Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ευγνωμοσύνη

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 28 Φεβρουαρίου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν το πίστευα, δεν το… Αισθανόμουν ματαίωση και πως είχα προδώσει τον εαυτό μου κυνηγώντας ανυπόστατες χαρές μέσα στην παγίδα του υλισμού μου. Γεμάτη ζωή και εντελώς άδεια. Περιτριγυρισμένος από ευτέλεια, ένα αμπαλάζ που μόνος μου επέλεξα και το ντύθηκα. Ελάχιστη δόση 630 ευρώ έγραφε ο λογαριασμός της Visa. Τον άφησα στο κάθισμα δίπλα στο λογαριασμό της δεή. Άλλα 370 ευρώ. Και μάλιστα έναντι. Κρατούσα στα χέρια το λογαριασμό του οτέ, της βόνταφον, στο κινητό είχα σημειωμένα στη λίστα για τα ψώνια νουά, ψαρονέφρι, νιόκι, μετσοβόνε για την καθιερωμένη βδομαδιάτικη εκδρομή μας απ’ το Πέραμα, στο ΑΒ του Ελληνικού. Κάτω απ’ το κάθισμα του συνοδηγού βρισκόταν το σακουλάκι με το j’ adore για τη Στεφανία.


    Άφησα όπως ήταν τα πάντα και βγήκα στο πάρκινγκ. Κοίταζα χωρίς να είμαι εκεί. Έβλεπα με την πλαϊνή όραση το περίγραμμα του ακριβού αυτοκινήτου μου κι αυτό με χρηματοδότηση, όπου να ‘ναι θα ερχόταν ο λογαριασμός της τέταρτης απλήρωτης δόσης. Θυμήθηκα την κάρτα που είχα βγάλει προ καιρού για να βάλω ζάντες, μπουρί, πρόγραμμα, εξωτερική σκάστρα και που είχε κάποιες υποτυπώδεις εκπτώσεις στη shell. Άλλη μια ανοησία. Κι όλα αυτά για ένα αμάξι φιγουρίνι για τα σαράντα λεπτά που περνούσα στο γνωστό ζαντάδικο που μαζευόμασταν όλοι οι ανόητοι και μιλούσαμε για επιδόσεις και μυθικούς κινητήρες.


    Ένιωθα τόσο ανόητος. Ένιωθα τόσο πιεσμένος. Ήταν 5 Οκτώβρη 2006…


    Στεφανία


    Γνωριστήκαμε στην Τήνο το 2004. Εκείνη είχε πάει για μπανάκια και όλα αυτά με τη θρησκεία με τους δικούς της. Εγώ βρισκόμουν στην Τήνο για να αποδείξω πως είμαι εξυπνότερος απ’ τους Μυκονιάτες, μένοντας στην Τήνο που ήταν φτηνότερα και φεύγοντας κάθε πρωί με το πλοίο της γραμμής για Μύκονο και επιστρέφοντας το βράδυ.


    Κάποιο πρωί ξύπνησα χωρίς κέφια για ταξίδια κι αποφάσισα να μείνω στο νησί και να χαζέψω την καθημερινότητα του, με τους γονυπετείς και όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια. Προς το μεσημεράκι πείνασα κι επειδή μ’ αηδίαζε η λαδίλα απ’ τα παραλιακά ταβερνάκια ανηφόρισα προς το ναό που υπήρχε ένα τυροπιτάδικο. Κι εκεί την είδα να λογομαχεί με τους γονείς της γιατί ήθελε να πάει για μπάνιο κι όχι να φιλήσει άλλες εικόνες. Ξανθοκόκκινα μαλλιά, φούστα ως το γόνατο, ωραίο ανασηκωμένο το κωλαράκι της διαγραφόταν, μια μπλούζα σε χρώμα ακαθόριστο, άχαρη, άφηνε δυο μαυρισμένα μπράτσα, με ξυρισμένες μασχάλες και κοιτώντας προσεκτικά έβλεπες ένα στήθος μικρό και μυτερό. Αυτό όμως που με μαγνήτισε ήταν τα μελιά μάτια της που πετούσαν φωτιές. Φαινόταν λίγο μικρότερη από ‘μενα κι η φωνή της ήταν κάπως ένρινη. Στα χέρια της ένα ρολόι πλαστικό με πολλά χρώματα και διάφορα γεωμετρικά σχήματα και ένα βραχιόλι που έμοιαζε να ‘ναι από πλατίνα.


    Παρά τα σούρτα φέρτα στη Μύκονο και την πέραση που είχα στις τουρίστριες, αυτό το καλοκαίρι το μόνο που είχα καταφέρει ήταν μια πίπα από μια Γερμανίδα παχουλή που μόλις είχε κλείσει τα 18 κι η οποία έφυγε την επόμενη ημέρα κι αυτό όχι στη Μύκονο, αλλά στο Γαλατά που είχα πάει να δω τη γιαγιά μου, πριν τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Είχε γυαλίσει το μάτι μου και το κορίτσι που στεκόταν μπροστά μου ήταν ωραίο και μες στο θυμό του έμοιαζε πολύ θεραπευτικά πύρινο, με νεύρο, ταπεραμέντο. Κάτι αληθινό σε αντίθεση με τις τουρίστριες που συνήθως περιοριζόμασταν σε κουβέντες του ποτού.


    Παρήγγειλα ένα φραπέ με μπέϊλις και ένα λουκουμά που δε φαινόταν και πολύ φρέσκος. Έκατσα κοντά τους επωφελούμενος απ’ το πολυσύχναστο τυροπιτάδικο. Ο καβγάς είχε ανάψει. Ο πατέρας της με ένα φανελένιο πουκάμισο και γκρι χαχόλικο παντελόνι, καταϊδρωμένος και απελπισμένος απ’ τα νύχια που είχαν βγάλει οι γυναίκες της ζωής του, έπαιζε με τα κουτιά των τσιγάρων και των σπίρτων, που πάρκαρε μια το ένα, μια το άλλο μπροστά στο τασάκι. Η μάνα της δεν πρέπει να ήταν πάνω από 45 και κάποτε πρέπει να υπήρξε θεά. Τώρα είχε ένα πολύ χοντρό κώλο που δεν τον έκρυβε καθόλου η σα σακί φούστα της κι ένα πεσμένο στήθος. Όμως, βλέποντας τη ένιωθα κάτι σα συμπάθεια.


    Η μικρή σηκώθηκε έξαλλη και με οργή πήρε ένα απ’ τα τσιγάρα του πατέρα της, αλλά δε του ζήτησε τα σπίρτα. Αντίθετα, με κάπως βιαστική φωνή γύρισε σε ‘μενα και με ρώτησε αν έχω αναπτήρα, με τρόπο σα να με διέταζε. Οκ το χα από ‘δω και πέρα. Κοίταξα με πολύ μεγάλη ταχύτητα τους γονείς της αποδίδοντας τους ένα βλέμμα κεφάτο και φιλικό. Της άναψα το τσιγάρο της και τη ρώτησα αν θέλει ένα καφέ και να κάτσει λίγο στο τραπέζι μου να καλμάρει. Αντί για να της παραγγείλω καφέ, ήπιε το δικό μου και σύντομα φρόντισα τα δυο τραπέζια να πλησιάσουν και χωρίς πολύ κόπο να τη συμφιλιώσω με τους δικούς της και απ’ την άλλη δεν έκρυψα την απαρέσκεια μου για τις εικόνες και τα κομποσκοίνια. Με την ειλικρίνεια μου αυτή, δε μεγάλωσα τη συμπάθεια τους, αλλά η ευγνωμοσύνη που έσβησα τις φλόγες και η ηρεμία της κόρης τους αρκούσε για να με καλέσουν το βράδυ να φάμε μαζί, στο ταβερνάκι που συνήθιζαν να τρώνε.



    Γενικά είμαι διστακτικός στις πολλές συναναστροφές με τους γονείς των φιλενάδων μου, ή ακόμη και των φίλων μου. Υπάρχει ένας κώδικας με τους δικούς μας ανθρώπους που δανείζει μέρος της συμπάθειας, της εκτίμησης, της αγάπης και προς τους γονείς τους, αλλά πάντοτε υπάρχει και αμηχανία. Λίγοι γονείς υπήρξαν που με έκαναν να μην τους ξεχωρίζω και κυρίως φίλων μου. Με τις φιλενάδες είναι λίγο πιο μπερδεμένο το πράγμα. Πάντως, μόνος ήμουν, οι διακοπές περνούσαν σε μια ευχάριστη ρουτίνα, όπου διαρκώς κυνηγούσα κάποια, άλλη κάθε μέρα, που τελικά δε μου καθόταν, ή έπρεπε να γυρίσω πίσω στην Τήνο και δε με έπαιρνε ο χρόνος και μου είχε λείψει λίγο κι η κοινωνική επαφή στη γλώσσα μου.


    Το τραπέζι ήταν πληκτικό. Ακόμα και μαζί της υπήρχε ένα παραβάν που κάθε τόσο το περνούσα αλλά απλώς μετατοπιζόταν λίγο και το έβρισκα σε άλλο σημείο. Όμως όταν της είπα για την καθημερινή μου εκδρομή, έλαμψαν τα μάτια της. Ήταν 23, τελικά συνομήλικη μου. Σπούδαζε σε κάποια σχολή στον Πειραιά κι ήταν Αθηναία. Η Τήνος ήταν το τίμημα για τις διακοπές που θα πήγαινε με τις φίλες της το Σεπτέμβριο. Χωρίσαμε φιλικά με όλη την οικογένεια, χωρίς να δοθεί κάποια υπόσχεση πως θα ξανασυναντηθούμε. Αν και φορούσε τα ίδια ρούχα, κάτι στη μυρωδιά της, κάτι στα κυκλαδίτικα βράδια, είχα το βράδυ για πάρτη της ένα πολύ έντονο οργασμό. Έπειτα έπιασα το βιβλίο μου και κατά τις 4 αποκοιμήθηκα.


    Το πρωί αναπάντεχα τη βρήκα στη ρεσεψιόν να με περιμένει. Φορούσε ένα κόκκινο τζιν σορτσάκι, όπου οι γαμπούλες της φαίνονταν πολύ λαχταριστές, μαυρισμένες, αδύνατες και γυμνασμένες. Από πάνω φορούσε ένα πουκάμισο αντρικό λευκό με κομμένα μανίκια και με τρία κουμπιά ανοιχτά. Τα ορειβατικά μποτάκια της έδιναν μια μάχιμη όψη, κάλλιστα θα μπορούσα να τη φανταστώ σε μια ορειβασία να μ’ ακολουθεί ακάθεκτη.


    - Στεφανία;

    - Καλημέρααα

    - Πώς από ‘δω;

    - Θέλω να σου ζητήσω κάτι… είπε και με κοίταξε ίσια στα μάτια με ένα πολύ χαρούμενο ύφος.

    - Πάμε Μύκονο;

    - …

    - Έλα μικρή


    Κάναμε μπάνιο στο Καλό Λιβάδι, φάγαμε το μεσημέρι στου Αντονίνι, ξανά με ένα ταξί στον Άγιο Σώστη όπου πλέον πετάξαμε τα μαγιό μας και κάναμε ελάχιστο μπάνιο γυμνοί και πολύ περισσότερο ηλιοθεραπεία σε μια ψάθα που αγόρασε απ’ το δρόμο και κοιμηθήκαμε με τους ώμους μας ν’ ακουμπούν. Ξαναμπήκαμε στο νερό προτού φύγουμε για να ξυπνήσουμε και απλώς μπήκα μέσα. Ήταν ένα σμίξιμο της στιγμής, ένα παιχνίδι με τα λόγια που εκτυλίχτηκε με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω μου, το πέος μου να εκτοξεύεται και να της πιέζει τα κωλομέρια και χωρίς σκέψη κατέβασε το ένα της χέρι και τον έβαλε μέσα της. Το κρύο νερό, το πέος μου ζεστό και προστατευμένο μέσα της για λιγότερο από ένα λεπτό. Δεν υπήρξε φιλί, δεν ανταλλάχτηκαν ερωτόλογα, ούτε δόθηκαν υποσχέσεις. Μου έκλεισε το μάτι, τραβήχτηκε. Κολυμπήσαμε για λίγο κι έπειτα βγήκαμε. Ήμασταν τελευταίοι, οπότε βγήκα καυλωμένος όπως ήμουν. Με σκούπισε με την πετσέτα μου. Την τύλιξε γύρω κι όπως μου σκούπιζε τον καυλωμένο πούτσο μου, τον έτριψε λίγο παραπάνω. Ύστερα τη σκούπισα εγώ. Τα στήθη της μαλακά με την πετσέτα, έπειτα κρατώντας με το ένα χέρι την πετσέτα, με το άλλο της τσίμπησα τις ρώγες. Βόγγηξε. Με την πετσέτα την έτριψα βίαια πάνω απ’ την κλειτορίδα σκουπίζοντας της. Ντυθήκαμε. Αν μη τι άλλο φύγαμε κι οι δυο τρεμάμενοι απ’ την αξόδευτη καύλα μας. Οι λουκουμάδες στην Άνω Μερά ήταν μικρή ανταμοιβή. Στο πλοίο που μας πήγαινε πίσω στην Τήνο χαμουρευόμασταν όλη την ώρα αλλά σαν να το είχαμε συμφωνήσει σιωπηλά, τα αγγίγματα μας περιορίστηκαν ψηλά, στα χέρια, στα στήθη, με μασάζ, χάδι, δαγκώματα και φιλιά μόνο πεταχτά. Βασανίζαμε ο ένας τον άλλο.


    Είπαμε τη δεύτερη καληνύχτα μας, αλλά την πρώτη ουσιαστική.


    Ήταν τέλη καλοκαιριού κι επιτέλους αισθανόμουν να έχω ησυχάσει μέσα μου βρίσκοντας στην ανησυχία της φιλοδοξίας τη θεραπεία σε μια ζωή χωρίς κανένα στόχο. Ήταν λίγο μετά από ‘κεινη την ημέρα στο πάρκινγκ όταν ήρθαν να μου πάρουν το αυτοκίνητο. Την ίδια μέρα, έφτασε το χαρτί του στρατού. Αυτή η τελευταία πράξη ταπείνωσης, όχι που μου πήραν το αυτοκίνητο, ούτε που κοίταγαν οι γείτονες τη Στεφανία να κλαίει δίπλα μου, αλλά το βράσιμο μέσα μου για το πόσο ανόητος είχα υπάρξει. Το αυτοκίνητο είχε πάψει να είναι εργαλείο, είχε πάψει να είναι πηγή χαράς, ήταν κάτι όμορφο που το κοίταγα, το θαύμαζα, το γκάζωνα γιατί με ξετρέλαινε ο ήχος του και δεν πήγαινα πουθενά μ’ αυτό, δεν έκανα τίποτα. Σαν το σπίτι που νοίκιασα κάποτε κοντά στη Δεξαμενή υποτίθεται για να συνηθίσω να περπατάω δίνοντας στον εαυτό μου το δέλεαρ της ωραίας περιοχής και τελικά μετά από μερικές βροχές πείστηκα πως ήταν ωραιότερα σπίτι μου, βλέποντας ταινίες και καπνίζοντας. Ένιωσα λυτρωμένος. Και τη στιγμή που μου πήρε η Στεφανία το χαρτί του στρατού με σκοπό να το βάλει στην άκρη για να μαζέψουμε τα χαρτιά για μια ακόμα αναβολή, εγώ ήθελα να κλείσω αυτή την πόρτα στις αναβολές. Ήθελα να βρω στόχους και για να το κάνω όφειλα να μείνω μόνος μου. Να βρω ποιος είμαι.


