Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Καύλωσέ με! (αν μπορείς…)

Συζήτηση στο φόρουμ 'Ερωτικές φωτογραφίες & videos' που ξεκίνησε από το μέλος íɑʍ_Monkeץ, στις 19 Ιανουαρίου 2015.

  1. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Καταρχάς ο τίτλος είναι από ''Το Φεστιβάλ Σεξουαλικότητας Θεσσαλονίκης διοργανώνει λογοτεχνικό αγώνα με θέμα: Καύλωσέ με!'' (googlάρε το, είναι ενδιαφέρον).

    Τι γραφικός ωραίος τίτλος ε? (την έχω δει και εγώ Λογοτέχνης) 

    Tι θέμα ανοίγω: Με tags: ερωτικά/αίμα/σπέρμα/Bdsm/ βία/ψυχόδραμα/σεξουαλικά/Σαδομαζοχισμός/σκλάβος/“βανίλια/ομοφυλοφιλία/ διαστροφή/κόλαση.

    Πού ξεκινά το ερωτικό και πού αρχίζει το πορνογραφικό; Πορνογραφικά/Λογοτεχνικά γραπτά που θα μας κάνουν να ερωτευτούμε, να καυλώσουμε ή να υγρανθούμε.




    ''Normal Versus Abnormal''

     

    Tι ορίζετε, φυσιολογικό και τι παθολογικό; με ποια κριτήρια;
     
  2. Μπορίς Βιάν

    Πορνογραφικά Γραπτά

    «…Κατ’ αρχήν λοιπόν, θα ‘πρεπε να προσπαθήσω να ορίσω την ερωτική λογοτεχνία, τα όρια της εφαρμογής αυτού του γενικού όρου καθώς και το τι εννοεί να προσδιορίζει. Μια τόσο επιτηδευμένη πρόθεση δεν μπορεί παρά να αποτύχει ταυτόχρονα με τη σύλληψή της. Διότι δεν θα ξέραμε να πούμε A PRIORI γιατί αυτό το λογοτεχνικό έργο είναι ερωτικό και γιατί κάποιο άλλο δεν είναι. Θα προσκρούαμε μεμιάς πάνω σε κολοσσούς όπως η Ιουστίνη του Σαντ ή οι 120 μέρες στα Σόδομα, που δεν θα μπορούσαμε να κατατάξουμε. Βέβαια, σε ό,τι αφορά στον Σαντ, δεν μπορώ να επιδοκιμάσω εντελώς τους συλλογισμούς της κυρίας Κλωντ-Εντμον Μανί, η οποία σε ένα άρθρο με τίτλο Σαντ, Ο Μάρτυρας Του Αθεϊσμού, μας εκμυστηρεύεται σε μια γοητευτική ανεμελιά τη σκέψη της…αλλά παραθέτω κατά λέξη την Κλωντ-Εντμόν:
    «Δεν είναι τα’ ότι μερικές σκηνές των Ατυχιών της Αρετής δεν ασκούν πάνω στη φαντασία καμία υποβλητική κι αναμφισβήτητη δύναμη. Η αληθινή σημασία και το ενδιαφέρον του έργου βρίσκονται αλλού: Οι πλέον ανώμαλες σκηνές του Σαντ οφείλουν την αίσθησή και τη σπουδαιότητα τους μονάχα στη μεταφυσική που τις στηρίζει».

    Μπορίς Βιάν

    Δράκωλας – Αποσπάσματα από το ημερολόγιο
    του David Benson

    «…Πάνω στο τραπέζι, μαζί μ’ ένα πλούσιο γεύμα, ένα σημείωμα με πληροφορούσε πως ο ιδιοκτήτης έλειπε στο κυνήγι εδώ και δύο μέρες, πως μού ζητούσε συγγνώμη που με υποδεχόταν τόσο αναιδώς και με παρακαλούσε να βολευτώ όσο καλύτερα μπορούσα και να περιμένω την επιστροφή του.
    Κατά περίεργο τρόπο, το μυστήριο της υποθέσεως, αντί να ενισχύσει τους φόβους μου, τους διέλυσε. Με την καρδιά γαληνεμένη δείπνησα με αρκετή όρεξη.
    Έπειτα, καθώς η ζέστη ήταν πνιγηρή γδύθηκα τελείως και ξάπλωσα μπροστά στη φωτιά, πάνω σ’ ένα τεράστιο δέρμα μαύρης αρκούδας που διατηρούσε ακόμα μια ελαφριά μυρωδιά του άγριου ζώου, πράγμα που απέδωσα στα πρωτόγονα μέσα που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των ορεινών αυτών περιοχών στη συντήρησή του.

    Βγήκα από τη νάρκη μου με μια αίσθηση ασφυξίας ενώ ταυτόχρονα κάτι άλλο, εντελώς άγνωστο, με κατέκλυζε. Το παρελθόν μου σαν συνεσταλμένου άγαμου, δεν μού είχε προσφέρει καμία παρόμοια εμπειρία. Αλλά την ίδια στιγμή που ένα βάρος, το οποίο μου φαινόταν αρκετά μεγάλο μού πλάκωνε το στήθος, είχα την αίσθηση ότι το φύλο μου ολόκληρο ήταν βυθισμένο σε ένα βαθούλωμα ζεστό και ιδιαίτερα ευκίνητο και πως αυτός ο πρωτόγνωρος ερεθισμός είχε σαν αποτέλεσμα μια εντελώς αφύσικη αύξηση της ρώμης και του μεγέθους του.
    Όταν σιγά-σιγά άρχισα να συνέρχομαι, αισθάνθηκα ένα απαλό χνούδι να πιέζει τη μύτη και το στόμα μου. Μια ιδιαίτερη οσμή, που μού έφερνε μια ελαφριά ζάλη πλημμύριζε τα ρουθούνια μου και σηκώνοντας τα χέρια, άγγιξα δύο λεία κι απαλά στρογγυλά εξογκώματα που τρεμούλιασαν κι ανασηκώθηκαν λίγο στο άγγιγμά μου.

