Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

"Δράκοι", λογοκριμένο.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 18 Νοεμβρίου 2010.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: "Οι Μοίρες"

    Απομονώνω τις εικόνες.
     
  2. Απάντηση: "Οι Μοίρες"

    Κρίμα... κι εγώ που νόμιζα ότι πρέπει να τη διαβάσεις εκατό φορές για τιμωρία...
     
  3. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    Απάντηση: "Δράκοι", λογοκριμένο.

    Αγαπητέ αν διαβάσεις προσεκτικά και κάνεις τις ορθές αναγωγές θα διαπιστώσεις αν έπιασα το "ευφυολόγημα" σου ή όχι.

    Η κατέυθυνση είναι αρμοδιότητα του ειδικού που θα σε κουράρει και όχι δική μου και όσον αφορά στο "ζουμερά" ως τέτοια λογίζω μόνο όσα βιώνω και όχι όσα διαβάζω και μάλιστα όταν η λογοτεχνική τους αξία είναι μέτρια.
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    "Οι Μοίρες"



    …και με συντροφεύουν λεκέδες από νερό. Δούλα των νερών που σέρνεται όταν οι άλλοι δεν κοιτούν. Τα υγρά ίχνη δε πάνε μακριά.

    Φυσικά.

    Σε μία πόρτα δεξιά στρίβουν και χάνονται στο μπάνιο.

    Έλα ποντικάκι μου στο γλυκό μου στόμα. Σε περιμένει το λιωμένο σου φιλί.

    Σταματώ και δειλιάζω πριν αποκαλύψω. Η ύπαρξή μας στηρίζεται σε χιλιάδες αποτυπώματα φυσικών συμβάντων, φιλτραρισμένα από την συνεχώς ρευστή αντίληψή μας. Σα μία μπάλα από τρίχες που έχουν πλεχτεί η μία με την άλλη, περιστρέφεται φέρνοντας πιο κοντά στο συνειδητό μας κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Η επιλογή είναι φαινομενικά τυχαία και οι μηχανισμοί περιστροφής χαοτικά δυσνόητοι.

    Χέσε μέσα. Φράσεις απολιθώματα μιας ξεχασμένης θηλυκής ύπαρξης που πετάχτηκαν σαν φίδια από το πουθενά.

    Γιατί;

    Μη φοβάσαι το σκοτάδι , κλείσε τα μάτια σου και προσποιήσου τον τυφλό.

    Στέκομαι και τινάζω το κεφάλι μου. Στοιχειά κακά, στοιχειά καλά.
    Κλείσε τα μάτια σου και φαντάσου το σύμπαν δίχως εσένα.
    Κλείνω τα μάτια μου και αφήνομαι. Αν δε μπορώ να ξεφύγω, ας με προσπεράσει λοιπόν.

    Το όλον ένας δρόμος προς το στόμα μου. Έλα μικρό μου ποντικάκι, κύλησε σα μια σφαίρα από το τίποτα στη αχυρένια μου φωλιά. Σε περιμένει η μοναξιά.

    Ένα τραγούδι παιδικό που σβήνει σιωπηλά. Κάτι πολύ κοντά μου, που δε μπορώ να θυμηθώ , για άλλη μια φορά απομακρύνεται πριν προλάβω να τ’ αγγίξω.

    Ανοίγω τα μάτια και μπαίνω στο μπάνιο. Ατμοί που ακόμα αιωρούνται σαν ταξίδια που τελειώνουν. Ο χώρος μικρός. Λίγα πράγματα. Αρμονικά ατακτοποίητα. Νιώθω σα Δράκος το άρωμά τους. Γυναίκες που ώρα λίγη πριν φτιαχνόντουσαν φλυαρώντας γλυκά μπροστά στο οβάλ θολό γυαλί. Η μπανιέρα ακόμα γεμάτη με καθάριο βρώμικο νερό, είναι απρόσμενα άδεια. Βγαίνω και κλείνω το φως. Σφραγίζω και αυτή την κρυψώνα και στρέφομαι προς την στερνή.

    Ένας διάδρομος δίχως διαφυγή. Η πύλη του ανοιχτή βλέπει τοίχο και μία φιγούρα που με κοιτάει με την λαδομπογιά του λες ακόμα νωπή. Τις κρύβει. Χαμογελώ. Το σώμα μου γεμίζει το άνοιγμα της πύλης και αφήνει το φως απέξω. Μπορώ να δω, αρκεί να κάνω μερικά βήματα ακόμη.

    Αφουγκράζομαι τις ανάσες τους μέσα από τις σκιές. Η μία ήρεμη και απαλή.

    Κοιμάται …

    Η άλλη τιθασευμένη και αργή σαν τη φλόγα ενός κεριού.

    Περιμένει…

    Επιτρέπω ακόμα δύο βήματα. Δεξιά μου, μία πολυθρόνα. Αριστερά ένα μεγάλο κρεβάτι. Διαλέγω την πολυθρόνα και θρονιάζομαι αναπαυτικά. Τις κοιτάζω. Το ένα θηλυκό ξαπλωμένο, με το σεντόνι να κρύβει τη γύμνια του από τη μέση και κάτω. Το οπτικό του πεδίο σκεπασμένο από δύο λεπτούς σάρκινους μανδύες. Κοιμάται.

    Το άλλο απλωμένο δίπλα του με κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα, ανέκφραστο. Το χέρι του, σα ναρκωμένο ερπετό ξετυλίγεται ανάμεσα στα στήθια του και καταλήγει κάτω από το σεντόνι, ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού που κοιμάται. Περιμένει.

    Μία μου λέξη; Μία μου πράξη; Μία μου ανάσα; Τι άραγε;

    «Δείξε μου…», ακούει και μου χαμογελάει. Ερεθισμένη νύχτα…


    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 24 Μαρτίου 2017
  5. savra

    savra Guest

    Απάντηση: "Δράκοι", λογοκριμένο.

    Η ανιψιά είναι ένα καλό γαμημένο πουτανάκι.  

    Ελπίζω να μην παρεξηγηθώ, προσφέρω το συγκεκριμένο τραγουδάκι (φαίνεται κάπως σχετικό):
    Simple Minds - Hypnotized
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    "Οι Μοίρες"



    Το φίδι αναδιπλώνει το κεφάλι του. Έτσι τουλάχιστον μεταφράζω το φούσκωμα που σχηματίζεται κάτω από το σεντόνι. Φαντάζομαι τη γλώσσα του να γλιστράει, αφύσικα κόκκινη, έξω από την σχισμή του ερπετοειδούς κεφαλιού και να αγγίζει διακριτικά και με αιδώ τις πτυχές του μεταξιού, αναζητώντας αυτές τις σάρκας.

    Το κορίτσι που κοιμάται σφίγγει τα χείλια του τονίζοντας το γέμισμα τους. Τα μαύρα μαλλιά του, πλαισιώνουν το πρόσωπο με κάδρο το μαξιλάρι που βουλιάζει απαλά. Σκουρόχρωμη κόκκινη βεντάλια τα μαλλιά της άλλης κοπέλας, απλώνονται στον εύθραυστο λαιμό της καθώς το λαίμαργο στόμα της αναζητά τις θηλές της. Ένα φίδι με δύο κεφάλια, που αποπλανεί με δύο βουλήσεις.

