Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ευγνωμοσύνη

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 28 Φεβρουαρίου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν περίμενα πως θα συνηθίσω. Ποτέ δεν είχα μείνει μόνος. Της είπα να κρατήσει το σπίτι αλλά τελικά ούτε εκείνη έμεινε εκεί. Ίσως αυτό να έπρεπε να μου πει κάτι, αλλά το σκεφτόμουν μόνο όταν έπινα κι άλλες φορές έπινα γιατί το θυμόμουν κι ήθελα να το ξεχάσω. Το είχα δει σε μια ταινία αυτό, πως το ποτό βοηθάει για να ξεχνάς και να θυμάσαι. Ωστόσο ποτέ δε σκεφτόμουν το ίδιο το γεγονός, πως δεν έμεινε.


    Βρήκα ένα σπίτι κοντά στο Βεάκειο, παλιό, ανήλιαγο αλλά ήσυχο, δαιδαλώδες και με μια όμορφη πίσω αυλή με σταμπωτό και ένα μόνο πλάτανο. Εκεί καθόμουν ακόμα και το χειμώνα. Δηλαδή ήταν ο πρώτος μου χειμώνας, αλλά με φανταζόμουν να το κάνω για πολλά χρόνια. Βρήκα κοντά μου ένα πλυντήριο ρούχων που πήγαινα τα ρούχα μου, δούλευα περισσότερο και το βράδυ κατέρρεα σ’ ένα διθέσιο ψευτοδερμάτινο καναπέ που αγόρασα, πάρα πολύ μαλακό και δεν πήγαινα καν στο κρεβάτι μου. Συνήθως την έβγαζα στον καναπέ, απέναντι απ’ το παράθυρο που έβλεπε στον Πλάτανο μου. Τον κοιτούσα ώσπου σκοτείνιαζε, μετά έφτιαχνα σαλάτα, ή παρήγγελνα απ’ τη Δροσοπηγή, έβαζα χαμηλά άλμπουμ των Τζέθρο Ταλ και των Πινκ Φλόιντ στο κομπιούτερ και διάβαζα κάτι εύπεπτο.


    Ζήτησα απ’ τη Βούλα να ‘ρχεται να με συγυρίζει, της έδωσα κλειδιά και φρόντιζα να λείπω. Είχε σπάσει μέσα μου. Έβλεπα στα μάτια της το ευχαριστώ και με ενοχλούσε. Δεν είχα κάνει κάτι και π’ την άλλη ένιωθα κι εγώ πως ήθελα να την ευχαριστήσω γι’ αυτή την περίεργη στροφή στη ζωή μου που με έβγαλε από μια φυλακή που πολύ συχνά μου έλειπε τόσο πολύ και ενώ δεν την ήθελα πίσω, δεν μου άρεσε ούτε το πώς ήμουν.


    Ένα απόγευμα γύρισα νωρίτερα απ’ τις 5 κι η Βούλα ήταν ακόμα εκεί. Δεν άλλαξα το τελετουργικό μου, έβαλα ποτό, έκατσα στον καναπέ κουλουριασμένος και κοίταγα το δέντρο μου. Σα να ήμουν μόνος. Άλλο έπιπλο πέρα απ’ το τραπεζάκι και τη βιβλιοθήκη δεν υπήρχε. Έκατσε μπροστά μου πάνω στο παχύ χαλί οκλαδόν και με κοίταζε στα μάτια.


    - Τι σου συμβαίνει;

    - Δεν ξέρω

    - Το σπίτι σου μοσχοβολούσε. Τώρα πια το ψυγείο σου είναι άδειο, έχει μόνο ντομάτες και τυρί.

    - Για ποιόν να μαγειρέψω;

    - Μα για ‘σενα

    - Όχι δεν έχει νόημα. Ίδιες γεύσεις είναι απλώς επεξεργασμένες και συνδυασμένες. Πιο απλά θέλω να είμαι τώρα.

    - Αν φάω μαζί σου;

    - Τι εννοείς;

    - Θα μαγειρέψεις;

    -…

    - Δε θα μου πεις;


    Τι να της έλεγα; Την κοίταζα κι είχα εξαντληθεί τόσο στη δουλειά, πίεζα τον εαυτό μου να καταναλώνομαι εντελώς πνευματικά τις ώρες στο γραφείο, που δεν είχα τίποτα να πω.


    Σηκώθηκε σα γάτα με μια μονοκόμματη αλλά μελωδική κίνηση, πολύ αργά, ακόμα και μέσα στη νιρβάνα μου θαύμασα τις καμπύλες της. Ήρθε μπροστά μου και με φίλησε απαλά στα χείλια.


    - Θα γίνεις ο άγγελος μου; Είπα ειρωνικά

    Με φίλησε πάλι, πρώτα πεταχτά κι ύστερα κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου. Δεν επιχείρησε να βάλει γλώσσα, δεν έκανα καμιά κίνηση από μέρους μου. Αναχαίτισε τα χέρια μου, με έσπρωξε ν’ ακουμπήσω μαλακά στην πλάτη του καναπέ κι έκατσε πάνω μου. Πέρασε τα πόδια της δεξιά κι αριστερά στις πλευρές μου, τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω απ’ το λαιμό μου, κούμπωσαν στο σβέρκο μου και με μάλαζε, αισθανόμουν πως έφευγε ένα βάρος από πάνω μου. Με τράβηξε προς το μέρος της αλλά όχι στο στόμα. Το πηγούνι μου ακούμπησε στον ώμο της, συνέχιζε να μου κάνει μασάζ στο σβέρκο και στο λαιμό, μου χάϊδεψε τα μαλλιά, τα ανακάτεψε, με φίλησε πολύ αχνά στο μάγουλο. Μείναμε έτσι για αρκετά λεπτά.


    - Πάμε στην κουζίνα. Θέλω να μου μαγειρέψεις.


    Με πήρε απ’ το χέρι και πήγαμε μέσα. Έβγαλε από ένα ντουλάπι χυλοπίτες, ρίγανη, κάρυ καυτερό, σκόρδο σκόνη κι απ’ το ψυγείο λεμόνι, ένα κομμάτι χοιρινό κι απ’ την κατάψυξη αρακά.


    - Που βρέθηκαν όλα αυτά;

    - Κι αν αργούσες εγώ θα σε περίμενα. Θέλω να μου μαγειρέψεις.


    Με φίλησε πάλι απαλά στα χείλια.


    Ψιλόκοψα το χοιρινό, το τσιγάρισα σε δυο σταγόνες νερό και μετά το έπλυνα, αφαίρεσα το λίπος και το έβαλα με δυο ποτήρια νερό να βράσει σε χαμηλή φωτιά. Όταν μαλάκωσε και ήπιε το νερό, έστυψα το λεμόνι και του έβαλα ρίγανη κι αλάτι, μόλις άρχισε να πίνει το λεμόνι και να τσιτσιρίζει, έριξα λάδι και το έβγαλα απ’ το μάτι. Παράλληλα είχα βράσει τον αρακά με σκόρδο, ρίγανη και κάρυ καυτερό. Δυο λεπτά μετά ετοιμάστηκαν κι οι χυλοπίτες. Σε δυο πιάτα έβαλα χυλοπίτες, αρακά στην άκρη και το κρέας από πάνω. Μου είχε λείψει αυτή η γεύση. Ίσως η διαδικασία, οι μυρωδιές, να μου θύμισαν κάτι απ’ τα παλιά, όμως δεν ήταν άσκημο, δε μου θύμιζε όσα δεν υπήρχαν, αλλά την πορεία στην οποία έχτιζα τον εαυτό μου, όχι μέσα σ’ ένα γάμο που είχε πεθάνει, αλλά σ’ έναν άνθρωπο που δημιουργούσα για τον εαυτό του, όσο και για ‘κεινη, έναν άνθρωπο που όταν ζήτησε να μαγειρεύει, ήδη ούρλιαζαν τα μέσα του να γίνει κάποιος άλλος απ’ αυτόν που ήταν πριν, έναν άνθρωπο που ήθελε να γίνει ολοκληρωμένος κι αυτάρκης, με ή χωρίς παρέα στη ζωή του.


    Με φίλησε στα χείλη μετά το φαγητό, έπλυνε τα πιάτα. Είχα γυρίσει στον καναπέ μου. Ήρθε όταν τελείωσε με την τσάντα στον ώμο και φορώντας το μπουφάν της. Ήπιε δυο γουλιές απ’ το ποτό μου και με φίλησε απαλά στο στόμα, πάλι. Δεν είπε καληνύχτα, δεν είπε τίποτα. Έκλεισε την πόρτα, κλείδωσε και έφυγε.


    Εκείνο το βράδυ, μετά από πολύ καιρό πήρα απ’ το ράφι τη Χαρούμενη Γνώση, έβαλα χαμηλά μια λίστα αναπαραγωγής με Guns, Santana, Maiden, Venom, Cradle, Nocturnal Rites, Primal Fear, Hipocrisy, Opeth και βυθίστηκα σε μια ευδαιμονική στιγμή. Μια στιγμούλα μου πολύτιμη. Θα μπορούσα ίσως να την είχα πετύχει μόνος, αλλά δε θα προσπαθούσα καν. Υπήρξε μια πλήρωση μέσα μου που η αυτάρκεια δε με ώθησε κοντά της, δεν κατάφεραν οι φίλοι μου των βιβλίων όπως τους ονομάζει ο Σενέκας να με φέρουν κοντά τους. Χρειάστηκε αυτός ο ανθρώπινος καταλύτης να μου θυμίσει πως οφείλω να ζω για ‘μενα, να με διασκεδάζω, να με αγαπώ.


    Δεν ήξερα αν χρειαζόμουν έναν άλλο άνθρωπο, χρειαζόμουν όμως κάτι, ένα κίνητρο, μια παρακίνηση που μόνος δεν έβρισκα ποτέ. Ο μίτος ήταν εκεί, αλλά εγώ δε μπορούσα να τον πιάσω. Είχα χαθεί. Έλεγε ένας παλιός στίχος ‘’μέσα σε δρόμους που καίνε’’, όμως όχι εγώ. Οι δικοί μου δρόμοι δεν ήταν καν δρόμοι, ήταν αχάρακτα μονοπάτια κι εγώ βάδιζα μια από ‘δω, την άλλη από κει. Δεν ήξερα που πάω, ούτε τι χρειάζομαι. Χάθηκα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Η κοινωνικότητα για άλλη μια φορά αποδείχτηκε βαρύ φορτίο για ‘μενα. Περπατούσα σε μουσκεμένο δρόμο, με κόπο και προσοχή, αργά, να μη γλιστρήσω, ο αέρας κάθε τόσο με ταρακουνούσε λίγο απ’ τη θέση μου, με μια ριπή του με πάγωνε κι έτρεμα κάπου κάπου, αλλά ωστόσο συνέχιζα το δρόμο μου. Σκόνταψα μερικές φορές, στηρίχτηκα στα χέρια μου για να μην πέσω κι αυτά δεν άντεξαν το βάρος χωρίς να παραπονεθούν με μια σουβλιά. Καλοδεχούμενος ο πόνος, ένα δείγμα πως ζω, κίνητρο για θετικές σκέψεις στην πραγματικότητα. Ύστερα πάλι, ο δρόμος.



    Δρόμος ευθύς, άλλοτε ανηφορικός μ’ οδόστρωμα ανώμαλο, μερικές φορές και κατηφορικός, απότομος. Αλλαγές που διακόπτουν την πλήξη, ενισχύουν τη βούληση, φιλτράρουν αυτά που απουσιάζουν. Τι μένει στο τέλος αν όχι ένα μόνιμο ταξίδι όπου καθένας είναι ή πρέπει να είναι, περισσότερο με τον εαυτό του και για τον εαυτό του, ανήσυχος και ξυπνητός να αντιλαμβάνεται όσα του προσφέρονται στο διάβα, όσα του στερούνται, τη διαδρομή που φέρνει απ’ το να στ’ άλλο; Αφετηρία υπήρξε μια, ενδιάμεσες στάσεις, ή κομβικά σημεία που χρωματίζουν με αχτίδες λαμπερές, λευκές, ή μαύρο φως τις ατραπούς πάρα πολλές, σε κάποιες σταματούσα, κάποιες προσπέρναγα. Μα και πάλι ήταν όλα τους μικρά χωριά, μια αρτηρία, δρομίσκοι που οδηγούσαν ξανά εκεί, ή πουθενά, λίγα καταστήματα με ανανεωμένα εμπορεύματα κι όμως κανένα πρωτόφαντο, άλλα σκονισμένα με ξεχασμένες από καιρό πραμάτειες, κλειστά, ρημαγμένα, σπίτια σε διάφορες τεχνοτροπίες, πανωσηκώματα, άβαφα, με εύθρυπτους σοβάδες, άλλα σκίαζαν και σταματούσε το μάτι δίχως να ‘χουν να προσφέρουν παρά όγκο και κοινοτοπία, καινούργια με όμορφες πόρτες, σε ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές.



