Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

"Δράκοι", λογοκριμένο.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 18 Νοεμβρίου 2010.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest




    Γεμίζω με το άρωμα της σάρκας που καίει. Ανοίγω τα μάτια της ψυχής και αυτή σαλεύει σα θηρίο που ξυπνά, βουτηγμένη στο λήθαργο της τρύπας που την βαστώ φυλακισμένη.
    Το αρπακτικό από δίπλα μου αντιλαμβάνεται την έξαψη μου και απλώνει το χέρι της. Γυρνώ και κοιτώ το σκουπίδι που τολμάει να με αγγίξει. Τραβάει το χέρι του και ψελλίζει τρομαγμένο.

    «Τι θέλεις;»
    «Να την κατεβάσεις. Να την τραβήξεις μακριά από την φωτιά και να την κατεβάσεις.»
    Με κοιτάει απορημένη αλλά δε διστάζει. Με κάποιον τρόπο, αδιαφορώ με ποιον, καλεί και εμφανίζονται δύο άντρες. Με κάποιο σύστημα που αγνοούν τα μάτια μου, η ιδρωμένη νύμφη καταλήγει δύο μέτρα από τα πόδια μου.

    Για λίγα δευτερόλεπτα αναπνέει από το πάτωμα. Η γλώσσα της ζωγραφίζει κύκλους στεγνούς στην μαρμάρινη δροσιά. Σχεδόν αντιλαμβάνομαι τους πόρους από το δέρμα της. Ανοιχτοί και διψασμένοι, σα στόματα τυφλά με γλώσσες σκασμένες, ρουφούν από την γη την ελάχιστη υγρασία της. Σέρνει το γυμνό της σώμα σα φίδι τσακισμένο και πλησιάζει στις λασπωμένες μπότες μου. Όσο πιο κοντά τόσο πιο αγωνιώδεις γένονται οι κινήσεις της. Νιώθει την υγρασία και την σιμώνει σαν ένα τυφλό και όμορφο σκουλήκι.

    Πρώτα τα μακριά της δάχτυλα συναντούν την πολύτιμη όαση. Αρπάζονται μανιασμένα από τα πόδια μου και φέρνει το πρόσωπο της μέχρι την λάσπη. Η γλώσσα της παγιδεύει το υγρό χώμα και το κουβαλά στο στόμα της. Δεν είναι αρκετό. Με τα πλούσια χείλια της απομυζά την όποια υγρασία, μπορεί να έχει παγιδευτεί πάνω στο επεξεργασμένο δέρμα. Φτύνει χώμα ξερό και στρέφει το κεφάλι προς τα πάνω.
    «Διψάω…Σας παρακαλώ…Διψάω...»

    Πόσες δεκάδες φορές σε μία στιγμή θα μπορούσα να ποθήσω μία τέτοια ικέτιδα;
    Πόσες φορές θα μπορούσα να βιάσω την αναμονή, καθυστερώντας τη στο δρόμο προς την ηχώ;

    «Διψάω…»
    Ξεκουμπώνω το παντελόνι μου. Η κοπέλα τυφλή νιώθει την άηχη στα κοινά αυτιά, διάρρηξη της σιωπής μου.
    «Ναι Κύριε. Σας παρακαλώ το έχω ανάγκη.»

    Πόσες φορές σε μία ώρα θα μπορούσα να κομματιάσω αυτό το πρόσωπο με τα θολά μάτια, για να μην με πληγώνει με αυτήν την ομορφιά;

    Απελευθερώνω το σάρκινο κρουνό.
    Ανοίγει το στόμα.
    Αφήνω την ροή να τρέξει αβίαστα.
    Καταπίνει το χρυσό υγρό αχόρταγα και ότι ξεφεύγει κυλάει από κάτω της. Ακούω τους πόρους, με τις μικροσκοπικές βεντούζες τους κρατούν το πάτωμα στεγνό.
    Κάποτε τελειώνω.
    Στέκεται ακόμα εκεί με το στόμα ανοιχτό.

    Πιάνω το νεκροφάγο αρπακτικό από τον ώμο.
    «Ώρα να πηγαίνουμε.»
    Με οδηγεί με βήματα ατόφια στα ενδότερα. Λίγο πριν χάσουμε το κορίτσι από το οπτικό της πεδίο, ρίχνω μία ματιά ακόμη.