    Πάντοτε ήμουν ξεροκέφαλος και προκλητικός. Η παραμικρή συμπεριφορά υπερβολικής οικειότητας, έλλειψης σεβασμού μπορούσαν να πυροδοτήσουν τρομερές αντιδράσεις από μέρους μου. Το αποτέλεσμα ήταν να μη γίνω καθόλου αγαπητός στους ΕΠΟΠ και τους στρατιωτικούς καριέρας. Κατέληξα να υπηρετήσω σχεδόν όλη τη θητεία μου σε φυλάκιο δυναμικότητας 10 ατόμων. Με αυτά τα παιδιά και το διοικητή όμως δεθήκαμε. Δεν ξέρω τι ήταν ακριβώς, αλλά βρήκαμε τη συναδέλφωση στην καλή φωνή του Μάκη που θύμιζε Σφακιανάκη, στο παίξιμο της κιθάρας του Σταύρου, στο τάβλι, στη συλλογική προσπάθεια για να μάθουμε να προσέχουμε τις αμυγδαλιές του διοικητή, στο φρεάτιο που φτιάξαμε και στο δίκτυο αποχέτευσης. Ήμασταν όλοι άσχετοι με οτιδήποτε χειρωνακτικό, οι χειρότεροι φαναφαρόνοι και βρεθήκαμε όλοι μαζί. Εκείνους τους μήνες στην έλλειψη σκοπού στο στρατό, βρήκα κάποιους σκοπούς στη ζωή μου, την αναζήτηση αυθεντικών δεσμών με τους ανθρώπους, τη λαχτάρα του ανθρώπου που θέλει αυτό που βλέπει να επιτυγχάνουν οι άλλοι, να το προσπαθεί και να το καταφέρνει κι ο ίδιος και επιτέλους άκουσα τον εαυτό μου. Μου τραγουδούσε. Σε κάθε έξοδο, σε κάθε πεζοπόρο περίπολο, μου τραγουδούσε, με ευχαριστούσε που τον είχα ακούσει.


    Γυρνώντας στο σπίτι μου η Στεφανία είχε τακτοποιηθεί σε μια καλή δουλειά και μας είχε βολέψει σε ένα ήσυχο μικρό διαμέρισμα, με τα μισά απ’ τα πράγματα που είχαμε κάποτε και άλλα αγορασμένα, φτηνά πράγματα αλλά με πολύ περισσότερο γούστο απ’ τα ακριβά με το ψεύτικο χρήμα. Ακόμα έρχονταν τεράστιες δόσεις για τις απερισκεψίες μας, αλλά κάπως τα κατάφερνε να ζει, να μου στέλνει χαρτζιλίκι και να κρατάει σε μια ισορροπία τα χρέη. Ανανεωμένος, πιστεύοντας πως μπορώ να καταφέρω πράγματα εγώ ο άχρηστος, που δεν ήμουν πια άχρηστος, γύρισα και μετά τον πρώτο μήνα που έμαθα πάλι να κοιμάμαι σαν άνθρωπος και να πίνω φυσιολογικό καφέ, ξεκίνησα να ψάχνω για δουλειά. Ακόμη και με τη Στεφανία έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά τα πράγματα. Μου είχε λείψει και έδειχνε να με πεθύμησε πολύ, στην αγκαλιά της και μέσα της. Καθημερινά με ξυπνούσε με ‘’σ’ αγαπώ’’, με έπαιρνε απ’ τη δουλειά να μου το πει, το βράδυ ερχόταν και με φιλούσε λέγοντας το και το βράδυ απαιτούσε να τη γλείφω με τις ώρες και πάντα καταλήγαμε να κοιμόμαστε με τον πούτσο μου να ξεκαυλώνει σιγά σιγά μέσα της.


    Για καιρό στην εφημερίδα αγνοούσα τις αγγελίες για μεσίτες μέχρι που με έπεισε κάποια και πήγα να κάνω τα σεμινάρια, που ήταν τα μόνα που δε διαφήμιζαν τις ανοησίες που συναντούσα συνήθως για κάτι εξωφρενικά ποσά. Έμαθα πολλά πράγματα εκεί, αλλά κυρίως πώς να πουλάω το βασικό εμπόρευμα κάθε καλού πωλητή, τον εαυτό μου. Τη στιγμή εκείνη γεννήθηκε και για πρώτη φορά η φιλοδοξία μέσα μου. Να με θαυμάσουν οι κορυφαίοι μεσίτες της εταιρείας μας, να καταφέρω να γυρίσω σπίτι μου με μεγάλα ποσοστά, να κάνω τη Στεφανία περήφανη, να αγοράσω τον ατμομάγειρα που ήθελα, να πάμε ένα ταξίδι, ίσως και να κάνουμε μωρό. Αλλά κυρίως ξύπνησε πάλι μέσα μου αυτή η ακατανίκητη φλόγα να τα καταφέρω, να επιτεύξω να πουλήσω τον εαυτό μου τόσο καλά που να δώσω το χρέπι για παλάτι, δίνοντας την προοπτική του, κάνοντας τους να κλείσουν τα μάτια και να τους ταξιδέψω στο σπίτι των ονείρων τους.


    Δούλευα ήδη δύο μήνες στο υποκατάστημα της Καλλιθέας. Είχα καταφέρει να δώσω σε ένα νεαρό που έψαχνε για την ευκαιρία ένα οικόπεδο 137 τετραγωνικών στον Ταύρο και σε μια οικογένεια, ένα διαμέρισμα 92 τετραγωνικών δεκαπενταετίας στις Τζιτζιφιές. Ζούσα για τη στιγμή των διαπραγματεύσεων με τις δυο πλευρές. Εκείνες τις στιγμές έλαμπα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Οι αγοραστές μου, εκείνοι που θα πουλούσαν κι εκείνοι που θα αγόραζαν ταξίδευαν ήδη μαζί μου, στα δικά μου τοπία. Γύριζα χαρούμενος στο σπίτι μου έχοντας πάνω μου 5.500 ευρώ με δουλειά απίστευτων ωρών στα τηλέφωνα και ενώ είχα πουληθεί απ’ την πρώτη συνάντηση. Ήθελα τόσο πολύ να αγκαλιάσω την ωραία γυναίκα της ζωής μου, να της πω ότι όλα θα πάνε καλά και ότι ξέρεις κάτι; Μπορώ. Αλήθεια μπορώ. Και τότε την είδα σε μια βιτρίνα. Ήταν τόσο παλιά, τόσο φρεσκοβαμμένη, ομιλητική, η τέλεια γυναίκα. Την πρώτη φορά που την καβάλησα η ελευθερία από κάτω μου, το να νιώθω ένα με όλα, τους ήχους, το φως, τον αέρα, τα αυτοκίνητα, το δρόμο, το γουργούρισμα από κάτω μου, τα πλαγιάσματα, ήταν ασύλληπτο. Πήρα με το ζόρι τη Στεφανία απ’ τη δουλειά, όταν την είδε νομίζω πως την αντιπάθησε, ή τη ζήλεψε. Μα το ίδιο βράδυ την πήγα στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης και πάνω στην αμμουδιά τη γάμησα με τόσο μεγάλη λαχτάρα κι εκείνη είχε τρελαθεί σε όλη τη διαδρομή απ’ την Κακιά Σκάλα, σφιγμένη πάνω μου, φαινόταν να κρυώνει, να ζεσταίνεται, ήταν τόσο καυλωμένη. Την ώρα που έχυνα κοίταξα πέρα και το βλέμμα μου έπεσε στη νέα μου αγάπη, ασημοπράσινη γυάλιζε στο σούρουπο, K100RS. Ήμουν περιτριγυρισμένος απ’ τις καύλες της ζωής μου και μπορούσα. Ένιωθα καλά. Ήταν 9 Σεπτεμβρίου 2008…


    Βούλα


    Άργησα πολύ να συνειδητοποιήσω τόσο την πτώση μου στη δουλειά, όσο και την απομάκρυνση μας με τη Στεφανία. Εκείνη πιεσμένη απ’ τη δουλειά της, κυρίως γιατί εκείνη είχε ένα σταθερό μισθό, ενώ εγώ ξεκινούσα κάθε μήνα απ’ το μηδέν. Άλλοτε γυρνούσα σπίτι με τρία τέσσερα χιλιάρικα κι άλλοτε με εξήντα εβδομήντα ευρώ για όλο το μήνα. Αυτό που με έφαγε ήταν πως άρχισα να πονάω τους ανθρώπους. Δεν ήθελα να τους κοροϊδεύω και τη στιγμή που το σκεφτόμουν αυτό έχανα την ικανότητα να τους πουλάω την προοπτική, να τους ταξιδεύω. Κάποιες φορές έμπαινα σε άχαρα νεόδμητα διαμερίσματα και μπροστά στα μάτια τους τα γέμιζα με στερεοφωνικά, όμορφες κουρτίνες, πορτατίφ κι οικογενειακές στιγμές κι άλλες πάλι έβλεπα δυο ανθρώπους που τα φέρνανε δύσκολα και ξαφνικά δε μπορούσα παρά να προσπαθώ να τους βρω κάτι να καλύψει την ανάγκη τους και στην πραγματικότητα η ανάγκη αυτή δεν ήταν παρά ένα όνειρο, που ποτέ δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Κυρίως γιατί κανένας τους δεν ήταν απολύτως ειλικρινής με το σύντροφο του. Τα θέλω τους ήταν τόσο πολύ διαφοροποιημένα για όλα τα άλλα στη ζωή τους που ακόμη και σ’ αυτό έπαιζαν κρυφτό μεταξύ τους.


    Ο Περικλής είχε ένα ψιλικατζίδικο συνοικιακό στην περιοχή του Ιπποδρόμου και το όνειρο του ήταν να αγοράσει ένα δικό του κτίριο που θα είχε από πάνω διαμέρισμα κι από κάτω ένα μικρό μαγαζί. Η γυναίκα του η Βούλα, ήταν οικιακή βοηθός. Δε μου άρεσε καθόλου ο Περικλής, είχε μια βιαιότητα και βλέμμα κενό. Η Βούλα δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο κι όμως έβλεπα σχεδόν μέσα της ένα πείσμα και μια ευθραυστότητα. Είχε όμως έναν υπέροχο κώλο. Κοίταγε πάντα χαμηλά και μιλούσε σχεδόν από μέσα της. Σπάνια όμως το έκανε. Κυρίως μιλούσε αυτός. Συνήθως για να απορρίψει κάθε κτίριο που τους έδειχνα, ή για να πετάξει κάποιο χοντροκομμένο αστείο. Ένα απόγευμα τους έδειξα ένα σπίτι στην Ιεράπολη του Αιγάλεω που για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα να αγοράσουν, γιατί ήταν στην οδό Αγίας Βαρβάρας στα σύνορα με την Αγία Βαρβάρα και ήξερα ήδη πως ο Περικλής ήταν ρατσιστής, εκτός από φαλλοκράτης.


    Ήταν η πρώτη φορά που η Βούλα έδειξε μια μεγάλη ανησυχία όταν ο άντρας της δεν έκανε καθόλου αστεία, δε μιλούσε απλώς χαμογέλαγε. Η Ιεράπολη είναι όμορφη περιοχή. Πλατιοί δρόμοι, μπαλκόνια μόνο μπροστά και πίσω, κτίρια σε απόσταση το ένα απ’ το άλλο, με κήπους και πάρκινγκ, ησυχία και γενικά ένα κομμάτι εκτός τόπου και χρόνου μεταξύ Θηβών και Ιεράς Οδού. Μπροστά μου εκτυλίχτηκε μια σκηνή που το βράδυ για να τη σβήσω από μέσα μου και κυρίως πως δεν αντέδρασα, γιατί υπερίσχυσε μέσα μου η φιλοδοξία, αυτό το ηχηρό ‘’τα κατάφερα’’, μετά από πολλά χρόνια πήγα στη Βούτα. Η μηχανή στέναζε καθώς πήδαγα τις ταχύτητες στο σασμάν.


    - Πόσα;

    - 380.000 ευρώ, του είπα σκληρά. Ήμουν σίγουρος πως δε θα τα έδινε. Ήταν υπερβολικό το ποσό.

    - Πείστον να το ρίξει.

    - Τι ποσό έχετε κατά νου;

    - Περικλή σε παρακαλώ, να μιλήσουμε πρώτα

    Κινήθηκε ακαριαία. Ήταν πιο κοντός και βαρύς απ’ τη γυναίκα του, αλλά την πλησίασε ταχύτατα. Τη χαστούκισε και με σφιγμένα δόντια της είπε ψιθυριστά, αλλά ακούστηκε

    - Μωρή πουτάνα δε σου ‘χω πει να μη μιλάς;;; Θα σε ξεκωλιάσω αν ξαναμιλήσεις!

    Με την πιο μειλίχια φωνή γύρισε σε ‘μενα

    - 300.000 και το πήρα.


    Το επόμενο πρωί ακόμη ένιωθα άσκημα, αλλά πήρα τηλέφωνο το Θωμόπουλο. Ως τώρα δεν είχα βρει ούτε εγώ, ούτε συνάδελφος υποψήφιο που να δίνει πάνω από 250.000.

    - Καλημέρα σας κύριε Θωμόπουλε

    - Καλημέρα. Έχουμε τίποτα; Ευτυχώς είχα κλειδιά του σπιτιού, ήταν τόσο γλοιώδης που δε θα μπορούσα να τον βλέπω κάθε φορά.

    - Κάτι έχουμε, αλλά φοβάμαι πως δεν είναι υψηλό.

    - Πόσο δίνουν;

    - 260.000

    - Όχι είναι λίγα! Δεν το δίνω. Δεν έχω ανάγκη

    - Άστε με να κάνω μια προσπάθεια. Προχτές έδειξα στην κόρη σας ένα σπίτι στις Τζιτζιφιές, ξετρελάθηκαν τα παιδιά.

    - Διαμέρισμα;

    - Ναι

    - Τι τα θέλουν γαμώτο τα διαμερίσματα;

    - …

    - Τέλος πάντων, πόσο έχει;

    - 280.000

    - Αυτός που πήγες σπίτι σου φάνηκε ζεστός;

    - Του άρεσε πολύ, έτσι έδειξε.

    - Κάνε μια προσπάθεια να τον ανεβάσεις.


    Του ξανατηλεφώνησα, μισή ώρα μετά

    - Τι έχουμε;

    - Ανέβηκε ο υποψήφιος.

    - Πόσα δίνει;

    - Αυτό είναι το περίεργο, νομίζω πως μου είπε οριακά τα χρήματα του.

    - Δηλαδή;

    - 293.000


    Δεκαπέντε ημέρες μετά είχαμε τα συμβόλαια.


    Δε μπορούσα να ξεχάσω τη σκηνή με τη Βούλα και τον άντρα της. Αισθανόμουν ελεεινός που δεν τον έσπασα στο ξύλο κι απ’ την άλλη εκείνα τα χρήματα, δε μας έφεραν βέβαια κοντά με τη Στεφανία, αλλά πήγαμε ένα βράδυ για φαγητό σε μια μπιραρία, ξενυχτήσαμε λίγο και αυτό ήταν. Την επόμενη ημέρα πήγε στη δουλειά της κι εγώ στον Κωτσόβολο για να αγοράσω αρτοπαρασκευαστή.


    Τα οικονομικά μας είχαν ανθίσει τον τελευταίο καιρό. Το μεσιτικό που ήμουν ανήκε σε μια τράπεζα, και σε μια συζήτηση με ένα τραπεζικό, που είχε έρθει για κάποιο έλεγχο χάρη στις γνώσεις μου και τη λόξα μου με την Ανάλυση και τις Πιθανότητες με βοήθησε να μεταπηδήσω στα δάνεια και συγκεκριμένα στο τμήμα Διερεύνησης για πιθανούς δανειολήπτες. Με τη Στεφανία αποφασίσαμε να πάρουμε μια οικιακή βοηθό για να μπορούμε να βρίσκουμε ένα καθαρό σπίτι, διότι εγώ μαγείρευα, εκείνη σιδέρωνε, αλλά όλα τα υπόλοιπα δε γίνονταν ποτέ. Μετά από πολλές που είδαμε, ήρθε ένα απόγευμα η Βούλα.


