Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η Λήθη της Διαστροφής

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Resources and Tutorials' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 4 Μαρτίου 2015.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Διαστροφή και φετιχισμός

    Οι διαστροφές αλλά και ο φετιχισμός είναι στοιχεία που υπάρχουν περισσότερα χρόνια από όσο μπορούμε να υπολογίσουμε αλλά πάντα έμοιαζαν να ανήκουν σε μία “σκοτεινή” σελίδα της σεξουαλικότητας του ανθρώπου. Ο λόγος για αυτό, είναι ο φόβος που συνοδεύει κάθε τι που δεν είναι, πλήρως, κατανοητό αλλά και η “απόχρωση” που επέλεξε να δώσει ο κινηματογράφος στην προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί την απήχησή τους. Και κάπου εδώ ξεκινά το παράξενο…

     
    Φαίνεται, ότι αυτές οι δύο παρεκκλίσεις τις σεξουαλικότητας εξάπτουν το ενδιαφέρον με την ποικιλότητα αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται. Για αρχή, όμως, ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε αυτά τα δύο με ένα – περισσότερο – εναλλακτικό τρόπο. Σε απλά λόγια, λοιπόν, παραφιλία είναι να βρίσκει κάποιος διέγερση μέσα από τρόπους οι οποίοι δεν μοιάζουν συνηθισμένοι. Σαν να αλλάζει ο σκοπός της σεξουαλικής πράξης. Τι σημαίνει, όμως, αλλάζει ο σκοπός; Ας σκεφτούμε τη λιβιδινική ενέργεια – που είναι υπεύθυνη για τη σεξουαλικότητα στους ανθρώπους – σαν ένα τρένο! Ενώ, λοιπόν, το τρένο αυτό ξεκινά να ταξιδεύει το σώμα διανύοντας μία διαδρομή μέχρι να εκτονωθεί στον τελικό προορισμό αυτό – απεναντίας – σταματά σε κάποια μεσοστάση. Αυτή η μεσοστάση γίνεται και ο σταθμός στον οποίο επικάθεται και συνεπώς το αντικείμενο έκφρασής της.

    Πως, όμως, αλήθεια δημιουργείται ένα φετίχ ή μία σεξουαλική διαστροφή και σε ποια ηλικία πρωτοσχηματίζεται;

    Για να γίνει κατανοητό, θα πρέπει να αναφερθούμε, αρκετά, σε μία πολύ σημαντική περίοδο της ζωής των παιδιών… Κάπου στην ηλικία των 3 έως 5 χρόνων, ένα μικρό αγόρι αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν ανατομικές διαφορές ανάμεσα σε ένα ανδρικό και ένα γυναικείο σώμα. Αυτή η αντίληψη είναι που αφυπνίζει συναισθήματα όπως η έλξη, η αντιπαλότητα, η ζήλεια αλλά και ο φόβος. Σε αυτό το στάδιο, λοιπόν, το παιδί ξεκινά να βιώνει το γνωστό Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα – σε ελεύθερη μετάφραση – είναι η διαδικασία αναγνώρισης και ταύτισης του παιδιού με το γονιό του αντίστοιχου φύλου. Συγκεκριμένα, το αγόρι, καταλαβαίνει ότι έχει ερωτική διάθεση και αυτή την ερωτική διάθεση την προβάλει στο γονιό του αντίθετου φύλου.

    Από εκεί, η διαδικασία για να αποκτήσει την αντρική ταυτότητα είναι τόσο απλή όσο και πολύπλοκη… Εφόσον θέλει να κατακτήσει, ερωτικά, τη μητέρα καταλαβαίνει ότι είναι αδύνατο να παραγκωνίσει τον πατέρα του που μοιάζει τόσο μεγάλος και ισχυρός. Για την ακρίβεια, θεωρεί ότι ο πατέρας του θα ανακαλύψει, αυτή του, την κρυφή επιθυμία και θα το τιμωρήσει αφαιρώντας του το αντικείμενο που θα έκανε την κατάκτησή, αυτή, δυνατή… Το φαλλό. Για να αποτάξει τον φόβο του ευνουχισμού, λοιπόν, μιμείται τα χαρακτηριστικά του πατέρα. Ταυτίζεται, δηλαδή, με εκείνον που δεν μπορεί να νικήσει και επιτυχώς αποβάλει το άγχος του.


     


    Στα νεαρά κορίτσια η διαδικασία είναι κάπως διαφορετική. Ενώ και εκείνα, αρχικά, επιδεικνύουν διάθεση προς τον γονιό του αντίθετου φύλου στην πορεία αντιλαμβάνονται κάτι εντελώς διαφορετικό… Ότι δεν έχουν φαλλό! Εκείνη τη στιγμή, ξεκινά ο λεγόμενος φαλλικός φθόνος και η επιθυμία να αποκτήσουν και εκείνες ένα. Η διαδικασία συνεχίζει για το κορίτσι με το να προβάλει το άγχος αυτό στη μητέρα που θεωρεί υπεύθυνη για την ανατομική του “έλλειψη”. Το άγχος, αυτό, επιλύεται όταν το κορίτσι απωθήσει το συναίσθημα αυτό και ταυτιστεί με τη μητέρα που κατηγορεί. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό και πως βοηθάει; Μα με ένα τρόπο, φυσικά… Αν δεν ταυτιστεί με τη μητέρα δεν θα αποκτήσει τη γυναικεία ταυτότητα η οποία θα του δώσει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει την επιθυμία για τον εκλιπόντα φαλλό με την επιθυμία της μητρότητας!

    Αφού, αυτό, έγινε όσο κατανοητό μπορεί να γίνει ας συνδέσουμε τα παραπάνω με το θέμα μας και ας δούμε πως μπορεί να δημιουργηθεί ένα φετίχ σε ένα αγόρι ή μία διαστροφή σε ένα κορίτσι αντιστοίχως. Σε ορισμένες περιπτώσεις, λοιπόν, τα αγόρια βιώνουν ένα τρομερό άγχος όταν συνειδητοποιούν ότι η μητέρα τους δεν έχει ίδιο όργανο αναπαραγωγής με αυτά. Η απουσία φαλλού από τη μητέρα ενισχύει τον φόβο για τον επικείμενο ευνουχισμό από τον πατέρα καθώς αυτός θα πρέπει να ήταν υπεύθυνος για τον “ευνουχισμό” και εκείνης! Έτσι, επενδύουν σε ένα άψυχο αντικείμενο στο οποίο αναπαριστούν τον εκλιπόντα φαλλό της – πράγμα που τα ηρεμεί. Αυτό το αντικείμενο είναι, συνήθως, κάτι που έχει υποπέσει στην αντίληψή τους λίγο πριν ξεκινήσουν να προβληματίζονται για την “έλλειψη” στη γενετήσια περιοχή της μητέρας.

    Ταυτόχρονα, όμως, το αντικείμενο αυτό γίνεται και δέκτης της λιβιδινικής τους ενέργειας αφού μεταμορφώνει το άγχος τους σε σεξουαλικό ενθουσιασμό. Με τη σειρά του, αυτό αναπαριστά και μία νίκη επάνω στον προηγούμενο φόβο τους καθώς τα γεμίζει με ένα αίσθημα προστασίας. Πέραν, όμως, από την ηρεμία, το φετίχ που αναπτύσσουν έχει και ένα άλλο πολύ σημαντικό ρόλο… Λειτουργεί ως σύνδεσμος καθώς ενώνει τη σεξουαλικότητά τους με αυτή της γυναίκας. Για να γίνει κατανοητό, σκεφτείτε το αντικείμενο του φετίχ τους σαν μία γέφυρα η οποία ξεκινά από αυτούς και καταλήγει στη γυναίκα. Μέσω αυτού ταξιδεύει το “τρένο” της λιβιδινικής τους ενέργειας και φτάνει να εκπληρωθεί στο γυναικείο σώμα!

    Τα κέρδη στο μυαλό τους δεν σταματούν εκεί καθώς – εφόσον το αντικείμενο του φετιχισμού τους είναι άψυχο – τότε είναι και, εντελώς, κάτω από τον έλεγχό τους… Αφού έχει συνειδητοποιηθεί αυτό, η γυναίκα θεάται ως, απολύτως, ασφαλής για να συνάψει σχέσεις μεταξύ τους!

    Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι το φετίχ είναι ένα εισιτήριο απόδρασης από μία αφόρητη πραγματικότητα σε μία πιο υποφερτή φαντασία. Ας δούμε, για παράδειγμα, τους άντρες που δυσφορούν από το βιολογικό τους φύλο και καταφεύγουν στην παρενδυσία. Η επιλογή τους, αυτή, τους ηρεμεί αλλά μέσα από ένα παράδοξο τρόπο… Ποιον, αναρωτιέστε; Ας δούμε, λοιπόν…

    Ας φανταστούμε ένα αγόρι που από νεαρό έως και αργότερα πάλευε με το να καταλάβει που ανήκει. Έβλεπε το σώμα του αντρικό αλλά – συγχρόνως – δεν το αντιλαμβανόταν. Για αυτή του τη δυσκολία τιμωρήθηκε στην παιδική του ηλικία, γελοιοποιήθηκε ή ακόμα και παρενοχλήθηκε. Όλη, αυτή, η αδικία που βίωσε του δημιούργησε θυμό και η παρενδυσία ήταν μία πράξη ανταπάντησης. Καθώς μιμείται το ντύσιμο και τη συμπεριφορά του αντίθετου φύλου καταφέρνει να νιώσει τη διέγερση αλλά – την ίδια στιγμή – παρωδεί την γυναικεία φιγούρα. Εδώ είναι που ξεκινά να εντοπίζεται το παράδοξο… Η παρενδυσία ολοκληρώνεται είτε μέσω της αυτοικανοποίησης είτε μέσω της συνουσίας και με το να συμβαίνει αυτό, ο άνδρας παρένδυτος αναβιώνει την όποια κακουχία βίωσε μικρός αλλά μέσα από την οδό της σεξουαλικής απόλαυσης. Έτσι, αυτή τη φορά, βγαίνει ικανοποιημένος νικητής και αναθεσπίζει αυτό που έζησε μικρός αφού αυτό που, τότε, του προκαλούσε πόνο τώρα του προσφέρει απόλαυση!


     

    Τι άλλο, όμως, μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση μίας διαστροφής; Ας αλλάξουμε πρίσμα – αλλά και πρωταγωνιστές – και ας κοιτάξουμε το θέμα μας διαφορετικά… Νωρίτερα από το Οιδιπόδειο στάδιο και ας κοιτάξουμε το πυρηνικό σύμπλεγμα.

    Τι είναι αυτό;
    Ένας κυκεώνας συναισθημάτων, συμπεριφορών και ιδεών που εδρεύουν στην πολύ πρώιμη, βρεφική εμπειρία. Εκεί είναι και που εδρεύει και μία λαχτάρα για μία συγχώνευση με κάποιον άλλο, μία φαντασίωση να γίνει κάποιος ένα με κάποιον άλλο και να βιώσει την απόλυτη ασφάλεια και ηρεμία. Μία ασφάλεια που παραπέμπει στη μοναδική αίσθηση που προσέφερε το περιβάλλον της μήτρας. Θετικά ακούγονται όλα αυτά, σωστά; Ίσως… ίσως, όμως, και να αφυπνίσουν συναισθήματα τρόμου καθώς η απόλυτη ένωση, η ζεύξη εις ένα μπορεί να σημάνει και την απώλεια του ατομικού εαυτού, να προσδώσει την αίσθηση της λήθης. Εκεί, λοιπόν, εδρεύει ένα ακόμα παράδοξο… Γεννάται το δίλλημα του είτε συνδέομαι με κάποιον και ρισκάρω το ενδεχόμενο να πληγωθώ ή δεν συνδέομαι με κάποιον, παραμένω κύριος του εαυτού μου αλλά καταλήγω μόνος! Ένα ερώτημα που όλοι – λίγο πολύ – έχουμε απευθύνει στον εαυτό μας συνειδητά ή ασυνείδητα.


    Το εγώ μας, τότε, – ως φύλακας της ψυχικής μας ομοιόστασης – ανταποκρίνεται σε αυτό το δίλλημα και περνάει στην επίθεση επιλέγοντας μία καταστρεπτική στάση απέναντι στην απειλή του ερωτήματος. Μία στάση, η οποία σκοπεύει να εξοντώσει την πηγή της απειλής αλλά – αν συμβεί αυτό – τότε κινδυνεύει να περάσει μία ζωή ανερωτική! Η λύση είναι μία, λοιπόν… να σεξουαλιστεί όλη, αυτή, η επιθετικότητα και να μετατραπεί σε σαδισμό. Μία ορμή, δηλαδή, ελέγχου και πρόκλησης πόνου για αυτό που προηγούμενα κινδυνεύαμε να μας πληγώσει.

    Κλείνοντας, ας σημειώνω ότι χωρίς να έχουμε αναφερθεί στις κατηγορίες των φετίχ ή σεξουαλικών αποκλίσεων ανακρίναμε τα αναλυτικά αίτια πίσω από αυτές. Αίτια, τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο από αναπτυξιακά “σκαλιά” της προσωπικότητάς μας που επελέχθει να πατηθούν αλλιώς. Αυτό που προκύπτει είναι ότι δεν είναι οι, ίδιες, οι τάσεις “σκοτεινές” ούτε και διαστροφικές. Διαστροφικά είναι τα σημάδια πίσω από αυτές που χαράχθηκαν σε μία ηλικία όπου δεν κατάφερε κάποιος να έχει τη δυνατότητα να τα διαχειριστεί αλλιώς.


    ( http://www.psychorropia.gr/διαστροφή-και-φετιχισμός/ )


    Ποια είναι η γνώμη σας;
    Πόσο σημαντικό είναι να αφήνεσαι στη Λήθη;


    Γιάννης Τόλιας, Παντάνασσα Λήθη

     
    Είναι τα χέρια σου
    που αγγίζουν
    και αποκτάει
    αποτύπωμα η επιθυμία
    Κι αν κρύβεσαι
    στις ρωγμές των ημερών
    η οσμή της πράξης
    πάντα θα σε προδίδει
    Και θα λυσσάνε
    τα κυνηγόσκυλα
    των λέξεων
    να σε κατασπαράξουν
    Κι ούτε πυρά
    να εξιλεώσει
    ούτε άνεμος
    να κρύψει τα σημάδια σου
    Μόνο στη θάλασσα
    θα επιτρέψω
    τα ίχνη σου
    να σβήσει
    Την πάνσεπτη
    της λήθης


    Με την αρμύρα των δακρύων της.
     
  2. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

    Τότε η γυναίκα με τ'αβρά χείλη, τα φραουλένια,
    σαν φίδι απά' σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
    και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
    άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
    " Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
    που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
    Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
    και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
    Κι έχω γι'αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
    να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
    Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
    άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
    ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
    που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
    πάνω σ'αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
    θα'κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!"

    Και το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ'τα κόκκαλά μου,
    και λαγνεμένος έστρεψα σ'εκείνην τη ματιά μου,
    έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
    είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που αναδευόταν!
    Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά μου,
    μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου,
    αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
    και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
    κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
    που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
    ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
    που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα.

    Σὰρλ Μπωντλαίρ

     
  3. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    μαρκήσιος ντε σαντ – ζυστίν ή οι δυστυχίες της αρετής


    Αποδείξαμε ότι οι μοναχικές αποκλίνουσες ηδονές είναι εξίσου απολαυστικές με τις άλλες και, μάλιστα, πολύ πιο εξασφαλισμένες. Επομένως, η απόλαυση, αν την εξετάσουμε ανεξάρτητα από το αντικείμενο που μας χρησιμεύει, όχι μόνον απέχει πολύ απ’ οτιδήποτε μπορεί να αρέσει στο αντικείμενο, αλλά είναι και αντίθετη προς τις δικές του ηδονές. Προχωρώ ένα βήμα παραπέρα: η απόλαυση μπορεί να αντληθεί κατ’ εξοχήν μέσω της πρόκλησης πόνου στον άλλο, μέσω της κακομεταχείρισής του και της υποβολής του σε μαρτύρια – μη σου φαίνεται παράξενο-, με μόνο σκοπό την αύξηση της ηδονής του αφέντη που προστάζει τέτοιες πρακτικές. Ας προσπαθήσουμε τώρα να το αποδείξουμε.

    Μπορεί σήμερα να διαβαστεί το έργο του ντε Σαντ και με ποιους τρόπους μας αφορά; Είναι δυνατόν η ανάγνωσή του να μας προσφέρει μια πλήρη εικόνα του κόσμου την εποχή κατά την οποία γράφτηκε; Συνομιλεί καθόλου με την σύγχρονη συγκυρία ή αποτελεί απλώς ένα μνημειωμένο έργο αναφοράς; Τι είδους αναγνωστικό ενδιαφέρον και τι πνευματικό νόημα μπορεί να έχει η ιστορία της Ιουστίνης, μιας νεαρής γυναίκας που εκτίθεται ανυπεράσπιστη στην κοινωνία, γίνεται υποχείριο εκμετάλλευσης και εξευτελισμών και καταλήγει σ’ ένα μοναστήρι όπου υφίσταται πάσης φύσεως βιασμούς, σεξουαλικά βασανιστήρια και ψυχολογικές ταπεινώσεις, που υποβάλλεται σε κάθε είδους διαστροφές και «διαστροφές»; Κι όμως, είναι ακριβώς σήμερα όπου η Ιουστίνη είναι ανοιχτή σε πολλαπλές αναγνώσεις. Μπορεί λοιπόν ο αναγνώστης…

    Marquis_De_Sade_by_ScreetownGhost…να διαβάσει το βιβλίο ως οργανικό μέρος του προ- και νεωτερικού διαλόγου για την ανθρώπινη φύση· ενός διαλόγου που μέχρι σήμερα ταλανίζει την ερμηνεία του κακού· να διχαστεί ανάμεσα στο κατά Χομπς έμφυτο του κακού στην ανθρώπινη φύση και στην ακριβώς αντίθετη θέση του Ρουσσώ. Να ανοίξει τα μάτια του απέναντι στο φοβερό ενδεχόμενο της επιλογής του κακού από αμέτρητους ανθρώπους, στην οποία σήμερα συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε. Να συλλογιστεί πάνω στα μη- όρια της ανθρώπινης φύσης και στην απόλυτη σχετικότητα θεμελιωδών εννοιών όπως η αρετή, η απόκλιση, η διαστροφή, ο έρωτας, η ευχαρίστηση, η υποταγή. Να τεθεί στο μέσο της διαμάχης ανάμεσα στην επικράτηση του ενστίκτου ή του ορθού λόγου, στην υπηρέτηση του πάθους ή την υπηρεσία του ιδανικού, ανάμεσα στις δυο αντιδιαμετρικά αντίθετες στάσεις ζωής, ανάμεσα στην αρετή και την ακολασία, την εγκαρτέρηση και την έκλυση.

    Να το διαβάσει ως κείμενο που βρίσκεται στον αντίποδα της θρησκείας, που συνάμα την παρωδεί με ανελέητο τρόπο, ακόμα και με την ίδια την μορφή της γραφής: ως ένα χριστιανικό μαρτυρολόγιο (το μοναστήρι ως τόπος, οι βασανιστές ως διάβολοι, τα μαρτύρια ως δοκιμασία, οι εξαντλητικές περιγραφές τους ως θεμελίωση της διδασκαλίας) αλλά και ως μια ειρωνική αγιολογία της Ζυστίν που ακριβώς λόγω της καρτερίας και της καθαρότητάς της παρά την υποταγή της εμπνέει για ιδιαίτερη λατρεία – άλλη μια ομοιότητα με την αγιογραφίες των μαρτύρων των περισσότερων θρησκειών. Και πάνω απ’ όλα ως καυστική κριτική για την υποτίμηση και τον εξευτελισμό του σώματος στην χριστιανική κοσμοθεωρία αλλά και τον μισογυνισμός της χριστιανικής εκκλησίας.