    Ακριβώς τότε, αφού αντιλήφθηκα κάποια υγρασία στο πάνω χείλος μου, την έγλειψα και η γλώσσα μου χώθηκε σε μια σχισμή σαρκώδη και καυτή, που άρχισε εκείνη τη στιγμή να συσπάται ατέλειωτα. Ρούφηξα τον απολαυστικό χυμό, που τώρα κυλούσε μέσα στο στόμα μου και τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι κάποιος βρισκόταν ξαπλωμένος ολόκληρος πάνω μου με το κεφάλι του στα πόδια μου και τα πόδια του στο κεφάλι μου, γλείφοντας λαίμαργα το όργανό μου, ενώ εγώ από τη μεριά μου, ανταπέδιδα την φιλοφρόνηση. Εγώ ο Ντέιβιντ Μπένσον τρυγούσα το όργανο ενός άγνωστου όντος και απολάμβανα από αυτό μια υπέρτατη ηδονή.
    Η διαπίστωση αυτή ήρθε τη στιγμή ακριβώς που κυριευμένος από μια βίαιη παραφορά άφησα μια τεράστια ποσότητα σπέρματος να εκσφενδονιστεί, η οποία ρουφήχτηκε αμέσως. Την ίδια στιγμή τα μπούτια που έσφιγγαν το κεφάλι μου, τεντώθηκαν. Δυνάμωσα τις κινήσεις μου, βυθίζοντας τη γλώσσα μου όσο πιο βαθιά μπορούσα και τραβώντας την πίσω και ξανά το ίδιο, όσο πιο γρήγορα γινόταν και ρούφηξα ό,τι μπόρεσα από την αχαλίνωτη χοάνη που σπαρταρούσε πάνω στα χείλια μου.
    Εν τω μεταξύ τα χέρια μου δεν έμεναν άπρακτα. Ψηλαφούσαν σε όλο της το μήκος τη μυρωδάτη σχισμή, μες την οποίαν χωμένη η μύτη μου άγρευε αρώματα μεθυστικά. Κατά διαστήματα τα δάχτυλά μου χώνονταν σ’ ένα κοίλωμα αλλιώτικο και πιο απόρθητο από το άλλο.
    Πάω, χάθηκα, σκέφτηκα. Ο κόμης είναι βρυκόλακας κι αυτό το πλάσμα είναι στην υπηρεσία του. Και να που κι εγώ τώρα γίνομαι βρυκόλακας…
    Την ώρα εκείνη το πλάσμα πίεσε ακόμα περισσότερο τα οπίσθιά του πάνω στη μύτη μου κι ένιωσα ένα εξόγκωμα τριχωτό και σκληρό να ακουμπάει στο πηγούνι μου. Ψηλαφώντας το διαπίστωσα ότι κατέληγε σε ένα μέλος άκαμπτο και φουσκωμένο που σφάδαζε για να χωθεί μέσα στο στόμα μου.
    Ονειρεύομαι, σκέφτηκα. Δεν είναι δυνατόν και τα δύο φύλα να συνυπάρχουν στο ίδιο πλάσμα. Καθώς λοιπόν πρέπει να επωφελείται κανείς από τα όνειρά του, για να διευρύνει τις εμπειρίες του, άρχισα να ρουφάω αυτό το όργανο, όσο πιο δυνατά μπορούσα.
    Τη γλώσσα μου την έφερα προς τον ουρανίσκο και διέτρεχα ολόκληρο το μικρό αυλάκι που χώριζε στα δυο τη βάλανο, θέλοντας να φτάσω στα άκρα τις ηδονικές αυτές αναζητήσεις. Σε αυτό το διάστημα, ο βρυκόλακας δεν είχε σταματήσει τη δράση του στην περιοχή του υπογαστρίου μου και χωρίς να αντιληφθώ πώς, μάλλον αλλάζοντας τη στάση μου, τον οδήγησα στα χείλη του πρωκτού μου, τα οποία κι έγλειφε τώρα με μια γλώσσα μυτερή κι ευκίνητη σαν κεφάλι φιδιού.
    Με αυτήν την επαφή το ζαρωμένο μου πέος εκτινάχτηκε φουσκωμένο. Ένα έσχατο τάνυσμα του πέους, που άπληστα ρουφούσα μού προανήγγειλε την ξαφνική αλλαγή και το στόμα μου κατακλύστηκε από πέντε-έξι ριπές ενός απολαυστικού σπέρματος η αλκαλική γεύση του οποίου πολύ γρήγορα παραχώρησε τη θέση της στο διακριτικό άρωμα κάποιου μύκητα. Προτού προλάβω να το καταπιώ όλο, ο βρυκόλακας κάνοντας μια γρήγορη στροφή κόλλησε το στόμα του στο δικό μου, ψάχνοντας τα ελάχιστα υπολείμματα, που είχαν απομείνει στα ούλα και στο λαρύγγι μου.
    Στο μεταξύ το πέος μου εισχωρούσε σε ένα στόμιο φλογερό και γεμάτο γλύκα, ενώ ένα χέρι απαλό, που είχε φτάσει μέχρι τα χείλη του πρωκτού μου, έχωνε μέσα στην τρύπα μου ένα φαλλό δειλό στην αρχή, που όμως από σπασμό σε σπασμό σκλήρυνε, προκαλώντας μου μια παραφορά τόσο βίαιη όσο και αναπάντεχη.
    Στην προσπάθεια να ανακτήσω τη χαμένη μου συνείδηση, βρήκα το χρόνο να σκεφτώ πως δεν μπορεί παρά να ζούσα ένα όνειρο, αφού ο κόλπος που πριν δύο λεπτά ανοιγόταν ανάμεσα στον πρωκτό και τους όρχεις, βρισκόταν τώρα πάνω από το πέος κι εγώ συνέχιζα να τον τρυγώ. Το τέρας μου γέμιζε το πρόσωπο με απαλά και φευγαλέα γλειψίματα κοντά στα μάτια, στ’ αυτιά και στους κροτάφους, περιοχές που ποτέ πριν δεν θεωρούσα ερωτογενείς.
    Μου ερχόταν η επιθυμία να αντικρύσω επιτέλους αυτό το πλάσμα, μα οι αμυδρές ανταύγειες της φωτιάς, μόλις που μου επέτρεπαν να διακρίνω ένα μέρος της σκιάς του που διαγραφόταν κόντρα στο μισοσβησμένο κόκκινο της εστίας.
    Οι σκέψεις αυτές διακόπηκαν από ένα καινούργιο κύμα ηδονής που με συνεπήρε κι εκσφενδόνισα ποτάμι τους χυμούς μου στα βάθη της μέγγενης που έσφιγγε τον φαλλό μου, ενώ την ίδια στιγμή ένιωσα τα τρίσβαθα των σπλάχνων μου να πλημμυρίζουν από τα υγρά του εφιάλτη μου. Σφίγγοντας τα χέρια μου πάνω σε στήθη μυτερά και σκληρά, τόσο που ένιωθα τις ρώγες τους να τρυπάνε το κορμί μου, έχασα τις αισθήσεις μου, εξαντλημένος από εμπειρίες τόσο τρομερές και τόσο έντονες.

    ...............»
     
  3. Wolverine

    Wolverine Wolvie


    Ενδεχομένως από τα πιο συναρπαστικά νήματα που έχουν δημιουργηθεί εδώ μέσα. Και πίστεψέ με @Madeleine Rk το ερώτημά σου δε θα απαντηθεί. Διότι πολύ απλά όλα είναι υποκειμενικά. Για κάποιον ένα μυθιστόρημα ερωτικό μπορεί να είναι πορνοδιαστροφικό και αντιστρόφως. Μπορεί ακόμη και για αρκετούς οι "50 Αποχρώσεις" να είναι hardcore και η προσέγγισή τους να είναι σεβαστή, διότι δεν είχαν ποτέ τα ανάλογα ερεθίσματα. "Nymphomaniac Vol. I & II". Οι ταινίες είναι ερωτικές ή πορνό; "Ο Μέγας Ανατολικός". Είναι ερωτικό, διηγηματικό μυθιστόρημα ή πορνογράφημα;

    Μη μπεις στη διαδικασία να απαντήσεις, η ερώτηση δεν έχει απάντηση. Όλα υποκειμενικά.
     
  4. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

     
    Oι ταινίες: "Nymphomaniac Vol. I & II" είναι ερωτικές , όχι hardcore πορνό.



     
    Last edited by a moderator: 20 Ιανουαρίου 2015
  5. Strong_Weakness

    Strong_Weakness smile....it can kill your enemy

    εγω βλεποντας και τις δυο ηρθα στο συμπερασμα πως δεν ειναι τπτ απο τα δυο...ειναι ακρως ψυχολογικο δραμα με εντονες ερωτικες σκηνες...να κρατησουμε σαν δεδομενο πως ο τιτλος ειναι μια επιστημονικη εννοια,δεν παραπεμπει σε τπτ καυλωτικο.
     
  6. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Σουρεαλισμός και μισογυνισμός

    [Το κείμενο «Σουρεαλισμός και Μισογυνισμός» εκδόθηκε το 1991 ως ένα από τα άρθρα του τόμου «SurrealismandWomen» (MITPress). Στα ελληνικά το είχαμε μεταφράσει μέσα από τη συνέλευση του αυτοδιαχειριζόμενου, αντι-ιεραρχικού στεκιού στην Ιατρική (Θεσσαλονίκη) το Μάη του 2003. Πλέον, στις αρχές Μάρτη του 2006, το «Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία» (www.terminal119.gr) αναπροσαρμόζει τη μετάφραση με μια καλύτερη επιμέλεια και όλες τις υποσημειώσεις. Οι υποσημειώσεις των μεταφραστών έχουν μπροστά τη συντομογραφία ΣτΜ, οι υπόλοιπες είναι του συγγραφέα].

    Πάντοτε πίστευα ότι μια απεικόνιση από αυτές που δημοσιεύθηκαν στη La Revolution Surrealiste το 1929 ήθελε να πει πολλά πράγματα. Συγκεκριμένα μιλάω για αυτήν την απεικόνιση που αποτελούταν από φωτογραφίες των σουρεαλιστών που είχαν στηθεί σε ένα ορθογώνιο σχήμα γύρω από έναν πίνακα του Magritte ο οποίος αναπαρίστανε μια γυμνή γυναίκα. Αυτό το έργο δείχνει ότι το σουρεαλιστικό κίνημα, όπως τόσο πολλά άλλα πρωτοποριακά κινήματα του εικοστού αιώνα (ο Φουτουρισμός, το Νταντά, ο Εξπρεσιονισμός κτλ) αποτελούσε μια ανδρική λέσχη. Οι σουρεαλιστές ζούσαν στο δικό τους αρρενωπό κόσμο, με τα μάτια τους κλειστά, ό,τι το καλύτερο για να κατασκευάσουν τις δικές τους αρσενικές ψευδαισθήσεις για το θηλυκό. Δεν έβλεπαν τη γυναίκα ως υποκείμενο αλλά ως μια προβολή, ένα αντικείμενο των δικών τους ονείρων για τη θηλυκότητα. Αυτά τα αρσενικά όνειρα παίζουν έναν ενεργό ρόλο στη μισογύνικη θέση που επιφυλάσσεται για τις γυναίκες στην πατριαρχία. Και είναι ακριβώς στο σουρεαλισμό, με την έμφασή του στα όνειρα, την αυτόματη γραφή, το ασυνείδητο, που μπορούμε να περιμένουμε να ανιχνεύσουμε κάποιες από τις λιγότερο ανασταλτικές ερμηνείες των αρσενικών φαντασιώσεων και, έτσι, να κατανοήσουμε επαρκώς τις ανδρικές επιθυμίες και ενδιαφέροντά τους.

