Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ, ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ....

Συζήτηση στο φόρουμ 'Κυριαρχία - υποταγή D/s' που ξεκίνησε από το μέλος Iagos, στις 11 Νοεμβρίου 2016.

  1. Iagos

    Iagos Contributor

    Σε ευχαριστώ
     
  2. espimain

    espimain Contributor

    Και στην θεωρία και στην πράξη
    Η συμπεριφορά και ο λόγος της υποτακτικής, καθρεφτίζει τα "μυαλά" του κυρίου της.
    Αν η συμπεριφορά της υποτακτικής είναι σκατένια, δείχνει πως ο κύριος της είναι σκατόμυαλος.

    * "Μυαλά" = απόψεις

    Το σχόλιο μου αναφέρεται στο αρχικό ποστ του νήματος
     
  3. gaby

    gaby Guest

    Από την θεωρία στην πράξη μεσολαβεί η ζωή και ο πανίσχυρος ανθρώπινος παράγων. Μόνο αν ο Αφέντης της υ μπορεί να ελέγξει πλήρως τις συνθήκες της ζωή της, δηλαδή είναι αυτή μαζί του και ζουν στο ίδιο σπίτι 24/7 και αγαπιούνται τρελά και είναι και γκόμενος και την έχει εκπαιδεύσει κιόλας, μόνο τότε ισχύουν τα περί καθρέφτη. Αλλιώς, στην πράξη είναι γνωστό πως τα πανάθλια υ κλέβουν και πηγαίνουν για καφέδες και για σουβλάκια ακόμα και δεν ξέρω γω πού αλλού και τότε είναι ο εαυτός τους και μόνο και μπορεί να νιώθουν με αυτό, χαριτωμένα άταχτα ή χάλια και σε κενό.
     
  4. espimain

    espimain Contributor

    Ναι εν πολλοίς.
    Oταν υπάρχει μία σχέση D/s και σε θέματα BDSM, σαφώς κι έχει άμεση και πλήρη ευθύνη ο Κυριαρχικός για την συμπεριφορά και τον εκφραζόμενο λόγο της υποτακτικής του.
    Όταν μια γυναίκα έχει παραδώσει τον εαυτό της σε κάποιον και είναι περήφανη γι αυτό, πάντα τον ρωτά γι' αυτά που λέει και κάνει. Σαφώς και υπάρχουν θέματα στα οποία ο Κυρίαρχος την εμπιστεύεται και της δίνει την δυνατότητα να ενεργεί αυτοβούλως, ξέροντας ότι δεν θα τον εκθέσει ποτέ με την συμπεριφορά της.
    Όταν όμως η υποτακτική φέρεται σαν "σκατό πατημένο", τότε ο κύριος της του το ανέχεται, φέρει την πλήρη ευθύνη της.
    Δεν ελέγχεται ο Κύριος για τα καλά της υποτακτικής, αλλά για τα άσχημα της.

    Παράδειγμα: όταν μια, δηλώνει υποτακτική κάποιου και συλληφθεί για κλοπή, εσύ που ξέρεις τι είναι η σχέση D/s, τι γνώμη θα είχες γι αυτόν το κυριαρχικό;
     
  5. Ορίων

    Ορίων Omnia mors aequat

    Το 24/7 δεν ξεκίνησε ως συγκατοίκηση
    και δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη της..
     
  6. Iagos

    Iagos Contributor

    Αφού λοιπόν καταλήξαμε πως το bdsm και ειδικότερα οι σχέσεις Κ/υ είναι προσωπική υπόθεση και ο καθείς βαρά το ντέφι κατά βούληση επιθυμώ να γράψω για το δικό μου bdsm στην πράξη.

    Το δικό μου bdsm λοιπόν ξεκινά από την ανθρώπινη γνωριμία.

    Ξεκινά από την διάθεση μου να διακρίνω τον άνθρωπο που έχω απέναντι μου.

    Προσπαθώ να διακρίνω τις αγωνίες του, τους φόβους τους, την ευφυΐα, την παιδεία του, την εξυπνάδα του.

    Εκείνο που με αφορά περισσότερο και κρίνει την συμβατότητα μου μαζί του είναι σε τι βαθμό φέρει εντός της δομής του συντηρητικά και αντιδραστικά στοιχεία που σχετίζονται με την κανονικότητα που επιβάλλει ηθική.

    Δεν υπάρχει άνθρωπος μηδενός εξαιρουμένου που να μην φέρει στη δομή του συντηρητικά και αντιδραστικά στοιχεία.

    Εφόσον όλοι έχουμε μεγαλώσει και εκπαιδευτεί σε έναν συντηρητικό, αντιδραστικό και παράλογο πολιτισμό είναι φυσικό και επόμενο να φέρουμε τα στοιχεία του πολιτισμού μας εντός μας.

    Υπάρχουν όμως άνθρωποι που αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά τα φέρουν σε μεγαλύτερο βαθμό και άνθρωποι που σε μικρότερο βαθμό.

    Συμβατοί σε εμένα είναι οι δεύτεροι.

    Από τη στιγμή λοιπόν που δούμε μαζί με έναν άλλον άνθρωπο την συμβατότητα μας τότε προχωράμε στο χτίσιμο μιας Κ/υ σχέσης έτσι όπως υποκειμενικά εγώ θεωρώ πως μου ταιριάζει.

    Το πρώτο βήμα είναι η συναίνεση.

    Συναίνεση όμως σε τι;

    Συναίνεση πως μπαίνει σε μια σχέση που στόχος της είναι να κρατήσει τρία χρόνια.

    Χρειάζομαι χρόνο για να γνωρίσω έναν άνθρωπο.

    Δεν είναι για εμένα παίξε-γέλασε μια τέτοια σχέση.