    Η συγκίνηση της λαγνείας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδος δόνησης που παράγεται στην ψυχή μας μέσω των παλμών τους οποίους η φαντασία προκαλεί στις αισθήσεις μας με την ανάμνηση του αντικειμένου της λαγνείας…Έτσι, η λαγνεία μας, αυτό το ανεξήγητο γαργαλητό που μας οδηγεί σε παρεκτροπές, που μας μεταφέρει στην ψηλότερη κορυφή ευτυχία; όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, μπορεί να προκληθεί με δύο τρόπους. Είτε όταν αντιληφθούμε ότι το αντικείμενο που χρησιμοποιούμε διαθέτει πραγματικά ή στη φαντασία μας το είδος της ομορφιάς που μας ευφραίνει περισσότερο, είτε όταν δούμε αυτό το αντικείμενο να βιώνει την ισχυρότερη δυνατή αίσθηση. Κι όμως, αίσθηση πιο ζωηρή από τον πόνο δεν υπάρχει. Οι εντυπώσεις που προκαλεί ο πόνος είναι βέβαιες, δεν είναι καθόλου παραπλανητικές όπως οι εντυπώσεις της ηδονής, που μονίμως τις υποκρίνονται …

    Justine_ou_les_Malheurs_de_la_vertu_(ménage_à_trois)Να αντιληφθεί τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται ο ερωτισμός και οι πρότυπες συμπεριφορές του· να δει ξεκάθαρα την σκοτεινή δίοδο που συνδέει τον ερωτισμό με την βία αλλά και το ενδεχόμενο της αδυναμίας της απόλαυσης της σάρκας εξαιτίας των αιωνόβιων απαγορεύσεων και καταπιέσεων. Να αποδεχτεί, ανεξάρτητα από την δική του θέση, την σεξουαλικότητα ως μια απόλυτη αλήθεια σε κάθε άνθρωπο· να αντιληφθεί το ανθρώπινο σώμα ως τόπο όπου δεν χωρεί ο ορθός λόγος και οι ηθικές επιταγές.

    Να συλλογιστεί πάνω στην φιλοσοφία του Ντε Σαντ ως απόλυτη κατάφαση της προσωπικής ηδονής του κάθε ανθρώπου, μιας ηδονής που δεν γνωρίζει άλλη ηθική από την δική της και δεν λογοδοτεί πουθενά, προτείνοντας ακόμα – σε αντίθεση με ό,τι συχνά φαίνεται και παρά τις εμφανείς αντιφάσεις– ακόμα και την πλήρη ισότητα και αμοιβαιότητα ανάμεσα στην επικράτηση των ατομικών επιθυμιών. Να επεκτείνει την παραπάνω φιλοσοφική παραδοχή ως μόνη και απόλυτη προϋπόθεση πλήρους ελευθερίας, που αγνοεί κάθε είδους κοινωνικό θεσμό και κάθε μορφή εξουσίας και καταναγκασμού, ως το ενδεχόμενο της ανυπακοής σε κάθε εκτός σώματος επιταγή.

    Να το διαβάσει ως ανάγνωσμα που επανήλθε στα ελευθέρια τέλη της δεκαετίας του ’60, όπου η σεξουαλική απελευθέρωση είτε στους δρόμους του επαναστατημένου Παρισιού, είτε στα κοινόβια των απανταχού χίππις και ψυχεδελιστών αναζητούσε ανάλογα έργα. Να αναζητήσει τα κείμενα των διανοητών που την ίδια εποχή αλλά και προγενέστερα θεωρητικοποίησαν τα διονυσιασμένα πάθη και τις μύριες παρεκτροπές τους, από τον Φουκό και τον Λακάν, μέχρι τον Μπλανσό και τον Μπατάιγ, τον Κλοσόφσκι και τον Ονφρέ.

    Να το διαβάσει ως απόλυτα καλλιγραφημένο λογοτέχνημα, αναζητώντας εντός του και τους κανόνες της ερωτικής λογοτεχνίας, της ψυχολογίας, του γοτθικού μυθιστορήματος ή του μυθιστορήματος τρόμου, της φιλοσοφικής πραγματείας, της πολιτικής καταγγελίας, της πορνογραφίας, της αισθησιακής αισθητικής. Να το απολαύσει ως εξαιρετικό λογοτέχνημα, που τηρεί μια σειρά τεχνικών ώστε να ελκύει διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Να το διαβάσει ως δική του αναγνωστική, ψυχολογική και συνειδησιακή δοκιμασία, δοκιμάζοντας τις αντοχές του απέναντι στα ίδια τα γραφόμενα αλλά και στην απόλαυση των περιγραφομένων από τους ίδιους τους φορείς.

    Να το διασχίσει ως μια ιστορία του σώματος, των παθών της σάρκας και των βασάνων που υφίσταται σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία. Ή ως μια απροκάλυπτη πρόκληση στα ήθη και στα πρέποντα, ακόμα και ως εγχειρίδιο πάνω στο ακρότατο είδος ηδονής, εκείνο που αφορά την καταστροφή της ίδιας της ζωής και την τελετουργία του θανάτου. Να συμπαθήσει την Ιουστίνη ως υποκείμενο απόλυτης ψυχικής αντίστασης σε κάθε είδους βιασμό και εξαχρείωση, ακόμα και όταν – ή κυρίως όταν – η άρνηση της υποταγής της ακριβώς αυξάνει τους βασανισμούς και την κακομεταχείριση.

    Να επιστρέψει στην περίοδο που γράφτηκε και να το διαβάσει ως ένα μνημείο λόγου μιας εποχής όπου η Ιστορία ετοιμαζόταν να αλλάξει οριστικά την οπίσθια πορεία της, ως ένα λογοτέχνημα που γράφτηκε λίγο πριν την Γαλλική Επανάσταση, υπονοώντας εκείνα που την προκάλεσαν και προοιωνίζοντας εκείνα που θα αλλάξουν. Να μην αγνοήσει την εντός του έργου αντανάκλαση του συγγραφέα, ως ένα κάτοπτρο των δικών του διώξεων, εξευτελισμών και φυλακίσεων που αποτέλεσαν το τίμημα του ελεύθερου λόγου του και της επιθυμία για συνέπεια λόγων και πράξεων· ως το ύστατο μέσο έκφρασης της αλήθειας ενός συγγραφέα που έζησε κυνηγημένος, καταδικασμένος σε θάνατο, έγκλειστος σε άσυλα, μισητός τοις πάσι.

    Η Ζυστίν/Ιουστίνη αποτελεί την τελική εκδοχή ενός έργου που άρχισε να γράφεται το 1787 στην Βαστίλη και ολοκληρώθηκε ως Νέα Ιουστίνη το 1791. Η έκδοση του βιβλίου οδήγησε οδηγώντας τον συγγραφέα ξανά στη φυλακή και το βιβλίο στην καταστροφή. Η έκδοση περιλαμβάνει τις γκραβούρες του 1797.

    «Σας ξαναρωτώ: είμαστε μήπως κύριοι των γούστων μας; Δεν οφείλουμε να υποκύψουμε στις ορέξεις που μας έχει δώσει η φύση, όπως το περήφανο κεφάλι της βαλανιδιάς λυγίζει στη μανία της θύελλας;

    Αν η φύση προσβαλλόταν από αυτά τα γούστα, δεν θα μας τα ενέπνεε. Είναι αδύνατον να μας έχει δώσει ένα συναίσθημα φτιαγμένο για να την προσβάλλει. Και με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα μπορούμε να αφεθούμε στα πάθη μας, όποια κι αν είναι, όσο βίαια κι αν είναι, σίγουροι ότι κάθε ατυχής αντίκτυπος τους ανήκει αναπόφευκτα στα σχέδια της φύσης, της οποίας δεν είμαστε παρά άβουλα όργανα. Και τι μας αφορούν οι επιπτώσεις; Όταν κάνεις κάτι και θέλεις να το χαρείς, δεν τίθεται ζήτημα επιπτώσεων»

    (http://pandoxeio.com/2014/06/17/desade/ )
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ο ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ

    Άμα το αίμα γίνεται
    χόμπι
    άσ’ τα να πάνε…

    Με το ’να χέρι κρατάω σταυρό
    γιατί μπαίνω σε ποίημα
    με τ’ άλλο την κοιλιά μου από τα γέλια
    για’ δε σε πίστεψα ποτέ
    γιατί το έμαθα καλά
    πως το κακό
    βγαίνει κι αυτό για μεροκάματο
    κι εσύ κοιμάσαι δωδεκάωρα

    και κάτι ακόμα

    η δίψα
    δεν είναι καύλα
    να σου τη σβήνει ο άλλος
    είναι θρησκεία ολόκληρη
    −αλλά ας μη μιλήσουμε καλύτερα γι’ αυτά−
    το τι δεν κάνεις στις παρθένες
    αυτό κι αν είναι θρυλικό
    Λοιπόν
    τ’ ανθρώπινα δεν είναι για τα δόντια σου
    τράβα να γίνεις νυχτερίδα
    θα μπεις απ’ τ’ ένα αυτί
    και δεν θα βγεις απ’ τ’ άλλο
    θα μείνεις
    να διδάξεις
    στο σκοτάδι

    Γιάννης Στίγκας
     
  5. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    «Δεν ξεύρω αν η διαστροφή δίδει δύναμιν. Κάποτε το νομίζω. Αλλά είναι βέβαιον ότι είναι η πηγή μεγαλείου.» 13.12.1902
    Κωνσταντίνος Καβάφης
     
  6. lexy

    lexy .ti.va.

    Σας θεωρείτε κλινικά διεστραμμένους, διεστραμμένους βάσει κοινωνικών στερεοτύπων ή απλώς ανθρώπους με ιδιαίτερες και ειλικρινείς προτιμήσεις;

    Είναι, στα αλήθεια, πηγή μεγαλείου η διαστροφή; Ή αυτό ακριβώς την τοποθετεί στον αντίποδα των στερεοτύπων μα ταυτόχρονα την μετατρέπει σε απολύτως στερεοτυπική;

    Είναι όλες οι διαστροφές το ίδιο;
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Τωξικό

     

    Χαράσω δρόμους πάνω στο δέρμα σου. Χώνομαι μέσα στα μικροσκοπικά αυλάκια της επιδερμίδας σου και τα βαθαίνω μέρα με τη μέρα. Δημιουργώ καινούργια. Καίω ότι φρέσκο πάνω σου.

    Αποχρωματίζω τα μαλλιά και τα γένια σου. Αφαιρώ κάθε χρώμα. Ακόμα κι απ' τα μάτια σου. Τα θαμπώνω, τα χαλάω, τα γεμίζω δάκρυα.

    Μπαίνω μέσα στο μυαλό σου και διαλύω επιμελώς κάθε σου όνειρο και κάθε ελπίδα. Σε αφήνω κενό. Μία τεράστια τρύπα κι εσύ γύρω της. Μόλις λιώσω το δέρμα σου θα μείνει μόνο αυτή.

    Αποσυνθέτω τα κύτταρά σου ένα ένα. Σε διαλύω αργά. Και το καταλαβαίνεις. Σε κουράζω. Σε γερνάω. Σε σκοτώνω.

    Είμαι το τωξικό.

    Παιδί σου

     
  8. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    https://www.greekbdsmcommunity.com/...ίναι-Διαστροφή-Θεωρώ.16219/page-7#post-458783

     
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Σεξουαλικές Διαστροφές: Το πρόβλημα της κανονικότητας και οι ηθικές ανοχές!
    Sexual Perversions: The Problem of Normality and Ethical Tolerance. (written by Alkis Gounaris in November 2008 and presented at Dasein philosophy café.)

    About: This essay, attempts to compose a picture of the problem of non-”normal” sexual preferences, desires or acts, called “perversions” (or paraphilias) and how they relate to moral judgments, the good and the evil, the fair or unfair, etc. Firstly, it examines how we have come to consider today some sexual preferences natural, and some others unnatural, and focuses in the constructivist view of the “implantation of perversions”. Next it deals with the problem of normality by presenting a synopsis of the main theories about what is natural or unnatural, healthy or deviant (concerning sexual behavior) and how these perversions relate to the problem of moral valuation of a desire or action in the theory of evaluative realism. Finally, answering the question whether there are perversions or no, it claims that sexual preferences have to be disconnected from moral tolerance, exonerating this way the unusual pleasures!

    ____________________________________________________________________________



    Στο δοκίμιο αυτό επιχειρώ να συνθέσω μια εικόνα για το πρόβλημα των μη «κανονικών» σεξουαλικών προτιμήσεων, επιθυμιών ή πράξεων, που ονομάζουμε «διαστροφές» το πώς αυτές συνδέονται με τις ηθικές κρίσεις, το καλό και το κακό, το θεμιτό ή αθέμιτο, κλπ. Πρώτα εξετάζω πως φτάσαμε σήμερα να θεωρούμε κάποιες πράξεις φυσικές και κάποιες αφύσικες και εστιάζω στην κατασκευασιοκρατική αντίληψη για την «εμφύτευση των διαστροφών». Στη συνέχεια προσεγγίζω το πρόβλημα της κανονικότητας παρουσιάζοντας συνοπτικά τις κυριότερες θεωρίες για το τι θεωρείται φυσικό ή αφύσικο, υγιές ή παρεκκλίνον στην σεξουαλική συμπεριφορά και πώς οι διαστροφές συνδέονται με το πρόβλημα της ηθικής αποτίμησης μιας πράξης και μιας επιθυμίας στο πλαίσιο του αξιολογικού ρεαλισμού. Τέλος, απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχουν ή όχι διαστροφές, υποστηρίζω μια θέση που αποσυνδέει τις σεξουαλικές προτιμήσεις από τις ηθικές ανοχές, απενοχοποιώντας, υπό προϋποθέσεις, τις ασυνήθιστες ηδονές!

    Α. Η γένεση των «διαστροφών».

     

    Διερευνώντας ποιες είναι οι απόψεις των ανθρώπων για τις σεξουαλικές διαστροφές, θα διαπιστώσουμε μια ποικιλομορφία αντιλήψεων και θέσεων. Κοινός παρονομαστής είναι ότι σεξουαλικές διαστροφές ονομάζονται οι μη φυσιολογικές ή οι μη κανονικές σεξουαλικές επιθυμίες ή πράξεις. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια ταυτολογία. Ποιες σεξουαλικές επιθυμίες ή πράξεις θεωρούνται φυσιολογικές; Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων για παράδειγμα, αποδοκιμάζει και θεωρεί απαράδεκτη την παιδοφιλία. Κάποιοι, λίγοι ενδεχομένως να υποστηρίξουν ότι πράξεις όπως η ηδονοβλεψία ή ο φετιχισμός δεν είναι και τόσο αφύσικες. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν την ομοφυλοφιλία εντελώς φυσική σεξουαλική προτίμηση, και όλοι θα συμφωνήσουν ότι οι ετεροφυλικές σεξουαλικές σχέσεις είναι φυσικές. Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να έχουν διαφορετικές γνώμες για το κανονικό και το «ανώμαλο» στη σεξουαλική συμπεριφορά; Πώς για παράδειγμα δικαιολογείται το γεγονός ότι στην δυτική ακτή των ΗΠΑ είναι δικαίωμα των ομοφυλόφιλων ζευγαριών η θεσμοθετημένη και νομικά κατοχυρωμένη συμβίωση, ενώ στις αραβικές χώρες (όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα) οι ομοφυλόφιλοι φυλακίζονται, χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα και πολλές φορές καταδικάζονται σε θάνατο;

    Σύμφωνα με τους περισσότερους φιλοσόφους η ανεκτικότητα ή μη στις διαφορετικές σεξουαλικές συμπεριφορές οφείλεται στο πολιτισμικό, ηθικό ή θρησκευτικό σύστημα πεποιθήσεων των λαών μέσα στον χρόνο.
    Παρ’ ότι όμως η διαπίστωση αυτή είναι κοινή, δεν συμφωνούν όλοι οι φιλόσοφοι στο αν πράγματι υπάρχει κάποιο κριτήριο που να καθορίζει τη φυσική και την αφύσικη σεξουαλική πράξη. Συγκεκριμένα, μια ομάδα στοχαστών υποστηρίζει την πραγματοκρατική (κοινώς ρεαλιστική) θέση ότι υπάρχει φυσιολογική σεξουαλική πράξη, η οποία προσδιορίζεται βιολογικά, και είναι ανεξάρτητη από το πώς εμείς συμφωνούμε να την ορίσουμε. Από την άλλη πλευρά είναι οι φιλόσοφοι που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει κάποια σεξουαλική συμπεριφορά που να υπαγορεύεται από τη φύση και πως τελικά το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, είναι θέμα σύμβασης, δηλαδή συμφωνίας, και ορίζεται από εμάς τους ανθρώπους και όχι από τη φύση.

    Η πρώτη πραγματοκρατική – ρεαλιστική θέση για τον αντικειμενικό προσδιορισμό της φυσιολογικής σεξουαλικής πράξης, διατυπώθηκε ήδη προς τα τέλη του μεσαίωνα και αποτελεί (παραδόξως) το κατεξοχήν θεολογικό επιχείρημα! Ο Θωμάς Ακινάτης, αναπαράγοντας τη θέση του απόστολου Παύλου και ενισχύοντάς τη με φιλοσοφικά επιχειρήματα, αναφέρεται στη φυσική και αφύσικη σεξουαλική επιθυμία και πράξη, τονίζοντας ότι ο αναπαραγωγικός μηχανισμός που με ευφυΐα σχεδίασε ο θεός, εξασφαλίζει τη διαιώνιση των ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων. Έτσι, υποστηρίζει ο Ακινάτης, ο θεός σχεδίασε τα αντρικά και γυναικεία γεννητικά όργανα, ώστε να εμφυτεύεται αποτελεσματικά το σπέρμα και να επιτυγχάνεται η αναπαραγωγή. Οποιαδήποτε άλλης μορφής εκσπερμάτιση, σεξουαλική πράξη ή επιθυμία, είναι αφύσικη και αντίθετη με τη βούληση του θεού και συνεπώς αμαρτία.

    Στον αντίποδα, την πιο συστηματική θέση διατύπωσε ο Foucault (1978), που υποστηρίζοντας ότι αυτό που θεωρούμε φυσικό ή αφύσικο δεν είναι απλώς μια κοινωνική σύμβαση αλλά, πηγαίνοντας ακόμα παραπέρα, θεώρησε ότι οι σεξουαλικές προκαταλήψεις είναι «θεωρητικές κατασκευές» στο πλαίσιο της λειτουργίας του εξουσιαστικού μηχανισμού. Παρά το γεγονός ότι κάποιοι μπορεί να αντικρούσουν με επιχειρήματα την περί «μεταφυσικής της εξουσίας» θέση του Γάλλου, αξίζει να παρακολουθήσουμε την ιστορική ερμηνεία που προτείνει. Στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας (Foucault 1978) τονίζεται, ότι οι ενοχές, η σιωπή γύρω από τα σεξουαλικά ζητήματα όπως και «η εμφύτευση των διαστροφών» είναι κατάλοιπα μιας ηθικής συστολής που αρχίζει τον 18ο αιώνα και κορυφώνεται στην βικτωριανή εποχή (από το 1837 και μετά). Ο εγκλωβισμός της σεξουαλικότητας γίνεται συστηματικά μέσα από κατασταλτικούς μηχανισμούς που προωθούν τη συζυγική οικογένεια και κανονικοποιούν τις γαμήλιες σχέσεις με αυστηρό πρωτόκολλο, κανόνες και συστάσεις. Οριοθετούνται: το συζυγικό καθήκον, ο τρόπος με τον οποίο αυτό πρέπει να εκτελείται κλπ, και όλα αυτά μέσα από το εκκλησιαστικό δίκαιο και τους αστικούς νόμους. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις συγκαταλέγονται στον κατάλογο των βαρειών αμαρτημάτων και αδικημάτων μαζί με την αιμομιξία, τη σοδομία, τον γάμο χωρίς την συναίνεση των γονιών και την κτηνοβασία [sic] (Foucault, 1978 : 52) …

    Στη βικτωριανή Αγγλία, οι ερμαφρόδιτοι είναι εγκληματίες ή παιδιά εγκληματιών. Η «ονανία» (aunania), δηλαδή ο αυνανισμός, γίνεται η πιο διαδεδομένη ψυχική νόσος στην αστική Ευρώπη. Το 1712, κυκλοφορεί για πρώτη φορά ένα φυλλάδιο ανώνυμου συγγραφέα, με τίτλο: «Ονανία: το αποκρουστικό αμάρτημα της μόλυνσης του εαυτού και όλες οι τρομακτικές συνέπειές του», το οποίο απαγορεύει την «ψυχανωμαλία της μόλυνσης» ( Στα αγγλικά το «masturbation» προέρχεται από το λατινικό manu stupration, manual stupration), δηλαδή του αυνανισμού και προτείνει συστηματικές αγωγές.



    Συνήγορος στην ενοχοποίηση των «αφύσικων» σεξουαλικών πράξεων, επιθυμιών ακόμα και σκέψεων είναι, σύμφωνα με τον Foucault, η τελετουργική θρησκευτική εξομολόγηση. Το σεξ γίνεται κατ’ εξοχήν αντικείμενο της ομολογίας με διεξοδικές, λεπτομερείς και εκτεταμένες αφηγήσεις που δημιουργούν ένα άλλο είδος απαγορευμένης ηδονής το οποίο φτάνει σε μας μέσα από την προκλητική λογοτεχνία της εποχής (Oscar Wilde, John Addington Symonds – homosexuality – Edward Carpenter).

