Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Επιστολές που ποτέ δεν στείλαμε. Παραμιλητά. Ιστορίες. Σημειώματα. Μονόλογοι. Hμερολόγια...

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Tenebra_Silente, στις 6 Δεκεμβρίου 2014.

  1. zoeleene

    zoeleene D̶̸̡̀͏įs̡t̵͞͏o̢̢̕ŗ͝t̨̢e̢͘͜͞͞d̴̸͜͝҉

    When does it get better?
    When does it get easier?
    When is the pain supposed to stop?
    When does the nothing become something?
    When is the emptiness supposed to be filled?
    When does the blackness disappear into the light?
    When do the tears dry up?
    When do the tears stop?
    When does it end?
    When do I end?
    When do I end?
    When do I end?
    When do Į
    ͝y̛o̸҉u'͘͢r̢͟e ̸̨͝n̶͠o̵t̷̕hí̕ng̡͜͡ y͘͟͜o̶̶͡u̴'͞re͏ ̀a͘bs҉ol̡̕ųt̴̡e̴l͘͜y ҉̛͢no̶t͘̕͟hing̀͡ ̷̵y̷̡͡ó̶ų̛'̶͝ŕ͡e͡͡ ńot̨͏h҉͞i̕ǹ͜͝g͝ ̵͝͏ì̧́t ̶͏̡ẁ̴i͏l̶͘l ͘͢ne̵̕v͡͡e͏r̡ ̢̕s̛t͘o̧p̛͡ ̀i̛͜͞t͡͠ ͡w̛͘i҉̧ll̛ ͢҉n̨͟e̶̴͞v͞͡e̵̸r ̧͡e̡̨nd̶͡ ̵̷s̴̴ųf͡fér̷͟i͠n҉̨g͢ ͝is̛̛͡ ́͢͞al͢͠͡l̨̕͞ ̨y͘͞o͢͡u͜ ͠͏̡w͠͞͏i͏l̴͝l͢ ̶̕͝èv̢͞͏er ̕͡k̕ń̴͘o̡̨w͢ n̷o҉̷t̵҉h̨in̨g̛ ̨y͜oư͠'r̶҉e͢ ̸̢͟n̛o̵̵t͠hi҉̧ng͘ yo̕u͜ ͠
    n̴̨ot̨̕h̢͘i͜͢͝n̵g͜͝n̢̡o̧t̷̢h̸̢i̡n̡̕g̀͟n͢o̵̕͢t̛h̷͝í̛͝n͝g̡̕

    When does it get better?
     
  2. lotus

    lotus Silence

    Τι χρονοβόρα εργασία να ξεχωρίζεις τη ήρα από το σιτάρι
    Πόσο δύσκολο να διαχωρίζεις την αγάπη από τον έρωτα
    Πόσο επώδυνο να κλειδώνεις τον έρωτα σε ανήλιαγο κελί
    Πόσο γαλήνιο να τρέφεις την αγάπη
    Απομάκρυνση από τα πάθη του σώματος
    Στερητικά σύνδρομα από τα πάθη της ψυχής
    Αποστασιοποίηση...
    Και ξάφνου η ομίχλη χάνεται, καθαρό τοπίο
    Κι εσύ απλός παρατηρητής ή και εκτελεστής
    Τι απλά τα πράγματα, χωρίς προσδοκίες
    Ζωή στο τώρα, στο εδώ και μόνο
    Κι η ενέργεια γίνεται δημιουργία
    και μόνο.
     
    Last edited: 9 Δεκεμβρίου 2017
  3. Stilvi

    Stilvi Nobody expects the Spanish inquisition! Contributor

    Αυτό το είχα γράψει μία εποχή μου όλα έμοιαζαν μαύρα. Ευτυχώς που μεταστοιχειώθηκε σε κάτι πολύ δημιουργικό αργότερα... σε ένα έργο  

    Τίτλος: Μαλακίες

    Τι κάνω εδώ; Πρώτη φορά στα τρία χρόνια νοιώθω το περιβάλλον μου ξένο. Ψάχνω να με βρω στα αντικείμενα γύρω μου, μήπως αναγνωρίσω κάτι γνώριμο και μέσα από αυτό αναγνωρίσω κι εμένα.
    Δεν μπορώ να γράψω πια, έχω αρχίσει να το νοιώθω πια αυτό στην καρδιά μου στα κόκκαλά μου. Νοιώθω κενή.

    Νομίζεις ότι ξέρεις, τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου, τον εαυτό σου, την ζωή σου. Τίποτα δεν ξέρεις.
    Όλα αλλάζουν και όλα ανατρέπονται, και τι μένει; Τι σκατά μένει στο τέλος; Η σκιά του θανάτου. Όλα γύρω σου είναι μικροί εώς μεγάλοι θάνατοι.
    Το ποτήρι που κρατάς στα χέρια σου μπορεί να γλιστρήσει, να σπάσει και να μην το ξαναδεις ποτέ. Το ίδιο και ο άνθρωπος.