    Το θέαμα έχει κάτι το ληθαργικό. Το κορίτσι Φίδι αποπλανεί την προσοχή μου αρπάζοντας απαλά το Θύμα του από τα μονοπάτια του Μορφέα, σέρνοντάς το αθόρυβα με ήχους υγρούς στο δικό της κόσμο. Στον κόσμο της ηδονής. Στο οπτικό μου πεδίο έχει νυχτώσει και μία λάμπα μόνο φέγγει σε μια μικρή σκηνή.

    Κάτω από τα σεντόνι ένα χέρι βασανίζει, ίσως
    Δάχτυλα που κυλούν τρυφερά πάνω σε δρομάκια σκοτεινά και νοτισμένα, μπορεί…
    Βρίσκουν κενό και πέφτουν, μα την τελευταία στιγμή από κάπου πιάνονται, φαντάζομαι…
    Σκαρφαλώνουν χρησιμοποιώντας τα νύχια τους σε τοιχώματα που αναπνέουν, θα ‘θελα…
    Φέρουν μαζί τους ζάχαρη που λιώνει σε λευκό σιρόπι, θέλω να το γευτώ…
    Έτσι ιδρωμένα φτάνουν στο χείλος και ταλαντεύονται για να πηδήξουν προς τα έξω, γιατί…
    Κάνουν το άλμα, αστοχούν και πέφτουν με δύναμη στο τέρμα ενός πηγαδιού γεμάτο από μυθένια λήθη, ξανά…

    Το Θύμα αφήνει από το στόμα του ένα βογκητό να ξεγλιστρήσει. Λίγο πριν ο ήχος χαθεί στο παρελθόν, τα μάτια ανοίγουν. Βλέπει το Φίδι και χαμογελάει σαν την Παρθένο. Το κεφάλι της στρέφεται αργά και οι κόρες της συναντούν την αντανάκλαση της εικόνας μου. Τρομάζει και κάνει να σηκωθεί, όχι μη…

    Το Φίδι τινάζει το χέρι της στο λαιμό του Θύματος και την ακινητοποιεί πίσω και κάτω, στο μαξιλάρι. Το βλέμμα, συνοδεύει το χέρι και τα δύο αλυσίδες που σφίγγουν και κρατούν το σώμα ακίνητο. Το σεντόνι ανυψώνεται σα φάντασμα που θέλει να ξεφύγει και αποκαλύπτουν το γυμνό κορμί του Θύματος. Τα πόδια στέκονται ανοιχτά και δε κλείνουν, παρά την όποια συστολή το βλέμμα του παγιδευμένου προδίδει.

    Το Φίδι αφήνει το χέρι της να πέσει αργά, με κινήσεις που θυμίζουν φτερό που στροβιλίζεται. Προσγειώνονται στην κορυφή, σταγόνες τρεις, πριν το ποτισμένο άνοιγμα. Οι σταγόνες, σα σφαίρες εγκυμονούσες, έτοιμες να σκάσουν. Ο Δείκτης του ελεύθερου χεριού σηκώνεται με μια κίνηση γοητευτική και στηρίζεται πάνω στη σάρκα, στο μακρύ του και μαύρο βαμμένο νύχι. Σαν χορευτής του πάγου που ξεκινάει τη διαδρομή του στο ένα του πατίνι, κυλάει αργά μέχρι που συναντά την πρώτη σταγόνα.

    Και αφήνει πίσω του δύο και χωρισμένες . Μία ανάσα μετά, τέσσερις και δύο αργότερα έξι. Πτώση που κρατά αιώνες, κόψη που συναντά σάρκα, ουρλιαχτό που καλεί του λύκους, λαιμός με φλέβες που τεντώνονται να σπάσουν. Το Θύμα χτυπιέται κάτω από την αρπαγή του Φιδιού.

    Πόδια μακριά και εύθραυστα που συστρέφονται. Κοιλιά επίπεδο σεντόνι, που ταράζεται από κύματα απελπισμένα, κάνοντας το σκουλαρίκι του αφαλού να μοιάζει με βάρκα καταδικασμένη. Στήθη που ατενίζουν τις σκιές στο ταβάνι. Χέρια που πιέζουν το στρώμα, αλλά κίνηση αποτίναξης δε κάνουν.

    Το κορίτσι Φίδι σπάει τον καρπό και βυθίζει και τα υπόλοιπα δάχτυλα μέσα. Η στενή νεανική οπή βιάζεται στην προσπάθεια να καλωσορίσει τους εισβολείς. Το Φίδι σκύβει το κεφάλι του και παγιδεύει ανάμεσα στα γεμάτα χείλια του, μία από τις πρησμένες ρώγες του Θύματος. Σάρκα διψασμένη που τρυγά σάρκα. Δόντια που δοκιμάζουν και αναζητούν το κατάλληλο σημείο. Το βρίσκουν και δαγκώνουν. Το κορίτσι ουρλιάζει. Ήχος που ξεκινά από τον πόνο και καταλήγει με μια υπόκλιση στο παράπονο. Το αιδοίο της ανοίγει ακόμα περισσότερο, καταπίνοντας κόμπο με κόμπο, αυτό που μοιάζει τώρα με ένα γιγάντιο δάχτυλο. Πηγές τρεις κάνουν την εμφάνιση τους, σχεδόν ταυτόχρονα.

    Από τα μάτια αναβλύζουν δάκρυα, από την ρώγα αίμα και από την ουρήθρα χρυσό υγρό. Σηκώνομαι και πλησιάζω τα κορίτσια.

    Σκύβω στο κεφάλι του Θύματος που με κοιτάει ικετευτικά. Ίσως να τη λυτρώσω, ίσως να την βυθίσω περισσότερο στη αγωνία της.

    Με τη γλώσσα μου γεύομαι τα δάκρυα της. Μωρό…
    Κατεβαίνω ακόμα πιο χαμηλά και δοκιμάζω το αίμα της. Κορίτσι…
    Γλιστράω στις καμπύλες της, που παίζουν με το πρόσωπο μου λαχανιασμένες και δοκιμάζω τα ούρα της. Γυναίκα…

    Το Φίδι έχει βυθίσει τη μισή σχεδόν παλάμη της μέσα. Την μαγκώνω με τα δόντια μου και την φέρνω έξω. Πιάνω τον καρπό της, ενώ με παρακολουθεί με χείλια βαμμένα που στάζουν. Με το άλλο χέρι πιάνω το Θύμα και το γυρνώ μπρούμυτα. Βάζω ένα μαξιλάρι και ανασηκώνω ελάχιστα τη μέση του. Το σώμα της, μέχρι την μέση θυμίζει αδύνατο αγόρι. Τα οπίσθια της όμως…

    Τα χαζεύουμε και οι δύο υπνωτισμένοι. Αριστούργημα, που σε προκαλεί φθηνά και πρόστυχα να το διχοτομήσεις.

