Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ερωτική Λογοτεχνία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος zinnia, στις 4 Ιανουαρίου 2008.

  1. zinnia

    zinnia Contributor

    Αμπού Αμπνταλάχ Μουχάμαντ Αλ Ναφζάουι: Το Μυρωμένο Λιβάδι Όπου Διασκεδάζουν Οι Αισθήσεις


    (απόσπασμα από το βιβλίο του Αμπού Αμπνταλάχ Μουχάμαντ Αλ Ναφζάουι "Το Μυρωμένο Λιβάδι Όπου Διασκεδάζουν Οι Αισθήσεις" που γράφτηκε το πρώτο μισό του 15ου αιώνα στην Τυνησία, κατά παραγγελία του σουλτάνου Αμπού Φαρίς.)
    _________________________



    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ: οι πονηριές των γυναικών

    Μάθε, ω βεζίρη -ο Θεός να σε σπλαχνιστεί- πως οι γυναίκες έχουν απόθεμα από πολλές πονηριές, πως οι απάτες τους είναι εκπληκτικές, πιο πολυμήχανες ακόμα και από εκείνες του Σατανά. Ο Επουράνιος Θεός λέει στο Κοράνι: «Οι απάτες του Σατανά ήταν μεγάλες, των γυναικών όμως αποδείχτηκαν ακόμα πιο αποτελεσματικές, ενώ του Σατανά εξασθένησαν».
    Διηγούνται πως ένας άντρας αγαπούσε μια γυναίκα που είχε κορμί τέλειο, καλλονή, κορμοστασιά μεγαλόπρεπη κι αρμονικά μέλη. Της έστειλε πολλές φορές μηνύματα, σκόνταφτε όμως στην άρνησή της να ανταποκριθεί στον ερωτά του. Σπατάλησε μεγάλη περιουσία για να κάνει δώρα σ' αυτή τη γυναίκα, χωρίς να βρει τον δρόμο που οδηγούσε στη καρδιά της. Μια μέρα, επισκέφτηκε μια γερόντισσα πολύ μεγάλης ηλικίας και της άνοιξε τη καρδιά του.
    -"Αν είναι θέλημα Θεού", του είπε κείνη, "θα σε κάνω να φτάσεις το σκοπό σου. Δεν το ξέρεις πως ο Θεός μας έκανε πιο ικανές στην απάτη ενώ αποδυνάμωσε τον Σατανά";
    Τα λόγια αυτά δώσανε στον άντρα μεγάλη χαρά. Η γερόντισσα πήρε τις πληροφορίες της για το σπίτι που κατοικούσε η ωραία, για να πάει να την επισκεφτεί. Της είπαν πως το σπίτι αυτό το φύλαγε μια σκύλα που δεν επέτρεπε σε κανένα να μπει, φυλακίζοντας ακόμα και το πουλί στον αέρα, εμποδίζοντάς το να κατέβει στο έδαφος. Μόλις το έμαθε αυτό η γερόντισσα ετοίμασε φαγητό από κρέας ζυμωμένο με αλεύρι κι άλλα παρόμοια. Το τύλιξε και το πήρε μαζί της μέχρι που μπήκε στο σπίτι. Τότε μονάχα έβγαλε το φαγητό αυτό. Σαν το είδε η σκύλα, πήδησε από χαρά κι έκανε καλή υποδοχή στην επισκέπτρια. Εκείνη έδωσε το φαγητό. Το ζώο το έφαγε, ενώ η γερόντισσα το χάιδευε στην ράχη λέγοντας:
    -"Τι ευχάριστο αντάμωμα, αδερφούλα μου! Τι ωραία έκπληξη, ω εσύ που πήρες τη θέση της κόρης που λαχταρούσα να αποκτήσω! Τι χαρά να σε βλέπω, ω πολυαγαπημένη μου, ω συγγενή μου, ω εσύ που είσαι καλύτερη από τους παράδες"! Στο μεταξύ, η γυναίκα, η κυρά του σπιτιού, παρακολουθούσε το θέαμα αυτό και το ξάφνιασμα της μεγάλωνε ολοένα. Ρώτησε:
    -"Ω γερόντισσα, τι σημαίνουν αυτές οι πράξεις κι οι χειρονομίες σου; Και πρώτα απ' όλα, γιατί είσαι η μόνη που μπόρεσες να μπεις στο σπίτι, ενώ η σκύλα δεν αφήνει κανέναν; Έπειτα, πώς συμβαίνει, αυτό το ζώο που δεν ανέχεται κανέναν, να κάνει χαρές σε σένα; Και τρίτο, γιατί χαιρετάς τη σκύλα ονομάζοντας τη «αδερφούλα μου», «πολυαγαπημένη μου», «συγγενή μου», «καλύτερη από τους παράδες»; Με κάνεις να πιστέψω πως είσαι βλαμένη στο μυαλό! Πως η ανοησία σου έχει ξεπεράσει κάθε όριο"!
    -"Δεν είμαι βαρεμένη στο μυαλό, δεν είμαι ανόητη", αποκρίθηκε η γερόντισσα. "Αυτή η ιστορία της σκύλας είναι εκπληκτική, η περίπτωση της παράξενη".
    -"Θέλω να μου την διηγηθείς".
    -"Ω κόρη μου, μάθε πως η σκύλα είχε ανθρώπινη μορφή σα τη δική σου. 'Αλλαξε όμως, όπως τη βλέπεις, σε ζώο".
    -"Ω κυρούλα, γιατί μια τέτοια μεταμόρφωση";
    -"Ήταν η μικρή πολυαγαπημένη μου συγγενής, την είχα το πιο ακριβό πλάσμα στη καρδιά μου. Είχε εκθαμβωτική ομορφιά, κορμί τέλειο. Φόρεσε μία μέρα ό,τι μπορούσε να τονίσει την ομορφιά της, έβγαλε ό,τι μπορούσε να την ασχημύνει και ξεκίνησε πάει στον γάμο ενός αγαπητού μας φίλου. Στον δρόμο, τη συνάντησε ένας άντρας, την κοίταξε και μέσα του ρίζωσε μεγάλος έρωτας. Μέρες ολόκληρες προσπάθησε να βρεθεί μόνος μαζί της, εκείνη όμως αρνιόταν και απέφευγε να τον δει. Ο άντρας αυτός σπατάλησε περιουσίες για να καταφέρει να τη συναντήσει, εκείνη όμως τον απέκρουε. Μια μέρα λοιπόν της είπε:
    -«Αν εξακολουθήσεις να με αποδιώχνεις, ω πολυαγαπημένη, θα παρακαλέσω τον Θεό να σε μεταμορφώσει σε σκύλα».
    -«Παρακάλεσε τον Θεό ό,τι θέλεις», αποκρίθηκε κείνη. Κι αυτός παρακάλεσε τον Θεό κι η κοπέλα έγινε αυτό που βλέπεις τώρα".
    -"Κι εγώ, τι θ' απογίνω, ω κυρούλα;" ρώτησε η ωραία. "Ένας άντρας έχει χάσει τα λογικά του μαζί μου, πάει καιρός τώρα που μου στέλνει μηνύματα που θέλει να σμίξει μαζί μου, που λαχταρά την επαφή, ξοδεύοντας ποσά για να φτάσει στο σκοπό του. Κι εγώ αρνιέμαι να του δώσω τη συγκατάθεση μου. Φοβάμαι τώρα μήπως παρακαλέσει τον Θεό για μένα, όπως έγινε με τη σκύλα"!
    -"Φυλάξου από τον κίνδυνο, πριν έχεις κι εσύ την ίδια μοίρα", τη συμβούλεψε η γερόντισσα.
    -"Ω κυρούλα, τι μέσο να χρησιμοποιήσω για να καταπραΰνω τη λαχτάρα του, να θεραπεύσω το πάθος του; Ποιον θα μπορούσα να στείλω να του πάει το μήνυμα μου";
    -"Γι' αυτή τη καλή πράξη, προσφέρομαι να γίνω εγώ μεσολαβητής", δήλωσε η γερόντισσα. "Έτσι τώρα, στα στερνά μου θα κερδίσω τη χάρη και την ανταμοιβή. Δέχομαι να σε γλιτώσω από αυτή τη κινούμενη άμμο που είσαι χωμένη".
    -"Ω κυρούλα, αν είναι αυτό γραμμένο να συμβεί, ας γίνει η συνάντηση στο σπίτι σου και με τη δική σου μεσολάβηση".
    -"Ναι, αν είναι θέλημα Θεού".
    Η γερόντισσα έτρεξε στον άντρα να του αναγγείλει την καλή είδηση. Κατόπιν κανόνισε τη συνάντηση για την άλλη μέρα στο σπίτι της κι ειδοποίησε την ωραία που έκανε χαρά μεγάλη. Έτσι λοιπόν, τη καθορισμένη ώρα, ντύθηκε με τα πιο πλουμιστά φορέματα που είχε και στολίστηκε, πήγε στο σπίτι της γερόντισσας και κάθισε να περιμένει τον ερχομό του άντρα. Επειδή όμως εκείνος δεν παρουσιαζόταν, η γερόντισσα έφυγε σε αναζήτηση του. Δεν τον βρήκε όμως. Έτσι κύλησε η μέρα κι έφτασε το ηλιόγεμα. «Η κατάληξη της υπόθεσης βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Εδώ που τα λέμε δε το πολυπίστευα πως θα είχε επιτυχία το σχέδιο. Να που τώρα όμως η καρδιά της επισκέπτριάς μου είναι δοσμένη στην συνουσία, η λαχτάρα φούντωσε ανάμεσα στα μεριά της και το ζεστό της μέρος κάνει συσπάσεις, πρέπει να βρω έναν άντρα, να σβήσει την δίψα της. Όσο για τον άλλο, που όφειλε να έρθει στη συνάντηση, αύριο, αν είναι θέλημα Θεού, θα τον κανονίσω», μονολόγησε η γερόντισσα. Κοίταξε δεξιά-ζερβά και να που το βλέμμα της έπεσε σ' ένα νιο. Δεν είχε ξαναδεί άλλο πιο τέλειον από αυτόν.
    -"Ω παλικάρι", του είπε, "αν συναντούσες τώρα αμέσως μια γυναίκα με νιάτα, κορμί τέλειο, ομορφιά, λάμψη, με πράμα τροφαντό και λευκό, τι λες, θα ήθελες να τη συνουσιάσεις";
    -"Αν η περιγραφή σου ανταποκρίνεται στην αλήθεια, θα πάρεις ένα χρυσό φλουρί". Της έδειξε το χρυσό φλουρί και τη πήρε στο κατόπι. Η γερόντισσα δε γνώριζε βέβαια ποιος ήταν. Μπήκε στο σπίτι, ειδοποίησε την ωραία και συδαύλισε την επιθυμία της με τα παρακάτω λόγια:
    -"Σου έφερα ένα νιο με ωραία θωριά που θα χώσει το όργανό του στο ζεστό σου μέρος τώρα, αυτή τη στιγμή και θα σβήσει τη δίψα σου". Αφού σκάλισε έτσι τη φλόγα της επιθυμίας, βγήκε έξω και κάλεσε το παλικάρι να μπει στο δωμάτιο. Πριν τον συναντήσει η ωραία, έβαλε το μάτι στη χαραμάδα της πόρτας και να που είχε μπροστά της τον σύζυγο της αυτοπροσώπως. Μπήκε με φούρια, στο δωμάτιο και του έδωσε μια γροθιά στο στήθος.
    -"Ω εχθρέ του Θεού", φώναξε, "μου λες πάντα: «Εγώ δε μοιχεύομαι, απεχθάνομαι την απιστία, δε γνωρίζω άλλη γυναίκα από σένα.» Με ψεύτικους όρκους βεβαιώνεις τα λόγια σου κι εγώ καραδοκούσα την ευκαιρία να σου στήσω μια τέτοια παγίδα. Να που τώρα σε πιάνω στα πράσα, έχω απόδειξη για τα ψέματα μου αράδιαζες".
    Ο άντρας πίστεψε τα λόγια της. Έκανε να φύγει κι η γυναίκα βγήκε μαζί του από το σπίτι. Κοίτα, ω αναγνώστη, αδερφέ, με πόση επιδεξιότητα εξαπατούν οι γυναίκες!
    Διηγούνται πως μια γυναίκα αγαπούσε έναν άντρα δίκαιο, ήταν γείτονας της. Μια μέρα, του έστειλε κάποιο πρόσωπο να κάνει προτάσεις στ' όνομα της.
    -"Ο Θεός να με φυλάει απ' αυτή τη πράξη!" φώναξε κείνος. "Φοβάμαι μήπως προσβάλω τον Θεό, τον Κύριο του σύμπαντος".
    Η γυναίκα επιχείρησε πολλές φορές να πετύχει τη συγκατάθεση του, μάταια όμως. Βάλθηκε τότε να του στήνει παγίδες, να του σκαρώνει πονηριές, χωρίς πάλι να καταφέρει να τονε κάνει δικό της. Μια νύχτα, λοιπόν, πρόσταξε τη δούλα της:
    -"Σύρε ν' ανοίξεις τη πόρτα και να την αφήσεις ανοιχτή. Θα βάλω μπρος ένα τέχνασμα για να τονε ξεγελάσω". Η δούλα έκανε όπως τη πρόσταξε η κυρά της. Σα φτάσανε μεσάνυχτα, της είπε:
    -"Σύρε μ' αυτή τη πέτρα έξω από το σπίτι και να τη ρίξεις δυνατά στην εξώθυρα. Εγώ θα φωνάξω και θα ουρλιάξω, εσύ όμως δε θα τρέξεις κοντά μου. Αν μ' ακούσεις ν' ανοίγω τη θύρα, θα τρέξεις στην άλλη και θα ρίξεις πάλι τη πέτρα προσέχοντας πάντα να μη σε δει ψυχή. Θα μπεις μόνο σαν μαζευτεί κόσμος για να με προστρέξει". Η δούλα έπραξε όπως την είχε προστάξει η κυρά της.
    Αυτός ο άντρας που αγαπούσε η γυναίκα, για να είναι αρεστός στον Θεό, έδινε πάντα καλές συμβουλές στους ανθρώπους, ποτέ δεν τους φερόταν σα να ήταν ξένοι, ούτε αρνιόταν όταν ζητούσαν τη βοήθεια του. 'Ακουσε τη πετριά στη πόρτα της γειτόνισσας και τις φωνές της και ρώτησε τη γυναίκα του:
    -"Τι τρέχει";
    -"Είναι η γειτόνισσα μας, φαίνεται πως την επισκέφτηκαν κλέφτες", αποκρίθηκε η γυναίκα. Ο άνθρωπος βγήκε αμέσως από το σπίτι του για να βοηθήσει τη γειτόνισσα να διώξει τους κλέφτες. Σα μπήκε όμως στο σπίτι βρέθηκε ξαφνικά μόνος με τη γυναίκα, η οποία έτρεξε και σφάλιξε όλες τις πόρτες. Η δούλα τότε γαντζώθηκε πάνω του κι έβαλε τις φωνές μαζί με τη κυρά της.