    Η σουρεαλιστική τέχνη και ποίηση απευθύνεται σε άνδρες. Οι γυναίκες είναι μόνο τα μέσα που προξενούν αυτά τα έργα. Η γυναίκα γίνεται αντιληπτή από τους άντρες σουρεαλιστές μόνο με τους όρους του τι μπορεί να κάνει για αυτούς. Είναι η μούσα τους – που επίσης συμβαίνει να γνωρίζει δακτυλογράφηση, όπως στη φωτογραφία του Man Ray με τον τίτλο Waking Dream Seance. Η γυναίκα σε αυτή την τελευταία φωτογραφία (για την ακρίβεια η Simon Breton) γίνεται το μέσο, τα χέρια μέσω των οποίων τα όνειρα των σουρεαλιστών διατηρούνται στο χαρτί. Εκείνη είναι, για να το πούμε έτσι, ένα μαγνητόφωνο. Εκείνη φυσικά δεν έχει τα δικά της όνειρα, άλλα έμπιστα κωδικοποιεί τα αρσενικά όνειρα. Οι γυναίκες είναι για τους άντρες σουρεαλιστές, όπως και στη μακραίωνη παράδοση της πατριαρχίας, υπηρέτριες, βοηθοί με τη μορφή της παιδικής μούσας, της παρθένας, της γυναίκας-παιδιού, του αγγέλου, του ουράνιου πλάσματος το οποίο αποτελεί τη λύτρωσή τους ή το ερωτικό τους αντικείμενο, το μοντέλο, η κούκλα ή μπορεί να είναι και η απειλή του ευνουχισμού με τις μορφές των προσευχόμενων, πανταχού παρόντων, μαντισσών (mantis) και άλλων καταβρωχθιστικών θηλυκών ζώων[1][2]. Η σχέση του Breton με τη γυναίκα-παιδί Nadja[2][3] είναι χαρακτηριστική: η ψυχική καταπόνηση της Nadja χρησιμοποιείται από τον Breton ως ένας δρόμος προς το ασυνείδητο. Εκείνη είναι διορατική. Έχει την ικανότητα να απαντήσει τις ερωτήσεις του, να του πει ποιος είναι. Οι γυναίκες, σύμφωνα με τις μισογύνικες ιστορίες των Freud και Lacan, βρίσκονται πιο κοντά στο ασυνείδητο από τους άντρες, επειδή δεν έχουν εισαχθεί ολοκληρωτικά στη συμβολική τάξη. Ο Lacan που πρωτοδημοσίευσε τα κείμενά του στο σουρεαλιστικό περιοδικό Minotaure, δείχνει στο Σεμινάριό του: «Βιβλίο XX» ότι το γυναικείο υποκείμενο ούτε απορροφάται από μια πλήρη αποξένωση απ’ την πραγματικότητα, το οργανικό όλον, ούτε απολαμβάνει μια πλήρη σχέση με το συμβολικό όπως συμβαίνει με το αρσενικό υποκείμενο[3][4].

    Οι σουρεαλιστές είδαν τα αιτήματα των Γαλλίδων γυναικών για την κοινωνική χειραφέτηση το 1924 απλώς ως μπουρζουάδικα. Προτίμησαν να γιορτάσουν τη γυναικεία υστερία ως μια από τις πιο παθιασμένες συμπεριφορές (Attitudes passionelles), όπως ήταν και ο τρελός έρως (L’ amour fou)[4][5], στο τελευταίο τεύχος της La Revolution Surrealiste. Όταν ο επιχειρούμενος γάμος τους με το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα απέτυχε, υποστήριξαν ότι η ερωτική επιθυμία θα αποτελούσε το μέσο για την αλλαγή της ανθρώπινης συνείδησης. Ο Dali έγινε για τον Breton η ενσάρκωση αυτής της επιθυμίας μέσω της παρανοϊκοκριτικής του μεθόδου[5][6], μια τεχνική ενός εσκεμμένου ντελίριο κατά το οποίο το αρσενικό εγώ διαμορφώνει τις εικόνες και τις πραγματικότητες του εξωτερικού κόσμου για να ανταποκριθούν στις δικές του εσωτερικές επιθυμίες και ανάγκες. Ο «Μεγάλος Αυνανιστής» (The Great Masturbator) του Dali του 1929 απεικονίζει τη Gala Elyard, που σύντομα έγινε Gala Dali, ως τον ειρωνικό του λυτρωτή, σ’ ένα «ψυχόδραμα απογοήτευσης και αναμεμιγμένου φόβου με επιθυμία μπρος στην παρουσία του αγαπημένου»[6][7]. Σ’ αυτόν τον πίνακα ένα τερατώδες κεφάλι που έχει τα χαρακτηριστικά του Dali στηρίζεται πάνω στην εύκαμπτή του μύτη. Από το πίσω μέρος του κεφαλιού υψώνεται το κεφάλι της Gala που χαϊδεύει τα γεννητικά όργανα μιας αντρικής φιγούρας. Μια εικόνα μιας ερωτικής επιθυμίας και μιας επίφοβης ανικανότητας, ο πίνακας, σύμφωνα με την Whitney Chadwick αποκαλύπτει τους διττούς ρόλους της Gala ως της διεγέρτριας της ερωτικής επιθυμίας, που ξεκινά την παραισθησιακή διαδικασία, και ως του συνδέσμου μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας[7][8], καθώς αναδύεται κατευθείαν απ’ το μυαλό του Dali. Η «Εποχή του Χρυσού» (L’ Age d’ or) στην οποία ο Dali συνεργάστηκε με τον Bunuel περιέχει μια παρόμοια σκηνή μ’ αυτή του «Μεγάλου Αυνανιστή», στην οποία μια γυναίκα γλείφει το δάχτυλο του ποδιού ενός αγάλματος.

    Στο βιβλίο της «Γυναίκες Καλλιτέχνιδες και το Σουρεαλιστικό Κίνημα» η Chadwick έχει δείξει ότι μόνο αφού άφησαν το σουρεαλιστικό κύκλο μπόρεσαν οι γυναίκες να ξεφύγουν από το ρόλο της εξυπηρετικής μούσας ώστε να γίνουν καλλιτέχνιδες από μόνες τους. Η Lee Miller, η οποία πρώτα γύρεψε μια αισθητική πραγματικότητα παρά μια προσωπική ταυτότητα μέσα στο σουρεαλισμό, έπαιξε, υποκρίθηκε το αρσενικό υποκείμενο του πόθου και το σώμα της αποτέλεσε τον καμβά του Man Ray για το παιχνίδι των σκιωδών γραμμών. Η επιμονή αργότερα της Miller στην προσωπική της ελευθερία την οδήγησε στο να αρνηθεί να τοποθετηθεί ως ερωτικό αντικείμενο για το αρσενικό βλέμμα και έτσι ήρθε σε ρήξη με τον Man Ray στα 1932: έγινε μόνη της μια επιτυχημένη φωτογράφος. Η Jacqueline Lamba, την οποία παντρεύτηκε ο Breton το 1934 και που ήταν η ίδια μια καλλιτέχνιδα, διέθετε λίγο χρόνο για το δικό της έργο όταν ήταν με τον Breton. Η Chadwick γράφει: «Οι γυναίκες που ήταν πιο κοντά στους σουρεαλιστές – μεταξύ τους η Gala Dali, η Nusch Elyard, η Dora Maar και η Jacqueline Lamba – ήταν αξιαγάπητες περισσότερο για την ποιότητα της φαντασίας τους παρά για τις καλλιτεχνικές τους επιδιώξεις»[8][9]. Τους επιτρεπόταν, δε, να συμμετέχουν μαζί με τους άντρες σουρεαλιστές στα «εξαίσια πτώματα»[9][10], το παιχνίδι σαλονιού της ομάδας.

    Οι άντρες σουρεαλιστές γιόρταζαν τον Marquis De Sade και κανείς δεν ήταν πιο σαδιστικός από τον Hans Bellmer, του οποίου οι φωτογραφίες με τις βεβηλωμένες μαριονέτες και κούκλες δημοσιεύονταν στα σουρεαλιστικά περιοδικά. Οι «Deformations» του Andre Kertesz αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα διαμελισμού της γυναικείας φιγούρας από τους σουρεαλιστές. Αντίστοιχα η σειρά του Raoul Ubac με τον τίτλο «Η μάχη των Αμαζόνων» πετσοκόβει με μοχθηρότητα τα χέρια, τα πόδια, τα κεφάλια των γυναικείων φιγούρων λόγω του φόβου του για ευνουχισμό.

    Γιατί να κρύψουμε το ολοφάνερο γεγονός ότι ο σουρεαλισμός, με το να γιορτάζει το αρσενικό ασυνείδητο, φέρνει μπροστά αναπαραστάσεις του λιγότερο λογοκριμένου μισογυνισμού; Αυτές οι εικόνες του Ubac, του Kertesz και του Bellmer έχουν πρόσφατα ερμηνευθεί από την Rosalind Krauss ως πρωτοφεμινιστικές στον κατάλογο της έκθεσης της με τον τίτλο «Ο Τρελός Έρως: Φωτογραφία και Σουρεαλισμός»[10][11] το 1985. Αφήστε με να συνοψίσω την άποψη της.