    Κάπου κάπου κάποια μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Μέσα κάθονταν γέροι βρωμεροί, παρηκμασμένοι, νεότεροι και τελειωμένοι, Αλήτες στα σκαλιά, άνθρωποι σημασίας χωρίς ποιόν αλλού, φρέσκοι άνθρωποι με ιδέες παλιές, σοφοί και σοφιστές, ομιλητικοί και τρελαμένοι από μια εσωτερική σιωπή που επιβάλλει το συγκερασμό με αρκετούς ακόμα σε πηγαδάκια για να ξεχνούν τον άγνωστο εαυτό τους, ελεύθεροι εγκληματίες κι άλλοι με μάτια λαμπερά, κινήσεις νωχελικές, νεφέλες ποιητικές που πάνω τους ο χρόνος φαίνεται να χαρίζει τη διακοπή ή την επιβράδυνση του μέσα σε κινήσεις ακαριαίες, διεφθαρμένοι, δειλοί, πανικόβλητοι όπως είναι πάντα εκείνοι που δεν ξέρουν το λόγο ή το όνομα του φόβου τους.

    Πάντα γύρω μου, ο πόνος ή η πλήξη, σύντροφος καλή η Τέχνη. Μα πόσο σπουδαία ερωμένη, μου υπήρξε. Βρίσκεται παντού, στον τρόπο που βάφεται μια γυναίκα, στα μάτια που κοιτούν εκστασιασμένα, στο κομμάτι που ακούγεται αμυδρά, στις λέξεις που πυροβολούν, στα σπουδαία μυαλά και πιο πολύ στα βιβλία. Τέχνη είναι να διαβάζω, τέχνη είναι και το πώς διαβάζω, γιατί. Τέχνη είναι να στοχάζομαι, ν’ ακούω τον εαυτό μου. Κάποιοι μου το παρείχαν αυτό. Αυτοί υπήρξαν πάντοτε οι φίλοι μου. Όλοι εκείνοι που μέσα στους αιώνες αφουγκράστηκαν, είδαν μες στον εαυτό τους και τους άλλους, ανάγνωσαν την εμπειρία μέσα απ’ την γνώση.



    Κι ύστερα ήρθε η εποχή του αμίαντου, η τεχνολογία φορτωμένη αισθησιακά σε μια προσπάθεια να πουλήσει τον εαυτό της σαν ακριβή πόρνη ή σα τη φτηνότερη κυρία. Χάθηκα σ’ αυτό τον κόσμο, βυθίστηκα τόσο πολύ έξω απ’ τον εαυτό μου, σταμάτησα να τον ακούω, εντυπωσιάστηκα κι έμεινα εκεί μόνος ανάμεσα στους πολλούς. Μα όμως συνέχιζα να περπατάω, γιατί κανείς ποτέ δε σταματά, δεν υπάρχει περιθώριο, δεν έχουμε το δικαίωμα κι ο πολύτιμος χρόνος χανόταν άδικα, ανούσια, ο εαυτός μου γινόταν εχθρός, παρατημένος φίλος, με φώναζε αλαφροϊσκιωτο, δειλό, τυφλό.


    Για μια φορά ακόμα, έφυγα από κάπου. Κούτσαινα λίγο, ο άνεμος ήταν ψυχρός κι η εσωτερική μου θερμοκρασία του ‘δινε θάρρος, μου φερόταν αδυσώπητα. Κράταγα για πατερίτσες το Στεντάλ και το Σοπενάουερ, ψυχοπαίδι τους. Θα την έκαναν πάλι τη δουλειά. Θα με μάλωναν, θα με φίλευαν, γυμνός πάντως δεν ήμουν. Η μυστική γλώσσα, οι αθέατοι κόσμοι μου υπήρχαν, ξεκλείδωτοι, στραπατσαρισμένοι, ασύνδετοι. Ο ήλιος είχε μέρες να με βαφτίσει, θα γινόταν κι αυτό. Πάντα δε γίνεται εντέλει;


    Όσες φορές έχω ζήσει με έναν άλλο άνθρωπο για λίγο, τόσο λίγο που κάποιες διαστάσεις του να παραμείνουν μυθικές χωρίς να χαρακτηρίζονται όμορφες ή άσκημες, υπάρχουν τα μικρογεγονότα, όπως κι οι μικροσυνήθειες, εκείνες που όταν απελευθερωνόμαστε μπροστά στον άλλο με μια ποιητική χροιά κάνουμε αυτό που έχουμε μάθει να μας χαλαρώνει, να λειτουργεί καλά σ’ εμάς. Παρατηρώ, νιώθω, ασπάζομαι τέτοια μικρά πράγματα, μια λέξη που ειπώθηκε κάπως αλλιώς, τη συσκότιση, ένα πόδι που διπλώνεται με τρόπο που δεν το έχω κάνει ποτέ, βλέπω τον άλλο ως φύση κι ως όμορφο μέσα στην κανονικότητα του που είναι ανεξάρτητη από ‘μενα. Συγκρατώ κάπου μέσα μου όλα αυτά, κάπου θα μου βγει η κίνηση του σε κάποιο χώρο, ένας ήχος που κάνει με το στόμα, πως ανάβει το μεγάλο φως το πρωί για να πάρει την απόφαση να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, το ύφος όταν ειρωνεύεται με συμπάθεια. Τα κρατώ εκεί μαζί μου, ο άλλος ζει μέσα απ’ αυτά κι ας έχει φύγει μακριά. Είναι τόσο καθησυχαστικά και παράλληλα έχουν μια σφοδρότητα όταν τα συνειδητοποιώ που με ζαλίζει, με πληγώνει κάπου κάπου. Γίνονται δικά μου, αλλά όχι κτήμα μου. Λειτουργώ και χωρίς αυτά, τα υιοθετώ όμως γιατί η μνήμη που τη νιώθουμε, τη σκεφτόμαστε, τη συζητάμε με τον εαυτό μας, είναι που μας λέει πως ζήσαμε κάποτε, ζούμε και τώρα, θα ζούμε την επόμενη στιγμή ίσως. Διηγούμαι τη ζωή μου κάθε στιγμή στον εαυτό μου, προσπαθώ να μην ξεχνώ πως το τώρα μου, με το μολύβι εδώ κι ένα εκατοστό μετά βρίσκεται σ’ ένα νέο παρόν, το πριν έγινε, πάει. Πως θα καταφέρω να ζω περισσότερο, να αντιλαμβάνομαι καλύτερα, όταν έχω έναν άλλο κοντά μου να κρατώ τη στιγμή ζώντας τη, εκτιμώντας τη; Πως θα βαφτιστεί η λογική στο συναίσθημα, στη γνώση, στην εμπειρία; Το ανώτατο συναίσθημα, το με επίγνωση συναίσθημα.


    Με μια συχνότητα αδιατάρακτη πάντα ο νους επιτρέπει αφού διανύσει μια τροχιά ολόκληρη κι επιστρέψει στη σκέψη – αιτία, έχοντας εξαντλήσει κάθε ενδεχόμενο, την παραμικρή πιθανότητα για ένα διαφορετικό αιτιατό, παρελθόν μεν, ασαφές ως τώρα δε, που όμως τα αποτελέσματα υπήρξαν, αδιαμφισβήτητα, στους συναισθηματισμούς να χρωματίσουν τους συλλογισμούς, την εμπειρία που αποκτήθηκε, τη γνώση που μαθεύτηκε και τελικά ένα νέο γαϊτανάκι αρχινά με την απογοήτευση στο στόμα. Απροσκάλεστη επισκέπτρια κι ωστόσο θετική, προάγει κάποιο κίνητρο, ανάγεται σε μια νέα επιθυμία – παραλλαγή, μα όχι αυτοσκοπό. Αυτό το ρόλο έχει και μπορεί να έχει μόνον ο εαυτός με τα αγαθά του, τις περισκέψεις που βαφτίζονται στη μάθηση, στην πράξη, στην αλληλεπίδραση με περιβάλλοντα κι ανθρώπους. Ξύλινες λέξεις, ανίκανες να κρύψουν τη δριμύτητα της ήττας, τον αδυσώπητο σπαραγμό που θέλει να φωνάξει για την κάποια αδικία κι ας τη δαμάζει με το φόβο μιας δεισιδαιμονίας μη χάσει κι ό,τι έχει κι έπειτα σκέφτεται αυτά ακριβώς που αποκτήθηκαν κι είναι εκεί, πώς να μη τα χάσει, πως θα ‘ταν αν δεν τα ‘χε.


    Βυθίζεται σε μια ζωή ούτε ευχάριστη, ούτε δυσάρεστη, περιορίζοντας την επίπτωση των ανθρώπων στα απολύτως απαραίτητα. Οι άνθρωποι κοιτούν τον εαυτό τους, κάπου ξέρουν πως έχουν μόνο αυτόν αδερφό και πατέρα, ακόμη και μέσα στις μεγαλύτερες αγάπες, η κατανόηση είναι πάντα σχετική, χρωματισμένη απ’ όσα γνωρίζει και μ’ όσα παθιάστηκε ως τώρα ο αγαπημένος, τα υπόλοιπα μας του μένουν άγνωστα, ακόμα κι όταν τα δίνουμε με λέξεις, γίνονται ένα ανόρεχτο διάβασμα όπως κάθετί έξω απ’ αυτό που αναγνωρίζουμε. Η άσφαλτος σκληρή, άγρια, κοκκώδης, φαντάσου να πέφτεις χτυπώντας τη βία και τίποτα δεν ανακόπτει την πορεία. Πονάς, ταράζεσαι, σοκάρεσαι, το αίμα σε σαστίζει, η θνητότητα σου σε μουδιάζει κι ας μην την αντιλαμβάνεσαι, εκεί βρίσκεται σιμά σου, μέσα σου.


    Έτσι είναι κι οι άνθρωποι στρώματα για όσα γνωστά αντικατοπτρίζεις, ακόμη κι αν αυτά είναι τα λάθη τους, φιλόξενα σε δέχονται άλλοτε μαλακά που όμως δε στηρίζουν ανατομικά τη μέση σου και το πρωί πονάς, άλλοτε σκληρά, σε κάνουν να δυστροπείς, ωστόσο το πρωί η μέρα ξεκινά ευχάριστα, με το σώμα σου ξεκούραστο. Για όλα τα υπόλοιπα είναι άσφαλτος, κάποιες φορές και καλντερίμια χαρτογραφημένα, τσιμενταρισμένα στα πρόχειρα, κακοτράχαλα, σαγρέ, κάποτε αχαρτογράφητα με λεπτό χώμα γκρι – λευκό με πετρούλες, σηκώνουν πάντα σκόνη, αφήνουν το στίγμα πως πέρασες στο παντελόνι σου, δυσκολεύεσαι να τα διασχίσεις και γύρω σου βλέπεις ένα αδιάφορο, βαρετό τοπίο, ή κάποια όαση που δεν προφταίνεις να λοξοδρομήσεις, είτε να σταματήσεις, ακόμη ορισμένες φορές δεν έχεις το δικαίωμα. Τα εξωτικά, τα μαγευτικά μερικές φορές υπάρχουν εκεί, στην άκρη ενός ματιού, στο αινιγματικό χαμόγελο, σε μια κοφτή ανάσα, σε λέξεις που ξέφυγαν μα δεν είναι για ‘σενα, δεν είναι για κανέναν, ο ίδιος ο κάτοχος τους είναι ως τώρα ένας φορέας, ο ίδιος δε βρήκε πώς να φτάσει σ’ αυτά. Ίσως θαρρείς πως είσαι ικανός με τα πατουσάκια των δαχτύλων σου να τ’ αγγίξεις, ύστερα θαρρείς πως θα τ’ αδράξεις, μα δεν είναι έτσι. Και φευγαλέα σαν τα πιάσεις θα ‘ναι για μια μόνη φορά, συνήθως οι άλλοι θα γίνουν πάλι καλντερίμια, ακόμη και τα χαρτογραφημένα θα σβηστούν, το νήμα χάνεται.