    -"Τι πάθατε σεις οι δυο;" ρώτησε κείνος.
    -"Μα τον Θεό", του είπε η γυναίκα, "αν δεν κάνεις μαζί μου ό,τι θέλω, θα πω στους ανθρώπους που θα μπουν εδώ πως είσαι ερωτευμένος μαζί μου κι ήρθες να με κάνεις δική σου με τη βία".
    -"Ας μη δώσει ο Θεός να πράξω αυτό που λαχταράς!" φώναξε ο άνθρωπος. "Αυτό παραβαίνει τις προσταγές Του κι αψηφά τις εντολές Του". Και προσπάθησε να μηχανευτεί κάτι για να το σκάσει. Η γυναίκα όμως αρνήθηκε να τον αφήσει να φύγει κι άρχισε να φωνάζει. Έξω όμως ήτανε μαζεμένος κόσμος. Ο άνθρωπος πήρε μεγάλο φόβο μήπως τον κακομεταχειριστεί το πλήθος.
    -"Κρύψε με", είπε "και θα κάνω ό,τι θέλεις".
    -"Μπες στα ιδιαίτερα και θα κλειστώ μαζί σου. Θα γλιτώσεις μόνον αν δώσεις τη συγκατάθεση σου. Ειδάλλως θα πω στον κόσμο: «Μ' έκανε δική του με τη βία»". Τονε τράβηξε από το χέρι. Σαν είδε πως ήταν έτοιμη να κάνει πράξη τα λόγια της, ο άνθρωπος μπήκε στο ιδιαίτερο δωμάτιο κι έκλεισε τη πόρτα. Εκείνη γύρισε το κλειδί στη κλειδαριά και παρουσιάστηκε γρήγορα μπροστά στον κόσμο που είχε γεμίσει το σπίτι. Τον έκανε να πιστέψει αυτό που ήθελε κι απαλλάχτηκε από την παρουσία του. Οι εξώθυρες του σπιτιού αμπαρώθηκαν.
    Μια βδομάδα κράτησε τον άντρα φυλακισμένο σπίτι της. Τον άφησε να φύγει μόνο αφού τον έκανε να υποστεί τις τελευταίες προσβολές. Στον νου σου. λοιπόν, να έχεις, ω αναγνώστη, τις απάτες των γυναικών και το φέρσιμο τους!
    Διηγούνται πως ένας άντρας ασκούσε το επάγγελμα του αχθοφόρου κι είχε ένα γάιδαρο που τονε χρησιμοποιούσε για υποζύγιο. Είχε μια γυναίκα θερμή που αγαπούσε τη συνουσία και δεν άντεχε ούτε μέρα χωρίς αυτή. Το πράμα της ήτανε τόσο βαθύ που μόνον ένα όργανο μεγάλων διαστάσεων μπορούσε να την ικανοποιήσει. Ο άντρας της σπάνια τη συνουσίαζε. Όταν επέστρεφε κοντά της μετά τη δουλειά της ημέρας, ήταν αποκαμωμένος από τη κούραση, δειπνούσε κι έπεφτε κατευθείαν για ύπνο αφήνοντας σε κείνη τη φροντίδα να ποτίσει και να ταΐσει τον γάιδαρο.
    Η γυναίκα τότε πλησίαζε τον γάιδαρο, έβαζε το σαμάρι του ζώου στη δική της ράχη, έπαιρνε με τα δυο χέρια της λίγο από τα περιττώματα και τα ούρα του, πρόσθετε νερό και τα ζύμωνε όλα, ύστερα άλειφε μ' αυτό το μίγμα τα χείλη του ζεστού της μέρους κι έπεφτε στα τέσσερα, μπροστά στο ζώο. Εκείνο τη πλησίαζε, τη μύριζε και πιστεύοντας πως είχε μπροστά του γαϊδούρα, έβγαζε τ' όργανο του και της ορμούσε. Η γυναίκα έπαιρνε τ' όργανο στα χέρια της, το έτριβε στα χείλη του ζεστού της μέρους και το 'βαζε μέσα της μέχρι που εξαφανιζόταν. Ύστερα ανατρίχιαζε, έχοντας πάντα μέσα της το όργανο του γαϊδάρου, μέχρι τη στιγμή που ερχόταν η ηδονή. Το γαϊδούρι συνήθισε τις πράξεις αυτές που του αρέσανε πολύ. Κάθε φορά που το πλησίαζε η γυναίκα, έβγαζε τ' όργανό του. Η κατάσταση αυτή κράτησε κάμποσο καιρό. Μέχρι κάποια νύχτα.
    Ο σύζυγος της γυναίκας είχε δειπνήσει κι είχε πέσει στο κρεβάτι, όπως συνήθιζε. Κείνο όμως το βράδυ του ήρθε η επιθυμία να συνουσιάσει τη γυναίκα του. Όπως πάντα, κείνη τον είχε αφήσει για ν' ασχοληθεί με το γαϊδούρι, επειδή όμως καθυστερούσε περισσότερο από τις άλλες βραδιές, ο σύζυγος πήγε και τη βρήκε να είναι κάτω από το ζώο.
    -"Ε, εσύ καλή μου, τι κάνεις;" τη ρώτησε. Η γυναίκα γλίστρησε κάτω από το ζώο κι απάντησε:
    -"Μακάρι ο Θεός ν' ασχημύνει κείνονε που δε λυπάται το γαϊδούρι του", αποκρίθηκε.
    -"Τι θες να πεις";
    -"Του 'φερα σανό και δεν ήθελε να φάει. Κατάλαβα τότε πως ήτανε κουρασμένο, γιατί το βάζεις να κουβαλά πολύ βαριά φορτία".
    -"Δίκιο έχεις", αποκρίθηκε ο άντρας. "Αν είναι κουρασμένο το υποζύγιο, ούτε τρώει ούτε πίνει".
    -"Ύστερα είπα: «Ο άνθρωπος αυτός παραφορτώνει το ζώο κι έτσι σιγά-σιγά το σκοτώνει. Αν τύχει και ψοφήσει, μας περιμένουν μεγάλες δυσκολίες, ίσως και συμφορές.» Ύστερα είπα πάλι: «Υπομονή! Θα δω τι ακριβώς σημαίνει μια τέτοια ζωή δοκιμάζοντας η ίδια.» Πήρα λοιπόν το σαμάρι, το στέριωσα στη ράχη μου και το κουβάλησα. Κοίτα τι βαρύ που είναι. Το βάρος που υποχρεώνεσαι να κουβαλάς συνέχεια προκαλεί τη πιο μεγάλη βλάβη, ίσως και τον θάνατο. Αν δε λυπάσαι το ζώο σου, θα το χάσεις".
    Σκέψου, ω αναγνώστη, αδερφέ μου, τις πονηριές που μπορούν να σκαρώσουν οι γυναίκες!
    Διηγούνται πως δυο άντρες κατοικούσανε στο ίδιο σπίτι. Ο ένας είχε όλα τα χαρίσματα που μπορεί να έχει ένας άντρας αλλά κι ένα τέλειο κορμί. Ήταν παντρεμένος με μια γυναίκα άσχημη στην όψη, απωθητική κι ένιωθε πολύ συχνά την ανάγκη για συνουσία. Ο άλλος άντρας ντυνότανε με κουρέλια κι είχε κορμί παραμορφωμένο. Η γυναίκα του, αντίθετα, ήταν εντυπωσιακή, όμορφη, από τα πιο όμορφα πλάσματα του Θεού, εκείνος όμως είχε ελάχιστη διάθεση για συνουσία. Οι δύο γυναίκες συναντιόντουσαν συχνά για να κουβεντιάζουν κι η καθεμιά σχολίαζε το φέρσιμο του συζύγου της. Η άσχημη έλεγε στην εντυπωσιακή:
    -"Δεν έχω δει τίποτα πιο τέλειο από το σμίξιμο ανάμεσα στον άντρα μου κι εμένα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πλέριο από το μάκρος και το πάχος του οργάνου του. Αν ανεβαίνει πάνω μου δε κατεβαίνει αν δεν με πάρει πέντε μ' επτά φορές. Φέρνει την απόλαυση μου στην αποκορύφωση της και κάθε φορά κάνει το κεφάλι μου να στριφογυρίζει από την ηδονή. Σαν μπαίνει το όργανό του στο ζεστό μου μέρος, γυρίζει σ' όλες τις γωνίες, πάνω-κάτω, φτάνει στα βάθη μου κι εφαρμόζει στο αιδοίο μου στην εντέλεια. Ύστερα χαριεντίζεται μαζί μου χρησιμοποιώντας τα πιο ωραία τεχνάσματα μια που η ηδονή μου δεν έρχεται πριν περάσει κάμποση ώρα. Κι όλη η νύχτα περνά μέσα στη συνουσία. Σίγουρα η ζωή είναι ωραία στο κρεβάτι μας και το σμίξιμό μας πηγή αφθονίας που σβήνει τη δίψα μου".
    Η γυναίκα η άλλη, η εντυπωσιακή, έβγαζε τότε μεγάλον αναστεναγμό. Ύστερα έλεγε:
    -"Δεν έχω δει τίποτε πιο άσχημο στον άντρα μου, χειρότερο από το σμίξιμό μας. Τ' όργανό του είναι πολύ ισχνό, χαλαρό. Με τέτοιο όργανο, σπάνια συνουσιάζει, δεν ικανοποιεί καμία επιθυμία μου, δε καταλαγιάζει καμία έξαψη, δε κλείνει ερμητικά το ζεστό μου μέρος, δεν επαναλαμβάνει τη συνουσία πριν περάσει μήνας, δε φτάνει στο βάθος του κόλπου μου, δε γυρίζει σ' όλες τις γωνιές, δε πηγαίνει πάνω-κάτω, ούτε δεξιά, ούτε ζερβά. Δε προφταίνει να μπει μια ή δυο φορές κι ο χυμός του κατεβαίνει και μ' αφήνει με τη προσδοκία χωρίς να 'ρχεται η ηδονή. Το κρεβάτι μας είναι σκέτη απογοήτευση, το σμίξιμό μας πηγή δυσφορίας και δυσαρέσκειας".
    Οι δύο γυναίκες συνέχιζαν να κουβεντιάζουν με τον ίδιο πάντα τρόπο, μέχρι που στη καρδιά της όμορφης γεννήθηκεν έρωτας για τον σύζυγο της άσχημης. Ένιωσε μεγάλη επιθυμία να τον αποκτήσει. Κάθε φορά που τον έβλεπε, το ζεστό της μέρος συνταραζόταν κι η φωτιά άναβε ανάμεσα στα μεριά της. Βάλθηκε λοιπόν να καταστρώσει ένα έξυπνο τέχνασμα για να φτάσει στον σκοπό της. Καραδοκούσε τη κατάλληλη ευκαιρία: μια νύχτα που ο άντρας της θα τη περνούσε μακριά από το σπίτι, βουτήχτηκε μέσα στις πομάδες και τ' αρώματα, αποτρίχωσε το αιδοίο της αλείφοντάς το βάλσαμο, έτσι ώστε κείνος που θα οσμιζόταν το κορμί της και θα την άγγιζε με την άκρη, έστω, των δαχτύλων του θ' αγαλλόταν η καρδιά και το πνεύμα του. Όταν ο ύπνος σφράγισε όλα τα μάτια, σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε στο μέρος της γυναίκας του. Κι εκείνη επίσης κοιμόταν. Η επισκέπτρια έβγαλε τα φουστάνια και τα μεσοφόρια της, γυμνώθηκε τελείως και γλίστρησε ανάλαφρα κι επιδέξια ανάμεσα στο αντρόγυνο. Νιώθοντας ξαφνικά στενόχωρα, ο καθένας από τους δυο νόμισε πως έλειπε στον άλλο ο χώρος και τραβηχτήκανε στις άκριες.
    Η ερωτευμένη επωφελήθηκε για να πλησιάσει τον άντρα. Εκείνος ένιωσε τη γλυκιά μυρωδιά και τη δροσιά του κορμιού της νιοφερμένης. Τ' όργανό του σηκώθηκε. Κόλλησε κοντά της και τη τράβηξε πάνω του. Εκείνη του ψιθύρισε στ' αφτί:
    -"'Αφησε με λίγο, μέχρι να βυθιστούνε τα παιδιά μας στον ύπνο".
    -"Θα το κάνω αθόρυβα και κανένας δε πρόκειται να μας ακούσει", αποκρίθηκε χαμηλόφωνα κείνος. Ρίχτηκε λοιπόν στον κόρφο της γυναίκας, την αγκάλιασε, σήκωσε τα μεριά της και της έχωσε τ' όργανό του. Βρήκε στη πράξη αυτή μία μοναδική γλύκα, το ίδιο κι η γυναίκα. Της είπε στ' αφτί:
    -"Αχ, καλή μου, ποτέ, σμίγοντας μαζί σου, δεν είχα τέτοιαν απόλαυση σαν αυτή απόψε, ποτέ δεν οσμίστηκα τέτοιο ευχάριστο άρωμα, ούτε τέτοια φρεσκάδα στο αιδοίο και στο κορμί σου". Και βάλθηκε να τη φιλά, να τη δαγκώνει, να τη βυζαίνει και να τη παίρνει με τον καλύτερο τρόπο και να της χώνει τ' όργανό του με τη μεγαλύτερη επιδεξιότητα, με ξυσίματα, τραντάγματα και γλειψίματα σ' όλες τις γωνιές. Δε κατέβηκε από πάνω της πριν ολοκληρώσει επτά φορές, που στη διάρκεια τους, κάθε φορά, η γυναίκα έφτανε στην απόλαυση κι ο χυμός της έτρεχε. Έτσι πράττουν οι αληθινοί άντρες, διαφορετικά δε τους αξίζει να λέγονται άντρες. Δεν έλεγε να κατεβεί από πάνω της μέχρι που τον νίκησε ο ύπνος. Τότε κείνη τονε παράτησε κι έφυγε. Όταν βάλθηκε να γλυκοχαράζει, ο άντρας είπε στην σύζυγο του:
    -"Ω, καλή μου, ποτέ δεν είδα καλύτερο πράγμα από το σμίξιμο που μας ένωσε τη νύχτα που μας πέρασε. Τίποτα πιο γλυκό, τίποτα πιο τέλειο από το κορμί σου. Ποτέ δεν ένιωσα τέτοιαν απόλαυση μαζί σου όση τούτη τη νύχτα".
    -"Μα δε με πλησίασες καθόλου όλη τη νύχτα", αποκρίνεται κείνη.
    -"Σε πλησίασα και σε παραπλησίασα, σε πήρα μάλιστα επτά φορές". Η γυναίκα του το αρνήθηκε και πάλι, πρόσθεσε μάλιστα:
    -"Ίσως να τα ονειρεύτηκες όλ' αυτά". Εκείνος σαν είδε πως η γυναίκα του μιλούσε σοβαρά, κατάλαβε πως στη πραγματικότητα είχε πάρει τη θέση της συζύγου του η άλλη, η γειτόνισσα.
    -"Ναι, φαίνεται πως ονειρεύτηκα", είπε τελικά.
    Αλήθεια είναι, δε μπορείς να μετρήσεις τις πονηριές των γυναικών, ούτε να τις καταγράψεις. Είναι ικανές να βάλουν ελέφαντα να κουρνιάσει στη ράχη της καμήλας.