    H πρωτοφανής αναδιοργάνωση της αρχιτεκτονικής του χώρου, που έχει ξεκινήσει τον 19ο αιώνα, με τα σχολικά ιδρύματα αρρένων – θηλέων, όπου οι μαθητές στοιβάζονται για μήνες σε πολυπληθείς κοιτώνες, τα πολυάριθμα ψυχιατρεία κλπ, δημιουργούν από τη μια πλευρά ένα πλαίσιο αυστηρής σεξουαλικής αστυνόμευσης και από την άλλη καθιερώνουν πολλαπλά είδη «αμαρτωλών» σχέσεων (μεταξύ μαθητών, μεταξύ δασκάλων- μαθητών ή γιατρών- ασθενών κλπ) που δημιουργούν παράπλευρα με τη «φυσική» συζυγική μονογαμική σεξουαλικότητα, έναν τρόπο «διανομής» του παιχνιδιού των εξουσιών και των ηδονών, γεννώντας και συντηρώντας πολλές ηδονές που στη συνέχεια αποκαλέσαμε διαστροφές. Ο Foucault καταλήγει λέγοντας ότι η αύξηση των «ειδικών» ηδονών που ονομάζουμε διαστροφές, δεν είναι ηθικολογικό θέμα, αλλά η συνέπεια της παρέμβασης των εξουσιαστικών μηχανισμών στα κορμιά και τις ηδονές τους.

    Παράλληλα oι ψυχίατροι μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επινοούν μια σειρά από σεξουαλικές διαστροφές που βαφτίζουν με αλλόκοτα ονόματα όπως: επιδειξίες του Lasėgue, φετιχιστές του Binet, ζωοεραστές του Krafft- Ebing, αυτό-μονοσεξουαλιστές του Rohleder και ακόμα γυναικόμαστοι, πρεσβυόφιλοι, κλπ. Η νέα οπτική στη σεξουαλικότητα που εισήγαγε ο Freud μας απάλλαξε σε ένα μεγάλο βαθμό από την βικτωριανή καταστολή, αλλά μας ενέπλεξε σε έναν άλλου τύπου σεξουαλικό καταναγκασμό, ο οποίος συντήρησε εμμέσως τ’ απολιθώματα της βικτωριανής ηθικής.

    Μια γλαφυρή απόδειξη των καταλοίπων της βικτωριανής ηθικής είναι το εγχειρίδιο ψυχολογίας που διένειμε μέχρι το 2001 το Πανεπιστήμιο Αθηνών το οποίο ανάμεσα στις πιο διαδομένες σεξουαλικές ψυχανωμαλίες, περιλαμβάνει την ομοφυλοφιλία! (Κωσταράς, 2000)…
    Μπορεί να ακούγεται σήμερα παράξενο, αλλά η ομοφυλοφιλία, συμπεριλαμβανόταν στο διεθνές ψυχιατρικό διαγνωστικό εγχειρίδιο, ως ψυχική νόσος, μέχρι το 1980 για να διαγραφεί οριστικά το 1994!

    Η περίπτωση της ομοφυλοφιλίας, παρ’ ότι σήμερα δεν θεωρείται, ψυχιατρικά τουλάχιστον, διαστροφή είναι χαρακτηριστική και αποδεικνύει τον έγχρονο χαρακτήρα του τι θεωρούμε σε κάθε εποχή φυσικό και τι όχι. Κάτι δηλαδή που στην Αθήνα του 4ου πχ αιώνα ήταν σχεδόν προϋπόθεση για την ομαλή σεξουαλική αγωγή των νέων, γίνεται σταδιακά στον 20ο αιώνα, διαταραχή που χρήζει ψυχιατρικής αγωγής ενώ στη συνέχεια απενοχοποιείται ξανά.

    Τι δείχνουν αυτά; Ο Foucault και άλλοι στοχαστές (Sedgwick 1981) υποστηρίζουν ότι αυτό που θεωρείται ανώμαλο ή νοσηρό συνδέεται με τις ηθικές ανοχές και τις επιθυμητότητες της κάθε εποχής.

    Αυτό που λέμε δηλαδή διαστροφή, εκφράζοντας μια αποδοκιμασία και κατηγοριοποιούμε με «επιστημονικοφανή» ονόματα στα διαγνωστικά εγχειρίδια, δεν είναι παρά μια «ετικέτα» που βάζουμε σε μια σεξουαλική προτίμηση η οποία ξεφεύγει από τις συνηθισμένες συμπεριφορές που ανέχεται η κοινωνία και η επικρατούσα ηθική.

    Όμως, φωνές σαν του Foucault ή του Sedgwick δεν είναι οι πιο διαδεδομένες στη συζήτηση για το θέμα των σεξουαλικών διαστροφών…

    Β. Οι φιλόσοφοι και η κανονικότητα

     

    Οι περισσότεροι φιλόσοφοι, θεολόγοι και ψυχίατροι, έχουν προσπαθήσει να θεμελιώσουν την ύπαρξη φυσιολογικής ή μη σεξουαλικής συμπεριφοράς, πάνω σε κριτήρια που κατά τη γνώμη τους είναι ισχυρά και αδιάψευστα. Για να δείξουν τι είναι (και αν υπάρχει) σεξουαλική διαστροφή, επιχειρούν κατ’ αρχάς να ορίσουν σε τι συνίσταται η φυσιολογική σεξουαλική πράξη… Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει άμεσες επιπτώσεις και επιρροές στη ψυχιατρική, το δίκαιο, τις νομικές και δικαστικές υποθέσεις, τη θρησκευτική κατήχηση, την διαπολιτισμική κουλτούρα και φυσικά την εφαρμοσμένη ηθική!

    Αν η απάντηση ήταν προφανής, αν δηλαδή φυσιολογική σεξουαλική πράξη ήταν μόνο η αναπαραγωγική σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ετερόφυλων προσώπων, όλα τα υπόλοιπα αυτομάτως θα συνιστούσαν παρεκκλίσεις ή διαστροφές. Όπως για παράδειγμα το σεξ με προφυλακτικό ή άλλο αντισυλληπτικό μέσο, ή ο αυνανισμός, ή τα αμοιβαία χάδια, ή ο στοματικός έρωτας… Είναι λίγο -πολύ γνωστό το δίλημμα του αμερικανού ανακριτή που προσπαθούσε να θεμελιώσει το πόρισμά του για την υπόθεση Κλίντον και σκόνταφτε στο ερώτημα αν η πράξη που έκανε η Λεβίνσκι στον Κλίντον ήταν κυριολεκτικά σεξουαλική πράξη ή όχι! Αλλά ακόμα και πράξεις όπως το φιλί δεν είναι τόσο αυτονόητο αν αποτελούν ή όχι σεξουαλικές πράξεις… Για παράδειγμα, κάποιος ή κάποια, μπορεί να έχει οργασμό απλώς και μόνο με ένα φιλί και να ισχυριστεί ότι αυτό είναι πολύ πιο πλήρες από μια άλλη φαινομενικά «ολοκληρωμένη» πράξη που κάποιος ή κάποια δεν νιώθει τίποτα απολύτως! Αντίστοιχης υφής είναι και το επίκαιρο ερώτημα, αν το σεξ μέσω internet είναι διαστροφή ή όχι της «κανονικής» σεξουαλικής δραστηριότητας. Συνεπώς στην διαδικασία του ορισμού μπαίνουν μια σειρά από κριτήρια όπως αυτό της ολοκλήρωσης ή της ικανοποίησης, της απόστασης, του αριθμού των συμμετεχόντων, της συχνότητας των επαφών, του σκοπού της ηδονής κλπ. Όλα τα κριτήρια που προτείνονται όμως, έχουν μια περιορισμένη ή λιγότερο περιορισμένη αντοχή στον εξεταστικό αντίλογο!

    Επιχείρησα να ομαδοποιήσω τα επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τον καθορισμό της φυσικής σεξουαλικής πράξης, και συνεπώς της διαστροφής, σύμφωνα με τα κριτήρια και την προσπάθεια θεμελίωσής τους.

    Έτσι έχουμε λοιπόν:

    1. Τις Θεολογικές Θεωρίες που χρησιμοποιούν θρησκευτικά και ρεαλιστικά (όπως είδαμε στην αρχή) κριτήρια προσπαθώντας να θεμελιώσουν «μεταφυσικά» την… κανονικότητα.

    2. Τις Φυσιοκρατικές Θεωρίες που χρησιμοποιούν κριτήρια της βιολογίας ή της φυσιολογίας του ανθρώπου, επιχειρώντας να θεμελιώσουν πάνω σε αντικειμενικούς όρους το τι είναι σεξουαλικά κανονικό.

    3. Τις Αξιολογικές Θεωρίες που προσπαθούν να θεμελιώσουν ηθικά ή αισθητικά την κανονικότητα και

    4. Τις Φιλοσοφικές Θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη φυσικού ή αφύσικου, υγιούς ή διαστροφικού, κανονικού ή ανώμαλου…

    1. Η θεολογική θέσηΗ θεολογική θέση, υποστηρίζει ότι φυσική και ευλογημένη σεξουαλική πράξη είναι αυτή που γίνεται σύμφωνα με τον λόγο του θεού. Η εντολή «αυξάνεστε και πληθύνεστε» δίνει το πλαίσιο για το τι είναι θεμιτό και τι όχι. Κάθε είδους σεξουαλική πράξη που δεν αποσκοπεί στη διαιώνιση του είδους, που συμβαίνει δηλαδή έξω από την αναπαραγωγική διαδικασία είναι by the book αμαρτία. Είναι γνωστή η ιστορία από την Βίβλο όπου ο βασιλιάς Αυνάν έριξε το σπέρμα του στη γη και υπέστη την τιμωρία του θεού. Σύμφωνα με την θρησκευτική άποψη λοιπόν, κάθε μη ολοκληρωμένη επαφή ή επαφή στην οποία δεν καταλήγει το σπέρμα στον προορισμό του είναι αφύσικη και λίγο ως πολύ διεστραμμένη. Κάθε σκέψη ή επιθυμία για σεξουαλική ένωση εκτός γάμου, ή κάθε πράξη που δεν στοχεύει στην τεκνοποιία, συμπεριλαμβανομένου του σεξ με προφυλακτικό ή με άλλα αντισυλληπτικά μέσα ή ακόμα και του σεξ με πρόσωπα που έχουν κάνει στειροποίηση, είναι αφύσικη και επικριτέα.
    Πολλοί θεολόγοι και πολλοί υποστηρικτές φυσιοκρατικών θέσεων, όπως θα δούμε παρακάτω, επικαλούνται τον Αριστοτέλη, για τον οποίο «κατά φύσιν» (δηλαδή σύμφωνα με το πρόγραμμα της φύσης) είναι οτιδήποτε συνάδει με τον τελικό του σκοπό, δηλαδή με το ποιητικό και τελικό αίτιο κάθε όντος. Εν προκειμένω για την σεξουαλική πράξη, ο τελικός της σκοπός είναι η τεκνοποιία, συνεπώς κατά φύσιν είναι όποια πράξη συμβάλλει προς αυτόν τον σκοπό.

    2. Οι φυσιοκρατικές θέσεις
    [α] Φυσικό είναι αυτό που ορίζει η Φύση
    Η θέση αυτή είναι απλοϊκή και επιστρατεύεται για να τεκμηριώσει τόσο ότι οι ορθόδοξες ετεροφυλόφιλες πράξεις είναι οι μόνες φυσικές, όσο και το αντίθετο, ότι δηλαδή ομοφυλοφιλικές ή άλλες πράξεις είναι φυσικές εφ’ όσον συναντώνται στη φύση. Η πρώτη δέσμη επιχειρημάτων, για να αποδείξει την «κατά φύσιν» σεξουαλική πράξη, παρερμηνεύει τον Αριστοτέλη, εστιάζοντας στην σύμφωνα με τη φυσιολογία των οργάνων «κανονική» χρήση τους. Για παράδειγμα, ο χέρι είναι για να πιάνει ή το στόμα για να μιλάει και να μασάει τη τροφή κ.ο.κ. Κάθε όργανο δηλαδή έχει έναν τελικό σκοπό, έναν λόγο για τον οποίο φτιάχτηκε, σύμφωνα με το πρόγραμμα της φύσης.

    Η δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων χρησιμοποιεί την φύση για να δείξει ότι μη αναπαραγωγικές σεξουαλικές πράξεις είναι εξίσου φυσικές. Όπως για παράδειγμα ο αυνανισμός ή η ομοφυλοφιλία. Συναντώντας στη φύση ζώα (πιγκουίνους, σκυλιά, γατιά, πιθήκους κλπ) που αναπτύσσουν ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, ή αυνανίζονται, συμπεραίνουμε ότι αυτές είναι φυσικές σεξουαλικές συνήθειες. Οι υποστηρικτές αυτής της θέσης, απαντούν σε όσους διατείνονται ότι αν όλοι αυνανίζονταν ή γίνονταν ομοφυλόφιλοι θα εξαφανιζόταν το ανθρώπινο είδος, ότι ποτέ, κανένα είδος ζώων δεν κινδύνεψε με αφανισμό επειδή αυνανιζόταν ή έκανε ομοφυλοφιλικό σεξ.

    Το πρόβλημα με αυτού του τύπου τα επιχειρήματα είναι ότι δεν αποδεικνύουν στην ουσία τίποτα. Για το τι προορίζεται το κάθε όργανο του σώματος δεν υπάρχει καμιά φυσική επιταγή. Το χέρι πιάνει αλλά παίζει και πιάνο ή το στόμα μασάει αλλά και σφυρίζει κλπ. Το κάθε μέλος του σώματος δεν έχει μια αυτόνομη χρήση από μόνο του και δεν προορίζεται για τίποτα. Αποτελεί μέρος ενός συνόλου, του ανθρώπου, ο οποίος επιδίδεται σε διάφορες πράξεις ανάλογα με τη λογική, τα συναισθήματα, τις προθέσεις και τις πεποιθήσεις του.

    Όσο για το αν μη αναπαραγωγικές σεξουαλικές πράξεις συναντώνται στα ζώα, αυτό και πάλι δεν σημαίνει τίποτα, πέρα του ότι κάνουμε έναν ζωομορφικό αναγωγισμό, συγκρίνοντας ιδιότητες ή συμπεριφορές ενός είδους ζώου με ένα άλλο (επειδή είναι φυσικό μια αράχνη να κάνει ιστό, δεν σημαίνει ότι είναι φυσικό να πλέκουμε κι εμείς ιστό!)

    [β] Η σεξουαλική επιθυμία ως ΌρεξηΈνα αρκετά διαδεδομένο επιχείρημα, για το τι είναι φυσικό ή αφύσικο στο σεξ, είναι ο ορισμός της σεξουαλικής επιθυμίας ως… «όρεξη» (όπως η πείνα και η δίψα) και ο παραλληλισμός της σεξουαλικής πράξης με τη βρώση ή την πόση. Βασισμένος σε αυτόν τον ορισμό, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι όπως υπάρχουν φυσικές διατροφικές διαδικασίες (η βρώση για παράδειγμα μιας θρεπτικής τροφής), έτσι υπάρχουν και φυσικές σεξουαλικές διαδικασίες. Είναι οι σεξουαλικές διαδικασίες εκείνες, που ικανοποιούν με κανονικό τρόπο τις σεξουαλικές επιθυμίες και ορέξεις. Αντίθετα, διαστροφή, διατροφική διαστροφή για παράδειγμα, θα ήταν το να τρέφεται κάποιος με χαρτί ή ύφασμα, ή να πίνει σούπα από βρασμένες βίδες. Όμοια με τις διατροφικές διαστροφές μπορούμε να αποδείξουμε τις σεξουαλικές διαστροφές.

    Το πρόβλημα με την προσπάθεια ορισμού της σεξουαλικής επιθυμίας ως όρεξη, είναι ότι οι άλλες ορέξεις, η πείνα και η δίψα, αναφέρονται σε αντικείμενα όπως τα τρόφιμα και τα ποτά. Αντίθετα η σεξουαλική επιθυμία αναφέρεται (συνήθως) σε άλλα πρόσωπα και έχει ψυχολογικό – συναισθηματικό περιεχόμενο το οποίο αναγνωρίζεται και βρίσκει ή δεν βρίσκει ανταπόκριση από το άλλο πρόσωπο… Η σεξουαλική επιθυμία λοιπόν αφορά την ολοκλήρωση μιας αμφίδρομης (συνήθως) σχέσης μεταξύ προσώπων (Nagel, 1979, 2008). Σε καμιά περίπτωση το να κάνεις σεξ με ένα άλλο πρόσωπο, δεν είναι ίδιο με το να φας μια ομελέτα!

    Το επιχείρημα της αλληλεπίδρασης των προσώπων όμως, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ως φυσικές τις μονοσεξουαλικές πράξεις με τη συμμετοχή ή όχι άψυχων αντικειμένων.

    Το πρόβλημα περιπλέκεται όταν οι σεξουαλικές πράξεις συνδυάζονται με ασυνήθιστες διαιτητικές προτιμήσεις όπως η κοπροφιλία ή ουροποσία, αλλά και ακόμα πιο ακραίες όπως ο συναινετικός κανιβαλισμός. (Είναι γνωστή η σχετικά πρόσφατη ιστορία με τον γερμανό κανίβαλο και τη συναινετική βρώση του θύματός του, αλλά και συμβολικές κανιβαλιστικές ιστορίες όπως η περίπτωση του Διόνυσου ή του Χριστού που τόσο εξαιρετικά αναπαριστάται στο μυθιστόρημα «το Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ και έγινε ταινία από τον Τομ Τάικβερ). Σε αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να μιλάει κανείς για διατροφικές ή σεξουαλικές διαστροφές;

    Κατά τη γνώμη μου η έννοια της διαστροφής ακόμα και στην διατροφική διαδικασία είναι προβληματική και όχι αυταπόδεικτη. Μπορεί για παράδειγμα κανείς να μασάει τσίχλα ή να μασάει χαρτί, χωρίς καμιά διατροφική αξία, ή να πίνει αναψυκτικά χωρίς θερμίδες ή αλκοολούχα ποτά καθαρά για λόγους ευχαρίστησης χωρίς να ικανοποιεί κάποια όρεξη πείνας ή δίψας. Δεν είναι αυτονόητο ότι τέτοιες πράξεις αποτελούν διατροφικές διαστροφές, διότι η βρώση ή η πόση, όπως και η σεξουαλική πράξη, εκτός από διατροφικούς ή αναπαραγωγικούς λόγους γίνεται και για λόγους ευχαρίστησης.