    Ένιωσα μέσα μου κάτι να μου μαγκώνει την ψυχή, φαινόταν πιο αδύνατη απ’ την τελευταία φορά και περισσότερο λυπημένη.

    - Τι κάνει ο κύριος Περικλής;

    - Καλά είναι. Στο μαγαζί.

    - Με το σπίτι είστε ευχαριστημένοι;

    - Είναι… ωραία.


    Αργότερα έμαθα πως τα έφερναν δύσκολα. Το δάνειο κάποιους μήνες δε μπορούσαν να το πληρώνουν. Της ζήτησα πληροφορίες και σύντομα συνεννοήθηκα εγώ με το συνάδελφο και κατάφερα να τους κάνω ρύθμιση. Από τότε η Βούλα άλλαξε στάση απέναντι μου. Συχνά καθόταν μαζί μου λίγο πριν φύγει και μου ανοιγόταν. Όταν γύριζα απ’ τη δουλειά την έβρισκα στο σπίτι κι όσο μαγείρευα μου μιλούσε. Ήταν πολύ γλυκιά γυναίκα. Και είχε όνειρο, να μπορέσει να εκδώσει ένα θεματικό λεύκωμα με φωτογραφίες ανθρώπων στις γειτονιές του Κάτω Αιγάλεω. Κάποια φορά μου έφερε και φωτογραφίες.


    Λίγο καιρό μετά εγχειρίστηκα στον καρπό για σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα και χρειάστηκε να μείνω στο σπίτι για 11 ημέρες. Εκείνη την περίοδο έμενε σ’ εμάς απ’ το πρωί ως την ώρα που γύριζε η Στεφανία απ’ τη δουλειά. Όταν ανάρρωσα κι αφού τα οικονομικά μας πήγαιναν καλά, την κρατήσαμε στο ίδιο ωράριο. Το σπίτι μας πάντα έλαμπε.


    Είχα γυρίσει απ’ τη δουλειά πολύ κουρασμένος και με τα ψώνια στο χέρι. Μπήκα στο σπίτι. Ήρθε φορώντας το συνηθισμένο μαύρο κολάν που κάλυπτε μέχρι τις γάμπες της φορώντας καλτσοπαντόφλες. Μου πήρε τη σακούλα απ’ το χέρι και μου ζήτησε να μείνω εκεί που είμαι. Μου έφερε τις παντόφλες μου και αντί να τις πετάξει μπροστά μου γονάτισε, μου έλυσε τα κορδόνια, αμήχανα έβγαλα τα πόδια μου απ’ τα παπούτσια, μου έβγαλε τις κάλτσες και μου φόρεσε τις παντόφλες. Την είδα να πηγαίνει τις κάλτσες στο μπάνιο και τα παπούτσια στην αποθήκη.

    - Πρέπει να αλλάξετε είστε τσαλακωμένος. Ελάτε

    Σα χαζός την ακολούθησα. Μέσα στο δωμάτιο, μου έβγαλε το σακάκι και το έβαλε στη ντουλάπα, μου ξεκούμπωσε τα κουμπιά του πουκαμίσου, έβγαλε τα μανικετόκουμπα και τα έβαλε στο κουτάκι τους πάνω στο κομοδίνο, πήρε απ’ συρταριέρα καινούργια φανέλα, ενώ εγώ έβγαζα την παλιά μου. Αλλά όπως ήρθε κοντά μου, σα να με μύρισε

    - Έχω ανάψει το θερμοσίφωνα, θα ‘χει ζεστάνει, ελάτε να κάνετε μπάνιο.

    Πήγα να της πω να βγει για να αλλάξω και με έσπρωξε απαλά και κάθισα στο κρεβάτι, μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και μου το έβγαλε. Έμεινα με το μποξεράκι και βρισκόμουν στα όρια που ένιωθα να κατεβαίνει απ’ το κεφάλι μου η καύλα και σύντομα θα γινόμουν ρεζίλι. Ευτυχώς εκεί σταμάτησε. Μου έδωσε το μπουρνούζι μου και απίθωσε στο κρεβάτι τακτικά τη φανέλα και καθαρό μποξεράκι. Ύστερα βγήκε.


    Από ‘κεινη την ημέρα αυτό έγινε το καθημερινό μας.


    Ένα πρωί τηλεφώνησε πως για μερικές ημέρες δε θα έρθει. Πέρασε πάνω από μήνας, όταν αποφάσισα και πήγα εγώ στο Αιγάλεω. Μπήκα στο ψιλικατζίδικο. Ο Περικλής με αναγνώρισε, δε φάνηκε να χαίρεται. Ένιωθα πως όσο πιο πολύ βοηθούσα, τόσο περισσότερο με μισούσε και τελευταία τους είχα βοηθήσει να κάνουν μια ακόμη καλύτερη ρύθμιση.

    - Η Βούλα είναι εδώ;

    - Πάνω είναι η πουτάνα κοιμάται

    Θα μπορούσε να με κοπανήσει με τις εφημερίδες που μόλις είχε παραλάβει και να μη μείνω τόσο κοκαλωμένος.

    Προτίμησα να μην απαντήσω

    - Τσαντίστηκες;

    Ήταν προκλητικός και θρασύς, αυτό του το αναγνώριζα. Αλλά εγώ είχα αρχίσει να φορτώνω.

    - Μπορώ να τη δω για λίγο;

    - Όχι. Αποφάσισα πως δε θα την ξαναστείλω να βρεις άλλη δούλα, θα μείνει εδώ

    - Μπορώ να τη δω για λίγο;

    - Έφυγες

    - Όχι δεν έφυγα και μαζέψου σιγά σιγά για να μη αρχίσουν να σου έρχονται οι δόσεις όπως παλιά. Συνεννοηθήκαμε οι δυο μας;

    Πήγε να μιλήσει, πήγε να φωνάξει, πήγε να κινηθεί, δεν ξέρω τι πήγε να κάνει, αλλά σταμάτησε.

    - Μπορείς ν’ ανέβεις άμα ανησυχείς τόσο για την πουτάνα.

    Μου άνοιξε κι ανέβηκα απ’ την εσωτερική πόρτα. Το σπίτι αυτό κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν εργένικο διαμέρισμα. Ότι βρισκόταν εκεί μέσα είχε αυστηρά αντρικό χαρακτήρα και όμως όλα γυάλιζαν και έλαμπαν. Μύριζαν σαν τα απορρυπαντικά που επέμενε να αγοράζει η Βούλα και για το σπίτι μας.


    Δεν ήξερα τι να κάνω και πήγα μόνος μου προς την κρεβατοκάμαρα. Κοιμόταν όντως με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Τη σκούντηξα ελαφρά, γύρισε αλαφιασμένη με το χέρι μπροστά στο πρόσωπο. Μπλόκαρε όταν με είδε, αλλά το χέρι δεν το κατέβαζε απ’ το πρόσωπο. Μάλλον η κίνηση μου ήταν ασύνειδη. Της κατέβασα απαλά το χέρι. Η μύτη της ήταν σπασμένη και είχε μια κιτρινωπή μελανιά στο αριστερό ζυγωματικό.


    Είδε πως έσφιξα τις γροθιές μου και κινήθηκα να φύγω. Δεν είπε κάτι με λόγια. Μόνο με κράτησε απαλά απ’ το χέρι. Μου φίλησε το χέρι, μου είπε πως το πρωί θα ‘ρθει για δουλειά κανονικά. Μόνο τώρα έπρεπε να φύγω.


    Στο δρόμο ήμουν σκεφτικός. Ξαναγύριζα στη σκέψη μου όλες τις φορές που είχα δει τη Βούλα. Τα μάτια που κοιτούσαν χαμηλά, το χαστούκι, πως την έλεγε πουτάνα, που της είπε πως θα την ξεκωλιάσει, την εικόνα του κώλου της, να σκύβει και να μου φοράει τις παντόφλες. Ξανά να τη λέει πουτάνα και να μιλάει για την πουτάνα, ξανά να σκύβει και να μου βάζει τις παντόφλες, να μου ξεκουμπώνει το παντελόνι, τα μανικετόκουμπα στο κουτί, ‘’θα σε ξεκωλιάσω’’. Κόλλησε το μυαλό μου εκεί, σ’ αυτές τις σκέψεις. Στην τουαλέτα στη δουλειά ένιωθα πως θα εκραγώ, ήθελα να αγκαλιάσω πολύ τρυφερά τη Βούλα και να της κάνω έρωτα με πόνο, ήθελα να την πονέσω, ήθελα να τη βρίσω και ήθελα να με πονέσει κι εκείνη να είναι η ανταμοιβή της για τη ζωή της και για τις μαλακίες τις δικές μου να τους πουλήσω το κωλόσπιτο. Ήθελα πόνο μαζί της, από και προς και ήθελα να μπω μέσα της από κάθε τρύπα, με κάθε τρόπο, απαλά, γλυκά, βίαια, ήθελα όμως πόνο από και προς… Τα χύσια μου εκτοξεύτηκαν στη χέστρα, πάνω στο καζανάκι, στα πλακάκια, δε σταμάταγαν να βγαίνουν. Κι έπειτα ντράπηκα πολύ. Το βράδυ ήπια μισό μπουκάλι ουίσκι και κοιμήθηκα νηστικός…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Υπέροχο, απλά υπέροχο.
     
  3. gaby_m

    gaby_m open for S/m discussion Premium Member Contributor

  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Δε θα πας για δουλειά;

    - Έχω ραντεβού το μεσημέρι.

    - Καλά. Η Βούλα είπες θα ‘ρθει σήμερα

    - Έτσι είπε. Αν δεν έρθει θα βρούμε άλλη.


    Ήλπιζα να έχω ακουστεί αδιάφορος. Η καρδιά μου έτρεμε ωστόσο. Ένιωθα προσμονή, έξαψη και φόβο. Κυρίως όμως ανησυχούσα για όσα ένιωθα. Ήταν σα να ανακατεύομαι, να πονάει η κοιλιά μου κι όμως να λαχταρώ να φάω ένα γλυκό. Μετά τη χτεσινή στιγμή μου στην τουαλέτα, όλα απέκτησαν κάποιο περίγραμμα μη αναγνωρίσιμο. Ήξερα πως θέλω κάτι να γίνει, όχι όμως τι.


    Η Στεφανία ξαναμπήκε στο δωμάτιο, άφησε στο πάτωμα τη χρησιμοποιημένη πετσέτα της, φόρεσε ένα καθαρό στρινγκ, σουτιέν που της φούσκωνε περισσότερο το στήθος – υποτίθεται πως έκανε καλό στην εικόνα της στη δουλειά, ή μπορεί να είχε και κανά γκόμενο, η αλήθεια είναι πως δε με πολυένοιαζε, άλλωστε μαζί πια λίγες φορές βρισκόμασταν σε διάθεση για έρωτα κι αναμνήσεις, ήταν περισσότερο μια αγαπησιάρικη συμβίωση, με κάποιους όρους που μας επέτρεπαν να ζούμε με σχετική άνεση, παρά ο καθένας μόνος του. Το υφασμάτινο μαύρο παντελόνι της ταίριαζε γάντι, αν και την έκανε να φαίνεται άκωλη. Το πουκάμισο συμπλήρωνε μια εικόνα που είχα συνηθίσει να βλέπω. Αλλά η αλήθεια είναι πως πάλεψε πολύ τα τελευταία 4 χρόνια για να μπορεί να φορέσει αμπιγιέ ρούχα και ν’ αποκτήσει δικό της γραφείο. Αυτό βέβαια είχε επιπτώσεις κυρίως σ’ εμάς, στην πραγματικότητα το ‘’εμείς’’ ήταν σχήμα λόγου και κοινή φορολογική δήλωση.


    Έφυγε κι εγώ σηκώθηκα ευθύς απ’ το κρεβάτι. Ήταν 9.15. Στις 10 θα έφτανε η Βούλα. Γδύθηκα εντελώς και μπήκα για μπάνιο. Έμεινα κάτω απ’ το νερό πολύ ώρα. Για την ακρίβεια ξεχάστηκα, χαϊδεύοντας τον πούτσο μου, έχοντας μια μόνιμη καύλα χωρίς όμως και να μπορώ να φτάσω, δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει κάποια επικίνδυνη σκέψη.


    Χτύπησε απαλά την πόρτα του μπάνιου.

    - Ναι;

    - Καλημέρα

    - Καλημέρα Βούλα

    - Να σας φτιάξω καφέ, έχετε χρόνο ή θα φύγετε αμέσως;

    - Έχω, έχω.


    Όταν βγήκα απ’ το μπάνιο φόρεσα μια μακό πολύ άνετη πιτζάμα που είχα χωρίς μποξεράκι έτσι ώστε να τρίβεται ο πούτσος μου στο ύφασμα και να μη χάνω αυτό το μούδιασμα της μισοκαύλας που δε θέλει παρά ένα τσαφ για να πυροδοτήσει έκρηξη και που οι αναστολές είναι ακόμη ευκολότερο να χαθούν.


    Πήγα στην κουζίνα, μου σερβίρισε, έβαλε και στον εαυτό της και κάθισε απέναντι μου. Άναψα τσιγάρο και της πρόσφερα. Το πήρε και της το άναψα. Την κοιτούσα με προσμονή όπως το έβαζε άκρη άκρη στα χείλη της, ρούφαγε τον καπνό. Το έβγαζε απ’ το στόμα, μισάνοιγε τα χείλη κι έβγαινε αργά ο καπνός. Μαγνητίστηκα κοιτώντας τη και δεν πρόσεξα αμέσως πως τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω μου προβληματισμένα. Όταν μίλησε, είχα αποξεχαστεί σε σιωπή σαν ύπνο και τινάχτηκα.


    - Δε φταίει ο Περικλής. Τον εκνευρίζω γιατί είμαι ηλίθια και εκείνος με τιμωρεί για να μάθω.


    Δε μπορούσα να καταλάβω αν πραγματικά πίστευε αυτά που έλεγε. Είχε δεθεί η γλώσσα μου κόμπος και την ίδια στιγμή μέσα μου επαναλαμβάνονταν συνέχεια ‘’είμαι ηλίθια’’, ‘’με τιμωρεί γιατί είμαι ηλίθια’’ και θυμήθηκα το φτιαγμένο για άντρα σπίτι κι ύστερα τα λουλούδια, την καθαριότητα, να της λέει πως θα την ξεκωλιάσει, να τη λέει πουτάνα, ξανά και ξανά. Σκεφτόμουν πως δεν ξέρω τίποτα, δεν καταλαβαίνω κάτι σε αυτό το σημείο και είχα μπερδευτεί τόσο πολύ που δε μιλούσα για ώρα κι άρχισα να σκέφτομαι: αν δε φταίει αυτός αλλά δε φταις κι εσύ κι αν αυτό συμβαίνει, αλλά δε συμβαίνει γιατί δε σε πειράζει, γιατί λες πως σου αξίζει, τότε ίσως σου αξίζει; Αλλά αυτός ο συλλογισμός με οδηγούσε σε παράλογα συμπεράσματα και προκειμένου να συνεχίσω να καλπάζω σε αοριστίες που ούτε κατανοούσα, ούτε μπορούσα να πάψω να σκέφτομαι, τη ρώτησα:


    - Βούλα σ’ αρέσει να τρως ξύλο; Σ’ αρέσει να σε χτυπάει στα μούτρα; Σ’ αρέσει να σου μιλάει άσκημα; Να αποφασίζει που θα πηγαίνεις και που όχι;


    Αν περίμενα πως θα κομπλάρει, απάντησε αμέσως.


    - Με αγαπάει, αλλά είμαι ηλίθια. Με εκπαιδεύει να γίνω καλύτερη για να κάνουμε παιδί και να το μεγαλώσω σωστά.


    Δε μπορούσα να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση.


    - Πάω να ντυθώ.

    - Τι ώρα έχετε ραντεβού;

    - Δεν έχω κανένα ραντεβού σήμερα, αλλά αν μείνω εδώ πέρα ή θα σπάσω το κεφάλι μου, ή το δικό σου.