    (τέλος αποσπάσματος)
    ____________________________________________________
    Εκδόσεις: "Ηρόδοτος" Αθήνα 1989
    Μετάφραση από τα γαλλικά: Λένα Μιλίλη
     
  2. zinnia

    zinnia Contributor

    Restif De La Bretonne: Αντί-Ζυστίν



    Βιογραφικό
    Ρεστίφ Ντε Λα Μπρετόν

    Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος, "αντίπαλος" του Μαρκήσιου ντε Σαντ, πολύμορφος και πλούσιος, ζωγράφισε ένα ρεαλιστικό πίνακα ηθών του πεφωτισμένου αιώνα του. Εκτός από τις μνημειακές του συλλογές και τις παράξενες, ασυνήθιστες για την εποχή ιδέες, τις κοινωνικές θέσεις στο στυλ του Ρουσώ, προανείγγειλε κι αυτός τους Ουτοπιστές του επόμενου αιώνα. Περιέγραψε τις κοινωνικές προϋποθέσεις του απλού αγρότη, αλλά τη ζωή και τα ήθη του λαού του Παρισιού, -όπου αλλοτριώνεται ο αγρότης μες στους κινδύνους της μεγαλούπολης. Τέλος, ο Αλέξανδρος Δουμάς το 1854, έκανε θεατρικούς χαρακτήρες αυτόν και την οικογένειά του. Παράλληλα δε, έγραψε κι Ερωτική Λογοτεχνία.
    Το πραγματικό του όνομα ήταν Nicolas Restif, που γεννήθηκε στο Sacy, της Λιόν, από οικογένεια ευπόρων αγροτών, στις 23 Οκτώβρη 1734, γιος του λοχαγού Edme Restif κι έζησε τη παιδική ηλικία ενός μικρού αγρότη, παράλληλα με τα μαθήματα του σχολείου. Ένας από τους ετεροθαλείς αδερφούς του, ιερέας, του 'μαθε λατινικά. Το 1742 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στη φάρμα του Μπρετόν. Στα 1751-5, μαθητεύει τυπογράφος, κοντά στον δάσκαλο Φουρνιέ, στην Οξέρ. Το 1760, παντρεύεται την Ανιές Λεμπεκέ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, ("Η Ενάρετη Οικογένεια", 1767) του απέφερε πολλά χρήματα κι έτσι αποφασίζει να ζήσει με τη πένα του. Εκτός όμως της προσωπικής τύχης, υπήρξε πολυγραφότατος και παραγωγικός. Στα 1775, έπιασε δουλειά στο Βασιλικό Τυπογραφείο του Λούβρου.
    Η υγεία του κλονίζεται κι ο γάμος του επίσης (θα χωρίσει το 1794). Η κοντέσα Fanny τονε προστάτευσε από τις ταραχές του 1787, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, κρατώντας τον σε μια προσεκτικά ουδέτερη θέση στα πολιτικά δρώμενα, αλλά χρεωκοπεί κι αρρωσταίνει. Εγκατάστησε το 1790, στο σπίτι του, μια μικρή τυπογραφική μηχανή κι εκεί τύπωνε τα κείμενά του. Το 1798, προσλήφθηκε στην Αστυνομία κι από κει απολύθηκε το 1802. Πέθανε μες στη φτώχει και στην ανέχεια, μη έχοντας πλέον τρόπο ή μέσο να τυπώνει τα γραπτά του, στις 3 Φλέβάρη 1806, σ' ηλικία 72 ετών.
    ___________________________________________________________

    Πρόλογος

    Πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί κάποιος που τολμά να δημοσιεύσει ένα έργο σαν κι αυτό που πάτε να διαβάσετε; Εγώ έχω εκατό δικαιολογίες, όχι μια. Ένας συγγραφέας πρέπει να 'χει σκοπό του την ευτυχία των αναγνωστών του και δεν υπάρχει τίποτα που να φέρνει μεγαλύτερην ευτυχία από ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Ο Φοντενέλ έλεγε: "Δεν υπάρχει πόνος που να μπορεί να βαστάξει μιας ώρας ανάγνωση". Απ' όλα τ' αναγνώσματα, τα πιο ελκυστικά είναι βέβαια τα ερωτικά, κυρίως όταν συνοδεύονται από εύγλωττην εικονογράφηση. Την εποχή που ένας άντρας έχει μάθει καλά τις γυναίκες, έπεσε στα χέρια μου η "Ζυστίν" του Donatien Alphonse Francois, Μαρκήσιου De Sade. Ήτανε σα να μου 'βαλε φωτιά. Ήθελα να νιώσω αμέσως ευχαρίστηση και βάλθηκα να το κάνω μανιασμένα, δαγκώνοντας τα στήθια εκείνης που πηδούσα, γεμίζοντας σημάδια τα μαλακά της μπράτσα... Νιώθοντας ντροπή γι' αυτό μου το υπερβολικό φέρσιμο -απόρροια του διαβάσματος εκείνου του βιβλίου- κάθισα κι έγραψα για το κέφι μου ένα Ερωτικό, πικάντικο αλλά χωρίς ωμότητες, βιβλίο, που τόσο πολυ μ' ερέθισε, που πήγα και πήδηξα μια κούτσαβλη, με δυο σπιθαμές μπόι και με καμπούρα από πάνω.
    Νάτο λοιπόν, διαβάστε το και θα πάθετε τα ίδια.

    Εισαγωγή

    Κανείς δεν έχει αγανακτήσει περισσότερο από μένα, με τα πρόστυχα βιβλία του αχρείου Ντε Σαντ, δηλαδή τη "Ζυστίν", την "Αλίν", τη "Φιλοσοφία Του Μπουντουάρ", τη "Φιλοσοφία Της Ακολασίας", που διάβασα όσο ήμουνα στη φυλακή. Αυτός ο αχρείος παρουσιάζει πως η χαρά του έρωτα, για τους άντρες, πηγαίνει μαζί με τα βασανιστήρια ή ακόμα και την εξόντωση των γυναικών.
    Σκοπός μου είναι να προσφέρω ένα βιβλίο ακόμα πιο τολμηρό από τα δικά του, που οι γυναίκες θα μπορούν να το δίνουνε στους άντρες τους για να τους κάνουν να τις περιποιούνται καλύτερα. Ένα βιβλίο, στο οποίο οι αισθήσεις θα μιλάνε στη καρδιά, η ελευθεριότητα δε θα κρύβει βαναυσότητα απέναντι στο φύλο των Χαρίτων και που θα τους δίνει ζωή αντί να δικαιολογεί το σκότωμά τους. Ένα βιβλίο στο οποίο ο έρωτας ξαναβρίσκοντας την αρμονική του σχέση με τη φύση, ελεύθερος από ενοχές και προκαταλήψεις, δεν θα εμφανίζεται παρά χαμογελαστός και λάγνος.
    Διαβάζοντάς το, θα λατρέψουμε τις γυναίκες και γαμώντας τες θα 'μαστε πιο τρυφεροί. Όμως πάνω απ' όλα, θα νιώσουμε ακόμα μεγαλύτερη περιφρόνηση γι' αυτόν τον χασάπη, γι' αυτόν που τονε βγάλαν από τη Βαστίλη, με την άσπρη μακριά γενειάδα, στις 14 Ιουλίου 1789. Αχ και να μπορούσε τούτο το βιβλίο που τώρα δημοσιεύω, να ρίξει στη λήθη τα δικά του!
    Ένα κακό βιβλίο γραμμένο με καλές προθέσεις.
    Εγώ ο Ζαν-Πιερ Γλωσάρας προς το παρόν
    κρατούμενος στη Κονσιερζερί, δηλώνω πως
    αυτό το βιβλίο, παρ' όλη τη τολμηρότητά του,
    το έγραψα έχοντας μόνο καλούς σκοπούς.
    Η αιμομιξία, για παράδειγμα, εμφανίζεται
    αποκλειστικά ως αντίβαρο, σύμφωνα με τα
    διεστραμμένα γούστα των ακολάστων, στις
    φρικτές βιαιότητες με τις οποίες τους ερεθίζει
    ο Ντε Σαντ.

    Φλοριάλ, Έτος Δεύτερο
     
  3. zinnia

    zinnia Contributor

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

    1 το παιδί με το φουριόζικο καυλί


    Γεννήθηκα σ' ένα χωριουδάκι κοντά στη Ρεν και τ' όνομά μου είναι Ερωτύλος. Από πιτσιρικάς, πάντα λιμπιζόμουνα τα ωραία κοριτσόπουλα. Είχα μάλιστα αδυναμία κυρίως στα ποδαράκια που φορούσανε χαριτωμένα παπούτσια, μοιάζοντας σ' αυτό με τον Μεγάλο Δελφίνο, γιο του Λουδοβίκου 14ου και με τον Τεβενάρ, ηθοποιό της Οπερά.
    Το πρώτο κορίτσι που μου τον έκανε να σηκωθεί, ήταν μια τσαχπίνα χωριατοπούλα, που πηγαίναμε μαζί στον εσπερινό κι εκείνη μου 'χωνε το χέρι της στα σκέλια, κάτω από τα ρούχα. Μου γαργαλούσε τ' αρχίδια και με το που καταλάβαινε πως μου 'χε σηκωθεί, μιας κι ήτανε θερμόαιμη κι ενάρετη, με φιλούσε στο στόμα με τον οίστρο της παρθένας.
    Η πρώτη που πασπάτεψα, σπρωγμένος από την αδυναμία μου για τα κομψά της παπούτσια, ήταν μια από τις μικρότερες αδελφές μου, η Τζοβενέτα. Είχα οχτώ αδελφές, τρεις μικρότερες από μένα και πέντε μεγαλύτερες, από προηγούμενο κρεβάτωμα. Απ' αυτές, η δεύτερη ήτανε πραγματικά μαγευτική: θα ξαναμιλήσω γι' αυτήν. Η τέταρτη στη σειρά, είχεν ένα τρίχωμα γύρω από το στολίδι της, που τ' άγγιγμά του και μόνο σ' έλιωνε. Οι άλλες ήταν ασχημες. Όσο για τις μικρότερες, ήτανε κι οι τρεις τους όλο νάζι.
    Η αγαπημένη της μητέρας μου ήταν η Τζοβενέτα, η πιο φιλήδονη και καλοβαλμένη και μια φορά, γυρίζοντας από το Παρίσι, της έφερε δώρο ένα καταπληκτικό ζευγάρι παπουτσάκια. Την είδα να τα δοκιμάζει και μου 'γινε αμέσως σκληρός σα σίδερο. Την επομένη, Κυριακή ήταν, η Τζοβενέτα φόρεσε ένα καινούργιο ζευγάρι βαμβακερές κάλτσες πολύ ψιλές κι ολόλευκες κι ένα κορσέ που της έσφιγγε τη μέση και παρ' όλο που ήτανε τόσο μικρή, τα παιγνιδιάρικα κωλοκουνήματά της τη σηκώναν ακόμα και του πατέρα μου, που μια φορά τον άκουσα να λέει στη μητέρα μου (ήμουνα κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι για να θαυμάζω καλύτερα τα παπούτσια και τους αστραγάλους της χαριτωμένης μου αδελφούλας) να τη βγάλει έξω από το δωμάτιο. Με το που βγήκε, έριξε τη μάνα μου στο κρεβάτι που κάτω του κρυβόμουνα και τη γάμησε λέγοντας:
    -"Τα μάτια σας τέσσερα στη μονάκριβη κορούλα σας! Θα βγάζει φλόγες σε λιγάκι, σας προειδοποιώ... Αλλά βρήκε άνθρωπο που ξέρει να τη φέρει βόλτα, γιατί εγώ γαμάω καλά! Να η απόδειξη, το μουνί σας μου χύνει κιόλας κάμποσο πριγκηπικό ζουμί..."
    Πήρα χαμπάρι πως η Τζοβενέτα άκουγε και κοίταζε... Ο πατέρας μου είχε τελικά δίκιο. Η χαριτωμένη μου αδελφούλα ξεπαρθενεύτηκε από τον εξομολογητή της και μετά κουτουπώθηκε από κόσμο και κοσμάκη. Όμως αυτό την έκανε απλά πιο σοφή.
    Το απόγευμα η Τζοβενέτα ήρθε και με βρήκε στην αυλή, που καθόμουνα μονάχος μου. Τη κοίταξα γεμάτος θαυμασμό και μου σηκώθηκε. 'Αρχισα να τη διπλαρώνω, την έπιασα από τη μέση χωρίς να πω λέξη, της άγγιξα το ποδαράκι, τα μπούτια, το άτριχο κι υπέροχο μουνάκι της που δεν είχε όμοιο! Εκείνη δεν έβγαλε άχνα. Τότε την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα, δηλαδή στις παλάμες και στα γόνατα και δεν έβλεπα την ώρα να τη ξεσκίσω έτσι όπως κάνουνε τα σκυλιά, βογγώντας και σπρώχνοντας μ' όλη μου τη δύναμη, αρπάζοντάς τη σφιχτά από τα πλευρά. Την έβαλα να σκύψει τόσο πολύ, ώστε να μου προσφέρει μουνάκι και κωλοτρυπίδα μαζί. Με τα πολλά, τα κατάφερα να της βάλω την άκρη, ανάμεσα στα χειλάκια της.
    -"Σήκωσε", της είπα, "σήκωσε τον κώλο σου να μπω!" Τι τα θέλετε, ένα τόσον άγουρο μουνάκι δε μπορούσε να υποδεχτεί μια ψωλή που ακόμα δε ξεσκουφωνόταν (μάλλον χρειαζόμουν ένα μουνί ξεπατωμένο, που άλλωστε δεν άργησα να το βρω). Το μόνο που κατάφερα ήταν να της χαράξω λιγάκι τα χείλη της σχισμής. Δεν έχυνα ακόμη: δεν ήμουν κατάλληλα εξοπλισμένος... Μη μπορώντας να της το χώσω, άρχισα να της το γλείφω, κάνοντας και σ' αυτή τη περίπτωση, όπως κάνουνε τα σκυλιά... Η Τζοβενέτα ένιωσε, δίχως καμιάν αμμφιβολία, μιαν ευχάριστη φαγούρα και δε πρέπει να βαρέθηκε καθόλου με το παιγνίδι μας, αφού όταν σηκωθήκαμε, με γέμισε φιλιά στο στόμα. Κάποιος τη φώναξε κι έφυγε τρέχοντας.
    Μην έχοντας ακόμα στήθος, την άλλη μέρα φόρεσε ένα ζευγάρι ψεύτικα βυζιά κι είμαι σίγουρος ότι το 'κανε γιατί είχε ακούσει πόσο παινευόντουσαν η μάνα κι οι αδελφές της για τα δικά τους. Το πήρα χαμπάρι: της είπα να φορέσει τα παπουτσάκια της κι αφού την έβαλα να ξαπλώσει αναπαυτικά στο κρεβάτι της, τη περιποιήθηκα για δυο σχεδόν ώρες. Για να λέμε την αλήθεια, έγινε μούσκεμα και χτυπιότανε σα τρελή όσο την έγλειφα στο μουνί... Δυο μέρες αργότερα, τη στείλανε μαθητευόμενη στο Παρίσι, όπου κι επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις του πατέρα μου.
     