    Ξαφνικά είσαι μόνος, είναι σκοτάδι, προχωράς και πέφτεις σε ένα εμπόδιο, ίσως είναι τοίχος, υγρός, αδιάβατος, κάτω μονοπάτι βατό ή γλιστερό. Καμιά διέξοδος συγκεκριμένη, η πορεία σου ένα ρίσκο, μίτος δεν υπάρχει. Θα πέσεις, θα χτυπήσεις, θα σηκωθείς. Ανοίγεις τα μάτια, δε σε κρατάει τίποτα, κανένας κι ας θα ‘θελες. Είσαι πάλι στο δρόμο.


    Ένας ολοκαίνουργιος κόσμος με τα χαρακτηριστικά κάθε παλιού με μια διαφορά, τη μη επίγνωση της θνητότητας.


    Η συντροφικότητα είναι ένας υμένας, επιτρέπονται όλες οι κινήσεις, μα δε διευκολύνονται ιδιαίτερα κι ας νιώθουμε ελεύθεροι, όπως στο νερό. Μέσα στη συντροφικότητα είμαστε χαλαροί, βιώνουμε σαν μια αθωότητα, μα θέλουμε να ‘μαστε και λίγο επαναστάτες, ονειρευόμαστε άγρια πράγματα, διαφορετικά, θαρρετά δηλώνουμε πως η ζωή δεν είναι αυτή που θέλαμε, πως όλα είναι ένα βάλτωμα που μας σκότωσε. Μα σα χαθεί, σα χαθεί… για λίγο θα ζήσουμε το αγρίεμα, την αίσθηση σαν είσαι ξύπνιος μόλις χαράξει το ελεύθερο, το έξω απ’ τη συνήθεια, μα και την κούραση μιας νύχτας αγρυπνίας. Αλλά δε μπορείς να επιστρέψεις ειδικά σε ‘κεινο το κρεβάτι που ήσουν χθες, αυτό χάθηκε. Αποφασίζεις να ταξιδέψεις, αναζητάς τη συγκίνηση, τη στιγμή, μα σαν έρχεται δε τη ζεις, φοβάσαι μη τη χάσεις, καταριέσαι σαν ξέρεις τη διάρκεια, συνειδητοποιείς πως πέρασε, όταν έχει περάσει πια, θες να γυρίσεις πίσω, έστω και σε οθόνη του νου να τη ζωντανέψεις, σα να μηρυκάζεις. Λένε πως η τροφή διατηρεί τη γεύση, τη νοστιμάδα της, ίσως και να ‘ναι έτσι. Μα τότε τι ζεις; Ζεις κάτι μόνος, στρογγυλοποιείς τις άκρες, γίνεται κάτι διάφορο, μαγευτικό ίσως, δριμύτερο ενδεχομένως, αλλά ψεύτικο. Οι στιγμές διαδέχονται η μια την άλλη, τακτές εναλλαγές, οι σπάνιες, ωστόσο κάποιες φορές θυμάσαι την παλιά συντροφικότητα που απαρνήθηκες και κλαίει η ψυχή σου, ματαιοπονείς, πληγώνεις τον εαυτό σου κι εκεί δε μπορείς να γυρίσεις.


    Γυρεύεις τότε από ‘κεινο τον εαυτό που του μιλάς σα δε σ’ ακούει κανείς, να σου πει αν άξιζε, να ντύνεσαι και να γδύνεσαι ρόλους, να φεύγεις σαν κυνηγημένος κάθε που γλύκαινε, να αρνείσαι να μπουν δυο ρούχα σου σ’ ένα συρτάρι για όταν είσαι εκεί. Μα είναι πολύ αργά για να ρωτάς, είναι πολύ νωρίς για να πεις το μεγάλο ναι ή το μεγάλο το όχι που σου ‘πε κάποτε ένας Αλεξανδρινός κι έκλαψες σα μωρό, μα αγκαλιά δεν είχες, μήτε κάποιον να σ’ ακούει να κραυγάζεις, τους έδιωξες όλους. Στην μια επόμενη φορά που περιμένεις, χωρίς αναμονή, ούτε και προσμονή μα με ελπίδα κι ας λες πως ελπίδα δεν υπάρχει, ακόμη κι αυτό είναι ελπίδα, ελπίζεις να μην υπάρχει η Ελπίδα. Κι εκείνη η μικρούλα δεισιδαιμονία που σου λέει να μην το θες γιατί τότε δεν έρχεται κι αυτή ελπίδα είναι. Και θες, πόσο θες. Να γυρίσουν πίσω τα φαντάσματα, ή νέοι άνθρωποι να ρθουν κι ας τρέμεις στην ιδέα πως θα τους κάνεις ξανά φαντάσματα γιατί τάχα μου εσύ προσπαθείς μα οι άλλοι πάντα το οδηγούν στη συνήθεια που σε σκοτώνει. Δεν είδες ποτέ ότι εσύ ήσουν ανίκανος να βρεις το δρόμο για τη γιατρειά σου, μήτε κατάλαβες πως τον εαυτό μας τον φέρουμε, τον ξεδιπλώνουμε, του μιλάμε με λόγια ή άηχα, η αυτάρκεια μας έρχεται μαζί μας, γιατί εσύ έμαθες ν’ ακούς τους άλλους και να μην ακούς μαζί τον εαυτό σου, να του επιτρέπεις να μη σ’ αφήνει έρμαιο της κάθε ρηχής επαφής, να σε απεγκλωβίζει.



    Νόμιζα πως θα την είχα πάλι. Αναθάρρησα, ελευθερώθηκα απ’ τη λογική μα όχι απ’ το λογισμό μου. Κι ύστερα πάλι τη φώναξα κοντά μου, μαζί να φιλτράρουμε την κάθε υψηλή έκφραση λόγου ή πράξης. Κι ύστερα ένιωσα ένα τσίμπημα χαράς, μια αναπόληση συναισθηματική και όχι των στιγμών. Κατέληξε σε κάποιο αδιέξοδο, όπως γίνεται πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Τα φαντάσματα γυρνούν για τον εαυτό τους, για λίγο, γιατί δεν είναι φαντάσματα παρά για ‘σενα, εσύ είσαι τότε το φάντασμα τους. Ο καθρέφτης σαν σπάσει, ξανακολλάει, δεν αχρηστεύεται, το ίδιο και το κάθε τζάμι. Έχεις μόνο δυο όπλα, αυτό το σημαδάκι, την ουλή με ένα προβολέα να τη φωτίσεις, δεν έχεις το δικαίωμα να την κρύψεις, δυο μάρτυρες βεβαιούν πως υπήρξε κι όχι μόνος εσύ κι ένα δεύτερος και να προχωρήσεις με το ένα χέρι στο χέρι τ’ άλλου και τ’ άλλα σας χέρια μαζί ή το καθένα χώρια να αγγίζουν το σημαδάκι, να ψηλαφούν τα σημεία που ακόμη είναι άγρια στο χέρι, για να θυμάστε τι ώθησε εκεί, πως έσπασε. Μα τελικά οι άνθρωποι δε μένουν. Πιστεύουν πάντα πως αυτό που έσπασε δεν κολλά, προτιμούν το καθαρό, το μη χαλασμένο, θέλουν κάτι που να μη ζορίζει κι όχι εκείνο που στάθηκαν μάρτυρες πως είναι δύσκολο.


    Έχω πει πολλά αντίο για να με τρομάζουν, όσο κι αν πονούν, δε με θυσιάζω πια, σε κυνήγια του ανέφικτου. Όταν η εγκεφαλική επικοινωνία παύει, σαν γίνει εξαναγκασμός που συναντάει θόλους – φίλτρα, όχι δε μου κάνει. Είναι το σημείο που δεν έχει μάζα και χωρίς διαστάσεις, ούτε το σημείο υπάρχει, απλώς έχω κατά νου που περίπου βρισκόταν. Δεν ξεμάκρυνε. Πέθανε, εξαϋλώθηκε. Αντίο λοιπόν.


    Κάθισα στην αυλή μου κάτω απ’ τη μαρκίζα να καπνίσω ένα τσιγάρο. Μόλις είχε σταματήσει η βροχή. Το τσιμέντο γυάλιζε απ’ τα νερά, σχηματίζοντας μικρές λακκούβες γεμάτες, τα φώτα του αυτοκινήτου έλαμπαν, σταγόνες έπεφταν στο έδαφος. Κάποιο πουλί ακούστηκε γλυκά, θαρρώ ήταν κουκουβάγια. Κι όμως το σκέφτομαι και με ξενίζει σα σκέψη να λέω την κουκουβάγια, πουλί. Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε; Γιατί έχουμε αυτή την ιδέα πως κάποια πράγματα, κάποιοι άνθρωποι, ζώα δεν είναι αυτό που είναι, μα είναι κάτι άλλο; Τι φταίει; Και φταίει κανένας ή είναι για καλό; Είπα ΄΄τι είναι βρε΄΄; Ήθελα έστω το πουλί να μου μιλήσει, ίσως η φωνή μου, η ανάγκη μου να το μάγευε. Αν θα ‘ρχοταν πιστεύω θα το χάϊδευα, μα ίσως και να τρόμαζα, ίσως κι εκείνο να τρόμαζε από μια άγαρμπη μου κίνηση. Θα έφευγε, θα έμενα πάλι μόνος. Δεν ήρθε ποτέ. Μια σκέψη μου ήρθε, μπήκα στο σπίτι, έκλεισα, κλείδωσα, σιγουρεύτηκα πως το γλωσσίδι όντως έπιασε στην κάσα, μερικές φορές κολλάει, ή είναι κάποιος ψυχαναγκασμός μου, ή μια ανάμνηση απ’ άλλα σπίτια και παλιές εποχές.


    Μου αρέσουν οι ώρες που περνώ με τον εαυτό μου μακριά απ’ τους άλλους ανθρώπους. Σε αυτό το χρόνο, έχω την ευκαιρία του αυτοπροσδιορισμού, της αναγνώρισης ευθυνών, της σκέψης, χαίρομαι όμως και μιλώντας μαζί του. Άηχα με χαλαρώνει η απόλυτη ακινησία άκρων και η αφωνία σαν μια αρμονική σύμπραξη που οδηγεί στον εσωτερικό μονόλογο κάποιου συλλογισμού. Άλλοτε, κινούμαι στο χώρο του σπιτιού μου, οδηγώ, περπατώ, διαβάζω, για μια σκέψη, ή μια θύμηση, συνομιλώ μαζί του, απολαμβάνω όχι ναρκισσιστικά, μα όπως θα ‘ταν μ’ ένα φίλο και μια ερωμένη η επικοινωνία έξω από διαστάσεις και ύλη, συγκερασμός, άκρα μέσα σε άκρα, αίμα ανακατεμένο, κεφάλι στο κεφάλι, καρδιά εναλλάξ όπως δυο ασπόνδυλες ουσίες που ανακατεύονται. Είναι ο φίλος, η ερωμένη, ο πατέρας των προσδοκιών, η μάνα που χάθηκε και κάτι περισσότερο.


    Αυτό είναι σαν ένα κουτί σπίρτα. Κανένας δε θέλει να το κλέψει κι ωστόσο θα το κάνει, μόλις χρειαστεί απεγνωσμένα μια φωτιά. Δεν είναι ασήμαντο ένα κουτί σπίρτα, μπορεί να είναι όμως άχρηστο, αχρείαστο, αδιάφορο, μη σχετικό. Γίνομαι ζηλόφθονος απέναντι στην απουσία του, θυμώνω σαν σιωπά, ταράζομαι που δέχεται στωικά το χέρι που του δείχνει την έξοδο, η αποδοχή αυτή είναι σοκαριστική, κυρίως γιατί σχεδόν πάντα φαίνεται πως οδηγεί στην απουσία παρατήρησης, που δεν είναι καθόλου αυτό, μα μια σιωπή και απραξία, ένα κλείδωμα με μάγια, αλλιώς δεν εξηγείται ο υπερβολικός κόπος και οι απέλπιδες προσπάθειες κάθε φορά για να βρω τα σημεία ουσίας στη μια ή την άλλη κατάσταση.