    Φυσικά μπορεί να φύγει όποτε το επιθυμεί αλλά εξ αρχής πρέπει να γνωρίζει που επιθυμώ να πάει, μέχρι που θέλω να φτάσει η σχέση και η επικοινωνία μας.

    Εφόσον αυτό γίνει κατανοητό και υπάρξει συναίνεση το επόμενο βήμα είναι ένα πλαίσιο, ναι πολύ καλά διαβάζετε, πλαίσιο, στο δικό μου bdsm έχω πλαίσιο γιατί έτσι μου καυλώνει, διάρκειας ενός μηνός.

    Στην διάρκεια αυτού του πρώτου μήνα η υποτακτική πλέον ξεκινά να μου γνωρίζει τον κόσμο της και την καθημερινότητα της. Καταγράφει με πλήρη λεπτομέρεια τις κινήσεις της, τι ώρα ξυπνά, πόση ώρα χρειάζεται να πιεί καφέ και να ντυθεί, τι ώρα φεύγει από το σπίτι, τι ώρα φτάνει στην εργασία της αν εργάζεται, τι ώρα επιστρέφει, αν ξεκουράζεται ή όχι το απόγευμα, κάθε πότε βγαίνει, αν ξενυχτάει, τι τρώει ακριβώς στη διάρκεια της μέρας, τι ώρα τρώει, πόσους καφέδες πίνει και πολλά άλλα.

    Μου είναι απαραίτητες όλες οι παραπάνω πληροφορίες για να οργανώσω τον χρόνο μου και να είμαι λειτουργικός στην θέση του Κυριάρχου.

    Με βοηθά να βάλω μια τάξη.

    Μια οργάνωση στον χρόνο μου και στους χρόνους της υποτακτικής μου.

    Πέρα από τις λίστες η υποτακτική αναλαμβάνει και την υποχρέωση τήρησης καθημερινού ημερολογίου.

    Αναλαμβάνει την υποχρέωση να μιλά για τον εαυτό της και να ανοίγεται μέσα από την καθημερινή σχέση της με τον γραπτό λόγο. Ο γραπτός λόγος έχει μια άλλη δυναμική. Είναι πιο απελευθερωτικός από τον προφορικό και πιο αληθινός πάντα.

    Είναι ένας δύσκολος μήνας.

    Και για τους δυο.

    Πρέπει να δημιουργηθεί η βάση.

    Να υπάρξει οργάνωση του χρόνου.

    Να αλλάξουν συνήθειες.

    Με το πέρας του πρώτου μήνα είναι απαραίτητο να γίνει μια πρώτη αξιολόγηση.

    Και μέσα από μια ειλικρινή συζήτηση να παρθεί ή όχι η απόφαση για το αν θα πάει παρακάτω.

    Αν παρθεί η απόφαση να πάει παρακάτω τότε το επόμενο βήμα είναι ένα πλαίσιο, ναι και πάλι πολύ καλά διαβάσατε, πλαίσιο, διάρκειας τριών μηνών.

    Στο διάστημα αυτό η υποτακτική εντάσσεται πλέον σε ένα οργανωμένο, καινούριο περιβάλλον το οποίο οφείλει να υπηρετήσει πλέον.

    Πολλές συνήθειες μπορεί να έχουν μείνει ίδιες πολλές μπορεί να έχουν καταργηθεί, πολλές μπορεί να έχουν αλλάξει.

    Το σίγουρο είναι πως γνωρίζει τι κάνει, πως είναι οργανωμένη η ζωή της από εδώ και κάτω και τι ακριβώς υπηρετεί.

    Δύσκολη περίοδος.

    Πάντα στο δικό μου το bdsm, και γιατί έτσι καυλώνω να το ζω, μου αρέσει να ανοίγουν και να κλείνουν κύκλοι.

    Να υπάρχουν στάδια, βήματα, που θα οδηγούν στο σημείο της αξιολόγησης.

    Να κλείνει πρώτα ένας κύκλος και να ανοίγει ένας άλλος.

    Να μην είναι χύμα η σχέση…

    Να μην είναι «πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα»..

    Βήμα, βήμα επικοινωνείς με έναν άλλον άνθρωπο…

    Με τον κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικά.

    Κάπως έτσι μπορεί να περάσει μια τριετία χωρίς να το καταλάβει κανείς..

    Λυπάμαι που δεν θα αναφερθώ σε αυτό μου το κείμενο για το πώς καυλώνω από βήμα σε βήμα και πως ζω ηδονικά το δικό μου bdsm.

    Υπάρχει άλλωστε σχετικό νήμα που καταγράφω την ηδονική μου ζωή.

    Μέσα από την διαδρομή μου στο bdsm δυο γυναίκες έως τώρα με έχουν καταλάβει βαθιά, γνωρίζουν την αλήθεια μου, τις ανάγκες μου και τα πάθη μου.

    Η μια είναι η γυναίκα εκείνη που μέσα από την γνωριμία της με την υποταγή ξεπήδησε ένας ελεύθερος, υπέροχος Κυριαρχικός εαυτός, άξιος θαυμασμού σε κάθε αρσενικό του bdsm ανεξαρτήτου στάτους. Με αυτή τη γυναίκα παλέψαμε τους δαίμονες μας μαζί και καταφέραμε να φτιάξουμε μια συμμετρία μεταξύ δυο Κ.

    Γιατί η σχέση μεταξύ δυο Κ στο δικό μου το bdsm είναι απόλυτα συμμετρική.

    Και κατ επέκταση είναι συντροφική.

    Και μόνο ως συντροφική μπορεί να εξελιχθεί, μόνο ως συντροφική μπορεί να υπάρξει.

