Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η ιστορία του Πόθου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Απριλίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Η Ιχνηλάτρια, στυλώνει το σώμα της και σφίγγει το πινέλο, το μοναδικό της όπλο.


    Η ζούγκλα συσπειρώνεται προς τον νέο της εχθρό.


    Ένα τρυφερό κορίτσι, με δυνατό βλέμμα δίχως ίχνος φόβου μέσα της στο κέντρο του θανάτου, υψώνει το δεξί της χέρι και ζωγραφίζει στον αέρα. Οι ρίζες των δέντρων κινούνται προς το κορίτσι…


    …μια τεράστια κινούμενη θάλασσα, από κορμούς, άκρα, φύλλα και αιώνια οργή.


    Η Ιχνηλάτρια δουλεύει το χέρι της με επιδεξιότητα, σε ένα σχέδιο που ακόμα αόρατο μοιάζει. Τα πρώτα δένδρα φτάνουν σε μια απόσταση μερικών μέτρων από την κοπέλα που κινείται σε ένα ρυθμό έκστασης και σταματούν. Ένας κύκλος γύρω από το κορίτσι που αδιαφορεί και σκίζει τον αέρα με το μικρό της πινέλο. Δέντρα συνεχίζουν να πλησιάζουν από πίσω με το πάχος της γραμμής να μεγαλώνει. Πέντε μέτρα, δέκα μέτρα, τριάντα μέτρα. Όσα γεμίζουν το κενό σταματούν και άλλα από πίσω τους συνεχίζουν να πλησιάζουν. Πενήντα μέτρα, εκατό μέτρα, η Ιχνηλάτρια τελειώνει με το σχέδιο και ξεκινά καινούριο λίγο πιο δίπλα.


    Τα κλαριά μπλέκονται το ένα με το άλλο, οι ρίζες σχηματίζουν δαιδαλώδη μωσαϊκά, διακόσια μέτρα, τριακόσια, πεντακόσια, χίλια.


    Η Ιχνηλάτρια, τελειώνει και ξεκινά ένα νέο χορό με το λευκό της χέρι. Χρώματα διαφόρων αποχρώσεων και πυκνοτήτων, πέντε χιλιάδες μέτρα, δέκα, είκοσι κι άλλο σχέδιο και άλλος ένα χορός με τα χέρια, με τα πόδια, με το κορμό, με τα μαλλιά της κι άλλο ένα και ακόμα ένα, μέχρι που του σώμα της συμπληρώνει μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών και τότε σταματά. Τα δέντρα όμως όχι.


    Το κορίτσι που σε μια άλλη ζωή το φώναζαν Πηγή, περνάει το πινέλο στη ζώνη που δένει στη μέση της και σηκώνει τα χέρια στο ύψος του στόματος της. Το πλήθος των ξύλινων εχθρών που κινείται πλησιάζει στο τέλος του. Ένας κυκλικός δίσκος με ακτίνα κάπου εκατό χιλιόμετρα και μ’ ένα μικρό κενό στο κέντρο.


    Ενώνει τις χούφτες της και φυσάει μέσα. Οι φλέβες στο λευκό της δέρμα, διαγράφουν τις δικές τους διαδρομές, σαν υπόγεια ποτάμια που πιέζουν την επιφάνεια σε μια ύστατη προσπάθεια απόδρασης.


    Απομακρύνει τα χέρια από τα χείλη της και με μια κίνηση ελπίδας τ’ ανοίγει απότομα απελευθερώνοντας την ενέργεια που είχε φυλάξει μέσα στις παλάμες της.


    Γύρη χρυσή που στο αέρα στέκεται αψηφώντας τους φυσικούς νόμους. Η κίνηση γύρω της έχει τελειώσει και κανείς δεν τολμά να κάνει την αρχή. Ίσως να φοβούνται, ίσως να περιμένουν , ίσως να ελπίζουν.


    Φουσκώνει τα μάγουλα της και στέλνει μια πολύχρωμη πνοή προς τη σκόνη που πετά. Αυτή αποκτά ζωή, ταλαντεύεται και με μια κίνηση τρυφερή αγγίζει το πρώτο σχέδιο και γεννιέται Φως.


    Το Φως αγκαλιάζει την υγρασία του Θανάτου που αιωρείται στην ατμόσφαιρα και ανθίζει ο Χρόνος.


    Ο Χρόνος χαμογελά και ο ήχος που χαρίζει φέρει Χρώμα.


    Χρώμα που κλαίει σα μωρό και προσφέρει το Άρωμα του.


    Το πρώτο σχέδιο ανασαίνει από το Άρωμα και αποκτά υπόσταση.


    Ένα παιδί μελαχρινό, που ανοίγει τα ματάκια του και χαμογελά. Τα δένδρα πισωπατούν. Ένα δεύτερο παιδί, ένα ξανθό κορίτσι που κάνει μία κωλοτούμπα για να δηλώσει την εμφάνιση του. Ένα τρίτο παιδί που αρχίζει να χορεύει, ένα τέταρτο που γουρλώνει τα μάτια του με αθώο θαυμασμό βλέποντας τα δέντρα, ένα τέταρτο, ένα πέμπτο, ένα έκτο, παιδιά που χορεύουν, που γελούν, πάνω στο έδαφος της βίας…


    …και τότε ένα παιδί αγγίζει ένα Κυπαρίσσι . Το δέντρο αρχίζει και μικραίνει, σε μια αντίστροφη διαδρομή από αυτή που ο χρόνος, μας έχει συνηθίσει. Το ίδιο και η γυναίκα που πάνω δεμένη στέκεται.


    Γυναίκα.


    Το δέντρο κλείνει τις πληγές του.


    Νεαρή.


    Λεπταίνει τον κορμό του.


    Έφηβος.


    Μαζεύει τους καρπούς του και τους ζωηρούς χυμούς του.


    Παιδί.


    Ένα ισχνό φυτό, που χαμηλώνει προς τη γη, μέχρι που χάνεται στο χώμα. Η γη αγκαλιάζει με αγάπη και πάλι τον καρπό της.


    Αγόρια και κορίτσια που τα δέντρα ακουμπούν απλώνονται στο δάσος και πληθαίνουν.

    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Η Ιχνηλάτρια τα κοιτάει και χαμογελά ικανοποιημένη. Πίσω όμως μακριά και στην αρχή του δάσους, ένας Θεός την βλέπει και αγγίζει και Αυτός το δικό Του δέντρο. Ένας θεόρατος Πλάτανος που ακολουθεί και αυτός τη δική του ανάποδη πορεία. Μόνο όμως που καθώς ξανανιώνει, αλλάζει και σώμα.


    Κλαδιά, που άκρα γένονται.


    Φύλλα , όμορφα μαλλιά.


    Ο χάρτης του κορμού, τα σημάδια ενός παιδιού.


    Ο Πόθος το κοιτάει με το βλέμμα Του, ματιά που κρύβουν στο έρεβος στολίδια και πίσω από αυτά; Εγώ.