    «Εγώ; Έχει χώρο για εμένα;» Τρία κεφάλι που γυρνούν, σαν συγχρονισμένη ομάδα προς τη φωνή της πόρτας. Το τρίτο κορίτσι μας κοιτάει. Κέρινα κλαδιά δείχνουν προς το φύλο της. Ο φιλαράκος μου κουρνιάζει στη παλάμη της. Της κάνω νόημα να πλησιάσει. Την τοποθετώ παράλληλα και στην ίδια στάση με το Θύμα. Όρθιος ζυγίζω το σενάριο μου.

    Το Φίδι στα γόνατα στηρίζει το σώμα με τα χέρια της, στα σημεία που ουρές θα έπρεπε να φυτρώνουν στις πρόθυμες σκυλίτσες. Σκύβω και της ψιθυρίζω το τι θέλω από αυτήν. Καταλαβαίνει και μου νεύει. Τραβιέμαι από το κρεβάτι και βγάζω τη ζώνη μου.

    Με τα χέρια της τραβάει το πέπλο, ελευθερώνει την οπίσθια οπή και φτύνει πάνω της. Πρώτα στη Μία και μετά στην Άλλη. Τα κορίτσια το δέχονται, σπάζοντας τη μέση ακόμα περισσότερο. Ακουμπάει τους αντίχειρες στις εισόδους και γυρνά και περιμένει. Διπλώνω τη ζώνη στα δύο και της κλείνω το μάτι. Τους βάζει και τους δύο ταυτόχρονα.

    Τα δύο θηλυκά τινάζονται προς τα εμπρός. Το Φίδι όμως δε τα αφήνει να ξεφύγουν. Έμπειρη ηνίοχος ρίχνει το σώμα της μπροστά και ακολουθεί το άρμα της. Ανοίγει κι άλλο τα πόδια της και τραβάει πάλι τα ζώα προς τα πίσω. Παραπονιούνται, κλαψουρίζουν, αλλά ακολουθούν. Τώρα κρατάει το άρμα σταθερό. Στριφογυρίζει απαλά τους αντίχειρες και τα κορίτσια σέρνουν το κορμό τους πίσω, πάνω στα στήθη τους αναγκάζοντας τα καπούλια να καμπυλώσουν περισσότερο. Πιέζει αριστερά και δεξιά, πάνω και κάτω τα πεισμωμένα ανοίγματα σαν να δίνει μορφή σε πήλινες οπές. Το κορίτσι που ήρθε τελευταίο βογκάει ξεψυχισμένα, κρατάει τα πνευμόνια του για λίγο άδεια και τα ξαναγεμίζει. Το Φίδι συνεχίζει μέχρι να χαλαρώσουν και μετά τρυφερά αποσύρει τα δεσμά. Τα ζώα αφήνουν μία συρτή φωνούλα σχεδόν ταυτόχρονα.

    Το Φίδι πλησιάζει το αριστερό και το δεξί της χέρι στο αιδοίο της. Ενώνει τον δείκτη και τον μέσο σε κάθε χέρι και βυθίζει και τα τέσσερα δάχτυλα μέσα της. Το σώμα της κυρτώνει σε μία οριακή καμάρα, για να φτάσουν τα δάχτυλα βαθιά. Τα βγάζει και τα κοιτάει.

    Όχι τόσο υγρά όσο θα ήθελε.
    Ξαναπροσπαθεί.
    Δυσκολεύεται.
    Αποφασίζω να την βοηθήσω.

    Τινάζω το χέρι αναγκάζοντας τη ζώνη να ξεδιπλωθεί απότομα. Λίγο πριν το κύμα που απλώνεται στο μαύρο δέρμα φτάσει στο τέλος του, διπλώνω τον καρπό. Κάπου μισό μέτρο δέρματος κολλάει στη σάρκα, ακολουθώντας την κλίση της καμάρας. Το Φίδι από το σοκ λυγίζει περισσότερο και μπήγει πιο μέσα τα δάχτυλα. Ίσως μέχρι τη μήτρα, εικάζω. Ξεδιπλώνεται και στριφογυρίζει το λαιμό του για να με κοιτάξει. Τα μάτια του κοριτσιού φλέγονται. Περισσότερο από το δέρμα της; Η ζώνη κολλημένη ακόμα στο δέρμα, σα να μη θέλει να ξεφύγει. Ατάραχος ανταποδίδω το βλέμμα της δίχως κανένα συναίσθημα. Ένα δευτερόλεπτο, δύο, τρία. Γυρνάει πάλι μπροστά. Ακουμπά σε κάθε πύλη τα δύο δάχτυλα που αναλογούν και σκίζει το δέρμα με βία, αναγκάζοντας να βυθιστούν σε όλο τους το μήκος απότομα.

    Τα ζώα ουρλιάζουν μαζί και νιώθω το αίμα μου να ξυπνάει. Ερεθίζομαι για πρώτη φορά απόψε. Βγάζει τα δάχτυλα και αφήνει το οξυγόνο να προσπαθεί να ηρεμήσει τα κορίτσια. Αλλά όχι για πολύ. Τα βάζει ξανά με πιότερη δύναμη. Τα ουρλιαχτά, τώρα φωνές που συναγωνίζονται η μία το παράπονο της άλλης. Τα βγάζει και ξανά μέσα πάλι, πιο δυνατά. Σχεδόν νιώθω τον ήχο της σάρκας που δηλώνει την αντίρρηση της, σα γη που απομακρύνεται κατά την δημιουργία χάσματος. Οι κινήσεις επαναλαμβάνονται αρκετές φορές και τώρα τα κορίτσια απλά κλαίνε, δίχως όπως να απομακρύνονται από τον βιασμό τους.

    Τα βγάζει δε προσέχω πια για ποια φορά. Είμαι χαμένος στην μορφολογία των μυών που αναδύεται στις ράχες των κοριτσιών. Έντονες μικρές και στριφογυριστές οροσειρές στην αρχή, που σβήνουν με το πέρασμα της ώρας. Το βλέμμα μου καταλήγει στα λεπτά τους χέρια , που αντιστέκονται στην παρόρμηση και κρατούν το σώμα τους στη θέση του. Το Φίδι φτύνει στα χέρια του και την δεύτερη φορά, ο ήχος που αποσπά την προσοχή. Πλησιάζει με τα γόνατα ελάχιστα σιμά τους και τώρα τέσσερα δάχτυλα κρούουν τις πύλες. Απαλά, όμως …

    «Όχι, μη, σε παρακαλώ…», το Θύμα αντιλαμβάνεται πιο σβέλτα τι πρόκειται να ακολουθήσει…

    …σε μία άλλη εποχή θα μύριζε άμμος. Η σκόνη θα τιναζόταν από τις οπλές, οι κραυγές των αλόγων, που καλπάζουν αφηνιασμένα, θα σκεπάζονταν από τις φωνές του πλήθους και οι άμαξες θα έτρεχαν προς την λύτρωση ή προς την καταστροφή.