    Τη θέλω την αυτάρκεια μου, την έχω ανάγκη. Η μοναχικότητα που με περιβάλλει είναι επιλογή μου, όσο δεν υπήρξε ποτέ ο εξοστρακισμός που κατά καιρούς οδηγούσε στη μοναξιά. Η λέξη αξιοπρέπεια πλανάται ολούθε, ωστόσο πρόκειται για μονοσήμαντη, ίσως και ασήμαντη δικαιολογία, όπως μια φράση κοινή που επαναλαμβάνουμε συνήθως, αδυνατώντας να δώσουμε εξηγήσεις. Το κάνω γιατί είναι απαραίτητο. Το να χωρίζομαι στα δύο, ανάμεσα στους ανθρώπους, μαζί τους και έξω απ’ αυτούς είναι η ελάχιστη αρμονία που επιβάλλουν οι ρηχές σχέσεις, εκείνες που στόχο έχουν να κρατήσουν τιθασευμένη τη σιωπή όσων δε μάθανε πως η σιωπή μέσα τους θέλει κλειδί. Έτσι γίνεται μουσική, λόγος, κουβέντα. Τότε δημιουργεί την προσδοκία του συλλογισμού, τη διασκέδαση της συνομιλίας εκείνης που βλέπουμε σπανίως πια, ανάμεσα σε ανθρώπους που μια αύρα γύρω τους δείχνει την άλαλη επικοινωνία, μα άφθαρτη είναι μόνον η σχέση με τον εαυτό.


    Μου είναι αδύνατη η αποδοχή πως θα ζω ανάμεσα στους άλλους συνεχώς, συζητώντας για ανούσια πράγματα, μαζί τους και έξω απ’ αυτούς μα όχι επειδή είμαι μ’ εμένα, αλλά χαμένος σε κόσμους ηλεκτρονικούς, το διαδίκτυο που από εργαλείο έγινε οντότητα, καθρεφτίσαμε σ’ αυτό τον εαυτό μας, μα έναν εαυτό παντοδύναμο, θεϊκό που απαντά πάντοτε με τον τρόπο που θα το ‘κανε ένας θεός, δίνοντας μιαν απάντηση άλλοτε σχετική κι άλλοτε διαφορετική, η οποία οδηγεί σε ερμηνείες, συνταυτίσεις, αναλογίες. Όταν στόχος πίσω και μέσα σε όλα αυτά είναι η μοναδιαία απομόνωση, ο εγκλωβισμός με την απόλυτη σιγή και φραγή του εαυτού. Ένα μήνυμα τα πρώτα χρόνια σήμαινε σκέψη, συναίσθημα, ένα ανάλογο του μπιλιέτου. Ύστερα, ήρθε να το συμπληρώσει η ηλεκτρονική αλληλογραφία, δεν του αποστέρησε κάτι, μα ούτε κι από ‘μας, όπως δεν έκαναν κι όλοι αυτοί οι χώροι που δημιουργήθηκαν για να συνασπίσουν ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα, η δίψα για επικοινωνία με το μόνο μέσο που διέθεταν, τον εαυτό τους, που δεν του αρέσουν τα φώτα, οι δυνατές μουσικές, οι ανούσιες κουβέντες, αλλά πάλι η εποχή δεν ήταν κατάλληλη για μεμονωμένα σεπαρέ, μικρές παρέες, εκείνες στις οποίες είναι απαραίτητο η συζήτηση ν’ αρχινά και να καταλήγει, η γνώμη όλων, όρος.


    Και μέσα σε όλα, παράλληλα με όλα, με μια θέληση τόσο δυνατή που δεν κλονίζεται, η απόλυτη, αγέρωχα απενοχοποιημένη μέσα μας κι ας τη ντύνουμε με δικαιολογίες ανάγκη για έρωτα, εκείνο το δαιμονοποιημένο τερατάκι που δημιουργεί σύστημα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ή και παραπάνω, γιατί ο έρωτας δεν έχει ταυτότητα, μπορεί να είναι για ένα φίλο, ή μια γυναίκα. Έρωτας είναι η με πάθος συντροφιά, η με ανάγκη αναζήτηση, η ουσιαστική επικοινωνία που κάνει ακαταλαβίστικα τ’ ασήμαντα και προάγει την ουσία, με και πολύ περισσότερο χωρίς λέξεις. Μα αυτό το ‘’χωρίς λέξεις’’ οδηγούσε πάντα στη δαιμονοποίηση. Οι συγγραφείς έγραφαν παλιά πως η θωριά, η ομορφιά ήταν εκείνη που οδηγούσε στην εξιδανίκευση. Όμως όχι, προϋπήρξε ένας Αριστοτέλης που είπε έϊ κοιτάξτε, η ψυχή είναι η αρχή, εκείνη που καθορίζει πως αν εγώ ντυθώ το κουφάρι ενός άλλου σε μερικές ημέρες θα μοιάζει με ‘μενα κι όχι με τον προηγούμενο εαυτό του. Απ’ εκεί ξεκινάει κι η άλαλη επικοινωνία που τόσο πολύ απορρίπτεται ως στοιχείο της εξωτερικής εμφάνισης. Αν εμείς δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, ο εαυτός αναγνωρίζει τον όμοιο του σ’ έναν άλλο άνθρωπο, πολύ πριν από ‘μας, ακόμη κι όταν εμείς δεν το καταφέρνουμε ποτέ.


    Αργότερα, οι άνθρωποι μαγεύτηκαν απ’ το πόσο κοντά ήταν ο κόσμος όλος μέσα από μια εικόνα κι η επικοινωνία έγινε λέξη.


    Κάθε βράδυ χανόμουν στις σκέψεις, στο ποτό μου. Επέτρεπα μόνο αυτή τη μικρή θυσία, την αποχή απ’ οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ το να κοιτάω το δέντρο ώσπου να σκοτεινιάσει. Κι έρχονταν και παρέρχονταν οι Τετάρτες. Πάντοτε την έβρισκα εκεί, πάντοτε είχε ήδη ψωνίσει. Με φιλούσε μ’ αυτό τον τρόπο της, όχι γλυκό, όχι ερωτικό, όχι φιλικό μα γεμάτο νοιάξιμο, μας μαγείρευα, έπλενε τα πιάτα, έφευγε. Οι βδομάδες διαδέχονταν η μια την άλλη, ώσπου χρειάστηκε να φύγω για ταξίδι στην Πάτρα. Ετοίμασα τη μηχανή, έβαλα την τριπλέτα πάνω, την ίδια που δεν εγκαινιάσαμε ποτέ με τη Στεφανία σε κάποιο ταξίδι, η Βούλα ήρθε εκείνο το πρωί ως έξω. Με φίλησε με γλώσσα. Το φιλί της και πάλι δεν ήταν ερωτικό, είχε όμως κάτι απαιτητικό, έλεγε ‘’γύρνα στην υπόσχεση μας’’. Ένιωσα τη δύναμη στο γκριπ να με τραβάει. Σταμάτησα μόνο στο Καζινό για ένα καφέ, πάντα παρέκαμπτα κι έμπαινα στην παλιά εθνική για ένα καφέ στον Ισθμό.


    Οι μέρες περνούσαν με δουλειά. Μια βδομάδα, δυο βδομάδες. Μου είπαν πως με χρειάζονται παραπάνω, χάρηκα, δεν υπήρχε τίποτα μέσα μου, τίποτα να με κρατάει κάπου, το ποτό μου κάθε βράδυ φίλος αγαπημένος, κάποια βιβλία πάντοτε μαζί μου. Είχα περπατήσει πολύ εκείνο το βράδυ, με ζάλισε το ποτό, έφτασα σε ένα περίπτερο περιτριγυρισμένο από θάμνους και μετροσιδήρους, λίγα μέτρα μετά τη Μαρίνα της Πάτρας. Βρήκα εκεί μια κοπέλα, πρέπει να ήταν στην ηλικία μου περίπου, ίσως λίγο μεγαλύτερη. Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε εξυπνάδα και σκληρότητα, τα λεπτά χείλη της ήταν σφιγμένα πεισματικά, τα μάτια της δεν έβλεπαν πουθενά, ήταν κουλουριασμένη στο παγκάκι, απέπνεε δύναμη κι ερωτισμό. Δε μιλήσαμε, κάθισα μόνο δίπλα της. Τα επόμενα βράδια την συναντούσα πάντοτε εκεί. Το τελευταίο βράδυ με ακολούθησε στο ξενοδοχείο που έμενα. Σα να είχαμε συνεννοηθεί χωρίς να έχουμε ανταλλάξει ποτέ λέξη, γδύθηκε εντελώς και ξάπλωσε δίπλα μου. Κοιμηθήκαμε δίχως να αγκαλιαστούμε. Το πρωί, έλειπε.


    Θα έφευγα σε λίγες ώρες. Το τρέναρα όσο μπορούσα. Ήπια πολλούς καφέδες, χάζεψα, πήγα βόλτα στα Ψηλαλώνια, έφαγα ελαφριά σε ένα σαντουιτσάδικο που είχε μια παχουλή κοπέλα με αντρική συμπεριφορά και στις 11 παρά τη συνηθισμένη μας ώρα, έφτασα στο περίπτερο με τη μηχανή φορτωμένη.


    Ήταν εκεί!


    Ήταν όρθια. Με κοίταζε. Πρώτη φορά έβλεπα καλά όλο της το σώμα. Θα μπορούσα να την πω κανονική με όμορφα χερούλια, ερωτεύσιμα όσο κι η ίδια. Δεν πρέπει να φορούσε σουτιέν και το χακί μπουφάν της ταίριαζε υπέροχα. Ήταν λίγο κοντύτερη μου. Την πλησίασα. Τα χέρια της με έπιασα απ’ το γιακά και καθάριζαν αόρατες σκόνες απ’ το μπουφάν μου. Δε φιληθήκαμε, κοιταζόμασταν. Χαμογέλασα. Δε χαμογέλασε. Δε μίλησα. Δε μίλησε. Κίνησα να φύγω, καβάλησα τη μηχανή. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, με κοίταζε. Φόρεσα τα γάντια και έβαλα τα χέρια μου στα γκριπ, το χέρι της έπεσε απαλό στον ώμο μου, πρώτη της φορά με άγγιζε, κατέβασα το υποπόδιο, λέξεις δεν υπήρξαν, καβάλησε. Φύγαμε.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Φτάσαμε στον Πειραιά στις 4. Από τον κόμβο της Κορίνθου είχε οδηγήσει εκείνη. Ακόμα λόγια από μέρους της δεν είχαν ειπωθεί. Εγώ είχα προσπαθήσει να μιλήσω και απάντηση δεν πήρα, η αλήθεια όμως είναι ότι ένιωθα κάθε φορά που μιλούσα πως έκανα κάτι κακό, όχι ακριβώς λάθος, αλλά σίγουρα παράφωνο. Μου φαίνονταν αφύσικες σε αυτή την κατάσταση – ναι κατάσταση, πως αλλιώς να την έλεγα - οι ομιλίες. Από το λιμάνι ξαναπήρα εγώ τα τιμόνια και πάρκαρα μαλακά έξω απ’ το σπίτι. Ξεκούμπωσα τις μπαγκαζιέρες, εκείνη πήρε την κεντρική και μπήκαμε μες στο σπίτι.