    Εγώ, εμείς, κομματιασμένος σε χιλιάδες μικρομόρια. Βουτηγμένοι στις χιλιάδες ιστορίες του Πόθου. Κάποιοι από εμένα νεκροί στα πληγωμένα μονοπάτια. Άλλοι από εμάς, έχασαν το εγώ τους και με Τον Πόθο για πάντα ένα γίνανε . Πολλοί όμως αντιστεκόμαστε και ένας να δραπετεύσει ετοιμάζεται. Στις μοβ διαδρομές των χάλκινων φλεβών κυλάει και περιμένει.


    Το αγόρι με τους κατάλευκους οφθαλμούς του, Τον Θεό κοιτάει και περιμένει. Ο Πόθος με το αριστερό Του χέρι, πιάνει το κεφάλι του παιδιού και το γέρνει προς τα πίσω. Πλησιάζει το δεξί στο στόμα και το δαγκώνει. Ιχώρ που στο φως φανερώνεται πολύτιμος. Μοβ υγρό που κυλάει και με τις σταγόνες του κερνάει το χρώμα του, στα μάτια του αγοριού. Δίχως όμως ο Πόθος να το αντιληφθεί ένας από εμάς περνάει στο παιδί. Φοράμε τ’ άρωμα Του και μας περνάει για δικούς Του.


    «Πήγαινε και βρες τη μητέρα σου» , το αγόρι Τον κοιτάει για λίγο. Ίσως να μην θέλει να Τον αποχωριστεί. Ίσως να θέλει απλώς να καταλάβει.


    Γυρνάει την πλάτη του στον Πόθο και αρχίζει να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Κουβαλώντας το δώρο Του και μαζί και εμένα, ψάχνοντας την μικρή μου λατρεμένη…


    Παιδιά που τρέχουν και τα δέντρα αγκαλιάζουν. Τα δέντρα κατά χιλιάδες εξαφανίζονται και χιλιάδες κορίτσια πίσω τους αφήνουν. Ο θάνατος με τη μορφή αγοριού ανάμεσα τους τρέχει. Ότι αγγίζει μαραίνεται. Ότι φιλάει πεθαίνει. Τα παιδικά σώματα κατά δεκάδες στο χώμα ξαπλωμένα, δείχνουν το δρόμο που έχει δρασκελίσει. Ένα πανέμορφο μωσαϊκό με χρώματα που ακόμα σπαρταρούν. Πουλιά χιλιάδες του θανάτου νεκροφάγοι, σηκώνονται και αφήνουν τις εστίες από τις μυριάδες μάχες που μαίνονται γύρω από το δάσος. Αίμα φρέσκο παιδικό, η πιο ακριβή τους λιχουδιά και ο ουρανός ψηλά από τα παιδιά μαυρίζει, από φιγούρες σκοτεινές και απόκοσμες.


    Η Ιχνηλάτρια, δεν προσέχει τον ουρανό. Στο χώμα καθισμένη, στης γης τον ακριβό θρόνο. Τα μάτια της κλειστά και οι φωνές των παιδιών η μελωδία που με δύναμη την ποτίζει. Με το πινέλο στο χώμα δίχως να βλέπει Λωτούς χαράζει. Κάθε φορά που το σχέδιο της ολοκληρώνει, μία σχισμή της γης στη θέση του εμφανίζεται και ένα χρυσό φρούτο με τρόπο μαγικό εμφανίζεται. Παιδιά χαρούμενα και πεινασμένα τρέχουν σιμά της παίρνουν τα φρούτα και φεύγουν.


    Ένας από μένα, βλέπει από τα μάτια του αγοριού. Δέντρα και παιδιά που σκιάζονται μπροστά μου. Ο Πόθος μέσα στο μυαλό του παιδιού ψιθυρίζει και καθοδηγεί. Λέξεις που δένουν σε μυθικά τραγούδια. Για ήρωες που κατακτούν, για δράκους που πεθαίνουν μέσα στις δικές τους, τις φωτιές, για μια γυναίκα που δαίμονας στο σώμα της κατοικεί και που ζει στο κέντρο αυτού του δάσους.


    Για ένα παιδί που θα την αγκαλιάσει και θα την φιλήσει και μόνο έτσι θα μπορέσει να τη σώσει. Στο δρόμο προς σε αυτήν, φύλακες του κακού μεταμορφωμένοι σε παιδιά θα προσπαθήσουν να τον παρασύρουν και το σκοπό του να ξεχάσει. Μα ένα άγγιγμα του μόνο φτάνει για να δοκιμάσουν το καλό και για πάντα στο χώμα να ξαπλώσουν. Ψίθυροι ενός θεού πλασμένοι για το παιδί που τρέχει και στην Κυρά του Φωτός σιμώνει.


    Ο Πόθος σηκώνει το καλάμι ψηλά και αέρινοι αετοί εμφανίζονται. Με ένα νεύμα πετούν πάνω από τους νεκροφάγους προς το κέντρο. Σε ένα κύκλο ακτίνας χιλιομέτρου σταματούν και τα μαύρα ζωντανά σύννεφα θανάτου διώχνουν μακριά. Ένα δώρο, μία πλάνη, ένα λουλούδι προς την Θανή.


    Η Ιχνηλάτρια ακούει βήματα και τα κέρινα της βλέφαρα ανοίγει. Ένα γλυκό αγόρι στέκεται μπροστά της και την κοιτάει σαν να ‘ναι τρομαγμένο. Η ελπίδα στην ψυχή της για πρώτη φορά υποσκελίζει την θλίψη. Τα μάτια του, της θυμίζουν…
    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Η Πηγή στέκεται για λίγο, αφήνει την πνοή της να βγει από μέσα της και ανοίγει την πόρτα.


    «Γεια σου όμορφε» , το χαμόγελο της, δικό του και ας μην την βλέπει. Στα μάτια μοβ πέταλα που φράζουν την εικόνα. Δική της εντολή, της αρέσει να τον παιδεύει και να βλέπει την επιθυμία του να ρέει απ’ όλο του το σώμα…


    …τον θησαυρό της. Τα χέρια της απλώνει διώχνοντας μακριά από το παιδί όλο το κακό.


    «Γεια σου όμορφε. Μη φοβάσαι. Έλα εδώ…» , φωνή λιωμένη και νοτισμένη.


    Το αγόρι δεν θέλει να προχωρήσει, αλλά κάτι μέσα του λέει να την αγκαλιάσει. Ανοίγει τα χέρια του και χάνεται μέσα στην αγκαλιά της…


    …όπως ο γιος στην μανούλα του.


    Η Άνοιξη φεύγει βιαστικά, σαν σύννεφο στο δυνατό αγέρι και στη θέση της ξερνά το Καλοκαίρι.


    Το παιδί κλαίει δίχως να γνωρίζει το γιατί.


    «Ηρέμησε όμορφε , μη φοβάσαι τώρα είσαι εδώ» , η Ιχνηλάτρια τρυφερά απελευθερώνει το αγόρι, από την αγκαλιά της.


    Τα μάτια του βουρκωμένα, θάλασσες μοβ που ποτέ δεν γνωρίζεις τι κρύβουν στο βυθό τους. Ένα μόριο με ταχύτητα ανεβαίνει προς την επιφάνεια.


    Το αγόρι ρουφάει κάπως ανακουφισμένο τη μύτη του και ξαφνικά γουρλώνει τα μάτια του με απορία.