  4. zinnia

    zinnia Contributor

    2 το μεταξότριχο μουνί

    Από τις υπόλοιπες αδελφές μου, η πρώτη ήταν υπερβολικά σοβαρή: κατάφερνε πάντα να με κρατά σε κάποιαν απόσταση, αλλ' αργότερα, στο Παρίσι, της γάμησα και τις δυο της τις κόρες. Η τρίτη μου αδελφή ήταν ακόμα πάρα πολύ μικρή: στα δεκαοχτώ της έγινε μια υπέροχη κοπέλα! Σ' αυτή λοιπόν τη πιτσιρίκα, ρίχτηκα όταν κατάλαβα πως η Κάθως, δίδυμη με τη Τζοβενέτα, ήταν απλησίαστη. Έχοντας ήδη πασπατέψει ένα μουνί, μου χρειαζόταν επειγόντως ένα για να το αντικαταστήσω: άρχισα να περιποιούμαι τη Κλώσα. Μια Κυριακή, που η μητέρα μου την έπλυνε και της φόρεσε τα καλά της, κατάφερα επιτέλους να της το γλείψω.
    Η φλογερή Μαντλέν με το μεταξωτό μουνί μας έπιασε στα πράσα, ακριβώς την ώρα που παίζαμε το αθώο αυτό παιγνίδι. Μας παρακολούθησε για κάμποσην ώρα πριν επέμβει και, βλέποντας τη μικρή να το φχαριστιέται, ενέδωσε στον πειρασμό. Μας φώναξε. Εμείς προσπαθήσαμε να πάρουμε μια πιο φυσιολογική στάση. Ούτε που άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. Έδιωξε τη Κλώσα κι άρχισε να με στριφογυρίζει. Μ' έριξε πάνω στ' άχυρα της αποθήκης, όπου είχα παρασύρει τη Κλώσα και με το που βρέθηκα ξάπλα ήρθε από πάνω μου κι άρχισε να με γαργαλά παντού. Έχωσα κατά λάθος το χέρι κάτω από τη φούστα της και βρήκα το εξαίσιο μεταξένιο της μουνί.
    Αυτό το θεϊκό τρίχωμα την έκανε να γίνει η αγαπημένη μου. Ξετρελάθηκα με το μουνί της Μαντλέν Γλωσάρα και της ζήτησα να το φιλήσω.
    -"Κατεργαράκο", μου απάντησε, "περίμενε ένα λεπτό". Πήγε στο πηγάδι, τράβηξε ένα κουβά νερό κι έκατσε από πάνω του... Γύρισε κοντά μου και ξανάρχισε το τσιμπολόγημα. Φουντωμένος, εκτός εαυτού, μέσα στη παιδιάστικη ερωτική παραφορά μου, της είπα:
    -"Πρέπει να γλύψω αυτή την υπέροχη τρυπούλα". Ξάπλωσε ανάσκελα μ' ανοιχτά τα πόδια. Εγώ έγλυφα κι η ωραία Μαντλέν κουνούσε τον κώλο της:
    -"Σαΐτεψε τη γλώσσα σου μέσα μου καμάρι μου" έλεγε. Κι όσο εγώ σαΐτευα, τόσομ αυτή σήκωνε το λοφίσκο της!... Της έκανα αρχοντική περιποιήση!... Η πλημμύρα της ηδονής, την έκανε να ξεσπάσει σε κραυγές. Μου ήτανε μονίμως στητός και καμαρωτός κι όσο δεν έχυνα τόσο ψηνόμουνα από τον ίδιο πάντα πυρετό. Αυτό ακριβώς λάτρευε κι η Μαντλέν πάνω μου. Όταν πια έπρεπε να μ' αφήσει, με φίλεψε με μερικες λιχουδιές που τις έφαγα πιο μετά μαζί με τη Κλώσα.
    Ένα βράδι, η μεταξομούνα αδελφή μου, μου λέει:
    -"Ερωτύλο! Το γλυκό σου το καρφάκι στέκει πάντα καμαρωτό-καμαρωτό όταν με γλείφεις! Τι θα 'λεγες να τρυπώσουμε στο ίδιο κρεβάτι και να το βάλεις μες στο στόμα της ψιψίνας μου, που τόσο πολύ σ' αρέσει να τη πιπιλάς κι έχει τρίχωμα τόσο μαλακό... Εμένα είμαι σίγουρη ότι θα μ' άρεσε πολύ και κάτι μου λέει πως κι εσένα το ίδιο. Απόψε έλα να με βρεις".
    Όταν όλοι οι άλλοι είχανε βυθιστεί στην αγκαλιά του Μορφέα, τρύπωσα μες στο κρεβάτι της μεγαλύτερής μου αδελφής και την άκουσα να μου λέει:
    -"Μια μέρα είδα τον πατέρα μας να χαΐδεύει την αδελφή μου, την όμορφη Μαρία, που ετοιμαζόταν να φύγει για το Παρίσι κι ύστερα να πηδάει πάνω στη μάνα σου, με τη ραβδάρα του πανέτοιμη και να της ξεσκίζει τη ψιψίνα. Εγώ τώρα θα σου δείξω τι πρέπει να κάνεις για να του μοιάσεις".
    -"Τον έχω δει κι εγώ".
    -"Καλά! Καλά!"
    Πήρε θέση, μ' έβαλε να ξαπλώσω από πάνω της, μου 'πε να σπρώχνω κι ανταποκρίθηκε στα κουνήματά μου. Μόνο που ήτανε παρθένα κι όσο σκληρό κι αν τον είχα, δε κατάφερνα να της τονε χώσω: με πονούσε. Κι όμως η Μαντλέν Γλωσάρα, -δεν έχω καμιάν αμφιβολία- κατάφερε να χύσει, αφού της ήρθε λιγοθυμιά.
    Αχ, πόσο μου 'λειψεν αργότερα το απαλό μεταξένιο της μουνάκι που έγλειφα και βούρτσιζα για έξι ολάκερους μήνες! Ο πατέρας μου, ο Κλοντ Γλωσάρας δε μου 'μοιαζε καθόλου κι έδιωχνε από κοντά του τις κόρες που του τονε σηκώνανε. Λεγόταν πως η Μαντλέν είχε προσπαθήσει να πηδηχτεί μαζί του... Όπως και να 'χει το πράγμα, τρεις μέρες αργότερα έφυγε κι αυτή για τη πρωτεύουσα, όπου ο μεγαλύτερος αδελφός μας, ο κληρικός, της είχε βρει μια θέση οικονόμου στο σπίτι κάποιου εφημέριου του Σεντ Ονορέ. Ετούτος ο υποκριτής δεν άργησε και πολύ ν' ανακαλύψει τις χάρες της. Μια μυστική πόρτα, που μόνον αυτός ήξερε, οδηγούσε στα δωμάτια των οικονόμων και τη νύχτα πήγαινε και τις πασπάτευε. Όμως δε του 'χε τύχει ποτέ μουνί πιο γλυκό από το μεταξότριχο μουνί της μαντεμουαζέλ Γλωσάρα! Ήθελε να το δει καλά. Η ομορφιά του τονε μάγεψε και δεν έβρισκεν ησυχία αν δε το γαμούσε. Μια νύχτα που η αδελφή μου καμωνότανε τη κοιμισμένη, της το 'γλειψε κι αυτή έχυσε με το καντάρι. Τότε ο εφημέριος ήρθε από πάνω της και τηνε πήδηξε, ενώ κείνη τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και ταρακουνούσε τα κωλομέρια της.
    -"Αχ κούκλα μου", της είπε "τι ωραία που κουνιέσαι!... Μα δε σε πονάει; Μπας κι είσαι κομματάκι πουτάνα"; Η νυχτικιά και τα ματοβαμμένα σεντόνια του αποδείξανε πως ήτανε παρθένα. Και τη λάτρεψε. Η Μαντλέν συνέχισε να γαμιέται μ' αυτόν τον άγιο άνθρωπο για δυο χρόνια περίπου, μέχρι που τελικά τον έστειλε στον άλλο κόσμο. Αυτός πάντως τη προίκισε, πράγμα το οποίο της επέτρεψε να παντρευτεί τον γιο του πρώτου συζύγου της μητέρας μου.
     
  5. zinnia

    zinnia Contributor

    3 η καβαλικεμένη μάνα

    Μετά τον γάμο της Μαντλέν και την επιστροφή της στη Ρεν, όντας πιο αναπτυγμένος τώρα, επιθυμούσα διακαώς να τη γαμήσω. Στα δυο χρόνια που 'χανε μεσολαβήσει είχα περιοριστεί στο πασπάτεμα και το γλείψιμο της αδελφής μου της Κλώσας και μερικών γερμανίδων εξαδέλφων μας. Όμως ο πούτσος μου είχε παραμεγαλώσει κι όλα τούτα τ' άτριχα μουνάκια είχαν αρχίσει να ...στενεύουν... Έτσι ικέτεψα τη Μαντλέν, δηλαδή τη Μαντάμ Bourgelat, να μου παραχωρήσει ένα νυχτερινό ραντεβού. Το κανόνισε για το ίδιο εκείνο βράδι. Βρισκόμασταν στο αγρόκτημα μας κι ο σύζυγός της είχε μόλις φύγει για τη Ρεν, λόγω μιας σημαντικής υποχρέωσης. Εκείνο ακριβώς το βράδι, ο πατέρας μου αδιαθέτησε, δε ξέρω γιατί κι η μητέρα μου, αφού του πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες, σκέφτηκε να πάει να κοιμηθεί στο κρεβάτι της νύφης της, για να μη τον ενοχλεί. Η Μαντλέν, βλέποντας τη κοιμισμένη, σηκώθηκε σιγά-σιγά για να 'ρθει σε μένα, ενώ εγώ πήγαινα σ' αυτή. Δε συναντηθήκαμε, δυστυχώς!...
    Έτσι, ξάπλωσα δίπλα στη γυναίκα που βρήκα στο κρεβάτι. Ήτανε ξαπλωμένη ανάσκελα. Ανέβηκα από πάνω της ενώ κοιμότανε και της τον έχωσα. Έμεινα κατάπληκτος μπαίνοντας μέσα της από το πόσο φαρδιά ήτανε! Μ' έσφιξε στην αγκαλιά της, κούνησε τον κώλο της κι είπε μέσα στον ύπνο της:
    -"Ποτέ! Ποτέ δε μου 'χετε δώσει τόσην ευχαρίστηση!".
    Έχυσα κι εγώ, πέφτοντας φαρδύς-πλατύς πάνω στα βυζιά της, που 'ταν ακόμα στητά, αφού δεν είχε θηλάσει και κανείς δε της τα 'χε ποτέ στραπατσάρει. Η μαντάμ Μπουρζελά επέστρεψεν ακριβώς τη στιγμή που 'χανα τις αισθήσεις μου. Έμεινεν άναυδη, ακούγοντας τα λόγια αυτής της γυναίκας που 'τανε πεθερά της και συνάμα μητριά! Κατάλαβε πως την είχα γαμήσει και με μετέφερε στο κρεβάτι μου ενώ ήμουν ακόμα λιπόθυμος. Είχα λοιπόν εκτινάξει το πρώτο μου σπέρμα στο μητρικό μουνί!... Η μητέρα μου, εντελώς ξύπνια πλέον, ρώτησε τη Μαντλέν:
    -"Μα τι κάνετε κόρη μου"; Εγώ στο μεταξύ είχα συνέλθει. Η αδελφή μου επέστρεψε δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας μου, που της είπε χαμηλόφωνα: "Αγαπητή μου νύφη, συμπεριφέρεστε πραγματικά πολύ παράξενα!".
    -"Ο σύζυγός μου", απάντησε η μαντάμ Μπουρζελά, "με βάζει συχνά από πάνω. Αυτό έβλεπα στον ύπνο μου κι αυτό έκανα. Ξυπνώντας ξαφνικά, πήδηξα από το κρεβάτι". Η μητέρα μου τη πίστεψε.
    Εγώ πάντως είχα πετύχει διάνα: η μαντάμ Γλωσάρα, έμεινε έγκυος, γέννησε στα κρυφά ένα μωρό όμορφο σαν τον 'Αδωνι κι είχε τη πονηριά να το αντικαταστήσει μ' ενός γιού της, που πέθανε πάνω στη γέννα. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσω γι' αυτό το παιδί, τον ανιψιό μου τον επονομαζόμενο Ερωτύλο ή Κοκοράκι.
    Οχτώ μέρες μετά, έχοντας πλέον συνέλθει εντελώς, έκλεισα πάλι ένα ραντεβού. Η ατυχία μου όμως δε περιγράφεται! Μας είχε ακούσει μια βυζαρού, μια κοπέλα που δούλευε στα κτήματά μας θερίστρια και κοιμότανε στον αχυρώνα. Η μαντάμ Μπουρζελά θα 'ρχότανε στο κρεβάτι μου, αλλ' αυτή η Μπαλκονού, που με αγαπούσε κι αυνανιζότανε συχνά προς τιμή μου και που δεν ήταν εξάλλου κακό κορίτσι, έπεισε τον αδελφό μου να κλειδώσει τη πόρτα, τη νύχτα, του δωματίου της και να κρύψει το κλειδί για ευνόητους λόγους... Έτσι κι έγινε. Συλλογιστείτε λοιπόν την έκπληξή μου όταν, αντί για ένα μεταξένιο μουνί και δυο στρογγυλά και τρυφερά βυζάκια, βρέθηκα ν' απαυτώνω ένα παλιομούνι με χάιτη αλόγου και δυο μπαλόνια έτοιμα να σκάσουν. Έχωσε τον πούτσο μου μέσα της, έσπρωξα κι ένιωσα μιαν απέραντην απόλαυση. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσω.
    Κατάφερα επιτέλους να γαμήσω και τη Μαντλέν στον αχυρώνα. Φούσκωνα και ξεφούσκωνα σα κολασμένος γαμώντας τη. Στο τρίτο όμως κούνημα του πισινού της, λιποθύμησα...
    ... ... ...
    ___________________________________________________

    Τίτλος πρωτοτύπου: "L' Anti-Justine"
    Mετάφραση: 'Αννα Δούκουρη
    Εκδόσεις: "Αφροδίτη"
     
