εκατό χρόνια, οι ποιητές θα τραγουδούν για την εξαφάνιση των τριών ευνούχων μετά απ’ τη δολοφονία και τη ταφή της όμορφης πριγκίπισσας Γιασμίνι. Ίσως να κατέβει ο ίδιος ο διάβολος για να τους συνοδεύσει μέχρι την κόλαση. Κανένας δεν θα μάθει ποτέ τι έγινε, αλλά ο θρύλος θα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά».

    Ύστερα ο Ντόριαν εγκατέλειψε το γυναικωνίτη για τελευταία φορά, ακολουθώντας το Δρόμο του Αρχαγγέλου....
    .......................................................................................

    «Κανένας δεν έχει δει το πρόσωπό σου έξω απ’ το γυναικωνίτη. Δεν θα μάθουν ποτέ πως είσαι η πριγκίπισσα Γιασμίνι – επειδή εκείνη κείτεται κάτω απ’ την ταφόπλακά της, στο νεκροταφείο του γυναικωνίτη».

    «Ντόρι, είμαι στ΄ αλήθεια ελεύθερη;» ψιθύρισε η κοπέλα με δυσκολία, επειδή, παρά τη φροντίδα του, τα ράμματα τραβούσαν το δέρμα της.

    «Όχι, χαζούλα. Τώρα είσαι το χανουμάκι που ανήκει στον μεγάλο σεϊχη Αλ-Σαλίλ. Ποτέ δεν θα είσαι ελεύθερη».

    «Ποτέ;» τον ρώτησε. «Ορκίσου μου ότι θα είμαι σκλάβα σου για πάντα. Ότι δεν θα μ’ αφήσεις ποτέ».

    «Σ’ το ορκίζομαι».

    «Τότε είμαι απόλυτα ικανοποιημένη». Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.

    (Wilbur Smith, "Μουσώνας")
     
  6. llazouli

    llazouli Contributor

    Tρομερή ικανοποίηση το μαρτύριο του Κους, έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι έγινε! Πολλές φορές σκέφτομαι αν θα μπορούσα να βασανίσω μέχρι εσχάτων ένα βασανιστή, τρομάζω κάπως στην ιδέα, όμως τέτοιες στιγμές δε σκέφτεσαι, δε λειτουργεί η λογική αλλά η παραφορά, όπως οι μαινάδες που ξέσκιζαν τα θύματά τους.
     
  7. whipmarks

    whipmarks Regular Member

    ..ο εβδομος παπιρος..οι κουρσαροι..ο ηχος τις βροντης...σα αυτο εκλαψα///και καμια αλλα 10 ακομα εχω...το οτι γυναικες διαβαζουν τον w.s δεν το περιμενα...παλια τον λατρευα μετα τον μισισα εξετιας ...το πουλι του ηλιου.....1000 βιβλια
     
  8. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Ήταν σαν να συνέβαιναν όλα από την αρχή. Μόνο που αυτή τη φορά έλειπε η Αλάιντα κι αντί για νυστέρι ο Ρασφέρ κρατούσε στην πελώρια γροθιά του το περίφημο μαστίγιό του από δέρμα ιπποπόταμου.

    Το μαστίγιο αυτό ήταν μακρύ όσο το χέρι του Ρασφέρ και είχε πάχος ίσο με το μικρό του δάχτυλο. Τον είχα παρακολουθήσει όταν το κατασκεύαζε. Είχε ξυρίσει όλη τη σκληρή, εξωτερική στοιβάδα από τη μακριά λωρίδα του κατεργασμένου δέρματος, ώσπου έμεινε μόνο το μαλακό εσωτερικό του. Κάθε τόσο έλεγχε την ελαστικότητα και την αντοχή του χτυπώντας το στον αέρα, μέχρι που ο ήχος της καμτσικιάς έγινε ίδιος με το σφύριγμα του αέρα στις χαράδρες ανάμεσα στους λόφους του Λοτ. Το δέρμα είχε το χρώμα του κεχριμπαριού κι ο Ρασφέρ το βερνίκωσε και το λείανε υπομονετικά μέχρι να γίνει σαν το γυαλί, αλλά τόσο εύκαμπτο, που να σχηματίζει τέλειο τόξο όταν το λύγιζε ανάμεσα στις παλάμες του. Ύστερα είχε αφήσει το αίμα εκατό θυμάτων να ξεραθεί πάνω του και να καλύψει τη λεπτή άκρη με μια γυαλιστερή πατίνα που αισθητικά ήταν πολύ όμορφη.