    Την άφησα στο σαλόνι και πήγα μέσα στην κουζίνα. Δεν ήξερα τι να κάνω, καφέ, ή κάποιο αφέψημα και ύπνο, δεν ήξερα ούτε εκείνη τι έκανε κέφι. Ξαναγύρισα μέσα και την κοίταζα. Είχε βγάλει το μπουφάν, από κάτω φορούσε ένα ριγέ πουκάμισο έξω απ’ το παντελόνι. Είχε σηκώσει τα μανίκια της και διάβαζε τους τίτλους των βιβλίων. Μουρμούριζε κάποιο ήχο, δεν είχε σκοπό, ήταν μάλλον αφηρημένη μελωδία, από ‘κεινες που μόλις βρίσκουν κάποιο σκοπό, μια άλλη νότα τις τραβάει σε άλλη κατεύθυνση και δεν οδηγούνται, δεν καταλήγουν, δεν κορυφώνουν ποτέ. Ήμουν αμήχανος. Πώς να της πω χωρίς λόγια. Ίσως να με κατάλαβε, ή απλά να γύρισε απ’ την άλλη. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά μου, στην αρχή ημίκλειστα, αφηρημένα και το επόμενο λεπτό διάπλατα και κεφάτα στύλωσαν μέσα στα δικά μου, δε με άφηναν.


    Μου φάνηκε πως το βρήκα. Πήγα κοντά της, έδειξα με την έκφραση μου πως θέλω να της μιλήσω κι αμέσως μαζεύτηκε, κοκάλωσα, δεν ήξερα και τότε το σκέφτηκα. Χαμογέλασα, την έπιασα απ’ το μανίκι σα χαζό, ή σα ζωάκι πολύ απαλά και την τράβηξα προς το μέρος μου. Ξανάσανε, γύρισα προς την άλλη και την έσυρα μαζί μου στην κουζίνα. Στάθηκε πλάϊ στο τραπέζι. Έβγαλα απ’ το ντουλάπι το γαλλικό, τον εσπρέσσο, το χαμομήλι κι απ’ το ψυγείο το γάλα, την κόκα κόλα. Της τα δειξα. Ήρθε μπροστά μου, χαμογέλασε και γονάτισε ελαφρά σα να υποκλίνεται, έμοιαζε τόσο εξωφρενικό. Με έσπρωξε απαλά στην καρέκλα. Έβαλε νερό στο βραστήρα, έβγαλε δυο κούπες απ’ το ντουλάπι και μόλις το νερό έβρασε, γέμισε σχεδόν ως απάνω κι έβαλε ένα φακελάκι χαμομήλι στο καθένα. Στο δικό της έβαλε πολύ ζάχαρη, αντί να φέρει το δικό μου, έβαλε ζάχαρη στο κουταλάκι και το κράτησε πάνω απ’ το φλιτζάνι. Χαμογέλασε, έριξε. Κι άλλο κουταλάκι. Χαμογέλασα. Έριξε. Κι άλλο κουταλάκι, κατέβασα το κεφάλι. Μου έφερε το φλιτζάνι. Έφερε την καρέκλα της κοντύτερα στη δική μου. Πίναμε, τα γόνατα μας ακουμπούσαν και κοιταζόμασταν συνέχεια.


    Ήρθε μαζί μου στο δωμάτιο, γδύθηκα σα να ήμουν με τον εαυτό μου. Γδύθηκε χωρίς ντροπές. Πήρα πετσέτες απ’ τη ντουλάπα και την κοίταξα. Μαζί πήγαμε στο μπάνιο. Κατούρησα ενώ με κοίταζε, τράβηξα το καζανάκι και μόλις το νερό σταμάτησε να τρέχει, έκατσε στη λεκάνη, στιγμιαία έκλεισε τα μάτια και μετά ακούστηκε δυνατή ροή. Σκούπισε το μουνάκι της και τράβηξε το καζανάκι. Άνοιξα το νερό, σχεδόν αμέσως ζεστάθηκε. Με το χέρι μου έσπρωξα πίσω την κουρτίνα, μπήκε πρώτη. Θαύμασα τον ωραίο της κώλο. Είχε αυτό το κρεμ χρώμα της υγείας, όχι πολύ στρογγυλός, ούτε φουσκωτός, ούτε μεγάλος, ούτε μικρός, μα ταιριαστός πάνω της, ταιριαστός και με την κίνηση της. Μπήκα πίσω της. Ήδη έβρεχε τα πόδια της. Μόλις μπήκα πρώτα πέρασε το ζεστό νερό από πάνω μου κι ύστερα απ’ τον εαυτό της. Μου άρεσε που σαν εμένα προτιμούσε να απλουστεύει το πράγμα: με το σαμπουάν λουζόταν κι ένιβε το σώμα της. Μου άρεσε και να την κοιτάω, πρώτα έκανε πλούσιο αφρό στα μαλλιά της, τον άπλωσε στα αυτιά, στο λαιμό, στα στήθη της, στο μουνάκι της μέσα έξω, στα κωλομέρια της, στην τρύπα της, έσκυψε και συνέχισε να νίβει τα πόδια της, έκανα ένα βήμα μπροστά και καθώς ανασηκωνόταν βρέθηκε μια τρίχα το πρόσωπο της μακριά απ’ τον πούτσο μου που έσταζε νερά. Όταν σήκωσε το βλέμμα, με κοίταζε με θυμό. Μαζεύτηκα και κατέβασα τα μάτια. Ξεπλύθηκε και πήγε να βγει απ’ το μπάνιο εκνευρισμένη. Την έπιασα απαλά, έδειξα με τα μάτια πως λυπάμαι, ήθελα να πω χίλιες λέξεις πως δεν είμαι τόσο ηλίθιος και την ίδια στιγμή το σώμα μου με διέψευδε, η στύση μου δεν κρυβόταν. Γύρισε προς το μέρος μου. Με κοίταξε επιτιμητικά και βγήκε απ’ το μπάνιο. Ό,τι ήταν να γίνει ας γινόταν. Πλύθηκα καλά και μετά βγήκα. Το σπίτι ήταν ολοσκότεινο, όμως στο κρεβάτι μου τη βρήκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα να κοιτάει κατάματα την πόρτα. Σκουπίστηκα καλά και ξάπλωσα δίπλα της γυμνός, γυμνή ήταν κι εκείνη.


    Σηκώθηκα στις 10 κι αποφάσισα έστω για ένα δίωρο να περάσω απ’ το γραφείο και να σταματήσω στην Καλλιθέα ν’ αφήσω τη μηχανή στο συνεργείο γιατί έκανε κάποιο ήχο. Ντύθηκα κι ήταν ακόμα ξαπλωμένη. Έφτιαξα γαλλικό στην καφετιέρα παραπάνω και τον άφησα. Όσο έπινα τον καφέ μου ντύθηκε κι ήρθε στην κουζίνα. Έβαλε καφέ και ξανά τράβηξε την καρέκλα και καθίσαμε με τα γόνατα μας ενωμένα. Με κοίταζε με βλέμμα παιδικό. Πριν φύγω, μου ήρθε μια ιδέα. Την πήρα απ’ το μανίκι και την πήγα στο παράθυρο, έδειξα τον πλάτανο στην αυλή και χαμογέλασα. Μου βγήκε πραγματικό το χαμόγελο μου. Κοίταξε το δέντρο, αλλά δεν έδειξε κάτι. Όταν βγήκα μ’ ακολούθησε. Καβάλησα κι ήρθε πάλι όπως το προηγούμενο βράδυ μπροστά μου και με κοίταξε. Της έβαλα στο χέρι τα κλειδιά του σπιτιού και πήγα να μιλήσω. Δε μ’ άφησε, δεν πήρε ούτε τα κλειδιά μου. Έφυγε με τα πόδια. Τελευταία φορά που την είδα έστριβε στη Θεάτρου.


    Η σκέψη μου ήταν μαζί της και μάλλον όχι μόνο η σκέψη. Οι συνάδελφοι τρόμαξαν να μου πάρουν μερικές λέξεις. Τη στιγμή που μίλησα ήταν σα να μπήκα ξανά στον κόσμο των άλλων, τα λεπτά πριν υπήρχαν οι ήχοι, η σημασία τους όμως δεν καταγραφόταν. Αμέσως μαζί με τον ήχο, τα χρώματα ξαναπέκτησαν τον κουρασμένο τόνο τους, το βάρος της βαβούρας και της αταξίας έπεσε παντού. Έμεινα στη δουλειά όλη την ημέρα και ήρθαν να πάρουν τη μηχανή απ’ τη δουλειά. Με γύρισε ένας συνάδελφος και κανονίσαμε να έρθει να με πάρει το επόμενο πρωί.


    Στις 6.15 μου χτύπησε την πόρτα. Κρατούσε δυο σακούλες μια απ’ το Χαραλά κι η άλλη από ένα μαγαζί ρούχων. Μέσα στη δεύτερη είχε κι ένα μικρό σακουλάκι δώρου. Μου το έδωσε στα χέρια. Ήταν ένα μποξεράκι. Πρέπει να είχε κοιτάξει το μέγεθος στο δικό μου, ήταν στο νούμερο μου. Μαύρο με κόκκινο τελείωμα στο ένα πόδι και πράσινο στο άλλο. Πρέπει να ήταν ολοβάμβακο και γύρω απ’ τα κουμπάκια είχε ένα πιο σκληρό ύφασμα κόκκινο και κουμπιά πράσινα.


    Δεν την περίμενα αυτή τη χειρονομία. Μπήκε η γάτα στη ζωή μου χωρίς να το περιμένω. Δεν τη ζήτησα κι όμως της άνοιξα την πόρτα να μπει σπίτι μου και κάθε λεπτό ένιωθα πως εγώ φιλοξενούμαι. Οι ώρες που γύριζα σπίτι μου, έγιναν κάτι το διάφορο. Ήταν και πάλι ώρες τις σιωπές, όχι όμως χαμένες σε ατέρμονο αυτομαστίγωμα και αναζήτηση της όποιας αιτίας, ήταν μια διαρκής επικοινωνία, απουσίαζαν όμως οι λέξεις. Όχι η τρυφερότητα, όχι η ανθρωπιά, ούτε η απλοχεριά. Άνοιξα τηλεόραση μόνο και μόνο γιατί στο μοναδικό καναπέ κουλουριαζόταν πάνω μου. Δεν είχαμε τίποτα άλλο πέρα από αδιάλειπτη εγγύτητα. Σταμάτησα να ντρέπομαι την αγκαλιά, το χουχούλιασμα, το άγγιγμα. Δεν είχαν φύλο, δεν είχαν πρόθεση, είχαν … ομορφιά, λεπτότητα.


    Κάθε λεπτό είχα μαζί μου ένα ζωάκι που μπορούσα να του μιλώ με τα χέρια, με τα μάτια, διαβάζαμε μαζί ξαπλωμένοι στο παχύ χαλί. Εκείνη είχε δίπλα της ένα μπλοκάκι. Την πρώτη φορά μου έκανε εντύπωση, όταν με άγγιξε απαλά στον ώμο και μου ‘δωσε να διαβάσω κάποια αποσπάσματα που είχε γράψει. Σα να μου τα διάβαζε, χωρίς όμως ποτέ να ακούω τη φωνή της. Εκείνη την πρώτη φορά ένιωσα δέος, γι’ αυτό το κορίτσι που μηχανευόταν κάθε τρόπο να μιλάμε χωρίς να μιλάμε. Της απάντησα στο χαρτί, μου ανταπάντησε. Κάθε μέρα όταν δε με πρόσεχε έμενα και την κοίταζα, το σκυμμένο της κεφάλι, την πλάτη της όταν διάβαζε ξαπλωμένη μπρούμυτα χτυπώντας άηχα τις μύτες των ποδιών της στο πάτωμα, μυρίζοντας τα μαλλιά της όταν βλέπαμε ταινία. Ήταν συνεχώς εκεί. Υπήρχε μια απουσία, αλλά αυτή δεν ήταν η ομιλία, αυτή ήταν εντελώς ασήμαντη. Υπήρχε η απουσία της σιωπής, διαρκώς επικοινωνούσαμε με ένα τρόπο που ποτέ δεν είχα σκεφτεί, που δε μπορούσα να του ξεφύγω και που κάποιες στιγμές φαινόταν ασφυκτικός κι όμως το λεπτό που αποφάσιζα πως θέλω να διακόψω ήταν σα να έμπαινε ένας βρόγχος στο λαιμό μου και να με πίεζε να δω τη ζωή με ήχο χωρίς ουσία. Ήθελα όμως τόσο πολύ να κάνω έρωτα μ’ αυτή τη γυναίκα, αλλά δεν ήξερα γιατί.