    [γ] Ο φυσιοκρατικός ρεαλισμός.Ο φυσιοκρατικός ρεαλισμός είναι η θέση που προτάσσουν αρκετοί φιλόσοφοι (και οι περισσότεροι ψυχίατροι) προσπαθώντας να αποδείξουν ότι υπάρχει μια φυσική αλήθεια για το τι είναι βιολογικά κανονικό και τι όχι. Οι εισηγητές της θεωρίας προτείνουν πως ότι περιορίζει ή δυσχεραίνει τις φυσιολογικές λειτουργίες του όντος ή του προκαλεί οδύνη, ή πόνο, ή κάμψη των πρότερων κοινωνικών δραστηριοτήτων κλπ. απάδει του φυσιολογικού. Η ύπαρξη νοσηρής κατάστασης σύμφωνα με τη φυσιοκρατική θέση συνεπάγεται στατιστικά, μη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού μελών κάποιου δεδομένου βιολογικού είδους (Boorse, 1976). Η στατιστική απόκλιση δηλαδή, από τα συνήθη βιολογικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου είδους, συνεπάγεται μια μη υγιή – φυσιολογική κατάσταση. Πιο ειδικά, για τις διανοητικές – ψυχικές διαταραχές, σύμφωνα με τους εισηγητές της θεωρίας της «αντικειμενικής ψυχοβιολογικής δυσλειτουργίας» κάποιος χαρακτηρίζεται από ψυχική διαταραχή, «εάν οι ψυχικές λειτουργίες, επιτελούνται ή αλληλορυθμίζονται σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που απαιτούνται για τη διαδρομή της τυπικής για τα μέλη του ανθρώπινου είδους βιοτικής ιστορίας (επιβίωση και αναπαραγωγή) στα εκάστοτε φυσικά και κοινωνικά περιβάλλοντα διαβίωσής τους» (Ουλής 2003).
    Η σύγχρονη θέση του ψυχιατρικού αντικειμενισμού, ομαδοποιεί τις σεξουαλικές διαταραχές στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχιατρικής DSM IV (1994). Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στην εισαγωγή του DSM IV, «ψυχική- διανοητική διαταραχή συνιστά κάθε κλινικά σημαντικό συμπεριφορικό ή ψυχολογικό σύνδρομο, που πραγματώνεται ή συμβαίνει σε κάποιο άτομο και που επιφέρει σε αυτό οδύνη ή αναπηρία ή τέλος, σημαντικά αυξημένο κίνδυνο θανάτου, πόνου, αναπηρίας ή τέλος σημαντική απώλεια της ελευθερίας του».
    Ειδικότερα, στο διαγνωστικό εγχειρίδιο ομαδοποιούνται οι σεξουαλικές διαταραχές ως εξής [α] Σεξουαλικές Δυσλειτουργίες (Διέγερσης, Οργασμού, Εκσπερμάτισης, κλπ.) [β] Παραφιλίες (Επιδειξιμανία, Φετιχισμός, Εφαψιομανία, Παιδοφιλία, Ηδονοβλεψία, Μαζοχισμός, Σαδισμός, Μετενδυματικός Φετιχισμός, Ζωοφιλία κ.α) και [γ] Διαταραχές της ταυτότητας του Γένους (όπως πχ ισχυρή και επίμονη ταύτιση με το άλλο γένος (φύλο), δυσφορία με το φύλο του, ευνουχισμός, κλπ). Εξετάζοντας αυτή τη κατηγοριοποίηση μπορεί να παρατηρήσει κανείς, ότι οι διαταραχές της κατηγορίας [α] σεξουαλικές Δυσλειτουργίες (πχ. διαταραχές διέγερσης) καλύπτουν το κριτήριο της βιολογικής υπολειτουργίας, που αναφέρεται παραπάνω, ή το κριτήριο της οδύνης ή αναπηρίας ή της απώλειας της ελευθερίας. Αντίθετα, οι ονομαζόμενες διαταραχές της κατηγορίας [β] παραφιλίες, που ευρύτερα αποκαλούνται σεξουαλικές διαστροφές και χαρακτηρίζονται από «διαταραχή» του σεξουαλικού σκοπού ή στόχου, περιλαμβάνονται στα διαγνωστικά εγχειρίδια επειδή θεωρείται ότι καλύπτουν το κριτήριο της μη τυπικής για το ανθρώπινο είδος βιοτικής ιστορίας και χαρακτηρίζονται από κοινωνική ή βιοτική δυσπραγία. Πιο συγκεκριμένα, το DSM περιγράφει ότι οι παραφιλίες χαρακτηρίζονται από συχνές και έντονες σεξουαλικές επιθυμίες, φαντασιώσεις, ή συμπεριφορές που εμπεριέχουν ασυνήθιστα αντικείμενα, δραστηριότητες ή καταστάσεις που προκαλούν συγκεκριμένες δυσλειτουργίες ή βλάβες σε κοινωνικό επίπεδο, στην απασχόληση ή σε άλλες σημαντικές βιοτικές λειτουργίες.

    Πρέπει να σημειωθεί, ότι το περιεχόμενο του DSM σχετικά με το θέμα των σεξουαλικών διαστροφών αλλάζει συνεχώς. Το 1952 που εκδόθηκε το πρώτο διαγνωστικό εγχειρίδιο αναφέρεται σε σεξουαλικές παρεκκλίσεις (όχι σεξουαλικές διαταραχές) και περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων την ομοφυλοφιλία και τον βιασμό. Το 1968 η αναθεωρημένη έκδοση του διευκρινίζει ότι δεν συνιστούν παθολογικές συμπεριφορές οι αφύσικες σεξουαλικές πράξεις, που συμβαίνουν όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι σύντροφοι για φυσιολογική επαφή. Αυτή η διευκρίνιση δείχνει ότι η πράξη καθ’ εαυτή δεν θεωρείται αρκετή για να θεωρηθεί κάποιος ως σεξουαλικά παρεκκλίνων, αλλά παίζουν ρόλο οι προθέσεις, τα κίνητρα και οι συνθήκες στις οποίες ζει. Παραδόξως αυτή η διευκρίνιση αφαιρείται από τις επόμενες εκδόσεις του DSM. Ακόμα το 1968 έχει παραληφθεί και ο βιασμός από τις σεξουαλικές παρεκκλίσεις. Στην έκδοση του 1980 οι παρεκκλίσεις μετονομάζονται σε παραφιλίες και προστίθεται στις διαταραχές και η φαντασίωση ή επιθυμία τέτοιων πράξεων, κάτι που μέχρι τότε δεν θεωρούνταν ότι αποτελεί πρόβλημα. Παρατηρούμε δηλαδή μια συνεχή μεταβολή (μέχρι και το 2000 στην αναθεώρηση του DSM IV) ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται.

    Τα επιχειρήματα που αντικρούουν τη θέση του φυσιοκρατικού αντικειμενισμού έχουν τρείς κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση αντικρούει τα κριτήρια ψυχοπαθολογικής θεμελίωσης.
    Η δεύτερη αντικρούει αυτό που η διαπίστωσή τους ως διαταραχή συνεπάγεται και η τρίτη κατεύθυνση αντικρούει το ζήτημα της στατιστικής κανονικότητας.

    [γ.i] Αμφισβήτηση των κριτηρίων ψυχοπαθολογικής θεμελίωσηςΓια να ισχύει το επιχείρημα της ψυχοπαθολογικής θεμελίωσης είναι απαραίτητο τα κριτήρια να ισχύουν αναγκαστικά. Κάποιος δηλαδή θα πρέπει να χαρακτηρίζεται απ’ ό,τι ορίζουν τα κριτήρια αυτά, ό,τι και να γίνει. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο για τις παραφιλίες. Η συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τις παραφιλίες δεν είναι αποτέλεσμα μιας αναγκαστικής παθητικής κατάστασης αλλά μιας προτίμησης για τον τρόπο της σεξουαλικής ικανοποίησης. Δηλαδή η αμφισβήτηση έγκειται στο κατά πόσο υπάρχει ανικανότητα ή προτίμηση στην μη κάλυψη των κριτηρίων της τυπικής για το είδος βιοτικής ιστορίας ή στην κοινωνική ή βιοτική δυσπραγία. Το δικαίωμα στην κάλυψη των «κανονικών» βιοτικών λειτουργιών δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της κάλυψής τους. Δηλαδή το ότι κάποιος οργανισμός έχει το αντικειμενικό δικαίωμα να ικανοποιεί την διατροφική του ανάγκη δεν σημαίνει ότι πρέπει υποχρεωτικά να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Υπάρχει διαφορά στο να μην μπορεί να ικανοποιήσει κάποιος την διατροφική του ανάγκη επειδή δεν «δύναται» να φάει π.χ. και διαφορετικό επειδή επιλέγει να μην τραφεί. Το δικαίωμα στη κάλυψη των βιοτικών λειτουργιών, ακόμα και το δικαίωμα στην ίδια τη ζωή δεν σημαίνει υποχρέωση στη ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τις παραφιλίες. Είναι διαφορετικό να μιλάμε για μια διαταραχή εκσπερμάτισης ή στύσης και διαφορετικό να μιλάμε για φετιχισμό ή ζωοφιλία. Στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα είδος ανικανότητας ενώ στη δεύτερη για μια προτίμηση, δηλαδή για μια εκούσια επιλογή του τρόπου της σεξουαλικής ικανοποίησης. Πολλοί σύγχρονοι ψυχίατροι (Moser & Kleinplatz 2005) επιχειρηματολογούν υπέρ της αφαίρεσης των παραφιλιών από τα διαγνωστικά εγχειρίδια για μια σειρά από λόγους, μεταξύ των οποίων ότι είναι αδύνατον να ξέρουμε αν υπάρχει παθολογική κατάσταση ή επιλογή. Ακόμα, τα κριτήρια της δυσφορίας και της βιοτικής δυσλειτουργίας ή δυσπραγίας δεν επαληθεύονται στατιστικά. Μεγαλύτερη δυσφορία προκαλεί σε όσους έχουν σεξουαλικές ιδιαιτερότητες η κοινωνική και ψυχιατρική διάκριση παρά η προτίμησή τους. Σχετικά με τη σεξουαλική δυσλειτουργία, έρευνες έχουν δείξει ότι το 50% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί ως παραφιλικοί, έχουν μια φυσιολογική έγγαμη ζωή. Δηλαδή οι βιοτικές και αναπαραγωγικές τους λειτουργίες δεν έχουν επηρεαστεί από τις προτιμήσεις τους. Ακόμα, οι Moser & Kleinplatz υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατον να διευκρινιστεί με αντικειμενικό τρόπο το πότε μια σεξουαλική φαντασίωση ή επιθυμία μπορεί να δηλώνει παθολογική κατάσταση και πότε είναι απλώς ένας τρόπος για την έξαψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Έχει ενδιαφέρον ότι μια πολύ συνηθισμένη φαντασίωση των γυναικών είναι ο βιασμός. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτές οι γυναίκες θέλουν να βιαστούν. Στην εισήγησή τους για την διαγραφή των παραφιλιών από τα διαγνωστικά εγχειρίδια, οι Moser & Kleinplatz παραθέτουν και μια σειρά από επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία σύμφωνα με τα οποία μια συμπεριφορά ή προτίμηση από μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί κριτήριο ψυχοπαθολογίας και ότι τα διαγνωστικά εγχειρίδια αποτυπώνουν όχι μόνο ψυχικές νόσους, αλλά και την ψυχοπαθολογία των «δυτικών ανοχών» (Γούναρης, 2008). Ακόμα, ότι οι θεωρούμενες φυσιολογικές ετεροφυλικές σεξουαλικές πράξεις, συχνά είναι πιο «προβληματικές» από τις παραφιλίες και ότι η «επιδιόρθωση» μιας παραφιλικής συμπεριφοράς δεν συνεπάγεται ότι θεράπευσε και το διανοητικό πρόβλημα (αν υπάρχει). Να σημειωθεί ότι οι Moser & Kleinplatz υποστηρίζουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις η πάθηση που διαγιγνώσκεται ως παραφιλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε κάποια άλλη νοητική διαταραχή με ασφαλέστερα και αντικειμενικότερα κριτήρια αλλά και αποτελεσματικότερη θεραπεία. Τέλος, με την ασάφεια και την αοριστία που υπάρχει στο ζήτημα της παραφιλίας, η ταξινόμησή της στα διαγνωστικά εγχειρίδια, παραβιάζει την θεμελιώδη ιατρική αρχή «περί μη πρόκλησης βλάβης», αφού η κοινωνική διάκριση που υφίστανται όσοι έχουν σεξουαλικές ιδιαιτερότητες έχει αντίκτυπο στις δουλειές τους, στα παιδιά τους, και στη ζωή τους γενικότερα.

    [γ. ii] Αμφισβήτηση αυτού που η διαταραχή συνεπάγεται.Ένα δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η έννοια της διαταραχής είναι αξιολογικά φορτισμένη έννοια και υπαγορεύει εμμέσως μια επιταγή, μια εντολή (Moore 1984). Η ταξινόμησή σεξουαλικών διαταραχών στα εγχειρίδια, σημαίνει αυτομάτως την διαθεσιμότητά τους προς θεραπεία. Η δήλωση δηλαδή της διαταραχής υπονοεί ότι αυτός που πάσχει από κάτι θα έπρεπε κανονικά να θεραπευτεί. Η διάγνωση δηλαδή μιας ψυχικής – διανοητικής διαταραχής συνεπάγεται μια αξιολογική κρίση που υπαγορεύει μια προτροπή: Την θεραπεία. Ποιος είναι όμως αυτός που θα ορίσει ότι ένας φετιχιστής ή ένας ζωοεραστής πρέπει να θεραπευτεί; Σ’ αυτή τη περίπτωση το λογικό σφάλμα έγκειται στην εξαγωγή ενός συμπεράσματος του πρέπει από μια πρόταση του είναι χωρίς να προϋπάρξει η κοινώς αποδεκτή κανονιστική αρχή.

    [γ. iii] Αμφισβήτηση της στατιστικής κανονικότητας.Τέλος το κριτήριο της στατιστικής κανονικότητας είναι σαθρό και ευρέως αμφισβητήσιμο. Το να θεωρείς μη φυσιολογικό ό,τι απάδει της στατιστικής κανονικότητας, αποτελεί ένα κυκλικό επιχείρημα. Το μόνο που αποδεικνύει είναι ότι απάδει της στατιστικής κανονικότητας… Τίποτε άλλο. Επιπλέον αν κάνεις μια στατιστική έρευνα στους ινδιάνους ή στους Εσκιμώους για το τι είναι σεξουαλικά φυσιολογικό, θα πάρεις διαφορετικά αποτελέσματα απ’ ότι αν κάνεις την ίδια έρευνα στο Βατικανό. Επιπρόσθετα το τι συμβαίνει στους πολλούς δεν είναι κριτήριο της φυσιολογικότητας. Για παράδειγμα η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της γης έχει τερηδόνα, όμως η τερηδόνα θεωρείται αφύσικη και καταπολεμάται… Ή ακόμα, όσοι έχουν μπλε μάτια αποτελούν μια στατιστική μειοψηφία, παρ’ όλα αυτά η κατάστασή τους δεν θεωρείται παθολογική (Moser, 2001) ή αφύσικη.

    3. Αξιολογικές – Κανονιστικές θέσειςΦιλόσοφοι όπως ο Tomas Nagel (1979, 2008) στην προσπάθειά τους να διερευνήσουν αν υπάρχει φυσική και αφύσικη σεξουαλική πράξη, αναζήτησαν αδιαμφισβήτητες ποιότητες και αξίες που να θεμελιώνουν τις πράξεις αυτές. Εν προκειμένω, για τον Nagel φυσιολογική σεξουαλική επαφή είναι αυτή που καταλήγει σε ολοκληρωμένη συναινετική συνεύρεση προσώπων με αμοιβαίο ενδιαφέρον και επίγνωση των συναισθηματικών τους αποκρίσεων – αντιδράσεων.
    Ο Nagel εισάγει δύο αξιολογικά κριτήρια. Το ένα συνδέεται με την αμοιβαιότητα των συναισθημάτων και το δεύτερο, με τη χρήση του άλλου ως σκοπού και όχι ως μέσου (ή αντικειμένου).
    Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι η σεξουαλική πράξη δεν είναι αποκομμένο στιγμιότυπο της ζωής των ανθρώπων. Είναι μια διαδικασία με πράξεις που προηγούνται κι έπονται. Επίσης, διευκρινίζει, ότι έχει διαφορετική ποιότητα το να επιθυμείς σεξουαλικά κάποιον που δεν σε επιθυμεί ή δεν ξέρεις αν ανταποκρίνεται στην επιθυμία σου, και διαφορετική το να επιθυμείς κάποιον ο οποίος σε επιθυμεί. Στην πρώτη περίπτωση το πιθανότερο είναι η επιθυμία να παραμείνει ανολοκλήρωτη. Στη δεύτερη, να προχωρήσει και να γίνει σεξουαλική πράξη. Η διαδικασία αυτή αναγνώρισης της επιθυμίας ή της προσπάθειας προσέλκυσης της επιθυμίας του άλλου είναι στοιχειώδες μέρος της ερωτικής – σεξουαλικής διαδικασίας. Αυτή την επιθυμία για συνένωση που περνάει από το στάδιο του φλερτ, της διέγερσης, της παρακίνησης και κορυφώνεται στην κυρίως σεξουαλική πράξη, ο Nagel την θεωρεί θεμελιώδη αλλά όχι μοναδική προϋπόθεση για να θεωρήσουμε μια σεξουαλική πράξη ολοκληρωμένη… Η ολοκλήρωση της πράξης προϋποθέτει, σύμφωνα με τον Nagel, την αντιμετώπιση του άλλου ως σκοπό και όχι ως μέσο, δηλαδή όχι ως αντικείμενο σεξουαλικής ικανοποίησης. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι για να θεωρείται μια πράξη ολοκληρωμένη θα πρέπει ο ένας σύντροφος να μην εκμεταλλεύεται την επιθυμία του άλλου με σκοπό την δική του μόνο ικανοποίηση, αλλά να πράττει μέσα σε ένα σύστημα αμοιβαιότητας.
    Με αυτό το σκεπτικό, καμιά συναινετική σεξουαλική πράξη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων που στοχεύει στην αμοιβαία ικανοποίηση των προσώπων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί διαστροφή! Οτιδήποτε κι αν περιλαμβάνει η πράξη αυτή!

    Σύμφωνα δηλαδή με τα παραπάνω, μόνο οι μονοσεξουαλικές πράξεις, ο βιασμός, το σεξ με άψυχα αντικείμενα, ζώα, μικρά παιδιά ή πρόσωπα που έχουν απώλεια των αισθήσεών τους (δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπάρχει επίγνωση των συναισθηματικών τους αντιδράσεων και άρα συναίνεση) συνιστούν διαστροφές. Αυτό σημαίνει ότι οι διαστροφές δεν έγκεινται στην σεξουαλική πράξη καθεαυτή, διότι η ίδια η πράξη αναλόγως με το αν υπάρχει συναίνεση και αμοιβαιότητα, άλλοτε θεωρείται φυσική και άλλοτε αφύσικη… Οι διαστροφές, έγκεινται στην ψυχολογική κατάσταση των προσώπων που την επιτελούν και ιδιαίτερα στο έλλειμμα ολοκλήρωσης της σχέσης αλληλεπίδρασης των προσώπων αυτών. Μ’ αυτή τη λογική, το να επιθυμείς κάποιον σεξουαλικά, ο οποίος δεν σε επιθυμεί είναι ένα είδος διαστροφής. Υπό αυτή την έννοια και η μορφή του ανολοκλήρωτου έρωτα που εξυμνεί ο Πλάτων, είναι για τους υποστηρικτές αυτής της θέσης, διαστροφή!

    Όμως η κατάρρευση του Πλατωνικού ιδανικού δεν είναι το μόνο πρόβλημα της θεωρίας που εισηγείται ο Nagel. Ένα θέμα που μένει ακάλυπτο, είναι το τι γίνεται με τις μακροχρόνιες σχέσεις όπου οι διαδικασίες του φλερτ, της διέγερσης της ανίχνευσης της επιθυμίας ή της συναίνεσης του άλλου δεν είναι συνήθεις ούτε αυτονόητες. Πολλά ζευγάρια μετά από μερικά χρόνια σχέσης, κάνουν σεξ χωρίς να είναι δεδομένη ούτε η συναίνεση ούτε η αμοιβαιότητα στην σεξουαλική ικανοποίηση (Moulton 2008). Θα πρέπει να θεωρούνται αυτού του τύπου οι σχέσεις διαστροφικές; Ή τι γίνεται σε περιπτώσεις «σκληρού» σεξ με αγνώστους που δεν μπαίνει στη μέση ούτε προκαταρκτικό παιχνίδι, ούτε ενδιαφέρον για την ικανοποίηση του άλλου, αφού και οι δυο εξαντικειμενοποιούν ο ένας τον άλλο και παρ’ όλα αυτά περνάνε υπέροχα. Κι ακόμα: Τι γίνεται με τις φαντασιώσεις; Πολύ συχνά, την ώρα της σεξουαλικής πράξης κάποιοι και κάποιες φαντασιώνονται ότι κάνουν σεξ με άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά τον σύντροφό τους ως μέσο για την ικανοποίηση της φαντασίωσής τους. Αυτό σημαίνει ότι οι φαντασιώσεις είναι διαστροφή; Τέλος, οι μονοσεξουαλικές πράξεις όπως ο αυνανισμός, που για πολλούς θεωρείται μέρος της σεξουαλικής ωρίμανσης του προσώπου, ή «η κατά μόνας» χρήση αντικειμένων για την σεξουαλική ικανοποίηση, από τη στιγμή που δεν εμπλέκουν άλλο πρόσωπο για να του ζητηθεί η συναίνεση γιατί να θεωρούνται διαστροφές; Ο Γούντυ Άλεν λέει χαρακτηριστικά, ότι «ο αυνανισμός είναι σεξ με κάποιον που αγαπάω πολύ», απαντώντας με χιούμορ στην διαπίστωση της θεωρίας του Nagel.

    Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες αξιολογικές θεωρίες όπως η θεωρία του Solomon (1975) που θεωρεί το σεξ ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των προσώπων και βάζει ως προϋπόθεση την αμοιβαία κατανόηση των συναισθημάτων και των επιθυμιών των συντρόφων.