  6. blindfold

    blindfold Contributor

    +1 για να μη χαθεί αυτό το νήμα
     
  7. zinnia

    zinnia Contributor

    Marquis de Sade: 120 Μέρες Στα Σόδομα



    Μαρκήσιος Ντε Σαντ

    Βιογραφικό

    O Donatien Alphonse François le Marquis de Sade γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1740 και πέθανε στις 2 Δεκέμβρη 1816. Είναι ν' αναρωτιέται κανείς πως περάσανε τόσα χρόνια χωρίς η ανθρωπότητα να τολμήσει να ονοματίσει το πιο αρχαίο, το πιο διαδεδομένο, το πιο προσφιλές βίτσιο της: το να τυραννά τον άλλο. Χρειάστηκαν η ακάματη δραστηριότητα κι η πένα του περίφημου μαρκήσιου για να εμφανιστεί για πρώτη φορά, μόλις το 1841, σε λεξικό της εποχής η λέξη "σαδισμός". Στη περίπτωση του ο μύθος είναι το ίδιο μεγάλος όσο και το έργο του.
    Γεννήθηκε 49 χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση από γονείς ευγενείς. Από πολύ νέος γράφει κι ασχολείται με το θέατρο. 4 χρόνια μετά τον γάμο του φυλακίζεται για πρώτη φορά για "ελευθεριασμό, βλασφημία και βεβήλωση της εικόνας του Χριστού". Με τη ζωή του αλλά και με τα βιβλία του "Ζυστίν", "Ζυλιέτ" κ.ά. χτίζει τον μύθο του, που είναι της απόλυτης κι άνευ ορίων παράβασης, της συνάντησης της διαστροφής με την αθωότητα και της χαράς της διαφθοράς. Η δύναμη του εντοπίζεται στο ότι η ηδονή δένεται με μια πρόκληση του Κακού προς το Καλό. Αυτό που συμβαίνει στο σώμα είναι κάτι που συμβαίνει κυρίως στον νου.
    Το γεγονός που θα σημαδέψει τη ζωή του είναι ο θάνατος του πατέρα. Οι ψυχαναλυτές λένε πολλά γι' αυτή την αδυναμία στη πατρική μορφή που αγγίζει τα όρια της ψύχωσης. Ο γιος δε θα δεχτεί ποτέ αυτό τον θάνατο ­ μιλά συνέχεια μαζί του σα να 'ναι ζωντανός κι όπως λέει ο Ντελέζ, θα κουβαλά πάντα μέσα του το "πτώμα" του πατέρα. Η οργιώδης ζωή του συνεχίζεται και τα σκάνδαλα ξεσπάνε τόνα μετά τάλλο. Η γυναίκα του θα μείνει κοντά του σ' όλες τις περιπέτειες, πιστή κι αφοσιωμένη. Η φυλάκισή του στη Βαστίλη είναι η πιο οδυνηρή εμπειρία. Τα γράμματά του από κεί, τα διαπερνά ένα είδος παράνοιας. Θεωρεί υπεύθυνη για όλα τη πεθερά του, με την οποία παλαιότερα είχε μια πολύ τρυφερή σχέση.
    Η επανάσταση θα τον απελευθερώσει. Θα βρεθεί στο πλευρό των επαναστατών κι αρχίζει να υπογράφει απλά "Σαντ" απαρνούμενος τον τίτλο του. Στα χρόνια της τρομοκρατίας, όταν ξεσπάνε μεγαλύτερες φρικαλεότητες, όταν κορμιά τεμαχίζονται στο δρόμο, όταν οι επαναστάτες περιφέρουν θριαμβευτικά τα κομμένα κεφάλια των ευγενών, ο Ντε Σαντ δεν είναι μέσα στους χιλιάδες σαδιστές που ιστορικές συγκυρίες έχουν παρακινήσει στη δράση. Αντίθετα, αψηφώντας τον κίνδυνο, κηρύσσει την επιείκεια και τη μεγαλοθυμία και μιλά κείνη την εποχή για κατάργηση της ποινής του θανάτου. Το θέαμα της γκιλοτίνας που απολαμβάνει ο λαός, τον αρρωσταίνει. Σώζει με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής τη μισητή πεθερά του και τον πεθερό του! Αυτή την εποχή έχουμε άλλη μιαν ένδειξη των ανθρωπιστικών αισθημάτων του δαιμονικού συγγραφέα. Οταν θα γίνει Υπουργός Υγείας θα ψηφίσει διάταγμα που απαγορεύει στα νοσοκομεία να βάζουν 2-3 ανθρώπους στο ίδιο κρεβάτι κι έτσι θα 'χει κάθε άρρωστος το δικό του.
    Στα τελευταία χρόνια του θα ξαναβρεθεί πολιτικός κρατούμενος με το πρόσχημα της προστασίας της ηθικής. Θα τον φυλακίσει ο Μέγας Ναπολέων. 18 μήνες φυλακισμένος στην Αγία Πελαγία, οργανώνει λογοτεχνικά δείπνα! Θα μεταφερθεί στο περίφημο άσυλο του Σαραντόν. Ο αυτοκράτορας δεν θέλει τη ρετσινιά του διώκτη συγγραφέων και καταφεύγει στη διαδεδομένη τακτική του εγκλεισμού τους σε φρενοκομείο. Είναι ίσως η πιο γνωστή περίοδος της ζωής του. Οι παραστάσεις του με τους ψυχοπαθείς, η απαγόρευση να του προμηθεύουν οτιδήποτε που θα του επέτρεπε να γράψει κι η τρομερή δυστυχία μες στην οποία τελειώνει μια εφιαλτική ζωή εξάπτουνε τη φαντασία συγγραφέων και σκηνοθετών.
    Στη διαθήκη του αφήνει ακριβείς οδηγίες για τη ταφή του. Το φέρετρό του θα το πάρει μ' ένα κάρο ένας ξυλουργός και θα το μεταφέρει στο δάσος της Μαλμεζόν. Θα φροντίσει να ταφεί χωρίς τελετή. Ο τάφος θα καλυφθεί εντελώς από τη βλάστηση του δάσους. Θέλει να εξαφανιστεί από τη μνήμη των ανθρώπων, όμως θα 'χει τεράστιαν επιρροή στους επιγόνους του. Κάθε εποχή κι ο σαδισμός της. Είναι ο μαύρος άγγελος των ρομαντικών, ο εξερευνητής της "απαγορευμένης περιοχής" των υπερρεαλιστών, ο προφήτης της λογοτεχνίας του κακού του Μπατάιγ. Οι ψυχίατροι με κορυφαίο τον Φρόιντ θα εντρυφήσουνε στον βίο και στο έργο του.
    Μεγάλο μέρος του πλούσιου συγγραφικού του έργο καταστράφηκε από τις αρχές του Διευθυντηρίου ή της μετέπειτα Αυτοκρατορίας. Μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα το έργο του αποκαταστάθηκε κι επανεκτιμήθηκε από εκδότες όπως ο Ζαν-Ζακ Πωβέρ και συγγραφείς όπως οι Πιερ Κλοσόφσκι, Ζωρζ Μπατάιγ, Μορίς Μπλανσό. Γράφονται σημαντικότατα βιβλία για τον σαδισμό. Αναρωτιέται κανείς αν τα βιβλία που ενέπνευσε ο Σαντ δεν είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα μάλλον λησμονημένα δικά του. Ο σαδισμός αποδείχθηκε πιο δυνατός απ' αυτόν.
    Ο Donatien-Alfonse-Francois De Sade γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Ιουνίου 1740. Γόνος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας της Προβηγκίας (γιος της Marie-Eleonore De Maille De Carman και του Jean-Baptiste-Joseph Francios De Sade, Λόρδου του Saumane και της La Coste), εισάγεται στα 10 του στο κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου των Ιησουϊτών. Μαθητεύει από τα 14 σ' ανώτατη στρατιωτική σχολή και συμμετέχει, ένα χρόνο αργότερα, στον Επταετή Πόλεμο της Γαλλίας εναντίον της Πρωσίας. Τον Γενάρη του 1757, βρίσκεται στο σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του 'Αγιου Ανδρέα, όπου επιδεικνύει σημαντική γενναιότητα. Διακρίνεται για την ανδρεία του αλλά και την ορμή του για κάθε είδους ελευθεριότητα. Το 1959 είναι πια λοχαγός στο σύνταγμα Βουργουνδών Ιππέων.
    Επιστρέφοντας από τον πόλεμο, τον Φλεβάρη του 1763, συνάπτει δεσμό ταυτόχρονα, με τη Λώρα Ντε Λωρίς και τη Ρενέ-Πελαζί Ντε Μοντρέιγ. Τον Μάρτη του ίδιου χρόνου, απολύεται από τον στρατό και προσπαθεί να πάρει την άδεια του πατέρα για να παντρευτεί τη Λώρα, μα η οικογένεια τονε παντρεύει τον Μάη, με τη δεύτερη, για να τον απομακρύνει από τις συναναστροφές του με ηθοποιούς και γυναίκες ελευθερίων ηθών. Θα αποκτήσει έτσι δυο γιους. Τον ίδιο χρόνο του γάμου του, 29 Οκτώβρη 1763, φυλακίζεται στη Βενσέν με βασιλική διαταγή, με τη κατηγορία εκλύτων ηθών, για όργια σ' ένα πορνείο. Φυλάκιση που θα εγκαινιάσει μια μακρά σειρά εγκλεισμών σε φυλακές ή φρενοβλαβικά άσυλα που θα διαρκέσει 30 από τα 74 χρόνια του βίου του. Αποφυλακίζεται 1 μήνα αργότερα μα τίθεται σε περιορισμό.
    Το 1765 συνδέεται με την "ελαφριά" ηθοποιό, δίδα Μποβουαζέν. 2 χρόνια μετά γεννιέται ο πρώτος του γιος. Τον επόμενο χρόνο δέχεται καταγγελία για βιαιοπραγία της Ροζ Κέλερ, στη βίλα του Αρκέιγ. Λίγους μήνες αργότερα η Ροζ αποσύρει τη καταγγελία δεχόμενη 2400 λίβρες από τη κυρία Ντε Σαντ. Φυλακίζεται στο Σομίρ και σε λίγες μέρες μεταφέρεται στις αυστηρότερες φυλακές της Λιόν. Στην ανάκριση αποδέχεται τη κατηγορία κι 6 μήνες μετά αποφυλακίζεται και τίθεται υπό περιορισμό στη Λα Κοστ. Τον Αύγουστο του 1770 γίνεται διοικητής των Βουργουνδών Ιππέων και τον επόμενο χρόνο παίρνει τον βαθμό του συνταγματάρχη. Την επόμενη χρονιά τον Γενάρη, ανεβάζει μια κωμωδία, στο θέατρο της Λα Κοστ.
    Τον Ιούνιο με τον υπηρέτη του Λατούρ, οργανώνουν όργιο με 4 πόρνες που τις ποτίζουν κανθαριδίνη κι αργότερα την ίδια μέρα, δίνουνε και στη Μαργαρίτα Κοστ που παθαίνει δηλητηρίαση. Επί 2 μήνες κρατάν ανακρίσεις κι ο Σαντ εξαφανίζεται. Εκδίδεται ένταλμα σύλληψης. 2 από τις πόρνες αναιρούν τις καταθέσεις τους. Καταδικάζεται για πρώτη φορά σε θάνατο μαζί με τον Λατούρ, στη Μασσαλία, με τη κατηγορία της δολοφονίας με δηλητήριο. Συλλαμβάνονται, εκτελούνται συμβολικά και δραπετεύουν. Συνεχίζει τη δράση του κι η πεθερά του καταφέρνει να εξασφαλίσει νέον ένταλμα σύλληψης. Φυλακίζεται ξανά για 5 χρόνια στο κάστρο της Βενσέν κι ο Λατούρ τον ακολουθεί οικειοθελώς. Δραπετεύουν μαζί κι επιστρέφουν στη Λα Κοστ, όπου τους καλύπτει η σύζυγός του με την αδερφή της. Η πεθερά του επιτυγχάνει νέα διαταγή σύλληψης κι έτσι ο Σαντ εξαφανίζεται εκ νέου. Κρυμμένος ζει με τη γυναίκα του και την αδερφή της.
    Οι υπηρέτριες του ζεύγους καταγγέλλουν τον Σαντ κι η σύζυγός του προσπαθεί να καλύψει το πράγμα, στα 1775. Έντονες φήμες θέλουν τον μαρκήσιο να συνεχίζει τα όργια με νεαρά αγόρια και κορίτσια που απάγει από τη Λιόν. Ο θείος του ζητά τη σύλληψη και τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο. Η δε καμαριέρα του, Νανόν στη Λα Κοστ, καταγγέλλει πως το παιδί που γέννησε είναι δικό του. Η κυρία Σαντ καταφέρνει τη σύλληψη και φυλάκισή της για υποτιθέμενη κλοπή. Φυγή στη Ρώμη. Το 1776 επιστρέφει στη Λα Κοστ. Την επόμενη χρονιά ο Τριγιέ, πατέρας μιας καμαριέρας στη Λα Κοστ, ονόματι Ζυστίν, επιχειρεί να πάρει τη κόρη του πίσω και πυροβολεί τον Σαντ. Αρχίζουν ανακρίσεις. Έτσι οι τρεις τους, κύριος και κυρία Σαντ μαζί με τη Ζυστίν, φτάνουν στο Παρίσι κι κυρία Σαντ ειδοποιεί τη μητέρα της. Έτσι ο Σαντ συλλαμβάνεται ξανά και κλείνεται στη Βενσέν. Η κυρία Σαντ κι η μητέρα της ζητούν ακύρωση της καταδίκης του 1772. Την επόμενη χρονιά τη ζητά κι ο ίδιος στο Εφετείο της Προβηγκίας.
    Τον Ιούλιο του 1778, το Εφετείο τον θεωρεί απλώς ένοχο οργίων κι υπερβολικής ελευθεριότητας, τον απαλλάσσει από τη κατηγορία της φαρμακίας και της σοδομίας και του επιβάλλει πειθαρχημένη διαβίωση κι απαγόρευση εισόδου στη Μασαλία, για 3 χρόνια. Επιστρέφει στη Βενσέν μα παρά την αθώωσή του φυλακίζεται ξανά με βάση το lettre de cachet της 13/2/1777. Δραπετεύει ξανά και γυρίζει στη Λα Κοστ, μα μετά 2 μήνες συλλαμβάνεται πάλι και φυλακίζεται στη Βενσέν, στο κελί αρ. 6. Αφιερώνεται στη συγγραφή θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων. Τελειώνει τον "Διάλογο Μεταξύ Ενός Ιερέα Κι Ενός Κρατουμένου", τον Ιούλιο του 1782. Του στερούν τα βιβλία, επειδή τον εξάπτουν και τον κάνουν να γράφει ..."απαράδεκτα πράγματα", τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
    Το 1874 μεταφέρεται στη φυλακή της Βαστίλης. Εκεί λίγα χρόνια πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, αρχίζει τη συγγραφή των "120 Μερών Στα Σόδομα" (1785) -όπως το ξέρουμε σήμερα-, πάνω σ' ένα ρολό χαρτί μήκους 12 μέτρων. Πρώτη γραφή των "Ατυχιών Της Αρετής" κι ενώ η σύζυγός του διαπιστώνει πως ο άντρας της έχει παχύνει πολύ. Το 1788 αρχίζει και τελειώνει μέσα σε 6 μέρες, την "Ευγενία Ντε Φρανβάλ". Στη Βαστίλη, απ' όπου θα μεταφερθεί στο άσυλο του Σαρεντόν δέκα ημέρες πριν τη πτώση της, -καλεί τον λαό από το παράθυρο, να τον ελευθερώσει-, θα εγκαταλείψει τη πλούσια βιβλιοθήκη του, 600 τόμων και τα χειρόγραφά του. Στις 14 Ιουλίου 1789 εισβολή στη Βαστίλη της Επανάστασης και λεηλασία όλων των υπαρχόντων του, έπιπλα, βιβλία, χειρόγραφα, που η κυρία Σαντ δεν είχε προλάβει να πάρει. Η Επανάσταση, στην οποία διαδραμάτησε ενεργό ρόλο, δεσμεύει ολόκληρη τη περιουσία του στη Προβηγκία, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, οι γιοι του φεύγουν από τη Γαλλία.
    Απελευθερώνεται με διάταγμα της Συντακτικής, βάσει του οποίου κανείς δε κρατείται δίχως δικαστικές αποφάσεις, το 1790. Η κυρία Σαντ έχει καταφύγει στη Μονή Σαιν Ορ κι αρνείται να δει τον σύζυγό της, υποβάλλει μάλιστα αίτηση διαζυγίου και το κερδίζει. Ο Σαντ αποκτά ταυτότητα "ενεργού πολίτη" του τομέα της Πλας Βαντόμ. Το Ιταλικό Θέατρο δέχεται ν' ανεβάσει το μονόπρακτό του "Le Suborneur". Συνδέεται με νεαρή ηθοποιό, τη Μαρί-Κονστάνς Ρενέλ, πρώην κυρία Κενέ, που θα του μείνει πιστή μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Κομεντί Φρανσέζ δέχεται ομόφωνα το πεντάπρακτο έργο του "Μισάνθρωπος Από Έρωτα" ή "Σολί & Ντεφράνκ". Δημοσιεύει, ανωνύμως, το 1791 τη "Ζυστίν" ή "Οι Ατυχίες Της Αρετής". Στο Θέατρο Μολιέρου ανεβαίνει το έργο "Οξτιέρν" ή "Οι Συνέπειες Της Ελευθεριότητας". Μια 2η παράσταση στις 4 Νοέμβρη 1791 προκαλεί επεισόδια κι αναστέλλει τις παραστάσεις του. Τον επόμενο χρόνο ο γιος του Ντονατιέν-Κλοντ-Αρμάν, λιποτακτεί και λίγο μετά ο Σαντ για να σωθεί. τον αποκυρήσσει.
    Κατά τη διάρκεια των σφαγών στις 3 Σεπτέμβρη 1791 ο Σαντ είναι για πρώτη φορά Γραμματέας του Τομέα του. Λίγες μέρες αργότερα, το πλήθος λεηλατεί τη Λα Κοστ. Από λάθος ή συκοφαντία ο Σαντ με λαθεμένο όνομα Λουΐ-Αλφόνς-Ντονατιέν Σαντ, εγγράφεται στον κατάλογο των εμιγκρέδων του διαμερίσματος. Στις 13 Απρίλη 1793 διορίζεται Ειρηνοδίκης και 3 μήνες μετά, Πρόεδρος του Τομέα του. Στο τέλος της χρονιάς εκδίδεται ένταλμα σύλληψης για μιαν επιστολή που 'χε γράψει προ 2ετίας στον Δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου 16ου. Φυλακίζεται στη Μαντελονέτ. Μεταφέρεται στη Φυλακή Καρμηλιτισσών κι απο κεί στο Σαιν Λαζάρ. Καταδικάζεται για 2η φορά σε θάνατο, αυτή τη φορά από την Επανάσταση, γλιτώνει παρά τρίχα τη γκιλοτίνα, από άγνωστες αιτίες κι ελευθερώνεται το 1794. Ενώ λίγες μέρες μετά εκτελείται ο Ροβεσπιέρ.
    Επιβιώνοντας μόνο με τα εισοδήματα που του αποφέρει η συγγραφή, δημοσιεύει το 1795 τα έργα του: "Φιλοσοφία Του Μπουντουάρ", "Αλίν & Βαλκούρ", η νέα "Ζυστίν" ή "Ατυχίες Της Αρετής" ακολουθούμενη από την "Ιστορία της Ζυλιέτ, Της Αδελφής Της", ή "Η Προκοπή Της Διαφθοράς". Η απαρίθμηση και περιγραφή στα έργα αυτά κάθε μορφής ερωτικής συμπεριφοράς, που συλλαμβάνει ως δίκαιη επανάσταση του ατόμου απέναντι στη κοινωνία και στον θεό, καταδικάζεται για άλλη μια φορά από τον τύπο και τις αρχές. Πουλά τη Λα Κοστ το 1796. Το 1799 ξαναπαίζεται ο "Οξτιέρν" κι ο ίδιος κρατά ένα μικρό ρόλο. Ο κριτικός Βιλτέρκ επιτίθεται βίαια εναντία στο "Εγκλήματα Από Έρωτα" που μόλις έχουν εκδοθεί το 1800 και στο ίδιο άρθρο του αποδίδεται η πατρότητα της "Ζυστίν".
    Η αστυνομία κατάσχει το έργο του στο τυπογραφείο το 1801, ανακρίσεις και σύλληψη του μαζί και του Μασέ, εκδότη του, που αποκαλύπτει που είναι αποθηκευμένη η "Ζυλιέτ". Ο Σαντ αρνείται τη πατρότητα της "Ζυστίν". Ο Διοικητής Αστυνομίας κι ο Υπουργός Ασφαλείας αποφασίζουν πως μια δίκη θα προκαλούσε μέγα σκάνδαλο και δε θα το απάλυνε μια παραδειγματική τιμωρία. Έτσι χωρίς δίκη, συμφωνούν τον εγκλεισμό του στη φυλακή της Αγίας Πελαγίας σα διοικητική ποινή. 2 χρόνια μετά μεταφέρεται στη Μπισέτρ. Απο κεί, με σύμφωνη γνώμη και της οικογένειάς του, οδηγείται και πάλι στο 'Ασυλο Φρενοβλαβών του Σαρεντόν. Ο Διευθυντής Ντιμπουά τον χαρακτηρίζει αδιόρθωτο που ζει μια κατάσταση σταθερής φιλήδονης διαταραχής και συνιστά τη συνέχιση της κράτησής του, το 1804. Το 1806 συντάσσει τη διαθήκη του. Την επόμενη χρονιά τελειώνει το 10τομο έργο: "Τα Ταξίδια Της Φλορμπέλ" που κατάσχει αμέσως η αστυνομία και το καίνε μετά τον θάνατό του, οι κληρονόμοι του.
    Το 1810 πεθαίνει η κυρία Σαντ κι ο Υπουργός Εσωτερικών δίνει οδηγίες για μεγαλύτερη αυστηρότητα ενάντια στον κρατούμενο. Την επόμενη χρονιά το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον Μέγα Ναπολέοντα, αποφασίζει τη συνέχιση της κράτησής του κι απαγορεύει τις θεραπευτικές θεατρικές παραστάσεις στο 'Ασυλο, που ο Σαντ κρατούσε τον κύριο ρόλο. Το 1813 τελειώνει το "H Κρυφή Ιστορία Της Ισαβέλας Της Βαυαρίας" κι εκδίδεται ανώνυμα το μυθιστόρημα "La Marquise De Ganges".
    Εκεί, στο 'Ασυλο Σαρεντόν, σε πλήρη πνευματικήν ενάργεια, θα πεθάνει στις 2 Δεκέμβρη του 1814.
    _________________________________________________________
     