    Στέκεται ακόμα εκεί με το στόμα ανοιχτό…

    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Οι σκηνές που ακολουθούν ανήκουν στη σφαίρα του τρόμου και του φανταστικού.

    Κάθε είσοδος σημάνει το τέλος μίας διαδρομής. Κάποιες τυχερές και την αρχή μίας νέας.
    Αυτή που δρασκελίζω τώρα, μου μοιάζει περισσότερο μ’ ένα τεράστιο στόμα.
    Ανοιχτό.
    Που κλείνει πίσω μου.
    Ικανοποιημένο.

    Σαν γλώσσα, ένα κόκκινος και έντονος διάδρομος ξεδιπλώνεται μπροστά μου.
    Και εγώ στέκομαι στην αρχή του.

    Αριστερά και δεξιά μου, δόντια μαλακά και υγρά. Φιγούρες συνηθισμένες, που αναπνέουν με τέτοια ένταση, που δε νομίζω ότι η έκρηξη του σουρεαλισμού θα αργήσει.

    Στην άλλη άκρη της γλώσσας όμως…

    Μία γυναίκα σε έκσταση. Μοιάζει σα να ‘ναι βιδωμένη σε ένα ιδιότυπο κάθισμα. Παρατηρώ λίγο περισσότερο.
    Δεμένη.
    Τα γόνατα λυγισμένα και το κορμί ανοιχτό και έκθετο. Χοντρές σιδεριές, σφαλίζουν την ελευθερία της. Πάνω σε πλέγμα μεταλλικό, στρωμένο το σώμα της. Ζώνες από πλεγμένες ίνες που λαμπυρίζουν, διατρέχουν και κρατούν σφιχταγκαλιασμένα. Γύρω της θυμιάματα και το στόμα της ανοιχτό να ρουφάει με λαχτάρα τους πυκνούς γκρίζους υιούς , που την αγγίζουν.

    Εισπνέει και παγιδεύει τον καπνό στα στήθια της. Αφήνει μόνο αδύναμα υπολείμματα να ξεγλιστρήσουν από τα μαύρα χείλη της.

    Μόνο την εικόνα ακούω και από κάπου μακριά παράσιτα που προσπαθούν να εισβάλλουν στο όνειρο μου.

    «Καλώς ήρθατε. Εσάς περιμέναμε για να ξεκινήσουμε.»
    Γυρνώ προς το παράσιτο. Άλλο ένα ανθρωποειδές που αναπνέει το οξυγόνο μου. Και της γυναίκας που ταξιδεύει…

    Το βλέμμα μου, του αρκεί. Χαμογελάει ευχαριστημένος. Όπως και τα υπόλοιπα ανδρείκελα που μας περικυκλώνουν. Δεν μετρώ το πόσα. Είτε ένα, είτε πολλά το ίδιο μου κάνει.

    Κάποιο από αυτά με πλησιάζει. Αντιλαμβάνομαι την υγρασία του. Την νιώθω και στο αντικείμενο που βάζει στο χέρι μου. Γλοιώδης και μητέρα δυσφορίας. Φέρνω το αντικείμενο προς το οπτικό μου πεδίο, αν και γνωρίζω ήδη τι είναι. Ένα Kenshar, με την λαβή να αποπνέει ακόμα την μυρωδιά από τριαντάφυλλο. Το κοιτώ με απορία.

    Τα φώτα σβήνουν. Μόνο το χαλί και οι άκρες του παραμένουν μακριά από τις σκιές. Τα ερπετά αποσύρονται βαθύτερα και μακριά από την σκηνή. Την σιγή τους, την επισφραγίζουν κάποιοι ήχοι που χαρακτηρίζουν το κλείσιμο. Δε δίνω ιδιαίτερη προσοχή καθώς το ενδιαφέρον μου έχει απλωθεί ξανά επάνω της.

    Είναι όμορφη. Οι ανάσες της με καλούν. Η παγιδευμένη σάρκα της με ωθεί προς την βεβήλωση. Οι σκέψεις μου, ταράζονται από ένα έλασμα που απελευθερώνεται.