    Το θέμα της στα δύο δοκίμια της στον κατάλογο της έκθεσης έχουν στόχο να αποκαταστήσουν το σουρεαλισμό, ο οποίος γενικά αποκτά την οπτική ενός τυπικά οπισθοδρομικού κινήματος στην ιστορία της τέχνης. Για να αποκαταστήσει όμως κάποιος το σουρεαλισμό πρέπει να απαλείψει και κάθε κατηγορία που του έχει αποδοθεί για μισογυνισμό. Πως το πετυχαίνει αυτό; Στο πρώτο της δοκίμιο με τον τίτλο «Η Φωτογραφία στην Υπηρεσία του Σουρεαλισμού», αναλύει τις τεχνικές μέσω των οποίων οι σουρεαλιστές τροποποίησαν, άλλαξαν και έκαναν ανοίκεια τη ρεαλιστική φωτογραφία. Αυτές οι τεχνικές περιλαμβάνουν: τη σολαριζασιόν[11][12], τα ρεϊογράμματα[12][13], την εκτύπωση αρνητικών, τις πολλαπλές εκθέσεις, τα φωτομοντάζ, τα κολλάζ και τα ντουμπλαρίσματα. Η ρεαλιστική εικόνα έτσι μεταμορφώνεται. Οι παραμορφώσεις που δημιουργούνται εδώ βοηθούν στο να αποδειχθεί ότι ακόμη και η ρεαλιστική φωτογραφία δεν αναπαριστά την πραγματικότητα ή τη φύση αλλά κοινωνικές κατασκευές. Ο φετιχισμός είναι μια τέτοια κοινωνική κατασκευή και οι ανοίκειες τεχνικές των σουρεαλιστών φωτογράφων το αποκαλύπτουν. Η Krauss δηλώνει σχετικά με τις «Παραμορφώσεις» (Distortions) του Kertesz: «Μέσα στη σουρεαλιστική φωτογραφία το ντουμπλάρισμα λειτουργεί ως το σημαίνον της σημασίας. Είναι αυτός ο σημειολογικός, παρά αισθητικός, όρος που ενώνει την τεράστια φωτογραφική παραγωγή του κινήματος… Μ’ αυτό τον τρόπο το φωτογραφικό μέσο είναι εκμεταλλεύσιμο για να παράγει ένα παράδοξο: το παράδοξο της πραγματικότητας που είναι δομημένη ως σημείο – ή της παρουσίας που μετατρέπεται σε απουσία, σε αναπαράσταση, σε χρονικό διάστημα, σε γραφή».

    Στο δεύτερό της δοκίμιο το «Corpus Delicti» η Krauss χρησιμοποιεί την έννοια της informe[13][14] του Bataille για να διαφωνήσει στο ότι η σουρεαλιστική φωτογραφία καταρρέει και καταστρέφει τις δημιουργικές προτάσεις. Το «Corpus Delicti» ένας δικαϊκός όρος που σημαίνει την παρανομία, την παράβαση αναφέρεται ήδη στον Bataille. Ξανά μέσω χειρισμών της ρεαλιστικής φωτογραφίας οι σουρεαλιστές παραβαίνουν τις οικείες κοινωνικές κατασκευές και παράγουν ένα είδος άμορφης εικόνας, την informe του Bataille, την οποία η Krauss συνδέει με την έννοια του «απόκοσμου» του Freud. Σ’ αυτή την εικόνα η σεξουαλική ταυτότητα καταρρέει: «Το γυναικείο σώμα και το αρσενικό όργανο έχουν καταλήξει το καθένα από αυτά να αποτελεί το σημείο για το άλλο».

    Ο Bellmer, ο Ubac, ο Kertesz και ο Brassai σύμφωνα με την Krauss μένουν στο προσκήνιο της κοινωνικής φετιχοποίησης της πραγματικότητας: «Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι μέσα στη σουρεαλιστική πρακτική, η γυναίκα με το να είναι φετίχ, δεν εμφανίζεται πουθενά με ένα τρόπο φυσικό. Έχοντας διαλύσει το φυσικό όπου μπορούσε να θεμελιωθεί η «κανονικότητα», ο σουρεαλισμός ήταν τουλάχιστον δυνητικά ανοιχτός και για την εξαφάνιση των διαφορών που ο Bataille επέμενε ότι ήταν δουλειά της informe. Το Φύλο (gender) στην καρδιά του σουρεαλιστικού σχεδίου ήταν ένας απ’ αυτούς τους τομείς». Η Krauss συνεχίζει: «Αν μέσα στη σουρεαλιστική ποίηση η γυναίκα βρισκόταν συνεχώς υπό κατασκευή, τότε σε συγκεκριμένες στιγμές αυτό το σχέδιο θα μπορούσε τουλάχιστον να προεικονίσει ένα επόμενο βήμα, στο οποίο μια γραφή είναι ανοιχτή στην αποδόμηση. Είναι για αυτό το λόγο που οι συχνές κατηγορίες εναντίον του σουρεαλισμού ως αντιφεμινιστικού κινήματος, μου φαίνονται λανθασμένες».

    Για την Krauss είναι ακριβώς η σουρεαλιστική φωτογραφία, περισσότερο απ’ τη σουρεαλιστική ζωγραφική ή ποίηση που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή της αποδόμησης, την informe των έμφυλων κατηγοριοποιήσεων: «Μέσα στη σουρεαλιστική φωτογραφική πρακτική, επίσης, η γυναίκα είναι υπό κατασκευή, καθώς είναι και εκεί το ίδιο παθιασμένο υποκείμενο. Και αφού το όχημα μέσω του οποίου αυτή προβάλλεται είναι και το ίδιο καταφανώς διαλυμένο (μέσω χειρισμών στο σκοτεινό θάλαμο και τεχνασμάτων), η γυναίκα και η φωτογραφία γίνονται φιγούρες που αλληλοσυμπληρώνονται: αμφιταλαντευόμενες, θολές, συγκεχυμένες και χωρίς εξουσία, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Edward Weston».

    Τα φωτομοντάζ του Raul Ubac με τον τίτλο «Η μάχη των Αμαζόνων» παράγουν την informe μέσω της σολαριζασιόν, σύμφωνα με την Krauss: «Αυτές οι εικόνες είναι το αποτέλεσμα των διαδοχικών επιθέσεων της σολαριζασιόν. Σε πρώτο στάδιο θα παραγόταν ένα μοντάζ, το οποίο θα συγκέντρωνε ποικίλες λήψεις του ίδιου γυμνού. Αυτή η εικόνα έπειτα θα φωτογραφιζόταν ξανά και θα σολαριζόταν, με αποτέλεσμα να γίνει ένα νέο στοιχείο που θα συνδυαστεί ξανά μέσω μοντάζ με άλλα κομμάτια και θα φωτογραφηθεί ξανά και θα σολαριστεί ξανά… ένας τρόπος παραγωγής του ταυτόχρονου θετικού/ αρνητικού, η σολαριζασιόν όλο και πιο συχνά δίνει την εντύπωση της οπτικής αναδιοργάνωσης των σχημάτων των αντικειμένων. Αντιστρέφοντας και διογκώνοντας τις φωτεινές/ σκοτεινές σχέσεις σ’ αυτή την ακριβή καταγραφή του περιβλήματος της μορφής, η σολαριζασιόν είναι ένα σχέδιο που ξεκάθαρα μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία της informe». Αυτή η ανάλυση περιγράφει τον Ubac ως επιθετικό αλλά ρεαλιστή φωτογράφο. Ωστόσο η Krauss μένει εντελώς σιωπηλή όσον αφορά στους βίαιους, σαδιστικούς διαμελισμούς της γυναικείας εικόνας.

    Στην εισαγωγή του στις «Παραμορφώσεις» του Andre Kertesz, o Hilton Kramer τουλάχιστον νιώθει ότι πρέπει να προειδοποιήσει τον θεατή για τις μισογύνικες αντιλήψεις. Έτσι, εξηγεί αυτά τα έργα με έναν «αγορίστικο» τρόπο κάνοντας χιούμορ: «Δε θυματοποιούν αλλά γιορτάζουν τα υποκείμενά τους… Υπάρχει χιούμορ σ’ αυτές τις εικόνες αλλά είναι το χιούμορ της αγάπης. Κάποιες φορές είναι αστείες αλλά ποτέ κακές… Οι μεταμορφώσεις της γυναικείας ανατομίας από τον Kertesz είναι ερωτικές και αισθητικές – τα ερωτικά τραγούδια ενός φωτογράφου»[14][15].

    Η Krauss, ωστόσο, δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό ίχνος μισογυνισμού σ’ αυτές τις παραμορφώσεις. Για εκείνην είναι απλά ένα παράδειγμα της σουρεαλιστικής τεχνικής του ανοίκειου που λέγεται ντουμπλάρισμα, εδώ μέσω των παραμορφωτικών καθρεφτών. Οι κούκλες του Hans Bellmer είναι για εκείνην ένα ακόμη παράδειγμα ντουμπλαρίσματος «το οποίο παράγει το στίγμα του σημείου». Αναφέρει ότι ο Bellmer έκανε την πρώτη του κούκλα αφού είχε δει την όπερα του Jacques Offenbach: «The Tales of Hoffman», η πρώτη πράξη του οποίου επικεντρώνεται στην ιστορία της Ολυμπίας που προέρχεται από το «The Sandman» του Hoffman. Ενώνει τις κούκλες του Bellmer με την ανάλυση του Freud για την ιστορία του Hoffman στο δοκίμιό του για το «απόκοσμο» και αντιλαμβάνεται αυτές τις κούκλες να αναπαριστούν το φόβο του ευνουχισμού. Με το να δίνει έμφαση στην κατασκευή της πολυπόθητης informe από τον Bellmer, η Krauss πάλι μένει σιωπηλή για τις βιαιότητες πάνω στη γυναικεία φιγούρα. Μοιάζει να βλέπει αυτές τις κούκλες από την αρσενική οπτική.