    …σε μία άλλη χώρα, η σκηνή θα διαδραματίζονταν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, τα ναρκωτικά θα έρεαν άφθονα, τα χρώματα θα έδεναν με τους λεκέδες, οι φωνές θα έμοιαζαν σπασμένες.

    …σε μία άλλη διάσταση, τα κορίτσια φωνάζουν τόσο δυνατά που αναρωτιέμαι για τους γείτονες. Το Φίδι τις ανοίγει βασανιστικά αργά. Τόσο αργά που μοιάζει αμαρτία. Δίχως να κομπιάζει, χωρίς να τις επιτρέπει να ελπίζουν. Για μία ανάσα. Για λίγο σάλιο. Για ελάχιστο οίκτο. Για μία αγκαλιά. Ξαφνικά σταματάει.

    Δειλιάζει; Το σκέφτεται; Υποχωρεί;

    Την χτυπάω ξανά με τη ζώνη. Τώρα δε γυρνάει να με κοιτάξει. Απλά με κίνηση κοφτή, μπαίνει πιο βαθιά. Η ζώνη ξεδιπλώνει το μήκος της στο κενό ανάμεσα μας και η πλάτη της υποδέχεται.

    Λίγο πιο βαθιά!
    Ξανά!
    Λίγο πιο βαθιά!
    Ξανά!

    Τα δευτερόλεπτα κυλούν γεμάτα, με ένταση ωρών. Τα χέρια μου ακολουθούν και ο ιδρώτας θολώνει την εικόνα μου. Τις βιάζει, τις απελευθερώνει, τις γεμίζει, τις αδειάζει. Πετάω τη ζώνη μακριά. Πιάνω τον Φιλαράκο. Τα κορίτσια καλπάζουν φρενιασμένα, κλαίνε, γελούν, χύνουν, βρίζουν, ικετεύουν. Το Φίδι μία λαδωμένη μηχανή που χορεύει σε έκσταση. Την πλησιάζω, την αγκαλιάζω και αυτή δεν σταματά. Περνώ το αριστερό μου χέρι και ακουμπώ τη λάμα στο λαιμό της. Δεν αντιλαμβάνεται τίποτα η σκύλα. Μία κουρδισμένη μηχανή πόνου, που συνεχίζει δίχως σκέψη προς το γκρεμό. Συνεχίζει ακόμα και όταν ανοίγω δίοδο για τον πνοή της, σε αφύσικα, πλησιέστερα σημείο για τα πνευμόνια της.

    Το σώμα της πέφτει μπροστά και μαζί και εγώ. Οι καρποί της τελικά χάνονται μέσα στα κορίτσια. Ίσως να φταίει το βάρος, ίσως και το αίμα που τρέχει ζεματιστό, ίσως και ότι όλα είναι απλά ένα όνειρο και εγώ ξυπνώ ιδρωμένος.

    Δεκαπέντε χρονών και μουσκεμένος σα μωρό. Ανάβω το λαμπατέρ που παραμονεύει δίπλα μου. Ανοίγω το κομοδίνο και βγάζω το σημειωματάριο . Στο εξώφυλλο του σκόρπιοι στοίχοι.

    Έλα μικρό μου ποντικάκι…

    Το ανοίγω και πιάνω το μολύβι. Στέκομαι λίγο στις τελευταίες λέξεις και αρχίζω να γράφω με ρυθμό.

    …ο Δράκος σε περιμένει…

    Ώρα μετά, το φως σβηστό και εγώ κοιμάμαι. Χρόνια αργότερα , οι άλλοι φωνάζουν εναντίον μου, ενώ εγώ απλά τα περιγράφω...
    Ίσως να φοβούνται πως θα ξυπνήσω τους δικούς τους εφιάλτες...

    Τέλος.
     
    Last edited by a moderator: 24 Μαρτίου 2017
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Θα τα συμμαζέψω λίγο, έχει συνέχεια.
     
  8. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    Έχει μεγαλο ενδιαφέρον...
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    "Ο Βιασμός"

    Το κινητό αφήνει έναν ήχο θλίψης. Το κοιτάω. Μήνυμα. Δουλειά. Κάνω δύο βήματα και το πιάνω. Ανοίγω το μήνυμα…

    Βρήκα το τηλέφωνο σας από τη Μαρία. Δε ξέρω αν μπορείτε να με εξυπηρετήσετε αλλά θα το ήθελα πολύ. Στις 00:00 και ίσως λίγο πιο μετά, στο club “Το Μήλο” , μία κοπέλα θα μπει στις αντρικές τουαλέτες. Θα την αναγνωρίσετε από ένα μενταγιόν που φοράει . Δύο εσταυρωμένοι που οι σταυροί τους είναι πλεγμένοι ο ένας με τον άλλον . Θα την ακολουθήσετε και θα μπείτε μέσα μαζί της . Θα σας πει μία λέξη μόνο και θα καταλάβετε ότι γνωρίζει . Τότε δίχως να της πείτε τίποτα θα την βιάσετε . Όταν τελειώσετε θα βγείτε και κάτω από το καλάθι των αχρήστων θα σας περιμένει η αμοιβή σας . Πεντακόσια ευρώ . Αυτά . Ελπίζω να με εξυπηρετήσετε . Χριστίνα.

    Αφήνω το κινητό και κοιτάω το ρολόι . Εννιά και είκοσι και είναι ακόμα πρωί . Γυρνάω στο κρεβάτι και ξαπλώνω . Είναι ακόμα νωρίς για μένα…

    (η συνέχεια το βράδυ)

     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Μπαμ. Ένα κύμα που γεννιέται από το κέντρο και απλώνεται. Φτάνει στα δύο παγόβουνα και τα σηκώνει ψηλά. Είναι πολύ κοντά το ένα με το άλλο και η σύγκρουση είναι κτηνώδης. Θραύσματα σχεδόν αόρατα μέσα στην ομίχλη, τινάζονται προς κάθε κατεύθυνση.

    Μπαμ. Δεύτερο κύμα, ακόμα μεγαλύτερο καταπίνει λαίμαργα τα υπολείμματα του πρώτου και αναγκάζει τους όγκους από πάγο, να βουτήξουν ολόκληρα κάτω από την επιφάνεια.

    Μπαμ. Τρίτο κύμα και τα βουνά γίνονται τρία. Δύο μικρά και ένα μεγάλο. Είναι καταδικασμένα. Πιάνω το ποτήρι και το φέρνω στο στόμα μου. Μία γερή γουλιά από λιωμένο μπρούντζο, με παίρνει μακριά από τον ήχο της punk που βασανίζει το ποτό μου.

    Μέσα από το ουίσκι, τα παγάκια που λειώνουν και στο θολό πάτο του ποτηριού, βλέπω τον κόσμο να χτυπιέται. Να χτυπάει, να φωνάζει, να αναπνέει, να πέφτει και να ξανασηκώνεται. Μέχρι τέλους. Μέχρι να χύσουν. Μία φιγούρα περνάει και κρύβει την εικόνα.