    «Εί…χε δίκιο. Είχε δίκιο» , πισωπατάει τρομαγμένο, «Είσαι μάγισσα! Είσαι μάγισσα, τα μαλλιά σου είναι λευκά !!» , και ένας από εμάς εκρήγνυται, καθώς συναντά το τέλος της μοβ μεμβράνης.


    Η Ιχνηλάτρια με μια ενστικτώδη κίνηση πιάνει τα μαλλιά της.


    Είναι λευκά. Αναιμικά και τα δάχτυλα που τα κρατούν, γερασμένα. Σηκώνει το κεφάλι και εστιάζει στο αγόρι. Ένα κόκκινο δάκρυ κυλάει από το μάτι του. Δάκρυ από αίμα. Ένας από εμάς νεκρός. Μία ανάμνηση ακόμα φιλάει τρυφερά στους κροτάφους την Λατρεμένη μου…


    Δεμένος στο κρεβάτι και γυμνός. Ευάλωτος κάτω από το νυστέρι Της, να χαράζει λόγια αγάπης στο δερμάτινο καμβά μου. Κάθε λέξη τρυφερά φυτεύει το πόνο στην ψυχή μου, βοηθώντας την να ανθίσει.


    «Πες μου, μια λέξη ακόμη» , η φωνή της βυθισμένη σε μια αυγή από λαγνεία.


    Την κοιτάω και ξαφνικά νιώθω φόβο. Τρόμος ότι κάποτε θα τη χάσω. Της μοίρας το τερτίπι, ένα ατύχημα και ο θάνατος θα θελήσει να την κλέψει.


    «Κίνδυνος» , το πάθος της απώλειας γεμίζει την φωνή μου.


    Χαμογελάει. Καταλαβαίνει.


    «Πως θα το γράψω; Ποιο σύμβολο θα μπορούσε να το χωρέσει;»


    «Ένα δάκρυ Λατρεμένη μου. Ένα δάκρυ από αίμα να στάζει από το μάτι μου και να κυλάει προς τα χείλη μου...»


    Στον κόσμο τούτο η Ιχνηλάτρια επιστρέφει. Το αγόρι κάνει ένα βήμα ακόμα προς τα πίσω.


    «Κίνδυνος» , ψίθυρος συνειδητοποίησης που ξεφεύγει από το στόμα της. Το αγόρι όμως μοιάζει πραγματικά τρομαγμένο. Γιατί; Απορία που την πηγή της αναζητά…


    «Μου το είπε αυτό, ο Κύριος που με έστειλε, είσαι μάγισσα»…και την βρίσκει γρήγορα. Τώρα πια η Ιχνηλάτρια γνωρίζει.


    «Μη! Μη μου κάνετε κακό. Μη…» , ένα αγόρι πιόνι σε ένα παιχνίδι δόλου. Δικό της το φταίξιμο. Δική της ιδέα τα παιδιά και τώρα ένα απ’ αυτά πονάει εξαιτίας της. Δεν το σκέφτεται καθόλου, απλώνει τα χέρια της και πιάνει τα μικρά του παιδιού που προσπαθεί να την απωθήσει. Τον τραβά κοντά της…


    Το Καλοκαίρι ακούει τον κρότο, σηκώνεται και το βάζει στα πόδια.


    Το Φθινόπωρο, κορδωμένο και άμυαλο παίρνει τη θέση του. Η γη όμως τρέμει κάτω από τα γυμνά του πόδια και η ψυχή του είναι μικρή για να αντισταθεί.


    Η αγάπη μου γερνά. Ο Χειμώνας τα βήματά του σέρνει στο παγωμένο χώμα, ψάχνοντας ένα μέρος για να ξαποστάσει. Το βρίσκει, σε μια σπηλιά μακριά από τα μάτια των Θεών. Εκεί απιθώνει το σώμα της Λατρεμένης μου.


    Η Ιχνηλάτρια πεθαίνει για δεύτερη φορά. Σε άλλο κόσμο τώρα, αλλά και πάλι από βία. Στην ξέφρενη κούρσα του χρόνου, η τελευταία της ανάσα στην αγκαλιά ενός παιδιού…

    …και ποιος ξέρει ίσως σε έναν άλλο κόσμο θα βρεθεί.
    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Όταν την πρώτη φορά την έχασα ένιωσα οργή. Ποτάμι ανεξέλεγκτο που εκδίκηση ζητούσε για να πάρει και έσκαγε δίχως σχέδιο πάνω σε θεόρατα βουνά.


    Τώρα ήταν η δεύτερη φορά, η θλίψη ώριμη και το μίσος μεστό και βαθύ. Ψυχρή η ψυχή που δεν ελπίζει πια, αλλά λόγο έχει για να ζει. Μερικές δεκάδες από εμένα, είδαμε και ακούσαμε μέσα από τον Πόθο, το θάνατο της. Όλοι με μία βούληση κινηθήκαμε προς την ίδια κατεύθυνση…


    Ο Πόθος μέσα από τα μάτια του κόσμου του, είδε την σκηνή. Κάτι που έμοιαζε με θλίψη τρεμόπαιξε στα μάτια του σαν πεφταστέρι. Τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι τους, σαν ένιωσαν την τελευταία πνοή της Μητέρας τους και έτρεξαν προς τα εκεί. Τα πρώτα που έφτασαν αγκάλιασαν την Ιχνηλάτρια που ακόμα το αγόρι στην αγκαλιά της βαστούσε. Τα επόμενα πάνω στα πρώτα έπεσαν και κόλλησαν σφιχτά. Ήρθαν και άλλα από πίσω και ένα μικρό ζωντανό λοφάκι άρχισε να χτίζεται. Μεγάλωνε και θέριευε καθώς τα παιδιά κατά εκατοντάδες τώρα μαζεύονταν. Το ένα πάνω στο άλλο, χεράκια μπερδεμένα, ποδαράκια όπου κενό υπήρχε, σαν να ‘θελαν να προστατέψουν την Μητέρα, από το φως, απ’ τον αέρα, από τον κακόβουλο τον κόσμο. Τα μαλλιά τους, λιμνούλες μαγικές που τον θησαυρό τους έκρυβαν, οι ανάσες τους, άρωμα που στην γη του πόνου βυθιζόταν.


    Ασταμάτητος αχός από βήματα που στο σάρκινο βουνό πλησίαζε, σκαρφάλωνε, έβρισκε ένα μέρος να σταθεί, ξάπλωνε και ταίριαζε σαν πετραδάκι από πάντα δικό του να ‘ταν. Το βουνό θέριευε και ψηλά το ανάστημα του σήκωνε. Ένας ναός φόρος τιμής, μέσα στην λαίλαπα που θέριζε χιλιάδες ψυχές.


    Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, ο Κυνηγός έπιασε τον λευκό μανδύα του και τον πέταξε ψηλά. Η ταχύτητα του δεν μειωνόταν, αλλά αυτό το μόνο αλλόκοτο δεν ήταν. Καθώς προς τα πάνω, σαν πουλί που βουτάει προς τον ουρανό ανέβαινε, έκταση κυρίευε και με ταχύ ρυθμό μεγάλωνε…


    Ο Πόθος κοιτούσε τα παιδιά που συνέχιζαν, να σκεπάζουν το ένα το άλλο. Άγαλμα, με μάτια ομιχλώδη, θεός καρφωμένος στο τέλος που αυτός προκάλεσε. Δεν δείχνει να προσέχει, τον λευκό μανδύα που τον ουρανό καταπίνει, μα μήτε τις πολλές μικρές οντότητες, που μέσα του πλέουν με ένα μόνο στόχο. Ένα δάκρυ στο μάγουλο του κυλάει. Το δέρμα του διψασμένο αλλά αυτό ανίκανο να το ποτίσει. Φτάνει στην άκρη και πέφτει στο έδαφος. Μέσα από τις πληγές της γης χάνεται, αλλά πουθενά δεν απορροφιέται. Απλά βυθίζεται προς την καρδιά του κόσμου, εκεί που τα δάκρυα των θεών μαζεύονται και στην πλάση, την θεϊκή ψυχή τους προσφέρουν.


    Ο μανδύας σταματάει να ανεβαίνει, όταν πια το πεδίο της μάχης ολάκερο καλύπτει. Τότε αρχίζει να πέφτει. Απαλά γλιστράει προς το έδαφος και από τον αέρα καμία αντίσταση δεν συναντά.


    Τα παιδιά έχουν πια ολοκληρώσει το έργο τους και ο Πόθος νιώθει την γη να ριγεί. Εκατόν εβδομήντα χιλιάδες παιδικές πνοές χαρίζονται για τελευταία φορά σε αυτό το χώμα και ξαφνικά ο αδιάφανος μανδύας, σαν ένα τεράστιο πέπλο σκεπάζει τα πάντα…
    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    …και τα μεταμορφώνει σε αγάλματα. Μάρμαρο που παγώνει την ροή της ύλης στην στάση που τα συναντά, ο μανδύας.


    Δέντρα πληγωμένα, μνημεία γονατισμένα, ένας άνδρας την στιγμή που κατεβάζει το σπαθί στο κεφάλι ενός τερατόμορφου ερπετού, ένα άλογο με το στόμα του ορθάνοιχτο λίγο πριν η κραυγή αγωνίας του, ξεπηδήσει από το λαρύγγι του, πλάσματα χιλιάδες, μαρμαρωμένα έχοντας απαθανατισμένη και την τελευταία λεπτομέρεια, στο έργο ενός θεού γλύπτη.


    Εκτός από δύο. Τον Κυνηγό και τον Πόθο, να στέκονται αντίκρυ. Ο Πόθος μην έχοντας ακόμα προλάβει να γυρίσει ολόκληρος προς τον Κυνηγό που περιμένει λίγα μέτρα πιο πίσω.


    Ο Πόθος με το βλέμμα του καταπίνει την εικόνα γύρω του.


    «Δεν νομίζω ότι έχει πια νόημα σκύλε να διατηρώ την μορφή μου και προφανώς ούτε κι εσύ» , πριν τα λόγια του προλάβουν να σώσουν, η φιγούρα του Πόθου χάνεται και σκούρα καστανή ομίχλη γίνεται. Μόρια που πλέουν στο κενό και ελάχιστα δικά μου γαντζωμένα στα θεριά δικά του.


    «Ναι δεν νομίζω ότι χρειάζεται πια» , κίτρινη χρυσή λιμνούλα από ανεμομόρια η δική του ύπαρξη.


    Λευκή η γη που τα χρώματα έχει απολέσει, δείχνει να μην διαφθείρεται από τα χρώματα της ύπαρξης των δύο αντιπάλων. Φωνές δεν ταράζουν του ήχου το σεντόνι, μα τις λέξεις σχεδόν τις βλέπω και τις ζυγίζω μία προς μία. Το δικό μου χρώμα διάφανο ανύπαρκτο σε σύγκριση με την πυκνότητα του Πόθου που θέλω να προσβάλλω, με καλύπτει, ίσως αντιληπτός να του είμαι και απλά να με αγνοεί. Όπως και να έχει όμως εγώ ακούω και αναζητώ.


    «Λοιπόν; Τώρα τι ζητάς; Τι περισσότερο, από τις λειψές φορές δείχνεις να κατέχεις;» , ειρωνικά προκλητικός, αλλά με κύματα μεστά που ανέμελα κι ανόητα δεν μοιάζουν, ο Πόθος τα χρώματα του, σαν πόρνη ξεδιπλώνει.


    «Τίποτα καινούριο, τίποτα πιότερο που την τύχη σου να δείχνει να κερδίζει. Μα να χάσω και τίποτα δεν έχω των Θεών ευνοούμενε» , ο Κυνηγός με τα κίτρινα νερά του σε πειθαρχημένη έκταση.


    «Αν με λόγια νιώθεις πως το σκήπτρο μου θα αδράξεις και τα όνειρα θεών και ανθρώπων με αυτό το πάθος θωρείς ότι θα διαφεντεύεις, τότε θαρρώ πως το χρόνο τούτο άδικα στον χάρισα» , το καφέ του δέντρου, αυτό της γης νομίζω ότι συνέχεια σκόπιμα ο Πόθος ανακατεύει και στο απάντημα των δύο, ρεύμα αδυναμίας νιώθω και ελπίζω.


    «Το ίδιο παιχνίδι και έπαθλο οι ίδιοι. Γυναίκα, άνδρας και παιδί…» , κίτρινο που ξεθωριάζει καθώς δύναμη μαζεύει για να τολμήσει. Ο Πόθος δεν δείχνει βιασύνη να μιλήσει, ράθυμα τίποτα δεν περιμένει να τον ξαφνιάσει.


    …μα οι κριτές τρεις θα ‘ναι τώρα και όχι μόνο ένας» , το κίτρινο συσπειρώνεται και γεμίζει, το καστανό σκουραίνει κάτι νέο σαν μοιάζει να προσμένει. Εκεί ανάμεσα σε δύο μόρια ο δεσμός χαλαρώνει κι ο αέρας τρεμουλιάζει.


    «Τρεις Θεούς. Την Αθηνά, για των ανθρώπων το αρσενικό, τον Απόλλωνα για το παιδί και για τη γυναίκα…», ρυτίδες σχηματίζονται και ένας από εμένα ψάχνει θάρρος να πηδήσει.


    «…την Αφροδίτη θέλω!» , το χρυσό του Κυνηγού γεμίζει εκτυφλωτικά με μια λάμψη μεγαλοπρέπειας και το καστανό του Πόθου για ελάχιστα του χρόνου σταγονίδια, δείχνει να κιοτεύει. Είναι αρκετό, ένα από τα κομμάτια μου κάνει το άλμα και χάνεται από της αντίληψης του κόσμου το πεδίο, περνώντας μέσα από το άνοιγμα που σχηματίζεται στου Πόθου τα βαθιά νερά…
    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 27 Ιουνίου 2017
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Σκοτεινός βυθός και εγώ μέσω του κλώνου μου κολυμπώ, ψάχνοντας την επιφάνεια να βρω. Δεν ακουμπώ άμμο, αλλά κάτι που μου μοιάζει με οργανικό δάπεδο. Δεν έχω προσανατολισμό, δεν θα μου φαινόταν παράξενο αν ο βυθός ήταν το ταβάνι και εγώ ανάποδα να πλέω βρισκόμουν, σε ένα μέρος που η βαρύτητα υπάρχει σαν απόηχος της ανθρώπινης αντίληψης μου. Τα χέρια μου σχισμές ανακαλύπτουν και τραβώντας το σώμα μου προχωρώ προς αυτό, που εμπρός θα με βόλευε να πω.