    Αναλώνομαι σε μαλακίες. Καφές, τσιγάρο και μαλακίες. Μαλακίες δουλειές, μαλακίες κουβέντες, μαλακίες σκέψεις. Μόνη μου, κανείς.
    Βαριέμαι, βαρέθηκα. Θέλω και δεν θέλω. Δεν ξέρω τίποτα μόνο ψυχανεμίζομαι και προσπαθώ. Για πόσο; Έχω αρχίσει να ψυχανεμίζομαι όχι για πολύ.
    Διαβάζω, βλέπω, τρώω, κοιμάμαι, καφές και τσιγάρο και αναλώνομαι σε μαλακίες. Και κυλάει η ζωή μου. Έτσι... στο ρελαντί.
    Να μη μιλάω, να μη σκέφτομαι, να συζητάω για μαλακίες που δεν με ενδιαφέρουν με ανθρώπους που βαριέμαι, να συζητάω με ανθρώπους που με ενδιαφέρουν για μαλακίες που δεν καταλαβαίνω.
    Ο μεγαλύτερός μου φόβος, να μην καταλάβω μέχρι να είναι πολύ αργά. Ζω με αυτό το φόβο, τον κουβαλάω στην πλάτη μου, στους μυς του σώματός μου μέχρι να με φάει σαν αρρώστια.
    Γράφω μαλακίες ή τίποτα και αναλώνομαι, ξοδεύομαι. Και περιμένω, λες και θα κατέβει από τον ουρανό, οι μαλακίες που σιχαίνομαι. Φτιαχτά συναισθήματα και αντιδράσεις.
    Ακόμη και αυτή η φαινομενική μαυρίλα είναι φτιαχτή. Θα ξεχαστεί κι αυτή με την επόμενη μαλακία που θα βρω να αναλωθώ.

    Το πρόβλημα είναι ότι σε γενικές γραμμές είμαι καλά με την ζωή μου. Αυτό είναι το πρόβλημα. Ψάχνω να βρω το αληθινό. Τι είναι και τι όχι. Είμαι καλά; Είναι η μαυρίλα; Η απελπισία και αυτή μπορεί να είναι αληθινή.
    Ακόμη και το κλάμα είναι μηχανικό, το γέλιο. Έρχεται και φεύγει. Ημερολόγια του τίποτα.

    Μου φταίει ο καιρός και ο εαυτός μου. Μου φταίνε τα πράγματα που δεν σου λέω.
    Μου φταίνε οι μαλακίες που λέω για να μην σου πω πως πραγματικά νοιώθω.
    Μου φταίς εσύ και οι δικές σου μαλακίες.
    Δεν ξέρω αν αυτό είναι έρωτας. Ξέρω όμως ότι είναι κάτι. Και αυτό είναι αρκετό, μέχρι που δεν είναι.
     
  4. Stelios_X

    Stelios_X "Πείρα είναι το σύνολο των σφαλμάτων μας." Ο.W.

    ΤΣΙΓΑΡΟ

    Στο άκουσμα της αγοράς του πιάνο όλοι είχαν απορήσει πως βρέθηκαν τόσο σύντομα χρήματα για αυτή την ομολογουμένως αξιοσημείωτη αναβάθμιση του πιανο μπαρ «Ο λεγάμενος».
    (Μπορεί το «όλοι» να φαντάζει υπερβολή για έναν διψήφιο αριθμό θαμώνων, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού, για τούτη όμως τη μικρή ιστορία και τον ήρωά της,
    η έκταση του διψήφιου αυτού αριθμού αποτελεί την πλήρη έκταση και του κόσμου του, της ζωής του, του αντικτύπου των πράξεών του.)
    Κάθε ένας ξεχωριστά απόρησαν περισσότερο ή λιγότερο, ποτέ όμως σε βαθμό τέτοιο ώστε να αμελήσουν την καθημερινή τους ρουτίνα ή να χάσουν τον ύπνο τους.
    Ούτως ή άλλως είχαν λάβει καλλιγραφημένη την πρόσκλησή τους, χειρονομία τόση και τέτοια ώστε να αισθανθούν πως αποτελούσαν μέρος μίας πραγματικότητας κατά πολύ ανώτερης από τη δική τους.
    Αν αυτό δεν αρκεί για να είσαι πιστός θαμώνας σε ένα πιάνο μπαρ, μάλλον είσαι κατά τι αχάριστος και ανάξιος τέτοιας τιμής. Ναι, μάλιστα, τιμής.

    "Δεν είμαι έτοιμος σου λέω, δεν το ‘χω" μούγκρισε εκείνος.

    "Μια χαρά το ‘χεις, αυτό μας έλειπε τώρα να πνιγούμε σε μια κουταλιά νερό για ένα κουμπί. Μισό λεπτό να ακουμπήσω κάπου τα γάντια μου και θα στο φτιάξω" απάντησε χαμογελώντας εκείνη.

    Η εμφανής αμηχανία του μπροστά στο μικρό αλλά λαίμαργο κοινό ήταν αδύνατον να κρυφτεί. Βγαίνοντας από το γραφείο του δεν μπήκε καν στον κόπο να αποπειραθεί να την κρύψει.
    Δεν περιμένεις τόσα χρόνια για να παριστάνεις κάτι που δεν είσαι την τελευταία στιγμή, έτσι δεν είναι? Είσαι εσύ, ολάκερος παρών, και το όνειρό σου είναι πλέον πραγματικότητα.
    Το μόνο που σου μένει να κάνεις για να αισθανθείς πως αυτός ο μεγάλος κύκλος στην περιφέρεια του οποίου βάδιζες τόσο καιρό έκλεισε, είναι να περιγράψεις τη γραμμή που τον σχημάτισε, από την αρχή ως το τέλος,
    δίχως να χάσει το σχήμα σου την τελειότητά του, δίχως όμως και να το παρακάνεις με το πάχος της γραμμής ή την ταχύτητα με την οποία τον περιέγραψες.