    Αφήνω το ποτό και κρατάω το υπόλοιπου του υγρού που καίει, στο στόμα. Ψηλή, αδύνατος κορμός, μαύρο καρέ μαλλί.

    Κατεβάζω την γουλιά που έχει μισοσβήσει από τα υγρά του στόματος μου. Τακούνια, κοντή φούστα, σφιχτά γεμάτα κωλομέρια.

    Γυρνάει και κοιτάει αριστερά και δεξιά. Εγώ κοιτάω το ρολόι μου. Ακριβώς δώδεκα . Η ώρα που βγαίνουν οι δράκοι για να τραφούν.

    Το βλέμμα της στέκεται για μία στιγμή πάνω μου. Κοκαλάκια στην βάση του λαιμού της που σε φωνάζουν να τα γλύψεις. Μέχρι το μεδούλι.

    Τινάζει το κεφάλι της νευρικά και το μενταγιόν παρασύρεται παρενοχλημένο. Δύο φιγούρες σταυρωμένες, κολλημένες πρόσωπο με πρόσωπο, στήθος με στήθος, πόδια χωμένα στο ξύλο, ένα μαζί του. Στέκεται, το σκέφτεται και φεύγει. Την ακολουθούν τα μάτια μου, μέχρι που η πόρτα κλείνει από πίσω της. Τώρα την ακολουθούν τα πόδια μου, παρασύροντας και εμένα μαζί τους.

    Η πόρτα αφήνει το θόρυβο απ’ έξω. Μπροστά στους καθρέπτες, παγωμένη. Τα χέρια της τρέμουν. Δεν γυρνά να με κοιτάξει. Πλησιάζω και την αγγίζω. Ξυπνάει και με κοιτάει.

    «Χριστίνα», μία λέξη. Βραχνό, υγρό παράπονο που στάζει καθώς λειώνει . Με ένα νεύμα της δείχνω μέσα από τον καθρέπτη, μία πόρτα που είναι ανοιχτή από πίσω μας.

    Μπαίνει μέσα. Την ακολουθώ και κλειδώνω.

    «Βγάλε τα παπούτσια», το πάτωμα υγρό, με χρώματα διάφορα. Υπακούει. Ακούω τον ήχο της σάρκας, του πατώματος και του υγρού ανάμεσα τους.
    «Γονάτισε». Υπακούει. Το θρόισμα της φούστας που ανεβαίνει και αποκαλύπτει. Με τα χέρια, στηρίζει το σώμα της στη λεκάνη του καμπινέ.
    «Κάτω τα χέρια». Υπακούει. Το στήθος γλιστράει πάνω στη βρώμικη επιφάνεια, τα χέρια μουσκεύουν, το κεφάλι της κρέμεται πάνω από την τρύπα της λεκάνης.

    Σηκώνω το πόδι και ακουμπώ το λερωμένο μου παπούτσι, στα μαλλιά της. Σκύβω μπροστά δίχως να πιέσω και πατώ το κουμπί. Νερό γεμίζει τη λεκάνη και με το πόδι βουτώ το κεφάλι της, στη κολυμπήθρα.






    Μέχρι να νιώσω τα χείλια της να κολλούν με πάθος στο παγωμένο υλικό, κάτω από το νερό. Κατεβάζω το πόδι μου, την πιάνω από τα μαλλιά και της τραβώ το κεφάλι έξω. Νερό που τρέχει από τις κοιλότητες των ματιών της, λοξοδρομεί στις καμπύλες των χειλιών, κατεβαίνει και χάνεται ανάμεσα στο στήθος της.

    Το πρόσωπό της σε ανάποδη ορθή γωνία με το λαιμό κείτεται αδύναμο και εύθραυστο απέναντι από το δικό μου. Ανοίγει τα μάτια της. Μαύρες μεγάλες κόρες, σφιχτά δεμένες με τις ομόχρωμες ίριδες. Ανοίγει το στόμα της. Και το κρατά ανοιχτό. Φτύνω μέσα. Το σάλιο μου γαντζώνεται στη γλώσσα της και μετά το καταπίνει. Πετάγομαι και την τραβώ ψηλά. Ακολουθεί. Την στριφογυρνώ και την γδύνω. Ρούχα, υγρά, στεγνά, ύφασμα που δε θέλει να ξεκολλήσει από το κορμί της.

    Γυμνή. Πιο όμορφη. Πιο πρόστυχη. Πιο θηλυκό. Την σπρώχνω απαλά, σαν υπνωτισμένος και την καθίζω. Ξεκουμπώνω το παντελόνι μου και βγάζω τον ανδρισμό μου έξω. Τον κοιτάει με ύφος θολό, αλλά όχι μπερδεμένο. Πιάνω το σωλήνα, κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου και απελευθερώνομαι. Χρυσό υγρό και αφρισμένο, ξεχύνεται πάνω στο κορμί της. Πρώτα στο στήθος της. Ρυάκια που χωρίζουν και ανακατεύουν τα χρώματα. Σκιές που τονίζουν, που προκαλούν, που διεγείρουν, καμπύλες που θέλω να τις λιώσω με τα χέρια μου, να τις σκίσω με τα νύχια μου, να τις ανοίξω με τα δόντια μου, να τις αποθεώσω με μια κραυγή.
    Ανυψώνω την κλίση και το στόμα της εκεί. Να με περιμένει ανοιχτό, να πίνει, να φτύνει, να πίνει, να ξεδιψά, σα λυσσασμένη. Πλησιάζω και το βάζω μέσα στο στόμα. Καταπίνει, ξεχειλίζει, σώνεται και σταματά. Γλύφει, βυζαίνει, ζητάει κι άλλο. Σκληραίνω και προχωρώ. Βλέπω το πρόσωπο της να διογκώνεται, να θέλει να εκραγεί. Πνίγεται, δεν σταματώ, ανακλαστικές κινήσεις απελευθέρωσης, δεν σταματώ, απεγνωσμένο μουγκρητό. Τραβιέμαι. Σάλια με την ορμή αφρισμένης σαμπάνιας τινάζονται. Υγρά χρυσά και αφρώδη. Ξανά πάλι και τώρα πιο πολύ. Τα μάτια της γουρλώνουν, πρήζονται, τρεμοπαίζουν. Τρίτη φορά, τέταρτη, πέμπτη.

    Τραβιέμαι και μαζί πέφτει και το κεφάλι της αδύναμο. Την πιάνω πάλι από τα μαλλιά και την σηκώνω. Τα πόδια της τρέμουν σαν νεογέννητου αλόγου. Την γυρνώ και την αναγκάζω να λυγίσει προς την λεκάνη. Κατεβάζω το χέρι μου που γλιστράει πάνω στη ράχη της. Φτάνει στην λεκάνη της και το ακινητοποιώ στην κωλοτρυπίδα της. Με το πρώτο άγγιγμα τινάζεται μπροστά.