    Είναι ακριβώς αυτή η σύμπνοια της Krauss με το αρσενικό βλέμμα που τη θέτει ανίκανη να αναγνωρίσει τον προφανή μισογυνισμό σ’ αυτά τα έργα. Οι άντρες σουρεαλιστές παρήγαγαν την informe του Bataille μόνο σε σχέση με τη γυναικεία φιγούρα. Αντιμέτωπος με τη γυναικεία φιγούρα, ο άντρας σουρεαλιστής φοβάται τον ευνουχισμό, την κατάρρευση του Εγώ του. Για να υπερβεί τους φόβους του, φετιχοποιεί τη γυναικεία φιγούρα, τη χειρίζεται, τη διαστρέφει, την παραμορφώνει. Κυριολεκτικά τη χειρίζεται για να επανασυσταθεί το Εγώ του και όχι η informe του. Με το να αρνείται να δει αυτά τα κατασπαραγμένα σώματα σα γυναικεία σώματα, η Krauss είναι ανίκανη να δει την επιθετική σεξουαλική-οπτική πολιτική που εμφανίζεται σ’ αυτές τις φωτογραφίες. Στην περιγραφή της για τους χειρισμούς στο σκοτεινό θάλαμο, γράφει: «η ποικιλία των φωτογραφικών μεθόδων γίνεται εκμεταλλεύσιμη για να παράγει… σώματα που υποκύπτουν σαστισμένα στο νόμο της βαρύτητας (η λεγόμενη bassesse[15][16] του Bataille) σώματα μιας παραμορφωτικής οπτικής, σώματα καρατομημένα από την προβολή της σκιάς, σώματα καταφαγωμένα από τη θερμοκρασία ή το φως». Αυτά όμως δεν είναι απλά «σώματα». Είναι πάντοτε γυναικείες φιγούρες. Άλλοτε υποστηρίζει ότι η σουρεαλιστική φωτογραφία ανακαλύπτει μια υποκειμενικότητα «αποστερημένη από το δικό της (παραδοσιακό καρτεσιανό ή ανθρωπιστικό) προνόμιο», «παγιδευμένη μέσα στο «πριονάκι»[16][17] της αναπαράστασης, πιασμένη μέσα σε μια αίθουσα με καθρέφτες, χαμένη μέσα σ’ ένα λαβύρινθο», μια υποκειμενικότητα συνδεόμενη με «ιδέες που εκείνη τη στιγμή συνδυάζονται και επαναπροσδιορίζουν το ορατό: την informe του Bataille, τη μίμηση του Caillois, την «εικόνα» του Lacan». Ξανά, η άμορφη υποκειμενικότητα που παράχθηκε στη σουρεαλιστική φωτογραφία είναι η γυναικεία υποκειμενικότητα μόνο. Στην προσπάθεια της να αναπτύξει μια νέα προσέγγιση στην οπτική της τεχνοκριτικής στη βάση αυτών των σουρεαλιστικών κειμένων και φωτογραφιών, η Krauss επίμονα παραβλέπει την κεντρικά έμφυλη, σεξιστική πολιτική αυτών των έργων.

    Η παγιδευμένη, χαμένη υποκειμενικότητα που παράχθηκε από τους σουρεαλιστές είναι η γυναικεία υποκειμενικότητα – τεμαχισμένη, μειωμένη σε ένα ζώο, στην bassesse του Bataille, το αποτέλεσμα του αρσενικού φόβου για τον ευνουχισμό και των φετιχιστικών αποκηρύξεων. Χωρίς να εκθέτει και να καταστρέφει την πατριαρχική φετιχοποίηση των γυναικών, όπως θα το έβλεπε η Krauss, εμένα ο σουρεαλισμός μου μοιάζει να αναπαριστά μια ενδυνάμωση αυτού του κοινωνικού φετιχισμού, μια ενδυνάμωση του πατριαρχικού μισογυνισμού. Η πίστη της Krauss στις μισογύνικες ιστορίες του Freud, το ότι βασίζει τις θεωρίες της σε σουρεαλιστικά κείμενα, το ότι υιοθετεί το αρσενικό βλέμμα, την τυφλώνει. Η θεώρησή της επίσης δείχνει πόσο πολύ η μοντέρνα θεωρία γίνεται αντιληπτή σ’ αυτές τις αρσενικές σουρεαλιστικές φαντασιώσεις. Με το να βασίζεται σ’ αυτές τις θεωρίες, η Krauss ενδίδει στον αντρικό μισογυνισμό και καθώς συμφωνεί με τις ιστορίες του Freud, στο γυναικείο μισογυνισμό επίσης. Στο δοκίμιό του: «Ορισμένες Φυσικές Επιπτώσεις της Ανατομικής Διάκρισης μεταξύ των Φύλων» ο Freud γράφει: «Όταν έχει ξεπεράσει την πρώτη της απόπειρα να εξηγήσει την έλλειψη πέους ως προσωπικής της τιμωρίας και έχει συνειδητοποιήσει ότι ο σεξουαλικός χαρακτήρας είναι οικουμενικός, αρχίζει να μοιράζεται την περιφρόνηση που νιώθουν οι άντρες για ένα φύλο που ο σεβασμός για αυτό αποκτά μικρή σημασία»[17][18].

    Οι έννοιες του Bataille για την informe ή την bassesse βοηθούν τους σουρεαλιστές και την Krauss ως μέσα κυριαρχίας, κατοχής, καταστροφής, εξάλειψης της γυναικείας υποκειμενικότητας. Το γυναικείο γυμνό του Brassai στο σχήμα του πέους είναι ευθέως μια κυριαρχική άρνηση να αναγνωρίσει διαφορές. Τα ερωτήματα στη σεξουαλική-οπτική πολιτική είναι: Ποιος έχει τη δύναμη; Ποιος κυριαρχεί; Ποιος διαμελίζεται και απ’ τη δύναμη ποιου; Αυτές οι σχέσεις δύναμης δεν είναι έμφυτες αλλά αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, όπως και οι άντρες σουρεαλιστές (αποτελούν αντίστοιχα) μια κραυγαλέα ενίσχυση των πατριαρχικών κυριαρχικών αυτών σχέσεων, ώστε δεν πρέπει να θεωρητικοποιούνται για να αποκαθιστούν τον σουρεαλισμό. Πρέπει να αντισταθούμε και να τις απορρίψουμε. Η Mary Ann Caws γράφει: «Πρέπει μάλλον να δώσουμε τις δικές μας αναγνώσεις για τις αναπαραστάσεις μας καθώς και τις δικές μας απόψεις για το ποιες από αυτές αξίζουν θυμό και ποιες εορτασμό, παρά να υποκύπτουμε με τα μυαλά μας μπροστά στα σχεδιασμένα και ξανασχεδιασμένα σώματά μας»[18][19].

    Η πρώτη αντίσταση στην εξουσίαση της γυναικείας φιγούρας από το σουρεαλισμό εμφανίστηκε στα έργα συγκεκριμένων περιθωριοποιημένων γυναικών καλλιτέχνιδων και συγγραφέων που σχετίζονταν μ’ αυτό το κίνημα. [Τα δοκίμια σ’ αυτή τη συλλογή[19][20] ανακαλύπτουν τις περίπλοκες στρατηγικές που οι γυναίκες σουρεαλίστριες εφάρμοσαν ώστε να κατασκευάσουν και να διεκδικήσουν τη δική τους υποκειμενικότητα υπό το φως των γυναικείων φαντασμάτων των σουρεαλιστών ανδρών].


    (https://terminal119archive.wordpress.com/αναδημοσιεύσεις.../surreal/)
     
  7. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Tα 8 πιο "πορνογραφικά" αγάλματα του κόσμου (photos)


    Από την αρχή του κόσμου, οι άνθρωποι γοητεύονταν με το γυμνό και δημιούργησαν έργα τέχνης για να το δείξουν σε όλους. Παρακάτω θα δείτε τα πιο 'πρόστυχα' αγάλματα στον κόσμο.

    Konark Sun Temple, Ινδία

     

    Στην χώρα που γέννησε το Κάμα Σούτρα, το να βρει κάποιος ερωτικά έργα σε κοινή θέα δεν είναι δύσκολο. Δεν μιλάμε για γυμνόστηθα αγάλματα αλλά για πλήρεις απεικονίσεις σεξουαλικών πράξεων, σκαλισμένες σε τοίχους αρκετών ναών σε όλη τη χώρα. Με πάνω από 60 σεξουαλικές στάσεις να απεικονίζονται στους τοίχους του, αν επισκεφθείτε το Konark Sun Temple, πάρτε χαρτί και στυλό και κρατήστε μερικές «ερωτικές» σημειώσεις για παν ενδεχόμενο.

    Vigelandsparken, Όσλο, Νορβηγία


     

    Μία σπουδή πάνω στους κύκλους της ανθρώπινης ζωής, αυτά τα αγάλματα βρίσκονται στο τεράστιο πάρκο γλυπτικής στη μέση του Frogner Park στο Όσλο της Νορβηγίας. Στο πάρκο υπάρχουν επίσης μία παιδική χαρά, ένα συντριβάνι που συμβολίζει τη ζωή και τον θάνατο και ένας Τροχός της Ζωής ύψους 850 μέτρων. Τα αγάλματα αυτά, σκαλισμένα από τον Gustav Vigeland, όσο σεξουαλικά και να φαίνονται, είναι μια καλλιτεχνική απεικόνιση των ανθρώπων και του ταξιδιού από τη γέννηση μέχρι και τον θάνατο.