    Πήρε όμως μια βαθειά ανάσα, κινήθηκε ανάμεσα στο πλήθος κοιτάζοντας τα φωτιστικά της οροφής, στάθηκε στη σκηνή. Δεύτερη βαθειά ανάσα.

    "Είχα ένα όνειρο από πιτσιρικάς. Να έχω ένα μαγαζί δικό μου, ένα πιάνο μπαρ. Αυτό το ξέρετε όλοι σας. Δεν σας έχω πει όμως ποτέ γιατί ονόμασα το μαγαζί μου ‘Ο λεγάμενος’.
    Πριν το κάνω μπαρ, εδώ ήταν μια βιοτεχνία που έφτιαχνε χάρτες. Δούλευα εδώ. Και ήμουν καλός στη δουλειά μου. Ήμουνα το δεξί χέρι του αφεντικού.
    Μέχρι που έμαθα πως κερατώνει τη γυναίκα του με μια προμηθεύτρια χαρτιού. Κανείς δεν το είχε πάρει πρέφα. Μόνο εγώ το ήξερα. Πήγα και τον βρήκα στο σπίτι του.
    Τον απείλησα πως αν δε μου πουλήσει το μαγαζί του όσο-όσο θα τα πω όλα στη γυναίκα του. Κώλωσε ο μαλάκας, μου το έδωσε για ένα κομμάτι ψωμί. Ας πρόσεχε. Με τα όνειρά δεν παίζουμε.

    Την επόμενη μέρα τους απόλυσε όλους. Αυτός έβαλε το λουκέτο, αυτός πλήρωσε τις αποζημιώσεις, αυτός όλα. Ας πρόσεχε.

    Κράτησα το μαζί κλειστό για καιρό, να ξεχαστεί το θέμα. Και άρχισα να το φτιάχνω.
    Πρώτο πράμα, φυσικά το όνομα. Πιάνο μπαρ. Είπαμε, όνειρο.
    Μετά. «Ο λεγάμενος». Νομίζω δε χρειάζεται να πω κάτι άλλο.

    Μετά έκανα το πάτωμα. Αυτό μου πήρε πολύ καιρό, έπρεπε να μείνει μυστικό. Είχα όμως την ιδέα από την αρχή. Όταν μου πούλησε τη βιοτεχνία υπήρχαν εδώ μέσα ένα σωρό χάρτες.
    Έπιασα και τους άπλωσα όπου υπήρχε πάτωμα, μετά έστρωσα από πάνω ένα υγρό που όταν στέγνωσε έμοιαζε με υαλομάρμαρο.
    Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράμα από το να έχεις όλο τον κόσμο στα πόδια σου, ε!

    Είχανε μείνει τα φώτα. Βρήκα μια αποθήκη γεμάτη από υδρόγειους σφαίρες. Άλλες ήτανε μισοτελειωμένες, άλλες ήτανε σπασμένες. Έβγαλα τα σάπια φώτα με το φθόριο και κρέμασα τις σφαίρες.
    Ό,τι είχε μείνει πεταμένο εδώ μέσα εγώ του έδωσα αξία. Ας πρόσεχε.

    Μόνο το πιάνο έλειπε. Έχει δυο μέρες που το έφεραν κι αυτό. Ήθελα να λέω «ιδιοκτήτης πιάνο μπαρ» και να το εννοώ. Όχι να λέω «ιδιοκτήτης πιανο μπαρ» και να εννοώ «μπαρ».
    Αυτά είναι μισές δουλειές. Με τα όνειρα αστεία δεν κάνουμε. Ή τα κάνουμε πραγματικότητα ή τα αφήνουμε όπως είναι και όταν γεράσουμε κλαψουρίζουμε για το χρόνο που δεν είχαμε και τις ευκαιρίες που χάσαμε
    "


    "Μα, για αυτό δεν είμαστε απόψε όλοι εδώ!" είπε εκείνη, χαμογελώντας.

    "Έ....

    Δεν ήθελα ποτέ μου να γίνω πιανίστας, ποτέ μου όμως. Δεν ήθελα ποτέ μου να έχω ένα πιάνο μπαρ.
    Το μόνο που με ένοιαζε πάντα ήταν να έχω τσιγάρα να καπνίζω. Να έχω τσιγάρα να καπνίζω και κανένα μπουκάλι να πίνω με τους φίλους μου."


    Το λογύδριο εξελίχθηκε σε μία άνευ προηγουμένου εξιστόρηση. Μίλησε για έναν τύπο που γνώρισε, έφηβος ακόμη, για την πιτσαρία που εκείνος είχε, για τα σποραδικά θελήματα που έκανε στο μαγαζί του και για το χαρτζηλίκι του που αποταμίευε για να το κάνει τσιγάρα. Για το μαγαζί που δε φαλήρισε ποτέ αλλά το είχε ανοιχτό και κερδοφόρο δίχως λόγο. Και εκείνη την επίσκεψη στο σπίτι του, στα 23 του πια.