    «Όχι ! Όχι εκεί ! Δεν μπορώ» , φωνή αλλιώτικη. Όχι πια βραχνή. Κοριτσίστικη, σπασμένη. Την σπρώχνω ξανά μπροστά. Υγρά έχουν φτάσει μέχρι εδώ. Φτύνω στο πέος μου και αγγίζω την δύστροπη πύλη της.

    «Όχι σε παρακαλώ ! Μη ! Δε θα το κάνεις …» και της αφαιρώ το λόγο, παραβιάζοντας ό,τι συνηθισμένο μόνο προς τα έξω να ανοίγει είναι. Αργά, χωρίς πισωγύρισμα, αφήνοντας στην γυναίκα τα γιατί. Φτάνω στο τέρμα του μήκους. Το δέρμα μου έρχεται σε επαφή με το δικό της και εφαρμόζουν σαν παλιοί εραστές.

    Η γυναίκα κλαίει. Μη θέλοντας να φωνάξει. Ήχος πνιχτός και ντροπιασμένος. Τραβιέμαι και βλέπω τους μύες της ράχης της να τραβιούνται μαζί μου. Σα να θέλουν να με ακολουθήσουν. Σα να είναι μπλεγμένοι με το ιδιόμορφο αγκίστρι μου. Δεν τους αφήνω να φτάσουν στα άκρα. Λίγο πριν, αλλάζω πάλι την φορά. Πιότερο αργά από πριν, θέλοντας να απολαύσω με κάθε χιλιοστό την όποια αλλαγή. Στη φωνή, στην αναπνοή, στο πετσί, στα γόνατα, στα κωλομέρια που ανοίγουν στην προσπάθεια να με δεχτούν.





    Με τα χέρια της στηρίζεται στο εσωτερικό της λεκάνης. Στήριγμα ισχνό, με βάζει στον πειρασμό. Οι ωθήσεις μου απότομες και δυνατές. Οι παλάμες της γλιστρούν στην υγρή επιφάνεια. Το άγχος της μην παγιδευτεί μέσα στην τρύπα , μαζί με τον πόνο που ήδη νιώθει , την πιέζουν έντονα. Βγαίνω από μέσα της και περιμένω.

    Δειλά βρίσκει την ευκαιρία να προσπαθήσει να ανεβεί πιο ψηλά. Τραβάει για εκατοστά την μία της παλάμη και μπαίνω μέσα της με ορμή. Σχεδόν νιώθω τον ήχο γυαλιού που σπάει. Χάνει την ισορροπία της και πέφτει. Τα χέρια της σταματούν στον πάτο της τρύπας. Η μία πάνω στην άλλη παγιδευμένες , σχεδόν σφηνωμένες. Κάτι μέσα της κομματιάζεται. Το αντιλαμβάνομαι από το βάθος που φτάνω στην διείσδυση. Το ακούω, από την τρομαγμένη της κραυγή που δραπετεύει από τα στήθια της, συναντά τα λευκά τοιχώματα και αντανακλάται στην καμπίνα.

    Δύο υπέροχοι σφριγηλοί όγκοι κοιτούν πια κατευθείαν προς το πρόσωπό μου. Ο σφιγκτήρας έχει χαλαρώσει και η πύλη αποκαλύπτεται, με το μελί διάδρομο στο πρωκτόδερμα να προσκαλεί τον απεσταλμένο μου. Δεν χαλώ χατίρι και επιτρέπω στη βάλανο να ανοίξει τον δρόμο. Η αντίσταση όμως είναι ελάχιστη, σαν χαλαρωμένο αιδοίο και με παρασέρνει στο άδυτο. Η κραυγή της αυτή τη φορά δεν δηλώνει πόνο. Ούτε αηδία. Με το πρόσωπό της σχεδόν κολλημένο στην λεκάνη, με καλεί η φύση της. Ούτε σε αυτήν χαλώ χατίρι. Βιασμός να σου πετύχει.

    Ανεβάζω το ρυθμό και η σκύλα με τις κραυγούλες της το ίδιο. Θηλυκό με ευρεία προοπτική. Χαμογελώ και τότε ανοίγει η πόρτα του μπάνιου.

    Η σκύλα σωπαίνει, σε αντίθεση με εμένα. Σφίγγει το στόμα της με μανία, που φτάνει και απλώνεται στο σβέρκο της. Την χτυπώ με δύναμη, με το πέος μου να θεριεύει από τη νέα τροπή των πραγμάτων. Κάποιος ανοίγει την διπλανή πόρτα, στις αντρικές και μισό μέτρο δίπλα του, εγώ γαμάω με ταχύτητα την σκύλα. Τη βλέπω που κολλάει τα χείλια της στο τοίχωμα προσπαθώντας να πνίξει την ανάσα της. Με την ώθηση φτάνω στο τέλος του σωλήνα και την πιέζω μέχρι να ακούσω το γδάρσιμο των δοντιών.

    Ο τύπος δίπλα κατουράει. Τι κρίμα να μην σημαδεύει αυτή τη λεκάνη. Συνεχίζω πιο γρήγορα. Το καζανάκι απελευθερώνει τα νερά του. Η σκύλα τα σάλια της. Ακούω το φερμουάρ που σηκώνεται. Σταματώ, βγαίνω από την τρύπα και κάνω ακριβώς το ίδιο. Η γυναίκα μένει στη θέση της. Ο τύπος βγαίνει από την καμπίνα. Σκύβω από πάνω της και της ψιθυρίζω να παραμένει εκεί που βρίσκεται. Κάτι ψελλίζει, αλλά είναι υγρό και δε καταλαβαίνω.

    Ο τύπος ανοίγει την βρύση. Εγώ την πόρτα. Με αντικρίζει από τον καθρέπτη και αμέσως βλέπει την κοπέλα.

    «Δική σου. Είναι έτοιμη» σκύβω και σηκώνω το καλάθι. Αυτός την κοιτάει με ενδιαφέρον. Όσο ίσως το δικό μου, καθώς βρίσκω το φάκελο. Σηκώνομαι και κινούμαι προς την πόρτα. Αυτός στη θέση του ακόμα καρφωμένος. Δύο πράγματα με προβληματίζουν. Τα χρήματα και το τι θα κάνει. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω μου, ακούω την πόρτα της σκύλας να κλείνει και αυτή. Η μία απορία μου έχει λυθεί.
    Η άλλη μόλις βγω από το μαγαζί.

    Διασχίζω με αργά βήματα το μαγαζί. Ο κόσμος ακόμα χαμένος στο ρυθμό. Ρίχνω μία ματιά στο μπαρ πριν στραφώ προς την έξοδο και παγώνω.

    Η κοπέλα! Αυτή που είχε τη μούρη της, μέσα στη λεκάνη, πριν από λίγο! Μόνο που … κάτι δεν πάει καλά. Τα ρούχα δεν είναι τα ίδια, αλλά είναι αυτή. Καταλαβαίνει το σοκ μου και κατεβαίνει από το σκαμπό. Τα ίδια όμορφα πόδια. Με πλησιάζει. Ο βηματισμός της, διαφορετικός. Το ίδιο και η φωνή της.

