Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η ιστορία του Πόθου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Απριλίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Σάρκα που ανοίγει και τα μυστικά της παραδίδει με ευκολία. Ο π... με το πέος του, συναντά την μήτρα που απ’ αυτόν δεν φύτρωσε. Το ευαίσθητο όστρακο παραδομένο ανοίγει για να δεχθεί ότι πόθησε αλλά μέχρι τώρα δεν γνώρισε. Αλλά πλάνη, η προσδοκία γιατί ο άντρας σαδιστικά αποχωρεί και το ναό με βιάση εγκαταλείπει. Τίποτα σε αυτόν τον κόσμο το δύσκολο, αμέσως δεν χαρίζεται. Στο γεμάτο, επιβλητικό και γκρίζο όργανο του, οι φρέσκοι χυμοί της δείχνουν την αγωνία για την ολοκλήρωση. Η μ... της, δίπλα με τα χέρια ψηλά, σαν τον μαέστρο που δείχνει στον οργανοπαίχτη ότι πρέπει, τον ρυθμό πιστά να ακολουθεί.


    Τα χέρια της μ... κατεβαίνουν κοφτά και πόνος και κίνηση γεννιέται. Στο χέρι της, ξύλο με καρφί μπροστάρη. Μέσα της, μυς τεντωμένος μπαίνει και στο δέρμα της κοιλιάς μέταλλο με μύτη υγρή, τρύπα ανοίγει. Πικρά, δύσοσμα και άρρωστα αέρια δραπετεύουν και αερίζουν τα σωθικά της Μαρίας. Η γονιμότητα δείχνει να ξυπνά σαν την κοιμούμενη ομορφιά. Η μήτρα για άλλη μια φορά με χαμόγελο ανοίγει, αλλά και πάλι τον επισκέπτη δεν προλαβαίνει να καλωσορίσει.


    «Αχχ γιατί μ... ;» κοριτσάκι ευτυχισμένο με τα πόδια ανοιχτά.


    Σε ένα παραμύθι που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που ο άλλος σκέφτεται, γιατί ο καθένας με τα δικά του χρώματα τις παιδικές ζωγραφιές προσηλωμένος κάνει, ποιος την μ... , που την κόρη μ..., θέλει, να κατηγορήσει για το δρόμο που ακολουθεί;


    Ένα φάντασμα καθοδηγεί, ένα φάντασμα εκτελεί και μία γυναίκα με σάρκα και οστά το ταξίδι στο όνειρο του φανταστικού της παραδείσου γεύεται με την γλώσσα της ψυχής της .


    Το παραμύθι στην κλιμάκωση βαδίζει όπως και η κάθε ιστορία που τον εαυτό της έχει ερωτευτεί. Η Μαρία βογκάει, αναπνέει, γελάει, ματώνει και στην αγκαλιά των γ... της τα χεράκια της απιθώνει.


    Και ο π... φτάνει. Μόνο που σπέρμα δεν ξεπροβάλει. Αλλά δυο μικρά χεράκια, λιλιπούτεια τις δύο πόρτες ανοίγουν. Το πανέμορφο σωματάκι, από κορμό χρόνια τώρα νεκρό απεγκλωβίζουν. Με αγάπη, ψάχνοντας την χαμένη τους στοργή, τη μήτρα της μανούλας ανοίγουν και φεύγοντας από τον τύμβο του π... , το χρόνο σκύλο κάνουν. Μπαίνει μέσα και κλείνει πίσω του απαλά την θύρα. Ξαπλώνει σε τόπο υγρό και σε εννιάμηνο λήθαργο παραδίνεται.

    Η Μαρία ξεσπά σε γέλια νευρικά και της ανακούφισης δώρα χρυσωμένα. Τα φαντάσματα φεύγουν και η εικόνα καθαρίζει. Η Μαρία στο χαλί είναι ξαπλωμένη και από πάνω της τρυφερός και αιώνια δικός της, ο Παναγιώτης. Το παιδί κοιμάται ευτυχισμένο, μέσα στα σπλάχνα της μανούλας , ανάμεσα στα ιδρωμένα τους κορμιά. Στο σπίτι και πάλι η μέρα έχει θρονιάσει και μια πόρτα κάπου κλείνει. Είναι ο Πόθος που πάλι το πεδίο Του αφήνει. Απογοητευμένος; Ίσως. Αλλά στον ώμο Του μία ηλιοπλασμένη καρδερίνα, τιτιβίζει χαρούμενη που κοντά Του ξανά βρίσκεται.


    Τρεις ακτίνες . Οι ακριβές μας ψυχές σε μια μελωδία από φως στροβιλίζονται και επιστρέφουμε σε ένα τόπο ανίερο…

    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Οι φωτιές έχουν ξυπνήσει και ψάχνουν για τροφή. Ο Κυνηγός τις φροντίζει ψιθυρίζοντας τους και προσφέροντας τους κάτι που για μια στιγμή δείχνει να αντιστέκεται.


    Η Ιχνηλάτρια όρθια κοιτάει προς τα έξω, βρίσκεται αλλού, ίσως ακόμα πίσω.


    «Τι είναι για τον Πόθο, οι άνθρωποι;» φωνή σμιλευμένη από πάγο, είχα μια ελπίδα…


    Δεν της απαντάει αμέσως. Ρίχνει ένα κομμάτι απροσδιόριστης προέλευσης, στην φωτιά του Βορρά και αυτή το δέχεται αφήνοντας μια τσιριχτή φωνούλα. Γυρνάει με την πλάτη προς τη φωτιά. Το τζάκι χάνεται από πίσω του.


    «Η ερώτηση σου δεν είναι σωστή. Θα έλεγα ότι και η προσέγγιση σου, βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Αναρωτήσου, τι πιστεύει ότι είναι για τους ανθρώπους.» η Ιχνηλάτρια γυρνάει αργά και απορημένη.


    «Τι εννοείς ;» ο σκοτεινός άρχοντας, χαμογελάει. Όταν στο πρόσωπο του σχηματίζεται αυτή η γκριμάτσα, μου θυμίζει κάποιο σαρκοβόρο, που προσπαθεί να μιμηθεί το χαμόγελο ενός παιδιού και τότε ανησυχώ.


    Η λατρεμένη μου αντιθέτως όχι.


    «Ακολούθα με, υπάρχει μια ανάμνηση, που θα σου περιγράψει καλύτερα αυτό που λέω.» ο Κυνηγός διασχίζει το τεράστιο δωμάτιο. Η φιγούρα δείχνει να μικραίνει. Ο χώρος είναι απίστευτα μεγάλος και κάθε του βήμα κοντά στα δυο μέτρα. Η Ιχνηλάτρια, αφήνει ένα στεναγμό και κινείται από πίσω του. Κορεσμός;


    Όταν φτάνω στον καθρέπτη που έχει επιλέξει και οι δύο έχουν χαθεί μέσα του. Στέκομαι για λίγο διστακτικός. Κάτι έχει αλλάξει στο χώρο πίσω μου. Γυρνάω και κοιτάω, τα πάντα μοιάζουν ακίνητα. Σα να περιμένουν να φύγω για να ξεσπάσουν. Στρέφομαι πάλι προς το γυαλί. Η επόμενη σκηνή ήδη διαγράφεται, αλλά για μια ελάχιστη στιγμή, για μια άτομη σταγόνα, διακρίνω μια διάφανη φιγούρα. Δεν της δίνω σημασία. Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να συνειδητοποιήσω. Εισχωρώ στο όνειρο…


    Ένας άντρας γύρω στα τριάντα. Ένα ωραίο και ώριμης εμφάνισης αρσενικό, βάφει μια ακίνητη κοπέλα.


    «Θα σας κάνω πολύ όμορφη Κυρία μου» , η γυναίκα δεν απαντά. Ούτε καν τα βλέφαρα της δεν τρεμοπαίζει. Δεν είναι και τόσο παράξενό. Αλλόκοτο θα ήταν αν αντιδρούσε. Θα ήταν τελείως αφύσικο για μία κούκλα, σαν αυτές που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, έστω και να αναπνέει…


    Το πρόσωπο της λευκό. Δημιουργεί βάθος στα μάτια της, ο δρόμος προς την ψυχή είναι απροσπέλαστος. Στα χείλια της, το διακριτικό χρώμα της γης. Λίγο άρωμα κάτω από τα αυτιά.


    «Θέλετε να σας βάλλω και κάπου αλλού;» περιμένει, κρατώντας το μπουκαλάκι μετέωρο. Δείχνει κάτι να ακούει και χαμογελάει. Σίγουρα ήχο που δε θα μπορούσαμε ποτέ να αντιληφθούμε.


    «Μάλιστα Αρχόντισσα μου, θέλετε κάτι ελαφρύ για απόψε. Η επιθυμία σας ευχαρίστηση μου.»