    Πλέον είχα χάσει κάθε έλεγχο του εαυτού μου. Με είχε νευριάσει πάρα πολύ. Θύμωνα που δε μπορούσα να την κάνω να καταλάβει πως τη χρησιμοποιεί, πως βρίσκει προφάσεις για να κρύψει τη βιαιότητα του. Κίνησα θυμωμένος προς το υπνοδωμάτιο. Άκουγα τα απαλά βηματάκια της πίσω μου. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και αμέσως ανέπνευσα πάλι, είχα σφιχτεί και δεν το ‘χα καταλάβει. Γδύθηκα και πριν προλάβω να ντυθώ, χωρίς να χτυπήσει μπήκε μέσα.


    Δε φάνηκε να την έχει σοκάρει καθόλου η γύμνια μου, ούτε να ντρέπεται. Πήγα να διαμαρτυρηθώ

    - Βούλα είμαι γυμνός, δεν είναι καταλ…

    - Μπήκατε χθες στην κρεβατοκάμαρα που μοιράζομαι με τον άντρα μου, κοιμόμουν, με είδατε να κοιμάμαι, με είδατε χτυπημένη ύστερα από την τιμωρία μου, αυτή που μου άξιζε ( πόσο μ’ ενοχλούσε όπως τόνιζε αυτό το ‘’μου άξιζε’’ ), έχουμε ξεπεράσει αυτές τις ντροπές μεταξύ μας. Και αυτό που βλέπω θέλω να το βλέπω…


    Ήταν σαν κάποιος να ανέβασε όλους τους διακόπτες με τα φώτα, τον ήχο και τα παντζούρια με την τελευταία της φράση.


    - Βούλα τι μου λες; Θέλεις να σε γαμήσω;

    - Δεν είπα αυτό, είπα πως μου αρέσει να σε βλέπω γυμνό και θα μου άρεσε περισσότερο αν καύλωνες για ‘μενα


    Γύρισα προς το μέρος της κι όσο την πλησίαζα και δεν κουνιόταν μου σηκωνόταν χωρίς να μπορώ να το αποτρέψω και δεν ήθελα, κάτι είχε αλλάξει. Ήθελα να την προκαλέσω, να τη δω να σοκάρεται, να κάνει πίσω. Έφτασα ακριβώς μπροστά της κι ο πούτσος μου ακούμπησε στην κοιλιά της και τον πίεσα πάνω της.


    - Σ’ αρέσει;

    - Ναι μου αρέσει. Θα χύσεις για ‘μενα;


    Πήγα να απομακρυνθώ και με άρπαξε απ’ το χέρι

    - Εδώ, όπως είσαι, ενώ τον ακουμπάς στην κοιλιά μου

    Με κοίταζε ίσια στα μάτια όσο τον έπαιζα χτυπώντας κάθε φορά απαλά τη γροθιά μου στην κοιλιά της. Σα να κατάλαβε πως έφτανα, έκανε προς τα πίσω και γονάτισε.


    Το πρόσωπο της γέμισε σπέρμα. Έτρεχε κάτω απ’ τα μάτια της, στις άκρες των χειλιών. Με το δάχτυλο το μάζεψε και το έβαλε στο στόμα της.


    - Τι σημαίνουν όλα αυτά; Δε μπορώ να καταλάβω

    - Θέλω να ξέρω πως με ποθείς και σ’ ευχαριστώ που νοιάστηκες κι ήρθες χθες. Ήθελα να το ξέρεις πόσο σ’ ευχαριστώ…


    Τις επόμενες ημέρες φρόντιζα να φεύγω απ’ τις 8 το αργότερο και να γυρίζω μετά τη Στεφανία, ή έστω μαζί της. Δε μπορούσα να ξεπεράσω όχι αυτό που συνέβη, αλλά τα λόγια της κι εκεί που έλεγε πως το άξιζε. Αυτές οι ορμές να της κάνω έρωτα με πόνο και να της ζητήσω να με πονέσει για να της δείξω πόσο λυπάμαι για ό,τι ζει, είχαν δώσει τη θέση τους σε σκέψεις, πως αν εκείνης της αξίζει αυτό, μου αξίζει και μενα και θέλω την τιμωρία μου. Θέλω να με τιμωρήσει και θέλω να την πονέσω κι εγώ και να μου λέει πως της αξίζει και ένιωθα τόσο ανόητος μέσα μου.


    Την ονειρευόμουν κάποια βράδια να με γρατσουνάει, να με δαγκώνει τόσο που να τρέχουν αίματα, να της πονάω τα βυζιά, να τη χτυπώ με τη ζώνη μου, να βγάζουμε ο ένας στον άλλον έρωτα, πόθο, με πόνο. Είχα χάσει το μυαλό μου. Σταματούσα στα πάρκινγκ ή πήγαινα στην τουαλέτα στη δουλειά κι έκανα τη δουλειά μου, ήθελα να χύνω συνέχεια και κάποιες φορές που τη φανταζόμουν κοντά μου να ζητάει ό,τι της αξίζει, χτύπαγα το άλλο μου χέρι με δύναμη σε όποια επιφάνεια ήταν κοντά κι άλλες πάλι τη σκεφτόμουν να μου λέει πως πρέπει να γίνω καλός και με το χέρι μου τράβαγα τις τρίχες πάνω απ’ το πέος μου, ή γρατσουνούσα το πόδι μου. Ήταν η διαρκής μου σκέψη.


    Κάποιο βράδυ ύστερα από μια ανόητη εκδήλωση που θα βραβεύανε τη Στεφανία, στο γυρισμό είχαμε πιει κι οι δυο αρκετά. Εκείνη χαρούμενη που τα ‘χε κατάφέρει κι εγώ πιωμένος με τη σκέψη μου στον πόνο και έξαλλος για το μαλάκα συνάδελφο της που μπροστά μου έπιανε τη Στεφανία αδιάκριτα από παντού, ξεκίνησα να καβγαδίζω μαζί της. Είχαμε ψιλομεθύσει όποτε κάθετι ήταν πιθανό, ακόμη και η καύλα που αναδύθηκε ξαφνικά. Σταμάτησα σε ένα στενό στη βιομηχανική περιοχή, χωρίς να ξέρω πως βρέθηκα εκεί και κατέβηκα απ’ το αμάξι. Άναψα τσιγάρο και μιλούσα έξαλλος μόνος μου.


    - Άσε τις μαλακίες και μπες να φύγουμε, δουλεύω το πρωί

    - Να πάρεις το Γιάννη να ‘ρθει να σε πάρει να πάτε μαζί στη δουλειά.

    Αν και το είχα πει πολλές φορές απόψε για το συνάδελφο της αυτή τη φορά βγήκε πολύ θυμωμένη κι ήρθε μπροστά μου

    - Να τον πάρω; Θέλεις; ΘΕΛΕΙΣ να πάω σπίτι του αποψέ; Λες να με λέει κοριτσάκι του, καθώς θα μου τραβάει τα μαλλιά και θα με χύνει;

    Ήταν σαν να με είχε χτυπήσει. Παλιά τρελαινόταν να της λέω πως είναι το κοριτσάκι μου κάθε φορά που την έπαιρνα πισωκολλητά, τραβώντας της απαλά τα μαλλιά τη στιγμή που ένιωθα τους σπασμούς της.


    Τη χαστούκισα. Ήμουν πολύ θυμωμένος. Με έσπρωξε και με τράβηξε πάλι μπροστά της, με χτυπούσε στο στήθος και μετά γύρισε να φύγει. Την τράβηξα πάνω και γύρισα σβούρα και την ακούμπησα με την κοιλιά πάνω στο αυτοκίνητο. Της κατέβασα το παντελόνι σκίζοντας το κουμπί και χαλώντας το φερμουάρ της και σχεδόν ξεχείλωσα το βρακί της. Το χέρι μου άρχισε να πέφτει αλύπητα πάνω στα κωλομέρια της, δεν έλεγα λέξη και δε μπορούσα να σταματήσω. Φώναζε, με έλεγε μαλάκα, πούστη, αδερφή, πως θα με χωρίσει. Όταν στο τελευταίο χτύπημα έσπρωξα την παλάμη μου προς τα κάτω και έχωσα τα δάχτυλα μου στο μουνί της, υγράνθηκε αμέσως και βόγγηξε.


    Σαν κάποιος να μας μάγεψε. Γύρισε και μου κατέβασε το παντελόνι. Εκείνη τη στιγμή κανένας μας δε νοιαζόταν που ήμασταν και αν θα ερχόταν κανένας. Μπήκα μέσα της κρατώντας την όρθια πάνω στο αυτοκίνητο, Βάζοντας κόντρα στο αυτοκίνητο έβγαινα σχεδόν εντελώς και ξανάμπαινα μέσα της χτυπώντας τη με τον πούτσο μου τόσο που ένιωθα το τράνταγμα του σταματήματος έντονα, συνέχεια και συνέχεια και συνέχεια. Το χέρι μου το ένιωθα να πονάει ακόμα και έπιανα τον κώλο της ζεστό κι ήξερα πως κι εκείνη το ένιωθε. Έχυσε πρώτη κι αισθάνθηκα πως μπορώ να απελευθερωθώ. Τον στράγγιξα μέσα της λέγοντας πως είναι το γαμημένο το κοριτσάκι μου και καθώς φιλιόμασταν με δάγκωσε πάρα πολύ δυνατά κι εγώ σκεφτόμουν μακάρι να μπορούσα να χύσω πάλι…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
     
    Last edited: 28 Φεβρουαρίου 2018
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Τι μας συνέβη εχθές;

    - Τι εννοείς;

    - Με χτύπησες

    Κατέβασα τα μάτια στο πάτωμα, αλλά δεν κοκκίνησα, δε θα της έλεγα όμως πως μου άρεσε, δε θα της έλεγα πως διάφορες ανησυχίες ευθυγραμμίστηκαν μέσα μου. Ας διαλύονταν τα πάντα, ας έβρισκα άλλη, εγώ αυτή την κατεύθυνση ήθελα πια να πάρω.


    Υποθέτω πως με κοιτούσε, την άκουσα μόνο να ξεφυσάει και να παίρνει τη τσάντα της και να φεύγει φουρκισμένη.


    Δεν είχα καθόλου ραντεβού και δεν είχα όρεξη να δω τη Βούλα μπροστά μου. Είχε τα δικά της κλειδιά πια, έφυγα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα, είχα πολύ καιρό να τρέξω με τη μηχανή. Βγήκα αρχικά στην Ποσειδώνος, στα λιμανάκια ο ήλιος ένιωσα πως με συνέφερε όπως καθρεφτιζόταν στο νερό κάτω απ’ τη φουρκέτα, σταμάτησα στη Βάρκιζα και πήρα μια ζαμπονοτυρόπιτα, ήπια κι ένα εσπρέσσο, κάπνισα δυο τσιγάρα, ήπια κι άλλο εσπρέσσο. Φτάνοντας στη Βούλα, μπήκα στη Βουλιαγμένης και ξέδωσα την τρέλα μου κάνοντας σφήνες στην πρωινή κίνηση, ώσπου κάποιος νεαρός μ’ ένα σαξόραλο έκανε μια στραβοτιμονιά και ταράχτηκα τόσο που έτρεμε το πόδι μου και δε μπορούσα να αλλάξω ταχύτητα.


    Στο γραφείο καθόμουν και ζωγράφιζα αμαξάκια στο ημερολόγιο μου. Μια κυρία με ζήτησε. Της είχα πουλήσει όταν ήμουν στο μεσιτικό ένα τριάρι σε πολύ καλή τιμή και της είπαν πως πια ήμουν στα επαγγελματικά δάνεια και σκεφτόταν να κάνει ένα πατάρι στο μαγαζί της. Πίεσα τον εαυτό μου ν’ ασχοληθεί σοβαρά, παρότι δε μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Είχα στο χέρι μου την αίσθηση, έκλεινα τα μάτια και γυρνούσα στο χτεσινό βράδυ. Είχα πάθει ζημιά. Ήθελα τη Βούλα και ήθελα και τη γυναίκα μου. Αλλά ήταν εντελώς διαφορετικό. Στη Βούλα αποζητούσα μια λύτρωση που δεν καταλάβαινα. Ένιωθα οίκτο και το μόνο που μπορούσα να της δώσω ήταν τον εαυτό μου πρόθυμο να δεχτεί τον πόνο, χωρίς να ξέρω καν πως θα ‘ναι αυτός ο πόνος πάνω μου και την ίδια στιγμή καύλωνα στη σκέψη να τη σφίγγω, να τη δαγκώνω, να της λέω πως είναι η πουτάνα μου και θα την ξεκωλιάσω και να μου λέει όχι, αλλά να χαμηλώνει τα μάτια και να εννοεί ναι και να δέχεται τη μια τιμωρία μετά την άλλη, ασχημάτιστες τιμωρίες που δεν μπορούσα να συντάξω, να συγχρονίσω, να κάνω εικόνες, αλλά ήξερα πως είχαν πόνο, είχαν την επιβολή μου πάνω της και επιθυμούσα τόσο πολύ που ήθελα να κλάψω την προθυμία της γι’ αυτό τον πόνο, να μου πει πως θέλει, ώσπου να γυρίσει η στιγμή και να της δοθώ πάλι εγώ, με τους ίδιους όρους.


    Με τη Στεφανία ήταν κάτι άλλο. Ήθελα να την καθυποτάσσω για δευτερόλεπτα και μετά να με ανατρέπει, να παλεύουμε, ήθελα να χτυπηθούμε και να τη γαμήσω με πόνο, να μπαίνω μέσα της και να καυλώνει για πάρτη μου αλλά ο κόλπος της να ‘ναι ξερός, να γδέρνει τον πούτσο μου και να τη σκίζω, ήθελα την παλάμη μου πάνω στον κώλο της και ήθελα όπως χτες σε κάθε χτύπημα να τραντάζεται και όμως να μην υποχωρεί και μετά το μουνί της να ανοίγει σαν τριαντάφυλλο για να με δεχτεί. Κι ήθελα να μου το ζητήσει. Το ήθελα τόσο πολύ.


    Το βράδυ δε γύρισα σπίτι. Αγόρασα ένα αστυνομικό απ’ το περίπτερο κάτω απ’ τη δουλειά και κατέλυσα σ’ ένα ξενοδοχείο στο Μοσχάτο. Έκανα μια βόλτα, πήρα σουβλάκια και γύρισα στο δωμάτιο. Το κινητό μου το είχα βάλει σε λειτουργία πτήσης απ’ το απόγευμα και μετά απ’ όλα αυτά ήθελα να κάνω μια τρέλα. Κατέβηκα κάτω βολιδοσκόπησα το νεαρό στο γκισέ και του ζήτησα παρέα. Ούτε το είχα ξανακάνει, ούτε ντράπηκα. Ούτε εκείνος κόλλησε. Σύντομα χτύπησε την πόρτα μου μια ξανθιά σαραντάρα, πολύ βαμμένη, με ωραία πόδια και μεγάλο κώλο πεσμένο. Τα βυζιά της ψεύτικα, έμεναν σταθερά στο ίδιο σημείο. Την είδα σαν αντικείμενο. Σαν τα παιχνίδια του ψιλικατζίδικου με το κέρμα, θα έριχνα το κέρμα μου, θα έπαιζε λίγη σπαστική μουσική σαν των λούνα παρκ κι όταν έφευγε θα γινόταν πάλι άνθρωπος.