    Δεν έβρισκα το κίνητρο για να χαλάσω αυτό που είχαμε, να το περιπλέξω και το τέρας μέσα μου είχε κοιμηθεί. Μόνο κάποιες στιγμές μια τυχαία κίνηση άγαρμπη, ένας ήχος οξύς, μια θύμηση άνοιγαν την όρεξη μου για πάλη, γι’ αυτή τη μάχη σε δυο κορμιά που θέλουν να χτυπηθούν, να ξυστούν, να πιεστούν, το ένα να συνθλίψει το άλλο, κάποιος να βγει παραπάνω, άλλος να ανατρέψει, δυο κάνουλες να στάξουν αίμα και δυο ασκούς έτοιμους να το δεχτούν. Την ηδονή του από και του προς, αυτό το είδος πλήρωσης που φέρνει μόνο το ξεγύμνωμα σου και την αμέσως επόμενη στιγμή, η επικράτηση σου. Από και προς. Ο πόνος. Ο ευεργετικότερος απ’ όλους τους θεούς. Ο πόνος ο θετικός, ο αδερφός της θεάς αντιξοότητας, που δε σ’ αφήνεις να σαπίσεις στο συνεχόμενο συνέχεια. Όμως αυτό το έκρυβα, δε μπορούσα να το καταλάβω, δεν το αναγνώριζα πως μπήκε στη ζωή μου, τι ζητούσα ακριβώς.


    Πάντα μου άρεσε να πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ κι απ’ όταν χώρισα περισσότερο. Στην πραγματικότητα να βλέπω όλα αυτά τα καινούργια τρόφιμα, συνδυασμούς που δεν είχα σκεφτεί και κυρίως την ευκαιρία να αδράξω απ’ τη ζωή των άλλων. Εκεί θα δεις το βαριεστημένο σύζυγο να κοιτάει τα τυριά στα ψυγεία ενώ σκέφτεται τον Ολυμπιακό, τις κοπέλες που προσέχουν τη σιλουέτα τους ν’ αγοράζουν φέτες γαλοπούλα, το ζευγαράκι που ψωνίζει με τα χρήματα τσίμα τσίμα αλλά φροντίζει να δουν όλοι το καλογυαλισμένο πόλο με τα φιμέ τζάμια, την κυρία που μπούχτισε από έναν άντρα που δεν την καταλαβαίνει και έπηξε στις υποχρεώσεις των παιδιών και μυστικά αποφασίζει να κάνει διατροφή, να φορέσει ένα άλλο ρούχο πιο μοντέρνο και κορσέ να ρουφήξει την κοιλιά, τους χύμα με το βιαστικό ή το ράθυμο ύφος που αναγνωριζόμαστε και κοιτάμε αλλού, άντρες και γυναίκες. Είναι τόσοι πολλοί άνθρωποι και τόσο μα τόσο ξένοι με τα στερεότυπα στα οποία τους ντύνουμε από μιαν ανάγκη να κατηγοριοποιούμε τους άλλους για να αποτελούν μια παράσταση που ονομάζουμε κόσμο μας, κόσμο που βγάζει νόημα μέσα μας και σε κάποια σημεία πλησιάζει αυτό που κοινά αποκαλούμε πραγματικότητα.


    Η ιδέα μου ξεκίνησε ως μια λαχτάρα να την πάρω μαζί. Ήταν δεν ήταν δυο μέρες που ένα πρωί που είχα μισό ρεπό με πήρε απ’ το χέρι και με πήγε με τα πόδια σε ένα κατάστημα υγιεινής διατροφής που είχε πιάσει δουλειά. Μου το έδειξε. Με χαιρέτησε, μπήκε μέσα, άφησε την τσάντα της, φόρεσε τη μπλούζα της δουλειάς και μου γύρισε ένα κεφάτο χαιρετισμό με τα μάτια. Στον πρωινό ήλιο, υπήρχε κάτι σ’ αυτό το κέφι, μπήκε μέσα μου εκείνο το περίφημο μικρόβιο που πάντα μπαίνει και πάντα ξεκινάει φιλικά ‘’κι αν τη χάσεις’’. Το ίδιο μικρόβιο που μετά πάντοτε αναπτύσσεται σε κάτι κακόηθες, ικανό να ξεριζώνει την ψυχή σου. Κι ωστόσο εκείνη τη στιγμή υπήρχε μια γλύκα που την αγκάλιασα.


    Έτσι λοιπόν την περίμενα έξω απ’ τη δουλειά, καβάλησε στη μηχανή και πήγαμε στο μικρό ΑΒ στην Καστέλα. Η ιδέα μου – η λαχτάρα μου, ήταν αυτή τη φορά να είμαστε εμείς εκείνο το ζευγαράκι που κινείται ανάμεσα στους βράχους των σούπερ μάρκετ και ανανεώνει τα πάντα γύρω τους, τα ζευγάρια που ζηλεύεις, τον κώδικα τους που λίγο θολά καταφέρνεις να δεις. Μα μετά μια άλλη σκέψη με μονοπώλησε, να τη φέρω μπροστά στα ψυγεία να ζητήσει κρέας, να την ακούω να μιλάει. Τι κακή σκέψη. Την πρώτη φορά με απώθησε για να μείνει μόνη, αλλά δε μου έφτασε, ξαναγύρισα, πρόφτασα να την ακούσω και τότε γύρισε και με κοίταξε και το βλέμμα της είχε χάσει κάθε ανθρώπινη συγγένεια, η εγγύτητα που απέρρεε έφθινε και χανόταν. Δεν πρόκαμα να δω περισσότερα, γύρισε και βγήκε ασταμάτητη απ’ το σούπερ μάρκετ. Τη σταμάτησα και τη γύρισα στο μέρος μου.


    - Σε παρακαλώ

    - …

    - Είμαι ανόητος… συγνώμη

    - …

    - Ήθελα μόνο να σ’ ακούσω να μιλάς

    - …

    - Γιατί ποτέ δε μου μιλάς;


    Τη φωνή της την άκουσα αλλά δε τη συγκράτησα, δεν είχε τίποτα το αγαπημένο, είχαν όλα χαθεί, έμεινε μόνο η απόρριψη


    - Ήθελα να ζήσουμε. Χάλασαν όλα… άσε με



    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Όπως σήκωσα το κεφάλι μου απ’ το πάτωμα με κόπο, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν τα τεράστια ρουθούνια του, μέσα στην παραζάλη, με το κεφάλι μου να δέχεται σφυριές αυτά ξεχώριζαν. Έβλεπα μέσα τους το κοκκινόμαυρό χρώμα. Κατέληγαν σε μια μακρόστενη μύτη. Παραπάνω τα μάτια του ήταν ολοστρόγγυλα, καφετιά με βλέμμα γεμάτο περιέργεια και κάτι σαν καλοσύνη. Δύσκολα μπορούσα να εστιάσω εκείνη τη στιγμή και καθώς το κεφάλι μου έπεφτε πάλι μπροστά να συναντήσει τα διπλωμένα χέρια μου, στο λιγοστό χρόνο, πρόσεξα το τριμμένο του πράσινο της ελπίδας, πουκάμισο ξέχειλο στο θώρακα και τσιτωμένο σε μια ολοστρόγγυλη κοιλιά. Τα πόδια του ήταν λεπτά σαν ξυλαράκια στο καφετί σκονισμένο παντελόνι και τα μπατζάκια του χωμένα σε σπορτέξ μποτάκια πενταβρώμικα.


    Πως είχα βρεθεί σ’ αυτή την κατάσταση… προσπαθούσα να θυμηθώ τι είχε συμβεί. Θυμόμουν πως εκείνη –δεν ήξερα ούτε το όνομα της- με παράτησε έξω απ’ το σούπερ μάρκετ κι εγώ έμεινα άλαλος, ένιωθα ντροπή, θυμό για τον εαυτό μου, χωρίς να καταλαβαίνω γύρισα στο κατάστημα, πλήρωσα ότι είχαμε στο καλάθι, πήγα με το ασανσέρ στο υπόγειο πάρκινγκ, καβάλησα τη μηχανή και βγαίνοντας στο δρόμο πέταξα τα ψώνια, τι να τα έκανα, τι νόημα είχαν;


    Δε σκεφτόμουν και δεν ήθελα ούτε να μπω στη διαδικασία να το κάνω. Δεν ήθελα τις εικασίες μου, δεν ήθελα την οργή μου, δεν ήθελα να καταλήξω να πω πως είναι καλύτερα γιατί όχι δεν ήταν καλύτερα, ήταν σκατά. Έμαθα αυτό το λίγο καιρό να είμαι σε αυτή την αχόρταγη επικοινωνία της σιωπής και τώρα δεν άντεχα τη βαβούρα του εαυτού μου. Στο καινούργιο σπίτι πρώτη φορά που άνοιγα το παλιό μου στερεοφωνικό. Τα συγκροτήματα της καρδιάς μου δεν κατάφερναν να με ηρεμήσουν, δε μπορούσα να σταθώ σε ένα σημείο. Μετά από ένα ουίσκι αργά το απόγευμα, τη στιγμή που τελείωνε το September sun βγήκα απ’ το σπίτι. Ήξερα πως δεν ήμουν σε φάση να οδηγήσω, είχα πιει και ήθελα να πιω.


    Κατέληξα σε ένα παμπ στην περιοχή του παλιού σινεάκ και των γραφείων του Ολυμπιακού. Δε με ενοχλούσε κανένας, τα ποτά ήταν φτηνά, καθαρά και εγώ τρωγόμουν για καβγά, ήθελα με κάποιον να γρατσουνιστώ για να μη το κάνω στον εαυτό μου, να μεταθέσω τις ευθύνες μου, να προβάλω αυτό που δεν ήθελα να δω στον εαυτό μου κι αφού δε μπορούσα να αγαπήσω έστω και στιγμιαία, μπορούσα ίσως να μισήσω, έστω και στιγμιαία κάποιον άλλο που ανέπνεε όπως κι εγώ. Μα και το πιο φιλήσυχο μέρος, πόσο μάλιστα ένα μπαρ με κακό φωτισμό, λίγο κόσμο, την εποχή της κρίσης κοντά στο Πασαλιμάνι, μπορεί να γίνει πολύ απειλητικό μέρος για ένα βλάκα που γυρεύει να τις φάει. Δε θυμάμαι τι ακριβώς συνέβη, πάντως είπα τη γκόμενα κάποιου φτωχοπλάκωτο. Τρεις με κλώτσαγαν ενώ ήμουν στη γη.


    Η επόμενη εικόνα ήταν τα ρουθούνια αυτού του ανεκδιήγητου πλάσματος. Όπως τον κοίταγα, μίλησε με μια φωνή που θύμιζε κασετόφωνο που μασάει την κασέτα, αργή σε χρόνο όχι φυσιολογικό, μπερδεμένη αλλά όχι άστοχη και που σημαίνει κάτι γιατί αναγνωρίζεις τις λέξεις που έχεις ξανακούσει στα τραγούδια. Στην περίπτωση μου χρειάστηκε να το επαναλάβει πολλές φορές. Έλεγε πως θα με πάει σπίτι. Όπως βγήκαμε στο δρόμο κοντά στην παλιά γαλλική ακαδημία και το αείμνηστο καφέ Μυροβόλος, μπερδεύτηκα κι αντί να του δείξω το δρόμο της πασαρέλας για να κόψουμε απ’ τα στενά για το Βεάκειο, έδειξα προς την αντίθετη πλευρά. Μόνο κοντά στα Ιμαλάϊα κατάλαβα τη γκάφα μου. Και δεν ήταν καν ανοιχτά. Θα πέθαινα εκείνη τη στιγμή για το χοτ ντογκ τους. Ξαναπήραμε το δρόμο αντίθετα. Το χέρι του με κράταγε απ’ το λαιμό, ουσιαστικά κράταγα το βάρος μου στη χερούκλα του και παράλληλα ακουμπούσα πάνω του γιατί τα πλευρά μου ήταν διαλυμένα. Καθώς προχωρούσαμε στο δρόμο θυμήθηκα την εποχή που νέοι φεύγαμε τέτοιες ώρες για να πάμε στην Καλτ που ήταν λίγο παρακάτω κι όπου στη θέση της ακόμα παλιότερα υπήρχε το μοναδικό στεγασμένο μίνι λούνα παρκ. Με είχε φέρει μια φορά η γιαγιά μου μετά το Σταρ Γουόρς.