    Ένας μηχανισμός αθέατος, μέχρι την στιγμή αυτή, δηλώνει την δυσοίωνη παρουσία του. Κάτι που στην αρχή μου μοιάζει με το χοντρό πόδι μίας καρέκλας, ανυψώνεται από το έδαφος και μπαίνει σε μία ελλειπτική τροχιά. Ακολουθώ την νοητή εξέλιξη της πορείας και βλέπω τον ορθάνοιχτο υγρό ναό της. Η λεκάνη κοιτάει προς εμένα και η πύλη αποδοκιμάζει το κενό της.

    Ικετεύει για την πλήρωση της. Για ένα δάχτυλο, για μία γροθιά, για οτιδήποτε θα ωθήσει προς την παραβίαση, την συμπλήρωση και τελικά προς την εξάρθρωση της.

    Ένα ομοίωμα κτηνώδους αρσενικού μορίου, με μήκος και πάχος που προσδιορίζει ζωώδες πρότυπο, φτάνει στην είσοδο και για λίγα δευτερόλεπτα σταματά.

    Υπνωτισμένος από το θέαμα που πρόκειται να ακολουθήσει, πιθανόν και από τις ιδιότητες του καπνού που τρυπώνει ύπουλα εδώ και ώρα μέσα μου, συνεχίζω να παρακολουθώ ακινητοποιημένος. Νιώθω την λάμα του μαχαιριού στην παλάμη μου και την πιέζω με δύναμη. Ανταποδίδει το πάθος μου, δημιουργώντας ένα άνοιγα στην σάρκα μου. Αρκετό για να με επαναφέρει.

    Η εισβολή αρχίζει. Συγκεχυμένα και αντίθετα κύματα συναισθηματικών ρευμάτων, με ντύνουν μετά την απογύμνωση. Το κεφάλι του ομοιώματος σπρώχνει τις πτυχές της προς τα μέσα και η γυναίκα ανοίγει το στόμα σε ένα άηχο βογκητό.

    Να πέσω με δύναμη πάνω του και να το βυθίσω όλο μέσα της.
    Να πέσω με δύναμη πάνω του, για να αποτρέψω την καταστροφή της.

    Κάνω ένα βήμα μπροστά μην έχοντας ακόμα αποφασίσει. Βλέπω το κεφάλι να χάνεται και ο μηχανισμός να συνεχίζει. Η γυναίκα τραγουδάει. ΄Η έτσι τουλάχιστον μου ακούγονται οι κραυγές του πόνου και της ηδονής, παιδιά του αφύσικου βιασμού της. Τα πόδια της παλεύουν να ανοίξουν περισσότερο για να μειώσουν την αντίσταση. Το αίμα που κυλάει διστακτικά λιπαίνει και διευκολύνει την διείσδυση. Κάνω μερικά βήματα ακόμα και την προσεγγίζω από το πλάι.

    Στο πρόσωπο της, εκφράσεις σελήνης που τεντώνεται, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στο νέο σχήμα που της χαρίζει, ένα ομοίωμα με μήκος πάνω από ένα μέτρο.

    Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω το στήθος της που φουσκώνει, κάνοντας χώρο για να υποδεχθεί τη μάζα που έρχεται. Σα να με αντιλαμβάνεται και τα ουρλιαχτά παίρνουν μορφή. Μία μορφή σαν ομίχλη που καλεί από τις σκιές και ζητάει τη λύτρωση. Το αίμα τώρα κυλάει με ορμή από μέσα της, σαν πηγή που απελευθερώνει το ζεστό υγρό της. Το σώμα κάτω από την μέση ανοίγει κάτω από τη βία των οστών της λεκάνης που απομακρύνονται.

    Το ένα από το άλλο.

    Οι λέξεις πάλι χάνονται και το δωμάτιο πλημμυρίζει από τις φωνές μίας γυναίκας που της βιάζει ο θάνατος.

    Προσφορά προς τη Μητέρα. Μία θυσία γονιμότητας. Μία γυναίκα που παραδίνεται στην ασέλγεια του Θανάτου. Που γίνεται δική Του.

    Οι κραυγές της σπάνε, μαζί με τις χορδές της.
    Σηκώνω το χέρι μου ψηλά.
    Βλέπει τι κρατάω και μέσα από την οδύνη της, φυτρώνει δειλά ένα χαμόγελο.
    Βλέπει την λύτρωση και στο βλέμμα της γεννιέται η αγάπη για εμένα.
    Με αυτό το βλέμμα χαραγμένο στο πρόσωπο της, την περνώ στην Άλλη Όχθη.

