Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

"Δράκοι", λογοκριμένο.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 18 Νοεμβρίου 2010.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    «Αυτός…»

    Ένας ήχος,ένα τέλος και μία αρχή. Τα πάντα θέλουν πάντα να προσδιοριστούν. Αφήνω το αυτοκίνητο με αυτόν μέσα, νιώθω το βλέμμα του να πιέζει στην πλάτη του και σχεδόν ακούω τις κλειδώσεις του να τρίβονται από τη μανία. Ανοίγω την εξώπορτα και την δρασκελίζω. Κάθε μου βήμα και ένα μέτρο πιο μακριά του. Μακριά από την αρρώστια του...

    Δοκιμάζω το πρώτο κλειδί όσο πιο αθόρυβα μπορώ. Δε θέλω να τις ξυπνήσω ή πιο σωστά να την ξυπνήσω. Μπαίνω και κλείνω πίσω μου απαλά. Τα φώτα κλειστά αλλά το σπίτι το ξέρω καλά. Στέκομαι και περιμένω να συνηθίσουν τα μάτια μου στην έλλειψη του φωτός. Ένα αχνό κόκκινο μόνο, ξεπροβάλλει από την πρώτη πόρτα που μου χαμογελά υποχθόνια στο διάδρομο. Προσπερνώ το τραπεζάκι και την πόρτα κρατώντας την ανάσα μου, για να μη ξυπνήσω το κορίτσι. Στο τέλος του διαδρόμου η κρεβατοκάμαρα. Εδώ η πόρτα είναι ανοιχτή και με καλεί πρόστυχα να την διαβώ. Το ίδιο και η γυναίκα που με περιμένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μπρούμυτα χωμένη στις πτυχές των σεντονιών, γυμνή με τα οπίσθια στημένα προς τον όποιο εισβολέα δρασκελίσει αυτό το κατώφλι.

    -Τσουλίτσα … Ένα τρέμουλο στην δική της γεωγραφία, δείχνει την συνειδητή της επαφή. Με περιμένει…

    Κάθομαι δίπλα της. Οι πατούσες τους μία πιθαμή από τις παλάμες μου. Πόσες φορές δεν τις απόλαυσα, όταν ναζιάρικα έσπαγαν για να τις ξεμουδιάσει; Εγώ και αυτός να κατεβάζουμε μπύρες και αυτή με το χαμόγελο της και το απαίδευτο λύγισμα της να μας συνοδεύει συνωμοτικά. Απλώνω τα χέρια μου και τις αγγίζω. Είναι παγωμένες, αλλά τρυφερές. Φέρνω τα δάχτυλα στη μύτη μου και τα μυρίζω, αρωματισμένη σάρκα. Προετοιμασμένη για τον Ξένο…

    Βγάζω τα παπούτσια και κλείνω την πόρτα καθώς πετάω το σακάκι στην πολυθρόνα δίπλα. Ανάβω το φως και κοιτάω προς το παράθυρο. Φαντάζομαι το πρόσωπο του και τις ρυτίδες να βαθαίνουν σε σημείο παραμόρφωσης. Βγάζω τα ρούχα μου, το σώμα της χλομό σαν το φθινόπωρο και δίχως τις πυτζάμες της με τα μοβ τριαντάφυλλα. Για λίγες στιγμές και καθώς κρατώ αφηρημένος το εσώρουχο στο χέρι μου, σκέφτομαι να την ντύσω με αυτές. Μετά το ρούχο πέφτει στο πάτωμα και ο ήχος με επαναφέρει.

    Πιάνω πάλι το σακάκι και από την τσέπη βγάζω το εργαλείο της τέχνης μου. Ένας ασημένιος σουγιάς. Ανεβαίνω στο κρεβάτι και κοιτώ το καμβά μου, από ψηλά. Τα μάτια μου απογαλακτίζονται από τη συναισθηματική τους φόρτιση, με ένα σιωπηρό πετάρισμα. Οι βλεφαρίδες μπλέκονται και τα ξανακλείνω, για να τα ανοίξω πάλι. Θέλω ένα καθαρό πλάνο. Ίσως ένα άλλοθι για να καθυστερήσω.

    Με κυριεύει το ένστικτο. Απομονώνω τις λεπτομέρειες, υπολογίζω τα λακκάκια και τις διάφορες μορφικές ανωμαλίες. Τις ενσωματώνω στο πλάνο και τις προσαρμόζω στο ζητούμενο μου. Υπολογίζω το βάθος και τις πιέσεις που πρέπει να ασκήσω για να γεμίσουν με χρώμα οι γραμμές. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω ότι είμαι έτοιμος και ίσως να το διαπραγματευθώ ξανά, βρίσκομαι πάνω της και «ζωγραφίζω».Το αντιλαμβάνομαι σαν από μακριά από τα βογκητά της. Μία μικρή παρατήρηση καταγράφεται στις σκιές. Κάτι της φράσσει το στόμα.

    Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που κάνω. Δεν είμαι εκεί. Κάποιος άλλος είναι. Κάποιος που ίσως με το σουγιά χαράζει, χαϊδεύει, βγάζει το χρώμα στην επιφάνεια, το ανακατεύει και συνεχίζει μεθυσμένος από την δημιουργική του έκσταση. Εγώ έρχομαι, όταν το έργο έχει τελειώσει. Έτσι και τώρα. Λίγες στιγμές; Ώρες μετά; Δεν ξέρω. Κοιτώ τον πίνακα αποσβολωμένος και με μία γκριμάτσα αποτυχημένα συγκρατημένου θαυμασμού, για αυτό που βλέπω.

    Ένας «Δράκος»…

    Σκίτσο χαραγμένο στο δέρμα, με βάθος και σκιές σε αποχρώσεις του αίματος. Ο καμβάς τρέμει και κύματα κάνουν το έργο να μοιάζει ζωντανό. Σκουπίζω το πινέλο πάνω στο σεντόνι και το γυρνώ ανάποδα. Με το ένα χέρι αποκαλύπτω την είσοδο για τον σφιγκτήρα της και ακουμπώ την λαβή του σουγιά. Τα κύματα σταματούν. Μια παγωμένη ηρεμία. Πιέζω απαλά και το πεινασμένο στοματάκι αρχίζει να εξαφανίζει την λαβή σαν αλλόκοτος ταχυδακτυλουργός.

    Πιθανόν η πρώτη της σκέψη να είναι ότι την αθόρυβη είσοδο την κάνει η κόψη, για αυτό και αυτή η πειθαρχία. Πειθαρχία ποτισμένη με τρόμο.

    Δύο εκατοστά πριν η λαβή χαθεί τελείως και ο τρόμος αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα, σταματώ. Το σώμα σαν κέρινο άγαλμα μένει στη θέση του. Οι ανάσες έρχονται και φεύγουν απαλά με μοναδικό κανόνα, κανένας πανικός.

    Στηρίζομαι στο ένα μου γόνατο και πιάνω τα μαλλιά της. Ένα μικρό φοβισμένο τίναγμα, του κεφαλιού της. Αρκετό όμως για να ρουφήξει για λίγα χιλιοστά ακόμα την λαβή.

    -Σσσσσς, μη κάνεις απότομες κινήσεις. Χαλάρωσε γλυκιά μου…

    Αφήνει το κεφάλι της ελεύθερο στην βούληση μου. Τραβώ κι άλλο τα μαλλιά της, αργά αλλά δίχως να της δίνω περιθώριο, επιστροφής στην αρχική της θέση. Ο σβέρκος ζορίζεται αλλά λυγίζει προς τα πίσω. Το οπτικό πεδίο των ματιών της ανασηκώνεται σε μια εκστατική ικεσία. Ένα βλέμμα προς το
    Θεό. Ένα βλέμμα παράδοσης της ψυχής, μέσα από την στήριξη του σωματικού της προσδιορισμού.

    Η ελαστικότητα φτάνει στα όρια της και τώρα ακολουθεί το σώμα που ανασηκώνεται. Διακριτικά και σιωπηλά, λες και προσπαθεί να διατηρήσει τον σουγιά βυθισμένο στον ανάλαφρο λήθαργο του. Ο Δράκος ξυπνάει και πατάει στα πίσω πόδια του. Θεριεύει και σταγόνες από σκοτεινό γλυκό κρασί στάζουν από το στόμα του. Ταλαντεύεται ελάχιστα και στέκεται σχεδόν όρθιος. Ο μύτη του σουγιά αγγίζει τρυφερά το ύφασμα του σεντονιού και η κίνηση μου σταματά. Τώρα ο καμβάς έχει τρία πόδια που τον κρατούν σταθερό.

    Η γλυκιά μου Άννα, στέκεται ως άγαλμα σπασμένο σε θέση συμβολική. Το πέος μου είναι ορθωμένο και την θωρεί τυφλό με το στόμα του ανοιχτό. Το πιάνω, όχι για να το συγκρατήσω, αλλά για να εντείνω την ανάγκη της λαχτάρας του. Οι αισθήσεις μου χαρίζουν την τρισδιάστατη εντύπωση του ζωντανού αντικειμένου, που στέκεται δίχως ζόρι στα χαλαρά δεσμά μου.