    Η άλλη είναι η γυναίκα που έχει απόλυτη συνείδηση της θέσης της, που υπηρετεί με αφοσίωση τις ανάγκες μου χωρίς να προβάλλει τις δικές της ανάγκες ως σημαντικότερες από τις δικιές μου.

    Και αυτή είναι η σκλάβα μου.

    Και τις δυο αυτές γυναίκες δεν τις γνώρισα από εδώ.

    Έξω έχει πιο ελεύθερους ανθρώπους από εδώ…

    Και σε αυτό το σημείο θέλω να είμαι ειλικρινής.

    Βρέθηκαν στο διάβα μου και πέντε-έξι άλλες που προσπάθησαν να ακολουθήσουν το δικό μου το bdsm, αλλά το πολύ στο εξάμηνο τα είχαν φτύσει και εγκατέλειψαν.

    Για όσο όμως προσπάθησαν τις τιμώ, τις σέβομαι, και τις ευχαριστώ.
    Υπήρξαν υπέροχες.

    Έκανα μια προσπάθεια να ξεδιπλώσω το δικό μου bdsm στην πράξη…

    Ευχαριστώ

    Iagos

     
     
    Last edited: 20 Ιανουαρίου 2017
  7. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    Μια διαφορά μεταξύ της θεωρίας και της πράξης που ίσως δεν συζητάμε αρκετά συχνά είναι ότι η θεωρία συνήθως δεν είναι τόσο όμορφη όσο η πράξη. Με ποια έννοια το λέω αυτό: στην θεωρία θέλουμε να βγούμε το τέλειο ραντεβού και έπρεπε να φορέσουμε την πιο τεράστια κιλοτα που είχαμε γιατί όλα μας τα εσώρουχα έτυχε να είναι στο πλυντήριο. Στην θεωρία θέλαμε να είμαστε μια θεότητα επί της γης και λίγο πριν φτάσουμε στο εστιατόριο φάγαμε ίσως τη μεγαλύτερη, επικοτερη σαβούρα της ζωής μας βγαίνοντας από το μέτρο (ξέρετε εκεί στα σκαλιά στο Μοναστηράκι).

    Ταυτόχρονα περνάω μια περίοδο που τα behind the scenes μου φαίνονται πολύ αστεία, ή πολύ ενδιαφέροντα οπότε θα ήθελα με τη άδεια του νηματοθετη να μοιραστώ μια δύο τέτοιες ιστορίες που δεν θα τις βλέπαμε μάλλον σε κάποια τσόντα ούτε σε κάποιο μυθιστόρημα.

    Δευτέρα 2012, Αθήνα.

    Κάθομαι στο γραφείο και σιχτιριζω τον Hilbert, την εξεταστική και τον ηλεκτρομαγνητισμο. Ο ήχος του email που έφτασε ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν η παραγωγικότητα μου που κυμαινόταν ήδη σε ακατάλληλα για την εποχή επίπεδα, κοντά στο απόλυτο μηδέν.

    Ο τίτλος ήταν ο ίδιος όπως κάθε φορά: Το επόμενο ταξίδι.

    Τα περίμενα πως και πως τα email του. Κάθε φορά ένιωθα οτι θα διαβάσω την πιο υπέροχη, γοητευτική ιστορία. Οι οδηγίες ήταν απλές, όπως κάθε φορά και τα εισιτήρια εκεί, όπως κάθε φορά. Ισπανία για τρεις μέρες.

    Πέταξα από τη χαρά μου... έκατσα οκλαδόν στην καρεκλα μου και αναψα τσιγάρο.

    "Φόρεμα...ναι εντάξει...πεδιλα...μια χαρά..."

    Κάθε φορά, είχα συγκεκριμένες οδηγίες για το τι έπρεπε να έχω μαζί μου και τι ήθελε να φορέσω όσο θα είμασταν μαζί. Εκείνο το email είχε τα αγαπημένα μου. Μαύρες peeptoe γόβες και κόκκινα νύχια.

    Έκανα ένα μικρό victory dance αφού σημείωσα τις ημερομηνίες και επέστρεψα στο να προσποιουμαι ότι διαβάζω.

    Κυριακή 2012, Ελ. Βενιζέλος.

    Πλεον σχεδόν καβλωνα στα αεροδρόμια γιατί ήξερα ότι πάω να τον δω. Ανοίγω τη βαλίτσα για να κάνω ένα τελευταίο έλεγχο στα πράγματα που μου είχε ζητήσει να φέρω. Όχι ότι θα άλλαζε κάτι τελευταία στιγμή αλλά έτσι για τον ψυχαναγκασμο. Όλα ήταν εκεί οπως ζήτησε. Μου άρεσε που ήμουν η φαντασίωση του. Μου άρεσε που γινόμουν αυτό που ήθελε κάθε φορά...

    Βέβαια εκτός από φαντασίωση ήμουν και λίγο τεμπελα. Η πτήση του θα έφτανε 2 ώρες μετά την δική μου στο Ισπανία και έτσι είχα πάρει the executive decision να μην βάψω τα νύχια μου από πριν και να τα βάψω όσο θα τον περιμένω στο αεροδρόμιο.

    Κυριακή, 2012. Ισπανία.

    "What's the purpose of your visit?"
    "What do you mean?"
    "Bussiness or pleasure?"
    Τι να σου πω τελωνειακια αγορίνα μου και τι να καταλάβεις...
    "Business" γελάω και φεύγω.

    Φτάνω σε μια καφετέρια και παίρνω καφε. Με τούτα και με κείνα είχε ήδη περάσει σχεδον η μια ώρα. Σε μια ώρα ακριβώς θα έφτανε. Ανοίγω τη βαλίτσα και εκεί που αναρωτιόμουν ότι άντε τώρα μέσα στο χάος πως θα βρω το μανο παρατηρώ μια πανδεσια από κόκκινο βερνίκι απλωμένο παντού στη βαλίτσα. Πάνω σε όλα. Ρούχα, παπούτσια και... τις πρώην μαύρες peeptoe γόβες... Βερνίκι δεν είχε μείνει ούτε για αστείο και οι γόβες πλέον έμοιαζαν με κάτι που θα φορούσε ένας κλόουν σε παιδικό πάρτι.