    Φεύγει και αφήνει το ομοίωμα να κάθεται στην καρέκλα. Μερικά λεπτά αργότερα επιστρέφει και στα χέρια του με τον απαιτούμενο σεβασμό μεταφέρει τα ρούχα της…


    Ο χρόνος ακούραστος αφήνει στο σκηνικό τα σημάδια του. Η κούκλα ντυμένη, με το σώμα στητό αδημονεί για τη συνέχεια. Ο υπηρέτης της, στρώνει το τραπέζι και το άρωμα της συμπληρώνεται από τις διακριτικές μυρωδιές που τοποθετούνται η μία μετά την άλλη σαν επισκέπτες πάνω στο ακριβό τραπεζομάντιλο. Τα πάντα σε αρμονία, θεατές και θιασώτες, σιωπηλοί συμπληρώνουν με την αύρα τους, το έργο του καλλιτέχνη. Τελευταίο στολίδι, ένα τριαντάφυλλο στο κέντρο του λευκού υφάσματος, που προστατεύει το σκοτεινό ξύλο του επίπλου. Όμορφο και φρέσκο ίσως στα νιάτα του, μαραζωμένο, βαδίζοντας στο γλυκό του τελείωμα. Ο άνδρας στέκεται όρθιος δίπλα από το σερβίτσιο του και περιμένει.


    «Όλα είναι έτοιμα, όποτε θελήσετε μπορούμε να ξεκινήσουμε Κυρία μου» και περιμένει.


    Ο χρόνος κάνει μια στροφή και υποκλίνεται σαν γελωτοποιός. Η κούκλα δεν έχει αλλάξει θέση, θαμπώνει με το βλέμμα της τα χρώματα του δείπνου και ο υπηρέτης περιμένει.


    Η ώρα σηκώνει το βλέμμα της απορημένη από τις μπότες του αφέντη της, αλλά τίποτα διαφορετικό δεν βλέπει. Δυο κούκλες μόνο, μια αληθινή και μία κάλπικη που περιμένει.


    Ο χρόνος ρίχνει μια κλωτσιά στις κόρες του και αυτές φωνάζουν ξαφνιασμένες, αλλά η πλαστική κούκλα δεν επηρεάζεται και ο σκλάβος ακόμα περιμένει.


    Ο καιρός νευρωτικός, σκοτεινιάζει και οι σκιές στα πρόσωπα βαραίνουν, αλλά αντίδραση καμιά, ο δούλος περιμένει.


    Οι θεατές χασμουριούνται και το σκέφτονται να φύγουν και τότε ένας ανύπαρκτος ψίθυρος την έναρξη ορίζει.


    «Ευχαριστώ Κυρία, καλή σας όρεξη» , γονατίζει και το κεφάλι του λίγο ψηλότερα από το τραπέζι φτάνει. Με τα χέρια τρώει όπως τον έχουνε προστάξει. Η ψυχρή κούκλα ατενίζει τον χώρο μπροστά της, αλλά δεν συμμετέχει στο δείπνο. Ίσως σκέψεις να την βασανίζουν…


    Τα χέρια του γεμίζουν από την υπέροχη κρέμα που έχει φτιάξει με πολύ αγάπη. Νιώθει την υφή της και τους μικροσκοπικούς της πόρους. Σαν στόματα μικρόσχημων μορφών που έχουν παγιδευτεί στη λάσπη.


    Κοιτάει δίχως να στρέψει το κεφάλι του προς τα αριστερά. Η Κυρία δεν έχει όρεξη. Το θεωρεί φυσιολογικό. Σήμερα είναι η τελευταία της μέρα. Το λουλούδι μίλησε, χλόμιασε και βαδίζει προς το θάνατο. Το ίδιο και αυτή. Αύριο πρέπει να πεθάνει. Ποιος κυρίαρχος θα το δεχόταν αυτό;


    Βάζει το δάχτυλο του μέσα στο στόμα του και το γεύεται. Η ίδια πάντα γεύση. Όπου και αν το έχει βυθίσει πριν, σε ότι και αν το έχει περάσει, στην αρχή μόνο μια διαφορετικότητα αφήνει μια αχτίδα ελπίδας να ενωθεί με τις φρέσκιες ρυτίδες των χειλιών του και μετά η ίδια πάντα γεύση. Η δική του. Το σημάδι της μοναξιάς του. Ίσως η Κυρία του επιτρέψει σήμερα να δοκιμάσει τα δάκτυλα της, με το στόμα του, ίσως…

    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 29 Μαϊου 2017
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Εφτά ημέρες η παρουσία της εδώ. Έξι νύχτες που κοιμόταν δίπλα από το κρεβάτι στο πάτωμα και αφουγκραζόταν. Ούτε την αναπνοή της δεν του χάρισε. Ούτε μια της λέξη. Το τριαντάφυλλο μαζί της, εισέβαλλε στο σπίτι. Ευωδίασε το μικρό του παλατάκι. Γεμάτο υποσχέσεις, με πολύχρωμα όνειρα, πως ίσως αυτή την φορά, να είναι διαφορετικά. Πιο ζωντανό από τα παγωμένα αεικίνητα μάτια της. Μία λέξη σχηματίζεται στο μυαλό του. Γυρνάει με σεβασμό και την κοιτάει.


    «Μάλιστα Κυρία μου. Τελείωσα. Θα μαζέψω και θα σας βοηθήσω να ξαπλώσετε» , σηκώνεται και υποκλίνεται μπροστά της.


    «Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε την παρουσία σας», μερικές λέξεις ακόμα, από το πουθενά και ένα χαμόγελο γεννιέται στα σκοτεινά του χείλη. Ένα χαμόγελο και μία λάμψη. Τρέχει και γονατίζει στα πόδια της…


    «Σας ευχαριστώ πολύ σμαραγδένια μου, σας ευχαριστώ θερμά!» και σκύβει και τις φιλάει τα δάκτυλα των ποδιών. Όπως τον πρόσταξε…


    Το φως κλειστό, ξαπλωμένος στο πάτωμα και η Ακριβή του στο κρεβάτι, χαϊδεύεται αθόρυβα με αργές κινήσεις. Φοβάται μήπως τον ακούσει. Δεν της ζήτησε άδεια. Δεν άντεχε όμως, η τελευταία της νύχτα, δεν μπορούσε. Αύριο θα έφευγε για πάντα από κοντά του. Ήταν ερεθισμένος και αφηνόταν αβίαστα στο γλυκό του ταξίδι, έτσι δεν άκουσε το μικρό θρόισμα. Το πέος του ήταν σκληρό, φανταζόταν τον εαυτό του ανάσκελα, γυμνό στο πάτωμα και αυτή όρθια από πάνω του. Η εικόνα άρχισε να τον συνεπαίρνει και πλησίαζε στο μικρό υγρό της φινάλε, όταν το χέρι της Αφέντρας του κινήθηκε απότομα και έπιασε το πρόσωπο του…


    Στην αρχή τρομάζει και μια στιγμιαία επαφή με την πραγματικότητα του προκαλεί ναυτία. Μετά όμως συνεχίζει βγάζοντας την γλώσσα έξω από το στόμα του. Το πιο ευαίσθητο και πολυποίκιλης χρησιμότητας όργανο του, έρχεται σε επαφή με το πεσμένο χέρι της κούκλας. Το μήνυμα που στέλνει το γευστικό του μέσο, στον εγκέφαλο ως πικρό, δύσκαμπτο και περισσότερο απωθητικής αισθητικής παρά ελκυστικής, ερέθισμα, εκλαμβάνεται σαν το άρωμα και την απήχηση, ενός σπάνιου λουλουδιού, που πλασμένο για ξένο κόσμο, λίγο νοιάζεται για την αποδοχή του, από το αντικείμενο και αδιαφορεί για τα πλούσια σε ποσότητα, αλλά απείρως φτωχά σε ποιότητα σάλια του.


    Διευρύνοντας το στόμιο που περικλείεται από τις λεπτές γραμμές που κάποιος θα ονόμαζε ως χείλια, προσπαθεί να αγκαλιάσει και να πλημμυρίσει με την ηδονή που τον τρελαίνει. Παίζει το ταλαιπωρημένο γεννητικό του όργανο, περνώντας από την έκσταση του δέκτη, στην φρενίτιδα του πομπού. Η εκπομπή του εκδηλώνεται, στην αρχή ως ορυμαγδός από ασύμμετρα βογκητά, εξελίσσεται στις απελπισμένες προσπάθειες ενός φάλτσου ερωτευμένου, να χαρίσει ποίηση στο ατέρμονο πάθος του και τελειώνει με μια έκρηξη ενός γαλακτώδους πίδακα που μουσκεύει τα πάντα γύρω του.