    Κατεβάζω το χέρι μου με δύναμη και το μαχαίρι βυθίζεται μέσα της. Ένα σφύριγμα απελευθερώνει την ένταση που είχε συμπιεστεί στο στήθος της.
    Επαναλαμβάνω την κίνηση για αρκετές φορές σε διάφορα σημεία. Γεμίζω τη σάρκα της με πύλες που ελευθερώνουν την δίοδο. Σταματώ για να απολαύσω τις τελευταίες της ανάσες.

    Σαν ένα βρέφος που εισέρχεται σε ένα κόσμο. Σκύβω και τη φιλάω. Στο στόμα μου η στερνή πνοή της…

    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Και μετά το χάος. Αγνό και ερεβώδης, έρπων στα πιο κρυφά σημάδια της απώλειας.
    Κρύβονται σαν τα ποντίκια. Όπου νομίζουν δε θα μπορέσω να τους βρω. Κλείνω τα μάτια μου και σιωπώ… Ό,τι δεν βλέπεται, δεν μπορεί να αποπλανήσει.

    Ήχος, ο χτύπος της καρδιάς μου.
    Οσμή, το αίμα της που στεγνώνει.

    Με προσοχή τα μετακινώ σε μέρος ασφαλές. Τώρα ακούω την ανάσα μου. Την σπρώχνω προς το βάθος και περιμένω.

    Ένα ρολόι από κάπου μακριά χωρίζει το χρόνο σε κομμάτια. Προσηλώνομαι στα κενά του Γέρου. Ελαφρύ αεράκι που περνάει από τις χαραμάδες. Μοιάζει με την μελωδία της λύρας. Σα μία κόρη που χορεύει με τον χρόνο. Πάνω στο καμβά της ακοής προσθέτω τις κινήσεις της. Άπλετο το λευκό που περισσεύει και εκεί τους βρίσκω.

    Ο πιο κοντινός βρίσκεται μερικά μέτρα πιο πέρα, πίσω από πόρτα βαριά. Ακούω το ιδρωμένο δέρμα του που με βία προσπαθεί να κρατηθεί από το λείο ξύλο. Τον πλησιάζω.

    Μυρίζω την βρώμικη μπόχα που αναδύει μέσα από τα κενά.
    Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη.
    Την επόμενη στιγμή είναι ανοιχτή και την αμέσως επόμενη ένα λουλούδι από σκούρο κόκκινο ανοίγει στο αέρα. Όσο θορυβώδης και αν ήταν στην ζωή, τόσο φθηνά σιωπηλός στο πέρασμα του.

    Αμέσως μετά ακούω τον επόμενο. Βρίσκεται στον ίδιο χώρο και έχει λουφάξει στις σκιές. Είδε το φως που τρύπωσε στο δωμάτιο, αλλά τίποτα άλλο δεν μπόρεσε να αντιληφθεί. Το ρολόι από μακριά χτυπά και εγώ κινούμαι. Κενό και σταματώ. Χτυπά και άλλο ένα λουλούδι με παχύρρευστη υφή ανθίζει στους κενούς τάφους.

    Άλλοι δύο στέκονται στο διπλανό δωμάτιο. Κρατά ο ένας το χέρι του άλλου. Σχεδόν γεύομαι τα πανιασμένα χρώματα τους. Αυτή η πόρτα είναι κλειδωμένη. Βγάζω ένα κέρμα από την τσέπη μου και πλησιάζω κοντά της. Σκύβω και το ακουμπώ απαλά στο πάτωμα. Διπλώνω το μέσο και το χτυπώ με δύναμη. Περνάει με φόρα κάτω από την χαραμάδα και περνάει στο άλλο δωμάτιο. Βρίσκει κάπου και αφήνει ένα κοφτό ήχο. Αμέσως μετά φωνές τρομαγμένες, ήχοι που πλησιάζουν, κλειδί που γυρνάει και δύο σώματα που πέφτουν πάνω μου. Αφήνω κάποια μέρη να πέσουν με δύναμη στο πάτωμα. Οι κραυγές που βγάζουν είναι αρκετές για να προκαλέσουν μία σειρά από ανθρώπινες βουλήσεις που κινούνται ενστικτωδώς.