    Δεν ήξερα πως ήρθαν όλες αυτές οι σκέψεις. Συνέχιζα όμως να τις πιπιλώ, ήταν ωραίες καραμέλες, σαν τις βουτύρου και τις τσάρλεστον. Φτάσαμε στο σπίτι και είπα στο Σωτήρη, όπως λέγανε το πλάσμα μου, αν θέλει να ‘ρθει μέσα για να πάρω την αφάνταστη απάντηση πως είναι ετεροφυλόφιλος. Με τα πολλά κατάφερα να του εξηγήσω πως ήθελα μόνο να τον ευχαριστήσω. Κατάλαβε πάλι λάθος ότι ήθελα να του δώσω χρήματα κι έκανε να φύγει θιγμένος. Φαίνεται είχα χάσει εντελώς την ικανότητα μου να επικοινωνώ με τους άλλους ανθρώπους. Τελικά κατάφερα να τον μπάσω στο χωλ για ένα και μοναδικό ποτήρι νερό. Του έφερα και ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης που είχε μείνει ξεχασμένο απ’ το πρωί. Το πήρε, με καληνύχτισε και έφυγε.


    Ποτέ δεν τα είχα φορτώσει. Η δουλειά ήταν πάντοτε το καταφύγιο μου. Την επόμενη βδομάδα όμως πήρα μια γεύση απ’ την άδεια που δεν έπαιρνα τόσα χρόνια. Την άδεια που μάζευα για το ταξίδι που κάποτε θα κάναμε με τη Στεφανία και δεν κάναμε για να ‘χω μέρες και να μαζεύω χρήματα. Οι συνάδελφοι μου τηλεφώνησαν αρκετές φορές, δεν το πίστευαν πως εγώ ζήταγα άδεια. Ο διευθυντής μου τηλεφώνησε δυο φορές και άφησε να εννοηθεί πως φοβόταν ότι μου είχαν κάνει κάποια αντιπρόταση. Σε κάποιο επίπεδο είχα χαρεί, όλα τα άλλα όμως μέρη του μυαλού και της καρδιάς μου βρίσκονταν σε έναν αργό συναγερμό. Ένιωθα την απειλή, τη στενοχώρια, την αποκαρδίωση και δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, παρά ένα κύκλο που ξεκινούσε το πρωί με καφέ και τραγούδια και τραβούσε ως το βράδυ που άλλαζα τον καφέ με ποτά. Αισθανόμουν χαμένος και μου άρεσε αυτός ο κύκλος, ήταν μια ασφαλής διαδικασία που ήξερα ότι κάποια στιγμή θα μου έκανε κακό.


    Δεν ξαναβγήκα απ’ το σπίτι, μπορούσα να γίνομαι χάλια μόνος μου, δε χρειαζόταν να ενοχλώ άλλους ανθρώπους, ούτε να γίνομαι αυτουργός παρεκκλίσεων για να μπορώ μετά να το παίζω και θύμα. Καλύτερα να ήμουν ο μόνος ηλίθιος που θα κράταγε τη σκανδάλη μπροστά στα μούτρα του. Φοβόμουν να τη σκεφτώ ακόμα και όμως όσο δεν σκεφτόμουν τι σήμαινε για ‘μενα τόσο κοιτούσα τα σημεία που καθόταν, τα βιβλία που διάβαζε, το χαλί εκεί που χτύπαγε τις μύτες των ποδιών της, άκουγα μέσα μου το γουργουρητό στην αγκαλιά μου ενώ βλέπαμε ταινία. Δεν άκουγα λέξεις, δεν υπήρχαν άλλοι ήχοι, υπήρχαν μόνο εικόνες και ήξερα πως υπήρχε τόση επικοινωνία που ήταν αδύνατο να περιγραφεί γιατί ποτέ δεν έγινε υποχείριο των λέξεων και της σημασίας που δίνουμε πρόσκαιρα για να στρογγυλοποιήσουμε μετά.


    Είχα αποφασίσει πως την ερχόμενη εβδομάδα έπρεπε πάλι να μάθω να είμαι άνθρωπος, να μην πιω άλλο, να αρχίσω να τρώω, να πιάσω τα βιβλία μου μπας και καταφέρω προς τα μέσα της εβδομάδας να γυρίσω στη δουλειά. Ήδη πάντως είχα κομμάρες απ’ την αφαγία και γαργαλιόμουν μετά από μια ορισμένη ώρα να βάλω ποτό και μάλιστα όταν έβλεπα πως το μπουκάλι πλησίαζε κάτω από τα τρία τέταρτα αισθανόμουν άγχος να πάρω να έχω. Υπήρχε όμως μέσα μια κοσμιότητα, μια αδυναμία να παραιτηθώ εντελώς απ’ τα δικαιώματα που δεν ήθελα να δίνω κι έτσι κάθε φορά ποτά αγόραζα από διαφορετικό μαγαζί.


    Και όμως μπήκε η Δευτέρα κι εγώ συνέχιζα τον κύκλο μου. Τρίτη βράδυ χτύπησε η εξώπορτα δυνατά και όχι το κουδούνι. Ήδη είχα κάνει κεφάλι και φλέρταρα με την ιδέα να ψάξω να βρω άλλα που είχα ακούσει πως μπορούσαν να σε βοηθήσουν να χαρείς, να σου πάρουν το βάρος γιατί το ποτό δε στο έπαιρνε, τουλάχιστον εμένα με έκανε ευσυγκίνητο και επικίνδυνο για τον εαυτό μου.


    Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη φωνή της και πάλι όμως ήταν τόσο σπάνιο, τόσο περίεργο που μόλις έσβηναν οι λέξεις διέγραφα τον ήχο, στην πραγματικότητα δεν τον ήθελα, δεν ήθελα να ξέρω πως έχει φωνή, μέσα μου ήδη έλεγα πως μου μιλάει όπως μου μίλαγε όσο ήμασταν μαζί, αν μπορούσα να το πω μαζί αυτό που ήμασταν.


    Μπήκε σα σφαίρα μες στο σπίτι κι εγώ είχα μείνει ακόμα κρατώντας τη μισάνοιχτη πόρτα. Μίλαγε, έσβηνα, μίλαγε, έσβηνα. Χρειάστηκε να φτάσω στο σαλόνι, να χαμηλώσω τους Hipocrisy για να την ακούσω και να συνειδητοποιήσω τι μου έλεγε, αλλά και πάλι τα έσβηνα επιτόπου. Μου αρκούσαν τα μάτια της, μου έλεγαν αυτό που ήθελα να δω πως αυτές τις μέρες ήταν διαρκώς απέξω, ανησυχούσε που δεν έβγαινα απ’ το σπίτι, ανησυχούσε που μ’ έβλεπε να διπλαρώνω το δρόμο αργά το απόγευμα για να πάω για ποτά. Μπορεί να μίλησε το στόμα της, ίσως στην πραγματικότητα αυτά να ήταν τα λόγια της κι εγώ να τα κατέγραφα ενώ έσβηνα τον ήχο. Μου αρκούσαν τα μάτια της.


    Πήγα μπροστά της κι ακούμπησα απαλά τις παλάμες μου στα μάγουλα της, σταμάτησε να ανασαίνει και κάρφωσε το βλέμμα της σ’ εμένα, κόλλησα τα χείλια μου στα δικά της, αλλά ήταν η δική της γλώσσα που πίεσε τα χείλια μου, χώθηκε μέσα και πρώτα κουτούλησε στα δόντια μου ψάχνοντας βιαστικά να βρει τη δικιά μου και μόλις τη συνάντησε τη χάϊδευε απαλά, την τραβούσε προς τα πίσω, την έσπρωχνε μπροστά. Ήταν τα δικά της χέρια που με έκλεισαν μέσα τους με δύναμη. Έσφιγγε, έσφιγγε. Έσφιγγε, έσφιγγε. Έλεγα πως δε μπορεί να σφίξει άλλο, αλλά συνέχιζε. Ήθελε να με σπάσει; Ήθελε να χωθώ μέσα της; Ήθελε να περάσουμε ο ένας μέσα στον άλλο; Τόσο σφιχτό αγκάλιασμα ήθελε; Γιατί εγώ το ήθελα!


    Έβγαλα τα χέρια μου απ’ τα μάγουλα της με την πρόθεση να την αγκαλιάσω κι εγώ, να κάνω αυτή την αγκαλιά ακόμα σφιχτότερη, το ήθελα απελπισμένα να της δείξω πόσο ήθελα να περάσω μέσα της και να περάσει μέσα μου. Με κράταγε όμως τόσο σφιχτά, τόσο κοντά που τα χέρια μου κατάφεραν ίσα να φτάσουν ως το λαιμό της και τότε αναστέναξε. Δεν ήμουν σίγουρος αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν σαν μια λάμπα να άναψε μέσα μου, σα να άνοιξε μια πόρτα και βγήκε έξω εκείνος ο νεογνός εαυτός του από και του προς, του έρωτα και του πόνου. Τα χοντρά μου δάχτυλα αγκάλιασαν το λαιμό της και τα υπόλοιπα το σβέρκο της. Αναστέναξε πιο βαθιά, η ανάσα της έγινε κοφτή κι εγώ… Εγώ πίεσα.


    Βγήκε ένας βρυχηθμός από μέσα της, πίεσα πάλι και η αγκαλιά της χαλάρωσε, κρέμασε πάνω μου κι αφέθηκε, την ένιωθα να κορώνει ακουμπισμένη στο στήθος μου, ξαφνικά εγώ φλεγόμουν. Έσφιγγα και ξέσφιγγα μόνο τα δυο χοντρά δάχτυλα κι η ανάσα της έβγαινε λαχανιαστή, ανάμικτη με αναστεναγμούς και η θερμοκρασία ανάμεσα μας μεγάλωνε όλο και περισσότερο και το μέσα μου έγινε αχόρταγα, θέριευε, ήθελε να ξεσκίσει και να ξεσκιστεί μα ακόμα ήθελε εκείνο το αγκάλιασμα το απόλυτα σφιχτό να σου κόβει την ανάσα και σα να είχα αφαιρεθεί δεν κατάλαβα πως τα δικά της δάχτυλα είχαν τυλιχτεί στο δικό μου λαιμό και ακολουθούσαν το ρυθμό μου εναλλάξ. Έσφιγγα, ξέσφιγγε, ξέσφιγγα, έσφιγγε. Δεν ήμουν σίγουρος αν σήμαινε κάτι για ‘μενα η αίσθηση της πίεσης στο λαιμό μου, δεν θα την ήθελα, ή θα την ήθελα εντονότερη. Αυτό που έσπρωξε την καύλα μου σε εκείνο το επίπεδο που δε μπορείς να κάνεις πίσω με τίποτα, εκείνο το σημείο που θέλεις και είναι ακατανίκητο να πάρεις και να δώσεις, δε μπορείς να σταματήσεις διαφορετικά, ήταν η ιδέα αυτή της μάχης, πως πήρε τα όπλα, να αποκαταστήσει την ισορροπία, να βρει τη λέξη εκείνη που θα συνεχίσει και αυτό το διάλογο, να ερεθίσει και να ερεθιστεί, να παλέψει, να ξεσκιστεί και να ξεσκίσει…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που μου συνέβαινε αλλά μέσα μου τη σκεφτόμουν και ζεσταινόμουν κι όμως ήταν αδύνατο να φέρω το πρόσωπο της στο μυαλό μου. Ήταν τα πάντα της απτά μέσα μου κι η ιδέα του προσώπου της αλλά όχι το ίδιο αυτούσιο. Και τώρα την είχα από κάτω μου, ο σβέρκος της ήταν στα χείλια μου, τριχούλες απ’ τα μαλλιά της μπλέκονταν στο στόμα μου, το σαμπουάν της αχνά ερχόταν στο μέρος μου.