    Τα χέρια μου ακόμα στα μεταξένια της μαλλιά. Νιώθω τους τένοντες μου να με ικετεύουν. Σαν σκουλήκια που τεντώνονται και με προκαλούν, μου δείχνουν ξεδιάντροπα την δύναμη τους. Το σφρίγος τους που με μόνο μια εντολή μου, θα εξαφανίσουν με βία, το τρίτο στήριγμα μέσα στην οπή της.
    Οι σφυγμοί μου, συνοδεύουν τις κινήσεις του χεριού. Το αίμα μου λες και μεταφέρεται όλο σε ένα κομμάτι σάρκας, χαρίζοντας της την δική της θέληση. Ένα θαύμα, ένα τραγούδι μαγικό που τελειώνει με ένα υγρό πυροτέχνημα. Πίδακας από γεμάτο, ζωντανό, και λευκό σπέρμα που χιμάει προς το πληγωμένο δέρμα.

    «Μαμά;» μία φωνή από ένα άλλο δωμάτιο, από έναν άλλο κόσμο μακρινό εισβάλλει απρόσκλητο, μέσα στο σύμπαν μας…

    Η μητέρα της γυρνάει το κεφάλι και ετοιμάζεται να ανοίξει το στόμα. Με μια κίνηση την προλαβαίνω. Με το άλλο χέρι αλείφω το σπέρμα πάνω στο έργο μου. Αλλάζω γνώμη…

    «Πες το», το λευκό αναμιγνύεται με το κόκκινο του αίματος και δίνει μία θλιβερή απόχρωση. Με κοιτάει με απορία, μη ξέροντας τώρα τι να πει. Η συνειδητοποίηση της θέσης την έχει τρομοκρατήσει.

    «Το παιδί», αυτό μόνο. Τίποτα άλλο. Ούτε ένα ευχαριστώ. Κανείς δεν εκτιμάει σήμερα την τέχνη. Η μαγεία χάθηκε. Πιάνω το σουγιά από τη λάμα και τον τραβώ απότομα. Τινάζεται σαν άλογο στην κούρσα προς τα εμπρός, μία μικρή σχετική εικόνα περνάει από το μυαλό μου. Την σημειώνω και την προσπερνώ. Κατεβαίνω από το κρεβάτι και ντύνομαι. Το μάτι μου πιάνει μία φευγαλέα εικόνα του υγρού σώματος. Παίρνει βαθιές και γρήγορες ανάσες για να μην φωνάξει. Αδιαφορώ για αυτό. Έχω κολλήσει στις αντανακλάσεις του φωτός, καθώς αυτό φουσκώνει και ξεφουσκώνει βεβιασμένα και συνεχίζω να βάζω τα ρούχα μου μηχανικά.

    Μετράω καμιά δεκαριά ζευγάρια εισπνοών και εκπνοών. Άλλη μία φευγάτη εικόνα. Την σημειώνω και αυτήν.

    «Μείνε στη θέση σου. Θα πάω εγώ», ούτε κιχ, μαγκωμένη στη θέση της. Ένα νεύμα μόνο, κατάφασης. Κρίμα που δε μου ανήκει. Βάζω το σακάκι μου και πιάνω το σουγιά. Λερωμένος…

    «Γλύψτο », καμία αντίρρηση. Της ζητάω και απλά εκτελεί. Κρίμα…

    Βγαίνω από το δωμάτιο. Τρία βήματα, μία παρόρμηση για να χορέψω. Την προσπερνώ και μπαίνω στο παιδικό. Το κοριτσάκι κάθεται σκεπασμένο. Γουρλώνει το βλέμμα του και μετά με αναγνωρίζει.

    «Θείε …», όταν μεγαλώσει θα θυμίζει τη μητέρα της. Κάθομαι δίπλα της και απλώνω το χέρι…

    «Ησύχασε μικρούλα μου»…στο άγουρο προσωπάκι της. Ίχνη σάλιου δίπλα στο ροζ χειλάκια της. Μου χαμογελάει ήρεμα. Χαϊδεύω τα μαλάκια της.

    «Θα σου φτιάξω γαλατάκι καρδούλα μου» Πάω στη κουζίνα, της φτιάχνω γάλα και πλένω τα χέρια μου. Της το φέρνω και το πίνει σχεδόν μονορούφι. Μία σταγόνα κυλάει στα χειλάκια της. Της το δείχνω, μου χαμογελάει.

    «Καλό σκυλάκι θείε, γουφ γουφ» και το καθαρίζει για να μου το αποδείξει. Τη βάζω να ξαπλώσει και της δίνω ένα φιλί στο μέτωπο.