    Η επόμενη ώρα με βρίσκει σαν μεθυσμένο κηπουρό να χορεύω στον δικό μου ευωδιαστό κήπο. Υγρά και πηχτά παράγωγα του τρόμου γεμίζουν με χρώματα το σκοτάδι μου. Η ψυχή μου σα σκύλα διψασμένη, γεμίζει με παιδικές ζωγραφιές ποικίλων χρωματισμών, τα ακριβά τους έπιπλα, τα παχιά τους χαλιά και τους πλουμιστούς, δικούς τους τοίχους. Το υλικό είναι άφθονο. Ήταν περισσότεροι από ότι είχα αισθανθεί. Δεν διαχωρίζω τα θύματα από τους θύτες. Όταν ο Θάνατος βολτάρει, ερωτεύεται όποιο ζωντανό και αν συναντήσει.

    Πάνω σε ένα άψυχο σπίτι, σκαλίζω τις κούκλες μου από μέλη νεκρών. Την φρενίτιδα δεν την ορίζω, αλλά ούτε και αυτή εμένα.

    Κάτι αρπάζει το χέρι μου.
    Σταματώ.
    Ήρθε.
    Ανοίγω τα μάτια μου.
    Η Δράκαινα.

    «Φτάνει! Έλα μαζί μου.»

    Αφήνουμε τον χώρο και πίσω μας κανένας ζωντανός.
    Άλλωστε και όταν ήρθα μόνο ένας υπήρχε…

    Τέλος.
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Ο άνθρωπος δίχως όνομα





    Ο άνθρωπος δίχως όνομα γεννήθηκε πριν ακόμα γεννηθεί. Τα βιβλία, η μουσική, οι ιστορίες, οι εικόνες που έχτισαν την προσωπικότητα του, γεννήθηκαν πολύ πιο πριν αυτόν. Την στιγμή της γέννησης απλά πιστοποιήθηκε η είσοδος του σε αυτόν τον κόσμο.





    Ο άνθρωπος δίχως όνομα δεν μπορούσε ποτέ να αισθανθεί τους άλλους. Έμαθε να υποκρίνεται ότι τους αισθάνεται. Ήταν πολύ καλός στον ρόλο του. Τόσο καλός που έπειθε ακόμα και τον εαυτό του.





    Ο άνθρωπος δίχως όνομα δεν είχε ποτέ του ταυτότητα. Έβρισκε τον περιορισμό δεσμευτικό. Πλησίαζε τους άλλους και γινότανε πηλός. Απορροφούσε τους κραδασμούς και γινόταν ίδιος με αυτούς. Τους γιαούρτωνε και μετά έπαιρνε την θέση τους. Μέχρι τον επόμενο. Για αυτόν ήταν ένα ταξίδι, σε μία άλλη οντότητα, σε μία διαφορετική πνευματική διάσταση κάθε φορά.





    Ο άνθρωπος δίχως όνομα δεν είχε ποτέ δική του ηθική, ιδεολογία, πιστεύω. Ανέσυρε από το μπαούλο αυτά που είχε κλέψει, έπλεκε την κατάλληλη ενδυμασία και την φόραγε στον επόμενο χορό.





    Ο άνθρωπος δίχως όνομα δεν μεγάλωσε ποτέ. Έμενε πάντα παιδί. Για αυτό κάθε φορά που έβλεπε κάποιον άνθρωπο να λάμπει σα ένα σπίρτο που φλέγεται, μέσα του χτυπούσε παλαμάκια και έκανε τούμπες ζητωκραυγάζοντας.





    Ο άνθρωπος δίχως όνομα έτρεχε πάντα και ήταν βιαστικός. Πεινασμένος συνεχώς τρεφόταν με όποιον τρόπο έβρισκε πιο λειτουργικό. Και ήταν πάντα ο πιο αποτελεσματικός, αλλά η πείνα του δεν καταλάγιαζε ποτέ και έτρεχε ξανά, μέχρι που σταμάτησε.





    Έμεινε παγωμένος μπροστά σε αυτό που είδε, αιώνες ολάκερους. Κατέγραψε κάθε της κίνηση, αφουγκράστηκε τα ερυθρά της κύτταρα, είδε τις τρίχες της και μελοποίησε το κάθε τους λίκνισμα, έγραψε σονέτα για τα μικρά σημάδια της νεαρής της διαδρομής στο χρόνο, έβγαλε χιλιάδες φωτογραφίες από ένα χαμόγελο της, έφτιαξε μία πόλη γεμάτη από επηρμένες τοιχογραφίες, εμπνευσμένα παιδιά των δάχτυλων της, ερωτεύθηκε το ζωντανό της βλέμμα και πόνεσε όταν έκλεισαν τα μάτια της, ερωτεύθηκε βαθύτερα όταν ξανάνοιξαν και πόνεσε περισσότερο όταν ξανάκλεισαν.