    Manneken Pis, Βρυξέλλες, Βέλγιο


     

    Το να κάνει κάποιος την ανάγκη του σε ένα συντριβάνι είναι άσεμνο, ανθυγιεινό και πολύ δημοφιλές στον κόσμο. Το πιο διάσημο άγαλμα που ουρεί βρίσκεται σε ένα συντριβάνι στις Βρυξέλλες για χιλιάδες χρόνια. Το όνομά του: Manneken Pis. Η ιστορία του: λέγεται ότι με τα ούρα του, έσβησε τα εκρηκτικά που είχαν τοποθετηθεί για να καταστρέψουν την πόλη τον 14ο αιώνα.

    Pan With Goat, Πομπηία, Ιταλία

     

    Αυτό το άγαλμα αγγίζει πολύ έντονα το θέμα της κτηνοβασίας. Μία ξεκάθαρη απεικόνιση ενός άνδρα που συνουσιάζεται με μια κατσίκα. Η ιστορία πίσω από αυτή την πράξη (και ο λόγος δημιουργίας του) βασίζεται στην μυθολογική πεποίθηση του συσχετισμού της κατσίκας με τον θεό της τεκνοποίησης. Αλλά γιατί κάποιος να κάνει σεξ με την κατσίκα και να μην την λατρεύει απλά; Ποιος ξέρει, ωστόσο παραμένει ένα πολύ ενδιαφέρον άγαλμα.

    Loveland, Jeju, Κορέα


     

    Φανταστείτε την Disneyland μόνο που αντί για τον Μίκι, υπάρχει πορνό, πολύ πορνό. Δημιουργημένη το 2004, στο νησί του Jeju στην Νότια Κορέα, η Loveland περιέχει βουνά με θηλές στην κορυφή, τεράστια πέτρινα πέη, αγάλματα ανθρώπων να κάνουν στοματικό ο ένας στον άλλον, δονητές με διαδραστικά κουμπιά και άλλα πικάντικα αξιοθέατα.

    Ποσειδώνας, Αθήνα, Ελλάδα


     

    Οι Έλληνες ήταν πάντα γνωστοί για την επίδειξη του γυμνού δημόσια. Γυμνά αγάλματα Ελλήνων Θεών στέκονται περήφανα σχεδόν σε κάθε ελληνικό νησί. Το 1972, ένα από αυτά τα αγάλματα (του Ποσειδώνα, του Θεού της Θάλασσας) δωρίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια. Το 2000, οι γονείς που συνόδευαν μία σχολική εκδρομή κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται το άγαλμα, ήταν τόσο εξοργισμένοι με τη γύμνια του Ποσειδώνα ώστε υπέβαλαν αίτηση για να τον ντύσουν με γελοία πράγματα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης(!)

    Βράχοι σε σχήματα πέους, σε διάφορες τοποθεσίες


     

    Η μητέρα φύση είναι μαγική, κι αυτός είναι ο τρόπος της να τσιγκλίζει τους συντηρητικούς.

    Futura Gallery, Πράγα, Τσεχία


     
     
  8. Wolverine

    Wolverine Wolvie


    Για εσένα. Ρώτησε και κάποιους άλλους που δεν έχουν τις ίδιες δομές κρίσης όσον αφορά μία ταινία, έναν πίνακα ζωγραφικής ή ένα βιβλίο...
     
  9. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Ronit Baranga’s Creepy And Strangely Arousing Ceramic Tableware Covered With Fingers And Mouths.

     

     

     

     

    Ronit Baranga is an Israeli artist known for her bizarre sculptural works, which include a series of ceramic tablewares hybridized with human body parts: open mouths, protruding tongues, and gouging fingers. These strange, anatomical additions are incredibly detailed, so much so you can make out the the glistening taste buds and knuckle creases. While these pieces are both creepy and attention-grabbing, from a critical standpoint, their meaning may seem a bit elusive; our reactions to them are initially visceral. Speaking to this, Baranga writes:

    “I would like that anyone who sees my work feels something – what they feel is not relevant to me, as long as they feel. I hope that the emerging feelings will cause the viewers to think about the ideas behind my work… The combination of ceramic cups with ceramic fingers represent an idea in which the still creates a will of its own, enabling a cup to decide whether to stay or leave the situation it is in.” (Source)

    Baranga’s designs, then, grant inanimate objects a form of agency: the plates desire to eat, the finger-walking teacups seek to wander, and their self-awareness challenges the way we think about and interact with such objects. What they also explore is the way eros is incorporated into unexpected things. The parted lips and probing fingers — both of which are erogenous body parts used in sexual exploration — elicit erotic associations. However, there is also an element of revulsion: imagine a stranger’s hands digging through your food, recognize that the hungry mouths emerging on your plate are the receptacles for the unglamorous digestive process. Baranga’s works may arouse you, but they will also suppress your appetite.

    Check out Baranga’s website for more of her fascinating sculptural works. (Via Juxtapoz)
             



     
  10. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Nymphomaniac
    Quotes

    Joe: Perhaps the only difference between me and other people was that I've always demanded more from the sunset; more spectacular colors when the sun hit the horizon. That's perhaps my only sin.

    Joe: It's actually the souls of the trees we're seeing in the winter. In summer everything is green and idyllic but in the winter, the branches and the trunks all stand out. Just look at how crooked they all are. The branches have to carry all the leaves to the sunlight. That's one long struggle for survival.

    Seligman: Love is blind.

    Joe: No, no, no, it's worse. Love distort things. Or even worse, love is something you've never asked for.

    Joe: For me, love was just lust with jealousy added; everything else was total nonsense. For every hundred crimes committed in the name of love, only one is committed in the name of sex.

    B: The secret ingredient to sex is love.

    Joe: They said that love was the secret ingredient in sex, but, to me, love was just lust, with jealousy added.

    Young Joe: If I asked you to take my virginity, would that be a problem?

    Jerôme: No, I don't see a problem.

    Seligman: I'm Seligman.

    Joe: What a fucking ridiculous name.

    Mrs. H: [to Young Joe] Would it be alright if I show the children the whoring bed? After all, they also have a stake in this event.

    Mrs. H: [to her children, referring to Joe's bedroom] Let's go see daddy's favorite place!

    Conductor: Two first class tickets for two first class ladies.

    Joe: But this idiotic love... I felt humiliated by it... And all the dishonesty that follows. Love appeals to the lowest instincts, wrapped up in lies. How do you say yes when you mean no and vice versa?

    Seligman: [narrating] During the whole of a dull, dark, and soundless day in the autumn of the year, when the clouds hung oppressively low in the heavens, I had been passing alone, on horseback, through a singularly dreary tract of country; and at length found myself, as the shades of the evening drew on, within view of the melancholy House of Usher.

    Jerôme: Good job, Liz!

    Young Joe, B, Joe's Girlfriend - 18 Years, Joe's Girlfriend - 18 Years, Joe's Girlfriend - 18 Years: Mea Vulva, Mea Maxima Vulva!

    Mrs. H: Well, if three is a crowd, then seven must be a bit of a challenge for the pretty miss. I must say I have a hard time picturing her enjoying loneliness.

    Joe: It's my own fault. I'm just a bad human being.

    Seligman: I've never met a "bad human being."

    Joe: Well, you have now.

    Mrs. H: Whatever? It must be hard, when you've got everything, to know what to say!



    My Favorite Quote From Nymphomaniac: Vol. I:


    “Perhaps the only difference between me and other people is that I’ve always demanded more from the sunset. More spectacular colors when the sun hit the horizon. That’s perhaps my only sin.”

    - Joe (Charlotte Gainsbourg) in Nymphomaniac Vol. 1


    Not only is this my favorite quote from the first part of Lars von Trier‘s new film Nymphomaniac, but it’s also my favorite film quote from 2013. My second favorite quote of the year comes from Before Midnight, when Jesse and Céline argue and he tells her “I don’t always do anything” dead serious, but almost in passing, between a number of great lines. Back to Nymphomaniac: Why is that my favorite quote? Several reasons. Charlotte Gainsbourg‘s delivery in her soft voice, but with an almost self-pitying tone. The way Lars edited and inserted it into the film, which gives it a certain weight. Of course it’s also beautifully written.

    I believe that line contains the essence of Nymphomaniac and what the filmmaker is trying to say. Joe’s depression comes from her self-hatred and the punishmentshe inflicts on herself. She knows that she can’t change. She says that she doesn’t have a problem with her sexuality, but that may only be true to a certain degree. While she rationalizes her addiction and doesn’t think she’s doing anything morally reprehensible, she realizes that other people are judging her. She does feel the need to justify herself, which doesn’t necessarily imply that she feels guilty, but she is definitely not happy.

    Her unhappiness, her inability to get out of her depression, enjoy life and find meaning is what she hates about herself. Her only sin is that she is never happy and always wants more. She demands more pleasure, more intensity, more. Through sex she believes that she can feel the most, maybe fill her void and not need anything else. Deep down she knows that even if sexual pleasure is the most intense thing she can feel it’s never going to be enough. This only reinforces the downward spiraling circle that is her depression. Her sin is permanent dissatisfaction, asking too much from God, inability to accept what she has.

    It’s sad, yet beautiful at the same time – It summarizes Joe’s depression in three short sentences.