    "Με κάλεσε στο σπίτι του για καφέ, και πριν καλά καλά μπω μέσα μου ανακοίνωσε πως απαγορεύεται να ξαναπατήσω το πόδι μου στην πιτσαρία.
    Πριν προλάβω να ρωτήσω το γιατί, διαπίστωσα πως όλοι οι τοίχοι του σαλονιού ήταν καλλυμένοι από πακέτα τσιγάρων, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο.
    Από το πάτωμα ως το ταβάνι. Εκατοντάδες πακέτα. Μου κόπηκε η μιλιά. Μου είπε πως αυτά δεν είναι τίποτα, πως έπρεπε να δω το σαλόνι του παλιού του σπιτιού, πριν μετακομίσει.
    Θα μου έπεφτε –λέει- το σαγόνι. Αλλά δε μου το συνέχισε. Ήθελε να φτάσει στο ψητό. Ήθελε –λέει- να με μάθει πιάνο, για να καπνίζω λιγότερο. Να μη γίνω –λέει- σαν εκείνον.
    Ήθελε να με βοηθήσει να γίνω άνθρωπος, να ανοίξει –λέει- το μυαλό μου, μη γίνει σαν το δικό του, κλεισμένο σε ένα σαλόνι, χτισμένο γύρω γύρω με πακέτα τσιγάρα.
    Γιατί –λέει- ό,τι τοίχο και να χτίσεις γύρω σου, τοίχος είναι. Δε χρειάζεται να είναι από πέτρα. Μπορεί και από τίποτα να είναι. Και έβγαλε ένα αρμόνιο μικρό που είχε στο δωμάτιό του.
    Μου έβαλε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, και μου είπε ‘παίξε ό,τι νομίζεις. Τσιγάρο δε θες? Ορίστε. Φρόντισε μόνο αφού σ’αρέσει τόσο πολύ να μη σου πέσει το τσιγάρο στο αρμόνιο γιατί σε γάμησα.’
    Μετά είπε πως κάθε φορά που μου πέφτει το τσιγάρο πάνω στο αρμόνιό του, θα βάζει στην άκρη λεφτά ίσα με ένα πακέτο, για όταν γίνω άνθρωπος.
    Και άρχισε να μου δείχνει. Και μένα όλο και μου ‘πεφτε το τσιγάρο, κι όσο έπεφτε τόσο σκύλιαζε. Και φώναζε, έβριζε, που και που έτρωγα καμια φάπα. Αλλά δε με ένοιαζε."


    Παύση.

    "Το αγαπούσα το τσιγάρο, πολύ. Αλλά άρχισα να αγαπάω και το πιάνο. Άρχισα να γίνομαι καλός, αλλά το τσιγάρο συνέχισε να πέφτει από τα δάχτυλα ανάμεσα.
    Έψαχνα τρόπους να το στερεώσω αλλά δε γινόταν τίποτα. Μια μέρα νευρίασα τόσο πολύ που πήρα ένα μαχαίρι και έκοψα το χέρι μου βαθειά, ανάμεσα στα δυο δάχτυλα.
    Πήρα το τσιγάρο και το σφήνωσα μέσα στο σκίσιμο, να μείνει εκεί, να μην πάει πουθενά. Και χάρηκα που έστησα τέτοια κομπίνα, νόμιζα κέρδισα.
    Αυτός όμως δε χάρηκε, το μόνο που μου είπε ήταν ‘παίξε ρε πούστη να σε δω’. Και ξεκίνησα να παίζω, αλλά είχα κόψει το χέρι μου, και δεν έβγαινε άκρη πια.
    Με έβλεπε να παλεύω και γελούσε, γελούσε και κοροίδευε. Ένιωσα τόσο μαλάκας που και πιάνο δε μπορούσα να παίξω, και άνθρωπος δε μπορούσα να γίνω, και τα λεφτά που έβαζε στην άκρη για μένα σταμάτησαν,
    που με πήρανε τα κλάμματα. Σηκώθηκα και έφυγα. Από εκείνη τη μέρα αποφάσισα πως κακώς έκοψα το χέρι μου, το τσιγάρο ήταν που έπρεπε να κόψω.
    Και το έκοψα. Το άφησα στην άκρη. Και έγιανε η πληγή σιγά σιγά, και πήρε το χέρι τα πάνω του, και άρχισαν να ανοίγουν πάλι τα δάχτυλα όπως ήθελα,
    και πήγαιναν όπου θέλανε να πάνε, και κανένα τσιγάρο δεν έπεφτε, γιατί δεν υπήρχε τσιγάρο, όπως δεν υπήρχε και κανένας τοίχος πια. Και ήταν όμορφα.
    Επιτέλους ήταν όμορφα. Και ένιωθα ότι πατάω στα πόδια μου."


    Παύση.

    "Και πέρασαν τα χρόνια, και σταμάτησαν τα μαθήματα. Μάθαινα τον εαυτό μου πια. Και έκανα και λάθη, μα και σωστά.
    Το μόνο που ήξερα ήταν πως μια μέρα, ό,τι και να γίνει, εγώ σε αυτό τον άνθρωπο θα πω ευχαριστώ με τον τρόπο μου. Και αυτό το πιανο μπαρ είναι ο τρόπος μου. Μόνο που δεν είχα πιάνο.
    Μάζευα λεφτά –τα ίδια λεφτά που θα έκανα πακέτα- αλλά δεν ήταν αρκετά. Πριν προλάβω να τα μαζέψω όλα, το φερε η τύχη και ξανασμίξαμε. Του είπα τα νέα μου, εκείνος τα δικά του.
    Τίποτα το καινούριο. Στο ίδιο σπίτι είναι ακόμα, στο σαλόνι του και καπνίζει. Μου έδωσε και τα λεφτά που μάζευε τόσο καιρό. Έγινα άνθρωπος –λέει- και τα αξίζω.
    Με αυτά πήρα το πιάνο. Μόνο που τώρα που το πήρα, δε θέλω πια να παίξω.
    Το μόνο που θέλω να κάνω είναι να κάτσω στο σκαμνί του, να ανάψω ένα τσιγάρο, να βάλω ένα ποτό, και να χαρώ που δεν έχω πια ΑΥΤΟ το στόχο.
    Ανοιχτός ο ορίζοντας για άλλους στόχος. Έγινα άνθρωπος πια, σωστά?
    Στην υγειά μας."