    «Καληνύχτα σκυλάκι μου και όνειρα γλυκά»

    Δύο λεπτά αργότερα κλείνω την εξώπορτα πίσω μου. Υπάρχει ελπίδα τελικά για την τέχνη. Φτάνω στο αυτοκίνητο και κινούμαι προς την πόρτα του. Άλλη μία παρόρμηση για να χορέψω. Την προσπερνώ σκεφτόμενος πόσο ηλίθιος θα έδειχνα. Του ανοίγω…

    «Όλα εντάξει. Σε περιμένει.» Μου απαντάει μ’ ένα γρύλισμα και βγαίνει. Βόδι! Γυρνάει και με κοιτάει σα να με άκουσε. Για μία στιγμή με τρομοκρατεί, αυτό το ενδεχόμενο.

    «Καληνύχτα», περισσότερο γρύλισμα, παρά λέξη και φεύγει. Τον κοιτάω καθώς απομακρύνεται.

    Γεια σου αδερφέ μου…

    Ξύπνησα, μούσκεμα...
    Άλλος ένας εφιάλτης...

    Τέλος.
     
    Last edited by a moderator: 10 Απριλίου 2017
  2. devine_sub

    devine_sub Contributor

    Απάντηση: Δράκοι

    Δρακίλα ...

     
     
  3. mescalito

    mescalito New Member

    Απάντηση: Δράκοι

    Από τη στιγμή που μπήκε το παιδί στη μέρη όλα κατέρρευσαν. Όχι απλά δεν μου άρεσε αλλά τον σιχάθηκα τελείως. Ακούς εκεί καληνύχτα σκυλάκι μου, στο παιδί...
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Η γέννηση της Δράκαινας



    "Η Δράκαινα"
    Άλλος ένας εφιάλτης...
    «Άσ’ τη!»
    Ο αδερφός μου σηκώνει το βλέμμα του από τη νεκρή γυναίκα του και στοχεύει προς εμένα.

    Ο μεγάλος μου αδερφός. Τα μάτια του θολά, λες και μία μεμβράνη τα έχει σκεπάσει. Το έχω ξαναδεί. Μόνο όμως στα μάτια της τρέλας. Που είναι ο Βασίλης των παιδικών μας χρόνων; Ποιος τον έχει κλέψει;

    Στα πόδια του, η Άννα και στην πλάτη ο «Δράκος» μου. Το αίμα της απλωμένο σαν χαλί κρατά το μάρμαρο από κάτω της ζεστό.

    Γονατισμένη και γυμνή από πάνω της, η μικρή μου. Κρατά το κεφαλάκι της κολλημένο πάνω στο δέρμα της μητέρας της που στεγνώνει.

    «Δε θα προλάβεις πούστη να τις πάρεις. Μόνο τα κουφάρια τους» και στο ελεύθερο χέρι του ένα κουζινομάχαιρο.

    Η μικρή μου τρέμει. Ίσως η μητέρα της προσπαθεί να την πάρει μαζί της. Δεν είμαι κοντά του δε προλαβαίνω.

    «Βασίλη…Είναι η κόρη σου, είναι μωρό παιδί…», η μεμβράνη ταράζεται σα να θέλει να σπάσει. Ή μήπως να απλωθεί;

    «Τις έκλεψες. Δεν μπορούσες…Γιατί…», ένας λυγμός ανοίγει ένα παράθυρο. Θέλει προσοχή. Ένα βήμα μπροστά ή ένα βήμα πίσω; Μακριά τους. Το δωμάτιο μοιάζει να γέρνει και να με τραβά. Με δυσκολία κάνω ένα βήμα πίσω.

    «Βασίλη φεύγω. Δε θα με ξαναδείς. Πρόσεχε την μικρή σου. Θα είστε πια μόνο οι δυο σας.» Κοντοστέκεται. Μία υποψία. Μία σκιά. Ένα χαμόγελο; Κάνω άλλο ένα βήμα προς τα πίσω. Το χέρι του χαλαρώνει. Το άλλο κατεβαίνει. Άλλο ένα και φτάνω προς την πόρτα.
    Νιώθω την κάσα στο ιδρωμένο μου χέρι. Γιατί οι πόρτες να έχουν κάσες; Ένα δάκρυ ανθίζει στο μάτι μου. Το βλέπει και χαμογελάει. Νιώθει τον πόνο μου. Υπάρχει ελπίδα.

    Αφήνει το μαχαίρι.
    «Γεια σου Βασίλη. Φεύγω…να την προσέχεις…» και τότε…

    Σε ένα σκηνικό στημένο, τα πάντα μπορούν να τοποθετηθούν κατά πως λογιάζει ο σκηνοθέτης. Ένα επιτυχημένο σκηνικό αφήνει τους θεατές να νιώθουν πως αυτό που παρακολουθούν είναι κάτι το αυθόρμητο. Την στιγμή την τραγική κόβεται η ανάσα τους. Θέλουν να απλώσουν το χέρι τους και να σταματήσουν και να εμποδίσουν και να παρηγορήσουν…

    «Θείε!!!», η μικρή μου ακούει πως φεύγω και ξυπνάει. Με μια απότομη κίνηση του ξεφεύγει αλλά μπερδεύεται και πέφτει πάνω στη μητέρα της.