    Δεν νιώθω πανικό αλλά μια αλλόκοτη ηρεμία που όσο ο χρόνος κυλά, αυτή δυναμώνει. Αναπνέω, άλλο ένα στοιχείο που η λογική επιμένει να αγνοεί καθώς παραδίδεται σε μια γλυκιά θαλπωρή. Οι σχισμές πληθαίνουν και συνοδεύονται από κάποιες ανωμαλίες. Η προσοχή μου βρίσκει χέρι να πιαστεί και λόγο να συνεχίσει. Έτσι όταν με συναντά το πρώτο σκαλί, βρίσκομαι σε εγρήγορση και στο δεύτερο αποστασιοποιημένος από το λήθαργο. Τα υπόλοιπα με βρίσκουν να σκαρφαλώνω προς την έξοδο που θαμπά ορίζεται, από ίχνη γαλάζιου φωτός.


    Τα δάχτυλα μου ελαφρά βουλιάζουν καθώς η αντίσταση του εδάφους ελαστική είναι. Αργά και προσεκτικά για το λόγο αυτό, βγαίνω από το παράξενο υγρό σε ένα σφαιρικό δωμάτιο και όρθιος σηκώνομαι. Στην αρχή μου δίνει την εντύπωση σπηλιάς βλέποντας τους σταλακτίτες από άνω μέρος του να κρέμονται. Προσέχω όμως τον παλμό στους τοίχους που το κάνουν ζωντανό να είναι, σαν μια μεγάλη μπάλα που ανασαίνει και ξαναθυμάμαι που βρίσκομαι. Σ’ ένα από τα κρυφά δωμάτια στα ενδότερα της ψυχής του Πόθου…

    (συνεχίζεται)
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Πίσω στον έξω κόσμο, δύο έγχρωμες κι αέρινες λιμνούλες περιμένουν το κάλεσμα τους ανταπόκριση να βρει. Κίτρινη χρυσή με πειθαρχία απλωμένη και μελί σκοτάδι η άλλη που ο άνεμος ν’ αγγίζει αποφεύγει.


    Τα δευτερόλεπτα, αν χρόνος σε αυτό το μέρος νόημα ύπαρξης είχε, θα κυλούσαν δύστροπα δίχως τίποτα να τάραζε την πεισμωμένη αταξία τους, παρά μόνο τα χρώματα που να περιμένουν για πάντα δείχνουν. Ακόμα και όταν ο λευκός ουρανός ανεπαίσθητα χρώμα ν’ αλλάζει δείχνει, αυτά ατάραχα τον πρώτο Θεό στο κάλεσμα τους να απαντήσει, περιμένουν…


    Σε ένα κόσμο άλλο, καλά κρυμμένο στην απεραντοσύνη τούτου, ένας από εμένα κοιτάει το ταβάνι απορημένος. Σταγόνες οριακά να κρέμονται και έτοιμες να πέσουν μοιάζουν, αλλά καμία το χατίρι δε μου κάνει. Σηκώνω το χέρι και να τις αγγίξω προσπαθώ, όμως λίγο πριν τις ακουμπήσω αυτές τραβιούνται ψηλά και μακριά σαν τρομοκρατημένες υπάρξεις. Η βούληση τους είναι προφανής και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς νιώθω ότι πλησιάζω σε κάτι που με φοβάται.


    Τραβώ το χέρι μου και αυτές αναθαρραμένες κατεβαίνουν μέχρι την άκρη ξανά. Απότομα πηδώ, ξαφνιασμένες να τις πιάσω, αλλά και πάλι αστοχώ, για μένα γρήγορες πολύ φαντάζουν. Απογοητευμένος κάθομαι κάτω οκλαδόν και προσπαθώ να βρω μια λύση. Πέρα από εμένα αντικείμενο κανένα άλλο, μέσα στο δωμάτιο δεν υπάρχει. Αφήνω με ήχο έναν βασανισμένο ξεφύσημα να φύγει από το στόμα μου. Μία νότα μικρή ακούγεται, σα λεπτή φωνούλα. Σηκώνω το κεφάλι μου και όπως το στόμα μου ακόμα ανοιχτό χάσκει, η πρώτη σταγόνα μέσα πέφτει…


    …η γεύση της ζωντανή και φουσκωμένη. Ήχοι που εισχωρούν από τους γευστικούς μου πόρους ταξιδεύουν στο μυαλό μου και ανατινάζονται σε χρώματα…
    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ένα δωμάτιο φοιτητικό. Κρεβάτι μικρό, χρώματα απαλά, κεριά αναμμένα. Στο πάτωμα χαλάκια που μόνο χέρι κοριτσιού θα μπορούσε να απλώσει. Στο δωμάτιο μόνο οι λυγμοί μου κάνουν συντροφιά. Λυγμοί πνιγμένοι και το φως των κεριών που τρεμοπαίζουν φοβισμένα.


    Υπάρχουν δύο πόρτες. Η μία οδηγεί στον διάδρομο, έξω από το δωμάτιο και η άλλη στο μικροσκοπικό μπάνιο. Για ένα πνεύμα σαν εμένα δεν είναι δύσκολο να περάσω μέσα από την κλειστή του μπάνιου. Συναντώ τον Πόθο, σ’ ένα χώρο τεσσάρων περίπου τετραγωνικών και ένα κορίτσι γονατισμένο σε άθλια κατάσταση. Με πιάνει πανικός και ανεβαίνω ψηλά, πάνω από τα κεφάλια που δεν με αντιλαμβάνονται.


    «Κυυυύυυυριεεεεε μου, σας παρακαλώ όχι πάλι, σας παρακαλώ, φοβάμαι…» φωνούλα διαλυμένη, πορσελάνη ραγισμένη. Ο Πόθος πατάει με το πόδι του πάνω στην πλάτη του κοριτσιού. Φοράει μπότες, άγριες και στο δέρμα του κοριτσιού ματωμένες αμυχές.


    «Άλλη μια φορά κρινούλα, θα μετρήσεις εφτά φορές και μετά θα σηκώσεις το κεφάλι» είναι θυμωμένος! Μία φωνή γεμάτη με καρφιά πυρωμένα και τεράστια. Το κορίτσι κινδυνεύει ή έχει κινδυνεύσει, ανάμνηση παλιά;


    Το κορίτσι κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά και τότε βλέπω τον πλημμυρισμένο καμπινέ. Κάτι έχει φράξει την δίοδο. Δε μπορώ να δω το υγρό είναι σκουρόχρωμο. Σκύβει το κεφάλι του και λίγο πριν την επιφάνεια του υγρού αγγίξει, κάτι κινείται μέσα του. Θεέ μου !!!