    Ο Ρασφέρ ήταν καλλιτέχνης σ’ αυτή τη φριχτή δουλειά. Μπορούσε να χτυπήσει τον τρυφερό μηρό ενός κοριτσιού αφήνοντας μόνο ένα κόκκινο σημάδι που δεν έγδερνε το δέρμα, αλλά πονούσε σαν τσίμπημα σκορπιού κι έκανε το θύμα να σφαδάζει και να ουρλιάζει από τον πόνο. Ή πάλι με δέκα καλοζυγιασμένες βουρδουλιές να γδάρει την πλάτη ενός άντρα από το δέρμα και τη σάρκα ώσπου να φανούν η ραχοκοκαλιά και τα πλευρά του…

    Ο αφέντης μου, ο Ιντέφ, χάιδεψε το σβέρκο μου κι αναστέναξε. «Μερικές φορές γίνεσαι μεγάλος απατεώνας, γλυκέ μου. Ξεχνάς σε ποιον οφείλεις την ύψιστη υπακοή. Την ίδια σου την ύπαρξη». Αναστέναξε πάλι. «Γιατί με αναγκάζεις να σου φέρομαι δυσάρεστα;…»

    Γι άλλη μια φορά ο Ιντέφ έχωσε το πρόσωπό μου στην κοιλιά του και μίλησε στον Ρασφέρ πάνω από το κεφάλι μου.

    «Βάλε όλη σου την τέχνη, Ρασφέρ. Και πρόσεξε μη χαράξεις το δέρμα. Δε θέλω να σημαδευτεί αυτή η υπέροχη πλάτη. Δέκα φτάνουν για αρχή. Να τις μετράς δυνατά για ν’ ακούμε».

    Είχα παρακολουθήσει το μαστίγωμα αμέτρητων δυστυχισμένων, πολλοί από τους οποίους ήταν πολεμιστές ή τιμημένοι ήρωες. Κανένας δεν είχε μπορέσει να υπομείνει σιωπηλός την τιμωρία όταν χτυπούσε το μαστίγιο του Ρασφέρ. Έτσι κι αλλιώς ήταν προτιμότερο να μην το κάνει κανείς, μια κι ο Ρασφέρ έπαιρνε τη σιωπή του θύματος σαν προσωπική πρόκληση στη δεξιοτεχνία του. Εγώ το ήξερα καλά, έχοντας ξαναπεράσει αυτό το πικρό μονοπάτι. Κι ήμουν έτοιμος να καταπιώ κάθε είδους ανόητη περηφάνια και να εκθειάσω την τέχνη του Ρασφέρ με το καλύτερο ουρλιαχτό μου. Γέμισα τα πνευμόνια μου αέρα κι ετοιμάστηκα.

    «Μία!» βρυχήθηκε ο Ρασφέρ και το μαστίγιο κατέβηκε στη ράχη μου. Έτσι όπως οι γυναίκες ξεχνάνε γρήγορα τους πόνους της γέννας, είχα ξεχάσει κι εγώ τον πόνο του μαστιγώματος. Ούρλιαξα πολύ πιο δυνατά απ’ όσο σκόπευα…

    Ο Ρασφέρ είχε καθιερώσει ένα δικό του τελετουργικό προκειμένου να επιτείνει τόσο την αγωνία του θύματος όσο και τη δικιά του απόλαυση. Μετά από κάθε χτύπημα έκανε τρέχοντας το γύρο της μπαράζα, κρατώντας το μαστίγιο υψωμένο σαν σπαθί και ζητώντας από τους θεούς να δώσουν δύναμη στο χέρι του. Καθώς συμπλήρωνε τον κύκλο, έπαιρνε ταυτόχρονα θέση για το επόμενο χτύπημα.

    «Δύο!» βροντοφώναξε κι εγώ ούρλιαξα ξανά.

    (Wilbur Smith, «Ο θεός ποταμός»)
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Αμέσως μόλις μείναμε μόνοι, ο βασιλιάς σήκωσε το χιτώνα του και μου έδειξε την κοιλιά του. «Τι είν’ αυτό, γιατρέ;»

    Έσκυψα κι εξέτασα από κοντά το εξάνθημα που διακοσμούσε το τουρλωτό στομάχι του. Ήταν κοντή τριχοφυτίαση. Προφανώς κάποια από τις βασιλικές συζύγους δεν πλενόταν όσο συχνά απαιτεί το ζεστό κλίμα της χώρας μας. Έχω παρατηρήσει ότι η βρωμιά και τα μεταδοτικά δερματικά εξανθήματα πάνε χέρι χέρι.

    «Είναι πολύ σοβαρό, γιατρέ; Θεραπεύεται;» Ο φόβος της αρρώστιας κάνει όλους τους ανθρώπους ίσους. Μου μιλούσε σαν οποιονδήποτε κοινό ασθενή μου.