    Το δευτερόλεπτο δεν έχει ακόμα γεμίσει. Αρκετό όμως για να επανέρθει η μεμβράνη στα μάτια μου. Αρκετό για να με φέρουν τα πόδια μου κοντά του. Στο συμπλήρωμα του δευτέρου, αυτός κάνει να πιάσει το μαχαίρι. Στο επόμενο δέκατο τα χέρια μου βοηθούμενα από την ορμή τον αρπάζουν. Στα δύο επόμενα δύο δέκατα τον σηκώνουν. Η ορμή μου όμως δεν εκτονώνεται και συμπληρώνεται από το τίναγμα που κάνει για να ξεφύγει. Το δεύτερο δευτερόλεπτο γεμάτο καθώς πέφτει προς τα πίσω.

    Φτάνει στο παράθυρο. Τον περιμένει και το αφήνει να περάσει στο κενό. Το σώμα του αδερφού μου πέφτει από ύψος μερικών μέτρων και η τραγωδία κλείνει…

    Μέρες μετά ή μερικά εκατομμύρια δεύτερα…

    Την σκουπίζω με μία πετσέτα απαλή.
    «Θέλω να ξεχάσεις πως είμαι ο Θείος σου.»

    Με μία μικρή βούρτσα χτενίζω αργά τα μακριά μαλλιά της.
    «Θέλω να ξεχάσεις τη μαμά σου και τον μπαμπά σου.»

    Παίρνω το ψαλίδι στο χέρι μου και πιάνω μία χλομή καστανή τουφίτσα της.
    «Θέλω να ξεχάσεις το όνομά σου.»

    Αρχίζω να κόβω και να ληστεύω τους μικρούς μεταξένιους θησαυρούς της.
    «Θα ξαναγεννηθείς.»

    Μετά πιάνω το ξυράφι.
    «Θα σε βοηθήσω να ξαναγεννηθείς από τις στάχτες σου μικρή μου λησμονημένη.»

    Και αρχίζω να ξυρίζω το μικρό κεφαλάκι της.
    «Και όταν θα ‘ρθει η ώρα θα σε βαφτίσω ξανά αγάπη μου…»
    …η μάλλον για πρώτη σου φορά…


    Τέλος
     
    Last edited by a moderator: 10 Απριλίου 2017
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Η ενηλικίωση



    "Η ενηλικίωση"

    «Ένα σφηνάκι ακόμα;» Οι λέξεις ξεχύνονται υγρές, από ένα στόμα που λαχταρά.

    Δύο μεγάλα μάτια σηκώνονται και κοιτούν το στόμα που μίλησε. Θα σου πέσω βαριά, μωράκι μου.

    «Ναι, γιατί όχι, φιλενάδα .» Αφήνει το χέρι της, να πέσει ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού. Η ξανθιά την κοιτάει και χαμογελάει.

    «Θύμισέ μου πάλι, πόσο είσαι;»

    «Δεκαοχτώ από σήμερα μωρό μου...» Σπρώχνει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια και οι άκρες των δαχτύλων χάνονται κάτω από το λεπτό ύφασμα.

    «…και με διαολεμένη όρεξη για αμαρτίες.» Το ξανθό κορίτσι μισανοίγει το στόμα του… Μπουκίτσα μου… αλλάζει γνώμη τελικά, σηκώνει το χέρι της και φωνάζει.

    «Άλλο ένα γύρο μάστορα.»

    Τα μεγάλα μάτια την πλησιάζουν και γίνονται τεράστια. Της θυμίζουν δύο μεγάλα παράθυρα. Δύο παράθυρα, δύο σκυλιά, δύο φύλακες, δύο δαίμονες… Οι συνειρμοί της παρασύρονται από τα δάχτυλα του μικρού κοριτσιού που την πλησιάζει. Δύο μικροί και λεπτοί εισβολείς της αφαιρούν το δικαίωμα στην αμφιβολία και σαν αντίτιμο της προσφέρουν περισσότερη υγρασία. Κλείνει τα μάτια της.

    Κοιμήσου μωρό μου και άσε τα όνειρα σε μένα.

    Τα κορίτσια φιλιούνται σε ένα χώρο που υποκρίνεται ότι δεν τα προσέχει. Τα αυτιά δήθεν ακούν την μουσική. Τα πόδια άγαρμπα κάνουν πως χορεύουν, τα χείλια διαλέγουν λέξεις πρόχειρες για να κρύψουν τον σκοπό τους, τα χέρια ιδρώνουν και χαμηλώνουν κάτω από το τραπέζι. Μόνο ένας έχει το θράσος και επιμένει να της καρφώνει. Το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια τον βλέπει. Μέσα από τις χαραμάδες των ξανθών ιστών, τον ζυγίζει και αποφασίζει. Δίχως να διακόψει την διαμόρφωση των υγρών ονείρων σηκώνει το χέρι της και του γνέφει.