    Άνοιξα την πόρτα, την κοίταξα. Δεν ήθελα λόγια, όπως ήταν ακόμη στην είσοδο δεν υποχώρησα. Έλυσα τη ζώνη μου, τα κουμπιά, το φερμουάρ και τον έβγαλα απ’ τις κατουρότρυπες του εσώρουχου μου. Απ’ τον ώμο την έσκυψα προς τα κάτω. Γονάτισε στην παχιά μοκέτα, μου τράβηξε μια χαλαρή μαλακία όπου όπως έβλεπα τη μπουνιά με τα μεγάλα φροντισμένα νύχια να με κρατάει και να με παίζει με μαεστρία και το αδιάφορο ύφος της καύλωσα. Μου φόρεσε το προφυλακτικό που της έδωσα και με τσιμπούκωσε όπως ήμουν. Εξακολουθούσαμε να είμαστε εκεί. Όταν ένιωσα να φτάνω την απομάκρυνα, έβγαλα το προφυλακτικό και την έχυσα στη μούρη. Δεν την άφησα να σκουπιστεί, αλλά με τα χύσια να κυλάνε απ’ το πρόσωπο στο ντεκολτέ της, τη σήκωσα και την τράβηξα μέσα. Την πέταξα πάνω στο κρεβάτι μπρούμυτα. Έπεσα από πάνω της και της τράβηξα βίαια τη μπλούζα προς τα πάνω, έχωσα τα χέρια μου στη μέση της, βρήκα το φερμουάρ και το κατέβασα και της έβγαλα τη φούστα. Το πράσινο στριγνκ χώριζε το λευκό χωρίς σπυριά κώλο της, της το ‘βγαλα. Δε με ‘νοιαζε αν ήταν υγρή, ας μην είχε καυλώσει και ποτέ, το κέρμα μου το ‘χα βάλει. Της έχωσα χωρίς διάκριση ή λεπτότητα στον ξεσκισμένο μούνο της τρία δάχτυλα, ακούστηκε μια συγκεχυμένη βρισιά. Της είπα να μείνει όπως είναι. Σηκώθηκα και γδύθηκα εντελώς, ήμουν πολύ καυλωμένος. Ξάπλωσα με τον πούτσο μου να τρίβεται στην ουρά της. Πήγε να πει κάτι για προφυλακτικό, της απάντησα σχεδόν ψιθυριστά: ‘’σκάσε πουτάνα! Ποιος σου πε ότι εγώ θέλω να κολλήσω καμιά φόλα’’;


    Ξεκίνησα να της δίνω μαλακές μπάτσες, δεν το διακινδύνευα να τη βαρέσω πιο δυνατά και να σηκωθεί να φύγει, αλλά τα μάτια μου ήταν κλειστά και σκεφτόμουν το χτεσινό βράδυ, τη δύναμη, την επιβολή, το γαμήσι που έριξα μετά στη Στεφανία. Τη γύρισα ανάσκελα και σκαρφάλωσα πάνω της, με τον πούτσο μου λίγα εκατοστά απ’ το πηγούνι της, με τα έμπειρα χέρια της και τα ρομποτικά βυζιά της μου τον έπαιξε γερά. Αυτή τη φορά τα χύσια άργησαν περισσότερο να βγουν. Σα να το είχα προγραμματίσει, δεν επικάλυψαν τα παλιά, αλλά πήγαν σε νέα σημεία. Ξάπλωσα κανονικά στο κρεβάτι και την πήρα στην αγκαλιά μου, την παρακάλεσα να μη μου αρνηθεί φιλιά με γλώσσα, γιατί είχα ακούσει πως οι πληρωμένες δεν το κάνουν. Δεν το αρνήθηκε και μάλιστα είχε κάτι σα χαμόγελο στην αρχή. Αλλά η ανάσα της ψιλοβρώμαγε, μπορεί απ’ το δικό μου πούτσο ή από άλλους, αλλά τα δόντια της δεν ήταν χαλασμένα και γενικά φαινόταν να προσέχει τον εαυτό της. Αλλά ποιος ήμουν εγώ να σκέφτομαι τέτοιες υποκρισίες εκείνη την ώρα; Αν νοιαζόμουν δε θα πλήρωνα για να πηδήξω. Όπως φιλιόμασταν με μαλάκιζε κι εγώ της έβαζα δάχτυλο. Νόμιζα πως οι πληρωμένες δεν υγραίνονται. Ήταν ξερή και υγράνθηκε πολύ. Φόρεσα το τελευταίο μου προφυλακτικό, πήρα τα πόδια της στους ώμους μου και την πήδηξα χωρίς κανένα συναίσθημα, με μάτια κλειστά, ήθελα μόνο να χύσω. Την ώρα που έχυνα τη δάγκωσα στο πηγούνι απαλά και μέσα μου φανταζόμουν πως έβαζα τη δύναμη που έβαζε χθες η Στεφανία όταν με δάγκωσε την ώρα που έχυνα.


    Το πρωί ενεργοποίησα το σήμα του κινητού μου, δε βρήκα καμιά κλήση, αλλά στις 10 χτύπησε. Ήταν η Στεφανία.


    - Θα έρθεις απόψε;

    - Γιατί;

    - Μου άρεσε


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 1 Μαρτίου 2018
  6. Δίας

    Δίας Live a life by design not by default

    Εξαιρετικό γράψιμο!!!!
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Νουάρ. Ερωτική ιστορία, όχι αστυνομική, αλλά νουάρ.

    Είσαι απίθανος.

    Περιμένω με αγωνία τη συνέχεια.
     
  8. kathreuths

    kathreuths New Member

    Ελπίζω να υπαρξυπ γρήγορα συνέχεια!!!
     
  9. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το σπίτι ήταν σιωπηλό. Η πόρτα ασφαλείας σύρισε ώσπου να κλείσει κι ύστερα αφουγκράστηκα όπως είχα να κάνω απ’ όταν πρωτομπήκαμε στο μεγάλο τριάρι στην Πειραϊκή. Απ’ τις κουρτίνες έμπαινε αχνά το φως των στύλων και αν τέντωνα το λαιμό ήξερα πως θα δω τη θάλασσα γαλήνια, ή θυμωμένη. Αν πρόσεχα τους ήχους που είχα συνηθίσει θα ερχόταν ο απόηχος του δρόμου και οι ομιλίες απ’ τα ταβερνάκια πολυτελείας. Θυμήθηκα ακόμη να προσέχω τα τσικ τσικ που ακούγονταν απ’ την πλευρά των γύψινων πατούρων στα φωτιστικά και στην περίμετρο του σαλονιού. Θυμάμαι τον πρώτο μας καβγά πριν το πιάσουμε που δεν της άρεσαν αυτές οι περικοκλάδες, τις έβρισκε αρχαιοπρεπείς και κακόγουστες. Τέτοιες είχε η γιαγιά της είχε πει, στο σπίτι του χωριού. Ένας απαλός βόμβος απ’ την πλευρά της κουζίνας, ήταν ο ιονιστής. Μου έλειψε το σπίτι μου σ’ ένα βράδυ, μου έλειψε η γυναίκα μου να κάνουμε πράγματα μαζί. Είπε της άρεσε κι αυτό ήταν κάτι καινούργιο για ‘μας, σκέφτηκα ‘’μας’’, μονολόγησα. Επιτέλους! Αυτή η παραφωνία μετά από τα τόσα εγώ κι εσύ των τελευταίων χρόνων είχε μια δική της μελωδία. Αλλά το σπίτι ήταν άδειο. Είχε μείνει μόνο το άρωμα της. Το δικό μου είχε χαθεί μέσα σ’ ένα βράδυ που έλειψα.


    - ‘’που είσαι; Έφτασα’’, άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Το κινητό της ήταν κλειστό, ή δεν είχε σήμα.


    Κι αν της άρεσε κι αποφάσισε να το κάνει με άλλον; Αυτές οι ανασφαλείς αναρωτήσεις είχαν χρόνια να με πιάσουν. Χάρηκα…


    Πήγε 9 και μετά 10.15. Νύσταξα, απογοητεύτηκα. Έκανα μπάνιο και ξάπλωσα να κοιμηθώ στο κρεβάτι μας γυμνός.


    Πάντοτε είχε την ικανότητα να κινείται στο κρεβάτι αθόρυβα και να μη με ξυπνάει. Δεν παραξενεύτηκα που δεν την κατάλαβα. Δεν φοβήθηκα τίποτα όταν μπρούμυτα αισθάνθηκα τα χέρια μου δεμένα. Το πάπλωμα είχε τραβηχτεί στα πόδια μου. Με καβάλησε γυμνή, την αίσθηση της σάρκας της στη δική μου, θαρρώ πάντα θα την καταλαβαίνω, ή ίσως έτσι να νομίζω. Το πόδι της πέρασε πάνω απ’ τον κώλο μου και το άλλο έμεινε γατζωμένο στο άλλο μου πόδι. Έτριψε το μουνί της, μου φάνηκε υγρό πάνω στον κώλο μου. Ψιθύρισε στο αυτί μου ξανά πως της άρεσε και πως χτες που δε γύρισα πληγώθηκε κι ύστερα τρόμαξε πως θα ‘μουν μόνος και μπερδεμένος με ό,τι έγινε, πως δε θα καταλάβαινα τι μου συνέβαινε. Κι εγώ την ίδια ώρα ίσως, τον βύθιζα σ’ ένα ξένο μουνί, πληρωμένο.


    Ύστερα ξεκαβάλησε και η παλάμη της έσφιξε στο σβέρκο μου. Πάντοτε μου άρεσε να μου κάνει μασάζ κι εκείνης της άρεσε, αλλά συνήθως βαριόμουνα, το θυμήθηκα με ντροπή. Με φίλησε στην πλάτη τρυφερά, με φιλούσε συνέχεια ως τη μέση. Άκουγα κάτι σαν ‘’σ’ αγαπώ’’ αλλά είχα χρόνια να το ακούσω, δεν ήμουν σίγουρος. Κι ύστερα έκανε κάτι που της είχα απαγορεύσει να κάνει κι ας το είχε ζητήσει, αλλά αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Δεν ήταν μόνο πως ήθελα να δοκιμάσω, ήταν η οφειλή της πουτάνας το προηγούμενο βράδυ, ήταν το καινούργιο, ήταν πως ήθελα πάλι να ακούσω τον ήχο του χεριού μου στα κωλομέρια της, το κάψιμο καθώς ζεσταινόταν και κοκκίνιζε το κωλαράκι της, τα βογγητά, την οργή της, τη μη παράδοση. Κι έτσι την άφησα αδιαμαρτύρητα να μου γλύψει τον κώλο. Ξεκίνησε, απ’ τη λακούβα κάτω απ’ τον κόκκυγα, στην αρχή μέσα στη σχισμή πέρασε απαλά τη γλώσσα της πρώτα στη μια πλευρά κι ύστερα στην άλλη. Μετά σταμάτησε και με τράβηξε προς το πλάι του κρεβατιού, μου έδειξε πως θέλει να γονατίσω έτσι ώστε τα χέρια και το κεφάλι μου να ακουμπούν στο κρεβάτι και τα γόνατα μου στο πάτωμα. Με έστησε με τρόπο που η μέση μου να μη καμπυλώνει καθόλου.


    Άρχισε πάλι, μόνο που τώρα άφηνε σάλια να κυλούν. Ήταν ακόμη στη λακούβα και τα σάλια της ζεστά που κρύωναν και με έκαναν να κολλάω είχαν φτάσει ήδη στη σχισμή μου, έπειτα ξανά μια στη μια πλευρά, μια στην άλλη και έπειτα μου τέντωσε τις δυο πλευρές κι η γλώσσα της πρώτα αργά ξεκίνησε να κάνει κυκλάκια γύρω απ’ την τρύπα μου, έπειτα χώθηκε αργά, βγήκε, ξανά αργά μέσα, έξω, αργά, μέσα, έξω, μέσα, έξω και μετά γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, ακόμα γρηγορότερα. Συνειδητοποίησα λίγο πριν σταματήσει πως είχα ανάγκη να νιώθω τη γλώσσα της να μπαίνει μέσα μου, να τριγυρνά σαν το γαλλικό φιλί , για την ευχαρίστηση, την απόλαυση, αυτή την ακαθόριστη, της στιγμής που έβγαινε για να ξαναμπεί, ναι την είχα ανάγκη…


    Βαριανάσαινε, βόγκαγε και τα χέρια της άφησαν τα κωλομέρια μου, χούφτωναν παντού, στο στήθος μάλαζε τις ρώγες μου χωρίς να καταλαβαίνει πως βάζει δύναμη, χάΪδευε τον πούτσο μου και τότε με άφησε, έχωσε το κεφάλι της μπροστά και με τσιμπούκωσε για λίγο, ίσα να καυλώσω, να θέλω, αλλά προτού προλάβω να χύσω, τραβήχτηκε. Σηκώθηκε μ’ άφησε εκεί που ήμουν. Την άκουσα που πήγε στη σιντιέρα, κάτι έψαξε στα σκοτεινά. Πρώτα ακούστηκε ένα κομμάτι άσχετο που δεν είχα ξανακούσει, ύστερα βρήκε αυτό που ήθελε. Είδα στην οθόνη να ανάβει η ένδειξη της συνεχούς επανάληψης κι ύστερα ρύθμισε την ένταση, εκείνη η φωνή που είχα ν’ ακούσω απ’ τα παιδικά μου χρόνια, σα μαστουρωμένη και λάγνα ξεχύθηκε στο χώρο << παιδί μου παράξενο >>…


    Έφτασε κοντά μου, σα λαχανιασμένη έπεσε πάνω μου, γέμισε με φιλιά το σβέρκο μου, τα αυτιά μου, χώθηκε η γλώσσα της μέσα, τα χέρια της πήγαιναν παντού, αυτή τη φορά το άκουσα καθαρά ‘’σ’ αγαπώ’’. Ύστερα σταμάτησε να κουνιέται, το χέρι της έπεσε βαρύ στον κώλο μου, ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑ, το σοκ ήταν τεράστιο, με δάγκωσε στο μάγουλο, δεν ξέρω αν έβαλε δύναμη, δεν καταλάβαινα, είχε κολλήσει ο νους μου στο χτύπο, με έβγαλε από μια συνέχεια, από το σ’ αγαπώ μου, το τριπάκι μου και τα λόγια της στεγνά, κρυστάλλινα ‘’είσαι δικός μου’’, σα διαταγή, σαν απειλή, υπήρξε μέσα μου μια διακοπή στις σκέψεις, στα συναισθήματα, υπήρχε μόνο το σοκ κι αυτές οι λέξεις, ένιωσα ανήσυχος, φοβήθηκα μ’ ένα παράλογο τρόπο πως την έχανα, πως θα μου έκανε κάτι άσκημο και θα ‘φευγε μετά, θα με παράταγε δεμένο και μόνο.