    Με την άδειά του, πήγα στο δωμάτιό μου να φέρω το κασελάκι με τα γιατροσόφια μου κι όταν επέστρεψα, τον έβαλα να ξαπλώσει και του έκανα επάλειψη στο στομάχι με μια πομάδα δικής μου επινόησης. Τον διαβεβαίωσα επίσης ότι το εξάνθημα θα εξαφανιζόταν σε τρεις μέρες…

    «Δεν είμαι πια νέος, Τάιτα. Είσαι γιατρός και μπορώ να σου μιλήσω ανοιχτά. Το στιλέτο μου έχει δοκιμαστεί σε πάρα πολλές μάχες. Δεν είναι πια τόσο εύστοχο όσο ήταν κάποτε. Τώρα τελευταία μ’ έχει εγκαταλείψει αρκετές φορές τη στιγμή ακριβώς που το χρειαζόμουν. Μήπως έχεις στο μαγικό κασελάκι σου κάτι που να ζωντανέψει λίγο το μαραμένο μίσχο μου;»…

    «Πράγματι μπορώ να βοηθήσω, αλλά θα πάρει χρόνο», απάντησα τελικά. «Δεν είναι εύκολη υπόθεση, σαν το εξάνθημα». Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς. Έπρεπε να στραγγίξω κάθε σταγόνα από το σφουγγάρι του χρόνου. «Θα πρέπει αρχικά να καταφύγουμε σε μια αυστηρή δίαιτα».

    «Όχι άλλα αμελέτητα, γιατρέ, σε ικετεύω!»

    «Όχι. Ο μεγαλειότατος έφαγε αρκετά», συμφώνησα. «Πρέπει όμως να θερμάνουμε το αίμα και να διευκολύνουμε την παραγωγή των γενετικών υγρών για τη μεγάλη προσπάθεια. Κατσικίσιο γάλα, ζεστό κατσικίσιο γάλα με μέλι, τρεις φορές την ημέρα, μαζί με μια κούπα αφροδισιακό φίλτρο που θα ετοιμάσω από κέρατο ρινόκερου και ρίζες μανδραγόρα».

    Ο Φαραώ έδειξε φανερά ανακουφισμένος. «Είσαι σίγουρος ότι θα πιάσει;»

    «Δεν έχει αποτύχει ποτέ», τον διαβεβαίωσα. «Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που πρέπει να γίνει».

    «Τι άλλο;» Η ανακούφιση έκανε φτερά. Ο βασιλιάς ανακάθισε στο κρεβάτι και με κοίταξε όλο αγωνία.

    «Πλήρης αποχή. Πρέπει ν’ αφήσουμε το βασιλικό μέλος ν’ αναπαυτεί για να μπορέσει ν’ ανακτήσει τις χαμένες δυνάμεις του. Για ένα διάστημα θα ξεχάσετε τις γυναίκες και τις απολαύσεις που προσφέρουν». Όλα αυτά τα ξεφούρνισα με το αυστηρό και πομπώδες ύφος του ειδικού, για να γίνω πειστικός…

    Η αντίδραση του βασιλιά με κατέπληξε. Χαλάρωσε, ακούμπησε την πλάτη του στο κεφαλάρι του κρεβατιού και χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Για πόσο καιρό;» με ρώτησε, μάλλον χαρωπά.

    Ήταν απίστευτο, αλλά η πρότασή μου του έφερε ανακούφιση…Η λογική εξήγηση φυσικά ήταν πολύ απλή. Ο Φαραώ ανακουφίστηκε γιατί αυτό που ήταν κάποτε γι αυτόν ένα απολαυστικό καθήκον είχε καταντήσει με την πολύχρονη και τόσο συχνή επανάληψη μια δυσβάσταχτη υποχρέωση.

    Εκείνη την εποχή οι γυναίκες του, σύζυγοι και παλλακίδες μαζί, θα πρέπει να ήταν καμιά τριακοσαριά. Και μερικές Ασιάτισσες φημίζονται για τις αχαλίνωτες ορέξεις τους. Από μια πλευρά τον λυπήθηκα. Είναι εξαντλητικό να είναι κανείς αναγκασμένος να παριστάνει το θεό κάθε βράδυ, χρόνια ολόκληρα.

    «Ενενήντα μέρες», του απάντησα.

    «Ενενήντα μέρες», επανέλαβε σκεφτικός ο Φαραώ…

    «Τουλάχιστον», είπα ξερά.