    Ok be cool. No panic. Τι κάνουμε τώρα. Δεν έχω α) κόκκινα νύχια και β) τις γόβες.

    Τρέχω στο φαρμακειο και βρίσκω ένα κόκκινο μανο. 20 ευρώ γιατί έτσι. Γυρνάω στην καφετέρια και βάφω τα νύχια. Και εδώ με νύχια εννοώ ότι εβαψα μέχρι και τον δεύτερο χονδρο στα δάχτυλα από την ταραχή μου. Ωραία. Τώρα οι γόβες.

    Όποιος έχει πει ότι το άγχος δεν είναι καλός σύμβουλος μάλλον παρατήρησε την μοναδική ιδέα που είχα στη συνέχεια.

    Ανοίγω το ασετον και ξεκινάω να τρίβω τις γόβες. Ναι. Τις μαύρες δερμάτινες γόβες. Δεν ξέρω αν το έχετε δοκιμάσει ποτέ αλλά στην περιπτωση που δεν παρακαλείστε να μην το κάνετε γιατί τα πανέμορφα κόκκινα σημάδια αντικαταστάθηκαν από θολά άσπρα ξεφτια. Ένα μοναδικό ζευγάρι γόβες αντάξιες της Κρουελα.

    Πανικός πανικός πανικός.
    Χτυπάει το τηλέφωνο.

    "Έφτασα. Που είσαι;"

    "Πέθανα;"
    "Ακυρώθηκε η πτήση μου;"
    "Έχω να βρω και να γδαρω κατι σκυλιά δαλματιας για να φτιάξω γούνα;"

    "Στην καφετέρια."
    "Ετοιμάσου έρχομαι να σε πάρω."

    Πω. Ρε. Πουστη.

    Ξενοδοχείο.

    "Βάλε το μαύρο κοντο φορεμα, τις μαύρες γόβες και έλα"
    Παίρνω τα πράγματα, τυλιγω τις γόβες στο φόρεμα και πάω. Ντύνομαι και βγαίνω γρήγορα, με μικρά βήματα. Σταματάω ακριβώς στην πόρτα της τουαλέτας και βάζω το δεξι μου ποδι πανω στο αριστερο με τα γόνατα λυγισμένα προς τα μέσα. Και καλά ειμαι σέξι τώρα.

    "Τι κάθεσαι εκεί;" μου λέει από το κρεβάτι.
    Παίρνω μια ανάσα και γονατιζω, προχωράω προς το κρεβάτι με τα γόνατα, στα 4.

    "Είσαι σέξι τώρα. Όλα είναι τσαχπινιες."

    Σέρνομαι και ανεβαίνω στο κρεβάτι με τα πόδια μου να κρέμονται από έξω και αρχίζω τις χαριτωμενιες.

    "Γιατι είναι έτσι τα νύχια σου;" μου λέει φανερά παραξενεμενος. Δεν του άρεσαν αυτά, ήθελε αυτό που ήθελε και πάντα αυτό που ήθελε το είχε.
    Και που να δεις τα παπούτσια μου, σκέφτομαι.
    "Ε, να" λέω και πάω να ξεκινήσω τις μαλακιες.
    "Θα τα φτιάξεις τώρα" μου κάνει "αλλά δεν μπορώ να σε περιμένω. Έπρεπε να είναι ήδη έτοιμα" λέει και σηκώνεται. Μου δίνει το ασετον και με τραβάει στην ακρη του κρεβατιού ενώ κατεβάζει το εσώρουχο του.

    "Μπορείς να τα φτιάχνεις ενώ με γλύφεις φαντάζομαι" είπε και δεν ήταν ακριβώς ερώτηση. Ανοίγω το στόμα μου, με το ένα μάτι κοιτάω τα παπούτσια με το άλλο προσπαθώ να ξεβαψω τις κόκκινες περιοχές γύρω από τα νύχια μου.

    Κάποια στιγμή με σπρωχνει δυνατά και πέφτει ολο το μπουκάλι με το ασετον στα πόδια μου πάνω. Κάνω να σκύψω και με κρατάει εκεί ακίνητη.

    Επόμενο πρωί.

    "Μικρή, νομίζω χτες χαλασαμε τα παπούτσια σου" μου λέει και σηκώνει τις γόβες που πλέον ήταν άσπρες και ξεθωριασμενες σχεδον παντού, "κρίμα, δεν πρόλαβα καν να τα δω πάνω σου..."

    Τον κοιτάω. Κοιτάω τις γόβες.
    "Δε βαριέσαι..." λέω, "εμείς να είμαστε καλά..."
     
  8. rea..

    rea.. Contributor

    Υπέροχη γραφή!
    Αέρας αλέγρος πειραιώτικος!!.. Σκέτη απόλαυση είσαι ρε πατρίδα!! <3
     
  9. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    «Ich bin ein haus»

    Έκλεισαν οι πόρτες και τα παράθυρα σφραγίστηκαν. Εξαφανίστηκε ο έξω κόσμος, και τα πουλιά, και τα δέντρα, και τα αμάξια, και ο θόρυβος, και οι άνθρωποι. Και έμεινε το σπίτι, και μέσα στο σπίτι, μια γυναίκα. Το πρώτο πράγμα που έκανε η γυναίκα ήταν να ψιλαφήσει τους κρύους τοίχους, να ψάξει για τις πόρτες, να βρει μια χαραμάδα, να ανοίξει τα παράθυρα. Δεν ήταν μόνο το πρώτο πράγμα. Ήταν και το δεύτερο. Και το τρίτο. Και το τέταρτο. Αλλά ήταν μόνο εκείνη. Και το σπίτι. Περπατούσε, μάταια, σχεδόν σε κύκλους αλλά τίποτα δεν άλλαζε. Και δεν θα μπορούσε να αλλάξει. Αυτό ήταν το σπίτι. Το σπίτι που έχτισε. Και η αλήθεια είναι, ότι δεν θα μπορούσε να είναι άλλο.