    Σπέρμα κυλάει από τον καρπό την Κυρίας . Ο άνδρας , το γλύφει και καταπίνει. Ευχαριστεί με ένα χαμόγελο και ξαναγλύφει. Με αυτή την επαναλαμβανόμενη δέηση περνάει κατεβαίνοντας τα σκαλιά στην τρυφερή προστασία του μη συνειδητού. Κοιμάται...

    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Το φως έχει τρυπώσει εδώ και ώρα μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Ο σκλάβος γονατισμένος κοιτάει την Αφέντρα που δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Γυρίζει το κεφάλι του και σταματάει στην ευθεία με το νεκρό λουλούδι. Τα φύλλα του όλα θρονιασμένα και ξερά σε ένα θλιμμένο κύκλο γύρω από το ποτήρι, που το τάιζε εδώ και εφτά ημέρες.


    Επιστρέφει το βλέμμα στην ακριβή του κοιμισμένη. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Δεν αντέχει την έκπληκτη απορία στο πρόσωπο τους όταν βάζει τέλος. Ορθοποδίζει και στέκεται για λίγο ακίνητος. Μία μέρα ακόμα;


    «Όχι» , δεν πρέπει, δεν κάνει, δεν μπορεί. Την πλησιάζει βιαστικά, πριν λυγίσει πάλι. Σκύβει και της δίνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. Δεν δείχνει η Ακριβή του να ξυπνάει. Ορθώνει το σώμα του.


    «Σας ευχαριστώ πολύ Σμαραγδένια μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτές τις εφτά υπέροχες ημέρες που μου χαρίσατε» , καμία αντίδραση στο δέρμα της.


    Ο άνδρας χαμογελάει θλιμμένα και σηκώνει τα χέρια του ψηλά, σαν να στέλνει μια τελευταία προσευχή προς τον θεό. Μόνο που τα κατεβάζει απότομα και με δύναμη. Όχι με οργή και ούτε με μίσος, αλλά με την δύναμη και την προσοχή του έμπειρου δήμιου που δεν θέλει να βασανίσει το θύμα του παρά να το απαλλάξει με την μία, από τον επίγειο δρόμο του.


    Το τσεκούρι δίνει μόνο ένα χτύπημα και το κεφάλι αποχωρίζεται από το υπόλοιπο σώμα . Η κούκλα σαν να ζωντανεύει , ίσως και από την βιαιότητα της κίνησης , γουρλώνει τα μάτια από τον τρόμο…
    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Χρώματα στο περιβάλλον είμαστε και μέσω των αδερφών μας,στα μονοπάτια κινούμαστε.


    Ο Κυνηγός, σε οτιδήποτε στην ψυχή του κίτρινο υπάρχει. Η Ιχνηλάτρια αφήνει τα ίχνη της στο λευκό και εγώ χορεύω όπου υπάρχει μαύρο. Αποφεύγουμε στην αρχή να συναντηθούμε και ο καθένας μας χαμένος στην δική του κοσμική αντίληψη υφίσταται.


    Την ημέρα , ο Άρχοντας της πλάνης τις ηλιαχτίδες συντροφεύει. Ίσως για το παρθένο φως που πολύ θα του έχει λείψει, ίσως όμως και των άπειρων των κοριτσιών την άσπιλη θωριά, να θέλει να θωπεύσει.


    Εκείνες τις ώρες τις δυσφορείς για μένα, το μαύρο νυσταγμένο είναι και τα αντικείμενα που το κουβαλούνε λίγα.


    Η Ιχνηλάτρια , σαν νύμφη που το απολυμένο μυστικό της ψάχνει σε δάση μολυσμένα, βαδίζει σε τοίχους βρώμικους και σε πλακάκια λιγδιασμένα.


    Παρατηρούμε τα τεκταινόμενα, όταν αυτά συμβαίνουν και χρωματίζουμε το σκηνικό, όταν αυτό ακίνητο με χάδια, το γέρο χρόνο του φροντίζει.


    Παρακολουθούμε και με λοξές ματιές φροντίζουμε να αποφεύγει ο ένας τον άλλο.


    Αόρατοι και ξένοι σε τόσες αναμνήσεις χαλαρώσαμε και την καλή μας προσοχή έχουμε απολέσει. Δεν Τον αντιληφθήκαμε και δεν Τον αισθανθήκαμε. Αυτόν που για την θωριά Του, στις δικές Του αναμνήσεις πορευόμαστε. Τον Πόθο που ακολουθούσε τα δικά μας ίχνη τώρα…


    Ο άνδρας διασχίζει την πόλη. Σταματάει στις βιτρίνες και παρατηρεί τα εκθέματα. Άλλοτε σαν μουσεία που τις θεές τους, θέτουν σε κοινή θέα, για τα μάτια των δεκάδων πιστών και άλλοτε, σαν φυλακές που πίσω από τα γυάλινα αδιέξοδα, κρατούν την ομορφιά και την σιωπή καθηλωμένες.


    Ζυγίζει με τα μάτια του, απορρίπτει, γοητεύεται, προσπερνά, αλλά τίποτα ακόμα στην καρδιά δεν του μιλά. Σήμερα ψάχνει για την δέκατη στη σειρά ερωμένη του Κυρά και θέλει κάτι ξεχωριστό. Δύο μέχρι τώρα του έχουν κάνει εντύπωση. Δύο από τις ακέραιες, αλλά έτσι κι αλλιώς έχει αρνηθεί την ιδέα να τοποθετήσει στον θρόνο που έχει κατασκευάσει στο σπίτι του, Αρχόντισσα που δεν κατέχει όλα τα μέλη της.


    Η μία από τις δύο κοντά μπλε μαλλιά είχε και ύφος στα σύννεφα στραμμένο. Έφηβη και κόψιμο αυστηρό, γραμμές λεπτές και σχηματισμοί νευρώδεις. Δύναμη στα μακριά της πόδια, που ζητούσαν να τον ποδοπατήσουν. Μία ατέλεια τον κρατούσε ακόμα μακριά της. Το στήθος είχε τον χαρακτήρα που προσδιόριζε την ηλικία της. Μικρό, στητό, νεανικό. Δεν το απωθούσε αυτό, αλλά οι μικροσκοπικές και νυσταγμένες της ρώγες που σίγουρα δεν έδειχναν την αυθάδεια και την υπεροψία που μια νεαρή Αφέντρα, κτήμα της θα είχε.


    Η δεύτερη μελαχρινή, με πόζα αυταρχικής δασκάλας. Κορμί στητό και το ένα χέρι προτεταμένο προς αυτόν. Σαν να τον πρόσταζε να σηκωθεί στον πίνακα. Οι γραμμές της κλειδωμένες από τα αδιάκριτα μάτια, πίσω από ρούχα που έκρυβαν τονίζοντας την δύναμη. Δεν ήταν σίγουρος όμως ούτε και για αυτήν. Ύφος δικό της ή απλά σενάριο φτιαγμένο από τους δεσμοφύλακες της πρόζας;


    Ελαφρώς απογοητευμένος έκανε την τελευταία του βόλτα προς μια βιτρίνα , που του είχε χαρίσει στον παρελθόν την χαρά. Κανόνας του όμως να αποφεύγει να «ψωνίζει» από το ίδιο μαγαζί. Απλά θα περνούσε από εκεί για να τονώσει την ελπίδα και το πάθος και να συνεχίσει να ψάχνει…

    (συνεχίζεται)
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    «Να’τος, Κυρία Ιωάννα. Αυτός είναι που σας έλεγα» , το κορίτσι, με το βλέμμα της δείχνει προς την βιτρίνα μέσα από το μαγαζί.


    Η Κυρία Ιωάννα γυρνάει αργά έως αδιάφορα προς την κατεύθυνση που τις προτείνει η κοπέλα. Τα μάτια της μεγάλα, νωχελικού αιλουροειδούς, συναντούν την εικόνα. Ένας ψηλός, περίπου ξερακιανός άνδρας, πίσω από το γυαλί. Τίποτα το σημαντικό και ίσως ικανό να αγγίξει την διάθεση της Ιωάννας. Το βλέμμα της, με μια επαγγελματική χροιά, διαγράφει την φιγούρα και ετοιμάζεται να την διαπεράσει και να κοιτάξει πίσω από αυτήν. Τελευταίος της σταθμός στο πρόσωπο του. Άχρωμες γραμμές, ρηχή προσωπικότητα και… σταματάει στα μάτια του.


    Παγώνει στο τήραγμα του. Η λάμψη των οπτικών του οργάνων, είναι τρομακτική. Μια απίστευτη ανταλλαγή ενέργειας, δύο αστέρια πύρινα που εκπέμπουν φλόγες προς το αντικείμενο που κοιτούν. Στην αντίθετη φορά δύο στρόβιλοι σχεδόν αντιληπτοί, από εικόνες του χώρου, παγιδεύονται και ανήμποροι και αιχμάλωτοι καταλήγουν στις μαύρες τρύπες του.