    «Μάλλον τελειώσατε με την αδερφή μου», πιο σκληρή.

    «Σας ευχαριστώ» και μου δίνει το χέρι της …
    Ξυπνάω ιδρωμένος...
    Τέλος

     
    Last edited by a moderator: 10 Απριλίου 2017
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ύστερα από την ευγενική επισήμανση ενός μέλους, ότι τέτοιες ιστορίες θα μπορούσαν να ωθήσουν μία αποκλίνουσα προσωπικότητα, στο να θελήσει να πραγματοποιήσει κάτι από αυτές, ορίζοντας εμένα ως ηθικό αυτουργό, θα δηλώσω κάτι που το έχω ξαναπεί σε δεκάδες μου ποστ, προς κάθε άτομο που θα του έμπαιναν ιδέες στο κεφάλι του.


    Άλλο η φαντασία και άλλο η πραγματικότητα. Ο Superman μόνο στα comics, πετάει.


    Δεν θέλω να σχολιαστεί αυτό μου το ποστ, σε αυτό το νήμα.


    Ευχαριστώ.
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest




    "Η γιορτή"

    Εφιάλτης...

    Γυμνός βαδίζω στην πόλη που ξεχνάω. Ζωντανές φιγούρες δεν υπάρχουν πουθενά. Ο ουρανός με πιέζει και νιώθω να σέρνω τα βήματα μου με δυσκολία. Αλλά πρέπει να σταθώ και να περπατήσω. Πηγαίνοντας προς τα πού … Αναζητώντας το τι … Σε μία πόλη που ποτέ δεν γνώρισε το πάθος …
    Βρέχει. Σταγόνες χοντρές και πηχτές. Αίμα. Τρίβω τους λεκέδες από πάνω μου, για να τους διώξω μακριά μου. Χειρότερα , απλώνονται. Ο δρόμος λασπώνει και με εμποδίζει. Πρέπει να βιαστώ. Να προκάμω. Τερατόμορφα χέρια άμορφης λάσπης, μου γδέρνουν τα πόδια. Σκαρφαλώνουν προς τα πάνω. Με λυγίζουν, γονατίζω, πέφτω. Σέρνομαι. Σκεπάζομαι. Δεν σταματώ. Προσπαθώ να κινηθώ, κάτω από τη λάσπη που βαθαίνει. Είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. Αφήνομαι. Παρασύρομαι και τότε θυμάμαι … Τα φτερά μου … Έπρεπε να πετάξω . Μα είναι αργά και ξυπνάω…

    Τα μάτια μου συναντούν το σκοτάδι. Όχι το απόλυτο όμως. Κάτι φέγγει δεξιά μου. Γυρνώ προσεκτικά για να μην ξυπνήσω την χαρά μου. Το κινητό. Αδέξια η κίνηση, φέρνει θόρυβο. Στέκομαι. Καμία αντίδραση. Πιο προσεκτικά αυτή τη φορά το φέρνω προς εμένα. Μήνυμα. Τ’ ανοίγω …

    Καλησπέρα σας. Από μία γνωστή σας φίλη, τη Μαρία, βρήκαμε το νούμερο σας. Έχουμε ακούσει για εσάς, νομίζαμε ότι είστε κάποιος μύθος και ακόμα δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι. Κάποιες από τις ιστορίες που ακούσαμε για εσάς όμως, μας κέντρισαν την προσοχή και αποφασίσαμε να ρισκάρουμε και να σας καλέσουμε στην ετήσια γιορτή που κάνουμε. «Προσφορά προς τη Μητέρα» . Έτσι την καλούμε. Αν σας ενδιαφέρει, την Κυριακή στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, θα σας περιμένει ο οδηγός μας στην στροφή του Μεσοκόπου. Ελπίζω να φανείτε διακριτικός. Θα πρέπει να ακολουθήσετε τις οδηγίες του, ελπίζω να μη σας πειράζει αυτό. Η αμοιβή σας θα είναι ικανοποιητική και ίσως άρει τις όποιες σας ενοχλήσεις. Δέκα χιλιάδες Ευρώ, αν θελήσετε περισσότερα το συζητάμε. Σας ευχαριστώ.

    Το στομάχι μου σφίγγεται. Είναι πολλά. Δεν είναι καλό αυτό. Αφήνω το κινητό δίπλα και γυρνώ προς την χαρά μου. Η Δράκαινα έχει τα μάτια της ανοιχτά. Φέγγουν μέσα στο σκοτάδι σαν πύρινοι βόλοι. Το νιώθει και αυτή. Δεν είναι καλό αυτό…

    Το αυτοκίνητο κάνει μία τελευταία στροφή και σταματάει μπροστά στην είσοδο. Δερμάτινα και επιμελώς καθαρισμένα καθίσματα. Αμαρτίες που εκφράζονται δια της απουσίας τους. Δεν κάνω καμία κίνηση να ανοίξω την πόρτα. Ούτε και ο οδηγός . Η πόρτα όμως ανοίγει. Μάλλον η νύχτα πέρα από υγρή είναι και ανυπόμονη…

    «Καλώς ήρθατε», ίσως μόνο οι οικοδεσπότες. Μία μικροκαμωμένη φεγγαροπρόσωπη χοντρούλα χαμογελάει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Νιώθω λες και στέκομαι πάνω σε σκάλα ή σαν να στέκεται δίπλα μου γονατιστή.

    «Καλώς σας βρήκα» και όμως ανοίγει κι άλλο αυτό το στόμα. Μου χαμογελάει σα να ετοιμάζεται να με φάει. Ίσως και να το σκέφτεται. Ο κόσμος έχει χάσει το παιχνίδι.

    Το αυτοκίνητο χάνεται αθόρυβα πίσω μου. Ταιριάζει με τον οδηγό του. Θα γινόταν καλός διαρρήκτης. Ίσως και να είναι.

    «Ακολουθήστε με», μάλλον αναβάλει την όρεξη της. Ανεβαίνει λίγα χιλιοστά πάνω από τη λάσπη στην εκτίμηση μου. Την ακολουθώ. Ζορίζομαι. Πιο αργά δεν γίνεται.

    Τα πάντα γύρω μου είναι υπερβολικά. Αηδιαστικά. Νάνοι από πέτρα ντυμένοι σαν αριστοκράτες. Τόσο όμορφοι όσο τα σαλιγκάρια σε μέγεθος σκύλου. Κακοφτιαγμένοι θάμνοι. Μάλλον ο μπαρμπέρης τους θα είναι τυφλός. Ψεύτικα δέντρα. Στέκομαι και τα κοιτάω. Καρποί από πλαστικό που θα νεκρώσουν γενιές μετά από τους ιδιοκτήτες τους.