    Δεν πρόφτασα να κάνω άλλες σκέψεις, δεν είχα το χρόνο να διώξω την ανασφάλεια μου, ή ακόμα και να την αναζωπυρώσω, το χέρι της έπεσε πάλι. Άκουσα τον ήχο στον κώλο μου κι ένιωσα να πονάω, να βυθίζεται στη σάρκα μου, ίσιο, κρύο, άψυχο, ανυποχώρητο να με ταρακουνά, να με σπρώχνει, να προσπαθεί να με γονατίσει στο χτύπημα. Έπεφτε και έπεφτε. Έπεφτε και έπεφτε. Σταθερός ρυθμός, σταθερή δύναμη. Πονούσα και δεν ήθελα με τίποτα να υποχωρήσω και το άλλο της χέρι χούφτωσε με δύναμη τα αρχίδια και τον πούτσο μου ζούλαγε, χάϊδευε, μάλαζε. Πήρε το χέρι της κι ύστερα επανέλαβε την αρπαγή της με τον ίδιο τρόπο μόνο που το χέρι της ήταν σα να το ‘χε βουτήξει σε μια γαβάθα με τα σάλια της, κόλλαγε, τράβαγε, έσπρωχνε και το άλλο δε σταματούσε να πέφτει, να πονώ, να σπρώχνει προς τα κάτω και δε λύγιζα τη μέση μου, δε θα τη λύγιζα και τότε μέσα στο άλλο χέρι της πήρα διαστάσεις, ξεκίνησε απ’ το κεφάλι μου να κατεβαίνει η απίστευτη καύλα, με ταχύτητα, σα τη φωτιά που σου καίει το δάχτυλο όταν προσπαθείς ν’ ανάψεις κόντρα στον άνεμο τσιγάρο, ακαριαία, το χέρι της ζούλαγε κι όμως δε μπόρεσε να με ανακόψει, ξεπετάχτηκε τεντωμένος περισσότερο από άλλοτε, ανάμεσα απ’τα δάχτυλα της, σκληρός και την ίδια στιγμή δεν έκαμπτα ούτε χιλιοστό τη μέση μου και τα δάχτυλα της έγιναν λαβές στον πούτσο μου, προσπαθούσαν να συγκρατήσουν, τραβούσαν προς τα πίσω, έκλεισαν μπουνιά, βαριανάσαινε μες στο αυτί μου, έσφιγγε τη γροθιά της, ανεβοκατέβαζε την πούτσα μου, βόγκαγε, χτυπούσε με το άλλο χέρι, σάλια κυλούσαν στο αυτί μου, γέμιζε τα μάγουλα μου με φιλιά, ξανά εκείνο το παλιό ‘’σ’ αγαπώ’’ και το χέρι να μη σταματά να πέφτει, πόσο τον περίμενα αυτό τον ήχο, ήθελα το τράνταγμα, ήθελα να πονέσω, ήθελα την καύλα της, ήθελα τόσο πολύ… Ήθελα να κάνω κι άλλες μαλακίες, ήθελα να την αξίζω την τιμωρία μου, την ήθελα και ήθελα να μου τη δίνει με όλη την αγάπη της κι ήθελα κι εγώ να της την ξαναδώσω πάλι και πάλι…


    Το μουνί της κόλλησε στον κώλο μου, ήταν τόσο υγρό μέχρι και το τριχωτό σχεδιάκι της, τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω απ’ τη μέση μου, κράταγαν μαζί τον πούτσο μου και τον ανέβαζαν πάνω κάτω, δε μπορούσα να σταματήσω να χύνω, πηχτά, πολλά κυλούσαν στα δάχτυλα της, στο δέρμα μου, εκτοξεύονταν στο πλάϊ του κρεβατιού. Δε μ’ άφησε στιγμή, πέρασε από πάνω μου, το υγρό μουνί της σύρθηκε στα ιδρωμένα μαλλιά μου, βρέθηκε με τον κώλο της στο πρόσωπο μου, ανασηκώθηκε και το μουνί της ήρθε στο ύψος του προσώπου μου, το κόλλησε στο στόμα μου, τόσο ύγρο, τόσο κολλώδες, άρχισα να γλείφω όπως μπορούσα, όπως μου ‘ρχοταν, με γλώσσα, με χείλια, δαγκώνοντας, κλαψούριζε πως θέλει να τη γαμήσω, της ξέφυγε μια φράση και την έκοψε αλλά εγώ ΑΚΟΥΣΑ ‘’γάμα με για παντ’’…. Και έγλειφα, δεν σταματούσα και βγαίνανε συνέχεια, πηχτά, γλυκά, με μια ξινή άπειρη ουσία, κάπου αδιευκρίνιστη, κατέβαινε μαζί με τη γλύκα του μουνιού της, ένα συστατικό μυστήριο, αχαρτογράφητο μέσα στη γνωστή μυρωδιά, τη σχεδιασμένη από χρόνια πάνγλυκια γεύση της και τα δάχτυλα της τα χυμένα από ‘μενα, ξέφρενα μάλαζαν, τράβαγαν, σέρνονταν στην κλειτορίδα της, δε σταματούσε η φωνή της να ταιριάζει με τη φωνή της Βάνου κι ύστερα να χάνεται σε άλλες ταχύτητες, σε τρελές παραφωνίες, ένα μέτρο από νότες στο πιάνο, η φωνή της τραγουδίστριας, το κλαψούρισμα της Στεφανίας και μετά μια σιγή, ένας βόμβος απ’ τα χείλη της και μετά μουρμουριστά τη μελωδία και κορυφώνοντας μαζί με την τραγουδίστρια ‘’παιδί μου παράξενο’’…


    Οι πατούσες της πάτησαν στους ώμους μου, με έσπρωξε προς τα πίσω, έπεσα ανάσκελα, ήρθε πάνω μου, το στόμα της έκλεισε γύρω απ’ το καυλί μου, απ’ το κεφάλι μου κατέβαινε και πάλι η τρέλα, αχτύπητη, ατελείωτη, μεγάλωνα στο στόμα της, το γέμιζα, σαν τρελή ανεβοκατέβαινε και τα χέρια μου τέντωναν, οι καρποί μου σφάδαζαν εγκλωβισμένοι, δεμένοι με όλο το βάρος της πλάτης μου.


    Προσπάθησα να κάνω γωνία με τους καρπούς μου και να σηκώσω τη μέση μου, ήμουν αγύμναστος, οι κοιλιακοί έκαιγαν αλλά κάπως κατάφερνα να μένω σχεδόν στον άερα για να μην πέφτει το βάρος στους καρπούς μου και τότε για λίγα λεπτά απόλαυσα το κεφάλι της να ανεβοκατεβαίνει και να εξαφανίζεται ο πούτσος μου μέσα στο στόμα της που με επιμέλεια με χάϊδευε με τη γλώσσα της και με δάγκωνε απαλά. Δε με άφηνε λεπτό. Σήκωσε τα μάτια και τα κάρφωσε στα δικά μου, γυάλιζαν, ολόκληρη γυάλιζε, δεν ήξερα τι ήταν αυτό που είχα στο νου μου, αλλά με λίγες λέξεις εκείνη τη στιγμή ήθελα με ένα βίαιο τρόπο να μπούμε ο ένας στον άλλο, να συγχωνευτούμε και να είναι άγριο, τρομακτικό, σαν το δόντι που σε πονάει και συνεχίζεις να το πειράζεις γιατί ο πόνος σε γλυκαίνει, σε ξυπνάει και για τη στιγμιαία ανακούφιση σαν το αφήνεις στην ησυχία του, συνειδητοποιώντας πως δε μπορείς να σταματήσεις να προκαλείς αυτό τον πόνο. Ήθελα ένα τέτοιο πόνο, αλλά όχι στιγμιαίο και ήθελα τη στιγμή που θα τελειώσει να μην υπάρχει τίποτα από ‘μας, να είμαστε ένα ή να μην είμαστε τίποτα, κάποιο πράγμα ή ζώο που θα κινείται με ένα περίεργο τρόπο, θα συλλογιέται κάπως και θα είμαστε εμείς, ο μυθικός ενιαίος πόνος, ο συνεχόμενος πόθος που κάθε στιγμή που θα προσπαθούμε ν’ απεγκλωβιστούμε, θα κινδυνεύουμε να πεθάνουμε.


    Με μια ταχύτατη κίνηση, με ακρίβεια σαν τον τρόπο που αθόρυβα κινούνταν όταν κοιμόμουν για να μη με ξυπνήσει, μου πρόσφερε τόση ανακούφιση λύνοντας με. Άργησα να νιώσω τα χέρια μου και την ίδια στιγμή που επανήλθε η κυκλοφορία ένιωσα ορφανός, πως όλα κινδύνευαν να τελειώσουν, ή να ξυπνούσα και όλα να ‘χαν συμβεί στο μυαλό μου, σ’ έναν ύπνο ανίσχυρο.


    Ο πούτσος μου εξαφανίστηκε μέσα της και τα μυτερά στήθη της, ιδρωμένα έπεσαν πάνω στο πρόσωπο μου, με πλάκωσαν, την αισθανόμουν να ανασηκώνεται αέρινα και με μεγάλη δύναμη να σκάει πάνω μου συνέχεια, συνέχεια. Και μετά δεν την κατάλαβα αρχικά μα μου μιλούσε κι έπειτα οι λέξεις απέκτησαν νόημα


    - Μαλάκα, είσαι μαλάκας, είσαι ο μαλάκας μου, το ξέρεις; Είσαι ο μαλάκας μου, ο μαλάκας μου, το ξέρεις;


    Δεν περίμενε καμιά απάντηση, ήταν σαν μια επωδός που δε μπορούσε να διακοπεί με τίποτα. Όσες φορές προσπάθησα να μιλήσω, με μεγαλύτερη πίεση έσπρωχνε τις θηλές της πάνω μου και τότε δε μπορούσα να κάνω άλλο απ’ το να της φιλώ μέχρι που άρχισα να δαγκώνω όλο και πιο δυνατά, στην αρχή δοκιμάζοντας κι ύστερα όταν την ένιωσα να σπαρταράει και να τρελαίνεται, τρελαινόμουν κι εγώ, γιατί σε μια στιγμή αυτός ο πόνος που γινόταν βασανιστήριο του ενός, ήταν ο λυτρωμός του άλλου, το γιατρικό, το ανασήκωμα του και πέρναγε σαν γαϊτανάκι συνεχώς. Εκείνος που πονούσε απελευθέρωνε ένα κύμα ασυγκράτητης καύλας που περνούσε σα μια φλόγα στο μυαλό του άλλου και κατέβαινε εκεί χαμηλά, αυτά εκεί ήταν τα όργανα που έδειχνε τι κάναν τα μυαλά μας, όλο αυτό το love story τόσων χρόνων τώρα ολοκληρωνόταν στο γαμήσι των μυαλών, με τους καβγάδες, τις σιωπές, τους μονολόγους τους, ω είχαν τελειώσει όλα αυτά, τώρα τα μυαλά, οι ψυχές, οι βουλήσεις μιλούσαν κι ότι απέμενε ήταν ο σκλάβος που έπρεπε διαρκώς να δηλώνει την υποταγή και να βιώνει την ευχαρίστηση μέσα από όποια δοκιμασία έφερνε η στιγμή.


    - Είσαι ο μαλάκας μου, το ξέρεις; Μαλάκα μου, μαλάκα μου, μαλάκα, μαλάκα…


    Σιώπησε κι εγώ δάγκωνα και δάγκωνα και έγλειφα και φιλούσα και είπα ένα σ’ αγαπώ δυνατό ενώ την έχυνα βαθιά μέσα της κι εκείνη, το μωρό μου, δε σταμάτησε, συνέχιζε, συνέχιζε κι εγώ για άλλη μια φορά μέσα από τα χύσια μου, μέσα από τα υγρά της, μέσα στον κόλπο της ξανακαύλωσα, στην αρχή χαλαρά κι ύστερα όταν τα δόντια έπεσαν κοφτερά σε όλο μου το πρόσωπο η στύση μου έγινε η απάντηση του νου στο δικό της και τότε ανασήκωσα τη λεκάνη μου και την πήδηξα εγώ, ενώ ήταν από πάνω μου. ..


    Ήρθαν οι σπασμοί της, ήταν πολλοί κι ύστερα ήταν πάλι, περίμενα πως και πως, δεν άντεχα άλλο, δεν ήξερα αν θα φτάσω και τότε το είπε κι εγώ στην αρχή δεν κατάλαβα και μόνο όταν το είπε πάλι, πάγωσαν όλα, έγιναν λύσσα μέσα μου, έγινα κάτι που δε λύγιζε με τίποτα και δεν έβλεπε χρώματα, ούτε ήχους, ήθελε μόνο να προκαλέσει πανικό…


    - Να σου πω για τα χέρια του Γιάννη στο πάρτι θες; Είδα που κοίταζες… Είναι ο γαμιάς μου το ξέρεις; Το καυλί του ονειρεύομαι όταν μ’ αγκαλιάζεις το βράδυ, το καυλί του μόνο το δικό του καυλί…


    Την πέταξα από πάνω και σηκώθηκα μπροστά της, ήμουν καυλωμένος και γεμάτος θυμό, δε μιλούσα κι εκείνη με κοίταζε κι ακόμα έλεγε για το καυλί του Γιάννη κι όμως δεν της είπα για την πουτάνα, δεν της είπα για τη Βούλα στο δωμάτιο μας, στήθηκα από πάνω της και τράβηξα μαλακία και δεν το πίστευα αλλά έφτασα και την έχυσα παντού στο πρόσωπο κι ύστερα όπως ήμουν δεν είχα άλλη δύναμη, δεν είχα ούτε άλλη οργή την παράτησα όπως ήταν και πήγα στο κρεβάτι μου, ξάπλωσα να κοιμηθώ.


    Ύπνος δεν ερχόταν, βαριανάσαινα. Ήρθε κοντά μου, είχε φέρει κόκα κόλα, με ανασήκωσε για να πιω, μου έβαλε απ’ το στριφτό της στο στόμα, εισέπνευσα, ρούφηξε κι εκείνη, έβγαλε τον καπνό πάνω μου, με φίλησε απαλά στα χείλια, μύριζε ντραμ και κόκα κόλα, χώθηκε στην αγκαλιά μου, έσκυψα και τη φίλησα, τα μάτια μας κλείνανε, νύσταξα πολύ, μα πριν κοιμηθώ άνοιξε τις ματάρες της, πλησίασε τα χείλη της στα δικά μου ‘’αν ξανακοιτάξεις την καθαρίστρια θα γαμηθώ με όλο το γραφείο’’ …


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
     
    Last edited: 2 Μαρτίου 2018
  10. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Στις 7 ξύπνησα κι η γεύση μου ήταν στυφή, οι καρποί μου πάντα ευπαθείς πονούσαν. Σκέφτηκα στιγμιαία τα ραντεβού που είχα και την ενημέρωση των διευθυντών στις 12. Κάτω απ’ την κουρτίνα έβλεπα τα τζάμια θολωμένα και βρεγμένα και από πίσω αχνόφεγγε. Αυτή τη φορά τέντωσα το σβέρκο μου, η θέα του νερού από κάτω, η επιβεβαίωση πως ήταν εκεί, έμοιαζε απαραίτητη εκείνη τη στιγμή. Το χέρι της Στεφανίας ακόμη βρισκόταν πάνω μου. Το έπιασα για να το απομακρύνω, υπήρχε όμως κάτι στη ζεστή μαλακή επιδερμίδα, υπήρχε το οικείο, το αγαπημένο και κάτι διαφορετικό, που με έκανε να αισθάνομαι αμηχανία, φόβο. Κάθε μεταβολή συνεπάγεται ένα κύκλο αλλαγών. Και όλα ίδια να μένουν, έχει αλλάξει ένα στέλεχος. Από πού ξεκινήσαμε τότε στην Τήνο και που ήμασταν χθες βράδυ. Κάτι λιγότερο από 24 ώρες πριν μου είπε πως της άρεσε που της έκανα έρωτα αφού την έδειρα κι είχα μια ιδέα πως αυτή η έκφραση ‘’κάνω έρωτα’’ πια ανάμεσα μας θα ήταν επίπτωση και όχι μια κορύφωση. Λιγότερο από 8 ώρες και μου έκανε πράγματα που δεν είχα επιτρέψει ξανά, άλλα που δε σκέφτηκα, ξεπέρασε τα όρια μου, τα αμφισβήτησε, τα αποτίναξε από πάνω της και λεπτό δε σταματούσε να με φιλάει, να μου λέει πως μ’ αγαπάει. Κι εγώ ο ίδιος λίγες ώρες πριν σκεφτόμουν πάλι με το ‘’μας’’.


    Χρόνια περίμενα κάτι ν’ αλλάξει και τώρα έτρεμα πως κακοπάθαμε όχι σε μεγάλο ταξίδι, αλλά σε μεγάλη φουρτούνα μέσα στο λιμάνι. Δεν κινδυνέψαμε κι αυτή μας η μεταβολή ήταν εύκολη λεία, φοβόμουν πως ήταν παραπέτασμα, ένα παιχνίδι που σύντομα η γεύση του θα χανόταν στις επαναλήψεις και ξανά καθένας μας θα βυθιζόταν στην ανασφαλή ασφάλεια του. Δεν ήξερα αν αυτό μεταξύ μας μπορούσε πια να σωθεί. Κι εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα να της κάνω έρωτα, δεν ήθελα να την αγγίζω, δεν ήθελα να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο. Ήθελα να φύγω, να προχωρήσω σε κάτι άλλο, να βρω μια δυσκολία, επικαλέστηκα άηχα ίσως και ασύνειδα τη θεά Αντιξοότητα, εκείνη που θα έκανε όλο αυτό που μας συνέβαινε πελώριο.