  8. zinnia

    zinnia Contributor

    (...)
    δευτερη μερα

    Σηκώθηκαν τη κανονική ώρα. Ο επίσκοπος που είχε τελειώς συνέλθει από τις ακρότητές του, είχε ξυπνήσει στις τέσσερεις το πρωί και θεώρησε σκανδαλώδες το γεγονός να τον αφήσουν να κοιμηθεί μόνο. Χτύπησε το κουδούνι για ναρθουν στην ορισμένη θέση τους η Ιουλία κι ο γαμιάς που του αντιστοιχούσε. Φτάσανε σχεδόν αμέσως και στα χέρια τους ο ακόλαστος βυθίστηκε ξανά μέσα σε νέες ασωτείες. Όταν τέλειωσε το πρωινό μες στο διαμέρισμα των κοριτσιών, κατά τη συνήθειά του, ο Ντυρσέ άρχισε να τις επιθεωρεί και παρόλα όσα είχανε πει, διαπίστωσε καινούριες παραβάσεις. Η Μισέλ ήταν ένοχη για κάτι κι η Αυγουστίνα, παρόλο που ο Κυρβάλ της είχε μηνύσει να κρατηθεί όλη μέρα σε μια ορισμένη κατάσταση, είχε κάνει το ακριβώς αντίθετο: το είχε ξεχάσει, ζητούσε να τη συχωρέσουν κι υποσχότανε πως δε θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Η τετραρχία όμως ήταν αδυσώπητη και τις γράψανε και τις δυο στον κατάλογο για να τιμωρηθούνε το πρώτο Σάββατο. Τα κοριτσάκια τους είχαν ιδιαιτέρως δυσαρεστήσει με την αδεξιότητά τους στη τέχνη του αυνανισμού κι ο τρόπος που χανε δοκιμάσει τη παραμονή τους είχεν εκνευρίσει. Ο Ντυρσέ πρότεινε να ορίσουν μιαν ώρα κάθε πρωί για να τους κάνουν μάθημα, έτσι ο καθένας με τη σειρά του θα σηκωνόταν μιαν ώρα νωρίτερα. Η ώρα για την εξάσκηση ορίστηκε από τις εννιά μέχρι τις δέκα. Αποφασίσαν να κάθεται αυτός με την ησυχία του σε μια πολυθρόνα, στο κέντρο του χαρεμιού. Κάθε κοριτσάκι που θα τ' οδηγούσε και θα το βοηθούσε η Ντυκλό, η καλύτερη αυνανίστρια του πύργου, θα δοκιμαζότανε πάνω του. Η Ντυκλό θα οδηγούσε τις κινήσεις του χεριού του, θα του μάθαινε τη ταχύτητα που πρεπε να δώσει στους παλμούς, ανάλογα με τη κατάσταση του άρχοντα, θα του δειχνε τη στάση και τη θέση που πρεπε να χει όσο κρατούσεν η επιχείρηση, θα ορίζανε τέλος τιμωρία για όποια, μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο, δε θα τα χε καταφέρει τέλεια σ' αυτή τη τέχνη, χωρίς να χει ανάγκη από άλλα μαθήματα. Τους συστήσανε, σύμφωνα με τις αρχές του φραγκισκανού, να κρατούνε συνέχεια, όσο διαρκεί η επιχείρηση, τη κεφαλή ξεσκέπαστη. Το δεύτερο χέρι που θα μενε λεύτερο, θα πρεπε ασταμάτητα, όλην αυτή την ώρα, να χαϊδεύει τα περίχωρα, ανάλογα με τις διάφορες ιδιοτροπίες του κυρίου. Αυτό το σχέδιο του τραπεζίτη, άρεσε σ' όλους.
    Η Ντυκλό ειδοποιήθηκε και δέχτηκε να χουνε στο διαμέρισμά τους ένα πάσαλο για να μπορούν να εξασκούνε συνέχεια τη παλάμη τους και να διατηρούνε την απαραίτητη δεξιοτεχνία. Αναθέσανε στον Ηρακλή την ίδια δουλειά με τ' αγόρια. Αυτά είναι πιο επιδέξια από τα κορίτσια γιατί δεν έχουνε παρά να κάνουνε στους άλλους αυτό που κάνουνε στον εαυτό τους. Έτσι δε χρειαστήκανε περισσότερον από μια βδομάδα για να γίνουν οι απολαυστικότεροι μαλακιστές που τανε δυνατό να βρεθούν. Δε βρέθηκε κανείς παραβάτης μεταξύ τους, εκείνο το πρωί. Το παράδειγμα του Νάρκισου, τη παραμονή, τους έκανε ν' αρνηθούν όλες τις άδειες κι έτσι στο παρεκλήσι πήγαν μόνο, η Ντυκλό, δυο γαμιάδες, η Ιουλία, η Τερέζα, ο Ερωτιδέας κι η Ζελμίρα.
    Ο Κυρβάλ κάβλωσε πολύ. Τον είχεν ανάψει εξαιρετικά το πρωί ο 'Αδωνις, στην επίσκεψη των αγοριών και νόμισαν ότι θα χύσει, βλέποντας τη Τερέζα και τους δυο γαμιάδες να ενεργούνται, αλλά συγκρατήθηκε. Το γεύμα έγινε όπως συνήθως, μόνο που ο αγαπητός μας πρόεδρος, έχοντας πιει και πορνέψει ιδιαιτέρως όσο τρώγανε, άναψε και πάλι στον καφέ, που το σερβίρισαν η Αυγουστίνα κι η Μισέτ, ο Ζελαμίρ κι ο Ερωτιδέας. Τους διεύθυνε η γρια Φανσόν κι από ιδιοτροπία της είχανε παραγγείλει ναναι γυμνή σα τα παιδιά. Αυτή η αντίθεση προκάλεσε τη νέα λάγνα μανία του Κυρβάλ, που αφέθηκε σε ορισμένες εκλεκτές παρεκτροπές με τη γρια και τον Ζελαμίρ, έτσι έχυσεν επιτέλους.
    Ο δούκας με τη ψωλή σηκωμένη, έσφιγγε πάνω του την Αυγουστίνα, κραύγαζε, έβριζε, παραληρούσε κι η δόλια η μικρούλα έτρεμε ολάκερη κι όλο τραβιότανε πίσω, σα τη περιστέρα μπρος στο αρπακτικό πουλί που ενεδρεύει κι είναι έτοιμο να την αρπάξει. Αρκέστηκε παρολαυτά σ' ορισμένα άσωτα φιλιά και της έκανε ένα πρώτο μάθημα προκαταβολή γι'αυτό που θ' άρχιζε την επομένη. Οι άλλοι δυο, λιγότερο ζωηροί, είχανε κιόλας αρχίσει τον απογευματινό τους ύπνο. Οι δυο πρωταθλητές μας τους μιμηθήκανε και ξυπνήσανε πια στις έξι για να περάσουνε στο σαλόνι των αφηγήσεων. Όλες οι τετράδες της παραμονής είχαν αλλάξει. Τόσο τα πρόσωπα όσο κι οι φορεσιές. Όταν όλα ετοιμάστηκαν, η Ντυκλό ανέβηκε στο βήμα και συνέχισε τη διήγησή της:
    "Η μητέρα μου είχε να εμφανιστεί στο σπίτι τρεις μέρες, ώσπου ο άντρας της, που ανησυχούσε περισσότερο για το κομπόδεμα και το χρήμα της παρά για την ίδια, αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο όπου συνηθίζαν να μαζεύουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν. Οποία όμως υπήρξεν η έκπληξή του όταν, αντί γι' αυτό που ψαχνε, βρήκε σημείωμα της μητέρας μου που του λεγε να το πάρει απόφαση για ό,τι έχει χάσει. Αποφασισμένη να τονε χωρίσει οριστικά και μην έχοντας καθόλου χρήματα, ήταν αναγκασμένη να πάρει ό,τι είχε. 'Αλλωστε έφταιγεν αυτός που τον εγκατέλειψε γιατί τη κακομεταχειριζότανε. Του άφηνε δυο κορίτσια που αξίζανε και με το παραπάνω τα χρήματα που του πήρε. Ο ανθρωπάκος όμως δεν είχε την ίδια γνώμη για την αξία μας, έτσι μας έδιωξε ευγενικά και μας παρακάλεσε μάλιστα να μη κοιμηθούμε σπίτι, δείχνοντας έτσι πως δε λογάριαζε καν τη μητέρα μου.
    Όχι και τόσο στεναχωρημένες από τη καλωσύνη του, που μας χάριζε, στην αδελφή μου κι εμένα, όλη την ελευθερία που χρειαζόμασταν ν' αφεθούμε με την ησυχία μας στο είδος ζωής που τόσον είχεν αρχίσει να μας αρέσει, το μόνο που κάναμε ήτανε να πάρουμε τα λιγοστά μας πράματα και να φύγουμε γρήγορα από τον καλό μας πατριό. Αποτραβηχτήκαμε αμέσως σ' ένα μικρό δωμάτιο κει κοντά, περιμένοντας ν' αποφασίσουμε τη μοίρα μας. Εκεί οι πρώτες μας σκέψεις αφορούσανε στη τύχη της μητέρας μας. Δεν αμφιβάλλαμε στιγμή πως βρισκότανε στο μοναστήρι, αποφασισμένη να ζήσει κρυφά με κάποιον παπά ή να συντηρείται απ' αυτόν σε κάποια γωνιά εκεί γύρω. Αυτή τη γνώμην είχαμε όταν ένας Αδελφός από το μοναστήρι ήρθε και μας έφερε ένα σημείωμα που άλλαξε τα συμπεράσματά μας. Το σημείωμα έγραφε με λίγα λόγια, πως το καλύτερο που χαμε να κάνουμε, ήταν να πάμε, μόλις βράδιαζε στο μοναστήρι του Πατέρα-φύλακα, του ίδιου που γραφε το σημείωμα. Θα μας περίμενε στην εκκλησία ως τις δέκα το βράδυ και θα μας πήγαινε στο μέρος που βρισκόταν η μητέρα μας. Έτσι, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε και ν' απολαύσουμε μαζί της τη τωρινή της ευτυχία κι ηρεμία. Μας παρότρυνε μάλιστα να μη λείψουμε και κυρίως να το κρύψουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, γιατί ήτανε βασικό να το κρατήσουμε μυστικό από τον πατριό μας, ό,τι κάνανε για τη μητέρα μας και για μας. Η αδελφή μου τότε είχε φτάσει πια τα δεκαπέντε, ήτανε συνεπώς πιο έξυπνη και πιο λογική από μένα, που ήμουν μόλις εννιά. Έτσι αφού άφησε τον αγγελιαφόρο να φύγει απαντώντας πως θα τα σκεφτεί όλα τούτα, δε μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της.
    -'Φρανσόν', μου είπε, 'να μη πάμε. Κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Αν η πρόταση ήταν ειλικρινής, η μητέρα μου ή θαχε γράψει κι ένα δικό της σημείωμα ή θαχεν υπογράψει τούτο δω. Και με ποιόν μπορεί να βρίσκεται στο μοναστήρι; Ο πάτερ Αδριανός ο καλύτερός της φίλος, έχει φύγει εδώ και δυο-τρία χρόνια σχεδόν. Από κείνη την εποχή, πηγαίνει μόνο σα περαστική και δεν έχει καμιά κανονική σχέση με κανένα... Τι την έκανε να διαλέξει αυτό το καταφύγιο; Ο Πάτερ-φύλακας δεν είναι, ούτε κι υπήρξε ποτέ, εραστής της. Ξέρω πως τον έχει διασκεδάσει δυο-τρεις φορές, δεν είναι όμως από τους άντρες που δεσμεύονται από γυναίκα γι' αυτό και μόνο. Γιατί είναι κι ο ίδιος και πολύ ασταθής και πολύ σκληρός με τις γυναίκες, μόλις του περάσει το κέφι. Από που κι ως που λοιπόν δείχνει τόσον ενδιαφέρον για τη μητέρα μας; 'Ακου με που σου λέω, κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Ποτέ δε τονε συμπάθησα τον γέρο-φύλακα. Είναι κακός, σκληρός και βίαιος. Μ' είχε παρασύρει μια φορά στο δωμάτιό του όπου ήταν μαζί με τρεις άλλους και μετά απ' αυτό που μου συνέβη, ορκίστηκα να μη ξαναπατήσω κει μέσα. Αν θες να μ' ακούσεις, ας τους αφήσουμε όλους αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους. Δε χρειάζεται πια να στο κρύβω, Φρανσόν, έχω μια γνωριμία και μάλιστα τολμώ να πω, μια καλή φίλη, τη κυρία Γκερέν. Εδώ και δυο χρόνια τη συναντώ κι από την εποχή κείνη δε πέρασε μια βδομάδα χωρίς να μου κλείσει μια καλή δουλειά. Όχι όμως φτηνοδουλειές σαν αυτές που κάναμε στο μοναστήρι. Δεν υπήρξε ούτε μια που να μη μου απέφερε τρία σκούδα. Να μάλιστα η απόδειξη', συνέχισεν η αδελφή μου, δείχνοντάς μου ένα πουγκί που υπήρχανε πάνω από δέκα λουδοβίκια, 'βλέπεις πως μου φτάνουνε για να ζήσω. Ε! λοιπόν αν θες τη συμβουλή μου, να κάνεις ό,τι κι εγώ. Η Γκερέν θα σε δεχτεί, είμαι σίγουρη, σε είδε πριν οχτώ μέρες όταν είχεν έρθει να με ζητήσει για δουλειά και μου ανέθεσε να στο προτείνω. Όσο κι αν είσαι νέα, κάπου θα βρει να σε βάλει. Κάνε όπως εγώ, σου λέω, και σε λίγο θα κάνουμε χρυσές δουλειές. Κατά τ' άλλα δεν έχω τι άλλο να σου πω, γιατί εκτός από απόψε που θα σου κάνω τα έξοδα, μην υπολογίζεις άλλο σε μένα μικρή μου. Σ' αυτό τον κόσμο ο καθένας για τον εαυτό του. Αυτά τα κέρδισα με τα χέρια και το κορμί μου, κάνε κι εσύ το ίδιο. Κι αν σ' εμποδίζει η ντροπή να πας στο διάολο και κυρίως μην έρθεις να με βρεις, γιατί μετά απ' όσα σου λέω, ακόμα κι αν σε δω με τη γλώσσα να σέρνεται στο χώμα, δε θα σου δώσω μητ' ένα ποτήρι νερό. Όσο για τη μητέρα, δε μ' ενδιαφέρει η τύχη της όποια κι αν είναι. Σου δηλώνω πως είμαι ικανοποιημένη κι ότι η μόνη ευχή που κάνω για τη πουτάνα, είναι να βρίσκεται αρκετά μακριά για να μη τη ξαναδώ σ' όλη μου τη ζωή. Ξέρω πόσο μ' εμπόδισε στο επάγγελμά μου και τι καλές συμβουλές μουδινε τη στιγμή που η κυράτσα έκανε τρεις φορές χειρότερα. Να τη πάρει ο διάολος χρυσή μου, και κυρίως μη τη ξαναφέρει. Τίποτ' άλλο δεν εύχομαι'.
    Επειδή, για ναμαι ειλικρινής, ούτε η καρδιά μου ήτανε πιο τρυφερή, ούτε κι ο δρόμος της ψυχής μου πιο ορθός από της αδελφής μου, συμφώνησα μ' όλες τις βρισιές που φόρτωσε την εξαιρετικήν αυτή μητέρα. Αφού ευχαρίστησα την αδελφή μου για όσα μουμαθε, της υποσχέθηκα να την ακολουθήσω σ' αυτή τη γυναίκα. Έτσι από τη στιγμή που θα με υιοθετούσε, θαπαυα να της είμαι βάρος. Όσο για την άρνησή της να πάει στο μοναστήρι, συμφώνησα κι εγώ."
    (...)
    _________________________________________________________________