    Η Ιωάννα χαμογελά και οι ρυτίδες στο μέτωπο της εξαφανίζονται. Αφήνει την καρέκλα που την στήριζε και κινείται προς το μέρος του. Στο βηματισμό της, μεταμορφώνεται. Στο διακριτικά επιτηδευμένο λίκνισμα, οι προθέσεις της. Στο τίναγμα των μαλλιών της, η παγίδα. Στο στήσιμο της, στην κάσα της πόρτας που σταματά, η αυτοπεποίθηση. Στο επικίνδυνα γοητευτικό μορφασμό που αποκαλύπτεται, η ικανοποίηση του σαρκοβόρου.


    «Καλημέρα»…


    Μια φωνή ταράζει το ταξίδι του. Απορροφημένος στα υπόγεια των φαντασιώσεων, δεν αντιλαμβάνεται στην αρχή την πηγή της φωνής και κάνει να κοιτάξει προς τα πίσω. Στην ημικύκλια τροχιά που διαγράφει το κεφάλι του συναντά την παρουσία της. Χαμογελά απαντώντας στο βλέμμα της. Μία από αυτές. Χαμογελάει περισσότερο.


    «Καλημέρα και σε εσάς» , ευγένεια που δεν δηλώνει σεβασμό προς την προσωπικότητα, παρά μόνο καλή ανατροφή.


    Η Ιωάννα δεν μιλάει για μερικές στιγμές. Θέλει να του γεννήσει την αμηχανία. Σα να τον έπιασε στα πράσα και να τον φέρει σε θέση απολογίας. Συνήθως πιάνει στους άντρες που την συναντούν. Από την αντίδραση του θα μπορέσει να τον κατατάξει. Περιμένει λίγα δευτερόλεπτα με τα μάτια να φορούν τον μανδύα της προμελετημένης απορίας.


    Μόνο που ο χρόνος κυλά και αντίδραση καμιά. Το σάστισμα στο πρόσωπο της χάνει την θεατρικότητα του και άγαρμπα αληθινό γένεται. Η δική του ματιά, απροσδιόριστη. Πύλες κλειστές που δεν παίρνουν και δεν δίνουν. Πρέπει να γίνει πιο επιθετική. Ετοιμάζεται να του πει, αλλά την προλαβαίνει…


    «Τι θέλετε ;» την ερώτηση, την ίδια.


    «Εεμμμ, θέλετε κάτι; Πρόσεξα που παρατηρούσατε την βιτρίνα με ενδιαφέρον και θέλησα να σας βοηθήσω» , εκνευρίζεται με τον εαυτό της και με τον ξιπασμένο.


    «Με αναγνώρισε η βοηθός σας» , ο δρόμος προς την αλήθεια μπορεί να γίνει πιο σύντομος.


    Του χαμογελάει. Ενδιαφέρον και δεν του φαινόταν.


    «Ναι, βλέπω ότι δεν παρατηρούσατε μόνο την επιφάνεια, αλλά και τα ενδότερα», του χαρίζει ένα από τα ακαταμάχητα ναζιάρικα μειδιάματα της.


    «Έχετε δίκιο, αλλά δεν κοιτούσα στο εσωτερικό του μαγαζιού» , την αδειάζει με ειλικρίνεια.


    Η Ιωάννα οργίζεται περισσότερο, νιώθει ότι η επίθεση εξελίσσεται σε μια αποτυχία. Την προσβάλει; Ή μήπως όχι;


    «Συγνώμη τότε, αλλά ψάχνεται κάτι συγκεκριμένο. Υπάρχει κάτι που έχετε στο μυαλό σας;» δραπετεύει, στην σιγουριά του επαγγελματία.


    Την κοιτάει, ζυγίζει και διαλέγει τις επιλογές του. Γιατί όχι;


    «Ναι ψάχνω για μια κούκλα» και πόρνη να της έλεγε το ίδιο αδιάφορα θα το έκανε να μοιάζει.


    Θα ξαφνιαζόταν αν δεν της είχε μιλήσει η Φανή. Ο ζυγός γέρνει μάλλον για πρώτη φορά προς το μέρος της. Περιμένει την συνέχεια.


    «Ξέρετε ασχολούμαι με την τέχνη…» , τον διακόπτει.


    «Σοβαρά; Πολύ ενδιαφέρον μου ακούγεται » , τον αφήνει να συνεχίσει. Λίγο μόνο τον ειρμό να του ταράξει.


    «Εεε ναι, θα μπορούσε να πει κάποιος, με την τέχνη της εικονοπλασίας. Και…» , τον διακόπτει ξανά.


    «Εσείς πως θα την λέγατε;» , πιέζει απαλά την μεμβράνη που συνδέει τις σκέψεις, με τις λέξεις του.


    Νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά και κάπου βαθιά μέσα του αρχίζει να αισθάνεται όμορφα.


    «Μμμμ θα έλεγα με μια κομψή αναπαράσταση των κρυφών μας…», κάνει μια μικρή παύση για να της επιτρέψει να τον διακόψει ή να τον συμπληρώσει. Του αρνείται το δικαίωμα. Παίρνει μια λίγο πιο βαθιά από το κανονικό ανάσα και συνεχίζει.


    «…ονείρων και φαντασιώσεων» , το είπε. Μια αντίδραση της να πιαστεί;


    «Και το θέμα του;» ,με το νύχι βαραίνει την κλίση προς το μέρος της.


    «Η κυριαρχία και η υποταγή» , ξαφνικά νιώθει ευάλωτος. Κρυώνει.


    «Μου είναι οικείο το θέμα. Θα έχουμε πολλά να πούμε. Το όνομα σου;» , η τραμπάλα τον ανεβάζει ψηλά.


    «Παύλος, το δικό σας ;» ανατριχιάζει.

    «Ιωάννα»
    (συνεχίζεται)
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ο χρόνος κυλά και οι μέρες προσπερνούν τους άμοιρους θνητούς.


    Ο Κυνηγός βασιλεύει στην νικοτίνη των βιαστικών τσιγάρων. Γεύεται τον υγρό καπνό του σωματικού έρωτα. Με γέφυρα μία μαργαρίτα, πηδάει το επόμενο πρωινό , στα ασημάδευτα χέρια μίας φοιτήτριας. Δυσκολεύεται να κρατηθεί, αλλά βρίσκει ένα κίτρινο λεκέ στο δέρμα και γαντζώνεται από εκεί. Φεύγει μαζί της και για τουλάχιστον δύο ημέρες δεν τον ξαναβλέπουμε.


    Η Ιχνηλάτρια περπατά προσεκτικά στο λευκό της αθωότητας των σφοδρών επιθυμιών. Ανομολόγητοι έρωτες, που μεταμορφώνονται σε ξαφνικό άνεμο με το άγγιγμα της. Ρυτίδες απελπισίας, φωνές ικανοποίησης, δάκρυα λύπης, χαμόγελα χαράς. Ψάχνει, αναζητά, εξερευνεί, λίγο λάβδανο να βρει για το δικό της πόνο. Μάταια όμως. Ίχνος του Οδυσσέα της κανένα.


    Από πίσω διακριτικά την παρακολουθώ. Στην αντανάκλαση του άσπρου, η σκιάς της. Στα ακριβά της όνειρα, η νύχτα της. Στον ήχο της ανάσας της, η σιωπή της. Στον ανεκπλήρωτο θέλω δεν υπάρχει απογοήτευση, παρά μόνο υπομονή. Ανύπαρκτο το γιατί. Δεν ταιριάζει με την κατανόηση που μόνο η αγάπη μπορεί να προσφέρει.


    Δύο ημέρες που πέρασαν δίχως τίποτα το αξιοπερίεργο. Ο Παύλος ανήσυχος. Μίλησε μαζί της. Ώρες από το τηλέφωνο. Ανοιγόταν μαζί της, στην αρχή διστακτικά, μετά ολοένα και με περισσότερο πάθος. Ανακούφιση. Κόμποι που χαλάρωναν και ο ένας μετά τον άλλον, έπαυαν. Λύτρωση, ερμηνείες, εικόνες δικές του, άτσαλα σαν μικρό παιδί στην θέληση της παρέδινε. Με προσοχή και εμπειρία τις αξιολογούσε και τις ταξινομούσε στη σωστή σειρά. Κάποιες τις αφαιρούσε, άλλες τις ενδυνάμωνε και τα αγκάθια που χρόνια τώρα τον ενοχλούσαν, από τα χέρια της περνούσαν και χανόντουσαν.