    (Wilbur Smith, «Ο θεός ποταμός»)
     
  10. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Η Λοστρίς ήταν ανέκαθεν λογικό παιδί. Τα κατάλαβε όλα αυτά και τα δέχτηκε, αλλά δεν της αρκούσαν. «Πρέπει να μου εξηγήσεις τι ακριβώς περιμένει από μένα ο βασιλιάς», μου ζήτησε αναστενάζοντας καρτερικά. Δυστυχώς σ’ αυτό τον τομέα οι γνώσεις μου υστερούσαν. Η προσωπική μου εμπειρία ήταν εφήμερη και πολύ μακρινή. Ήξερα ωστόσο τα βασικά και προσπάθησα με την περιγραφή μου να κάνω το ζήτημα να φανεί σαν κάτι αδιάφορο και συνηθισμένο.

    «Θα με πονέσει;» ρώτησε η Λοστρίς.

    «Ούτε που θα το καταλάβεις», βιάστηκα να την καθησυχάσω. «Ο Φαραώ είναι καλός άνθρωπος κι έχει μεγάλη εμπειρία από νεαρές κοπέλες. Είμαι σίγουρος ότι θα προσέξει. Θα σου ετοιμάσω κι εγώ μια αλοιφή που θα διευκολύνει τις πόρτες ν’ ανοίξουν χωρίς κανένα ζόρι. Θα τη χρησιμοποιείς κάθε βράδυ, πριν κοιμηθείς…»

    Προσπάθησα να αισθάνομαι μόνο σαν θεραπευτής όταν εκτελούσα τα καθήκοντά μου. Οι θεοί ας με συγχωρέσουν, δεν τα κατάφερα. Ήταν τόσο όμορφη κι απαλή σ’ εκείνα τα απόκρυφα σημεία, που ωχριούσε μπροστά της ακόμα και το σπανιότερο λουλούδι του κήπου μου. Όταν άπλωνα την αλοιφή στα πέταλά της, τα ένιωθα να πάλλονται κάτω από τα τρεμάμενα δάχτυλά μου και με κυρίευε τέτοια λαχτάρα, που νόμιζα πως θα πέθαινα εκείνη τη στιγμή…

    Έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες να παραμείνω ψύχραιμος και να τελειώσω τη δουλειά μου όσο πιο γρήγορα γινόταν, αλλά τις νύχτες ο ύπνος μου ήταν πάντα ταραγμένος, γεμάτος όνειρα για το ανέφικτο.

    ………………………………………..

    Σ’ όλο το δρόμο η Λοστρίς μου κρατούσε το χέρι κι όταν φτάσαμε στον προθάλαμο μου το έσφιξε δυνατά, με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια κι ύστερα προχώρησε μόνη της ως την πόρτα του Φαραώ. Εκεί κοντοστάθηκε και με κοίταξε ξανά. Το βλέμμα της μου ράγισε την καρδιά, αλλά χαμογέλασα για να της δώσω κουράγιο. Η Λοστρίς στράφηκε και πέρασε ανάμεσα από τις βαριές κουρτίνες. Άκουσα τη φωνή του βασιλιά να την καλωσορίζει γλυκά και τη δική της χαμηλόφωνη απάντηση…

    Κάποια στιγμή άκουσα καθαρά την κυρά μου να λέει, όπως ακριβώς την είχα δασκαλέψει: «Μεγαλειότατε, σε παρακαλώ, μη με πονέσεις». Η ικεσία της ήταν τόσο αθώα και συγκινητική, που ο Ατόν ξερόβηξε σιγανά και σφούγγισε τη μύτη του με την ανάστροφη του χεριού. Όσο για μένα, είχα αρπαχτεί με τα δυο μου χέρια από το σκαμνί για να μην ορμήσω τρέχοντας στη βασιλική κρεβατοκάμαρα και πάρω την κυρά μου να φύγουμε.

    Για λίγο έγινε σιωπή, ύστερα ακούστηκε μια μικρή, πονεμένη κραυγούλα κι ύστερα πάλι σιωπή…

    Οι κουρτίνες άνοιξαν και βγήκε η κυρά μου. Έτρεξε κατευθείαν σ’ εμένα. «Πήγαινέ με στο κρεβάτι μου, Τάιτα», μου ψιθύρισε.

    Χωρίς να το σκεφτώ, τη σήκωσα στην αγκαλιά μου σαν παιδάκι κι εκείνη μ’ αγκάλιασε αμέσως από το λαιμό κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου. Ο Ατόν πήρε το λαδολύχναρο κι ήρθε μαζί μας για να μας φέγγει στο δρόμο. Μας άφησε μόνο όταν φτάσαμε στην κάμαρα της κυράς μου. Απίθωσα τη Λοστρίς στο κρεβάτι κι ενώ λαγοκοιμόταν ήδη, την εξέτασα προσεκτικά. Υπήρχε μόνο ένα λεπτό ρυάκι από πηγμένο αίμα ανάμεσα στα λεπτά, λεία πόδια της.