    Δεν είχε υπάρξει άλλη φορά που να μην ξυριστώ για δεύτερη ημέρα, ήταν μια αλλαγή που μπορούσα να ελέγξω, μπορούσα να επιλέξω και τώρα την επέλεξα. Δεύτερη ημέρα και δε με φαγούριζαν τα γένια μου, δε μοιάζανε πια σα να ‘χω πασπαλίσει το πρόσωπο με στάχτη. Το πρόσωπο μου το έβλεπα να έχει αγριέψει. Φλέρταρα με την ιδέα των αλλαγών σήμερα το πρωί, εκείνων που μπορούσα να κατευθύνω εγώ. Ήταν μια σκέψη κατά τι μαθηματική, πως μόνο μια ακολουθία μεταβολών θα οδηγούσε κάπου, έστω κι αν οι περισσότερες ήταν πεπερασμένες και μόνο μία πεπλεγμένη.


    Έψαξα τα ντουλάπια και δε βρήκα αυτό που ήθελα. Είχαμε πάψει να αγοράζουμε στιγμιαίο. Βρήκα κάψουλες εσπρέσσο, γαλλικό, μόκα, τσάι, αλλά τίποτα άλλο. Δεν ήπια τίποτα, μόνο νερό. Καβάλησα τη μηχανή και στο πρώτο περίπτερο ζήτησα δυο φακελάκια νες, δυο ζάχαρες χύμα κι ένα μπουκαλάκι νερό. Τον έφτιαξα στρατιωτικό, τον ήπια ακουμπώντας στη σέλα, μ’ ένα τσιγάρο στριμμένο βιαστικά, στραβό και παραπάνω σαλιωμένο. Χάϊδεψα το Seiko, σκέφτηκα πως έπρεπε να το κουρδίσω. Απ’ την αγορά του έχανε κάθε δυο μέρες πέντε λεπτά. Στην πραγματικότητα μου άρεσε αυτή η χρονική παρασπονδία στο σύμβολο του χρόνου, συχνά το άφηνα παραπάνω ημέρες για να με ξεγελάει να κοιμάμαι παραπάνω και μετά να τρελαίνομαι, σ’ ένα σκορ που μόνος μου προσπαθούσα καθημερινά να καταρρίψω: πέντε μέρες στη σειρά να ετοιμαστώ σε λιγότερο από ένα τέταρτο και την έκτη να κάνω όσο πιο αργά μπορώ.


    Το πρώτο ραντεβού ήταν με μια σαραντάρα που είχε όλες τις προϋποθέσεις για στεγαστικό κι όμως ερχόταν μόνο για υποστήριξη του γκόμενου της. Αυτός: 25χρονος, αχώνευτος, με φοβερό σώμα κι εξυπνακίστικο λαϊκό ύφος που το νόμιζε μπλαζέ και δουλειά κάπως ασαφή, δεν τηρούσε καμιά προϋπόθεση, ούτε για χρηματοδότηση παπιού. Τους έφερε στο γραφείο μου ο συνάδελφος που τους έπεισε για το δάνειο, να τους κάνω την ανάλυση κινδύνου, ώστε να πειστεί να το πάρει εκείνη. Υπήρξε μια στιγμιαία επικίνδυνη ματιά ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη. Ήξερα, με κάποιο τρόπο το ήξερα πως σήμερα καταλάβαινα κάτι διαφορετικό για κάποιους ανθρώπους γύρω μου και ήμουν σίγουρος πως αυτή η γυναίκα μου έστελνε ένα μήνυμα. Ήταν ερωτικό αλλά όχι κάτι απλό. Με κάποιο τρόπο είχε να κάνει με συν, ή πλην και με κυριαρχία ή υποταγή. Λέξεις που μου ήρθαν τυχαία στο νου, δεν ήξερα αν έχουν κάποια θέση στον κόσμο, ένιωθα όμως ότι αυτό το λεκτικό είχε θέση στη ζωή μου κάπως.


    Είχα χρόνια να στείλω sms στη Στεφανία: << πως είναι η αίσθηση στο χέρι σου; Κλείσε τα μάτια… με θυμάσαι εκεί κάτω απ’ το χέρι σου; Θα μου κάμψεις τη μέση την επόμενη φορά, τι λες >>;


    Άφησα το κινητό στο γραφείο και μπήκα στη συνάντηση. Δύσκολη αυτή η ενημέρωση. Ήταν το είδος του παιχνιδιού που σήμερα δε μπορούσα να παίξω. Δεν ήμουν καθόλου ανεκτικός σ’ ένα παιχνίδι που παιζόταν καθημερινά στους διαδρόμους και σε σπασμένα τηλέφωνα και ολοκληρωνόταν με μια μηνιαία συνάντηση όπου ο διευθυντής κάθε τομέα ( οι τομείς ήμασταν εμείς ) κούναγε δυο τρεις φορές το ασημόχρωμο ρολόϊ του, ίσιωνε τη γραβάτα του, ανασκουμπωνόταν και αν δεν υπήρχαν και κυρίες στο χώρο, θα ξεκούμπωνε το παντελόνι του να δείξει πόσο τον ευνοούσε η βιολογία του. Πάντως ο πιο μικροτσούτσουνος πρέπει να ήταν ο δικός μας διευθυντής, ήταν πάντοτε ο πιο μαχητικός. Ίδιον γνώρισμα ημών των μικροκαύληδων. Η συντεχνία μας είναι γνωστή, μαστίζει όλο τον κόσμο, προσπαθούμε να πείσουμε με πονηρά ανέκδοτα, εκλογίκευση και τσιτάτα πως δε μετράει το μέγεθος.


    Δεν είχε έρθει κανένα μήνυμα. Της έκανα αναπάντητη. Παρέμεινε αναπάντητη. Μόλις το απόγευμα ήρθε το μήνυμα της: << ρε αγάπη είχα πολύ δουλειά, τώρα μπόρεσα να απαντήσω. Όλα καλά >>.

    Δεν ήξερα σε τι ή σε ποιον απαντούσε αυτό το μήνυμα, όχι σε ‘μενα πάντως. Δε φοβήθηκα μην ντρεπόταν, ή μην άλλαξε γνώμη. Δεν ανησυχούσα για τίποτα. Δεχόμουν πιστός ακόμη στη μαθηματική μου πρωινή ιδέα, την αντίσταση στη μεταβολή. Στο νου έβαζα το σύμβολο του μεγαλύτερο ίσο και του ορίου. Στην πραγματικότητα, εθελοτυφλούσα.


    Μαγείρεψα ψαρονέφρι λεμονάτο με ρίγανη, καστανό ρύζι και φασολάκια σαλάτα. Έφαγα μόνος. Δεν είχε έρθει κανένα άλλο μήνυμα, ούτε τηλεφώνημα. Στις 11 πήρα τη μηχανή κι έφυγα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  11. -Volt-

    -Volt- Contributor

    1997...


    Η μάνα μου είχε φτιάξει παστίτσιο, ήταν πάνω στο ιμιτασιόν γρανιτένιο πάσο της κουζίνας, σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο, για να το βρούμε γυρνώντας. Πήρα τη Βάλια απ’ τον ηλεκτρικό και περπατήσαμε ως το ορφανοτροφείο, περάσαμε απ’ όλα τα μέρη που αγαπούσα να κυκλοφορώ τα απογεύματα, αγκαλιά, μιλώντας, με φιλιά. Δεν ξέραμε ακόμα γιατί πάμε σπίτι μου, μόνο πως θέλαμε να είμαστε μαζί συνέχεια. Κάθε συνάντηση κατέληγε σε κάποιο παρκάκι όπου τριβόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο, φιλιόμασταν, τα μακριά μαλλιά μας μπλέκονταν και καταλήγαμε να την γυρίζω σπίτι με το παντελόνι μου να κολλάει. Θέλαμε από ένστικτο να πάρουμε ελευθερίες ο ένας στον άλλο που οι λέξεις ενοχοποιημένες μας είχαν ωθήσει ν’ απεμπολούμε.


    Κρατιόμασταν απ’ τα δάχτυλα στο κρεβάτι μου, ένιωθα όσα έλεγα, εκείνη την εποχή είχα τόσο μεγάλη πίστη στις λέξεις, σε μια ουσία που δεν έβλεπα πως δεν είναι δική τους, αλλά δική μου, δική μας. ‘’Θέλεις να προχωρήσουμε’’ είπε και σκέφτηκα αυτοστιγμής κάτι προφυλακτικά που μου ‘χε δώσει ο θείος Μίμης σε καλλιτεχνική συσκευασία, φερμένα απ’ το Παρίσι. Τα έφερα και μπήκαν ανάμεσα μας. Τα κοιτάζαμε και αναμετριόμασταν με τα μάτια, ως που θα φτάσουμε.


    Ντρεπόμασταν, μου ζήτησε να σβήσω το φως να γδυθεί και να πάω στο άλλο δωμάτιο να φορέσω την καπότα. Άκουσα το aiwa να ανοίγει, βρήκε το αγαπήμενο μας κομμάτι Can’t stand the night και το έβαλε να παίζει. Ήμουν πολύ καυλωμένος, το προφυλακτικό μπήκε στραβά. Ξάπλωσα από πάνω της, τα πόδια της παιδικά, είχαν ακόμα το χνούδι τους, θα πέρναγαν πολλά χρόνια ακόμα για να μάθει σ’ αυτή τη μορφή κοκεταρίας που τότε δεν ξέραμε. Κι ας είχε μια φίλη μοντέλο κι ας είχε μια άλλη που στα δώδεκα είχε κάνει έκτρωση, εμείς ήμασταν κάτι διαφορετικό. Τη βρήκα, με βρήκε, στις καλοκαιρινές διακοπές. Έπρεπε να περάσουν αρκετοί μήνες και να βρεθούμε στο παγοδρόμιο στη Γλυφάδα για να της πω ότι μ’ αρέσει. Για να της πω ν’ αφήσει το Φώτη και ότι θα παράταγα τη Λητώ. Οι πρώτες σχέσεις και των δυο μας. Ο Φώτης κι η Λητώ ήταν κολλητοί, έτσι γνωριστήκαμε κι εμείς. Καθόμασταν παρεούλα το καλοκαίρι, του έλεγε πως τον αγαπάει κι αντί να τον φιλάει, κοιτούσε εμένα.


    Τριβόμασταν όπως πάντα, φιλιόμασταν, τα μαλλιά μας κουβάρι. Μπήκε το Seawinds, ακολούθησε το Your time to remember, όταν γίναμε πιο βιαστικοί, πέρναγε κι η ώρα, ήταν ήδη 4 και στις 6 έπρεπε να μπει στο τρένο πάλι. Στο When a blind man cries το προφυλακτικό μου βγήκε και δε σταμάτησα να τρίβομαι πάνω της. Της το πα, με κοίταξε με τρόμο, πήγε να τραβηχτεί και τότε μάλλον έγινε η σωστή κίνηση και μπήκα μέσα της. Ο πόνος ήταν αδιανόητος. Ούρλιαξε και με δάγκωσε δυνατά στο πηγούνι. Η πρώτη μου φορά σημαδεύτηκε απ’ το διπλό πόνο, την ιδέα της αποτυχίας, τη ζέστα μέσα της και την αμηχανία.


    Ξύπνησα, ξανά στο τώρα. Με είχε πάρει ο ύπνος στο τραπεζάκι της καντίνας, το τσιγάρο είχε σβήσει, το παγωτό είχε λιώσει, το κινητό είχε πολλές κλήσεις απ’ τη Στεφανία. Αποφάσισα να γυρίσω, με τη γεύση εκείνου του πρώτου ερεθιστικού πόνου, με την αναμοχλευμένη αμηχανία. Στο δρόμο είδα το αυτοκίνητο της γυναίκας μου, έμεινα πίσω, υπήρχε άτομο στη θέση του συνοδηγού. Βγήκε στην έξοδο για Νέο Φάληρο. Στη λεωφόρο Ειρήνης κατέβηκε ο Γιάννης. Έμεινα πίσω της, στην πέτρινη γέφυρα των Γερμανών πάνω στη γλιστερή στροφή, την προσπέρασα, δεν ξέρω πως κατάφερα να μην πέσω. Έμεινε κολλημένη στη ρόδα μου, αντί να ελαττώσει αύξανε το γκάζι και με πούσαρε. Βγαίνοντας στην Ίον παρέμενε κολλημένη πίσω μου, πέρασα το φανάρι της Πειραιώς με μεγάλη ταχύτητα, έστριψα δεξιά με κόκκινο, έστριψε πίσω μου με τα λάστιχα να στριγγλίζουν. Έκανα σφήνες και παρόλ’ αυτά το μικρό τογιότα παρέμενε πίσω μου. Ξαναβγήκα στην Ποσειδώνος.


    Στη Βάρκιζα μπήκα στον κύκλο που κάποτε ήταν ένα λούνα παρκ κι έσβησα τη μηχανή. Ήρθε δίπλα μου, το αμάξι άσθμαινε. Φαινόταν έτοιμο να πάρει φωτιά.


    - Τι κάνεις ρε μαλάκα με παρακολουθείς; Η ζωή μου είναι δική μου. ΔΙΚΗ ΜΟΥ κατάλαβες; Ανώμαλε!

    Τη χαστούκισα κι αυτομάτως το χέρι της με γρατζούνισε στο μάγουλο, τραβήχτηκαν τρίχες, πόνεσα πολύ, σκύλιασα. Την έσπρωξα με δύναμη, έπεσε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Πλησίασα, με έφτυσε, με έσπρωχνε. Την ακινητοποίησα, την έπιασα απ’ τη μπλούζα, άκουσα το ξεχείλωμα, ένα σκουλαρίκι ακούστηκε να σκάει στην άσφαλτο. Την ανάγκασα να γονατίσει. Δε μπορούσα να σταματήσω να τη χαστουκίζω. Τα μαλλιά της πέταγαν σε κάθε κατεύθυνση.


    - Είσαι μαλάκας ρε. ΕΙΣΑΙ

    Χαστούκια δε σταμάταγαν να πέφτουν κι η φωνή της κοφτή, απαλή και κάπου κάπου μια λέξη με σφιγμένα δόντια και τότε το είπε

    - Που είναι ο Γιάννης ΜΟΥ να μου χώσει το καυλί του

    Κατέβασα το φερμουάρ και της βούλωσα το στόμα με τον πούτσο μου. Την κράταγα απ’ το πίσω μέρος του κεφαλιού, την έσπρωχνα όλο και πιο βίαια να τον πάρει μέχρι μέσα. Πνιγόταν, την άφησα να τον βγάλει απ’ το στόμα της, σήκωσε τα μάτια, με κοίταξε προκλητικά, η μάσκαρα κυλούσε παντού, έφτυσε προς τα πάνω, τα σάλια έπεσαν πάνω της.


    - Χαστούκισε με ρε μαλάκα..

    Το χαστούκι έπεσε δυνατό


    - Πάλι!

    Ξανά με δύναμη. Άφησα το χέρι μου στο μάγουλο της που έκαιγε. Έστρεψε το πρόσωπο προς το χέρι μου, πήρε τα δάχτυλα μου να τα βυζάξει στο στόμα της. Τα έβγαλε για να μου πει πως μ’ αγαπάει και να πάρει πάλι μόνη τον πούτσο μου στο στόμα της. Πιπιλούσε το πουτσοκέφαλο και το χέρι της με χτύπαγε με δύναμη στον κώλο τραβώντας με πάνω της.


    Τη σήκωσα, τη γύρισα μπρούμυτα. Τα χέρια της κάνανε τη λαμαρίνα να κάνει κλανκ, τούρλωσε τον κώλο της προς το μέρος μου. Της κατέβασα το βρακί και μπήκα μέσα της. Βόγκηξε απαλά.