    Το πρώτο θύμα και θύτης της ήταν ένας καθρέφτης. Μπορεί από θυμό, μπορεί από απόγνωση, αλλά το πρώτο που έσπασε ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης και στη θέση του εμφανίστηκε ένας ίδιος, μεγαλύτερος καθρέφτης. Χωρίς δεύτερη σκέψη έσπασε και τον δεύτερο, και με τρόμο είδε έναν ακόμα μεγαλύτερο να εμφανίζεται στη θέση του. Πιο μεγάλο, πιο φωτεινό. Και ήταν όλα εκει. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της, τα άσπρα μαλλιά στους κρόταφους. Και σημάδια. Τα σημάδια στα χέρια της, τα σημάδια στα πόδια της, τα σημάδια στο κορμί της. Γιατί ήταν γυμνή; Δεν θυμόταν. Ούρλιαξε. Αλλά ο καθρεφτης δεν έδειξε έλεος στα ουρλιαχτά. Ή στα σημάδια.

    «Ich bin ein Haus, es ist dunkel in mir.»

    Κάθισε στο πάτωμα, κάτω από τη λάμπα, και κοίταξε γύρω της παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Θα περάσει. Πόσο άσχημα μπορεί να είναι άλλωστε?» αναρωτήθηκε, ίσως χωρίς να γνωρίζει, ίσως γνωρίζοντας, ίσως ελπίζοντας, ότι δεν υπήρχε πιο βέβαιος τρόπος να προκαλέσει τους θεούς. Και το σπίτι. Γιατί το σπίτι ήξερε. Και το σπίτι άκουσε.

    Οι πρώτες μέρες, εβδομάδες, μήνες την βρήκαν εκεί, στο πάτωμα. Να κοιτάζει το απέραντα μικρό σπίτι που κάθε μέρα, εβδομάδα, μήνα, έκλεινε όλο και περισσότερο γύρω της. Μίκρυνε, μίκρυνε, μίκρυνε. Και μίκρυνε τόσο, που το σπίτι την κατανάλωσε και τώρα οι τοίχοι ήταν η σάρκα της και η σάρκα της οι τοίχοι. Αλλά έμεινε εκεί, στο πάτωμα να αναπνέει μόνο μέσα από το φως που σχημάτιζε μέρες, εβδομάδες, μήνες μια μικρή λιμνη γύρω της. Ίσως άδικα περίμενε ο καθρέφτης να αλλάξει γνώμη και να σταματήσει να προβάλει τα σημάδια. Αλλά περίμενε. Κάτω από το φως. Κουλουριασμένη.

    «Ich bin ein Haus, es ist dunkel in mir. Mein Bewusstsein ist ein einsames Licht, eine Kerze.»

    Ήταν μία παρηγοριά στην αρχή το φως. Στην πολύ αρχή. Τι θυμόταν άραγε αυτή την αρχή; Αλλά τώρα που ένιωθε τους τοίχους στο δέρμα της η ζέστη από το φως της φαινόταν ξένη. Χειρότερα από ξένη. Ήταν ένας αντίπαλος. Χειρότερα από αντίπαλος. Ήταν ένας εχθρός. Ένας εχθρός που της θύμιζε εκείνες τις μέρες, πριν. Πρίν από όλα. Πριν από την αρχή, πριν από τη μέση, πριν από το τέλος που δεν ήθελε να έρθει. Κουλουριασμένη όπως ήταν για μέρες, εβδομάδες, μήνες, πήρε το χέρι της με δυσκολία και έτριψε με την παλάμη της το πάτωμα που το ασθενικό φως προσέβαλλε με την παρουσία του. «Φύγε» έγραψε με το δάχτυλό της στο ξύλο. Αλλά το φως επέμενε να της θυμίζει, το πριν, το μετά, το τώρα.

    Δεν είχε μάθει να ξεχνάει. Κρατιόταν πάντα από την ανάμνηση. Όσο και αν η ανάμνηση έκοβε, όσο και αν η ανάμνηση πλήγωνε. Ήταν δική της, την είχε κατακτήσει και θα την κρατούσε για πάντα σαν ξυράφι πάνω στη γλώσσα της. Αλλά τώρα είχε έρθει η ώρα, εκείνη η ώρα που τόσο έψαχνε, να ξεχάσει. «Φύγε» έγραψε ξανά με το δάχτυλό της στο φωτισμένο πάτωμα. Γιατί τις κρατούσε τόσες αναμνήσεις? Δεν θυμόταν πια. Αλλά το σπίτι δεν μπορούσε να ξεχάσει. Γιατί έτσι το έχτισε. Να θυμάται, να περιμένει. Και η αλήθεια είναι, ότι δεν θα μπορούσε να είναι άλλο.

    «Ich bin ein Haus, es ist dunkel in mir. Mein Bewusstsein ist ein einsames Licht, eine Kerze. Αlles andere ist im Schatten, im Unbewussten: Instinkte, verbotene Wünsche und Erinnerungen, die wir nicht im Licht sehen wollen.»