    Την αντίθετη διαδρομή από τα λουλούδια του ο Παύλος ακολουθούσε. Το χλομό της αδιαφορίας από το πρόσωπο του έφευγε. Λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο του είπε…


    «Αύριο θα έρθω στο σπίτι σου στις έντεκα το βράδυ» , ο τόνος της δασκάλας σταματάει να υφίσταται. Ύφος αλλιώτικο και στα αυτιά του για λίγο καθυστερεί, πριν οι λέξεις στον εγκέφαλο του φτάσουν.


    «Ναι … φυσικά, θα σας περιμένω.» , δύο δευτερόλεπτα περνούν,


    «Θυμάστε που μένω;» δεν πρέπει να ξεχάσει τίποτα το σημαντικό, αν θα κλείσει, θα χαθεί!


    «Ναι θυμάμαι» , ένας ήχος που στο μυαλό του χαμόγελο μυρίζει.


    «Τότε…θα σας περιμένω, θα είμαι εδώ» , τις ίδιες λέξεις επαναλαμβάνει. Μα δεν έχει τίποτα άλλο να της πει; Κατσουφιάζει.


    «Θα τα πούμε αύριο. Καλή σου νύχτα Παύλο» , κανένα χρώμα δεν ακολουθεί. Μόνο η γραμμή που σβήνει. Κρατά το ακουστικό στο αυτί του, καθώς λογίζεται και μετά το καταλαβαίνει και το κατεβάζει και αυτός.


    Ο χρόνος περνά αργά και βασανίζει. Όταν την ευκαιρία του χαρίζουμε και τις γλυκές μας αδυναμίες, αυτός τις καταβροχθίζει σαν πεινασμένος καλικάντζαρος. Αλλά στο τέλος το κουδούνι χτυπά και ο Παύλος ανοίγει. Και του κόβεται η ανάσα…
    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Τα μάτια της σχιστά και μεγάλα, απέναντι ακριβώς από τα δικά του. Βιολετί ρευστό, σαν λίμνες από πλανήτες που ανθρώπινο μάτι ποτέ δεν πρόκειται να ανταμώσει. Το πρόσωπο μιας Ούννου με πεταχτά ζυγωματικά, σφυρηλατημένα λες από τον άγριο άνεμο της στέπας. Ο Παύλος πισωπατάει και άθελα του, αναρωτιέται πως θα στεκόταν η Αγία Γενεβιέβη , μπροστά στο άγριο ποτάμι των Ούννων, στην αρχαία Ρώμη. Τα μάτια υπνωτισμένα ακολουθούν την δική τους βαρύτητα, στο δρόμο προς τα κάτω.

    Κομμάτια από γούνα, με βία αποσπασμένα και σφιχτά ραμμένα το ένα με το άλλο, καλύπτουν ένα σώμα που γυμνό, ίσως μόνο πολεμιστές, που λίγο πριν πέσουν από το σπαθί της, να είχαν την ευτυχία να απολαύσουν. Μια ελαφριά αρματωσιά που φτάνει και σταματά στην μέση των γεμάτων της μηρών. Μυς που καβαλάνε και σφίγγουν σε σημείο ασφυξίας , την ράχη και την κοιλιά μικρών αλόγων. Πόδια χυτά που τα φαντάζετε να ξαπλώνουν μαζί με το υπόλοιπο κορμί, πάνω στην πλάτη του έμπειρου ζώου καθώς αυτό για την επόμενη κατάκτηση, καλπάζει μες την νύχτα.


    «Καλησπέρα» , φωνή με τόνο ικανοποίησης. Απορροφημένος , δεν την είχε προσέξει, αλλά αυτό δεν δείχνει να την πειράζει. Πίσω από την εικόνα που του κλέβει τον ειρμό, η Ιωάννα. Φοράει δερμάτινα, παντελόνι που τονίζει το σώμα και γιλέκο που δεν κρύβει τον χαρακτήρα. Πάνω στα βλέφαρα και ανάμεσα στις σκοτεινές σκιές, μια διακριτική νότα χρυσού. Ο Κυνηγός χαμογελά αυτάρεσκα. Γύρισε και κουβαλά τα κομμάτια του γρίφου που συμπληρώνουν την ιστορία και κάτι μου λέει ότι δεν είναι διατεθειμένος να τα μοιραστεί.


    «Δεν θα πεις να περάσουμε μέσα;» τα μάτια της φωτίζονται από κάτι εσωτερικά. Ο Παύλος κοιτάει για λίγο ακόμα σαν χαμένος και μετά ξυπνάει.


    «Φυσικά, συγνώμη, φυσικά» , καυτό αίμα κυλάει μέσα του και διακόπτες ανοίγουν.


    «Θα μας βοηθήσεις;»


    «Μάλιστα, συγνώμη» , δεν τον νοιάζουν οι λέξεις. Πλησιάζει και Την αγκαλιάζει. Το άρωμα της γεμάτο. Τη σηκώνει. Το βάρος Της παραπάνω από το κανονικό. Γεμάτη, πλούσια, ξεχωρίζει. Η Ιωάννα τον προσπερνά και περνάει το κατώφλι. Στέκεται δίπλα από την πόρτα και του κάνει χώρο. Ο Παύλος με ψήγματα λατρείας και υποψιασμένου πόθου, μετακινεί την κούκλα και μπαίνει στο σπίτι. Η πόρτα κλείνει και άλλο ένα σπίτι που κρατάει το στόμα του κλειστό, αφήνοντας την πόλη παραπονεμένη, σφραγίζει τα μάτια του…


    Καπνός, που σαν τούλι εμποδίζει την εικόνα. Ο Παύλος φυσάει και δημιουργεί ένα κενό στην αιθαλομίχλη, για να δει καλύτερα. Η αψεγάδιαστη ομορφιά τον κοιτάει αλλά δεν τον προσέχει. Η Ιωάννα τον παρατηρεί .


    «Σου έχει μιλήσει;» , ο Παύλος γυρνάει προς το μέρος της και δείχνει απογοητευμένος.


    «Όχι καθόλου, ούτε μία στιγμή.»


    Η γυναίκα ρίχνει μια ματιά στην κούκλα και του ξαναμιλάει.


    «Ίσως ξέρω το γιατί» , βλέμμα απορίας σχηματίζεται στο πρόσωπο του, βεβιασμένο χαμόγελο και αναμονή. Στο μαύρο δέρμα του παντελονιού νιώθω τον σφυγμό της, αλλά δεν γνωρίζω το γιατί. Στο λευκό άνθος που ξεχωρίζει στο τραπέζι, η Ιχνηλάτρια διακόπτει την έρευνα της και τους παρακολουθεί. Ούτε η Ακριβή μου όμως ξέρει.


    Η Ιωάννα , ανοίγει την τσάντα της και το πρώτο αντικείμενο που βγάζει, ένα κίτρινο φουλάρι. Το πετάει μπροστά στον Παύλο. Ο Κυνηγός, σαν φίδι δείχνει σε λήθαργο πεσμένος. Δεν νομίζω να λύσει την σιωπή του.


    «Γδύσου, τελείως.» , συνεχίζει να ψάχνει μέσα στη τσάντα που το βάθος της δεν αποκαλύπτει το περιεχόμενο της.


    Όπως είναι καθισμένος, σκύβει και βγάζει τα παπούτσια του. Τα τοποθετεί το ένα δίπλα από το άλλο, στην αριστερή μεριά της καρέκλας του. Σηκώνεται και ξεκουμπώνει το δικό του παντελόνι. Δείχνει προβληματισμένος.


    «Ααα όχι, από την άλλη. Δεν θέλω να δεις ακόμα» , το περίμενε. Λόγια που είχαν γίνει πρόβα. Το αυθόρμητο δεν έχει θέση στο σενάριο της.


    Ακολουθεί την εντολή της και αφαιρεί τα ρούχα του. Οι κινήσεις του απαλές, προσπαθώντας να ακούσει. Ήχος δέρματος νεκρού που τρίβεται, μεταξιού που τεντώνεται, υπόκωφου πλαστικού, κλειδώσεις που διαμαρτύρονται, στις γωνίες που πιέζονται να αποκτήσουν, παπούτσια που πετάγονται στην άκρη. Ασυνείδητα κάνει να γυρίσει. Η γύμνια του τον συγκρατεί την τελευταία στιγμή. Περιμένει όρθιος για λίγα λεπτά ακόμα, κάτι μεταλλικό κροταλίζει και προσγειώνεται με θόρυβο στον καναπέ. Αλυσίδες.


    Μια αλλαγή στην θερμότητα τον βοηθάει να αντιληφθεί. Είναι πίσω του. Περνάει τα χέρια μπροστά από το κεφάλι και του κλείνει τα μάτια, με το φουλάρι. Δοκιμάζει να τραβηχτεί.