    Έμεινα έξω έξω, θύμωνε, προσπαθούσε να με τραβήξει πιο πολύ, αλλά δε μ’ έφτανε. Τα χέρια της προσπαθούσαν να χτυπήσουν με δύναμη, κουνιόταν, πάλευε να έρθει περισσότερο κοντά μου για να μπω πιο μέσα και τόσο απομακρυνόμουν.


    - Σε παρακαλώ


    Αυτό το ‘’σε παρακαλώ’’ με έλιωσε. Την κάρφωσα μέχρι μέσα. Συνέχισα να βγαίνω όσο περισσότερο μπορούσα και να πέφτω πάνω της με δύναμη.


    Πρώτη φορά μιλούσα

    - Χύσε μαζί μου


    Τα μουνί της ήταν τόσο υγρό, οι μυρωδιές της έφταναν ως εμένα κι αυτό το ασύλληπτο κρύο κι η ζέστα μέσα της, η μισή γύμνια μας. Το αέρινο μαστίγιο ενισχυμένο απ’ την υγρασία της θάλασσας έκανε τη στιγμή μαγική μ’ ένα πόνο που μούδιαζε κάθε αίσθηση εκτός απ’ αυτό το μπάσιμο μέσα της.


    Έχυνα χωρίς λέξη και τότε άρχισαν οι σπασμοί της και ούρλιαζε πως είναι η πουτάνα μου, πως θέλει να με χωρίσει γιατί μ’ αγαπάει…


    Χυμένοι, πασαλειμμένοι κάτσαμε μέσα στο αμάξι. Έβαλε θέρμανση, έκλεισε τη μουσική που άρχισε αυτόματα. Χώθηκε στην αγκαλιά μου.

    - Μ’ αγαπάς; Ρώτησε πνιχτά με το στόμα χωμένο στο μπουφάν μου.

    Τη φίλησα στο κεφάλι. Αλλά δε μίλησα.

    - Χώρισε με, ακούστηκε να λέει ακόμα πιο πνιχτά δαγκώνοντας το μπουφάν μου…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 4 Μαρτίου 2018
  12. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Με κοιτούσε μες στα μάτια… τα τεράστια ολοστρόγγυλα μάτια της με κοιτούσαν ακόμα με λατρεία, ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που είχα γυρίσει απ’ το στρατό. Με λαχταρούσε, μου έλεγε πως μ’ αγαπάει κι ήταν τόση η αξία του γιατί δεν το ζητούσα κι ας το πρόσμενα. Είχε εκείνο το χαρούμενο ύφος, με το στραβό χαμόγελο και τους παιδιάτικους ήχους που έκανε με το στόμα κάθε φορά που έκανε κάποια γκάφα. Ήταν μέρος του κώδικα μας απ’ τις πρώτες μας αγάπες. Όποτε έκανε κάποιος γκάφα, ο άλλος τον κυνηγούσε μες στο σπίτι, φτάναμε στο κρεβάτι, έχωνε ο ένοχος το πρόσωπο του στα μαξιλάρια και τούρλωνε τον κώλο, φωνάζοντας πνιχτά ‘’στρουθοκαμηλισμός’’ κι ο άλλος τον καβάλαγε από πίσω κι έβγαζε ήχους καουμπόϋ.


    Τώρα πια είχε μείνει μόνο ο ήχος, το βλέμμα, η έκφραση κι ο απόηχος όλων αυτών. Υπήρχε απειλητική στην άκρη κοντά στο συμβατικό ρολ τοπ με τον υπολογιστή πάνω, στα ωραία βαλμένα κηροπήγια του σαλονιού, στην τηλεόραση με το κέντημα από πάνω, η ασφάλεια. Μας περιγελούσε κρατώντας τα δώρα της σε υπέροχα αμπαλάζ. Κι εμείς αχόρταγα ξετυλίγαμε τα δώρα μας, τα ντυνόμασταν και περιμέναμε μέσα τους να βρούμε την ευτυχία, μα υπήρχε ευτυχία; Μα υπάρχει τίποτε άλλο από στιγμές. Κι έπειτα θα ‘ρχοτανε το βύθισμα.


    Μα ακόμη τότε, εκείνο το βράδυ μου ‘χε σπάσει τη μύτη η μαστίχα. Στην κουζίνα δε στεκόσουν, στο ενιαίο σαλόνι όσο πήγαινες προς την τηλεόραση γινόταν πιο ανεκτή. Στα υπνοδωμάτια έφτανε μια κάποια οσμή. Ήθελε να με γλυκάνει, μ’ αρέσουν τόσο πολύ τα γλυκά και για αλλαγή ήθελε εκείνη να μου μαγειρέψει. Εκείνη την εποχή είχαν γίνει της μόδας τα μπισκότα με κρέμα μαστίχας και δοκίμασε να φτιάξει. Μ’ όλες αυτές τις πρέζες, τις χούφτες, τις μερίδες των συνταγών μπερδεύτηκε, έβαλε παραπάνω μαστίχα, λιγότερη ζάχαρη και ακόμη λιγότερο νερό. Το αποτέλεσμα, όπως ήταν ακόμη ζεστά τα πετάγαμε σαν πετραδάκια ο ένας στον άλλο.


    Το τελευταίο καταλάθος έκανε ήχο καθώς αναπήδησε στο κεφάλι της. Έβαλε τα κλάματα απ’ τον πόνο κι όταν πήγα κοντά της αυθόρμητα άρχισε ένα γάργαρο γέλιο, μ’ έπιασε απ’ τους καρπούς, υπήρχαν παντού πάνω της αλεύρια, μύριζε μαστίχα και γέμισε τα χέρια μου φιλιά κι ύστερα το πρόσωπο μου, τη μύτη μου, τα μάτια μου, το στόμα μου με μικρά πεταχτά φιλάκια και μετά η γλώσσα της χώθηκε στο στόμα μου, δεν πρόφτασα να την παιχνιδίσω με τη δική μου και την τράβηξε, μου δάγκωσε απαλά το πηγούνι, μου άρπαξε με τα χείλη το καρύδι, έγλειψε το λαιμό μου, τα κουμπιά του πουκαμίσου μου έφυγαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Με έγδυσε εκεί όπως ήμουν, με γέμισε με τα φιλιά της. Πουθενά δε στάθηκε παραπάνω από λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα έφερε στροφή γύρω μου, η γλώσσα της ανέβηκε απ’ τις γάμπες στα κωλομέρια μου, στη μέση, στους ώμους, στον αυχένα. Όσο ήταν πίσω μου έβγαλε τη νυχτικιά της, ήταν ολόγυμνη από μέσα. Το μουνάκι της αξύριστο ήταν φουντωμένο, γυάλιζε η κλειτορίδα της. Έκατσε πάνω στο πάσο, δίπλα στη λεκάνη με το κόσκινο, το ένα της χέρι μπήκε μέσα, χόρεψε στο αλεύρι και βγήκε γεμάτο, το άπλωσε στο πρόσωπο μου που όπως ήταν υγρό απ’ τα φιλιά της κόλλησε παντού, γέλασε, μου είπε ‘’σ’ αγαπώ’’, πήρε τη γλώσσα μου στο στόμα της, μπήκα μέσα της απαλά, ήταν τόσο υγρή. Έχυσα σε λίγα λεπτά, βόγκηξε, δε σταμάτησα, είχε τους πρώτους της σπασμούς κι εγώ έχυνα πάλι. Ήταν τόσο γρήγορο, μελωδικό, ξεκίνησε απ’ το κεφάλι μας. Μπορούσαμε ακόμα να ταξιδεύουμε ο ένας τον άλλο.


    Δεν ξέρω αν τα μάτια μου ήταν θολά και γυαλισμένα όπως στα φλας μπακ στις ταινίες, όμως γύρισα πάλι στο αυτοκίνητο της στη Βάρκιζα.


    - Εντάξει ας χωρίσουμε.


    Ποιο το νόημα να φέρω την παραμικρή αντίρρηση. Κάναμε τον κύκλο μας, υπήρχε άλλος. Θα μπορούσα να τη διεκδικήσω, ναι θα μπορούσα να χάσω ή να κερδίσω. Όμως αυτή τη στιγμή μου ζητούσε να χωρίσουμε λέγοντας πως μ’ αγαπάει κι ήταν διατεθειμένη να χορέψει μαζί μου σ’ ένα ρυθμό που δεν καταλάβαινα τι σήμαινε όλες αυτές τις ημέρες, ούτε για ‘κεινη, ούτε για ‘μενα, ξέχωρα ή και μαζί. Η ιστορία όμως είχε φτάσει στο τέρμα της. Έπρεπε πια να φτάνουμε στα άκρα για να γαμήσουμε ο ένας το νου του άλλου.


    Χαλάρωσε στην αγκαλιά μου. Ανασήκωσε το κεφάλι

    - Κάνε μου έρωτα


    Φτάσαμε στο σπίτι, παραλίγο να το σκεφτώ ως σπίτι μας, δεν ήταν όμως πια. Ήταν το σπίτι. Κι αργότερα θα γινόταν το σπίτι της, ή το σπίτι μου. Είχαμε καιρό γι’ αυτά.


    Ήταν σαν άψυχη στα χέρια μου. Εγώ την κράταγα, εγώ την περπάταγα. Κρατώντας τη άνοιξα την πόρτα, άναψα τα φώτα, έκλεισα και κλείδωσα την πόρτα. Το κρύο ήταν πολύ έντονο με κλειστή τη θέρμανση και τότε το κρύο έγινε ο καταλύτης μου. Την άφησα στο κέντρο του σαλονιού. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα και έκλαιγε. Δεν της έδωσα την ευκαιρία να με κοκαλώσει, δεν έδωσα σ’ εμένα την ευκαιρία να σκεφτώ, ή να τη δω παραπάνω από λίγα δευτερόλεπτα σε αυτή τη στάση. Άνοιξα όλα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του σαλονιού. Το κρύο ήταν συντριπτικό.


    Γδύθηκα εντελώς, πήγα κοντά και με δυσκολία έλυσα τον κόμπο που είχε γίνει. Της έβγαλα όλα τα ρούχα και τα εσώρουχα. Τη σήκωσα λίγο άγαρμπα. Την πήγα μπροστά στο παράθυρο, βγήκαμε έξω. Σα να συνήλθε. Με κοίταξε ερωτηματικά, σχεδόν ήταν έτοιμη να ξεφωνίσει απ’ το κρύο. Οι κουρτίνες ανέμιζαν και γαργάλαγαν τη γύμνια μας. Έπεσα στα γόνατα, της άνοιξα τα μουνόχειλα κι έχωσα αχόρταγα τη γλώσσα μου μέσα, ακούμπησε πάνω στο στηθαίο και με τα δάχτυλα μου έκανα κυκλάκια στην κλειτορίδα της. Έφερα και το στόμα μου εκεί, δάγκωνα, έγλειφα, βοηθούσα τα δάχτυλα μου και με το ένα δάχτυλο του άλλου χεριού μπήκα μέσα της και το ανοιγόκλεινα σε γωνία προς τα πάνω. Δε χόρταινα τη μυρωδιά της και την ίδια στιγμή ένιωθα το κρύο να με διαλύει.


    - Τι κάνεις αγάπη μου; Πάμε μέσα σε παρακαλώ, δε μπορώ να λειτουργήσω, δε μπορώ, δε μπορώ


    Το ‘’δε μπορώ’’ ήταν αυτό που περίμενα. Τη δάγκωσα με δύναμη στην κλειτορίδα, ούρλιαξε αλλά δεν τραβήχτηκε καθόλου. Το δάχτυλο μου το ανοιγόκλεινα ακόμα γρηγορότερα. Σύντομα τα άνευρα χέρια της πίεζαν το πρόσωπο μου πάνω στην κλειτορίδα της. Έβαλα μέσα της και δεύτερο δάχτυλο, τη δάγκωσα πάλι, πολύ απαλά


    - Πιο πολύ

    Μου είπε

    - Πιο δυνατά

    Μου είπε


    Υπάκουσα. Τώρα ανά διαστήματα τη δάγκωνα, σα να ανοιγόκλεινα διακόπτη. Σε κάθε δάγκωμα πίεζε το πρόσωπο μου πιο πολύ πάνω της, με έτριβε στην κλειτορίδα της. Και τότε λύγισε τα πόδια


    - Χύνω μωρό μου, χύνω


    Ήταν αδύναμοι σπασμοί, τους ένιωσα μόνο προς το τέλος.


    Γυρίσαμε μέσα. Είχε ξυπνήσει, είχε γίνει πάλι εκείνη η άλλη της Βάρκιζας. Το έβλεπα στα μάτια της, είχαν αυτό το φινίρισμα της ξένης, της σκληρής, όχι άκαρδης μα ούτε και φίλης. Έκλεισε τα τζάμια κι ήρθε στάθηκε μπροστά μου. Με τα νύχια της δυνατά κατέβηκε από το στήθος μου προς τα κάτω. Συγκρατήθηκα, δαγκώθηκα, δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια μου. Γονάτισε και ρούφηξε το πουτσοκέφαλο μου, τα χέρια της άρπαξαν τα κωλομέρια μου και με τράβαγε προς το μέρος της ενώ τα χείλη της έμεναν πεισματικά σφιχτά, σιγά σιγά με το σπρώξιμο μπήκα όλος στο στόμα της σα να γάμαγα παρθένο μουνί. Με έβγαλε με την ίδια δυσκολία, το έκανε πολλές φορές, έτρεμα την ώρα που έχυνα στο στόμα της.


    Πήγαμε μαζί στο μπάνιο, ρύθμισε το νερό στο πολύ ζεστό και έβαλε το πιστόλι στην πάνω βάση. Σταθήκαμε από κάτω του, Σαπουνίσαμε ο ένας τον άλλο, χαϊδευόμασταν, ξεπλυθήκαμε. Γύρισε πλάτη. Τα χέρια της υψώθηκαν και έπιασαν τα πλακάκια μπροστά της. Χούφτωσα τα μπράτσα της που γλίστραγαν καθαρά και βρεγμένα. Τη φίλησα στους ώμους, στη μέση, της έγλειψα την κωλότρυπα και το μουνί εναλλάξ. Τα χέρια μου χώθηκαν πάλι μέσα στο μουνί της. Έπαιζα μαζί του, την ένιωθα να σπαρταράει. Και τότε καύλωσα, ανασηκώθηκα, μου τούρλωσε τον κώλο και τη στιγμή που έμπαινα μέσα στο υγρό μουνάκι της, γύρισε το νερό στο παγωμένο.


    Ακινητοποιηθήκαμε κι οι δυο όπως ήμασταν. Ήταν λες και κατέβηκε ένας διακόπτης, ή λες και άλλαξε η γυναίκα.


    - Είσαι μαλάκας. Θα με γαμήσεις ρε μαλάκα; Κότσια δεν έχεις; Ε;


    Σα να περίμενε ο άνθρωπος μέσα μου αυτό που εγώ δεν είχα καταλάβει, μια σύνδεση που είχα χάσει στη διαδρομή. Το χέρι της έπαιζε μια στο ζεστό, την άλλη στο κρύο, έβγαινα στο ζεστό, την κάρφωνα στο κρύο και μετά το άφησε στο κρύο κι εγώ ήμουν πέτρα μέσα της και τα χέρια μου έσφιγγαν με λύσσα τα βυζιά της. Ούρλιαζε όπως την κοπάναγα με τον πούτσο μου. Ζεστό, κρύο, ζεστό, κρύο, ζεστό, ζεστό, ζεστό, κρύο. Οι σπασμοί της έμοιαζαν ατελείωτοι, σχεδόν την πρόλαβα στο τέλος. Το είχε αφήσει πια μόνιμα στο κρύο. Έχυσα μέσα της και το παγωμένο νερό ήταν μια αίσθηση βάρους πάνω μου, μια ιδέα σα να επιβεβαίωνε πως αυτό ήταν το πιο καταλυτικό γαμήσι της ζωής μας.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