    Όλα αυτά στο ατέρμονο λεπτό που κύλησε από την στιγμή που την είδε. Αμέσως μετά του μίλησε.
    (συνεχίζεται)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    -Θέλετε κάτι; Η φωνή της μία λίμνη από καθάρια και υγρή καραμέλα. Ο άνθρωπος βούτηξε μέσα σε αυτή και έζησε δέκα ζωές. Γεννήθηκε δέκα φορές και πέθανε άλλες τόσες. Κάθε φορά και σε μία άλλη εποχή. Διέγραψε όλη την ιστορία του ανθρώπινου γένους στα χιλιοστά του χρόνου που κύλησαν μαζί με την μικρή σταγόνα σάλιου που ξεπρόβαλλε από τα χείλη της. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερε και βγήκε στην επιφάνεια της λίμνης και άνοιξε το στόμα του. Δεν ακούστηκε όμως από εκεί ήχος κανένας. Μόνο ο ήχος του γιαουρτιού του, που συνάντησε το πρόσωπο της.





    Το κορίτσι έπεσε λιπόθυμο. Ο άνθρωπος δίχως όνομα το σήκωσε στην αγκαλιά του και έφυγε μακριά…





    (συνεχίζεται)
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Η Γαία γεννήθηκε πρώτη και μέχρι τα δεύτερα της γενέθλια μεγάλωσε σαν βασίλισσα. Μετά ήρθε το δεύτερο και μετά ακολούθησε το τρίτο παιδί. Τώρα ήταν πια η βασίλισσα των μυρμηγκιών, των λουλουδιών και υπεύθυνη για τις αταξίες του ξωτικού του κήπου.





    Στα δέκα της πήρε μία γενναία απόφαση. Θα αποσυρόταν από τα φώτα και θα τους παρακολουθούσε όλους από τις σκιές.





    Έτσι αθόρυβα μεγάλωσε, αθόρυβα παρακολούθησε τους έρωτες και τις ίντριγκες των φιλενάδων της, αθόρυβα παρακολούθησε την κηδεία του πατέρα της, την έκτρωση της αδερφής της στα δεκαέξι, αθόρυβα πέρασε στο πανεπιστήμιο, αθόρυβα επέλεξε να χάσει την παρθενιά της από έναν Αθηναίο φοιτητή που ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν θυμόταν τίποτα την επόμενη ημέρα.





    Το κρυφτό της, την βοήθησε να αναπτύξει άλλες αισθήσεις. Έβλεπε αυτό που δεν έβλεπαν άλλοι, άκουγε αυτά που δεν έφταναν στα αυτιά των άλλων και η όσφρηση της ήταν τόσο ανεπτυγμένη που στην κολλητή της Μαρία μύρισε πέρα από το άρωμα του δικού της αγοριού και την ανεπαίσθητη οσμή της Νικολέτας. Το ίδιο βράδυ καθώς η Γαία έσμιγε με τον δικό της Νίκο πέρα από το άρωμα της Μαρίας δεν διέκρινε τίποτε άλλο. Έτσι συμπέρανε ότι ο Νίκος δεν γνώριζε για την ιδιαίτερη σχέση της Μαρίας και της Νικολέτας.





    Σε μία βόλτα της με το Νίκο, η Γαία είχε την χαριτωμένη ιδέα να ξαφνιάσουν την Μαρία εισβάλλοντας στο σπίτι της, από το παράθυρο του ακάλυπτου. Ο Νίκος ξαφνιάστηκε για την πρωτοφανής πρωτοβουλία της Γαίας, την κοίταξε διερευνητικά, αλλά η ιδέα ότι θα μπαλαμουτιαζόταν στα κρυφά με τη Μαρία σε κάθε ευκαιρία που η Γαία θα έβγαινε από το δωμάτιο, τον έκανε να παραμερίσει τις επιφυλάξεις του και να συναινέσει.