    Σ.
     
  5. Brigitte

    Brigitte Contributor

    ύμνος

    Ένα ειδύλλιο (36 ανέκδοτες επιστολές)



    Παρίσι, 21 του Φλεβάρη 1914 [...]

    Σ' αγαπάω ― χωρίς ἀγωνία, χωρίς ἀμφιβολία, χωρίς ὀδύνη. Σ' ἀγαπάω μέ μιάν ἀγάπη πού κλείνει μέσα της τήν αἰωνιότητα, πού ἀντλεῖ τή ζωή της ἀπό τόν ἑαυτό της καί πού δέ φοβᾶται τίποτα γιά τόν ἑαυτό της. Σ' ἀγαπάω ἣσυχα κι' ὃταν ἀκόμα μέ μεθᾷς μέ τό φῶς τῆς ἀγάπης σου σ' ἀγαπάω ἣσυχα ὅπως μένει κανείς ἣσυχος ἀπό τήν ἡδονή στής ἀχτίνες τοῦ θαμπεροῦ ἣλιου... Πίστευε στήν ἀγάπη μου ὅπως πιστεύει κανείς μπρός στο ἄγαλμα ἐνός παντοδύναμου Θεού πού δέν μπορεῖ νά σαλέψῃ ποτές. Εἶμαι ὁ ἄντρας σου κι' εἶσαι ἡ γυναῖκα μου. Εἶμαι γιά σένα ἡ δύναμη κι' εἶσαι για μένα ἡ χάρη. Γύρε ἀπάνω μου μέ τήν πεποίθηση ἐκείνη τῶν ἀδυνάτων πρός τούς δυνατούς. Κι' ὅπου κι' ἂν σέ πάω κι' ὅπου κι' ἄν μᾶς πᾶνε οἱ ἀνεμοι τῆς ζωῆς θά εἶσαι κοντά μου. Θά εἶμαι για σένα ο ἥσκιος στό μακρύ περπάτημα καί θἆσαι για μένα το νερό το κρυστάλλινο πού δροσίζει...

    Σ' ἀγαπῶ ὂχι πλέον σάν ἐρωμένη μου ― σ' ἀγαπῶ σάν γυναῖκα μου! Ὢ δέν μπορεῖς νά φανταστῇς τί μοῦ λέει τό αἴσθημα αὐτό... Οἱ ἐρωμένοι εἶνε δύο πού μέσα στή μεγάλη πολυτάραχη ζωή γεύονται τά ψίχουλα πού τούς ρίχνει ἡ τυφλή εὐτυχία.... Ἀλλά ὁ Ἂντρας καί ἡ Γυναῖκα εἶνε κάτι ἀπείρως σοβαρότερο, ὑψηλότερο καί συγκινητικότερο. Κύττα!... Εἶνε δύο πού δίδουνε μέσα στής πίκρες καί τής φροντίδες τῆς ζωῆς τά χέρια τους καί στό σφίξιμο ἐκεῖνο τῶν χεριῶν τῶν δύο αὐτῶν ὄντων πού ἐνώνουν τήν ἀδυναμία τους γιά ν' ἀντισταθοῦνε στής τρικυμίες τῆς ζωῆς ὑπάρχει ἓνα ποίημα πού φέρνει δάκρυα στά μάτα... εἶναι δύο ὂντα πού ὁδεύουνε μαζύ τό δρόμο πού φέρνει στό θάνατο ― ἀκουμπῶντας ὁ ἓνας στόν ἄλλο μέ μιά τρυφερή ἐγκατάλειψη... Μέσα στό μυστήριο πού τούς κυκλώνει μέσα στήν ροή τῶν πραγμάτων πηγαίνουνε καί στα μάτια τους λάμπει ἔνα ἂλλο φῶς ― τό φῶς τῆς συνεχείας πού θ' ἀφήσουνε πίσω τους... Ἄντρας καί γυναῖκα! Ποτέ, ποτέ δέν μοῦ μίλησαν ᾑ δυό αὐτές λέξεις ὅπως μοῦ μιλᾶνε σήμερα... Τής αἰσθάνεσαι κι' ἐσύ καί καταλαβαίνεις πόσο πρέπει να σ' ἀγαπάω γιά νά σοῦ δώσω τό χέρι μου καί να σοῦ πῶ: Γυναῖκα μου; [...]

    του Κώστα Ουράνη, επιμ. Αλόη Σιδέρη,
    εκδ. του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη
     
  6. Brigitte

    Brigitte Contributor

    "Αν είχα χρήματα, λες.
    Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα.
    Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…"

    ...Γιώργος Σεφέρης...