    4. Το φυσικό και το αφύσικο ως κατασκευές.Η άρνηση του χαρακτηρισμού φυσικό – αφύσικο, υγιές ή άρρωστο, κανονικό ή διεστραμμένο, αποτελεί την βασική θέση στοχαστών όπως ο βρετανός Peter Sedgwick (1981) (και ακόμα των Szasz, Laing, Sheff κ.α). Συγκεκριμένα διερευνώντας το πρόβλημα της «οντολογίας της νόσου» ο Sedgwick υποστήριξε, ότι το φυσιολογικό και το αφύσικο, το υγιές και το νοσηρό, η θεραπεία και η διάγνωση, αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, όχι μόνο για τις ψυχικές – διανοητικές αλλά και για τις σωματικές καταστάσεις. Ο λόγος για την υγεία και την αρρώστια, το φυσιολογικό και το αφύσικο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αξιολογικές προτάσεις. Εκτός των σημασιών που προσδίδει ο άνθρωπος σε ορισμένες συνθήκες, δεν υπάρχουν αρρώστιες ή νόσοι στη φύση. Όλες οι ασθένειες συνιστούν απλώς παρεκκλίσεις από κάποιον κανόνα που έχουμε εμείς οι ίδιοι κατασκευάσει. Καμιά απόδοση ασθένειας σε οποιοδήποτε ον δεν δύναται να υπάρξει, χωρίς την προσδοκία κάποιας άλλης κατάστασης που θεωρείται περισσότερο επιθυμητή. Με άλλα λόγια τόσο η φυσιολογικότητα όσο και η παθολογικότητα διέπονται από νόρμες, δηλαδή κοινωνικοπολιτιστικούς κανόνες από επιθυμητότητες άλλων καταστάσεων που ορίζονται ως κανονικές.

    Η θέση της «επινοημένης κανονικότητας» του Sedgwick έχει αρκετά κοινά στοιχεία με την κατασκευασιοκρατική θεωρία του Foucault (που είδαμε στην αρχή) και αρκετών ψυχιάτρων (Szasz 1960, Laing, Sheff κλπ) που θεωρούν τις λεγόμενες ψυχικές νόσους «ετικέτες».
    Παρόμοιες θέσεις έχουν διατυπωθεί και από άλλους στοχαστές όπως ο Engelhard, που θεωρεί ότι η έννοια της υγείας και της κανονικότητας συνιστά περισσότερο αισθητική αξία.
    Από τους πρώτους στοχαστές που αμφισβήτησαν την έννοια του φυσιολογικού και του αφύσικου ήταν ο Nietzsche (2001), ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά ότι είναι επικίνδυνο για το ανθρώπινο είδος να λες «ένας άνθρωπος όπως πρέπει να είναι».
    Το πρόβλημα για τον αν υπάρχει αντικειμενικά φυσιολογική ή νοσηρή κατάσταση είναι ένα βαθύ φιλοσοφικό πρόβλημα, που ανάγεται στο αν υπάρχουν αντικειμενικές αξίες έξω από το σύστημα των αξιολογητών. Για παράδειγμα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει, ότι επειδή τα έμβια όντα μπορούν να υπάρξουν μόνο σε κατάσταση που υπάρχει οξυγόνο και νερό, το νερό και το οξυγόνο έχουν αντικειμενική αξία από μόνα τους.
    Όμως αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να θεωρηθεί λανθασμένος. Αν δεν υπήρχε κανένα έμβιο ον στον πλανήτη για να πιει ή να αναπνεύσει, δεν θα υπήρχε και κανείς για να αξιολογήσει την αξία τους. Συνεπώς δεν θα είχαν καμιά απολύτως αξία (καμιά μεγαλύτερη αξία από τα υπόλοιπα χημικά στοιχεία τουλάχιστον). Εδώ να σημειωθεί, ότι κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα πάντα στη φύση έχουν αξία. Αλλά το να έχουν τα πάντα αξία ισούται με το τίποτα δεν έχει αξία!). Η αξία λοιπόν του νερού ή του οξυγόνου, σχετίζεται με την ύπαρξη των έμβιων όντων που τα χρησιμοποιούν και άρα αναγνωρίζουν σε αυτά μια χρηστική αξία.
    Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις «βιολογικές αξίες». Για παράδειγμα ένας «ρεαλιστής» ηθικός φιλόσοφος θεωρεί ότι η «υγεία» έχει απόλυτη αξία γιατί είναι προϋπόθεση για τη ζωή. Κάποιος όμως μπορεί να αντιτάξει ότι γι’ αυτόν η «αρρώστια» έχει μεγαλύτερη αξία γιατί του έμαθε να εκτιμά τη ζωή και τις χαρές της, ή να γνωρίσει τον… θεό κλπ… Ή ένας υποστηρικτής της δαρβινικής θεωρίας μπορεί να υποστηρίξει ότι οι αρρώστιες έχουν μεγαλύτερη αξία για τα βιολογικά είδη απ’ ό,τι η υγεία, διότι ενισχύουν τους οργανισμούς και επιτρέπουν την εξέλιξη των ειδών!

    Γ. Πέρα από το καλό και το κακό…

     

    Ο Wittgenstein υποστήριξε ότι οι λέξεις, τα λόγια, οι περιγραφές, όπως χρησιμοποιούνται στην επιστήμη, μεταφέρουν μόνο φυσικές σημασίες και νόημα και μπορούν να εκφράσουν μόνο γεγονότα. Μια πρόταση που περιγράφει ένα γεγονός, για παράδειγμα «έξω βρέχει», ονομάζεται περιγραφική πρόταση.
    Στη γλώσσα μας όμως χρησιμοποιούμε και άλλου τύπου προτάσεις όπως για παράδειγμα, «ο καιρός είναι καλός», ή «το σεξ είναι απολαυστικό». Αυτές οι προτάσεις δεν εκφράζουν γεγονότα της πραγματικότητας αλλά μεταφέρουν κρίσεις και εκτιμήσεις, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Για παράδειγμα μια ηλιόλουστη ζεστή μέρα μπορεί να είναι υπέροχη για κάποιον που βρίσκεται σε διακοπές, αλλά κακή για κάποιον που πρέπει να διανύσει μια μεγάλη απόσταση φορτωμένος μέσα στην έρημο, ή για κάποιον που καταστρέφονται οι καλλιέργειές του λόγω της ανομβρίας. Αυτές τις προτάσεις τις ονομάζουμε αξιολογικές προτάσεις και εκφράζουν έμμεσα ή άμεσα ένα αίσθημα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας.

    Μιλώντας για διαστροφή, και αναζητώντας να προσδιορίσουμε ποιες πράξεις είναι διαστροφές, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να αποδοκιμάζουμε εμμέσως τις πράξεις αυτές. Ο όρος διαστροφή από μόνος του, είναι ένας αξιολογικά φορτισμένος όρος που δεν περιγράφει στην ουσία κάποια πραγματική κατάσταση, πράξη ή γεγονός. Λέγοντας «αυτός είναι διεστραμμένος» διατυπώνουμε μια αξιολογική πρόταση, μια κρίση.

    Κανένα γεγονός από μόνο του (και καμιά πράξη) δεν είναι καλό ή κακό (Πελεγρίνης, 1991). Το ίδιο ισχύει και για τις σεξουαλικές πράξεις. Με αυτό το δεδομένο καμιά σεξουαλική πράξη δεν μπορεί να περιγραφεί ως αντικειμενικά υγιής ή διεστραμμένη, χωρίς η περιγραφή αυτή να μεταφέρει την υποκειμενική κρίση, ή αξιολόγηση, αυτού που την κάνει. Υπάρχουν συνήθεις και ασυνήθεις σεξουαλικές προτιμήσεις, προτιμήσεις που συναντώνται συχνά και προτιμήσεις που είναι σπάνιες ή λιγότερο σπάνιες. Αυτό όμως είναι μια στατιστική καταγραφή. Δεν έχει να κάνει με το φυσικό ή το αφύσικο και με το καλό ή το κακό. Το να διαπιστώνουμε ότι κάποιος είναι καπνιστής, ή χορτοφάγος, ή κολυμβητής, ή φετιχιστής, ή ζωόφιλος, περιγράφει μια συνήθεια και μια προτίμηση, αλλά αυτό είναι ηθικά αδιάφορο.

    Γίνεται ηθικά ενδιαφέρον αν η προτίμηση και η συνήθεια του άλλου, προσκρούει σε κάποια μεγάλη αρχή που έχουμε υιοθετήσει και αποδεχτεί. Για παράδειγμα αν πιστεύουμε ότι είναι σωστή η πρόταση «το κάπνισμα βλάπτει την υγεία του καπνιστή και όσων βρίσκονται τριγύρω του», μπορούμε να θεωρήσουμε αθέμιτο το να καπνίσει κάποιος δίπλα μας, εφ’ όσον πιστεύουμε ότι το κάπνισμα θα μας προξενήσει βλάβη και κάτι τέτοιο βεβαίως δεν το θέλουμε.
    Συνεπώς, η συνήθεια και η προτίμηση του καπνιστή, μας αφορά ηθικά από τη στιγμή που πιστεύουμε ότι από την πράξη του θα προκληθεί κάποια συνέπεια η οποία (με βάση την πεποίθηση ή την αρχή μας) θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, εν προκειμένω θα βλάψει, χωρίς τη θέλησή μας, το αναπνευστικό μας σύστημα.

    Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις σεξουαλικές πράξεις που αποδοκιμάζουμε. Η αποδοκιμασία, δεν έχει να κάνει με την πράξη καθεαυτή, αλλά με κάποια ηθική αρχή που θεωρούμε ότι παραβιάζεται ως συνέπεια της πράξης αυτής, ή με τη πρόκληση κάποιας βλάβης που θεωρούμε ότι συμβαίνει. Για παράδειγμα η εκμετάλλευση ενός προσώπου από άλλο πρόσωπο, η μη συναινετική άσκηση σωματικής ή λεκτικής βίας, η πρόκληση ανεπιθύμητου πόνου, ο καταναγκασμός, η απαγωγή, η δουλεία, η τυραννία, η δολοφονία κλπ, θεωρούνται αθέμιτες πράξεις για κάθε ηθικό σύστημα παρόμοιο με το δικό μας, άσχετα με το αν οι πράξεις αυτές συνδέονται ή όχι με κάποια σεξουαλική προτίμηση. Το να εκμεταλλεύεται για παράδειγμα κάποιος ένα ζώο, να το χτυπάει, να το αφήνει νηστικό ή να το δένει, να του επιβάλλει την ισχύ του κλπ είναι ηθικά απαράδεκτο, άσχετα με το αν υπάρχει σεξουαλική ικανοποίηση μέσα από αυτή τη διαδικασία ή όχι.

    Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν, που βασίζεται στην Αρχή της μη Βλάβης (Mill 1859) (σύμφωνα με την οποία: οι άνθρωποι μπορούν να πράττουν όπως θέλουν, αρκεί οι πράξεις τους να μην βλάπτουν τους άλλους…) μόνο αν μια σεξουαλική πράξη έχει σαν συνέπεια την πρόκληση οποιασδήποτε μορφής βλάβης σε άλλο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης και της προσβολής του ηθικού ή αξιολογικού του συστήματος, χωρίς τη συναίνεση του προσώπου αυτού, μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά και νομικά και να θεωρηθεί αθέμιτη ή και να τιμωρηθεί, όπως κάθε άλλη πράξη που δεν σχετίζεται με το σεξ. Ο συσχετισμός με το σεξ δεν κάνει μια αθέμιτη πράξη περισσότερο ή λιγότερο αθέμιτη. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η προτεινόμενη διαγραφή των παραφιλιών από τα διαγνωστικά εγχειρίδια της ψυχιατρικής, δεν σημαίνει και την αποποινικοποίηση πράξεων που σχετίζονται με εγκληματική συμπεριφορά. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που η επίκληση ψυχικής – διανοητικής διαταραχής από τη νομική υπεράσπιση δίνει ελαφρυντικά σε εγκληματικές συμπεριφορές όπως για παράδειγμα ο βιασμός ενός παιδιού.

    Στο ερώτημα λοιπόν αν υπάρχουν διαστροφές, η απάντησή μου είναι αρνητική. Δεν υπάρχουν διαστροφές. Αυτό που υπάρχει είναι συνηθισμένες και λιγότερο συνηθισμένες σεξουαλικές προτιμήσεις και πράξεις χωρίς καμιά αξιολογική ή ηθική βαρύτητα. Ήδη τα τελευταία χρόνια γίνεται συζήτηση απάλειψης του όρου διαστροφή ή παραφιλία (ή οτιδήποτε σχετικό) από το σεξουαλικό λεξιλόγιο (Primotatz 1999, Gray 1978). Πολλοί φιλόσοφοι έχουν υποστηρίξει ότι ο όρος «διαστροφή» είναι αδόκιμος (Priest 1997) και πρέπει να υποκατασταθεί με τον όρο σεξουαλική διαφορετικότητα (LeMoncheck 1997).

    Συνοψίζω, υπογραμμίζοντας, ότι καμιά σεξουαλική πράξη από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή. Αν όμως ως πρόθεση και συνέπεια της πράξης είναι να προκληθεί (μη συναινετική) βλάβη, ή να προσβληθεί (χωρίς συναίνεση) το ηθικό – αξιολογικό σύστημα του άλλου ή των άλλων που συμμετέχουν σε αυτή, τότε ενέχεται θέμα αποτίμησης τόσο των προθέσεων όσο και του αποτελέσματος. Η πρόκληση βλάβης όπως και η προσβολή ηθικών αξιών οποιουδήποτε ηθικού συστήματος, είναι αθέμιτη και αποδοκιμαστέα άσχετα με τις σεξουαλικές μας προτιμήσεις.

    (http://alkisgounaris.com/archive/?p=340)
     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    1.

    OI ΕΝΟΡΜΗΣΕΙΣ

    Πρόκειται για δυναµικές διαδικασίες, µε τη µορφή ώσεων. Oι ενορµήσεις κατά Freud σχετίζονται µε το αντικείµενο, πάνε στο αντικείµενο. Χαρακτηρίζονται από ένα σκοπό ο οποίος είναι ο κατευνασµός των εντάσεων (εσωτερικές τρικυµίες). Έχουν δε µια οργανική (σωµατική) πηγή την οποία µπορεί να συνιστά η διέγερση ενός οργάνου π.χ. στοµατικός βλεννογόνος. Κατά τον Freud ο σκοπός και το αντικείµενο της σεξουαλικής ενόρµησης (όπως και της επιθετικής) µεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης. Υποστηρίζει ότι οι ενορµήσεις ενυπάρχουν από τη γέννηση και καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής όπου εξελίσσονται και ωριµάζουν. Eίναι χάρη στο αντικείµενο που η ενόρµηση φτάνει στον σκοπό της. Πιο συγκεκριµένα η ενορµητική διέγερση προέρχεται έσωθεν (εσωτερικό του οργανισµού) και αντιστοιχεί σε µια ανάγκη η οποία σβήνει µε µόνο την ικανοποίηση της. Η ενορµητική διέγερση προέρχεται (πηγή) από το εσωτερικό του οργανισµού (ώση) και αντιστοιχεί σε µια ανάγκη που κορέγνυται, όταν υπάρχει το αντικείµενο. Υπάρχει πληθώρα ενορµήσεων στο µέτρο κατά το οποίο υπάρχει πληθώρα ερωτογενών ζωνών. Πρόκειται για τις µερικές ενορµήσεις π.χ. στοµατική, πρωκτική, γενετήσια.
    Μερικές ενορµήσεις: Επιχειρούν πρωτίστως κατά την προοιδιπόδεια φάση της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης (το Εγώ δεν έχει ακόµα συγκροτηθεί). Πρόκειται για διάφορες συνιστώσες του σεξουαλικού ενστίκτου, οι οποίες παίρνουν ως αντικείµενο για να ικανοποιούνται ένα µερικό αντικείµενο (π.χ. στήθος, κόπρανα, φετίχ).
    Εν κατακλείδι: Οι µερικές σεξουαλικές ενορµήσεις των προοιδιπόδειων σταδίων της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης στοχεύουν στα µερικά αντικείµενα .
    Παραδείγµατα: Η στοµατική (µερική) ενόρµηση έχει ως (µερικό) αντικείµενο ότι την κατευνάζει (ικανοποιεί) π.χ. τον µαστό. Η κοπροφιλική (µερική) ενόρµηση έχει ως (µερικό) αντικείµενο ότι την κατευνάζει , π.χ. τα κόπρανα. Η ηδονοβλεπτική (µερική) ενόρµηση έχει ως ικανοποιούν (µερικό) αντικείµενο τη θέα µιας ερωτικής πράξης κλπ. Οι µερικές ενορµήσεις, προεξάρχουσες στη ναρκισσιστική φάση (προοιδιπόδεια) βρίσκουν ικανοποίηση, η καθεµιά για λογαριασµό της, στο ίδιο το σώµα του υποκειµένου.
    Ναρκισσισµός : Πρόκειται για την αγάπη η οποία στρέφεται προς στην εικόνα εαυτού του υποκειµένου: Αφορά στις «επί εαυτώ» επενδύσεις των µερικών σεξουαλικών ενορµήσεων. Υπάρχουν 3 µορφές αγάπης του εαυτού οι οποίες διαδέχονται η µια την άλλη :

    -Ο Αυτοερωτισµός
    -Ο πρωτογενής ναρκισσισµός
    -Ο δευτερογενής ναρκισσισµός
    -Περίοδος του αυτοερωτισµού : αντιστοιχεί στην περίοδο της πολύ πρώιµης βρεφικής ηλικίας, κατά την οποία το βρέφος ζει το σώµα του ως κάτι σκόρπιο , κατακερµατισµένο Εδώ οι µερικές ενορµήσεις είναι σκόρπιες και αυτές. Ικανοποιούνται (µερικώς) µέσω των διαφόρων (µερικών) οργάνων π.χ. η στοµατική µερική ενόρµηση ικανοποιείται µέσω του βλεννογόνου του στόµατος. Το ίδιο το όργανο το οποίο αποτελεί την πηγή της ενόρµησης συνιστά και το αντικείµενο της ικανοποίησης . Οι µερικές ενορµήσεις στο στάδιο του αυτοερωτισµού ικανοποιούνται η καθεµιά για δικό της λογαριασµό χωρίς να υπάρχει µια συνολική οργάνωση. Είναι συγκεντρωµένες στο Εκείνο, το οποίο αποτελεί κατά Freud το σύνολο των πρωταρχικών µας ενορµήσεων οι οποίες υπακούουν στην αρχή της ευχαρίστησης (κάνω ότι µε ανακουφίζει). Ακόµα δεν υπάρχει κανένα ίχνος σχηµατισµού του Εγώ, εποµένως λείπει η σχέση µε την πραγµατικότητα. Στο µέτρο κατά το οποίο εδώ το βρέφος ζει χωρίς µια συγκροτηµένη αίσθηση εικόνας σώµατος και χωρίς ένα σχηµατισµένο Εγώ , δε µπορεί ούτε το σώµα του ούτε το Εγώ του να αποτελούν αντικείµενα λιβιδινικών επενδύσεων. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου το βρέφος δε µιλάει δεν έχει πρόσβαση στην οµιλία, δεν κάνει τη διάκριση ανάµεσα σε αυτό το ίδιο και τον εξωτερικό κόσµο (δεν διακρίνει Εγώ-µη Εγώ ),δεν έχει ακόµα µια δοµηµένη ταυτότητα δεν είναι ένα πραγµατικό υποκείµενο. Αυτοερωτισµός: χρόνος µηδέν του βρέφους κατά τον οποίο, λείπει το αληθινό υποκείµενο. Χαρακτηρίζεται από τη πρωταρχική αγωνία του βρέφους.

    Η εν δυνάµει «επιστροφή» (παλινδρόµηση) σ’αυτήν τη φάση (αυτοερωτισµός) της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης αποτελεί πραγµατική απειλή για την ψυχική ζωή µας.