    Έλα μπαμπάκα, στη φωλιά μας.


    Ώρες μετά και έξω από το μαγαζί.
    «Τελικά κορίτσια τι θα κάνετε;» Τόνος χρωματισμένος με μία αδιόρατη αδιαφορία.

    Είναι παίχτης.

    Το ξανθό κορίτσι την πιάνει από το χέρι και την τραβάει παραπέρα. Με λίγο περισσότερη δύναμη από ότι χρειάζεται.

    Μωρό μου ζηλεύεις;

    «Δεν τον ξέρουμε, πως θα πάμε μαζί του;»
    «Ούτε εσένα σε ήξερα, σήμερα σε γνώρισα»
    Στέκεται, δεν την περίμενε την απάντηση της. Έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Βγάζει ένα τσιγάρο. Δύο αποτυχημένες προσπάθειες, στην τρίτη ανάβει. Δύο φτηνές τζούρες και συνεχίζει.
    «Δε θες να πάμε σπίτι μου; Θα περάσουμε καλά οι δυο μας.»
    Το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια ρίχνει μία πρόχειρη ματιά στον άλλον, μετακινεί το σώμα της έτσι ώστε να μη φαίνεται…
    «Άκου να δεις πως θα γίνει. Θα πάμε σπίτι του, θα του πετάξουμε τα μάτια έξω, θα του ρουφήξω ότι έχει και δεν έχει και θα το φτύσω στο στόμα σου. Είσαι μέσα ή όχι; Μία απάντηση, μία ευκαιρία έχεις μόνο.»

    Αφού θα πεις το ναι, γιατί κάνεις νάζια;


    Η πόλη βρώμικη τρέχει να ξεφύγει. Φώτα και σκιές ανακατεύονται συνεχώς πίσω από το παράθυρο. Δύο μεγάλα μάτια κοιτούν έξω την εικόνα που συνεχώς ανανεώνεται.

    Που είσαι; Τι κάνεις;

    Ένας μικρός ήχος διακόπτει τις σκέψεις της. Χαμηλώνει το βλέμμα της. Το ξανθό κορίτσι ρουφάει ανάμεσα στα πόδια της.

    Τα σάλια της ρουφάει η άχρηστη.

    Πιέζει το ξανθό κεφάλι με δύναμη. Ανοίγει και τα πόδια της και κάθεται καλύτερα. Το κορίτσι από κάτω βογκάει. Σηκώνει το πρόσωπό της ξανά και κοιτάει μπροστά. Στον καθρέπτη συναντάει το βλέμμα του. Της χαμογελάει και αλλάζει ταχύτητα. Καταλαβαίνει ότι η ξανθιά περισσότερο την ενοχλεί παρά την ερεθίζει.

    Ίσως να αξίζει τον κόπο.

    Η ξανθιά έχει στηθεί στα τέσσερα προσπαθώντας, όσο της επιτρέπει το πίσω κάθισμα, να την γλύψει. Με το αριστερό της χέρι και δίχως να τραβήξει το βλέμμα της από τον καθρέπτη, τραβάει την φούστα και της κατεβάζει το εσώρουχο.
    Το γατί από κάτω, γουργουρίζει παροτρύνοντάς την.

    Αυτός συνεχίζει να κοιτάει τα μάτια της.

    Φέρνει το χέρι στο στόμα της και σαλιώνει δύο δάχτυλα. Βγάζει φλας και στρίβει αριστερά. Χαλαρός και ελεγχόμενος. Επιστρέφει το χέρι της στα οπίσθια του γατιού. Ξανά φλας και πιάνει δεξιά. Ψαχουλεύει και βρίσκει την τρύπα. Το γατί μουρμουρίζει με σφραγισμένο στόμα. Σταματάει στο φανάρι και περιμένει. Αγγίζει την κωλοτρυπίδα της. Το γατί πάλι μουρμουρίζει. Ίσως όχι. Περιμένει. Το φανάρι ανάβει πράσινο και βγαίνει στην εθνική. Πιέζει ελαφρώς με τα δάχτυλα. Το κορίτσι ψελλίζει, αλλά πάλι δεν ακούγεται καθαρά. Αυτός πιέζει το γκάζι και το αυτοκίνητο ανεβάζει στροφές. Περισσότερη δύναμη και το γατί κάνει να σηκώσει το κεφάλι του. Κατεβάζει ξανά το δεξί της χέρι και την ακινητοποιεί. Αλλάζει ταχύτητα και ανεβάζει κι άλλο. Το ταχύμετρο ξεπερνάει τα εκατό και τα δάχτυλά της ανοίγουν το άμοιρο γατί. Το κορίτσι από κάτω προσπαθεί να ξεφύγει, μα το κορίτσι με τα μεγάλα μάτια έχει δύναμη. Δύναμη αφύσικη για την ηλικία του.