    Μέρες, εβδομάδες, μήνες. «Φύγε». Και στο τέλος, ή την αρχή, το φως έφυγε. Με το φως έφυγε και η αρχή, και το τέλος, και η μέση. Έφυγαν οι ημερομηνίες, έφυγαν οι αριθμοί, και έφυγαν τα πρόσωπα. Έμειναν μόνο τα σημάδια, που ήταν και η αρχή και το τέλος και οι ημερομηνίες και οι αριθμοί και τα πρόσωπα. Έτσι όλα έφυγαν, αλλά έμειναν μαζί της. Χαραγμένα πάνω της. Κάποια τα χάραξαν άλλοι, αλλά κάποια τα είχε χαράξει η ίδια πάνω της γιατί ήταν μεγάλος ο κίνδυνος, να ξεχάσει. Τι ήθελε να ξεχάσει άραγε;

    Και έγινε το σπίτι η καρδιά της και εκείνη η καρδιά του σπιτιού. Αλλά είχε ξεχάσει, είχε ξεχάσει πριν διώξει το φως, ποιά άλλα πράγματα ζούσαν στο σπίτι εκτός από την ίδια. Πράγματα που τώρα θα έπρεπε να δει μέσα στο σκοτάδι, γιατί μόνο στο σκοτάδι μπορείς να τα δεις αυτά. Κάποιος της το είχε πει αυτό...παλιά...Αλλά δεν μπορούσε ποια να θυμηθεί ποιος, ποια...ούτε γιατί. Δεν θα μπορούσε να θυμηθεί ούτε την ανάμνηση αν δεν την ένιωθε κομμάτι της μέσα στους τοίχους που την είχαν καταπιεί. Αν δεν την ένιωθε να σαλεύει ανάμεσα στα έπιπλα. Να τρίζει με τα πόδια της τις σανίδες από το ξύλινο πάτωμα.


    «Ich bin ein Haus, es ist dunkel in mir. Mein Bewusstsein ist ein einsames Licht, eine Kerze. Alles andere ist im Schatten, im Unbewussten: Instinkte, verbotene Wünsche und Erinnerungen, die wir nicht im Licht sehen wollen. Sie tanzen in der Dunkelheit um uns herum. Sie quälen und stochern uns.»

    Έτσι έφτασε ο πρώτος δαίμονας. Μέσα στο ατελειωτο σκοτάδι των ψυχρών τοίχων που ήταν τώρα η σάρκα της. Το πάτωμα άνοιξε και ο δαίμονας την κοίταξε. Δεν μπορούσε να τον δει, αλλά ένιωθε την αναπνοή του στο πρόσωπό της. Γελούσε, ω..πως γελούσε. Γελούσε μέσα από την καρδιά της. Το σπίτι έτρεμε γιατί έτρεμε εκείνη. Δεν ήταν φόβος. Ή ήταν; Δεν είχε σημασία. Μάλλον. Και έτσι ήρθε και ο δεύτερος, και ο τρίτος, και ο τέταρτος. Η διαδικασία ήταν η ίδια. Το σπίτι έτρεμε, εκείνη έτρεμε, και από τις ρωγμές έβγαιναν ο ένας μετά τον άλλο σκελετοί και δαίμονες που η ίδια νόμιζε ότι είχε ξορκίσει. Αλλά ήταν εκεί. Τόσο καιρό εκεί, μέσα στο σπίτι.

    Τόσες γνώριμες αναπνοές. Τόσα γνώριμα πρόσωπα. Ένας πατέρας. Η πρώτη σχέση. Η δεύτερη. Μια μητέρα. Η τρίτη σχέση. Η τελευταία. Μια αναμονή. Μια ζωή. Ένας θρήνος. Είχαν νύχια, και δόντια. Αλλά τα γέλια της, τα γέλια που τους ξόρκιζαν παλιότερα, δεν ήταν αρκετά. Όχι αυτή τη φορά. Όχι με τους τοίχους στις φλέβες της. Όχι χωρίς τον έξω κόσμο, και τα πουλιά, και τα δέντρα, και τα αμάξια, και το θόρυβο, και τους ανθρωπους.

    Έτσι το γέλιο έγινε κλάμα, και κραυγή. Αλλά αυτοί οι δαίμονες, και το σπίτι, και εκείνη, τρέφονται από τις κραυγές όπως και από το γέλιο. Και έμεινε εκεί. Απέραντα μικρή. Ανάμεσα στην ανάμνηση και τη λησμονιά. Να περιμένει. Και να περιμένει. Μέρες, εβδομάδες, μήνες. Μέσα στην ηρεμία της φρικτής αναπνοής των δαιμόνων και των σκελετών. Εκεί. Απέραντα μικρή. Να προσπαθεί να θυμηθεί να ξεχάσει και να προσπαθεί να ξεχάσει να θυμηθεί. Με το σπίτι μέσα της, και γύρω της. Γιατί αυτό ήταν το σπίτι. Και η αλήθεια είναι, ότι δεν θα μπορούσε να είναι άλλο.
     
  10. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    Χιόνισε, όλα είναι άσπρα και ήσυχα. Δύο κοράκια στην απέναντι ταράτσα παίζουν στο χιόνι. Κάθε φορά που χιονίζει, τον σκέφτομαι. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον φταίει εκείνη η χιονοθύελλα που μας είχε εγκλωβίσει στη Ισπανία. Πλέον τον σκέφτομαι σαν κάτι μακρυνό, κάτι που συνέβη σε κάποια άλλη γυναίκα, σε κάποια άλλη ζωή.
    --

    Είχα εξεταστική. Πάλι. Ηλεκτρομαγνητισμός και στατιστική. Δεν με ένοιαζε. Τίποτα δεν με ένοιαζε εδώ και μήνες. Πόσοι μήνες είχαν περάσει ήδη από το τελευταίο μήνυμα? 5? 6? 7? Προσποιούμουν ότι δεν θυμόμουν πόσοι. Λες και δεν είχα μετρήσει το κάθε λεπτό, το κάθε δευτερόλεπτο. Λες και δεν τα είχα χαράξει πάνω μου. Συγκέντρωσα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο του λεωφορείου. Κόσμος, σπίτια, κίνηση, αυτοκίνητα. Πόσοι μήνες είχαν περάσει?