    «Πόνεσες, μικρούλα μου;» τη ρώτησα γλυκά.

    Η Λοστρίς άνοιξε νυσταγμένα τα μάτια της κι έκανε όχι με το κεφάλι.

    Ύστερα, εντελώς αναπάντεχα, μου χαμογέλασε. «Πολλή φασαρία για το τίποτα», μουρμούρισε. «Σαν να δυσκολεύεσαι λίγο στην τουαλέτα το πρωί. Και δεν πήρε περισσότερη ώρα».

    Κόντεψα να κλάψω από ανακούφιση. Οι προετοιμασίες μου, οι αλοιφές και τα βοτάνια μου είχαν πιάσει τόπο. Δεν είχε γίνει καμιά ζημιά ούτε στο κορμί της ούτε στην ψυχή της.


    (Wilbur Smith, «Ο θεός ποταμός»)
     
  11. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    «Φαραώ!» τον διέκοψα. «Μεγάλη θεϊκή Αίγυπτος! Έχω θαυμάσια νέα. Η θεά Ίσις κράτησε την υπόσχεσή της. Η δυναστεία σου θα συνεχιστεί στους αιώνες…Η αρχόντισσα Λοστρίς θα σου γεννήσει γιο!»

    Για μια φορά ο Φαραώ ξέχασε και τους τάφους και τους νεκρικούς ναούς και, σαν τον Τάνους, θέλησε να πάει κατευθείαν στην κυρά μου. Μπροστά ο βασιλιάς, πίσω εγώ και παραπίσω ένα μπουλούκι αυλικοί διασχίσαμε τους διαδρόμους του παλατιού και φτάσαμε στα διαμερίσματα της κυράς μου, όπου εκείνη ήταν έτοιμη και μας περίμενε. Σαν αυθεντικό θηλυκό που ήταν, είχε στήσει τέλεια το σκηνικό για να αναδείξει την ομορφιά και τη σπουδαιότητά της. Περίμενε καθισμένη σ’ ένα χαμηλό παγκάκι του κήπου, με τις ανθισμένες πρασιές ολόγυρά της και φόντο τη γαλάζια έκταση του Νείλου. Για μια στιγμή νόμισα πως ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να γονατίσει μπροστά της, αλλά ούτε κι αυτή η υπόσχεση της αθανασίας δε στάθηκε ικανή να τον κάνει να παρακάμψει το πρωτόκολλο σε τέτοιο σημείο.

    Αντί να γονατίσει, λοιπόν, έπνιξε την κυρά μου στα συγχαρητήρια, στα κομπλιμέντα και στις ερωτήσεις για την υγεία της. Και τα μάτια του ήταν συνεχώς καρφωμένα στην κοιλιά της, απ’ όπου θα έβγαινε το θαύμα όταν θα έφτανε το πλήρωμα του χρόνου. «Αγαπητό μου παιδί», τη ρώτησε τελικά, «μήπως σου λείπει τίποτε για να είσαι ευτυχισμένη; Μπορώ να κάνω κάτι για να αισθάνεσαι πιο άνετα αυτούς τους δύσκολους μήνες;»

    Γι’ άλλη μια φορά θαύμασα την κυρά μου. Θα μπορούσε να γίνει σπουδαία στρατηγός ή διαπραγματευτής, γιατί είχε εκπληκτική αίσθηση της «κατάλληλης στιγμής». «Μεγαλειότατε, οι Θήβες είναι η γενέτειρά μου», του απάντησε γλυκά. «Πουθενά αλλού στην Αίγυπτο δεν είμαι πραγματικά ευτυχισμένη. Κάνω έκκληση στη γενναιοδωρία σου και στην κατανόησή σου και σου ζητώ ν’ αφήσεις το γιο σου να γεννηθεί εδώ. Σε παρακαλώ να μη με υποχρεώσεις να επιστρέψω στην Ελεφαντίνη».

    Κράτησα την ανάσα μου. Το πού θα βρίσκεται η έδρα της Αυλής είναι κρατικό ζήτημα. Η απόφαση για τη μεταφορά της από τη μια πόλη στην άλλη επηρεάζει τις ζωές χιλιάδων πολιτών. Και σίγουρα δεν είναι μια απόφαση που λαμβάνεται για να ικανοποιηθεί το καπρίτσιο ενός δεκαεξάχρονου κοριτσιού.