    Η Γαία και ο Νίκος μπήκαν από το παράθυρο και έπεσαν πάνω στην Μαρία που στα τέσσερα και με δεμένα μάτια φώναζε στην Νικολέτα, να την ξεσκίσει όπως κανείς άντρας δε τα κατάφερε ποτέ. Την συνέχεια η Γαία δεν την παρακολούθησε. Τους άφησε και έφυγε από την είσοδο, ενώ οι φωνές τους τη συνόδευαν μέχρι το δρόμο.





    Η Γαία τον επόμενο χρόνο ένιωσε ελεύθερη. Δίχως αγόρι και δίχως φίλες, τριγυρνούσε σε όλη την πόλη και έκλεβε εικόνες, ήχους και μυρωδιές, από κάθε στενό και κάθε ανοιχτό παράθυρο, σκιαγραφώντας την μυστική ζωή των κατοίκων της.





    Σε μία τέτοια νυχτερινή της εξόρμηση και καθώς βάδιζε προσεκτικά αλλά γρήγορα για να ξεφύγει, από τον καυγά που ξεσπούσε στο σπίτι των Κόκκινων, έπεσε πάνω του.


    Ο Κύριος Παράξενος. Έμειναν και οι δύο παγωμένοι να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Η Γαία προσπάθησε να γίνει αόρατη, αλλά αυτός συνέχιζε να την κοιτάει. Τα μάτια του έλαμπαν και η ίδια άρχισε να νιώθει γυμνή. Στο τέλος δεν άντεξε και τον ρώτησε, με φωνή που προσπάθησε να την κάνει να μοιάζει σίγουρη.





    -Θέλετε κάτι; Έβαλε μεγάλη προσπάθεια και μαζί με τη φωνή της ξέφυγαν και σάλια από το στόμα της. Σκέφτηκε να σηκώσει το χέρι της διακριτικά και να σκουπίσει τα χείλια της, αλλά την πρόλαβε και σήκωσε το δικό του. Και μετά σκοτάδι…




    Η Γαία συνήρθε και συνειδητοποίησε ότι ήταν δεμένη και φιμωμένη στο πίσω μέρος κλειστού ημιφορτηγού. Το προσπέρασε όμως με την μία. Αφοσιώθηκε στις μυρωδιές που της έκλεψαν την προσοχή, από την πρώτη κιόλας στιγμή.





    Της μύριζε λεμόνι. Φρέσκο λεμόνι, όχι απόσταγμα ή κάποιο άλλο χημικό τερατούργημα. Αλλά λεμόνι, όπως μυρίζουν τα φύλα όταν τα κόβεις από την Λεμονιά. Τούρτα από λεμόνι.





    Τρεις μυρωδιές και στην κορυφή λεμόνι. Μία πιο διακριτική, αλλά πιο βαθιά. Πιο γεμάτη, πιο σίγουρη.





    Η Γαία γύρισε και μύρισε την κουβέρτα πάνω στην οποία βρισκόταν. Άφησε την πνοή της να αδειάσει και περίμενε μέχρι να νιώσει ασφυξία. Και μετά…





    Μετά ρούφηξε με όλη της τη δύναμη, το οξυγόνο που της έλειπε. Μαλλί…





    Μαλλί παρθένο. Ζεστό και ζωντανό, σαν γεννήθηκε μόλις πριν λίγα λεπτά. Ασφάλεια…





    Ήθελα να κοιμηθεί πάνω του, να ταξιδέψει με αυτό, να γεννήσει πάνω σε αυτό…





    Η τρίτη όμως μυρουδιά ήταν η καταστροφή της. Το ένιωσε από την πρώτη στιγμή. Ένιωσε σαν κάποιος να της ξερίζωνε την καρδιά και ένιωσε μία θλίψη για αυτό. Μετά από λίγο το ξέχασε. Ήταν καλύτερα έτσι.





    Η τρίτη μυρωδιά ήταν η μυρωδιά του καλοκαιριού. Της ανεμελιάς. Του αγοριού. Ενός παιδιού. Το χαμόγελο της αθωότητας. Το αιώνιο μωρό.





    Ο άντρας που την είχε «αγκαλιάσει», μύριζε σαν μωρό. Ήταν δική του η μυρωδιά και δεν το γνώριζε κιόλας.





    Η Γαία έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε...