    Το κεφάλι της κρινούλας χάνεται κάτω από το υγρό και συναντά αυτό που βρίσκεται από κάτω…


    Ο Πόθος πλησιάζει στην λεκάνη. Στα χέρια του ένα μικρό σφυράκι. Σκύβει, κάθεται δίπλα από το κορίτσι και με το αριστερό του χέρι πιάνει το χέρι της που από την πίεση έχουν σχηματιστεί άσπρες κηλίδες στις αρθρώσεις. Αφήνει τα δάχτυλα του να γλιστρήσουν πάνω στα δικά της. Κίνηση λατρείας; Δήλωση παρουσίας; Αίσθηση μέσω του δέρματος; Δεν προλαβαίνω να αντιληφθώ.


    Με μια απότομη κίνηση χτυπάει το σφυρί πάνω στα πλαϊνά τοιχώματα της πορσελάνης !


    Ένας θόρυβος οξύς. Σαν καμπάνα γεμάτη με νερό. Δίχως αντίλαλο, αλλά όχι δίχως κύμα αντιδράσεων. Κάτι στιβαρό και νευρικό, μέσα στο σκοτεινό νερό, τινάζεται και χτυπιέται στα λιγοστό χώρο που μοιάζει να έχει παγιδευτεί. Το άμοιρο κορίτσι σφίγγεται απότομα και στο δέρμα της χάρτες ανάγλυφοι σχηματίζονται. Μύες που δηλώνουν την θέλησή της. Όχι την θέληση της απόδρασης από το σκληρό βασανιστήριο, αλλά της παραμονής εκεί, όπως τόσο τρυφερά είχε πριν υποσχεθεί.


    Δεύτερο χτύπημα. Ήχος ίδιος, αλλά όχι και η μελωδία των κυμάτων που προκαλεί. Η λεκάνη αντηχεί τις φρενιασμένες κινήσεις φυγής. Μανία από οργή, που του φράζουν τις εξόδους; Τρόμος ή χορός, πάντως σίγουρα, από το κορίτσι που πειθαρχημένα στέκεται με το κεφάλι βυθισμένο στο νερό, δεν προέρχονται. Το ελεύθερο χέρι του Πόθου, στην άκρη του εύθραυστου σβέρκου της ξαπλώνει. Λίγο πριν το νερό αγγίξει.


    Τρίτο χτύπημα. Τώρα πιο δυνατά. Τα πόδια της κρινούλας τινάζονται. Φαντάζομαι κάτι αποτρόπαια τερατώδες, να της ξεσκίζει το πρόσωπο στης προσπάθεια του να ξεφύγει. Την μόνη πράξη ελέους που διακρίνω, είναι η ενοχή της παραμονής μου στη σκηνή. Δεν πρέπει να δειλιάσω. Σκοπός υπάρχει και είναι ιερός. Η μήπως υποσυνείδητα, βρώμικος κι ανίερος;

    (συνεχίζεται)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Χτύπημα τέταρτο, με νεύρο. Η μανία του ζώου που τυραννιέται, μοιάζει να έχει μεταφερθεί στον Πόθο. Το χέρι του, που το σφυρί δεν βαστά, οργώνει την πλάτη της. Σαν να θέλει να αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς της. Να συναντήσει το υγρό της υπόστρωμα. Αυλάκια κόκκινα πίσω του αφήνει, αυλάκια βαθιά που γρήγορα γεμίζουν.


    Πέμπτη φορά, σαν να καλεί για πυρκαγιά ! Ο θόρυβος που πηγάζει από τα ενδότερα δεν κοπάζει. Ούτε οι συσπάσεις στο σώμα του κοριτσιού. Σαν οργασμικά κύματα, που το ένα ακολουθεί το άλλο, πριν το προηγούμενο προλάβει να σωπάσει.


    Φορά έκτη. Κάτι ακούγεται σαν να ραγίζει. Μοιάζει με τα λογικά του κοριτσιού, αλλά το νερό που τινάζεται από το ρήγμα μου χαρίζει την ελπίδα. Το χέρι του Πόθου, σταματάει στην οπίσθια οπή της κρινούλας. Με κίνηση απότομη αλλά αντίσταση μικρή, δύο δάχτυλα χοντρά και μακριά χάνονται βιαστικά μέσα της. Μια εικόνα που αφύσικα με ταράζει, σαν κάποιο νόημα κρυφό από κάτω της να κρύβεται . Το χέρι που με βία το σφυρί κρατά, απομακρύνεται από την λεκάνη. Από το άλλο χέρι, άλλα δύο δάχτυλα πηγαίνουν να συναντήσουν τα πρώτα. Το χέρι, που τον ήχο πλάθει, κινείται γρήγορα. Ο αντίχειρας του άλλου όμως το προλαβαίνει και χάνεται κι αυτός, ελάχιστα πριν το μέταλλο το παραδομένο υλικό συναντήσει. Χτύπημα έβδομο και τελευταίο και το κορίτσι με τα χέρια σπρώχνει και το κεφάλι της έξω από την φυλακή του βγάζει. Αν είχα καρδιά θα σταματούσε από τον τρόμο που περίμενα να αντικρίσω, όμως καθώς το χέρι του Πόθου βυθίζεται από πίσω της μέχρι τον καρπό…


    …ένα άλλο Χέρι στο στόμα της κρινούλας έχει τα δάχτυλα του βυθίσει. Ένα χέρι δίχως αφέντη, που ο αγκώνας μέσα στην τουαλέτα έχει χαθεί, υγρό με τα σημάδια της μακράς παραμονής του μέσα στο νερό, να το κάνουν ακόμα πιο αφύσικο να μοιάζει.


    Τραβιέται έξω από το στόμα της κρινούλας λες και ανάσα θέλει να πάρει. Δείκτης που κοιτάει προς εμένα σα να βλέπει. Χώνομαι βαθύτερα μέσα στις σκιές. Επιστρέφει στο πρόσωπο της και την παρατηρεί με περιέργεια. Τα χείλια της κόκκινα, γεμάτα. Προκλητικά από την φύση τους, από την ηδονή που απορρέει από το χέρι του Πόθου, από την ικεσία στα μάτια που γλαρωμένα ζητούν συνέχεια.


    Το Χέρι αγγίζει τρυφερά με τα δάχτυλα , του Πόθου ψάχνει τους κρυμμένους θησαυρούς στην ανήλιαγη σάλα. Το κορίτσι την πύλη του λόγου ανοίγει στους πέντε κλέφτες. Στέκονται μπροστά όχι με την επιφύλαξη να νοτίζει τους τένοντες , ούτε με την λατρεία να φουσκώνει την ιερότητα του χώρου, αλλά από καθαρό σαδισμό καθώς το κορίτσι ψιθυρίζει σιωπηρά…


    «Σας παρακαλώ, γεμίστε τα κενά μου, άδεια δε θέλω πια να είμαι…»


    Ο Πόθος νιώθει την ικεσία της και τραβιέται προσεκτικά προς τα έξω. Δύο χέρια και τα δυο υγρά τώρα, που παραμονεύουν στις πρόθυμες εισόδους.