    Το μικρό αυτό απόσπασμα βρίσκεται στο βιβλίο των Εκδόσεων Εξάντας, (1980) κι είναι 2 τόμοι. Τη μετάφραση έχουνε κάνει οι Τάκης Θεοδωρόπουλος & Πέτρος Παπαδόπουλος.
     
  9. zinnia

    zinnia Contributor

    RAINER MARIA RILKE

    [ΣΒΗΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ…]
    (Από το «ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ»)

    Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
    τ’ αφτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
    Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ρθω σ’ εσένα,
    και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
    Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
    σαν να είταν χέρια, όμοια καλά,
    με την καρδιά.
    Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
    με το κεφάλι.
    Κι αν κάμης το κεφάλι μου συντρίμμια, στάχτη, εγώ
    μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.
     
  10. zinnia

    zinnia Contributor

    Georges Bataille: Η Ιστορία Του Ματιού

    Βιογραφικό


    Ζωρζ Μπατάϊγ 1933

    Γεννήθηκε στις 10 Σεπτέμβρη 1897, στο Μπιγιόμ, επαρχία του Μάρνη. Ο πατέρας του ήτανε τυφλός. Τελείωσε το γυμνάσιο στη Ρεμς κι επειδή ήταν φυματικός δεν υπήρετησε στον στρατό. Το 1920 γνωρίζει τη Σύλβια Μακλέ, τη παντρεύεται κι αποκτούν μαζί ένα παιδί. 2 χρόνια μετά παίρνει το δίπλωμα του αρχειοθέτη-παλαιογράφου από την Εcole des Chartes, στο Παρίσι και την ίδια χρονιά πάει να περάσει ένα διάστημα, κοντά στους Βενεδικτίνους στο νησί Wight, με σκοπό να γίνει παπάς. Μα στο τέλος της παραμονής του εκεί, έχει αποστραφεί οριστικά τη θρησκευτική πίστη. Το 1923 έρχεται σ' επαφή με το έργο του Νίτσε και την επόμενη χρονιά διορίζεται στο Τμήμα Μεταλλίων Εθνικής Βιβλιοθήκης Παρίσιου.
    Τη 2ετία 1926-27 ψυχαναλείται από τον δρ. A. Borel, συναναστρέφεται με τους υπερρεαλιστές, χωρίς να προσχωρήσει ποτέ στο κίνημα. Το 1928 δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Lord Auch την "Ιστορία Του Ματιού". 1929-30 διευθύνει το περιοδικό "DOCUMENTS" που ίδρυσε με τον G. H. Riviere. Βίαιη ρήξη με υπερρεαλιστές κι ιδιαίτερα με τον Μπρετόν. Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί τον "Ηλιακό Πρωκτό". Διδάσκεται για τον Έγκελ. Αυτός μαζί με τους Νίτσε και Μαρκήσιο Ντε Σαντ, θα 'ναι οι άξονες της σκέψης του.
    Το 1936 δημοσιεύει τον "Λαβύρινθο" και την επόμενη χρονιά, πάλι με ψευδώνυμο, -Pierre Angelique- τη "Μαντάμ Εντουαρντά". Δημοσιεύσε άρθρα, μελέτες, ένα σωρό άλλα βιβλία και προλόγισεν επίσης και το έργο του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, "Ζυστίν", μέχρι που τονε βρήκεν ο θάνατος στο Παρίσι, στις 8 Ιούλη 1962, σ' ηλικία 65 ετών.
    ____________________________________________