    Γιαγιά γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;
    (συνεχίζεται)
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Αποφεύγοντας τις σκιές οδηγάει μέσα στη νύχτα με τα μάτια κλειστά. Στα αυτιά η μουσική της γης που τρίζει καθώς κρυώνει γύρω του, στα ρουθούνια του η μυρωδιά της. Μύρισε το ξύπνημα της, αλλά δε θέλησε να της το δείξει για να μην την ταράξει, μύρισε τις σκέψεις της, τις κινήσεις της, την ανάσα της που έγινε πιο χαλαρή, μύρισε την στιγμή που πέρασε την πύλη του Μορφέα.





    Συνέχισε να έχει τα μάτια του σφαλισμένα. Δεν ήθελε να αποσπάσει τίποτε την προσοχή του. Για να κινείται μέσα στο δρόμο αρκούσε η ακοή του. Είχε ακριβώς 3564 δευτερόλεπτά πριν φτάσει στο Σπίτι, είχε χρόνο ακόμα. Επέτρεψε την οσμή της να εισβάλλει ανεμπόδιστη μέσα του. Μύριζε το σώμα της, τα όργανα της που λειτουργούσαν, κάθε μικρή τους ανωμαλία, κάθε μικρή τους ιδιαιτερότητα, τα υπολείμματα του φαγητού της μέσα στο στομάχι της, την πλούσια και βαριά των απεκκρίσεων της, τις γραμμές που είχαν χαράξει οι τροφές κατά την διάρκεια της ζωής της, που είχαν ποτίσει από το σάλιο, που είχε την ίδια υφή με της μητέρας της.





    Έγειρε το σώμα του ανεπαίσθητα στην τελευταία στροφή του δρόμου, από εδώ και πέρα όλα ήταν μία ευθεία και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σε αυτήν.





    Χιλιάδες έντονες στιγμές που χαράχθηκαν στο σώμα της και γεννούσαν μία ιδιαίτερη και μοναδική οσμή, ο κώδικας της ζωής της ολάκερης. Το παρελθόν της, το παρόν και τις δυνατότητες που τις χάριζε το μέλλον της.





    Μύρισε ότι της συνέβη, τα αποτυπώματα αυτών που πέρασαν από δίπλα της, τα άφησε στην άκρη, είχε χρόνο να τα μελετήσει, να αποκρυπτογραφήσει, να διαβάσει προσεκτικά την ιστορία που την περιέβαλλε, να τα στοιβάξει στα εκατομμύρια εγκεφαλικά του κέντρα, που περίμεναν ανυπόμονα να γεμίσουν, πριν κάνει την Κίνηση.





    Άνοιξε τα μάτια του. Η νύχτα ήταν βαθιά, τα φώτα του αυτοκινήτου σβηστά, αλλά οι εικόνες όρμησαν αδηφάγα από τα μάτια του. Στιγμές εκατομμυρίων χρόνων που σημάδευαν το δρόμου που κινιόταν και είχαν αφήσει τα αόρατα για τους άλλους ίχνη τους παντού. Χαμογέλασε στη θέα τους. Για πρώτη φορά εδώ και χίλια χρόνια…





    Για να σε αγγίξω μωρό μου.





    Δεν είδε το φορτηγό. Το ξαναείδε μετά από 4 χρόνια όταν συνήλθε από το κώμα, παράλυτος από τη μέση και κάτω…





    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Όντως και για αυτό το λόγο, αυτό το νήμα πρέπει να διαγραφεί.
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Θα πρέπει να διαγραφεί, γιατί οι ιδέες δεν ήταν δικές μου. Εκτός αν αυτός που με βοήθησε, δίνοντας μου τις λέξεις κλειδιά, το αναλάβει ως δικό του. Το κτήνος που ονειρεύοταν και μου έλεγε συνεχώς, άντε Ηλία, πότε θα το βγάλεις, ήταν δικό του. Αυτός θα μπουρούσε να είναι Κυρίαρχος, εγώ ήμουν μάλλον, μόνο ο...
    προφήτης του.

    Γράψαμε μαζί και ένα νήμα, παλιά. Θα τον βρείτε, πάω για βόλτα. Δε θα ξαναπεράσω, μυρίζει βρώμικο Ηλία, εδώ και μέσα και μου δημιουργεί μία...
    ...αηδία, όσο κάθομαι εδώ πέρα.