    120 και τα δάχτυλά της έχουν βυθιστεί μέχρι την βάση τους. Η ξανθιά υποχωρεί και αφήνεται.

    130, βγάζει τα δάχτυλα με φόρα και πριν προλάβει το γατί να πάρει ανάσα βάζει τρία.

    140, τραβάει το χέρι της παράλληλα με την ράχη του γατιού και το νιώθει να τσιτώνεται.

    Σκίζεσαι;

    150, νιώθει την κύστη της να ζορίζεται. Την απελευθερώνει. Το ξανθό κορίτσι δέχεται τα ούρα της στο στόμα.

    160, το γατί πίνει μεθυσμένο και αυτή σπρώχνει κι άλλο το κεφάλι πάνω στη πηγή. Νιώθει το μουνί της να προσαρμόζεται στο κεφάλι του γατιού.

    170, πριν ακόμα στερέψει βάζει και τέταρτο δάχτυλο. Η τρύπα του κοριτσιού είναι υγρή.

    Αίμα ή σκατά.

    180, την κοιτάζει ακόμα. Το χαμόγελο του σκοτεινό. Τραβάει το γατί με όλη της τη δύναμη. Να μη χάσει την τελευταία σταγόνα.

    190, γαμάει το γατί με μανία. Υγρά συνεχίζουν να την ποτίζουν και δεν είναι ούρα.

    200, νιώθει ένα βουητό να την συνοδεύει. Πλησιάζει ή είναι ο άνεμος;

    210, περνάνε ένα αυτοκίνητο σα να είναι σταματημένο. Νιώθει το κλυδωνισμό και έρχεται και ο πρώτος σπασμός.

    220, με τη λεκάνη γαμάει το πρόσωπο του γατιού. Το αυτοκίνητο τρέμει μαζί της.

    230, νιώθει κάτι ζεστό να γεμίζει το μουνί της. Αίμα…

    Αφήνει το γκάζι και το αυτοκίνητο πετάει αθόρυβα. Τα κορίτσια πίσω ουρλιάζουν, ανοίγει ελάχιστα τα δύο παράθυρα. Το σφύριγμα του αέρα χώνεται ανάμεσα τους.

    Η πτήση κρατά όσο ένα τίποτα. Οι ρόδες ξαναβρίσκουν το έδαφος, με απέχθεια και αυτό θυμωμένο, τις τιμωρεί για αυτό. Τους αφαιρεί την βεβαιότητα της σταθερότητας, αυτές παραδίνουν τον έλεγχο κουρασμένες και ο οδηγός απλώς προλαβαίνει να πει…

    «Τουμπάρουμε!»

    Αντικείμενα ζωντανά και άψυχα γυρνούν σαν άπλυτα ρούχα, μέσα στο πλυντήριο της βαρύτητας. Το κορίτσι παραμένει στην θέση του σταθερή.

    Τι όμορφα που γυρνάει ο κόσμος. Τι αδύναμος και με τι πάθος διαλύεται.

    Το μέταλλο λιγοστό στο αμάξωμα και οι σπίθες δαγκώνουν με λύσσα το πλαστικό του. Το κορίτσι βλέπει το «γατί» σαν μπαλάκι του τένις, να πέφτει μία στο ένα παράθυρο και μία στο άλλο.

    Τι αστεία που είναι…

    Ο ήχος των υλικών που θρυμματίζονται και τρίβονται και σέρνονται στην άσφαλτο, εκκωφαντικός.

    Και γαμώ τα σολαρίσματα!

    Το παρμπρίζ έχει ανοίξει και ο οδηγός μισός μέσα και μισός απ’ έξω, βάζει τα χέρια του μπροστά για να κρατηθεί. Η σάρκα των χεριών του λειώνει, αλλά τα κόκαλα επιμένουν να αντιστέκονται.

    Καρτούν…

    Ένα μεγάλο κομμάτι φλεγόμενο βρίσκει το «γατί» στον λαιμό και διαχωρίζει το κεφάλι από το σώμα του.

    Σε καυτηρίασε μην έχεις παράπονο, τουλάχιστον δε θα μολυνθείς.

    Το κεφάλι της ξανθιάς, καταλήγει στην αγκαλιά του κοριτσιού. Το πιάνει στα χέρια της και το κοιτάει.

    Τώρα θα μπορείς να κάνεις καλύτερα γλυφομούνι και ταυτόχρονα να σε πηδάνε οι γείτονες στο απέναντι διαμέρισμα.