    «Σσσς , ήρεμα αγόρι μου. Κάτσε ήσυχος, για λίγο θα είναι» , τον καθησυχάζει. Το δένει με δύναμη από πίσω. Ο Κυνηγός μες τον ύπνο του σφίγγει ασυναίσθητα και σφραγίζει τις οπτικές πύλες. Τον τραβάει και τον αναγκάζει να κάνει ένα πλάγιο βήμα. Με το χέρι της στον ώμο του τον πιέζει να γονατίσει.


    «Θέλω να κάτσεις, όχι να γονατίσεις» , το χέρι της είναι ζεστό, παρόλα αυτά, ένα ρίγος συνοδεύει το κάθισμα του.


    Το στήθος της τον αγγίζει φευγαλέα καθώς σκύβει από πάνω του, τινάζεται δίχως να το ελέγξει. Το βάρος του, τον τρομάζει. Οι αλυσίδες που σέρνονται και σκαρφαλώνουν στην πλάτη του, περισσότερο οικείες, τον επαναφέρουν. Τον δένει.


    Τα χέρια, στα πόδια του καναπέ, κάτι σκληρό τις κρατάει στη θέση τους. Μάλλον λουκέτο.


    Πίσω από τα γόνατα, το ψυχρό μέταλλο κάνει στροφή και οι δύο άκρες καταλήγουν στο λαιμό του. Μία θηλιά, ένα λουκέτο βαρύ τώρα και παγιδεύεται με τα πόδια λυγισμένα.


    Η Ιωάννα κοιτάει το δημιούργημα της και δείχνει ευχαριστημένη. Σκύβει για άλλη μια φορά από πάνω του. Οι ρώγες της σκληρές και σκούρες, το πρώτο θέαμα που αντικρίζουν τα μάτια του καθώς απελευθερώνονται. Δεν τραβιέται. Περιέργεια, τι γεύση να έχουν;


    Απομακρύνεται όμως η Ιωάννα και η φύση της ανοιχτή λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι του. Αφήνει τα μάτια του, να την επεξεργαστούν. Η αλλαγή της εικόνας από πίσω της, τον αποσπά από το στόχο. Γονατίζει ανάμεσα στα πόδια του και η σκηνή καθαρίζει. Αυτό που βλέπει, τον σοκάρει και παγώνει. Όχι όμως το όργανο του που σαλεύει απαλά, στα χέρια της.


    «Βλέπω ότι δεν μένεις ασυγκίνητος» , χαμόγελο, λέξεις, χέρια που σφίγγουν με δύναμη το κόμπο, στη βάση του πέους του.


    Δεν την ακούει, δεν την νιώθει, δεν τη βλέπει, ένα μεγάλο μαύρο πράγμα, ο γητευτής του. Η δεσμώτης του σηκώνεται. Ο Παύλος προσπαθεί να γείρει το κεφάλι του, για να δει αυτό που προσωρινά του κρύβεται. Διασχίζει με δύο βήματα την απόσταση, τα μακριά της πόδια βοηθάνε και στέκεται όρθια πάνω από το κεφάλι της ξαπλωμένης κούκλας, με μέτωπο προς σ’ αυτόν. Την κοιτάει, το μυαλό του κινείται αργά σα σαλιγκάρι, δεν αντιλαμβάνεται το θέλω της. Όταν όμως τα γόνατα της λυγίζουν, ξεθολώνει και τινάζεται. Οι αλυσίδες τον κρατούν γερά και το αιδοίο της Ιωάννας σκεπάζει το ανάγλυφο στόμα της πλαστικής Θεάς.


    «Όχι!» τεντώνεται ξανά, αλλά τα δεσμά του, δεν επιτρέπουν ελπίδα.


    Η ιερόσυλη γυναίκα, τον κοιτάει και χαμογελά σαρδόνια. Τα χέρια της στο πάτωμα στηρίζονται εγκλωβίζοντας τους γοφούς της Θεάς. Οι αγκώνες λυγίζουν και το βαρύ στήθος κρατάει στον σκοτεινό του κέντρο, τον τέλεια κομμένο αφαλό της κούκλας. Ο λαιμός λυγίζει, το κεφάλι πλησιάζει, το στόμα αφήνει σάλια να κυλήσουν. Τα φθηνά υγρά καταλήγουν και κυλάνε πάνω στο μεγάλο πλαστικό ομοίωμα του πέους, που φορεμένο στέκεται αγέρωχο πάνω στο μαγικό τρίγωνο της Θεάς. Η Ιωάννα ανοίγει περισσότερο το στόμα της και ρουφάει το κεφάλι.


    «Όχι !!» ο Κυνηγός ξυπνάει και τεντώνεται . Η ροή του αίματος όμως είναι ορμητική …
    (συνεχίζεται)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Αιμοπετάλια, που σε πεταλούδες θυμίζουν, παρόλο που πετούν με ταχύτητα αφύσικη για αυτές, μεταφέρουν μηνύματα, από άκρη σε άκρη . Ο Κυνηγός επιτρέπει σε κάποιες, στην μοχθηρή του παγίδα να μπουν και δεν τις αφήνει να φύγουν. Κατά χιλιάδες όμως πέφτουν πάνω στην κλειστή του είσοδο και τελικά λυγίζει και χαλαρώνει τον δεσμό.

    Ο Παύλος καρφωμένος στην παράσταση, παλεύει να κρατηθεί στην επιφάνεια της λογικής. Κύματα αέρινα τον χτυπούν και δείχνει ότι δε θα αντέξει για πολύ. Πλάσματα της αλήθειας και φαντάσματα μπερδεύουν την αντίληψη του. Πραγματικότητα ή ψευδαισθήσεις; Ορατά από αυτόν και εμάς, του Πόθου παραισθήσεις…

    Η Ιωάννα μια ιδρωμένη καβαλάρισσα, λατρεύει ότι το στόμα της γεμίζει. Η γεύση του πλαστικού ποτίζεται και αλλάζει από την υγρή ψυχή της. Με τέχνη και φαινομενικά ανεξέλεγκτη λαχτάρα, πότε αφήνει την γλώσσα της σχέδια να κάνει στις σταγόνες που κυλούν πάνω στο φουσκωμένο φαλλό και πότε σαν φίδι που προσπαθεί με μιας το θύμα της να καταπιεί, τεντώνει την σάρκα του προσώπου της, προσπαθώντας εγκλωβισμένο να κρατήσει το ζωντανό.

    Κύμα που σκεπάζει…

    Η γυναίκα δεν μπορεί να αντισταθεί και το άνοιγμα των χειλιών της στα όρια του πόνου φτάνει. Η κούκλα ζωντανή, ανυψώνει την λεκάνη και το μόριο το αγαπημένο στη σπηλιά των γεύσεων βυθίζει. Τα χέρια που μέχρι τώρα ήταν ανίκανα ψυχή να φέρουν, σαλεύουν τρίζοντας, αποτινάζοντας ότι παγωμένα τα κρατούσε και στα μεταξένια ημισφαίρια σκαρφαλώνουν σαν άλλες ταραντούλες.

    Ο Παύλος το κεφάλι έξω βγάζει…

    Γυνή από σάρκα και οστά, τη μέση της σε κίνηση επαναλαμβανόμενη προστάζει. Το μαλακό της όστρακο, εκτεθειμένο στο σκληρό και άκαμπτο στόμα της ψεύτικης φιγούρας, ανασαίνοντας λειαίνει. Το πορφυρό και ερεθισμένο κλωναράκι της, στο ανόργανο ανάγλυφο προσαρμόζει. Το πιέζει και το σέρνει κατά μήκος, από την κρυμμένη βάση, μέχρι την απροκάλυπτη κορυφή και αντίστροφα. Τα στήθη της, χαράζουν δρομίσκους από ιδρώτα και σύμβολα ενός άναρχου μυστικισμού που μόνο ζώα θα μπορούσαν με ευκολία να κατανοήσουν.

    Οι αλυσίδες τον τραβούν με δύναμη πάλι προς τα κάτω…

    Με τα χέρια της μαγκώνει τα οπίσθια και τα ανοίγει προς το φως του δωματίου. Η Ιωάννα βογκά και παλινδρομεί, σε πέος που ζωντανό πια είναι. Και σκληρό. Και μεγάλο. Και υποσχέσεις γενναιόδωρα χαρίζει.

    Το αιδοίο της ανθίζει και μοιάζει να συρρικνώνεται σε αντίθεση με το μαγεμένο στόμα της Θεάς, που ανοίγει. Και μοβ στήμονες χονδρούς αποκαλύπτει. Κεφαλάκια μικρά και διεφθαρμένα δοκιμάζουν και ικανοποιημένα δέχονται την προσφορά της μαλακής σάρκας.