     
     
  7. Κατι παίζει στην τηλεόραση. Δεν δίνεις σημασία στο τι ακριβώς είναι και ποιος μιλάει.
    Κάποιος μιλάει, έρχεται η φωνή από μπροστά σου, από εκείνο το άψυχο ρημαδοκουτι. Περνούν τα δευτερόλεπτα, περνούν τα λεπτά.
    Σηκώνεσαι , φτιάχνεις κατι ζεστό να πιεις, να ζεσταθείς, γιατί αυτή η ψύχρα της μοναξιάς σε ανατριχιάζει
    Ριχνεις μια ματιά στην άλλη γωνία.
    Μοναξια.
    Κοιτας το κινητό.
    Απολυτη ησυχία.
    Πανε μέρες τώρα ίσως και βδομάδες δεν ξέρω πια.
    Ίσως και να ξέρω.
    Θα εμφανιστεις πάλι όταν ορθοποδησω.
    Σαν να μυριζεις το θήραμα σου
    Σαν να αισθάνεσαι ότι έφυγα από τη φωλιά μου , θα έρθεις πάλι να διεκδικήσεις ο,τι σου ανήκει.
    Και εγώ πάλι θα αφεθώ...

    Θα με κοιτάξεις με εκεινα τα μεγάλα καταγάλανα ματιά που μοιάζουν σαν ουρανός.
    Όχι δεν είναι ουρανός είναι θάλασσα
    Μια θάλασσα ποτε ήρεμη Και πότε ανταριασμενη αλλά ποτέ γαλήνια.
    Και εγώ πάντα βουτάω σε αυτή τη θάλασσα και πάντα καταλήγω πληγωμένη στους βράχους....

    Αναβω τσιγάρο.
    Και άλλη εξάρτηση.
    Ο καπνός σχηματιζει μορφές και το μυαλό μου παίζει περιέργεια παιχνίδι.
    Πονάω, τρέμω, κρυώνω , ματωνω.
    Δεν έχω θεραπευτει από το τελευταίο ναυάγιο.

    Δεν αντέχω αλλο
    Αυτή τη φορά πέφτω στα γόνατα και σε εκλιπαρω με την λίγη δύναμη που μου εχει απομείνει
    Σε παρακαλώ αν ξαναρθεις ελα σαν ουρανός, κάνε με συννεφο και μετά βροχή
    Ασε με να αναμειχτω μες την θάλασσα σου και άσε με πια εκεί γαλήνια να αναπαυτω
    Αλλιώς μην έρθεις καθόλου
    Άσε με να γίνω αέρας και να χαθώ.....
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ένα γράμμα που δεν πήρα ποτέ. Στάλθηκε σε στιγμή συναισθηματικής φόρτισης ως γράμμα απλό πριν από 5 καλοκαίρια, δεν έφτασε ποτέ σε 'μενα. Πάντοτε πίστευα πως ποτέ δε γράφτηκε κι όμως κάποιες φορές στις πιο απογοητευτικές ημέρες μπαίνω στο ταχυδρομείο και περνάει απ' το νου μου η σκέψη κι αν τώρα το λάβαινα, χρόνια μετά, θα άλλαζε κάτι, θα είχαν κάποια δύναμη λέξεις ενός κώδικα πεθαμένων εραστών, νεκρών όσο κι ο κώδικας που κάποτε είχαν; Ποτέ όμως δε με 'χει φωνάξει πίσω ο προϊστάμενος να μου πει πως το βρήκε, πως στάλθηκε και παρόλ' αυτά ορισμένες άλλες φορές λέω ότι ίσως να 'ναι κάπου σκαλωμένο και πως ίσως το βρουν μετά από τόσα χρόνια που θα 'μαστε κι οι δυο πραγματικά νεκροί. Τί θα άλλαζε; Τίποτα. Γιατί τότε να το λάβω; Γιατί θα 'ταν ωραία το στρογγύλεμα των ακμών σ' έκεινη την ανάμνηση να γίνει ως κάτι αληθινό κι όχι σαν ασύνειδο άλμα από μέρους μου. Ίσως πάλι να 'χε μια αξία ότι κάποτε ξεσήκωσα ένα πάθος, όσο λίγο κι αν κράτησε. Σβήσαμε κι οι δυο, όπως ήμασταν, όσο ήμασταν, σβήσαμε. Είσαι μια άλλη, είμαι ένας άλλος κι ίσως κάπου να υπάρχει αυτή η τελευταία απόδειξη πως ήμασταν εκείνοι.
     
  9. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Το μικρό κοριτσάκι άνοιξε τα μάτια του.

    Ο απαλός αέρας που έμπαινε από το ανοικτό παράθυρο έκανε την λεπτή κουρτίνα να χορεύει και επέτρεπε στο αχνό γαλάζιο φως να μπαίνει στο δωμάτιο. Έκανε κρύο ακόμη και όταν πάτησε τα γυμνά της πόδια στο ξύλινο πάτωμα, ανατρίχιασε. Ήταν πολύ μικρή όμως για να την νοιάζει.

    Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Κατέβηκε προσεκτικά την ξύλινη σκάλα για να μην τον ξυπνήσει και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε σε ένα κοντό γυάλινο ποτήρι λίγο γάλα και το ήπιε αργά, προσπαθώντας να κοιτάξει έξω από το ψηλό παράθυρο πάνω από τον νεροχύτη. Αφού ήπιε το γάλα της, ακούμπησε απαλά το ποτήρι στον πάγκο και γύρισε προς την εξώπορτα.