    -Ο πρωτογενής ναρκισσισµός: εµφανίζεται-και αυτός- πριν από το σχηµατισµό του Εγώ Τα Εκείνο-Εγώ είναι ακόµα αδιαφοροποίητα. Η προοδευτική εµφάνιση του πρωτογενούς ναρκισσισµού προϋποθέτει την ενοποίηση των µερικών σεξουαλικών ενορµήσεων οι οποίες µέχρι τώρα δρούσαν ανεξάρτητα . Το σώµα του βρέφους από σκόρπιο οργανώνεται ως ενοποιηµένο αντικείµενο, ως σύνολο οργάνων µεµονωµένων οργάνων. Αυτό το σώµα θ’αποτελέσει το πρώτο αντικείµενο των λιβιδινικών επενδύσεων: πρόκειται για τον πρώτο (πρωτογενή) ναρκισσισµό, έναν σωµατικό ναρκισσισµό. Πρωτογενής ναρκισσισµός: το σώµα ως πρώτο αντικείµενο αγάπης. Σε αυτήν τη φάση το βρέφος ανακαλύπτει το σώµα του. Βλέπουµε εδώ την εµφάνιση του ναρκισσισµού µε µια λειτουργία «ενοποιούσα» των µερικών σεξουαλικών ενορµήσεων : πρόκειται για την πρώτη ενοποίηση τους χάρη στην εµφάνιση του πρώτου ναρκισσισµού. Ιδού ο δοµικός ρόλος του ναρκισσισµού για την ψυχική µας ζωή.
    -Ο δευτερογενής ναρκισσισµός : εδώ το αντικείµενο αγάπης, το αντικείµενο στο οποίο στοχεύουν οι σεξουαλικές ενορµήσεις (λιβιδώς ) για να ικανοποιηθούν δεν είναι ένα (µερικό) όργανο (όπως στον αυτοερωτισµό) ούτε ένα σύνολο οργάνων (όλο το σώµα όπως στον πρωτογενή ναρκισσισµό) αλλά το Εγώ το οποίο έχει τώρα σχηµατιστεί. Στον δευτερογενή ναρκισσισµό το Εγώ επιβάλλεται στο Εκείνο (από το οποίο πηγάζουν οι σεξουαλικές µας ενορµήσεις) ως αντικείµενο αγάπης . Το Εγώ κρατάει (έχει) µια συνεχή λιβιδινική επένδυση η οποία δεν εξαντλείται ποτέ . Κατά τον Freud η ενόρµηση ψάχνει διαρκώς ένα αντικείµενο να επενδύσει (να αγαπήσει) και, όταν αρχίσει να σχηµατίζεται το Εγώ, λέει το Εγώ στο Εκείνο: «τώρα µπορείς να µε αγαπήσεις , το αντικείµενο το οποίο ήθελες είµαι εγώ» . Το Εγώ είναι το πρώτο όλο. Σε αυτήν τη φάση το βρέφος ιδιοποιείται το σώµα του (γίνεται δικό του).

    Κατά το στάδιο του ναρκισσισµού (είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς) το νεογέννητο ζει τα πάντα µ’ένα τρόπο µοναχικό αφού όλος ο κόσµος του γίνεται το Εγώ του (versus εξωτερικός κόσµος , εξωτερική πραγµατικότητα) . Αυτό διαφέρει από µια ζωή αντικειµενοτρόπο η οποία βάζει στο «παιχνίδι» ένα σύντροφο. Καθώς το Εγώ επενδύεται συνεχώς λιβιδινικά γίνεται µια τεράστια αποθήκη λιβιδούς : την ονοµάζουµε λιβιδώ του Εγώ . Κατά τη διάρκεια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης το Εγώ καλώς εχόντων των πραγµάτων δε µπορεί πλέον να «σηκώνει» το βάρος της ολοένα συσσωρευµένης σε αυτό λιβιδούς επειδή κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε νοσηρότητα (παθολογία του ναρκισσισµού) . Τότε η λιβιδώς έρχεται να δεθεί µε αντικείµενα (λιβιδώς του αντικειµένου), οπότε έχουµε εγκατάλειψη της ναρκισσιστικής παντοδυναµίας του βρέφους, διαδικασία η οποία συνοδεύεται µε ψυχικό πόνο (οδύνη).
    Τω όντι, η σχέση µας µε τους άλλους (µε το αντικείµενο) και, εν τέλει, µε την πραγµατικότητα, προϋποθέτει την απώθηση, τη λήθη των αρχαϊκών µας (φαντασιακών) δεσµών τους οποίους είχαµε µαζί της. Η ανακάλυψη (επένδυση) του αντικειµένου (ό,τι λαµβάνει χώρα πέρα και έξω από εµένα ) σηµαίνει την ανάπτυξη της έννοιας , του νοήµατος της πραγµατικότητας. Έτσι διακρίνουµε ανάµεσα σε λιβιδώ του Εγώ (ναρκισσισµός) και λιβιδώ του αντικειµένου. Η πρώτη λιβιδινική επένδυση του αντικειµένου είναι ο µαστός. Υπάρχει κίνηση ισορροπίας ανάµεσα στις δυο λιβιδινικές καταστάσεις έτσι ώστε όταν η µία εµπλουτίζεται η άλλη «φτωχαίνει» και αντίστροφα. Μια σηµαντική επένδυση επί εαυτού επιφέρει απόσυρση των δυνάµεων οι οποίες µας δένουν µε τον εξωτερικό κόσµο. Πρόκειται για µια διπλή πολικότητα της λιβιδινικής οικονοµίας η οποία επενδύει (η µάλλον θα όφειλε να επενδύει) ισόρροπα στο Εγώ και στον εξωτερικό κόσµο. Κατά την ισόρροπη λειτουργία των δυο αντιθέτων ενορµητικών κινήσεων (λιβιδώς του Εγώ και λιβιδώς του αντικειµένου) προεξάρχει η εκδήλωση της ενόρµησης της ζωής (έρως) η οποία αποτελεί την πεµπτουσία των συνδέσεων και της συνοχής στη ζωή µας . Πρόκειται για τη λιβιδινική (θετική) όψη του ναρκισσισµού. Η σχέση της λιβιδούς του Εγώ και της λιβιδούς του αντικειµένου διέπεται από την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων . Στο οικουµενικό παράδειγµα της τρυφερότητας των γονιών για τα παιδιά τους οι πρώτοι έχουν εγκαταλείψει το ναρκισσισµό τους προς όφελος των ανυπεράσπιστων µικρών τους : εδώ το µεγαλύτερο µέρος (ποσότητα) της ναρκισσιστικής λιβιδούς έχει µετατραπεί σε αντικειµενοτρόπο λιβιδώ .

    Ολοκλήρωση των ενορµήσεων: Λαµβάνει χώρα όταν οι ερωτογόνες ζώνες και οι µερικές ενορµήσεις θα υπαχθούν τελικά στην πρωτοκαθεδρία των γεννητικών οργάνων, στην υπηρεσία της αναπαραγωγής (δηµιουργία λειτουργικών αντικειµενοτρόπων σχέσεων, όπου ο άλλος αναγνωρίζεται ως αντικείµενο επιθυµίας και όχι ως εκφορτιστικό αντικείµενο ανάγκης για να «αδειάζει» πάνω του το υποκείµενο).
    Στον ενήλικα οι µερικές ενορµήσεις παρατηρούνται υπό τη µορφή των προκαταρκτικών ευχαριστήσεων (στην προκαταρκτική σεξουαλική δραστηριότητα πριν τη σεξουαλική πράξη) και στις διαστροφές (π.χ. επιδειξιµανία κλπ).

    Κατά τον Ηolder (1970), όπως αναφέρεται στον Κernberg (1995) o Freud γρήγορα διαφοροποίησε τις ενορµήσεις από τα ένστικτα. Eίδε τις ενορµήσεις ως τα σταθερά και συνεχή ψυχολογικά ελατήρια της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Αντιλήφθηκε τα ένστικτα ως βιολογικά, κληρονοµικά και διαλείποντα (ασυνεχή) καθώς ενεργοποιούνται από φυσιολογικούς και περιβαλλοντολογικούς παράγοντες. Επί παραδείγµατι η λιβιδώς είναι ενόρµηση ενώ η πείνα ένστικτο. Μολονότι ο Freud αναγνώριζε τις βιολογικές ρίζες των ενορµήσεων εντούτοις υπογράµµιζε την έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης σχετικά µε τη διαδικασία µετατροπής αυτών των βιολογικών προδιαθέσεων σε ψυχικά κίνητρα.

    συνεχίζεται...
     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    2.

    ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
    Η Ψυχαναλυτική θεώρηση

    Αυτό µέσω του οποίου η ενόρµηση ψάχνει κάποιου τύπου ικανοποίηση : µπορεί να είναι πρόσωπο, µερικό αντικείµενο(µέρος προσώπων), αντικείµενο πραγµατικό, αντικείµενο φανταστικό, πραγµατικά ή φανταστικά αντικείµενα. Κατά τον Freud το αντικείµενο της ενόρµησης δεν της είναι από την αρχή δοσµένο. Πρόκειται για µια σχέση που πρέπει να δοµηθεί .

    Ο Heidegger (φιλόσοφος) µίλησε για το “Dasein”(«το να είναι κανείς στον κόσµο») εννοώντας ότι ο εαυτός µας δεν είναι απλώς ένα υποκείµενο, αλλά αναπόσπαστο τµήµα ενός κόσµου αντικειµένων τα οποία είναι φτιαγµένα το ένα για το άλλο και δε µπορούν να νοηθούν το ένα χωρίς το άλλο. Η ιδέα των αντικειµένων µε αυτήν την έννοια είναι θεµελιωµένη στην ουσία του εαυτού µας , αποτελώντας εγγενές στοιχείο της δοµής του εαυτού και του νου µας. Ο εαυτός µας ως τµήµα του κόσµου των αντικειµένων (Dasein) είναι ένα µε το χρόνο. Μόνο αν αναφερθούµε σ’ένα δίκτυο σχέσεων που κάθε οργανισµός δηµιουργεί από τότε που γεννιέται µέχρι τότε που ολοκληρώνει τη ζωή του µπορούµε να κατανοήσουµε τον ψυχισµό. Είναι αυτό το οποίο η ενόρµηση ψάχνει να ικανοποιήσει τον σκοπό της µε αποτέλεσµα τη
    λύση της έντασης. Εδώ πρόκειται για το αντικείµενο της ενόρµησης. Κάποιες µορφές αϋπνίας µπορεί να οφείλονται στο ότι δεν υπάρχει το αντικείµενο που θα κατευνάσει την ορµή.

    Μπορεί επίσης το αντικείµενο να σχετίζεται µε την επιθυµία (αγάπη) ή το µίσος. Εδώ πρόκειται για το αντικείµενο της επιθυµίας, δηλαδή το αντικείµενο µε το οποίο το υποκείµενο σχετίζεται ολοκληρωτικά µαζί του.
    Εν κατακλείδι: ∆ιακρίνουµε ανάµεσα στο αντικείµενο της ενόρµησης και το αντικείµενο της επιθυµίας.

    Το αντικείµενο της ενόρµησης
    Είναι ποικιλόµορφο. Πολλά και διάφορα αντικείµενα δίνουν ικανοποίηση. Η σεξουαλικότητα, αρχικά τουλάχιστον, (πρώιµο ΕΓΩ) είναι διεστραµµένη (διαστροφική), δεν είναι επιλεκτική µπορεί δηλαδή ν’απευθύνεται σε οποιοδήποτε (ή σχεδόν) αντικείµενο ανθρώπινο ή µη για να ικανοποιηθεί.
    Πρώιµη Σεξουαλικότητα: Πρόκειται για αυτοερωτική σεξουαλικότητα . Το αντικείµενο της ενόρµησης είναι το ίδιο το σώµα (λύσις της έντασης µέσω των ερωτογενών ζωνών). Κατά τον Freud το αντικείµενο δεν είναι κατ’ ανάγκη ξένο :πρόκειται για οτιδήποτε µπορεί να επενδυθεί (σώµα, µέρη του σώµατος κλπ). Αρχικά η λιβιδώς ικανοποιείται (λύση της έντασης) µέσω των ερωτογενών ζωνών.
    Λιβιδώς: Στα λατινικά η λέξη libido σηµαίνει «επιθυµία», «πόθος» . Η libidο κατά τον Freud είναι η δυναµική εκδήλωση µέσα στην ψυχική ζωή της σεξουαλικής ενόρµησης. Εκδηλώνεται ως ενέργεια. Η παραγωγή της, η αύξηση της η µείωση της, ο κατακερµατισµός της, η µετάθεση της προσδιορίζει τα ψυχοσεξουαλικά φαινόµενα. Πρόκειται για µια ενοποίηση των πρωτογενών µερικών σεξουαλικών ενστίκτων. Η λιβιδώς, ως ενόρµηση, χαρακτηρίζεται κι αυτή από µια ώση, ένα σκοπό και ένα αντικείµενο.
    Ερωτογενής ζώνη : Πρόκειται για ευαίσθητες περιοχές του σώµατος (γεννητικά όργανα στόµα, στήθος, πρωκτός) οι οποίες ερεθιζόµενες προκαλούν ερωτική διέγερση (στοµατική ζώνη, πρωκτική ζώνη, ουρηθρογεννετήσια ζώνη κλπ). Κατά τον Freud oι βιολογικές πηγές των σεξουαλικών ενστίκτων ερείδονται επί της διεγερσιµότητας των ερωτογενών ζωνών.

    Στην αυτοερωτική (παιδική) σεξουαλικότητα η ενόρµηση ονοµάζεται µερική επειδή ικανοποιείται «επί τόπου» δηλαδή επάνω στο ίδιο το σώµα του ατόµου και όχι έξω απ’αυτό (ευχαρίστηση από το όργανο π.χ. τη στοµατική κοιλότητα, τον βλεννογόνο της πρωκτικής περιοχής κλπ). Στην αρχή της ζωής (ναρκισσιστικό στάδιο) το εξωτερικό αντικείµενο προξενεί µίσος στο υποκείµενο: η αναγνώριση του αντικειµένου (διαχωρισµός Εγώ – µη Εγώ) είναι µια απώλεια για το ναρκισσισµό του (την παντοδυναµία του βρέφους). Το αντικείµενο πρωτοαναγνωρίζεται µέσα από το µίσος. Αφού ξεπεραστεί το στάδιο του µίσους το αντικείµενο αναγνωρίζεται ως πηγή ευχαρίστησης, ως αντικείµενο αγάπης, αγαπώµενο, ενσωµατωµένο στο Εγώ. Το αντικείµενο πρωτοαναγνωρίζεται µέσα από το µίσος: το µίσος προηγείται της αγάπης (Freud).

    Οι περισσότερες µερικές ενορµήσεις αναφέρονται και είναι συνδεδεµένες µε µια ερωτογενή ζώνη (π.χ. η πρωκτική µερική ενόρµηση δηλαδή η ευχαρίστηση από τη δυσάρεστη οσµή και τα κόπρανα αναφέρεται στην πρωκτική ερωτογενή ζώνη). Οι µερικές ενορµήσεις ικανοποιούνται µέσω των µερικών αντικειµένων. Λειτουργούν αυτόνοµα (άναρχα) πριν τη συγκρότηση του Εγώ. Είναι ασυγκρότητες. Εδώ το αντικείµενο είναι το ίδιο το σώµα του βρέφους (αυτοερωτισµός). Βρισκόµαστε στο στάδιο του πωτογενούς ναρκισσισµού (δακτυλολειχία, αυτοψηλάφιση, αυνανισµός κλπ.).

    Κλινικό παράδειγµα

    Γυναίκα πάσχουσα από χρονικό σωµατικό νόσηµα. Στα πλαίσια αντιστάσεως στη θεραπεία εκφράζει επιθυµία διακοπή της καθώς, όπως λέει η κατάσταση του ποδιού της επιδεινώθηκε και πρέπει να ασχοληθεί µε αυτό. Φαίνεται ν’αποεπενδύει το αντικείµενο θεραπευτής και στη θέση του βάζει το σώµα (πόδι). Πρόκειται για παλινδρόµηση (καθήλωση) στο στάδιο του ναρκισσισµού. Στο στοµατικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης το αντικείµενο είναι αυτό που θρέφει (τροφή), αυτό που ενσωµατώνεται. Πρόκειται εδώ για µια στοµατική ενόρµηση αυτοσυντήρησης (διαφέρει από τη σεξουαλική) η οποία έχει να κάνει µε την ενδοβολή της τροφής.

    Όλα τα παραπάνω επισυµβαίνουν στην προοιδιπόδεια (αυτοερωτική-προγεννητική) περίοδο, κατά το στοµατικό στάδιο και πρωκτικό στάδιο ήτοι από της γεννήσεως έως τη συµπλήρωση του φλοιώδους ελέγχου των σφιγκτήρων. Εδώ, ακόµα οι ενορµήσεις είναι µερικές και στοχεύουν στα µερικά αντικείµενα ή προγεννητικά αντικείµενα (πριν το οιδιπόδειο στάδιο) σε αντιδιαστολή µε το αντικείµενο αγάπης (επιθυµίας) που είναι ολόκληρο (σε µεθύστρες φάσεις της ψυχολογικής εξέλιξης). Τα µερικά αντικείµενα είναι κυρίως µέρη του σώµατος πραγµατικά ή φανταστικά (π.χ. στήθος, κόπρανα, πέος).
    Παράδειγµα µερικού αντικειµένου: Μια γυναίκα περνάει -µέσω της ωρίµανσης -από την επιθυµία του πέους, στην οποία το αντικείµενο ταυτίζεται µε το πέος (ο άλλος είναι το µερικό αντικείµενο πέος, κατά την εξίσωση άνδρας = πέος) στην επιθυµία του ανδρός, όπου ο άλλος αναγνωρίζεται ως ολόκληρο πρόσωπο (αντικείµενο αγάπη).

    Μερικό αντικείµενο:

    Μολονότι είναι µερικό π.χ. στήθος ή κάποιο άλλο µέρος του σώµατος οπότε διαφέρει από το ολόκληρο πρόσωπο, εντούτοις µπορεί να έχουν- στην φαντασία του υποκειµένου- τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου π.χ. διωκτικό στήθος – καθησυχαστικό τροφοδοτικό στήθος κ.λ.π.

    Εν κατακλείδι, τα µερικά αντικείµενα είναι τύποι αντικειµένων στα οποία στοχεύουν οι µερικές ενορµήσεις .∆ιαφέρουν από τα αντικείµενα επιθυµίας Μπορεί να είναι µέρη του σώµατος πραγµατικά ή φαντασιωµένα (π.χ. στήθος, κόπρανα, πέος κλπ). Επίσης κάποιος µπορεί να ταυτίζει ένα πρόσωπο (άτοµο) και να το ζει ως ένα µερικό αντικείµενο (πχ περιπτώσεις οµοφυλόφιλων όπου ο σεξουαλικός σύντροφος είναι ταυτισµένος µε το πέος). Η έννοια του µερικού αντικειµένου δόθηκε από τους Κλαϊνικούς ψυχαναλυτές.). Βέβαια και ο Freud µίλησε για µερικό αντικείµενο: Το αντικείµενο της ενόρµησης (µερική ενόρµηση) είναι µερικό σε αντιδιαστολή µε το αντικείµενο της επιθυµίας το οποίο είναι ολόκληρο. Ο Freud έδειξε και τους συµβολισµούς που υπάρχουν στα διάφορα µερικά αντικείµενα : παιδί= πέος= κόπρανα= χρήµατα= δώρο.

    Κατά την Μ.Klein (1932) το µερικό αντικείµενο π.χ. το στήθος διχοτοµείται σε στήθος ιδεώδες (καλό αντικείµενο) το οποίο ικανοποιεί την επιθυµία του παιδιού και σε στήθος διωκτικό, αντικείµενο µίσους και φόβου. Η πρώτη σχέση του βρέφους (έξι πρώτοι µήνες της ζωής) είναι σχέση µε µερικά (διχοτοµηµένα) αντικείµενα, πρωτίστως το στήθος της µητέρας, διχοτοµηµένο σε στήθος ιδεώδες και στήθος διωκτικό . Η πρώτη σχέση του βρέφους λαµβάνει στη σχιζοειδή- παρανοειδή θέση.

    Το πρωτόγονο Εγώ δεν αντιλαµβάνεται τα αντικείµενα του εξωτερικού κόσµου ως ολόκληρα αντικείµενα τα οποία µπορεί να έχουν διαφορετικές πλευρές ( για παράδειγµα όταν κάποιος αντιλαµβάνεται π.χ. τον πατέρα του ως ολόκληρο αντικείµενο µπορεί να τον ζει ταυτόχρονα και ως καλό και ως κακό). Το µωρό των πρώτων έξι µηνών ζει σ’ένα κόσµο αντικειµένων ή µε κακές προθέσεις απέναντι του ή µε καλές προθέσεις (κόσµος χωρισµένος σε καλά και κακά αντικείµενα) . Το Εγώ αγαπά το «καλό» αντικείµενο και µισεί το «κακό». Στη φαντασία του υποκειµένου τα αντικείµενα, καλό και κακό, δραστηριοποιούνται αντίστοιχα ευµενώς ή δυσµενώς εναντίον του Εγώ. Εδώ το
    αντικείµενο ως διχασµένο σε καλό ή κακό δεν είναι όλο (ολοκληρωµένο) . Πρόκειται για τα πρώτα στάδια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης τα οποία χαρακτηρίζονται από πρώιµη επιθετικότητα (εναντίον του κακού αντικειµένου).