    (απόσπασμα)
    Το Γατίσιο Μάτι

    Με μεγάλωσαν εντελώς μόνο κι απ' όσο θυμάμαι, κάθε τι που 'χε σχέση με το σεξ, μου 'φερνε αγωνία. Ήμουν γύρω στα δεκάξι όταν γνώρισα στη παραλία του χωριού Χ. ένα κορίτσι συνομήλικό μου, τη Σιμόν. Οι οικογενειές μας είχανε μακρινή συγγένεια, γι' αυτό και τα πρώτα μας πάρε-δώσε, προχωρήσανε πολύ γρήγορα. Τρεις μέρες μετά τη γνωριμία, βρεθήκαμε μόνοι οι δυο μας στη βίλα της. Φορούσε μαύρη ποδιά μ' άσπρο κολαριστό γιακά. Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πως το άγχος που μ' έπιανε όταν την έβλεπα, την έπιανε κι εκείνη με μένα, ένα άγχος που τη μέρα κείνη, ήταν ακόμα μεγαλύτερο επειδή έλπιζα πως κάτω από τη ποδιά της ήταν τελείως γυμνή.
    Φορούσε μαύρες μεταξωτές κάλτσες που φτάνανε πάνω από το γόνατο, ακόμα όμως δεν είχα καταφέρει να τη δω μέχρι τον κώλο (αυτή η λέξη, που χρησιμοποιούσαμε πάντα με τη Σιμόν, ήτανε για μένα το πιο ωραίο απ' όλα τα ονόματα του σεξ). Φανταζόμουνα μόνο πως έτσι και σήκωνα λιγάκι τη ποδιά από πίσω, θα 'βλεπα τ' απόκρυφα μέρη της.
    Σε μια γωνιά του διαδρόμου ήταν αφημένο ένα πιάτο με γάλα για τη γάτα.
    -"Τα πιάτα είναι για να καθόμαστε", είπε η Σιμόν. "Τι στοίχημα βάζεις ότι μπορώ να κάτσω μες στο πιάτο";
    -"Βάζω στοίχημα πως δε θα τολμήσεις", απάντησα σχεδόν με κομμένη ανάσα.
    Έκανε αφόρητη ζέστη. Η Σιμόν ακούμπησε το πιάτο σ' ένα σκαμνάκι, στήθηκε μπρος μου και με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου, κάθισε χωρίς να μπορώ να τη δω κάτω από τη ποδιά και μούσκεψε τους ζεματιστούς γλουτούς της στο δροσερό γάλα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι άρχισα να τρέμω, ενώ αυτή κοίταζε το σηκωμένο πέος μου που πίεζε από μέσα το πανταλόνι μου. Έμεινα έτσι για λίγο ασάλευτος μπροστά της. Δε κουνήθηκε από τη θέση της και για πρώτη φορά, είδα τη ροδόμαυρη σάρκα της που δροσιζότανε μες στο κάτασπρο γάλα. Καθίσαμε σ' αυτή τη στάση πολλήν ώρα κι είμασταν κι οι δυο συγκλονισμένοι...
    Ξαφνικά σηκώθηκε πάνω κι είδα το γάλα να τρέχει στα μπούτια της και να φτάνει ως τις κάλτσες. Σκουπίστηκε κανονικά μ' ένα μαντίλι, όρθια πάνω από το κεφάλι μου, με το 'να πόδι στο σκαμνάκι κι εγώ έτριβα μ' όλη μου τη δύναμη τον πούτσο μου πάνω από το πανταλόνι, σφαδάζοντας από κάβλα, στο πάτωμα. Έτσι φτάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα σ' οργασμό χωρίς καν να 'χουμεν αγγιχτεί. Όταν όμως γύρισε η μητέρα της κι η Σιμόν χώθηκε τρυφερά στην αγκαλιά της, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και χωρίς να με δούν, επειδή καθόμουνα σε χαμηλή πολυθρόνα, σήκωσα από πίσω τη ποδιά κι έχωσα, ανάμεσα από τα καφτά της μπούτια, το χέρι μου βαθιά μες στον κώλο της.
    Γύρισα τρέχοντας σπίτι με τη λαχτάρα να τραβήξω κι άλλη μια μαλακία και τ' άλλο βράδι, τα μάτια μου ήτανε τόσο κομμένα, που η Σιμόν, αφού πρώτα με κοίταξε καλά-καλά, έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο μου κι είπε σοβαρά:
    -"Δε θέλω να μαλακιστείς άλλη φορά χωρίς εμένα".
    Έτσι, οι ερωτικές μας σχέσεις μ' αυτό το κορίτσι, άρχισαν να γίνονται τόσο στενές κι αναπόφευκτες που σχεδόν δεν αντέχαμε να περάσει μια βδομάδα χωρίς να ειδωθούμε. Εντούτοις, γι' αυτό το θέμα δεν έχουμε μιλήσει σχεδόν ποτέ. Καταλαβαίνω πως όταν με βλέπει, αισθάνεται αυτό που αισθάνομαι κι εγώ όταν τη βλέπω, μου 'ναι σχεδόν αδύνατον όμως να εξηγήσω αυτό που μας συμβαίνει. Θυμάμαι μια μέρα που τρέχαμε σα παλαβοί με τ' αυτοκίνητο, χτυπήσαμε μια ποδηλάτισσα που θα πρέπει να 'τανε πολύ νέα κι όμορφη. Οι ρόδες του αυτοκινήτου μας, της είχαν κόψει το κεφάλι σε σημείο που της το 'χανε χωρίσει από το σώμα. Μείναμε πολλήν ώρα στ' αυτοκίνητο κοιτάζοντας μερικά μέτρα πιο κάτω, τη σκοτωμένη. Η φρίκη κι η απόγνωση που αισθάνεται κανείς μπροστά σε τόσες σάρκες βουτηγμένες στο αίμα, εν μέρει αηδιαστικές αλλά κι εν μέρει πανέμορφες, δε διαφέρουνε και πολύ απ' αυτό που συνήθως νιώθουμε μεις οι δυο όταν κοιταζόμαστε. Η Σιμόν είναι ψηλή κι όμορφη. Η συμπεριφορά της γενικά είναι πολύ απλή, δεν υπάρχει τίποτα τ' απελπισμένο ούτε στο βλέμμα, ούτε στη φωνή της. Στο σεξουαλικόν όμως, τη πιάνει ξαφνικά τέτοια βουλιμία για κάθε τι που συγκλονίζει, ώστε κι η παραμικρότερη διέγερση των αισθήσεων, κάνει μονομιάς το πρόσωπό της να παίρνει μιαν έκφραση που φέρνει αμέσως στο νου, όλα κείνα που 'χουν να κάνουν με την ουσία της σεξουαλικότητας, το αίμα παραδείγματος χάρη, την ασφυξία, τον αιφνίδιο τρόμο, το έγκλημα, κάθε τι που καταστρέφει επ' άπειρο την ανθρώπινη μακαριότητα κι εντιμότητα. Η πρώτη φορά που την είδα να τη πιάνει αυτή η βουβή και σύγκορμη σύσπαση, (που μ' έπιασε και μένα), ήτανε τη μέρα που 'κατσε στο πιάτο με το γάλα. Η αλήθεια είναι πως δε κοιταζόμαστε ίσια στα μάτια παρά μόνο σε τέτοιες στιγμές, τη γαλήνη όμως και την όρεξη για παιγνίδια τις βρίσκουμε μόνο λίγο μετά τον οργασμό, όταν χαλαρώνουμε.
    Πρέπει να πω πως παρ' όλ' αυτά, πέρασε πολύς καιρός ώσπου να κάνουμε έρωτα, εκμεταλλευόμασταν όμως όλες τις ευκαιρίες για να επιδοθούμε σ' ασυνήθιστες πράξεις. Αυτό δε σημαίνει πως δεν είμασταν ντροπαλοί, κάθε άλλο μάλιστα, όμως κάτι ακατανίκητο μας έσπρωχνε και τους δυο να προκαλούμε ζευγαρωτά την αιδώ με τη μεγαλύτερη ξεδιαντροπιά. Έτσι, πριν καλά-καλά ολοκληρώσει αυτό που μου ζητούσε, δηλαδή να μη ξανατραβήξω ποτέ πια μόνος μου μαλακία, (είμασταν στη κορυφή ενός απότομου βράχου που κρεμότανε πάνω από τη θάλασσα), μου κατέβασε το πανταλόνι, με ξαπλωσε καταγής, μάζεψε ως απάνω τα φουστάνια της, κάθισε στη κοιλιά μου κι αποξεχάστηκε, ενώ εγώ βύθιζα στον κώλο της ένα μου δάχτυλο, που το 'χα προηγουμένως πασαλείψει με το νεαρό μου σπέρμα. Έπειτα γύρισε και ξάπλωσε προς τα μπρος, με το κεφάλι κάτω από το πέος μου, ανάμεσα στα μπούτια μου και σηκώνοντας ψηλά τον κώλο, μετακίνησε το κορμί της προς εμένα που σήκωνα με τέτοιο τρόπο το κεφάλι, ώστε να το φέρω στο ίδιο ύψος με τον κώλο της, έτσι που τα γόνατά της ήρθανε και στηριχτήκανε στους ώμους μου.
    -"Μπορείς να κατουρήσεις προς τα πάνω και να το φτάσεις στον κώλο μου;" με ρώτησε.
    -"Μπορώ" απάντησα, "έτσι που κάθεσαι όμως, θα σου κατουρήσω το φουστάνι και το πρόσωπο".
    -"Ε και;" μ' έκοψεν αυτή αποφασιστικά κι έκανα αυτό που μου 'πε. Δε πρόφτασα όμως να τελειώσω το κατούρημα κι ένα δεύτερο κύμα ξεχύθηκεν από μέσα μου και τη κατάβρεξε, τούτη τη φορά όμως ήταν όμορφο κάτασπρο σπέρμα.
    Στο μεταξύ, η μυρωδιά της θάλασσας μπερδευότανε με τη μυρωδιά των μουσκεμένων εσωρρούχων, των γυμνών μας σωμάτων και του σπέρματος. Είχεν αρχίσει να βραδιάζει κι εμείς είμασταν πάντα σε κείνη την απίθανη στάση, χωρίς ν' ανησυχούμε ή να κουνιόμαστε, οπότε κάποια στιγμή ακούσαμε βήματα στα χόρτα.
    -"Μη κουνιέσαι, σ' ικετεύω", μου 'πε η Σιμόν. Τα βήματα είχαν σταματήσει, δε μπορούσαμε όμως να δούμε ποιος ερχόταν. Και των δυο μας οι ανάσες είχαν κοπεί. Έτσι τουρλωμένος όπως ήταν ο κώλος της, έμοιαζε πράγματι με πανίσχυρη ικεσία, τόσο τέλειος ήταν, με τους δυο στενούς κι αφράτους του γλουτούς, που τους χώριζε το βαθύ σχίσμα στη μέση και δεν είχα καμιά αμφιβολία πως είτε άντρας ήταν αυτός ο άγνωστος, είτε γυναίκα, γρήγορα θα υπέκυπτε στον πειρασμό και θ' αναγκαζόταν, βλέποντας αυτόν τον κώλο, να τραβήξει μιαν αβυσσαλέα μαλακία. Τα βήματα όμως ξανακούστηκαν, πιο βιαστικά τώρα, σχεδόν σα τρέξιμο και ξαφνικά είδα να εμφανίζεται ένα υπέροχο ξανθό κορίτσι, η Μαρσέλ, απ' όλες μας τις φίλες ή πιο αγνή κι η πιο ευάλωτη. Εμείς οι δυο όμως ήμασταν πολύ σφιχτά μπλεγμένοι με τη φριχτή στάση που 'χαμε πάρει και δε μπορούσαμε να κουνήσουμε ούτε το μικρό μας δαχτυλάκι, οπότε ξαφνικά ή έρημη φίλη μας σωριάστηκε καταγής και ζάρωσε στα χόρτα κλαίγοντας με λυγμούς. Τότε μόνο λύσαμε το εξωφρενικό μας αγκάλιασμα και ριχτήκαμε πάνω σ' ένα εγκαταλειμμένο σώμα. Η Σιμόν της σήκωσε τη φούστα, της έσχισε τη κυλότα και μου 'δειξε συνεπαρμένη, ένα καινούργιο κώλο, το ίδιο ωραίο, το ίδιο τέλειο με τον δικό της, που έπεσα κι άρχισα να τον φιλώ με λύσσα, ενώ συγχρόνως έτριβα τον κώλο της Σιμόν που τύλιξε τα μπούτια της γύρω από τη μέση της παράξενης Μαρσέλ, η οποία το μόνο πια που δεν έκρυβε ήταν οι λυγμοί της.
    -"Μαρσέλ", της φώναξα, "σ' εξορκίζω, σταμάτα να κλαις. Θέλω να με φιλήσεις στο στόμα..." Τα ωραία της ίσια μαλλιά της τα χάιδευε η Σιμόν δίνοντάς της παντού τρυφερά φιλιά.
    Στο μεταξύ, ο καιρός είχε γυρίσει για τα καλά στη καταιγίδα και μαζί με τη νύχτα, άρχισαν να πέφτουν χοντρές σταγόνες, φέρνοντας χαλάρωση, μετά το πλάκωμα της αποπνικτικής ζέστης μιας ολάκερης μέρας που δε κουνιόταν φύλλο. Η θάλασσα έκανε τώρα φοβέρο θόρυβο που τον σκέπαζαν τα μακρόσυρτα μπουμπουνητά του κεραυνού και με τις αστραπές μπορούσα κι έβλεπα ξαφνικά, σα να 'ταν μέρα μεσημέρι, τους δυο αυνανιζόμενους κώλους των κοριτσιών που δε βγάζανε πια λέξη. Τα τρία κορμιά μας τα υποδαύλιζε βάναυση φρενίτιδα. Δυο νεαρά στόματα συναγωνίζονταν ποιο θα κάνει δικό του τον κώλο μου, τ' αρχίδια μου και τη ψωλή μου, εγώ όμως άνοιγα κι όλο άνοιγα, γυναικεία σκέλια υγρά από σάλια ή σπέρμα σα να 'θελα να ξεφύγω από το σφιχταγκάλιασμα ενός τέρατος, αλλ' αυτό το τέρας δεν ήταν άλλο από τη τρομαχτική βία των κινήσεών μου. Τελικά, η ζεστή βροχή άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς κι έκανε τελείως μούσκεμα τα σώματά μας που δε κρύβανε πια τίποτα. Δυνατοί κεραυνοί μας συγκλόνιζαν και φούντωναν κάθε φορά και περισσότερο την αγανάχτησή μας, κάνοντας μας να βγάζουμε κραυγές λύσσας που επαναλαμβάνονταν με κάθε αστραπή, γιατί η καθεμιά έβγαζε στο φως τα γεννητικά μας όργανα. Η Σιμόν είχε βρει μια γούβα με λάσπη και λάσπωνε το σώμα της πασαλείβοντάς το έξαλλη: μαλακιζόταν με το χώμα και τρανταζόταν από βίαιες συσπάσεις ηδονής καθώς τη μαστίγωνε η μπόρα, ενώ εγώ είχα το κεφάλι μου χωμένο σφιχτά ανάμεσα στα λασπωμένα μπούτια της κι αυτή το πρόσωπό της βουτηγμένο στα λασπόνερα, όπου πηγαινόφερνε μ' άγριες κινήσεις τον κώλο της Μαρσέλ την οποία είχε πλοκαμιάσει τυλίγοντας το ένα της μπράτσο γύρω από τη μέση της, ενώ με τ' άλλο χέρι είχε γαντζώσει τον γλουτό και τον τραβούσε και τον άνοιγε με δύναμη...

    Εκδόσεις "ΑΓΡΑ" Μάρτης 1980
    μετάφραση Δημ. Δημητριάδη
     
  11. Maley

    Maley Contributor

    Απάντηση: Ερωτική Λογοτεχνία

    πολυ ωραια ολα τα κειμενα..σε ευχαριστω zinnia..σε μερικα απο αυτα εχω παραδοθει..καποτε..
     
  12. zinnia

    zinnia Contributor

    Κυκλοφόρησε το Κάμα Σούτρα από τις εκδόσεις Άγρα




    Τίτλος: Κάμα-Σούτρα
    Υπότιτλος: Το βιβλίο του έρωτα
    Κατηγορίες:
    Συγγραφέας: Vatsyayana
    Μετάφραση: Λεκκάκου, Ιωάννα
    Έκδοση: Άγρα, 2007
    ISBN: 960-325-723-0
    Σελίδες: 346
    Διαθεσιμότητα: Κυκλοφορεί





    Το Κάμα-σούτρα ή Το Εγχειρίδιο του Έρωτα είναι διάσημο σε όλο τον κόσμο, αλλά παραμένει ταυτόχρονα βαθιά παραγνωρισμένο• ελάχιστοι το έχουν διαβάσει ολόκληρο. Είναι λίγες οι πλήρεις μεταφράσεις του κειμένου, και μάλιστα απευθείας από τα σανσκριτικά. Πέρα από την ερωτική ανάπτυξη υποθετικών και μυστηριωδών απολαύσεων, το Κάμα-σούτρα αποτελεί, με εντυπωσιακό τρόπο, ένα ασύγκριτο κείμενο πολιτισμού, με μια αποενοχοποιημένη προσέγγιση του ερωτισμού.
    Ο πουριτανισμός, η θρησκευτικότητα και ο λανθάνων μυστικισμός που επικρατούν στη σύγχρονη Ινδία δεν υπάρχουν στην κοινωνία που περιγράφει ο Βατσυαγιάνα (περ. 2ος – 5ος αι.) και οι πρόδρομοί του. Ο Βατσυαγιάνα ήταν ένας Βραχμάνος, σπουδαίος άνθρωπος των γραμμάτων σε μια εποχή πολιτιστικού αναβρασμού. Η ερωτική τέχνη, την οποία θεωρούσαν ως μια επιστήμη που συνδεόταν με τη θρησκευτική παράδοση, αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης των παιδιών και των εφήβων.
    Πρώτης τάξεως ντοκουμέντο για τις βάσεις της θρησκείας, της ηθικής και της κοινωνίας της Ινδίας, το Κάμα-σούτρα προσφέρει ένα πανόραμα των ανδρών και των γυναικών στην αναζήτηση της ευτυχίας και της ηδονής με όλους τους δυνατούς τρόπους. Η πλήρης εκδοχή του εγχειριδίου του Βατσυαγιάνα επιτρέπει, με τον σεβασμό του τόνου, του ρυθμού και της φρεσκάδας του πρωτοτύπου, να γευτεί ο δυτικός αναγνώστης όλη την ποίηση του κειμένου. Η παρούσα έκδοση βασίζεται στο κείμενο του ανθρωπολόγου Jean Papin, που μετέφρασε από τα σανσκριτικά το έργο στα γαλλικά, συνοδεύοντάς το με μια πολύ κατατοπιστική εισαγωγή, σημειώσεις και σχόλια καθώς και ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό λεξιλόγιο.
    Η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από μία εκτενή ανθολόγηση από την ιδιαίτερα πλούσια εικονογραφία του Κάμα-σούτρα και των ερωτικών αναπαραστάσεων στην ινδική τέχνη ανά τους αιώνες. Οι εικόνες συγκεντρώνονται σε ενότητες ανάμεσα στα επτά μέρη του βιβλίου, ώστε να μη διακόπτεται η συνοχή του κειμένου.