    Το αυτοκίνητο σμπαράλια κόβει ταχύτητα και σταδιακά σταματάει.

    Η βόλτα τελείωσε, σας ευχαριστούμε, να μας ξαναπροτιμήσετε.

    Το κορίτσι βρίσκει ένα άνοιγμα και βγαίνει έξω. Σηκώνεται και πάει μπροστά από τον διαλυμένο όγκο. Τα ρούχα της είναι λεκιασμένα, τα βγάζει και τα πετάει στη φωτιά που σιγόκλαιει.

    Πάρε για τον κόπο σου.

    Όρθια, γυμνή, φορώντας μόνο τα τακούνια της, στέκεται στο κέντρο της κόκκινης αντανάκλασης. Το κορμί της, λάμπει υγρό και το κορίτσι δίχως να το καταλάβει χαϊδεύει το μουνί της, απορροφώντας την εικόνα. Ένας ήχος την διακόπτει.

    Μία μηχανή μεγάλου κυβισμού, πλησιάζει. Το κορίτσι χαμογελάει. Σταματάει μπροστά στο ατύχημα και ο άντρας που βρίσκεται πάνω, κοιτάζει με ενδιαφέρον.

    «Ήρθες να με πάρεις Δράκε;»

    Ο άντρας σηκώνει το βλέμμα πάνω της και της κάνει νόημα.

    «Ανέβα.»

    Σαν μικρό κορίτσι, έτοιμο για έξοδο, τρέχει κοντά του, σηκώνει το πόδι του με μία άνετη κίνηση και καβαλάει την μηχανή. Ο Δράκος βάζει μπροστά και φεύγει με ταχύτητα.

    Η νύχτα σκεπάζει με τρυφερότητα τους Δράκους και μένει αυτή πίσω να υποδεχθεί τα φώτα που πλησιάζουν…
    Ξυπνάω από το εφιάλτη, τα φώτα ανοιχτά...

    Τέλος.
     
    Last edited by a moderator: 10 Απριλίου 2017
  6. skia

    skia Contributor

    Απάντηση: Δράκοι

    /anthea[C_M] διαμαρτύρεται εντόνως..........
     
  7. kardy_

    kardy_ Regular Member

    Re: Δράκοι

    Ανεπίτρεπτο.....
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: "Δράκοι", λογοκριμένο.

    Άλλαξα το κείμενο και το αντικατέστησα με τις κόκκινες λέξεις. Κανείς δεν μπορεί να του προσάψει κάτι το μεμπτό πιστεύω τώρα. Αλλά η ιστορία μου αλλάζει. Και ο ήρωας της ιστορίας μου, μοιάζει μεγαλύτερο τέρας τώρα.

    Αχχ Δάσκαλε...
     
  9. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    Απάντηση: "Δράκοι", λογοκριμένο.

    Δεν βρίσκω τίποτα σοκαριστικό σε όλα όσα διάβασα παρά μόνο την απέλπιδα προπάθεια του συγγραφέα να σοκάρει. Σιγά τα ωά. Ο πρώτος είναι ή ο τελευταίος;
    Οι ευφυείς δημιουργοί προκαλούν "σοκ και δέος", οι "ευφυολογούντες" απλώς αποστροφή.
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: "Δράκοι", λογοκριμένο.

    Οι αμερικάνοι αποκαλούσαν κάποιο πόλεμο στο Ιράκ "σοκ και δέος" .

    Γράφω αυτά που φαντάζομαι αν προκαλούν αποστροφή δεν με χαλάει, αυτός είμαι και είμαι εντάξει με αυτό.

    Τα θεωρώ όμορφα, ζουμερά και είναι τα παιδιά μου  
     
  11. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    Απάντηση: "Δράκοι", λογοκριμένο.




    Εδώ αποκαλούν το πολίτευμά τους Δημοκρατία..στο πώς ονόμαμάζουν το κάθε στρατιωτικό δόγμα θα έχουν θέμα;
    Υποτίθεται ότι υπάρχει ελευθερία έκφρασης οπότε πολύ καλά κάνεις και γράφεις αυτά που φαντάζεσαι. Το ότι δεν σε "χαλάει" και είσαι "εντάξει με αυτό" πρέπει να κοιτάξεις λίγο αλλά αυτό είναι προσωπικό σου θέμα και των ανθρώπων που πιθανώς σε εκτιμούν.
    Καλώς όρισες κι εσύ, όπως σχεδόν όλοι οι γονείς, εντός ή εκτός " " , στην οικογένεια των Γλαυκίδων. Όπως έλεγε η γιαγιά μου "και η κουκουβάγια θεωρεί τα παιδιά της όμορφα".
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: "Δράκοι", λογοκριμένο.

    ...