    Η ασφυξία τον γεμίζει απελπισία και το κενό ανάμεσα στα κύματα του δωρίζει τον αέρα…

    Η Ιωάννα ανασηκώνει τον κορμό της και με το βάρος της καταφέρνει πίεση ακόμα πιο μεγάλη στην υγρή της πύλη. Κάθεται και με τα πόδια διπλωμένα ανοίγει κι άλλο. Κοιτάει τον Παύλο που συστρέφεται δεμένος και προσπαθεί να δραπετεύσει, του απαντάει με ένα πρόστυχο φιλί και όρθια υψώνεται. Γυρνάει με την πλάτη προς το μέρος του. Κάνει ένα μικρό βήμα προς τα πίσω και με ικανοποίηση αντικρίζει το μουσκεμένο στόμα της κούκλας. Αμέσως μετά σκύβει το κεφάλι και στοχεύει. Και τα γόνατα της μόνο λυγίζει. Και πλησιάζει. Και κάθεται. Και δέχεται την προσδοκούμενη εισβολή και από το στόμα της δύο λέξεις μόνο, αδέξια φτύνονται.

    «Γάμα με»…

    (συνεχίζεται)
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Μέσα στο νερό των παραισθήσεων, που τον σκεπάζει, φυσαλίδες με το οξυγόνο της αλήθειας, συναντά. Μόνο που είναι ευαίσθητες, όπως και κάθε κοινωνική πραγματικότητα. Μια ανάσα, το πολύ δύο και μετά σπάνε και του χαρίζουν τον μύθο, της ύπαρξης του τροφοδότη .


    Μια φυσαλίδα, τα πληγωμένα μου μάτια αντικρίζουν και πλέει προς τα ‘κει.


    Ταύρος μηχανικός ή ζωντανός; Όπως και να είναι η Ιωάννα, σαν την θάλασσα την άμμο, με ζέση τιθασεύει. Χτυπιέται, φωνάζει, κινείται και αναμορφώνει την πλαστική μορφή. Φτύνει, βρίζει, γδέρνει, χτυπάει, δαγκώνει. Τα καπούλια της σφυροκοπούν και την ελαστική αντοχή του αντικείμενου διαρρηγνύουν. Η λεκάνη της κούκλας μοιάζει να συνθλίβεται, μην αντέχοντας στο ρεύμα της ζωής.


    Η φυσαλίδα σπάει και νερό εισβάλει στα ρουθούνια του. Βλέπει τον πόθο του να λυγίζει από το βάρος της ηδονής που προσφέρει. Μια θυσία που κανένας δεν έκανε ποτέ για αυτόν. Δεν αντέχει, δεν μπορεί να κλάψει, δεν ξέρει πως, μα η καρδιά του ρέει και με τις σταγόνες του πόνου, το μυαλό δηλητηριάζει. Αλλάζει και σε άλογο ζώο ψάχνει την λύτρωση. Σε μια αμοιβάδα δίχως νου και γνώση αναζητά το καταφύγιο της μανούλας. Η Θεά με τα χέρια της σκίζει την υπόγεια πύλη της γυναίκας και αυτή δοκιμάζει τις χορδές της ψέλνοντας σε θεούς ακατονόμαστους τις ευχαριστίες της, για τις χίλιες ηδονές που την μπουκώνουν .


    Αέρας και η εικόνα, η πεζή , την αλήθεια σε μεγαλύτερο επίπεδο τοποθετεί. Δεν έχει φτάσει ακόμα στο ζεστό του καταφύγιο, οπότε ακάλυπτος, από τα γεγονότα συνεχίζει να μαστιγώνεται.


    Η Ιωάννα πιο φρενιασμένα να κινηθεί, δεν δείχνει να αντέχει. Ίσως τα πυκνά υγρά που κυλούν από το άνοιγμα της, να είναι ούρα, ίσως και η σάρκα της που ρευστοποιείται για να δηλώσει τον οργασμό της. Δεν θέλει ο Παύλος να σκεφτεί ότι μπορεί αίμα να ‘ναι. Δεν διακρίνει χρώμα. Κούκλα είναι πρέπει να συνέρθει, δεν μπορεί, δεν δύναται να αιμορραγεί !


    Η καλπάζουσα με δυνατό σπασμό ρίχνεται μπροστά και σκεπάζει την κούκλα από την μέση και πάνω. Να είναι θεέ μου το τέλος; Ο Παύλος στέκεται και δεν δρασκελίζει το κατώφλι της λύτρωσης. Παρατηρεί τα χέρια της Ιωάννας που προσπαθούν να χαράξουν το πάτωμα από την ένταση. Να γλίτωσε; Όμως για στάσου ! Το αριστερό της χέρι δείχνει σαν αποτρόπαιο τεράστιο ζωύφιο να κινείται. Σε πιο βρώμικο δρόμο να βαδίζει; Την κοιτάει κρατώντας την ανάσα του. Λίγα και μικρά βηματάκια και τη τσάντα της συναντούν. Την ανοίγουν και βγάζουν…


    «ΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙ!!!!» , ένα μεγάλο μαχαίρι .


    Ο Παύλος χτυπά πανικόβλητος την πόρτα.


    «Μαμά, μανούλα άνοιξε μου σε παρακαλώ» , το σφίγγει από την κοκάλινη λαβή και το τραβά κοντά της.


    «Μανούλα σε παρακαλώ, φοβάμαι άνοιξε μου» , το πιάνει με χέρια δυο και ανακάθεται.


    «Μαμά, σώσε με , μαμάααααα» , κεντράρει και το υψώνει.


    «Μανούλα μου, μανούλα μου, άνοιξε μου, πονάω…» το κατεβάζει με δύναμη και δημιουργεί ρήγμα στο πρόσωπο της κούκλας. Το ξανασηκώνει.


    Λυγμοί, λέξεις, μητέρα, τριγμοί στα στεγανά συμπιέζουν το πρόσωπο του Παύλου που παραμορφώνεται.


    Το κατεβάζει με όλο της το σθένος και το πρόσωπο της κούκλας σπάει.


    Μαζί καταρρέει και η θέληση του και χάνεται . Οι αισθήσεις ακολουθούν την πτώση και πέφτει μπροστά αναίσθητος…

    (συνεχίζεται)
     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Το μέγεθος της νύχτας, απροσδιόριστο. Μικρό ή μεγάλο; Το σκέπασμα της λήθης με δυσκολία αποσύρεται.


    Ο Παύλος ανοίγει τα μάτια του, δακρύζει και τα κλείνει. Το μυαλό του βούρκος, βρώμικος και δυσώδης. Αντανακλαστικά τα ξανανοίγει. Λειψό το φως. Φοράει μάσκα και οι κόγχες της, μικρότερες από τις δικές του. Κοιτάει πιο μακριά. Στάλες παγωμένης υγρής συνειδητότητας, του ξυπνούν την απορία.


    Που βρίσκομαι;


    Οι μαύροι λεκέδες στους τοίχους στόμα δεν έχουν, αλλά αν είχαν, θα του έλεγα.


    Πως ήρθα;


    Το σκονισμένο λευκό των κεριών που είναι τοποθετημένα σε άναρχα ύψη ξέρουν, αλλά τρόπο δεν έχουν. Οπότε η Ιχνηλάτρια παραμένει σιωπηλή.


    Μάσκα;


    Κίτρινες οι φλόγες, Κυνηγός που αδιαφορεί για τις ερωτήσεις. Από δέκα διαφορετικές πηγές, που χαρίζουν την μοναδικότητα τους στις οχτώ έδρες και τις δύο κεντρικές κολώνες της αίθουσας, στέλνει τις φωτεινές ημιευθείες, στον κεντραρισμένο στόχο του. Βοηθούν και τα κωνοειδή και σκούρα μεταλλικά αντικείμενα, δεσμώτες του φωτός, που δεν επιτρέπουν καμία παρέκκλιση, στις λαμπερές ακτίνες.


    Ο Παύλος βλέπει την γυμνή κοπέλα, αλλά την αποπροσανατολισμένη προσοχή του, κλέβει η κατασκευή πάνω στην οποία είναι ξαπλωμένη και παγιδευμένη.


    Μοιάζει με ανεμιστήρα και θα ήταν, αν η θέση του δεν ήταν λάθος. Είναι στηριγμένος και δεν είναι κρεμασμένος, στο πάτωμα και όχι στο ταβάνι. Υπάρχουν κι άλλες λεπτομέρειες που απομακρύνουν την αρχική εντύπωση.