    Η παρατήρηση των νεογέννητων και των νηπίων ( Freud) έδειξε ότι σ’ αυτά τα εξελικτικά στάδια, η δυσαρέσκεια συνδέεται και είναι συνυφασµένη µε τον εξωτερικό κόσµο ενώ η ευχαρίστηση είναι συνυφασµένη µε τον ίδιο τον εαυτόν: η έδρα της δυσφορίας τοποθετείται έξω από το σώµα. Έτσι τα βρέφη αποφεύγουν τα εξωτερικά ερεθίσµατα επειδή αυτά τους προξενούν πόνο και δυσφορία. Αυτή η αντίληψη η οποία τοποθετεί τη δυσαρέσκεια εκτός εαυτού µας ακολουθεί σε όλη µας τη ζωή έτσι ώστε να διοχετεύουµε την επιθετικότητα εκτός εαυτού, και, κατ’αυτόν τον τρόπο να περιφρουρούµε το Εγώ µας. Ιδού εδώ ένα πρώτο στάδιο της ψυχικής διαδικασίας η οποία θα οδηγήσει στον σχηµατισµό του «κακού αντικειµένου». Όταν το στήθος σταµατά να τροφοδοτεί τότε συνιστά για το Εγώ του βρέφους ένα «δυσφορικό» εξωτερικό περιβάλλον οπότε το Εγώ ανακουφίζεται εκφορτίζοντας την επιθετική του ένταση. Η εκφόρτιση της επιθετικής έντασης στο αντικείµενο προξενεί ευχαρίστηση στο Εγώ. Η οποιαδήποτε διακοπή (παρεµπόδιση) µιας δραστηριότητας-τουλάχιστον στο βρέφος-µπορεί να προξενεί µια επιθετική αντίδραση. Άλλως ειπείν η µη ολοκλήρωση των πράξεων (δραστηριοτήτων) τόσο στο νήπιο όσο και στον ενήλικα προξενεί επιθετικότητα. Στις πρώιµες φάσεις της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, πριν τη διαφοροποίηση Εγώ –Μη Εγώ, παρατηρούµε στα βρέφη κινητικές εκφορτίσεις οι οποίες ισοδυναµούν µε επιθετικές εκδηλώσεις. Σε αυτά τα στάδια, επειδή δεν είναι ακόµα ξεκάθαρη η διάκριση εαυτού-εξωτερικού κόσµου, δε µπορούµε να γνωρίζουµε σε ποιόν βαθµό κάποιες επιθετικές εκδηλώσεις του βρέφους- π.χ. όταν ξύνεται-απευθύνονται στον εξωτερικό κόσµο (ετεροκαταστροφικές) ή είναι αυτοκαταστροφικές (αυτοτραυµατικές) εκδηλώσεις. Πρόκειται εδώ για αδιαφοροποίητες µάλλον- ως προς το στόχο τους- εκφορτίσεις επιθετικών φορτίσεων, Όπως και να είναι- κατά τον Riviere- φαίνεται ότι οι αυτοκαταστροφικές εκδηλώσεις ενυπάρχουν από τα αρχαϊκότερα στάδια της ύπαρξης. Η αρχαϊκή σύγκρουση του βρέφους µε τον εξωτερικό κόσµο (επιθετικότητα) αφορά στη σύγκρουση του Εγώ µε την πραγµατικότητα. Το αντικείµενο είναι η µαµά( ή τα υποκατάστατά της).

    Είναι χαρακτηριστική (κατά Klein) η φαντασία του βρέφους της πρώτης ηλικίας της ζωής του: επιθυµία του να µπει (φαντασίωση) στην κοιλιά της µαµάς του για να κλέψει το «πολύτιµο» που υπάρχει µέσα της, δηλαδή το πέος το οποίο εκείνη έχει πάρει από τον πατέρα. Εδώ υπάρχουν και οι συνεπαγόµενες ενοχές και ο φόβος αντιποίνων που εκφράζονται στο βρέφος (ή στον ενήλικα ο οποίος καθηλώνεται εδώ ) µε τη µορφή ασφυκτικού άγχους εγκλωβισµού ( θα µπει και θα εγκλωβιστεί µέσα, δεν θα µπορέσει να βγει).

    Κλινικά παραδείγµατα

    -η περίπτωση των κοριτσιών που καταφέρνουν να µένουν έγκυες , ενώ δε το θέλουν, παρά τη λήψη αντισύλληψης : «κλέβουν» τα παιδιά της µαµάς τους (κατά τη φροϋδική εξίσωση πέος = παιδί ). -γυναίκα σε ανάλυση, τρίτος χρόνος : « Όταν πήγαινα στο δηµοτικό µια µέρα χάθηκαν τα πράγµατα από ένα κοριτσάκι. Η δασκάλα έκανε έρευνες. Αγχώθηκα πολύ. Κοκκίνισα από την ντροπή µου, σαν να το είχα κάνει εγώ. Φοβήθηκα ότι θα µου το φορτώσουν εµένα». Η ασθενής εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος. Όταν η «αφεντικίνα» της έµεινε έγκυος, η ασθενής σκέφτηκε σοβαρά µήπως είχε έρθει η ώρα να αλλάξει δουλειά. Το εκσεσηµασµένο άγχος της ασθενούς στο σχολείο θα µπορούσε να παραπέµπει σε τυχόν φαντασίες κλοπής του µητρικού «πλούτου» υπόθεση που ενδεχοµένως ενισχύεται από τη ρήξη της σχέσης µε την «αφεντικίνα» όταν η τελευταία µένει έγκυος : σκέπτεται να φύγει ( αµυντικά). Η άµυνα εδώ στην υπηρεσία του «κρυψίµατος» της επιθυµίας: για να µην επιτεθεί , όπως ασυνείδητα επιθυµεί, να «κλέψει» την «αφεντικίνα».

    Κατά τον Freud αυτά τα πρώτα στάδια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης θα καταλήξουν σε µια οργάνωση – συγκρότηση των ενορµήσεων υπό την πρωτοκαθεδρία της γενετήσιας λιβιδούς (οιδιπόδεια φάση της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης πέραν του στοµατικού και του πρωκτικού σταδίου).
    Η M.Klein υποστηρίζει ότι η πρώιµη συναισθηµατική διάδραση του παιδιού µε το περιβάλλον του είναι φορτισµένη µε καχυποψία και επιθετικότητα . ∆ιατείνεται ότι η ενστικτώδης βία µαζί µε τις σεξουαλικές ενορµήσεις αποτελούν ένα γνήσιο δυναµικό που υπάρχει στο συναισθηµατικό εξοπλισµό του κάθε νεογέννητου.

    Η M.Klein εντυπωσιάστηκε από τον κόσµο των µερικών ενορµήσεων στα µικρά παιδιά, από την αντίθεση που χαρακτήριζε τις σχέσεις τους : σχέσεις ή αγάπης ή µίσους (έλειπαν οι «γκρίζες» περιοχές τα «δύο» σε «ένα») . Η Klein παρατήρησε ότι κάποια αντικείµενα του παιδιού ήταν µισητά εξαιτίας της βίας και της ωµότητας τους ενώ άλλα ήταν αγαπητά λόγω της καλοσύνης τους. Ο εσωτερικός κόσµος του µικρού παιδιού αποτελείται «κατοικείται» από καλά και κακά αντικείµενα (διχασµός του αντικειµένου σε καλό και κακό). Εντούτοις αυτήν την «πόλωση» καλό-κακό αντικείµενο τη βλέπουµε και σε πιο προηγµένα στάδια, στο κλασσικό οιδιπόδειο σύµπλεγµα. Έχουµε από τη µια την πηγή των λιβιδινικών ικανοποιήσεων, δηλαδή το αιµοµικτικό αντικείµενο επιθυµίας (καλό, συνήθως ετερόφυλος γονιός) και από την άλλη το µισητό κακό αντικείµενο (συνήθως οµόφυλος γονιός) που παρεµποδίζει την επιθυµία ( αντικείµενο επικίνδυνο και ευνουχιστικό).

    Η Μ.Klein ανάλυσε παιδιά µε σοβαρές διαταραχές και είδε ότι τα αντικείµενα αυτά είχαν έναν χαρακτήρα συγκεκριµένο, δηλαδή το διαταραγµένο παιδί τα ζούσε σαν πραγµατικές οντότητες (µε «σάρκα και οστά» ) που υπήρχαν µέσα του. Αυτός ο συγκεκριµένος «πραγµατικός» χαρακτήρας των αντικειµένων αφορά τα παιδιά και τους σχιζοφρενείς ενήλικες (π.χ. έννοια του διωκτικού αντικειµένου που παίρνει διαστάσεις µιας πραγµατικής , υπαρκτής, υλικής οντότητας µέσα τους ) αλλά είναι επίσης συνυφασµένος µε τα βαθύτερα στρώµατα του ασυνείδητου του κάθε ανθρώπου. Κατά τους πρώτους έξι µήνες της ζωής του βρέφους (σχιζοπαρανοειδής θέση κατά Κlein) η µητέρα αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα στήθος : ένα καλό στήθος τροφοδοτικό (όταν τροφοδοτεί µε γάλα) ή ένα κακό στήθος στερητικό ( όταν δεν είναι εκεί για να δώσει ). Ο πατέρας γίνεται αντιληπτός κατά τους πρώτους µήνες ως «αυτό» που απασχολεί τη µητέρα και την κρατά µακριά από το ίδιο. Έτσι το πέος στο εσωτερικό της µαµάς είναι : ένα καλό πέος όταν προστατεύει τη µητέρα (το στήθος ) για λογαριασµό του µωρού ή ένα κακό πέος όταν στερεί τη µαµά από το µωρό (την απασχολεί). Στην ίδια πρώτη περίοδο της ζωής του το µωρό ζει τους γονείς του (στήθος και πέος ) ως κακούς δηλαδή επικίνδυνους οι οποίοι απειλούν να καταστρέψουν ο ένας τον άλλο ή ενωµένους σε µια σχέση τρυφερή και δηµιουργική.

    Σε µεταγενέστερα στάδια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης τα εξωτερικά αντικείµενα γίνονται αντιληπτά µε πιο ρεαλιστικό τρόπο, σαν αντικείµενα µε διάφορες και ποικίλες πλευρές αµφοτέρων των «προσήµων» οι οποίες συνυπάρχουν(ταυτόχρονα και καλές και κακές πλευρές). Βρισκόµαστε εδώ στη φάση της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης την οποία ονοµάζουµε καταθλιπτική θέση. Εδώ προεξάρχουν η αγωνία και οι τύψεις λόγω της προηγηθείσας επιθετικότητας του υποκειµένου κατά του «κακού» αντικειµένου το οποίο κατά συνέπεια θα µπορούσε να έχει βλαφτεί ή πεθάνει από αυτήν τη βία του υποκειµένου. Στην καταθλιπτική θέση το Εγώ είναι µεν επαρκώς συγκροτηµένο αλλά ζει συγκρουσιακές στιγµές δηλαδή αντιθετικές ενορµητικές ώσεις. Εδώ δε διχοτοµεί το αντικείµενο αλλά νοιώθει ταυτόχρονα για το ίδιο όλο αντικείµενο και αγάπη και µίσος (αµφιθυµία) . Η συνισταµένη των δυο αντιθετικών ενορµητικών ώσεων (αντίθετου προσήµου) εκφράζεται από το Εγώ µέσω της σύγκρουσης. Η σύγκρουση µε τη σειρά της εκφράζεται µέσω του νευρωσικού συµπτώµατος

    Εν κατακλείδι : Στη φαντασιακή ζωή του παιδιού το αντικείµενο διχοτοµείται σε (µερικό) καλό ή κακό (π.χ. καλή µαµά, κακή µαµά) ανάλογα µε το αν βιώνεται ως ικανοποιούν (ιδεώδες, αντικείµενο της επιθυµίας ) ή στερητικό (διωκτικό, αντικείµενο µίσους και φόβου το οποίο γίνεται αντιληπτό ως κάτι κατακερµατισµένο) . Αυτό το παιδικό φαντασιακό σύµπαν το οποίο «κατοικείται» από αγωνία , φρίκη, αγάπη και εξιδανίκευση το βρίσκουµε όχι µόνο στην ψύχωση αλλά και στην οµαλή ψυχοσεξουαλική εξέλιξη στο µέτρο κατά το οποίο, ο καθένας µας έχει διατρέξει την σχιζοπαρανοειδή θέση (διωκτική κατάσταση –µερικά αντικείµενα ) για να φτάσει στην καταθλιπτική θέση (όλο αντικείµενο). Ο ψυχωτικός δεν αντιλαµβάνεται τη µητέρα του ως αντικείµενο όλον (και καλό και κακό µαζί) αλλά εξακολουθεί (όπως το βρέφος), να το αντιλαµβάνεται διχοτοµηµένο εξ’ου και το ψυχωτικό µίσος. Πρόκειται για καθήλωση στην σχιζοειδή παρανοειδή θέση ( 6 πρώτοι µήνες της ζωής). Ή έννοια της διχοτόµησης του αντικειµένου είναι ένας αµυντικός µηχανισµός του Εγώ. Πρόκειται για τον πρωτογονότερο αµυντικό µηχανισµό του µέσω του οποίου το Εγώ προστατεύεται από το άγχος. Σ’αυτήν τη θέση το Εγώ είναι ακόµα κατακερµατισµένο (πρωτόγονο, ασυγκρότητο) και προστατεύεται από το άγχος του περιβάλλοντος διχοτοµώντας το αντικείµενο. Το πεπρωµένο των καλών αντικειµένων θα είναι η ενδοβολή τους από το Εγώ (εισαγωγή εντός) ενώ η προβολή (πέταγµα προς τα έξω) αποτελεί το πεπρωµένο των κακών αντικειµένων. Έτσι περιφρουρείται η ασφάλεια και συγκρότηση του Εγώ (σχετίζοµαι µε τα «καλά» και επιτίθεµαι στα «κακά») µε αποτέλεσµα τη διατήρηση του εξιδανικευµένου αντικειµένου το οποίο, µέσω της διχοτόµησης ξεχωρίζει από το στερητικό (κακό, ευνουχιστικό) αντικείµενο.

    Η έννοια της διχοτόµησης του αντικειµένου (Klein) ερείδεται επί της έννοιας της διχοτόµησης του Εγώ η οποία εισήχθη από τον Freud για την κατανόηση πρωτίστως της ψύχωσης. Σε κάθε ψύχωση, ακόµα και την πιο βαθιά, συναντάµε την ύπαρξη δυο ψυχικών τάσεων :

    -µια κανονική, φυσιολογική τάση η οποία λαµβάνει υπόψη της την πραγµατικότητα (τη δέχεται)

    -µια άλλη τάση η οποία «ξεκόβει» το Εγώ από την πραγµατικότητα (διάψευση). Από αυτή την τάση προκύπτει µια καινούρια παραληρητική πραγµατικότητα (ή νεοπραγµατικότητα, δηλαδή το παραλήρηµα του ψυχωτικού) .

    Οι δυο αυτές αντίθετες τάσεις συνυπάρχουν µέσω της σχάσης (διχοτόµησης) του Εγώ χωρίς η µια (διχοτοµηµένη) πλευρά του Εγώ να συγκρούεται µε την άλλη. Πρόκειται δηλαδή για µια ασυγκρουσιακή και άρα ασυµπτωµατική κατάσταση. Έχουµε εδώ δυο παράλληλες τάσεις οι οποίες συνυπάρχουν παράλληλα, ανεξάρτητα, χωρίς η µια να επηρεάζει την άλλη (η µια αγνοεί την ύπαρξη της άλλης) .

    Λέγοντας ασυµπτωµατική εννοούµε τη µη συγκρότηση του νευρωτικού συµπτώµατος όπου αυτό προκύπτει ως το αποτέλεσµα της σύγκρουσης ανάµεσα σε δυο αντιφατικές φάσεις ενός Εγώ όλου και συγκροτηµένου και όχι ενός διχοτοµηµένου (διπλού) Εγώ. Η διχοτόµηση και η διάψευση είναι προεξάρχοντες αµυντικοί µηχανισµοί στην ψύχωση: ο ένας φέρνει τον άλλον. Το µικρό παιδί (αγόρι) όταν αντιληφθεί την απουσία του πέους στο κορίτσι ( γυναικείος, µητρικός ευνουχισµός) κατακλύζεται από άγχος (άγχος ευνουχισµού) οφειλόµενο στη συνειδητοποίηση : «µπορεί κι εγώ κάποτε να το χάσω». Τότε το Εγώ του υπόκειται σε ένα καταιγισµό διαταραχών και αµύνεται στο άγχος της απώλειας (του πέους) διχαζόµενο (διασχιζόµενο). ∆υο πράγµατα επιτυγχάνονται τότε σ’ένα επίπεδο ψυχικής οικονοµίας : -από τη µια πλευρά, η µια τάση (ή συνειδητή πλευρά του διχοτοµηµένου Εγώ) δέχεται και
    αναγνωρίζει την έλλειψη του πέους στη γυναίκα εποµένως εν µέρει κρατιέται η επαφή µε την πραγµατικότητα. -από την άλλη πλευρά, η άλλη τάση ( η ασυνείδητη παράλληλη πλευρά του διχοτοµηµένου Εγώ ) διαψεύδει την αντίληψη του αυτή καθαυτή η οποία δείχνει την έλλειψη του πέους στο γυναικείο γεννητικό όργανο, εποµένως ικανοποιείται η ενόρµηση. Μέσω της διάψευσης αµβλύνεται το ενδεχοµένου τιµωρίας στο αγόρι (άµβλυνση του άγχους) οπότε αυτό µπορεί να συνεχίσει π.χ. ν’ αυνανίζεται.

    Η διχοτόµηση του Εγώ είναι ένας διχασµός του Εγώ (του ατόµου) µπρος στην πραγµατικότητα. Πρόκειται για µια δυαδικότητα του ΕΓΩ µπρος στο γυναικείο ευνουχισµό ο οποίος , από τη µια αναγνωρίζεται πλήρως και την ίδια στιγµή (ταυτόχρονα) διαψεύδεται εντελώς . Ανάµεσα στις δυο τάσεις δεν εγκαθίσταται διαλεκτική σχέση (δεν υπάρχει σύγκρουση). Κατά τον Freud πρόκειται για µια «πανουργία» του ΕΓΩ του µικρού αγοριού µέσω της οποίας βρίσκει τη λύση έτσι ώστε και να σέβεται την πραγµατικότητα (η γυναίκα δεν έχει πέος) και να µπορεί ικανοποιεί την ενόρµηση (διάψευση του γυναικείου ευνουχισµού, η γυναίκα έχει πέος) οπότε προστατεύεται από το άγχος ευνουχισµού. Τότε είναι σε θέση να µπορεί να ικανοποιείται σεξουαλικά (έχει το πέος στη θέση του ). Πρόκειται για µια επιτυχία του Εγώ µε κόστος (τίµηµα) τη διάσχιση του δε δυο. Μέσω της σχάσης του Εγώ η απώλεια του αντικειµένου ταυτόχρονα αναγνωρίζεται και διαψεύδεται.

    Το µικρό παιδί βλέπει την έλλειψη του πέους στη γυναίκα. Η θέα των οργάνων της γυναίκας τον πείθει ότι πράγµατι η απειλή της τιµωρίας είναι πραγµατική : και αυτό το ίδιο θα µπορούσε να χάσει το πέος του αφού, όπως φαντάζεται, και εκείνη κάποτε το είχε και το έχασε. Αυτή θα µπορούσε να είναι η τιµωρία από τον πατέρα αν συνεχίσει π.χ. ν’ αυτοϊκανοποιείται. Πρόκειται για µια «λύση» του υποκειµένου (του ατόµου) απέναντι στο νόµο.

    Εν κατακλείδι η διχοτόµηση του Εγώ: είναι η προστασία του από το άγχος του ευνουχισµού µέσω της σχάσης του . Ας σηµειωθεί ότι το µικρό αγόρι ζει το άγχος του ευνουχισµού ακόµα και όταν ο πατέρας του είναι «ήπιων τόνων» και δεν «πείθει» ως προς τις τιµωρητικές διαθέσεις του. Σε αυτές τις περιπτώσεις το φοβικό αντικείµενο (όπως στην περίπτωση της φοβίας του αλόγου του µικρού HANS) υπάρχει ως υποκατάστατο του «ήπιου» πατέρα.

    Συµπερασµατικά: Στον φαντασιωσικό κόσµο του µικρού παιδιού προεξάρχουν το άγχος, ο τρόµος, το µίσος, η εξιδανίκευση. Το βρέφος κατά τους πρώτους µήνες της ζωής του δεν κοιτάζει τη µαµά του ως ολόκληρο αντικείµενο, αλλά ως διχοτοµηµένο (καλό – κακό). Πρόκειται για την παρανοειδή θέση (έξι πρώτοι µήνες της ζωής κατά Klein) την οποία βρίσκουµε στη ψύχωση.