    Το τραγούδι στα αυτιά μου ούρλιαζε “Decaying souls of men, who trust in false omens, will drown in the stream, with their untrue beliefs”. Ένιωθα σαν όλα να με εμπαίζουν. Μία κυρία ήρθε και κόλλησε πάνω μου, αν κατάλαβα από την κίνηση του στόματός της και το χαζό γέλιο της μου είπε κάτι σαν ‘χίλιοι καλοί χωράμε’ και μου έπιασε τη μισή θέση. Με έσπρωξα ακόμα περισσότερο στο παράθυρο και έβαλα το κούτελό μου στο τζάμι.

    «’Ισως αν ήξερα γιατί... γιατί εξαφανίστηκε...?»
    «Τι έκανα...»

    Άνοιξα το κινητό να μετρήσω ξανά πόσα μηνύματα είχα στείλει. Το έκλεισα.
    «Να πάει στο διάολο!»
    Δεν ήθελα όμως να πάει στο διάολο. Άνοιξα πάλι το κινητό.
    Η κυρία με πίεζε και ένιωθα ότι θα εκραγώ, ότι δεν με χωράει τίποτα και δεν χωράω πουθενά.
    «Στο διάολο!»

    Μήνυμα.
    «Αργείς? Σου έχουμε πιάσει θέση και πρέπει να γράψουμε και καμιά εξίσωση στο έδρανο ε?»
    «Έρχομαι, στο λεωφορείο είμαι»
    Ξεφύσηξα. Δεν με ένοιαζε. Κίνηση, φανάρια, περαστικοί, και εκείνο το ρημάδι το στενό που πάντα το μπλόκαραν για να ξεφορτώσουν στο φούρνο. Άλλα 45 λεπτά.

    Μήνυμα.
    «Μα που είσαι??»
    «Δεν έρχομαι με ελικόπτερο, λίγο κουλ»
    Βαθιά ανάσα. Το τραγούδι το άκουγα στο repeat. Ας ούρλιαζε κάποιος και ας μην ήμουν εγώ. Η κυρία δίπλα μου κόντευε πλέον να κάτσει στην αγκαλιά μου. Εισπνοές, εκπνοές.

    Μήνυμα.
    «Αύριο θα είμαι Αθήνα. Να είσαι στο ξενοδοχείο Α. στις 8. Τζιν φούστα, μαύρο καλτσόν, μαύρες γόβες. Μην αργήσεις.»
    Τις στιγμές που ακολούθησαν το μήνυμα δεν τις θυμάμαι. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να έχω πάρει σβάρνα την κυρία δίπλα μου και να κατεβαίνω από το λεωφορείο σαν την τρελή. Έκατσα σε κάτι πεζούλια, έβγαλα την τσάντα από την πλάτη μου και την πέταξα στο πάτωμα.
    Άνοιγα και έκλεινα το κινητό. Διαδοχικά πέρασαν σε κύκλους οι εξής σκέψεις από το κεφάλι μου:

    «Να πας στο διάολο»
    «Να πας μόνος σου»
    «Μη φας έχουμε γλαρόσουπα»
    «Που στο διάολο ήσουν τόσο καιρό»
    «Τι στο διάολο»
    «Γιατί στο διάολο»

    Έπιασα το πρόσωπό μου και προσπαθούσα να σκουπίσω τα δάκρυα που έτρεχαν. Σηκώθηκα και μάζεψα την τσάντα μου. Είχα κατέβει στο Κάραβελ. «Φυσικά και στο Κάραβελ, που αλλού θα είχα κατέβει» είπα φωναχτά. Το επόμενο «στο διάολο» ήταν και αυτό φωναχτά. Κοίταξα απέναντι την καφετέρια. Μπορούσα ακόμα να μας δω να παίζουμε τάβλι στο τραπέζι εκεί στη γωνία, την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, τότε που γελούσε με τις ώρες. Ένιωθα να βράζει το κεφάλι μου και τα νεύρα μου ήταν τόσα που ανέβηκα περπατώντας μέχρι τη σχολή. Πριν μπω στο αμφιθέατρο άνοιξα το κινητό και έστειλα «Εντάξει». Άλλωστε το είχα ζήσει το δράμα μου και είχα κάνει την παράστασή μου, ευτυχώς μόνο μπροστά σε εμένα και μπροστά σε κάποιους λίγους περαστικούς. Δεν υπήρχε άλλωστε επιλογή άλλη από το «εντάξει». Δεν υπήρξε ούτε για μία στιγμή.
    ----

    Ήμουν έξω από το ξενοδοχείο στις 7. Προσπαθούσα να φανταστώ πως θα νιώσω όταν τον δω. Προσπαθούσα να παίξω στο κεφάλι μου τα πρώτα λεπτά της συνάντησης για να με προετοιμάσω ψυχολογικά. Για να μην πέσω στα πόδια του να τον παρακαλέσω.
    «Να τον παρακαλέσω για ΠΟΙΟ πράγμα?» σκέφτηκα, «λες και έκανα ΕΓΩ κάτι».

    Ίσως ήμουν πιο θυμωμένη με εμένα παρά μαζί του. Κάθε λεπτό που ήμουν έξω από το ξενοδοχείο μου θύμιζε και επιβεβαίωνε πόσο τον είχα ανάγκη. Και δεν ήθελα να έχω ανάγκη. Κανέναν και τίποτα. Και ήμουν εκεί, μέσα στο κρύο, να κάνω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και να περιστρέφομαι πάνω στο παγκάκι. Δάγκωνα το κάτω χείλος μου νευρικά και η σκέψη ότι αυτό ήταν κάτι που δεν του άρεσε με έκανε να το δαγκώσω ακόμα πιο πολύ. Με πόνεσα.