    «Σας παρακαλώ, σάρκα να νιώθει ηδονή, μόνο αυτό θέλω να ‘μαι…»


    «Το όνομα σου τσούλα;» το δωμάτιο βασανίζεται από την απειλή που στάζει από τις λέξεις Του .


    «Αφροδίτη Κύριε μου, σας παρακαλώ, η καρδιά μου δεν αντέχει άλλο το κενό…»
    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 28 Ιουνίου 2017
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Ο Πόθος σηκώνεται και κοιτάει το Χέρι. Ένα νεύμα και αυτό υποχωρεί προς τα κάτω. Σαν φίδι χοντρό, που πίσω στην φωλιά του γυρίζει με το βλέμμα καρφωμένο σε αυτόν που φοβάται, χάνεται. Στο πρόσωπο του κοριτσιού τρέμουλο απελπισίας γεννιέται.


    «Κύριε μου…» , άγαλμα από πορσελάνη ραγίζει. Θα καταρρεύσει.


    «Δεν είσαι η Αφροδίτη που αναζητώ» το κεφάλι της αγγίζει και το κορίτσι σβήνει. Θάνατος που απλόχερα προσφέρεται, όμως γιατί;


    Η εικόνα σβήνει και πίσω στο δωμάτιο με τις σταγόνες μνήμες επιστρέφω…


    …και η μουσική με αγκαλιάζει με αγάπη. Τραγουδούν σαν παιδιά ευτυχισμένες. Σταγόνες απόσταγμα φυλαγμένων μνημών. Μνήμες που επιμελώς ο Πόθος τις έκρυψε, στο πιο σκοτεινό ίσως σημείο του μυαλού του. Αφήνομαι στον ήχο τους προσπαθώντας να καταλάβω το γιατί. Τι να θέλει να κρύψει ένα πλάσμα που δεν είναι ούτε Θεός, αλλά ούτε και άνθρωπος και τους δύο στοιχειώνει μ’ ένα άγγιγμα του;


    Στο δωμάτιο μυρίζει μια φρεσκοπλασμένη διακριτική δυσφορία. Το τραγούδι τους σταμάτησε. Κοιτώ ψηλά και βλέπω το χρώμα τους ανυπόμονο. Χαμογελώ…


    «Εντάξει μικρές μου, είμαι έτοιμος για την επόμενη» , ανοίγω το στόμα μου δείχνοντας σε αυτή που κρέμεται από πάνω μου, το δρόμο της φυγής.


    Τρέμει από χαρά, φουσκώνει, βαραίνει, πέφτει μέσα μου και στη δική της διαδρομή με πάει…


    Γεύση καλοκαιριού και αλμύρας. Θάλασσα αλλόκοτη. Το γαλάζιο δεν είναι έντονο και η άμμος είναι γκρίζα. Δύο κορίτσια παίζουν μέσα στο νερό. Ένα όμορφο αγόρι καθισμένο στην άμμο δείχνει να τις χαζεύει. Έχει αγκαλιάσει τα γόνατα και το βλέμμα του κάτι μου θυμίζει…


    « Ίμερε θα έρθεις; Το νερό είναι ζεστό, έλα» , το κορίτσι με τα πιο ανοιχτά μαλλιά χαμογελάει καθώς του φωνάζει. Το βλέμμα του αγοριού φωτίζει σα να ξυπνάει από κάποιο λήθαργο.


    «Λίγο αργότερα Αρμονία, περιμένω την Πειθώ» , η φωνή του;


    «Με περιμένεις; Γιατί Πόθε μου γλυκέ;» Γυρνάμε απότομα και οι δύο προς τα πίσω, μια μελαχρινή κοπέλα στέκεται, σχεδόν με αγγίζει. Τότε συνειδητοποιώ τι είπε και ξαναγυρνώ μπροστά προς το αγόρι. Αντικρίζω τον Πόθο σε μικρή ηλικία. Αποσβολωμένος κοιτάω γύρω μου. Όλα είναι αλλιώτικα, τώρα καταλαβαίνω το γιατί. Λείπουν οι άνθρωποι…


    «Ξέρεις ότι δεν μ’ αρέσει το Πόθος» , το αγόρι σηκώνεται και τινάζει την άμμο από το σώμα του.


    «Αδερφέ μου, ξέρω περισσότερα από αυτό…» , η κοπέλα διασχίζει το κενό που τους χωρίζει διαπερνώντας με…


    «…όπως το λόγο που περιμένεις…» , σκύβει να τον φιλήσει. Ο Πόθος τραβάει το πρόσωπο του ελάχιστα προς τα πίσω, αλλά όχι τον κορμό του.


    «…και αν δεν πάρω το μικρό μου αντίτιμο δεν πρόκειται τίποτα να μάθεις» , νικημένος αλλά όχι ξαφνιασμένος, αφήνεται στο φιλί της. Το ίδιο κάνει και στο τολμηρό της χάδι ανάμεσα στα πόδια του.


    «Πάντα έτσι κάνετε εσείς οι δύο, ξεκινάτε μόνοι σας» , το κορίτσι που ο Πόθος την αποκάλεσε Αρμονία φτάνει με το νερό ακόμα να στάζει από τις σκουρόχρωμες ρώγες της, σέρνοντας κυριολεκτικά το άλλο κορίτσι από πίσω της.


    «Κοίτα, Τύχη , ο μικρός μας αδερφούλης έχει καλύτερη διάθεση σήμερα» , φτάνει πίσω από τον Πόθο και του δαγκώνει την πλάτη δυνατά. Ο Πόθος πνίγει τη φωνή του και με μια απότομη στροφή πετάει την Πειθώ προς τα πίσω και γυρνάει προς την Αρμονία. Η πλάτη του σμιλεμένη από πιο ταλαντούχο γλύπτη, δεν ταράζεται καθόλου καθώς φτύνει την Αρμονία στο πρόσωπο. Το κορίτσι δε θυμώνει, παρά χαμογελάει πονηρά και γονατίζει. Και σκύβει ακόμα πιο χαμηλά, με τα χείλια της ελάχιστα από την άμμο πιο πάνω και φιλάει τρυφερά τις καταλήξεις των ποδιών του. Ο Πόθος τώρα, μπροστά του έχει την Τύχη που τον κοιτά αδύναμη να αντισταθεί και πίσω του την Πειθώ που σαν σκύλα σέρνεται προς τα πόδια του.
    (συνεχίζεται)
     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Απλώνει το αγορίστικο μελαψό του χέρι και η Τύχη το φιλάει με φοβισμένη λατρεία. Δε το τραβά και η Τύχη ανοίγει το στόμα της και προχωρά προσεκτικά, ωθώντας έτσι τα δάκτυλα του βαθύτερα στο στόμα της. Με τον αντίχειρα μαγκώνει την κάτω σιαγόνα της και την τραβάει προς το μέρος του. Το κορίτσι ακουμπά τα οπίσθια της Αρμονίας αλλά δεν της επιτρέπει να σταματήσει. Την αναγκάζει να γονατίσει πάνω της. Το χέρι του καθοδηγεί το κεφάλι της μέχρι που το στόμα της γεμίζει με κάτι πιο πλούσιο σε σάρκα από τα δάκτυλα του.