    Σηµειώνουµε ότι κατά την εξελικτική περίοδο των µερικών ενορµήσεων και των µερικών αντικειµένων, το αντικείµενο υπάρχει µόνο για την ικανοποίηση των αναγκών του υποκειµένου. Αρχικά η λιβιδώς επενδύει το Εγώ (λιβιδώς του Εγώ). Βρισκόµαστε στη φάση του πρωτογενούς ναρκισσισµού όπου το Εγώ καθίσταται το πρώτο αντικείµενο λιβιδινικής επένδυσης. Πρόκειται για την έννοια του ναρκισσιστικού αντικειµένου. Εδώ πρόκειται για µια υπαρξιακή ανάγκη η οποία απευθύνεται σε ένα πραγµατικό αντικείµενο, το γάλα για το βρέφος. Η ανάγκη αυτή εκφράζεται µέσα από την πείνα. Πρόκειται για µια βασική, ενστικτώδη ανάγκη, την ανάγκη να πιεί γάλα. Όµως κάποιος µπορεί να έχει στοµατικές σεξουαλικές φαντασιώσεις (πχ «θα σε φάω») οπότε οργανώνει µια στοµατική αντικειµενοτρόπο σχέση .

    Ο Freud διακρίνει µεταξύ των ενορµήσεων αυτοσυντήρησης (ανάγκες) και των σεξουαλικών ενορµήσεων (αληθινές ενορµήσεις). Οι σεξουαλικές ενορµήσεις ερείδονται επί των ενορµήσεων αυτοσυντήρησης. O θηλασµός αφορά σε µια βασική ενστικτώδη ανάγκη. Η διαδικασία του θηλασµού είναι ευχάριστη (ευχαρίστηση της θερµότητας του σώµατος, της υγρής υφής του γάλακτος, της γεύσης του) . Η ανάµνηση παραµένει στα χείλη και έτσι δηµιουργούνται ερωτικά σηµεία, ερωτογενή, που προκαλούν ερωτική ικανοποίηση. Αυτή η ανάµνηση και η ικανοποίηση που ανακαλεί αυτονοµείται, αποσυνδέεται από την ενστικτώδη όρεξη, την (ανάγκη) του θηλασµού. Έτσι το βρέφος πιπιλάει µολονότι δεν πεινάει. Επιθυµεί τη (σεξουαλική) ευχαρίστηση που του προσφέρει ο µαστός ενώ δεν έχει ανάγκη να πιει γάλα. Σιγά-σιγά η σεξουαλικότητα διαφοροποιείται από το ένστικτο. Η σεξουαλική ευχαρίστηση συνδέεται µε αυτήν που προκύπτει από το πιπίλισµα του µαστού. Το βρέφος αναζητά µε κάθε τρόπο την επανάληψη αυτής της ευχαρίστησης την οποία θυµάται. Μπορεί να πιπιλάει οτιδήποτε ή ακόµα και να φαντάζεται την ύπαρξη µαστού. Κοντολογίς ο Freud διαχωρίζει την ανάγκη από τη σεξουαλική ευχαρίστηση.

    Εν κατακλείδι, η σεξουαλική δραστηριότητα στηρίζεται καταρχήν σε µια από τις λειτουργίες αυτοσυντήρησης αλλά πολύ αργότερα η σεξουαλική ευχαρίστηση διαχωρίζεται απ’ αυτήν. Όταν βλέπουµε ένα παιδί που έχει χορτάσει, αφήνει τον µαστό γέρνει προς τα πίσω και αποκοιµιέται µε κόκκινα µάγουλα και ευτυχισµένο χαµόγελο αυτή η εικόνα είναι το πρότυπο της σεξουαλικής ευχαρίστησης στη µετέπειτα ζωή.

    συνεχίζεται...
     
  12. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Το µεταβατικό αντικείµενο

    Η έννοια αυτή εισήχθη από τον P.W. Winnicott. Αφορά σ’ένα αντικείµενο πραγµατικό, συγκεκριµένο, ένα κάποιο πράγµα το οποίο έχει µια εκλεκτική αξία για το βρέφος και το µικρό παιδί (π.χ. ένα αρκουδάκι, κουκλίτσα, κοµµάτι της κουβέρτας, µια πετσετούλα την οποία χαϊδεύει, γλύφει κλπ) ιδιαίτερα την στιγµή που αποκοιµιέται. Μπορεί όµως να είναι µια µελωδία ή µια ιδιαίτερη χαρακτηριστική χειρονοµία. Συχνά το µεταβατικό αντικείµενο βρωµίζει µε το χρόνο ή βρωµάει αλλά το παιδί το κουβαλάει µαζί του πάντα. Οι γονείς του αναγνωρίζουν την αξία του για το παιδί και του επιτρέπουν να είναι βρώµικο. Αν το έπλεναν αυτό θα αποτελούσε ρήγµα στη συνέχεια της εµπειρίας του παιδιού και θα καταστρεφόταν ο συµβολισµός και η αξία του (άµυνα κατά της καταθλιπτικού τύπου αγωνίας). Το παιδί ανακαλύπτει από µόνο του το αντικείµενο χωρίς να του το δώσει ή υποδείξει κάποιος άλλος: το µεταβατικό αντικείµενο δεν παρέχεται ούτε δωρίζεται.

    Αποτελεί αποκλειστική επιλογή και ανακάλυψη του παιδιού. Συνιστά την πρωταρχική ανακάλυψη του ανθρωπίνου είδους. Σε αυτήν θα στηριχτεί όλη η µετέπειτα δυνατότητα του ανθρώπου για δηµιουργικότητα. Η ανακάλυψη αυτή συνδέεται µε την ικανότητα του παιδιού να αποδίδει σ’ένα παιδί µε ένα συµβολικό τρόπο ιδιότητες που δεν έχει. Το αντικείµενο αυτό το ονοµάζουµε µεταβατικό γιατί το παιδί το ανακαλύπτει προκειµένου να πραγµατοποιήσει µια µετάβαση από τη συγχωνευτική σχέση µε τη µαµά στην απουσία της. Για παράδειγµα, το παιδί διαλέγει ένα αρκουδάκι που βρίσκει στο περιβάλλον του και το οποίο θέλει να έχει µαζί του σε µια προσπάθεια να αναπληρώσει το κενό που αφήνει η µητέρα τις στιγµές που απουσιάζει. Το αντικείµενο αυτό µπορεί να γίνει το υποκατάστατο του µητρικού αντικειµένου σε κάποιες φάσεις της ζωής του. Σε αυτά τα πρώιµα στάδια το να φτάσει ο ψυχισµός να κάνει αυτό το άλµα, να αρχίσει δηλαδή να αποδίδει συµβολικά ιδιότητες σ’ένα αντικείµενο τις οποίες αυτό δεν έχει, αποτελεί την απαρχή µιας ικανότητας. Πρόκειται για τη δυνατότητα του ψυχισµού να ανακαλύπτει και να αποδίδει συµβολικά στα πράγµατα ιδιότητες που δεν έχουν: πρόκειται για την απαρχή της ανθρώπινης δηµιουργικότητας. ∆εν είναι το (µεταβατικό) αντικείµενο που ενδιαφέρει, αλλά η εµφάνιση αυτής της λειτουργίας του παιδιού να αποδίδει σε αντικείµενα συµβολικές ή µεταφορικού τύπου ιδιότητες.

    Κατά τον Winnicott το παιδί καταφεύγει σ’ αυτά τα αντικείµενα για να το βοηθήσουν στην µετάβαση του από την πρώτη (στοµατική) σχέση µε τη µητέρα στην πραγµατική αντικειµενοτρόπο σχέση (η µητέρα ως αντικείµενο επιθυµίας). Πρόκειται για ένα φυσικό φαινόµενο. Μιλάµε για σχέση µε το µεταβατικό αντικείµενο το οποίο εµφανίζεται νωρίς στην ηλικία µεταξύ 2-3 ετών και κρατάει µέχρι τα 6-7. Συχνά µπορούµε να δούµε το παιδί µεταξύ 4 και 12 µηνών να είναι δεµένο µ’ένα τέτοιο αντικείµενο (συχνά «χνουδωτό» πχ µάλλινο πανί) το οποίο πιπιλάει, το σφίγγει και το οποίο του είναι απαραίτητο τη στιγµή κατά την οποία πάει να αποκοιµηθεί σαν άµυνα ενάντια σε αγωνία καταθλιπτικού τύπου. Αυτό το «µεταβατικό αντικείµενο» κρατάει για πολύ καιρό την αξία του την οποία χάνει προοδευτικά. Μπορεί να επανεµφανιστεί αργότερα κυρίως σε µια φάση κατάθλιψης . Μεταβατικό αντικείµενο : πρόκειται για κάτι σχεδόν αδιαχώριστο από παιδί. Την ίδια στιγµή όµως αποτελεί για το παιδί την πρώτη κατοχή κάποιου πράγµατος που δεν είναι Εγώ (not-me possession).

    Από πλευράς λιβιδινικής η σχέση του µωρού µε το µεταβατικό αντικείµενο είναι στοµατικού τύπου. Εξελικτικά είναι µια περίοδος περάσµατος στη νοηµατοδότηση του µη Εγώ (του άλλου) , της ετερότητας (διαφοροποίηση Εγώ-µη Εγώ ) κίνηση προς τις αντικειµεντρόπες σχέσεις. Είναι ένα αντικείµενο (µεταβατικό) το οποίο τοποθετείται στη µέση (ενδιάµεσο) ανάµεσα στο υποκειµενικό (στο Εγώ) και το 19 αντικειµενικό (Μη-Εγώ). Πρόκειται για ένα ενδιάµεσο πεδίο το οποίο δεν ανήκει ούτε στην εσωτερική πραγµατικότητα (δεν είναι ψευδαίσθηση) ούτε στην εξωτερική (το παιδί δεν το καταλαβαίνει ως ερχόµενο απ’έξω). Αφορά στην ικανότητα του παιδιού ν’αναγνωρίζει ένα αντικείµενο ως Μη-Εγώ και να το τοποθετεί στο «µέσα» του, στο «έξω» του ή στις παρυφές (στο όριο) του. Σηµασία δεν έχει τόσο το µεταβατικό αντικείµενο αυτό καθεαυτό όσο η (µεταβατική) λειτουργία του.

    Έτσι το µεταβατικό αντικείµενο (µεταβατικό φαινόµενο) κοµίζει, από την αρχή της ζωής µας, κάτι το οποίο θα µείνει για πάντα σηµαντικό για εµάς: Πρόκειται για την ικανότητα µας να παραµένουµε σε µια ενδιάµεση σφαίρα ανάµεσα στο όνειρο και στην πραγµατικότητα, ενδιάµεση περιοχή εµπειρίας ανάµεσα στο πιπίλισµα του δακτύλου (Εγώ) και το γούνινο αρκουδάκι (µη Εγώ), ανάµεσα στον στοµατικό ερωτισµό και την αντικειµεντρόπο σχέση. Το µεταβατικό αντικείµενο αναπαριστά αυτήν ακριβώς τη µετάβαση. Μεταβατικός (ενδιάµεσος) χώρος: Χώρος ο οποίος αφορά στην ικανότητα του παιδιού να φαντάζεται, να επινοεί, να αντιλαµβάνεται ένα αντικείµενο και να οργανώνει µαζί του µια στοργική σχέση. Το παιδί αγαπά µε πάθος αυτό το αντικείµενο το οποίο (αντικείµενο) χρειάζεται και να επιβιώσει από το µίσος του. Το µεταβατικό αντικείµενο επενδύεται τόσο από ναρκισσιστική λιβιδώ (επένδυση στο Εγώ) όσο και από αντικειµενοτρόπο (επένδυση στο µεταβατικό αντικείµενο). Το παιδί χρησιµοποιεί το µεταβατικό αντικείµενο µόνο όταν το εσωτερικευµένο αντικείµενο (µαµά) είναι ζωντανό, πραγµατικό και επαρκώς καλό (τροφοδοτικό). Αυτό εξαρτάται από την ποιότητα της µητρικής φροντίδας. Αν το εξωτερικό αντικείµενο είναι κακό ή ελλιπές, το εσωτερικευµένο αντικείµενο γίνεται διωκτικό. Το παιδί το χρειάζεται ως υποκατάστατο του στήθους. Εντούτοις δεν το αναγνωρίζει ως ανήκον στην εξωτερική πραγµατικότητα. Έτσι αισθάνεται ότι «γεφυρώνει» την έλλειψη του στήθους (απογαλακτισµός) µέσω του παιχνιδιού (µεταβατικό αντικείµενο) και αυτό συντηρεί την ψευδαίσθηση της παντοδυναµίας του: στην έλλειψη του στήθους βάζει το (µεταβατικό αντικείµενο) και δεν ζει την απώλεια. Καθώς το παιδί εξελίσσεται ψυχοσεξουαλικά το µεταβατικό αντικείµενο αποεπενδύεται προοδευτικά αλλά τα µεταβατικά φαινόµενα διατηρούνται και διασκορπίζονται στον ενδιάµεσο χώρο ανάµεσα στην εσωτερική υποκειµενική πραγµατικότητα και την εξωτερική. Βρισκόµαστε εδώ στον τοµέα της κουλτούρας: τέχνη, θρησκεία, φαντασιακή ζωή, επιστηµονική δηµιουργία. Το µεταβατικό αντικείµενο (ενδιάµεσο πεδίο) δεν ανήκει ούτε στην εξωτερική ούτε στην εσωτερική 20 πραγµατικότητα.

    Πρόκειται για το χώρο στον οποίο ερείδεται ο συµβολισµός (συµβολική σκέψη). To έργο τέχνης καθίσταται ο µεταβατικός χώρος ανάµεσα στο ατοµικό και το συλλογικό ανάµεσα στην ενόρµηση και το µύθο (Green, 1990). Εν κατακλείδι : Το µικρό παιδί κατά τη φάση του διαχωρισµού Εγώ – µη Εγώ, κατά τη φάση του αποχωρισµού (από τη στοµατική σχέση µε τη µητέρα στη «πραγµατική σχέση αντικειµένου») βιώνει απώλεια. Η αναγνώριση του αντικειµένου (ετερότητα, ο άλλος) είναι ένα πλήγµα για το ναρκισσισµό του και την παντοδυναµία του. Όταν έρθει αυτή η απώλεια, το παιδί µου µέσω του µεταβατικού αντικειµένου (π.χ. κουβέρτα, µαξιλάρι, αρκουδάκι, µαλακά αντικείµενα) θα προσπαθήσει να τη γεφυρώσει. Ξαναχτίζει τη σχέση µε το µητρικό αντικείµενο µε τη βοήθεια του µεταβατικού αντικειµένου, το οποίο καλύπτει τον ενδιάµεσο χώρο (ή µεταβατικό ή δυνητικό). Το µεταβατικό αντικείµενο έρχεται να γεφυρώσει την απώλεια. Είναι ταυτόχρονα Εγώ και µη Εγώ, ένα στήριγµα, ένας ενδιάµεσος χώρος µεταξύ του Εγώ και µη Εγώ, µεταξύ του υποκειµένου και του αντικειµένου: µπαίνει ανάµεσα στις σχέσεις. Είναι µια φυσιολογική διαδικασία στις νευρωτικές οργανώσεις (το Εγώ είναι µάχιµο). Η λειτουργία του µεταβατικού αντικειµένου γίνεται κατανοητή γύρω από τρεις άξονες : -Ως ένα στάδιο της φυσιολογικής ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης του παιδιού -Ως µια άµυνα κατά του άγχους αποχωρισµού. Είναι µια διαδικασία διαφοροποίησης Εγώ –µη Εγώ . Πρόκειται για το πέρασµα του παιδιού από µια κατάσταση όπου είναι ενωµένο στο σώµα της µητέρας προς µια κατάσταση όπου µπορεί ν’αναγνωρίζει τη µητέρα ως διαφορετική απ’αυτό και να διαχωρίζεται από εκείνη. Έχουµε εδώ µετάβαση της συγχωνευτικής σχέσης (Εγώ-µη Εγώ είναι ένα) προς µια συµβολοποίηση της αντικειµενικής (εξωτερικής πραγµατικότητας) µέσω του µεταβατικού αντικειµένου

    - Ως ένα πεδίο παιχνιδιού και φαντασιακής ζωής Κλινικά παραδείγµατα: 1.Νεαρός σε θεραπεία (4η συνεδρία): «Ήµουν στο κρεβάτι όλη την ηµέρα. Κοιµάµαι πολύ, µε τα µαξιλάρια… Αυτό είναι ένα πρόβληµα. Την Κυριακή κοιµήθηκα. Το Σάββατο έπεσα στο κρεβάτι στη µία και ξύπνησα την Κυριακή το µεσηµέρι στη µία… Ξύπνησα κατά τις 11, αλλά ξανακοιµήθηκα αµέσως» Τα µαξιλάρια του ασθενούς είναι ένας ενδιάµεσος χώρος (απόσταση). « Έψαχνα να σας βρω. Γιατί δεν έχετε 21 κινητό τηλέφωνο;» Το κινητό είναι ένα ενδιάµεσο ανάµεσα σ’ αυτόν και τον αναλυτή για να πάρει κάποιον αέρα να µην είναι κολλώδης. 2.Γυναίκα σε ανάλυση (πρώτος χρόνος): Συχνά βγάζει από την τσάντα της ένα χαρτί και διαβάζει αυτό που έχει γράψει (αντί να κάνει συνειρµικές αλυσίδες). Πρόκειται για ένα ενδιάµεσο ανάµεσα στους δύο.

    Το παιχνίδι είναι µια συνιστώσα της ψυχικής ζωής-συµπεριλαµβάνει και το σώµα- σοβαρή και απαραίτητη για την ψυχοσεξουαλική εξέλιξη των παιδιών αλλά αποτελεί εξίσου ζωτικό µέρος της ζωής και της παιδείας των ενηλίκων. Είναι ένα µέσο έκφρασης και θεµελιωτή κάποιων λειτουργιών οι οποίες θα στηρίξουν την ικανότητά του για δηµιουργικότητα. Το ελεύθερο παιχνίδι είναι συνάρτηση και προέκταση των µεταβατικών λειτουργιών: από ένα άµορφο υλικό όπως ένα κοµµάτι λευκό χαρτί θα αρχίσει να δηµιουργεί νέα πράγµατα. Εδώ είναι που εκκολάπτεται συν τω χρόνω η φαντασία (αυταπάτη) και η δηµιουργική τους δεινότης η οποία εκφράζεται στους τοµείς της τέχνης, της θρησκείας, της επιστηµοσύνης κ.λ.π. Είναι ένας ενδιάµεσος χώρος ο οποίος αφορά στην ικανότητα του Εγώ να επινοεί, να αντιλαµβάνεται ένα αντικείµενο και να οργανώνει µαζί του µια στοργική σχέση. Πρόκειται για το χώρο στον οποίο ερείδεται ο συµβολισµός (συµβολική σκέψη). Έχει αποδειχτεί ότι τα παιδιά έχουν µια οµαλότερη ψυχοσεξουαλική εξέλιξη όταν στα πρώτα χρόνια αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στο ελεύθερο παιχνίδι (παρά σε οργανωµένου τύπου δραστηριότητες) Κατά τον Winnicott η δηµιουργικότητα του ενήλικου αντιστοιχεί-είναι ανάλογη- µε το δηµιουργικό παιχνίδι του παιδιού.

    Η ικανότητα για το παιχνίδι προεκτείνεται στη συνέχεια µέσα στην φαντασιακή ζωή και τη δηµιουργική δουλειά. Ο Freud υποστήριζε ότι συνεισφέρει εξαιρετικά στην ενορµητική διεργασία και αποφόρτιση των εντάσεων. Το παιχνίδι υπακούει στην αρχή της ευχαρίστησης (αρχή της ηδονής) σε αντιδιαστολή µε την κριτική σκέψη η οποία ερείδεται στην πραγµατικότητα. Το αντίθετο του παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα αλλά η πραγµατικότητα. Η σηµασία του έχει επίσης τονιστεί από κλασσικούς διανοητές. Κατά τον Schiller «ο άνθρωπος παίζει όταν είναι στην κυριολεξία άνθρωπος και είναι ολοκληρωµένος άνθρωπος όταν παίζει».Στην παιδαγωγική και στην ψυχοθεραπεία συνιστάται το παιχνίδι κυρίως για την ενίσχυση της µάθησης και την αλλαγή της συµπεριφοράς. Πρόκειται επίσης για µια δραστηριότητα των ζώων µε πρωτεργάτες τα ανώτερα θηλαστικά.


    συνεχίζεται...