    • ''Dear everyone, don't think it's been easy, but I understand now that we're not and never will be alike. I'm not like you, who fucks to be validated and might just as well give up putting cocks inside of you. And I'm not like you. All you want is to be filled up and whether it's by a man or by tons of disgusting slop makes no difference. And I'm definitely not like you. That empathy you claim is a lie because all you are is society's morality police whose duty is to erase my obscenity from the surface of the earth so that the Bourgeoisie won't feel sick. I'm not like you. I am a nymphomaniac and I love myself for being one, but above all, I love my cunt and my filthy, dirty lust''.
       


     
  11. íɑʍ_Monkeץ

    íɑʍ_Monkeץ Contributor

    Η περίεργη σαδομαζοχιστική ιστορία του Bob

     

    Πόνος:

    στη σωματική του μορφή αποτελεί μια δυσάρεστη αίσθηση που προκαλείται από κάποιο έντονο ή βλαπτικό ερέθισμα και συνδέεται με την άμεση ή δυνητική καταστροφή ιστών του σώματος. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη σωματικού πόνου, εντάσεις αυτού και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πως αυτός ο πόνος συνδέεται αμφίδρομα με τον ψυχολογικό πόνο πάσης φύσεως — δηλαδή το πως ο σωματικός πόνος τροφοδοτεί τον ψυχολογικό πόνο και vice versa.

    Σε γενικές γραμμές, ο πόνος πάσης φύσεως, είναι κάτι που οι άνθρωποι απεύχονται και πάντα προσπαθούν να καταπραΰνουν και εν τέλει να του δώσουν πόδι μια και καλή. Λογικά, για να πάψει να υποφέρει το κορμάκι και η ψυχούλα κάποιου, πρέπει να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά τα αίτια από τα οποία ξεπήδησε και άρχισε αυτός ο άχαρος χορός των πόνων.

    Υπάρχουν όμως αμέτρητες περιπτώσεις όπου μια τέτοια αντιμετώπιση είναι αδύνατη, λόγω παραμέτρων τις οποίες δεν μπορείς να χειριστείς.(εκ γενετής και/ή ανίατη νόσος, συνεχή κακοπεσίματα και ατυχίες πάνω στα οποία δεν έχεις καμιά δύναμη, επίπονες ψυχολογικά καθημερινές διαδικασίες και συγκρούσεις κ.τ.λ. κ.τ.λ.).

    Εκεί τι γίνεται λοιπόν; Τι στάση κρατάει κανείς όταν είναι αναγκασμένος να συζεί καθημερινά με τον πόνο;

    Οι τρόποι αντιμετώπισης της καθημερινής οδύνης είναι τόσο πολλοί και ποικιλόμορφοι όσο και οι πόνοι που τους επιζητούν. Για παράδειγμα υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τον πόνο και τα δεινά στωικά και με χιούμορ, άλλοι που φροντίζουν να τα κρατάνε σε καταστολή όσο περισσότερο μπορούνε, άλλοι που απλά δεν αντέχουν και τους δίνουν τέλος μια και καλή ξεπαστρεύοντας τον εαυτό τους ταυτόχρονα. Εδώ μπορούν να έρθουν οι Coil και να αναρωτηθούν αν αποτελεί λύση η αυτοκτονία για να μας φτιάξουν ατμόσφαιρα και να ανασκαλέψουν το ερώτημα αυτό δίχως όμως να το απαντήσουν. Το ερώτημα περί αυτοκτονίας μάλλον είναι από εκείνα τα ερωτήματα που μπορεί να έχει άπειρες απαντήσεις χωρίς καμία να είναι “σωστή” ή “λάθος“. Με άλλα λογάκια, το αν αποτελεί μια “υπέρτατη λύση” στο πρόβλημα του πόνου είναι κάτι το εντελώς υποκειμενικό, το οποίο ο κάθε άνθρωπος κοιτάζει κυρίως μέσα από τα δικά του βιωματικά και ηθικά φίλτρα.

    Η ίδια υποκειμενικότητα περί “σωστού” και “λάθους” φυσικά ισχύει και για τους υπόλοιπους τρόπους που κάποιος μπορεί να διαχειριστεί τον πόνο του. Ζούμε σε έναν κόσμο άλλωστε όπου οι “applies everywhere” λύσεις ποτέ δεν πληρούσαν την “καθολικότητά” τους. Ιδιαίτερα όταν αυτές απευθύνονται σε ανθρώπους -πόσο μάλιστα σε πονεμένους και ζορισμένους -εκ των πραγμάτων το να έχουν “καθολική ισχύ” είναι κομμάτι αδύνατο.

    Ο καθένας εν τέλει μπορεί να κάτσει και να βρει τις δικές του οδούς, πεπατημένες και μη, ώστε να βιώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, κατά τον ίδιο, την εμπειρία που αποκαλούμε “ζωή“, ακόμα και αν αυτή είναι βουτηγμένη στην οδύνη.

    Κλείνοντας λοιπόν την εισαγωγή περί πόνων και διαχείρισης αυτών και περνώντας στο βιογραφικό μας ψητό, σήμερα θα μιλήσουμε για τον Bob Flanagan του οποίου η ύπαρξη είχε μια ιδιαίτερη και ανορθόδοξη σχέση με τον πόνο και την στάση του απέναντι σε αυτόν. Ο Flanagan που λες έπασχε από κυστική ίνωση, μία γενετική νόσο η οποία επηρεάζει κυρίως το αναπνευστικό και το γαστρεντερικό σύστημα και δημιουργεί μία σειρά από ζόρικες δυσλειτουργίες σε όποιον την έχει.

    Από μικρή ηλικία ήταν αναγκασμένος να περνάει πολύ χρόνο σε γιατρούς και νοσοκομεία, να υποφέρει από δύσπνοια, να πονάει εξαιτίας της βλέννας που συσσωρεύονταν στα πνευμόνια του -και να ζορίζεται ακόμα πιο πολύ κατά την αφαίρεσή της- να ζει συνέχεια με το φόβο του θανάτου και να βιώνει την απόρριψη στους περισσότερους τομείς της ζωής του.

    Αντί όμως να καταβάλλει κάθε προσπάθεια να αποφύγει τον πόνο, χρησιμοποίησε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση “αγκαλιάζοντας” και οξύνοντάς τον μέσω ακραίων s/m πρακτικών.

    Ανώμαλος” ίσως πεις, όταν πάρεις πρέφα σε τι διαδικασίες υπέβαλλε τον εαυτό του, ώστε να αντέχει τον καθημερινό πόνο, που του προσέφερε έτσι κι αλλιώς απλόχερα το κορμάκι του. “Μεγάλο αλάνι” θα σου πω εγώ, αλλά δεν σε αναγκάζω να ασπαστείς την άποψη μου.

    Όπως και να ‘χει. Θα δούμε τις σαδομαζό ομορφιές του Bob πιο κάτω. Με έχεις αντιληφθεί άλλωστε, είμαι neat freak και θέλω τα πάντα στη σειρά. Πάμε από την αρχή λοιπόν.

    Robert Flanagan γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1952 στη Νέα Υόρκη, αλλά μεγάλωσε στο Glendale της Καλιφόρνια. Ήταν το μεγαλύτερο από τα 4 επιζήσαντα παιδιά της οικογένειας Flanagan. Είχε άλλους δύο αδερφούς και μια αδερφή, τη Patricia, όπου έπασχε επίσης από κυστική ίνωση και πέθανε στα 21 της.

    Όλη του η παιδική ηλικία ήταν συνυφασμένη με τον πόνο και την αμηχανία. Για πολλά χρόνια οι γονείς του τον έτρεχαν στους γιατρούς προσπαθώντας να πάρουν μια διάγνωση της προκοπής. Εν τέλει ένας γιατρός αποφάνθηκε πως ο ίδιος και η αδερφή του είχαν κυστική ίνωση.

    Τον Bob αρχικά η ασθένεια τον χτυπούσε κυρίως στο στομάχι και συχνά αντιμετώπιζε αυτό τον πόνο με το να τρίβεται πάνω στο στρώμα και τα μαξιλάρια του. Αυτός ο τρόπος ελέγχου του πόνου άρχισε σιγά σιγά να αποκτάει ερωτικές προεκτάσεις κατά τον ίδιο, μιας και άρχισε να συνδυάζεται με τον αυνανισμό. Οπότε κάπως έτσι άρχισε να συνδέει τον πόνο με την, εν τέλει, απελευθέρωση από αυτόν και τον οργασμό.

    Πάνω σε αυτό το “δυσλειτουργικό” κατά πολλούς combo, ήρθε να προστεθούν και οι φαντασιώσεις που άρχισε σιγά σιγά να αναπτύσσει, καθώς και ένα παιχνίδι που έπαιζαν με τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο ξάδερφο του, το οποίο αποκαλούσαν “Slave/Master“. Μόνο και μόνο το όνομα αυτού παραπέμπει σε s/m καταστάσεις, αλλά τότε ήταν παιδάκια και όλο αυτό γινόταν εντελώς ασυνείδητα. Όταν μεγάλωσαν αυτή η κατάσταση άρχισε να απογυμνώνεται από την παιδική της αφέλεια και να γίνεται τρόπο τινά πιο σεξουαλική, μέχρι που έγιναν τσακωτοί από την μητέρα του Bob να μιλάνε για το “πόσο καλά περνούσαν“, αλλά και πάλι δεν πτοήθηκαν από απειλές της για τιμωρίες και συνέχισαν τον χαβά τους.