    Έκανε όσο πιο πολύ ησυχία μπορούσε πηγαίνοντας προς τα εκεί. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.

    Ίσα που είχε ξημερώσει. Η θάλασσα φαινόταν ακόμα μαύρη και το φεγγάρι δεν είχε προλάβει να χαθεί.

    Εκείνη, πιστή στο ραντεβού της, άρχισε να περπατάει προς τον παραλιακό δρόμο.

    Για μια στιγμή γύρισε και κοίταξε πίσω της, το μοναχικό ξύλινο σπιτάκι, για να δει εάν είχε ανάψει κάποιο φως. Για να δει εάν την έψαχνε.

    Τίποτα.

    Όταν έφτασε στον δρόμο, κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα και περίμενε.

    Το κορμάκι της είχε παγώσει. Δεν είχε σκεφτεί να πάρει έστω μια ζακέτα και ήταν μόνο με το νυχτικό της. Όπως είπαμε και πριν όμως, δεν την πείραζε.

    Έπειτα από λίγη ώρα σηκώθηκε απογοητευμένη.

    Το κεφαλάκι της κοιτούσε κάτω και τα μάτια της είχαν βουρκώσει.

    Έσφιξε τα δόντια της και το σαγόνι της που έτρεμε. Δεν ήθελε να κλάψει. Έπρεπε να είναι δυνατή, έτσι δεν είναι;

    Διέσχισε τον δρόμο και άρχισε να περπατάει στην άμμο.

    Οι μικρές της πατούσες βυθίζονταν απαλά στην υγρή άμμο και άφηναν πίσω της σημάδια.

    Όταν το κύμα σκέπασε τα πόδια της, σταμάτησε.

    Έβγαλε το νυχτικό της και ξάπλωσε.

    Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε στον ήχο των κυμάτων και των γλάρων.

    Λίγη ώρα αργότερα ένα μακρινός θόρυβος την ξύπνησε. Σηκώθηκε αμέσως, ντύθηκε γρήγορα και έτρεξε προς τον δρόμο.

    Το αυτοκίνητο πέρασε γρήγορα από μπροστά της χωρίς να σταματήσει. Το χαμόγελό της πάγωσε στο πρόσωπό της.

    Άνοιξε το στόμα της χωρίς να μπορεί να φωνάξει και άρχισε να τρέχει πίσω από το αυτοκίνητο.

    Μέχρι που εκείνο χάθηκε γρήγορα στον ορίζοντα.

    Το κορμί της δεν άντεξε την θλίψη της και τα γόνατά της λύγισαν.

    Έμεινε εκεί, ένα κουβαράκι στην άκρη του δρόμου. Το κορμάκι της τρανταζόταν από το κλάμα. Δεν ακουγόταν όμως κανένας ήχος.

    Μετά από ώρα σηκώθηκε.

    Έριξε πάλι μια ματιά προς το σπίτι. Σκούπισε τα μάτια της και γύρισε στην θάλασσα.

    Γδύθηκε και ξάπλωσε πάλι στην ακτή. Τα κρύα κύματα πάγωναν το κορμί της. Την άρεσε αυτό το μούδιασμα που ένοιωθε. Δυστυχώς όμως δεν έφτανε ως το μυαλό της. Να μουδιάσει τις σκέψεις της. Τις αναμνήσεις της.

    Θυμόταν ένα τεράστιο λιβάδι. Χωρίς δέντρα γύρω-γύρω, χωρίς ποταμάκι να το διασχίζει. Ένα απλό πράσινο ανθισμένο λιβάδι.

    Ο ζεστός ληθαργικός ήλιος χάιδευε τους ώμους και τα μαλλιά της. Δεν κρύωνε.

    Έτρεχε γελώντας στο λιβάδι και έπαιζε με το ψηλό γρασίδι και με τα λουλούδια.

    Και δυο ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν τρυφερά.
    ___

    Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό. Ακόμα ένα πρωινό που ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα. Την είχε δει πάλι στον ύπνο του. Τον τελευταίο χρόνο φοβόταν να κοιμηθεί. Δεν άντεχε την αλήθεια των ονείρων του.

    Όσο ήταν ξύπνιος μπορούσε να το διαχειριστεί. Έβαζε παγίδες στο μυαλό του και έβγαζε την μέρα. Το βράδυ όμως ήταν διαφορετικά.

    Ειδικά από τότε που συνειδητοποίησε οτι είχε πάρει μαζί του την μικρούλα. Τότε είναι που ξεκίνησε να φοβάται να κοιμηθεί.

    Άναψε ένα τσιγάρο.

    Κοίταξε έξω από το παράθυρο, απλά για να επιβεβαιώσει αυτό που ήξερε.

    Την κοιτούσε να είναι ξαπλωμένη στην άμμο και ο καπνός του τσιγάρου έκανε τα μάτια του να δακρύζουν.

    Κάποιοι άνθρωποι δεν πρέπει να έρχονται κοντά με άλλους ανθρώπους. Τους καταστρέφουν. Είναι οι κακοί λύκοι του παραμυθιού.

    Εκείνος όμως έκανε το λάθος και δεν την προστάτεψε. Ενώ ήξερε οτι θα της κάνει κακό.



    Πέταξε το τσιγάρο στον νεροχύτη και βγήκε από το σπίτι. Περπάτησε ως την θάλασσα και έκατσε δίπλα στο μικρό κοριτσάκι.

    Δεν άνοιξε τα μάτια της.