    «Μπράβο» είπε η φωνή στο κεφάλι μου «τώρα του έκανες τα μούτρα κρέας».
    «Δεν μου φτάνουν τα προβλήματά μου, έχω και εσένα» είπα στη φωνή και εκείνη απάντησε «8 παρά τέταρτο».

    Έσυρα τα πόδια μου στην είσοδο, στη ρεσεψιόν, στον όροφο, έξω από την πόρτα του δωματίου. Νομίζω έτριζα τα δόντια μου. Χτύπησα την πόρτα, μου απάντησε, και μπήκα μέσα.

    «Γδύσου, τι κάθεσαι εκεί και με κοιτάς?» ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε.
    ‘Να γδυθείς εσύ και να πας στο διάολο’ ήταν η πρώτη σκέψη μου η οποία μάλλον με κράτησε ακίνητη πολύ περισσότερο απόσο παρατήρησα.

    Δεν τον θυμάμαι να με πλησιάζει αλλά θυμάμαι το πρώτο χαστούκι.
    «Χάνουμε χρόνο» είπε χωρίς να με κοιτάζει.

    Γδύθηκα με φοβερή νευρικότητα. Όχι. Όχι νευρικότητα. Νεύρα. Έτρεμα από τα νεύρα μου.
    «Μην κάνεις σα σπαστικό. Όμορφα»
    Χρειάστηκε όλη μου η ενέργεια για να ηρεμήσω τις κινήσεις μου, και δεν το κατάφερα και πολύ καλά.

    «Εντάξει τώρα?» είπα όταν τελείωσα. Αλλά δεν το είπα με τον ίδιο τόνο που το έλεγα παλιότερα, με εκείνον τον τόνο που ήταν λες και είχα μόλις τελείωσει μια προσευχή. Σχεδόν έφτυσα τις λέξεις.
    Το δεύτερο χαστούκι ήταν πιο δυνατό από το πρώτο. Σήκωσα το κεφάλι μου και τώρα με κοίταζε. Και τον κοίταξα στα μάτια με όση αυθάδεια και εκνευρισμό μπορεί να συγκεντρώσουν δύο μάτια. Γέλασε. Και με αγνόησε. Ίσως ήταν χειρότερο αυτό από το γέλιο του.

    Έβγαλε τη ζώνη και μου την πέρασε στο λαιμό και με τράβηξε με δύναμη προς το πάτωμα. Αντιστάθηκα. Όχι πολύ, τόσο όσο για την τιμή των όπλων. Με τράβηξε ξανά και έβαλε την άκρη της ζώνης στην καρέκλα του και κάθισε πάνω της.
    «Θα κάτσεις εκεί *ήσυχα* μέχρι να τελειώσω τη δουλειά μου» είπε και άνοιξε το λάπτοπ.
    Δεν ήθελα να κάτσω ήσυχα! Ήθελα απαντήσεις, ήθελα να κάνω ερωτήσεις, ήθελα να αρχίσω να φωνάζω.
    «Μπορώ να πάω τουαλέτα?» ρώτησα. Δεν ήθελα να πάω, ήθελα να του σπάσω τα νεύρα. Όχι. Ήθελα να μου δώσει σημασία. Ήθελα να ασχοληθεί μαζί μου ακόμα και αν ήταν για να πάω στην τουαλέτα. Είπε ένα ξερό όχι και δεν με κοίταξε. Ξεφύσηξα.

    «Ξέρεις ότι με ενοχλεί όταν ξεφυσάς»
    «Δεν με νοιάζει»

    Δεν ξέρω πως βγήκαν αυτές οι λέξεις από το στόμα μου. ‘Επιασε τη ζώνη και έφερε το πρόσωπό μου κοντά στο δικό του. Ώρες ώρες δεν τα άντεχα τα μάτια του. Ειδικά τόσο κοντά. Δεν ήξερα αν ήθελα να τον κοιτάξω με αυτή την αυθάδεια που τον κοιτούσα πριν, αν ήθελα να χαμηλώσω το βλέμμα μου, αν ήθελα να αρχίσω να κλαίω. Τον είχα τόσο ανάγκη αλλά ταυτόχρονα δεν το ήθελα, δεν το ήθελα αυτό το συναίσθημα.

    «Δεν σε νοιάζει ε? Ενδιαφέρον» είπε και δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του από τα δικά μου, «και τότε γιατί ήρθες?»

    Έκανα κίνηση να τον φιλήσω, και με χαστούκισε τόσο δυνατά που με το ζόρι κρατήθηκα στη θέση μου.

    «Γιατί ήρθες τότε?» φώναξε.

    [ συνεχίζεται - μάλλον ]
     
    Last edited: 24 Ιανουαρίου 2021
  11. margarita_nikolayevna

    margarita_nikolayevna Δ Contributor

    Α ρε @MauveDelastrange ...
    Πόσο χαίρομαι που είσαι πάλι εδώ!!!!!
     
  12. AlexanderV

    AlexanderV Contributor


    @Iagos, πολύ όμορφο κείμενο. Το να δίνει κανείς δημόσια μία εικόνα του πως αντιλαμβάνεται και πως υλοποιεί το bdsm του στην καθημερινή πράξη είναι ανεκτίμητης αξίας για τους υπόλοιπους, που μπορούν να συγκρίνουν, να συσχετίσουν και να διαγνώσουν στοιχεία από το δικό τους bdsm υλοποιημένο στην πράξη.