    Οι επόμενες ώρες είναι μία καταιγίδα. Ένας τυφώνας, μία δύναμη απίστευτη, κλεισμένη μέσα στο σώμα του αγοριού που ξεσπάει πάνω στα τρία θηλυκά. Δεν προσπαθούν να αμυνθούν, υπάρχουν στιγμές που θυμίζουν αγριόσκυλα που προσπαθούν να πληγώσουν το νεαρό λιοντάρι. Όταν οι δύο χτυπιούνται λυσσασμένα ανάμεσα στα μέλη του που τις ξεσκίζουν, η τρίτη προσπαθεί να τον αιφνιδιάσει ορμώντας του από πίσω. Το χέρι του όμως στο λαιμό της, αποδεικνύεται ισχυρότερος αντίπαλος από τη μανία της. Ώρα μετά δείχνουν να λυγίζουν σε αντίθεση με αυτόν που συνεχώς γεμίζει με κύματα, ψηλότερα κάθε φορά από τα προηγούμενα. Τώρα φέρνουν σε τρία αδύναμα λουλούδια έρμαια στον άνεμο που ξεπηδά από την κάθε του ανάσα. Δεν αντιστέκονται και οι ικεσίες τους να τις λυπηθεί δεν του ζητούν. Αλλά μέχρι το τέλος να τις πάει και στα πόδια του θανάτου να τις αποθέσει. Αυτός το χατίρι δεν τους το χαλά και τώρα νεκρές στην άμμο κείτονται.


    Τρία ημίθεα λουλούδια πάνω στην άμμο δίχως ζωή. Ο Πόθος στη θάλασσα, το σώμα του ξεπλένει από το χρυσό το αίμα τους…


    …ο χρόνος κυλάει και ο ήλιος κλέβει τα υγρά στίγματα από ένα σώμα που η τελειότητα στο σμίλευμα του, μαρτυρεί την έλλειψη της ανθρώπινη υπόστασης. Ο Πόθος κοιτάει τον ουρανό και το βλέμμα του περιμένει.


    Πρώτη επανέρχεται η Τύχη και σχεδόν ταυτόχρονα η Αρμονία. Μαζί με το οξυγόνο παίρνει και ένα γλυκό χάδι από την αγαπημένη αδερφή της. Κοιτούν την πλάτη του Πόθου, τον φοβούνται. Η σκοτεινή έλξη που τις ασκεί είναι η γλυκιά τους αμαρτία και η κατάρα τους μαζί. Σηκώνονται όσο πιο αθόρυβα μπορούν και φεύγουν μακριά του.


    Οι θολές τους φιγούρες κοντεύουν πια να σβήσουν, αλλά το χαμόγελο από τα χείλια του Πόθου, όχι. Έχει τα νώτα του στραμμένα προς το μέρος της, όταν συνέρχεται η Πειθώ. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, η πρώτη της μετά από ώρες. Το πρόσωπο της στολίζεται από ένα παρόμοιο χαμόγελο…

    (συνεχίζεται)
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    «Άργησες»…με το δικό του. Αρχοντικό όπως ενός μεγάλου φιδιού…

    «Δεν τις αντέχω , τις ανόητες»…αλλά και πάλι ύπουλο.

    «Λοιπόν , τι έχεις να μου πεις; Τι σε ήθελε η Μητέρα;»

    Τα βήματα της αργά. Κουρασμένα; Όχι. Βασανιστικά; Ίσως; Το πρόσωπο της, δείχνει σκέψεις. Δείχνει στρατηγό.

    «Θέλει την βοήθεια μου» , κάθεται δίπλα του. Μία γυναίκα και ένα αγόρι. Εικόνα πλανεύτρα, της αλήθειας διαφθορά.

    Ο Πόθος δεν ακολουθεί την διαδρομή που του προσφέρει. Δεν απαντά. Η Πειθώ χαμογελά πιο πλατιά αυτή τη φορά και συνεχίζει.

    «Θέλει την Ψυχή. Ο κόσμος στρέφεται προς τα κάλλη της και η Αφροδίτη είναι οργισμένη» , ακόμα μία παύση. Άμμος που κυλάει από τις χούφτες της Πειθούς. Ούτε και στην εικόνα της κλεψύδρας δεν υποκύπτει ο Πόθος. Περιμένει την συνέχεια.

    «Μίλησε στον Έρωτα, αλλά θέλει να σιγουρέψει την επιτυχία του. Θέλει την ισοπέδωση της. Δεν τον εμπιστεύεται, θέλει μετά το άγγιγμα του η μόνη λάμψη που θα βασιλεύει στα μάτια της, να είναι της τρέλας» , ο τελευταίος κόκκος άμμου πέφτει. Ο θόρυβος που αφήνει είναι ορατός. Γυρνάει και την κοιτάει. Το πρόσωπο του είναι κακό.

    «Δεν εμπιστεύεται τον λατρεμένο της;» Το κακό δεν είναι δαίμονας, είναι αρρώστια.

    «Δε θέλει όμορφο λουλούδι να γεννήσει» , δεν του ανταποδίδει το βλέμμα, όχι ακόμα. Η γλώσσα της παίζει με τα δόντια της ικανοποιημένη.

    Απλώνει το χέρι του και της πιάνει το πόδι. Κάθε ανάγλυφη λεπτομέρεια πάνω στο δέρμα του, ένα ηφαίστειο που με βία αντιστέκεται.

    «Θέλει να κάψει την θωριά της και ο κόσμος να τρέχει μακριά» , η Πειθώ νιώθει τον κίνδυνο. Δεν τον αγνοεί. Τον ελέγχει.

    «…και θέλει την συνεισφορά μου και άρα και την δική σου» , τινάζει το χέρι εκνευρισμένος και σηκώνεται θυμωμένος. Το φως της ημέρας χαμηλώνει, ίσως να φταίνε οι ήλιοι που τώρα από τα μάτια του φέγγουν.

    «ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΣΕ ΕΜΕΝΑ;» Η Πειθώ στέκεται ακίνητη και παγωμένη. Δείχνει να ξέρει τι κάνει…

    «ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ;» Ή να ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει…

    …οι στιγμές κυλούν όπως οι κόκκοι της άμμου. Βήματα που σημαδεύουν την απαρχή. Ο Πόθος με την οργή του, να τρέχει ακατέργαστη μαθαίνει στην γη να τον φοβάται. Να τον αναζητά για τους αιώνες που θα ακολουθήσουν, να χαρίζει την ζεστή πνοή της σε αυτούς που τον υμνούν, αλλά πάντα να μένει στις σκιές, δίπλα του και συνάμα μακριά του. Οι ώρες περνούν. Καταδικασμένες να υποφέρουν αλλά να μην μπορούν να σταματήσουν. Η καταιγίδα της ψυχής Του καταλαγιάζει και η Πειθώ αρχίζει να του μιλάει. Σαν πνοή αδύναμη στην αρχή και με την ώρα που την προσοχή Του κατακτά, με τον αέρα του δημιουργού του πεπρωμένου. Ο Πόθος ακούει και στο τέλος το χαμόγελο του, το έπαθλο της.
    (συνεχίζεται)