    «Δεν είναι όμορφα», ας της κόψει κάποιος το χαμόγελο. Έστω να της χαράξει το πρόσωπο.
    «Δεν χρειάζονται πότισμα και μένουν πάντα έτσι, σαν φρέσκα». Μάλλον αποτυχημένη πλαστική. Ίσως το νυστέρι να μην είναι καλή ιδέα. Μάλλον η σακοράφα και μια γερή κλωστή. Συνεχίζω με προβάδισμα. Πυρσοί μετά από μερικά βήματα. Να κάτι το ενδιαφέρον…

    Πυρσοί ελαφρώς βυθισμένοι στη λάσπη. Με κλίση που δεν θα δικαιολογούσε το ότι στέκονται ακόμα όρθιοι. Θα παρασύρονταν από το βάρος τους και θα έπεφταν. Μία καλή φωτιά. Μία μικρή σημείωση στο πίσω μέρος του μυαλού μου.

    Στη βάση τους, με τα γόνατα για στήριξη, γυμνοί, με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, τα πόδια ανοιχτά, το φύλο τους να κρύβεται πίσω από κοντάρι, σκλάβοι. Αριστερά γυναίκες. Δεξιά άντρες…


    «Σας αρέσει;» Διακρίνω στο χαμόγελο της την λαχτάρα ενός αρπακτικού. Ίσως και ύαινας, ό,τι και να ‘ναι όμως για πρώτη φορά προσθέτει στο πρόσωπο της μία νότα γοητευτική.

    «Το βλέπω σαν το προσάναμμα που περιμένει την σπίθα. Ευοίωνο αλλά μόνο προσάναμμα.» Χαμογελάει, στη νότα προστίθεται άλλη μία. Της ικανοποίησης. Όχι δουλική. Με δύο νότες μπορείς να φτιάξεις μία μελωδία;

    Πλησιάζει έναν από τους άντρες. Πως τους μάζεψαν; Πόσο το υλικό, ώστε να το σπαταλούν εδώ έξω;

    Είναι ένας νεαρός. Όχι έφηβος, κοντά στα τριάντα. Μαλλί κοντό, καστανό. Το σώμα του γυαλίζει, κάποιο λάδι ίσως. Με μία κίνηση απρόβλεπτη για το σουλούπι της πετά το ένα της παπούτσι και απελευθερώνει το πόδι της. Όχι όμορφο. Δάχτυλα κοντά και φουσκωμένα, αλλά περιποιημένο. Στηρίζεται πάνω στους ώμους του και φέρνει το πόδι της ανάμεσα στα δικά του. Ο άντρας αφήνει το κεφάλι του να πέσει λίγο περισσότερο προς τα πίσω. Εμπειρία; Πρόβα; Το πέος του σε λήθαργο αναπαύεται πάνω στο ζωντανό και σκούρο χρώμα. Μοιάζει υγρό, για αυτό μου φέρνει σε κάτι το ζωντανό. Οι όρχεις του κρυμμένοι στο κοίλωμα που έχει σχηματιστεί κάτω από την λεκάνη του. Βάζει το πόδι της στο κοίλωμα. Σαν την τρύπα στη βάση ενός δέντρου, κάποιο τρομαγμένο ζώο θαρρείς πως κρύβεται εκεί μέσα. Έτσι και το νιώθει και αυτή και οι κινήσεις της προσεκτικές. Δε θέλει να το τρομάξει.

    Το βρίσκει. Το παγιδεύει απαλά, τουλάχιστον έτσι δείχνουν οι τένοντες στα πόδια της και σιγά σιγά το βγάζει προς τα έξω. Νάτο. Δεν είναι φοβισμένο. Οι όρχεις του νεαρού ξεπροβάλλουν και η σακούλα είναι απλωμένη. Τον αναγκάζει να χαμηλώσει ακόμα περισσότερο. Ακουμπούν στο χώμα. Λίγο πιο πολύ και θρονιάζονται σαν ευαίσθητοι καρποί. Τραβάει το πόδι της και διαλέγει τον δεξί. Είναι αυτός που βλέπω πιο καθαρά. Μία επίδειξη. Η χοντρή Κυρία ετοιμάζεται να τραγουδήσει.

    Ακουμπά το μεγάλο της δάχτυλο πάνω του. Έχει το μισό μέγεθος από τον όρχι. Αλλά είναι η κορυφή του ανάποδου παγόβουνου. Τον πιέζει απαλά. Θέλει να το σιγουρέψει. Πως δε θα της ξεφύγει. Το καταφέρνει σχετικά εύκολα. Ρίχνει το βάρος της μπροστά. Του ξεφεύγει μία γκριμάτσα πόνου στο πρόσωπο. Αλλά την διορθώνει πριν την δει. Εμπειρία σίγουρα. Όχι πρόβα. Τον πατάει, μετατοπίζοντας κι άλλο το βάρος της. Το χώμα είναι μαλακό, τουλάχιστον στην επιφάνεια. Ο μισός χάνεται στο χώμα. Αλλά εκεί σταματάει. Συμπιέζεται, παραμορφώνεται, αυτός παίρνει βαθιές και αργόσυρτες ανάσες. Δεν ακούγεται. Τώρα έχει ρίξει όλο της το βάρος πάνω του. Κανένα επιφώνημα πόνου. Δείχνει να ικανοποιείται μαζί του. Άλλη μία γοητευτική νότα πάνω της. Τον αφήνει. Ο όρχις βυθισμένος ακόμα στο χώμα. Γυρνάει προς το μέρος μου. Δεν μου λέει τίποτα. Μου προτάσσει το χέρι της. Νομίζω το κέρδισε. Συνεχίζουμε…

    Δρασκελίζουμε την απόσταση, δίχως άλλες κουβέντες. Κοιτώ τους πυρσούς. Κανένας δε μας κοιτά. Ξεχωρίζω μερικούς. Φτάνουμε. Σκαλιά πλατιά από μάρμαρο που αντανακλά το φεγγαρόφωτο και τις λάμψεις από τους πυρσούς. Μία μεγάλη πόρτα. Ξύλο βαρύ και μέταλλο που δεν γυαλίζει. Άλλη μία νότα. Την ανοίγει με δυσκολία και αποκαλύπτει. Το θέαμα είναι όμορφο και για πρώτη φορά απόψε χαμογελώ. Σαν παιδί που μπαίνει στο χώρο των θαυμάτων. Δεν είναι το κεντρικό θέμα είναι προφανές. Αλλά δείχνει τι θα επακολουθήσει. Μία μεγάλη σάλα υποδοχής και διάφορα εκθέματα στους τοίχους. Δεν είναι αυτό που προσέχω.

    Στο κέντρο της ένα λάκκωμα. Μέσα του κάρβουνα πυρωμένα σαν τα μάτια δεκάδων λύκων. Από πάνω του και το ύψος κάπου τεσσάρων μέτρων δεμένη οριζόντια μία γυμνή κοπέλα. Πιασμένη από τους καρπούς και τους αστραγάλους και πλήρως ανοιγμένη. Σαν σκεπή που παγιδεύει την κάψα. Είναι μούσκεμα, ιδρωμένη και μεγάλες και χοντρές σταγόνες από το σώμα της αποκολλιούνται. Πέφτουν στα κάρβουνα που τσιρίζουν θυμωμένα…

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 10 Απριλίου 2017