    Ο Φαραώ έμεινε κατάπληκτος από το αίτημα της κυράς μου κι έξυσε αμήχανα το ψεύτικο γένι του. «Θέλεις να ζήσεις στις Θήβες, ε; Πολύ καλά, η Αυλή θα μεταφερθεί στις Θήβες!» Στράφηκε σ’ εμένα. «Τάιτα, σχεδίασέ μου ένα παλάτι». Γύρισε πάλι στην κυρά μου. «Σου αρέσει εδώ, στη δυτική όχθη, καλή μου;»

    «Είναι δροσερά και πολύ όμορφα», συμφώνησε η Λοστρίς. «Θα είμαι πολύ ευτυχισμένη να ζήσω εδώ».

    «Στη δυτική όχθη, Τάιτα. Και μην τσιγκουνευτείς στα σχέδια. Πρέπει να γίνει ένα παλάτι αντάξιο του γιου του Φαραώ. Το όνομά του θα είναι Μέμνων, ο κυβερνήτης της αυγής. Θα το ονομάσουμε παλάτι του Μέμνωνος».

    Έτσι απλά η κυρά μου φόρτωσε ένα βουνό δουλειά και καθιέρωσε την τακτική να απαιτεί από το βασιλιά χίλια δυο χατίρια στο όνομα του αγέννητου γιου της. Από κείνη τη μέρα και στο εξής ο ταλαίπωρος Φαραώ ικανοποιούσε κάθε της καπρίτσιο, είτε επρόκειτο για τίτλους τιμής σε ανθρώπους που η Λοστρίς εκτιμούσε, είτε για φιλανθρωπίες σ’ αυτούς που είχε πάρει υπό την προστασία της, είτε για εξωτικά φαγητά που της έφερναν από τα πέρατα του βασιλείου. Κι η Λοστρίς, σαν κακομαθημένο παιδί, τρελαινόταν να δοκιμάζει τα όρια της καινούριας δύναμης που είχε αποκτήσει.

    Δεν είχε δει ποτέ χιόνι, αλλά είχε ακούσει εμένα να το περιγράφω στις συγκεχυμένες αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στη χώρα όπου είχα γεννηθεί. Η κυρά μου ζήτησε να της φέρουν λίγο χιόνι να δροσίσει το μέτωπό της. Ο Φαραώ έστειλε αμέσως ανθρώπους του στη Συρία να μαζέψουν χιόνι για την κυρά μου σ’ ένα κουτί δικής μου επινόησης, που θα το εμπόδιζε να λιώσει από τη ζέστη. Ίσως ήταν το μοναδικό καπρίτσιο της κυράς μου που έμεινε ανικανοποίητο. Το μόνο που είδαμε όταν επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του βασιλιά ήταν μια λιμνούλα νερό στον πάτο του κουτιού…

    Με τη δίαιτά της ήμουν αυστηρός και δεν την άφηνα να πιει ούτε κρασί ούτε μπύρα. Φρόντιζα τα φαγητά και τα φρούτα της να είναι πάντα πρώτης ποιότητας και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί της έδινα ένα τονωτικό από βότανα και χυμούς.

    Φυσικά, όταν της ερχόταν να φάει ζωμό από συκώτι γαζέλας ή σαλάτα με γλώσσες κορυδαλλού, ο βασιλιάς έστελνε καμιά εκατοστή κυνηγούς στην έρημο να φέρουν τις λιχουδιές που είχε ζητήσει η καλή του. Στον Τάνους απέφευγα ν’ αναφέρω αυτές τις περίεργες ορέξεις της κυράς μου, γιατί με τρομοκρατούσε η ιδέα ότι ολόκληρη η βόρεια στρατιά θα ξαμολιόταν στην έρημο να κυνηγάει γαζέλες αντί να πολεμάει τον ψευτοφαραώ στο Βορρά.


    (Wilbur Smith, «Ο θεός ποταμός»)
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    "Δυο μέρες πριν ξεκινήσουμε, με κάλεσε η κυρά μου στη σκηνή της. «Τάιτα, πόσο καιρό έχουμε να βγούμε για ψάρεμα στο ποτάμι εμείς οι δυο; Βρες μια βαρκούλα και πάρε τα σύνεργα της ψαρικής».

    Ήξερα ότι την απασχολούσε κάτι σημαντικό που ήθελε να το συζητήσουμε ιδιαιτέρως. Ξανοιχτήκαμε λοιπόν στο ποτάμι κι οδήγησα το βαρκάκι ως την απέναντι όχθη, όπου το έδεσα στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου που φύτρωνε στην ακροποταμιά. Ήμαστε εντελώς μόνοι…

    «Τον βλέπω στον ύπνο μου κάθε βράδυ, Τάιτα», συνέχισε η Λοστρίς.