    Δάγκωσα απαλά τους ώμους της, άδραξα τα μπράτσα της με τα χέρια μου. Μόλις κατέβασα τις δαγκάνες μου χαμηλότερα στους αγκώνες της, έβλεπα ακόμη τα χνάρια απ’ τα δάχτυλα μου κατακόκκινα παραπάνω. Τινάχτηκε σαν τα δόντια μου γεύτηκαν την πλευρά της, είχε αφεθεί σ’ ένα ήρεμο βογγητό, η ανάσα της ερχόταν πνιχτή απ’ το χαλί. Έπιασα τους γοφούς της, πίεσα, η ανάσα της έγινε πιο κοφτή, έγειρα πλάι της, κατέβασα τα χέρια μου στον κώλο της, φαπ έπεσε το χέρι μου, ανασήκωσε το κωλαράκι της, φαπ, φαπ, φαπ.


    Ανασηκώθηκε, στηρίχτηκε στα γόνατα της και μου τον τούρλωσε, έπεσα ανάσκελα από κάτω της, κατέβηκε πάνω στα χείλια μου, κάψα έβγαινε απ’ το μουνί της, έχωσα τη γλώσσα μου, πηχτά υγρά, ημίγλυκα μπλέκονταν με το σάλιο μου. Έπιασα με δύναμη τα κωλομέρια της και ξανάρχισα, φαπ, φαπ, φαπ. Όσο περνούσε η ώρα, όσο αύξανα τη δύναμη που της χτύπαγα τα κωλομέρια, τόσο πίεζε το μουνί της πάνω στο στόμα μου, το ΄έτριβε … φαπ, φαπ, φαπ, τώρα πια δε μπορούσα σχεδόν ν’ ανασάνω και δε μπορούσα να σταματήσω ν’ ανεβοκατεβάζω το χέρι μου. Τα πηχτά υγρά, το χέρι μου, ο ήχος, η πίεση της πάνω μου είχαν γίνει ένα.


    Δεν ξέρω πως μου ‘ρθαν αυτοί οι στίχοι στο νου, χρόνια είχα να τους ακούσω

    You'll reach the river of desire
    And meekly try and cross it
    While the valley of love
    Keeps avoiding you
    Because it's only an illusion
    Only an illusion

    Upon the hill of high ideals
    You begin to wonder if it's real
    You are reaching sleep's oasis
    You begin to wonder how you feel

    Κι όμως μοιάζαν τόσο ταιριαστοί κι ένιωθα μέσα μου ένα τρέμουλο και μια αδημονία, ανάμικτα με την απογοήτευση πως σε λίγο όλα θα τελείωναν και τι θα ξεκινούσε. Ποτέ μου δεν κατάφερα να αποβάλω αυτή την τρέλα που με έπιανε όταν ήμουν με κάποια που ήθελα πολύ και εκπληρωνόταν η διάθεση, η πρόθεση και ταυτίζονταν με όμορφες στιγμές, να σκέφτομαι το πότε θα φύγει, πόσες ώρες μένουν και να στενοχωριέμαι…


    Ανασηκώθηκα. Ήταν ακόμη ξαπλωμένη μπρούμυτα. Το κεφάλι της μαλακά ακουμπούσε στα πλεγμένα χέρια της, συνέχιζε να κοιτά προς τα κάτω. Ακόμη ντυμένος ήμουν. Την άφησα και πήγα στο στερεοφωνικό. Ήξερα τι ψάχνω, δεν είχε βγει απ’ την κούτα ακόμα κι όμως ήξερα ακριβώς που βρίσκεται. Το CD άνοιξε, πήρε το δισκάκι κι έκλεισε με τον αυτόματο ήχο σαν αεροστόπ πόρτας. Πρώτα έπεσε το It ain ‘t easy…Ήξερα πως ακολουθούσε το Don’t make me happy και μετά το Too old to rock and roll και μετά το The river και έπειτα το Illusion…


    Καθώς γύριζα κοντά πρόσεξα τον κώλο της, ήταν κατακόκκινος, ήταν περισσότερο από κόκκινος. Στάθηκα από πάνω της, γύρισε και με κοίταξε να κοιτάω τον κώλο της, μου έριξε ένα βλέμμα. Έπεσα στα γόνατα. Είχα καυλώσει τρομακτικά απ’ αυτό που της έκανα και τώρα δε μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου απ’ την ανάγκη να της δώσω γλύκα. Έβγαλα τη γλώσσα μου, την έσυρα απ’ τη μέση της στα κωλομέρια της, άρχισα να γλείφω με μανία. Έκαιγαν, τιναζόταν, οι ανάσες της δεν ήταν ανάσες, πιο κοφτές, μικρές – μικρές ανασούλες…


    Κι έπειτα τη δάγκωσα απαλά πάνω απ’ την ουρά, έχωσα τη γλώσσα μου στη σχισμή της, βρήκα τη σούφρα της, η γλώσσα μου μπήκε μέσα και μια οσμή αναδύθηκε από πολύ απαλό αφρόλουτρο και απ’ το βάθος αναδύθηκε το σόλο του Choises, το γύρισμα δυνάμωνε και εκείνη τη στιγμή μέσα μου χαμογελούσα καθώς θυμόμουν το ρεφρέν

    And we all make our choices
    Like a blind man feels his way
    And the choice
    I've made is simple
    Passion over pain


    Το σόλο έπεφτε σε γυρίσματα, τρέμολα, κάπου ακούστηκε ένα ψευδοτάπινγκ κι η γλώσσα μου δε σταματούσε να περιποιείται τα κωλομέρια της, να της γαμά την κωλότρυπα και την ίδια στιγμή την είχα ανασηκώσει ελαφρά, άρπαζα το χέρι της και το ανάγκασα να μ’ ακολουθήσει μέσα στο μουνί της…


    Το δάχτυλο της ανοιγμένο με τη βία απ’ το δικό μου χωνόταν χωρίς διάκριση λεπτότητας στο μουνί της κι εγώ συνέχιζα να της γαμώ τον κώλο με τη γλώσσα μου και πάλι μου ήρθε κατά νου αυτή η θλίψη για το μετά και τι αστείο την ίδια στιγμή έπεφτε το Love her madly…


    Ήταν σαν κούκλα στα χέρια μου, την άφησα πάλι μπρούμυτα, με τα χέρια πλεγμένα και το κεφάλι της ν’ ακουμπά ειρηνικά πάνω τους. Της ζήτησα να μου τον τουρλώσει πάλι. Πρόθυμα…


    Φαπ

    Φαπ

    Φαπ, φαπ, φαπ,

    Φαπ

    Σε κάθε παύση κουνιόταν ανήσυχα, σε κάθε απανωτά έμενε στυλά κυρτώνοντας τη μέση της

    Φαπ

    Φαπ

    Φαπ

    Φαπ

    Φαπ, φαπ, φαπ και σ’ αυτή την τελευταία, ένα σαλιωμένο δάχτυλο χωρίς να λυγίσει καθόλου, χωρίς περιττές ελαφράδες μπήκε στον κώλο της. Βόγκηξε…


    Σάλιωσα τον πούτσο μου, τέντωσα τα κωλομέρια της και τον ακούμπησα έξω έξω στην τρύπα της. Πίεζα προς τα μέσα χωρίς να μπαίνω. Αισθανόμουν ένα επώδυνο και καυλωτικό κάψιμο, βαριανάσαινε.


    Έμεινα εκεί που ήμουν, ξανάρπαξα το χέρι της με φούρια και το φερα στο μουνί της, καθώς ανασηκωνόμουν για να της μιλήσω στο αυτί ο πούτσος μου πίεσε προς τα μέσα. Ξέρω πως πόνεσα, φαντάζομαι πως πόνεσε κι εκείνη απ’ το τίναγμα της. Με το άλλο μου χέρι την κράτησα στητή. Της ψιθύρισα…

    - όσο σου γαμάω το κωλί θέλω να παίζεις το μουνί σου ασταμάτητα, να βλέπω το χέρι σου να μπαινοβγαίνει με μανία, αλλιώς θα σε τιμωρήσω χωρίς τρυφερότητες.

    Δεν ήξερα τι έλεγα, δεν ήξερα πως έλεγα ό,τι έλεγα, ήξερα πως μέσα μου ήταν σωστό, οι σωστές λέξεις, η σωστή ώρα, το άτομο όμως; Εκεί ήταν ακόμη. Άρα; Δεν άφησα χρόνο στον εαυτό μου για άλλες αναρωτήσεις, έπεσα πάλι στα γόνατα μου.


    Απ’ το σημείο που ήμουν έβλεπα το χέρι της να κινείται γρήγορα…

    Φαπ

    Φαπ

    Φαπ

    Έπεσα πιο χαμηλά, παραμέρισα το χέρι της και μπήκα στο μουνί της. Τον έτριψα μέσα του καλά, να γεμίσει υγρά παντού και μετά τον έβγαλα, γεμάτο πηχτά υγρά σα σάλια τον έφερα πάλι στην κωλότρυπα της κι άρχισα να πιέζω. Ένιωσα το κάψιμο, πίεσα λίγο περισσότερο, τραβήχτηκα, πίεσα πάλι λίγο παραπάνω, τραβήχτηκα, έσπρωξα, τραβήχτηκα, έσπρωξα. Τώρα σχεδόν είχε μπει το πουτσοκέφαλο μέσα της, αντί να ξαναβγώ κινιόμουν σπρώχνοντας και τραβώντας τόσο ώστε να μη μετακινούμαι περισσότερο μέσα, ή έξω αλλά να μπορούμε να νιώθουμε την πίεση κι οι δυο. Κι η πίεση στην αρχή σχεδόν δεν αντεχόταν και το κάψιμο δεν είχε περάσει. Μα όσο κουνιόμουν τόσο χαλάρωνε. Τώρα μπορούσα να κάνω κι άλλα πράγματα. Ένιωσα λιγότερο αγχωμένος.


    Άπλωσα τα χέρια μου κι άδραξα τα βυζιά της ολόκληρα, ύστερα με τα δάχτυλα μου τράβηξα τις ρώγες της κι όσο πίεζα τόσο περισσότερο ένιωθα απ’ την κίνηση παρά έβλεπα το χέρι της να κουνιέται ξέφρενα και πίσω η πίεση είχε χαλαρώσει ακόμη περισσότερο. Συνέχιζα να σφίγγω τις ρώγες της και έσπρωξα λίγο περισσότερο. Μπήκα λίγο περισσότερο. Τραβήχτηκα τόσο ώστε να βγει μέχρι το πουτσοκέφαλο και μετά πίεσα πάλι προς τα μέσα απαλά. Ξανά έξω, μέσα, έξω και τα δάχτυλα μου να σφίγγουν όλο και περισσότερο τις ρώγες της. Τις είχα στα δάχτυλα μου και έτριβα την κάθεμιά σε τρία δάχτυλα πιέζοντας τες. Τα μπούτια μου κολλημένα στα πόδια της, ένιωσα το τρέμουλο της, άκουσα την ανάσα της να γίνεται κοφτή…


    Ένιωσα πως ήμουν έτοιμος να χύσω, βγήκα απ’ τον κώλο της και τη γύρισα ανάσκελα, τα πόδια της διπλώθηκαν στον αέρα, έπεσα πάνω της και με δύναμη έτριβα το καυλί μου στην κλειτορίδα της. Υπήρχε κάτι σ’ αυτή την αίσθηση, ένα γδάρσιμο, και εκείνη η ύστατη στιγμή που όλα έχουν μια ρευστότητα και τα πάντα μπορούν να σε πονέσουν και να σε καυλώσουν ενώ είσαι κάγκελο και μετά άρχισα να χύνω και δε μπορούσα να σταματήσω και τότε μ’ αγκάλιασε απ’ τη μέση με λαχτάρα και το ψωλόχυμα μου απλωνόταν παντού, πάνω στην κλειτορίδα της, κυλούσε στο μουνί της, κόλλαγε πάνω μου και η γλώσσα της απαιτούσε τη δική μου…


    Συνέχιζα να τρίβομαι λίγο ακόμα πάνω της, ήμουν ψευτοκαυλωμένος. Μπήκα λίγο μέσα της, κινήθηκα ελάχιστα, μα ήταν τόσο γλυκό όπως συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά...
    και γάργαρο σα νερό που κυλά ακουγόταν το σόλο κι έπεφταν οι τελευταίοι στίχοι
    Dreams are the possession of
    The simple man
    Reality the fantasy of youth
    But living is a problem that
    Is common to us all
    With love the only
    Common road to truth

    κοιμήθηκα…


    ΤΕΛΟΣ
     
    Last edited: 18 Μαρτίου 2018