    Οι άξονες που θυμίζουν έλικες, είναι επίπεδοι και πλατιοί. Πάνω τους σφιχτοδεμένα τα πόδια και τα χέρια της κοπέλας, με σπειροειδείς αλυσίδες να τα κρατούν ακίνητα. Ελάχιστα υπερυψωμένος, ένας κύκλος με διάμετρο όσο το μεγάλος μήκος του κορμού της, δέχεται το βάρος της υποχωρώντας ελαφρά. Η κυλινδρική επιφάνεια, που θυμίζει τεράστιο σκαμπό, στυλώνεται πάνω σε μία κολόνα. Πάνω της θηλυκώνουν οι έλικες. Στα άκρα της κάθε μίας, ένας λεπτός σωλήνας ξεκινά και καταλήγει στο έδαφος, πάνω σε ροδάκια.


    Ο Παύλος κάνει να προχωρήσει, συναντά όμως αντίσταση. Τα χέρια του κολλημένα και τα πόδια του κλειστά. Κάτι είναι τυλιγμένο γύρω του και δεν του επιτρέπει καμία κίνηση. Δεν πανικοβάλλεται. Έχει ξανανιώσει έτσι. Πριν από χρόνια, σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι, γεμάτο επιδέσμους. Αλλά που βρίσκεται; Έχει ανακτήσει κάποιες από τις αναμνήσεις του, που καταγράφηκαν λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του, αλλά του φαίνονται ξένες για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Κάποια βούληση τον κρατά, επιλεκτικά ναρκωμένο.


    Μια πόρτα ανοίγει, αλλά φως δεν μπαίνει. Προσπαθεί να γυρίσει, μα δεν μπορεί. Βήματα που πατάνε σε τακούνια. Το κορίτσι στο κέντρο του δωματίου δε σαλεύει. Μήπως κοιμάται; Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα μάτια της, όπως και την υπόλοιπη σκηνή.


    Ο ήχος τον πλησιάζει. Δείχνει ακανόνιστος, σαν να εμποδίζεται. Τον φτάνει και η οπτική του δίοδος χάνεται. Βρίσκεται πολύ κοντά του και δεν υπάρχει φως να διακρίνει. Ένα βήμα προς τα πίσω και κάτι δυσθεώρητο. Μια φιγούρα; Ένας πίνακας;


    Ένα βήμα και ένα ακόμα πιο μεγάλο. Αυτό που βλέπει ακατάληπτο στην αρχή. Μετά όμως ξεκαθαρίζει και τρομάζει !


    Ένας καθρέπτης προς το μέρος του στραμμένος. Από πάνω ένα από τα κεριά ρίχνει το φως του στην γυάλινη επιφάνεια και το είδωλο του φωτίζεται. Μόνο που δεν αντικατοπτρίζει αυτόν. Αλλά μια μεγάλη κούκλα, μία σαρκοφάγο, που τον κρύβει μέσα της…


    Η εικόνα ελάχιστα στέκεται και η Ιωάννα που τον καθρέπτη φέρει στριφογυρίζει απότομα και τον αφήνει από τα χέρια της. Ένας ήχος σπάει σε πολλούς μικρότερους και γεμίζουν την απουσία του οπτικού ερεθίσματος. Ο Παύλος φαντάζεται το πάτωμα με δεκάδες μικρά γυαλάκια πάνω του διάσπαρτα. Ο Ιωάννα γυρίζει και τον κοιτά στα μάτια και το προηγούμενο εκτοπίζεται σε κάποια άχρηστη αποθήκη στο μυαλό του.


    Το γατίσιο βλέμμα της απροσδιόριστο, ούτε καν διερευνητικό όπως θα αναμενόταν. Του μιλάει και ας μην βλέπει τα χείλη της να κινούνται. Βρίσκεται πολύ κοντά του…

    (συνεχίζεται)
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    «Η κούκλα που ζήτησες και που πάντα ονειρευόσουν» , περιμένει παρατηρώντας τη λάμψη των ματιών του. Αντικρίζει την απορία και συνεχίζει.


    «Σκλάβα και στα χέρια μου πλασμένη, απόλυτα πειθαρχημένη σε όποια προσταγή τα χαλινάρια που κρατώ της δώσουν» , η απορία δένει με το ενδιαφέρον και η μυρωδιά που αποπνέεται δείχνουν την επιτυχία προς την κατανόηση. Γυρνάει και φεύγει αλλά οι λέξεις της όχι.


    «Κέρινο ομοίωμα για σένα απόψε θα ‘ναι, κούκλα ανέκφραστη και στα χάδια μου αλώβητη» , το σώμα της γυμνό και ελκυστικό, μα οι μπότες με την σκοτεινή τους αντανάκλαση, η μοναδική πλαστική γοητεία για τα μάτια του Παύλου.


    «Θα στο αποδείξω και θα στην ετοιμάσω. Ελπίζω την ευκαιρία να αδράξεις και να μην την απογοητεύσεις» , τα χέρια της υψώνει και η κίνηση ενεργοποιεί δράση.


    Κρυμμένοι προβολείς το τραπέζι λούζουν στο φως και η πόρτα και πάλι ανοίγει. Το κορίτσι του μαγαζιού με τα μάτια ανοιχτά. Καμία κίνηση, ελάχιστη αντίδραση και μόνο των βλεφάρων που κλείνουν και ξανανοίγουν αργά και ήρεμα. Η ανάσα της αόρατη και η επίπεδη κοιλιά της από την απόσταση που την παρακολουθεί ο Παύλος φαίνεται ακίνητη. Στο περιορισμένο οπτικό πεδίο εισβάλει ένας θηριώδης άντρας, δίπλα από την Ιωάννα. Με ένα βλέμμα της καθοδηγεί τον νεοφερμένο που στέκεται στα πόδια του τραπεζιού. Το μόνο ξένο στον πλάστη του αρσενικού ένα μεγάλο μαστίγιο, υποσχόμενο γητευτή του πόνου.


    Τα χείλια του Παύλου μισανοίγουν και η γλώσσα του γεύεται διψασμένη τη γάζα που συναντά. Η Ιωάννα και πάλι κινείται γύρω από το τραπέζι, από την άλλη μεριά αφήνοντας το θέαμα ελεύθερο για τα μάτια που υγραίνονται από προσμονή.


    Στιγμές κυλούν και τα πάντα ακόμα και οι φλόγες των κεριών παραμένουν ακίνητες.


    «Ετοιμάσου» , μια διαταγή που αποδέκτη να έχει μόνο τον άντρα που το μαστίγιο σηκώνει;


    Δευτερόλεπτα κι άλλα ρέουν και την αναμονή βιάζουν στο να γίνει πράξη.


    «Τώρα !!» , το μαστίγιο κατεβαίνει με δύναμη και στο σώμα της κοπέλας κατά μήκος του βουλιάζει. Από άκρη σε άκρη…


    …μια απέλπιδα προσπάθεια να εισχωρήσει στα ενδότερα βρίσκοντας κάποιο άνοιγμα, ένα αδύναμο ρήγμα στη σάρκα που θα λυγίσει και θα αποκαλύψει τους θησαυρούς που κρύβονται στο αγγελικό τούτο το σώμα. Όμως η σάρκα ελάχιστα υποχωρεί και μετά επιστρέφει φέρνοντας στο αντικείμενο σε θέση στηρίγματος. Αντίδραση άλλη καμία. Ούτε ένα βογκητό, από τα χείλη της κοπέλας.


    Ένα χτύπημα που θα έπρεπε να έχει ενεργοποιήσει ποικίλες αναταράξεις στο πλέγμα των πέντε αισθήσεων και όμως δείχνει απομονωμένο. Σαν τίποτα να μη συνέβη, παρά μόνο στην φαντασία του Παύλου και των υπολοίπων που παρακολουθούν.


    Το σφιχτό και καλοφτιαγμένο εργαλείο, σαν φίδι απογοητευμένο αποσύρεται, ακολουθώντας το χέρι του χειριστή. Η παλάμη που το κρατά σηκώνεται ψηλά και το ελεύθερο άκρο του φτάνει μέχρι τα οπίσθια του άντρα. Πάνω στο τρυφερό δέρμα του θηλυκού , πορφυρός δρόμος που φουντώνει, αποδεικνύει το συμβάν.


    Το δεύτερο κατέβασμα πιο μανιασμένο. Εξοργισμένο το φίδι ξεδιπλώνεται λίγο πριν στο ευαίσθητο στόχο του καταλήξει και ελαχιστοποιεί τις απώλειες της ενέργειας που μεταφέρει. Το στόμα του στο πρόσωπο, ο λαιμός στο εφηβικό στήθος, η μία ρώγα στιγμιαία χάνεται, η μέση κάνοντας μία καμπύλη στο κομψό λακκάκι του αφαλού, η ωφέλιμη επιφάνεια του φιδιού πριν την τρυφερή σχισμή της σταματά. Η κοπέλα ούτε τα μάτια της δεν κλείνει. Σαν τίποτα να μην την αγγίζει. Πόνο να της προκαλεί, ερεθισμό ή τρόμο.
    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 3 Ιουνίου 2017