    Μείναμε σιωπηλοί για κάμποση ώρα. Η Λοστρίς κρέμασε το χέρι της έξω από τη βάρκα, έπαιξε για λίγο με το νερό κι ύστερα το σήκωσε και βάλθηκε να κοιτάζει τις σταγόνες που έπεφταν από τις άκρες των δαχτύλων της. «Τάιτα, νομίζω πως θα κάνω κι άλλο παιδί. Το κόκκινο φεγγάρι μου λιγόστεψε και χάθηκε εδώ και μήνες».

    «Ξέρεις, κυρά μου, αυτό είναι φυσικό», της απάντησα με τακτ. «Πλησιάζεις την ηλικία που ο γυναικείος ποταμός της γονιμότητας στερεύει στην κοιλιά σου». Οι γυναίκες της Αιγύπτου είναι σαν τα λουλούδια της ερήμου. Ανθίζουν σε μια νύχτα, αλλά μαραίνονται πολύ γρήγορα.

    Η Λοστρίς κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, Τάιτα, δεν είν’ αυτό. Αισθάνομαι το μωρό να μεγαλώνει μέσα μου».

    Την κοίταξα κατάπληκτος και τρομαγμένος. Γι άλλη μια φορά ένιωσα το παγερό προαίσθημα της τραγωδίας να με κυριεύει…

    «Πιάσε την κοιλιά μου, Τάιτα», με πρόσταξε η κυρά μου. «Υπάρχει ένα ζωντανό πλάσμα εδώ μέσα. Και κάθε μέρα μεγαλώνει».

    «Θα σε εξετάσω απόψε στην κάμαρά σου», της είπα. «Όχι εδώ έξω που μπορεί να μας δει κανένα αδιάκριτο μάτι».

    …………………………………..

    Η Κυρά μου ήταν γυμνή πάνω στα άσπρα σεντόνια. Εξέτασα πρώτα το πρόσωπό της κι ύστερα το κορμί της. Όταν την κοίταζα με τα μάτια ενός άντρα, ήταν ακόμη όμορφη και επιθυμητή. Αλλά σαν γιατρός διέκρινα αμέσως πόσο την είχαν καταβάλει οι κακουχίες κι η σκληρή ζωή στις ερημιές. Τα μαλλιά της ήταν σχεδόν ασημένια τώρα πια. Οι έγνοιες και η προσωπική της τραγωδία είχαν σημαδέψει με ανεξίτηλες γραμμές το μέτωπο και τα μάγουλά της. Η κυρά μου είχε γεράσει.

    Το κορμί της είχε γεννήσει άλλες τρεις ζωές. Αλλά τα στήθη της ήταν τώρα άδεια, δεν τα φούσκωνε το γάλα μιας καινούργιας εγκυμοσύνης. Κι ήταν αδύνατη. Θα έπρεπε να το είχα προσέξει νωρίτερα. Ήταν αφύσικα αδύνατη κι η κοιλιά της προεξείχε πρησμένη από τα λιγνά της πόδια και τα πεταχτά κόκαλα της λεκάνης.

    Ψηλάφησα τη βάση της κοιλιάς της. Κι ένιωσα το πλάσμα που ήταν μέσα της. Μόνο που κατάλαβα, από την πρώτη στιγμή, ότι δεν ήταν ζωή αυτό που αισθάνθηκα να φουσκώνει κάτω από τα δάχτυλά μου. Ήταν θάνατος.

    Δεν έβρισκα τα λόγια. Αποτραβήχτηκα αμίλητος και βγήκα έξω στο κατάστρωμα ν’ αναπνεύσω και να κοιτάξω τ’ αστέρια. Μου φάνηκαν ψυχρά και πολύ μακρινά. Όπως οι θεοί, έτσι κι αυτά δεν νοιάζονταν. Ούτε είχε νόημα να τα παρακαλέσω. Ούτε και τους θεούς.

    Το ήξερα αυτό το πράγμα που μεγάλωνε στη μήτρα της κυράς μου. Το είχα ψηλαφήσει κα στα κορμιά άλλων γυναικών. Σε μερικές απ’ αυτές που είχαν πεθάνει είχα κάνει τομή κι είχα δει το πράγμα που τις σκότωσε. Ήταν απαίσιο, δύσμορφο και δεν έμοιαζε με τίποτε γνωστό, ζωικό ή ανθρώπινο. Ήταν απαίσιο, δύσμορφο και δεν έμοιαζε με τίποτε γνωστό, ζωικό ή ανθρώπινο. Ήταν πλάσμα του Σηθ.

    Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να βρω το κουράγιο να επιστρέψω στην κάμαρα.