    Ήθελε να απλώσει το χέρι του να της χαϊδέψει τα βρεγμένα της μαλλιά.

    Ήθελε να την πάρει αγκαλιά να ζεστάνει το παγωμένο της κορμάκι.

    Ντρεπόταν όμως να το κάνει. Και φοβόταν.



    Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε.


    -Πού είναι μπαμπά; Γιατί δεν ήρθε πάλι; Πότε θα έρθει να με πάρει;
    -Δεν θα έρθει μικρή μου.
    -Δεν σε πιστεύω. Με αγαπάει πολύ. Δεν γίνεται να μην έρθει να με πάρει!
    -Δεν μπορεί να έρθει πια αγάπη μου.

    Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω της. Μόνο η θάλασσα και τα βράχια και η άμμος και το χώμα και ο δρόμος και το σπίτι και ερημιά.

    -Γιατί με έφερες εδώ μπαμπά; Πού είμαστε;
    -Δεν μπορώ να σου πω μικρή μου. Δεν κάνει.

    Σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι.

    Εκείνος την ακολούθησε αργά, με σκυφτό το κεφάλι.

    Όλη την υπόλοιπη μέρα δεν την ξαναείδε. Την άκουγε να κλαίει στο δωμάτιό της.

    Αυτή ήταν η τιμωρία του.

    Την ημέρα να ακούει την μικρή να κλαίει και το βράδυ να την βλέπει μεγάλη να καταστρέφεται από τον ίδιο.

    Του άξιζε.

    Όχι γι' αυτό που της έκανε.

    Αλλά γιατί το έκανε από φόβο.

    ___

    Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Ήταν νωρίς ακόμα κι είχε λίγο χρόνο μέχρι να πάει στην δουλειά.

    Ήπιε τον καφέ της ακούγοντας μουσική και άρχισε να ετοιμάζεται για να φύγει.

    Κατά λάθος έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο.

    Το βλέμμα της διέσχισε όλη την Αθήνα και κατέληξε στην θάλασσα όπου ένα εμπορικό ξεκινούσε το ταξίδι του.

    Ένοιωσε την καρδιά της να σφίγγεται και δάγκωσε τα χείλη της.

    Έπρεπε να σταματήσει να είναι τόσο ευαίσθητη. Και έπρεπε επιτέλους να τον ξεχάσει.

    Έφερε το χέρι στο στέρνο της και ένοιωσε το κενό μέσα της. Αυτό το απαλό και τρυφερό και αθώο κομμάτι του εαυτού της που του έδωσε απλόχερα. Τον εμπιστεύτηκε. Ακόμα και μετά από χρόνια συνέχιζε να τον εμπιστεύεται. Και παρόλο που είχε φύγει πια μακριά της, δεν ένοιωθε κενή.

    Όταν ξαναγύρισε όμως.

    Τότε ήταν που την διέλυσε.

    Δεν ήταν πολύ καλή στο να παραμυθιάζεται. Έμαθε όμως να το κάνει άψογα. Για να επιβιώσει.

    Και εκείνος ας πάει στον διάολο.

    Αρκεί να θυμάται για πάντα αυτό που της έκανε.
     
  10. Brigitte

    Brigitte Contributor

  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Οξύμωρο

    Ήσουν κι εσύ ένα από κείνα τ' αναπάντεχα, μα εγώ σε περιμένω. Και δεν θα μπορέσω ποτέ, να σου εξηγήσω πόσο σε είχα λαχταρίσει.
    Κι ας σ' είχα πια ξεγράψει. Τώρα βρίσκομαι εδώ, σ' ένα μπαλκόνι στη μέση του κατακαλόκαιρου να "μιλάω" και σε σένα.
    Θα είχα τόσο πολλά να σου πω, μα δεν βρίσκω ούτε μια λέξη που να μην μου κάνει φτώχεια. Ίσως και κάποτε να σε κοιτάξω και να με κοιτάξεις.
    Έτσι...απλά...όπως μονάχα οι καρδιές ξέρουν να κάνουν. Δεν έχω να σου δώσω συμβουλές, δεν γνωρίζω τον δρόμο τον κατάλληλο για σένα.
    Εύχομαι, τα χρώματα, οι ήχοι και τα σύννεφα να μην σ' απογοητεύσουν. Ξέρεις, είναι φορές που η αγάπη δεν φτάνουν δυο κουφάρια, δοχείο της να γίνουν.
    Λυπάμαι μόνο, που δεν θα προλάβω πολλά δικά σου πράγματα να τ' αντικρίσω. Που πολλά δικά μου και να το ' θελα, δεν θα μπορούσα να στα εξηγήσω, στα μάτια να στα στάξω.
    Ίσως μια μέρα και να βρεθείς στην Τεργέστη, στη Μονεμβασιά, στη Θάσο, στο Aberdeen, πάνω στα χνάρια τα δικά μου τ' αόρατα κι εσύ να περπατήσεις.
    Άνοιξε διάπλατα τ' αυτιά σου, ίσως ν' ακούσεις τους ανέμους να ψιθυρίζουν τ' όνομα μου πλάΐ σε ιστορίες μελαγχολικές με άρωμα τσιγάρου...νοσταλγίας...
    Για κάποιον που από πάντα σε περίμενε κι ας πια σε είχε ξεγράψει...
     
    Last edited: 14 Αυγούστου 2018
  12. Brigitte

    Brigitte Contributor