    Η κυρά μου είχε σκεπάσει το κορμί της. Καθόταν στο κρεβάτι και με κοιτούσε μ’ εκείνα τα μεγάλα, πράσινα μάτια της που δε θα γερνούσαν ποτέ. Μου θύμισε το κοριτσάκι που ήξερα κάποτε.

    «Κυρά μου, γιατί δε μου είπες ότι πονάς;» τη ρώτησα γλυκά.

    «Πώς το κατάλαβες ότι πονάω;» είπε ψιθυριστά η Λοστρίς. «Εγώ προσπάθησα να σου το κρύψω».

    ………………..

    Μια νύχτα, την τρίτη αφότου είχαμε ξεκινήσει, με ξύπνησε κάποιος πνιχτός θόρυβος. Η κυρά μου έκλαιγε. Μόλο που είχε χώσει το πρόσωπό της στο μαξιλάρι για να πνίξει τ’ αναφιλητά, την άκουσα. Πήγα αμέσως κοντά της.

    «Πονάς;» τη ρώτησα ξέπνοα.

    «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, αλλά είναι σαν να μου έχουν μπήξει ένα μαχαίρι στην κοιλιά».

    Της ετοίμασα μια δόση από το λουλούδι του ύπνου, τη μεγαλύτερη που της είχα δώσει ποτέ. Ο πόνος είχε αρχίσει να νικάει το ναρκωτικό.

    Η Λοστρίς ήπιε το ρόφημα κι ύστερα από λίγο ησύχασε. «Δεν μπορείς να κόψεις αυτό το πράγμα που είναι μέσα μου, Τάιτα;» με ρώτησε κάποια στιγμή.

    «Όχι, κυρά μου. Δεν μπορώ».

    «Τότε, πάρε με αγκαλιά. Κράτα με έτσι όπως με κρατούσες όταν ήμουν μικρή».

    Κάθισα στο κρεβάτι της και την πήρα στην αγκαλιά μου. Τη νανούρισα και την κούνησα απαλά. Ήταν ελαφριά, μικρούλα και τρομαγμένη σαν τότε…Την κουνούσα ώσπου την πήρε ο ύπνος.

    ……………………………..

    Σε λιγότερο από δέκα μέρες είχαμε φτάσει στην Ελεφαντίνη. Αφού έδωσα αναφορά στον Φαραώ Ταμώς, έτρεξα κατευθείαν να βρω την κυρά μου. Ήταν ξαπλωμένη στη σκιά, κάτω από την μπαράζα του κήπου, χλωμή κι αδύνατη σαν φάντασμα. Τα χέρια μου έτρεμαν όταν πήγα κοντά της και την αγκάλιασα. Η κυρά μου έβαλε τα κλάματα.

    «Μου έλειψες πολύ, Τάιτα. Μας απομένει τόσο λίγος καιρός να τον περάσουμε μαζί».

    …………………………………..

    Η κυρά μου αναστέναξε βαθιά και κοιμήθηκε.

    Εγώ έμεινα ξύπνιος στο πλευρό της, γιατί ήξερα πως θα με χρειαζόταν.

    Ξύπνησε ξανά, εκείνη την ώρα πριν την αυγή που είναι η σκοτεινότερη της νύχτας. «Πονάω!» ξεφώνισε. «Ω γλυκιά Ίσις! Πονάω!»

    Της ετοίμασα το λουλούδι του ύπνου. Αφού το ήπιε, ησύχασε.

    «Ο πόνος πέρασε λίγο, αλλά κρυώνω», μου είπε. «Κράτα με, Τάιτα, να με ζεστάνεις με το κορμί σου».

    Την πήρα στην αγκαλιά μου και την κράτησα ώσπου ξανακοιμήθηκε.

    Ξύπνησε άλλη μια φορά, όταν το πρώτο αχνό φως της αυγής άρχισε να τρυπώνει στην κάμαρα από την ανοιχτή πόρτα της ταράτσας.

    «Μόνο δυο άντρες αγάπησα στη ζωή μου», μουρμούρισε η Λοστρίς, «κι ο ένας ήσουν εσύ. Ίσως στην άλλη ζωή οι θεοί να μη φερθούν τόσο σκληρά στην αγάπη μας».

    Δεν βρήκα λόγια να της απαντήσω.

    Η κυρά μου έκλεισε τα μάτια της για τελευταία φορά. Έφυγε ήσυχα και μ’ άφησε ολομόναχο. Η τελευταία της πνοή δεν ήταν πιο δυνατή από την προηγούμενη, αλλά όταν φίλησα τα χείλη της αισθάνθηκα την παγωνιά του θανάτου.

    «Στο καλό, κυρά μου», ψιθύρισα. «Αντίο, αγάπη μου».

    (Wilbur Smith, «Ο Θεός ποταμός»)