    Παράλληλα ο Bob, μπαίνοντας στην εφηβεία, άρχισε να προκαλεί με διάφορους τρόπους πόνο ή ακινητοποίηση στον εαυτό του, συνήθως κλεισμένος μέσα στη τουαλέτα ή στο γκαράζ, όταν όλη η υπόλοιπη φαμίλια έβλεπε τηλεόραση. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει πως η όλη πετριά που είχε με το bondageπροερχόταν από την βρεφική του ηλικία, όπου οι γιατροί αφαιρούσαν την βλέννα από τα πνευμόνια του με βελόνες, προκαλώντας του απίστευτο πόνο και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν χειροπόδαρα, ενώ παράλληλα οι γονείς του προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν μιλώντας του τρυφερά. Ο συνδυασμός αυτός του πόνου και το δεσίματος με ένα μάλλον θετικό συναίσθημα. Το να λαμβάνει αγάπη και προσοχή, αποτέλεσαν ακόμα ένα trigger για την μεταγενέστερη σεξουαλική του συμπεριφορά.

     
    Ο Flanagan με σουρεάλ υπερηρωική στολή στο εξώφυλλο του βιβλίου από τη RE/SEARCH.

    Αν είσαι καλός voyer και θέλεις περισσότερα περιστατικά σχετικά με την ανάπτυξη της σεξουαλικότητας του Flanagan κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία ψάξε μία το “Bob Flanagan: Supermasochist” από την RE/SEARCH.

    Από τα 18 του και έπειτα o Bob άρχισε να εργάζεται σε κατασκηνώσεις με παιδιά που έπασχαν από κυστική ίνωση σαν διασκεδαστής, βοηθός διευθυντή και μετέπειτα διευθυντής. Επίσης ήδη από την εφηβεία ασχολούνταν με τη ζωγραφική και την ποίηση και κατά την ενηλικίωση του αποφάσισε να ακολουθήσει φιλολογικές σπουδές παρακολουθώντας μαθήματα στο California State University και μετέπειτα στο University of California.

    Το 1976, στα 24 του, μετακόμισε στο Los Angeles, έμπλεξε με τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους και το 1978 έβγαλε τη πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “The Kid Is the Man“.

    Στις αρχές των 80′s γνώρισε την Sheree Rose σε ένα πάρτι της ομάδας “Beyond Baroque“, όπου αυτός ήταν ντυμένος ζόμπι και αυτή Jayne Mansfield. Η Sheree έδειξε ενδιαφέρον για αυτόν, αντάλλαξαν τηλέφωνα, άρχισαν να βγαίνουν και ο Bob ξεκίνησε να ανοίγεται αναφορικά με την σεξουαλικότητα του, που τόσο τον καθόριζε.

    Μετά από μια σειρά ερωτικών απογοητεύσεων, η σχέση με την Sheree ήρθε να εκπληρώσει μια φαντασίωση ετών: μία μόνιμη σχέση στην οποία αυτός θα ήταν ο σκλάβος και η σύντροφος του η αφέντρα. Μάλιστα υπέγραψαν και συμβόλαιο κατά το οποίο ο Bob άνηκε στη Sheree- μπράβο παιδιά μου, ο θείος Leopold σας βλέπει από τον παράδεισο των μαζοχιστών και χαμογελάει.

    Οπότε ο Bob έμενε στο σπίτι και έκανε το housekeeping, η Sheree δούλευε, ενώ είχαν μαζί τους τα δυο παιδιά από το προηγούμενο γάμο της Sheree, φτιάχνοντας έτσι μια πολύ όμορφη, μη-κανονική φαμίλια.

     
    Fuck Journal: από τα πολύ πνευματώδη έργα του δικού μας, γιατί μπορούν να υπάρχουν πράγματα που αναφέρονται σε γαμήσια και να είναι ταυτόχρονα πνευματώδη.

     
    Το ζεύγος σε κοινωνικά αποδεκτή φωτό τον πρώτο καιρό της σχέσης τους
     
    Το ζεύγος σε κοινωνικά μη αποδεκτή φωτό μεταγενέστερης περιόδου.

    Bob και η Sheree βίωναν την s/m σχέση τους και όλο το ανάλογο lifestyle, ενώ κατά περιόδους ανανέωναν το συμβόλαιό τους -ναι φυσικά και δεν μπήκαν στη τυπική διαδικασία γάμου- μέχρι που ο Bob θέλησε να κάνει ένα βήμα παρακάτω στη ζωή του και πέρα από υποτακτικός της Sheree, να ασχοληθεί πιο σοβαρά με τη τέχνη.

     
    Καθαρίζοντας πιάτα στη κατασκήνωση. Ο γλυκούλης.

    Ήδη από το 1982 το ζεύγος άρχισε να καταγράφει την σχέση του σε γραπτά, φωτογραφίες και βίντεο, οπότε είχαν κάμποσο υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλλιτεχνικά. Έτσι κι αλλιώς η δουλειά του Bob περιστρεφόταν γύρω από την σωματική του ασθένεια, τον πόνο και τη σαδομαζοχιστική σεξουαλικότητα — κοινώς γύρω από τις ισόβιες ντάγκλες του.

    Έτσι, από τα μέσα των 80s ξεκίνησαν μια σειρά απόperformances συνοδευόμενες από ανάγνωση έργων του Bob, ενώ κατά το μπάσιμο της επόμενης δεκαετίας ο Bob άρχισε να πειραματίζεται και με installations πάνω στις θεματικές που τον απασχολούσαν.

    Στις performances o Bob παρουσίαζε ό,τι ακραίο συνήθιζε να κάνει μόνος του: να κρεμιέται, να δένεται, να τρυπιέται σε σημεία που δεν θα ήθελες να σε τρυπήσουν, να καρφώνει το πέος του πάνω σε ξύλινες επιφάνειες και να αφήνει τα πάντα να βαφτούν με το αίμα του -πονάει ο “ανδρισμός” του ‘σερνικού αναγνώστη εδώ ε;- και άλλα τέτοια πανέμορφα, μα και σοκαριστικά για το περισσότερο κόσμο.

     
    Τρυφερές -βιντεοσκοπημένες- στιγμές μεταξύ Sheree και Bob

    Κάπου, περί το 1992, τον εντόπισαν οι Nine Inch Nails και κάπως έτσι κατέληξε να παίζει στο “Happiness in Slavery” όπου “it was a sensation!“. Αυτό το βίντεο βέβαια, σύντομα βγήκε εκτός κυκλοφορίας σε αρκετές περιοχές του κόσμου γιατί παραήταν μπρουτάλ και σοκαριστικό.

    Έτσι, για εσένα που δεν το έχει πάρει το μάτι σου, το συγκεκριμένο βίντεο για αρχή δείχνει τον Trent Reznor να τραγουδάει μέσα σε ένα κλουβί. Ως εδώ όλα καλά και όμορφα. Μετά σκάει μύτη σε διαφορετικό σκηνικό ο δικός μας. Γδύνεται, πλένεται, σκουπίζεται, ενώ παράλληλα η κάμερα μας δείχνει γρήγορα κάτι το αγκαθωτό και ακαθόριστο, που εν τέλει συνειδητοποιούμε πως είναι ένα μηχανικό “κρεβάτι του πόνου“.

    Ανεβαίνει εκεί ο Μπόμπης στο κρεβάτι και μετά ακολουθεί ηδονή, ο πόνος, το σπλάττερ, τα χαρωπά σκουλήκια, τα ουρλιαχτά, η φωτιά και ο πολτοποιητής – εντάξει με ινταστριαλάδες έχεις να κάνεις, τι περίμενες; Πάρε να ρίξεις ένα βλέφαρο στο βίντεο αν θέλεις:




    Την ίδια χρονιά έκανε και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα installations του, το “Visiting Hours” στο Santa Monica Museum of Arts.

     
    Poster από το Visiting Hours.

    Εκεί παρουσίασε ένα σύνολο από εγκαταστάσεις, οι οποίες παρέπεμπαν σε μια παιδική ηλικία κλεισμένη στα νοσοκομεία και την ερωτοποίηση αυτής, ενώ ένα σημείο της εγκατάστασης προσομοίωνε έναν θάλαμο νοσοκομείου στον οποίο βρισκόταν και ο Bob όπου συνομιλούσε με τους παρευρισκόμενους και ενίοτε κρεμιόταν ανάποδα από το ταβάνι. Τα επόμενα δύο χρόνια η εν λόγω έκθεση φιλοξενήθηκε στο New Museum της Νέας Υόρκης και στο Museum of Fine Arts της Βοστώνης.

    Δυστυχώς προς τέλη του 1995 η υγεία του δικού μας άρχισε να παίρνει τη κάτω βόλτα για τα καλά, πράγμα που ήταν βασανιστικό όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για την Sheree, επειδή το να είσαι δίπλα σε ένα σωματικά καταπονημένο και ψυχικά καταβεβλημένο σύντροφο, ο οποίος ανέκαθεν φοβόσουν πως θα σου πει το “ύστατο αντίο” ανά πάσα στιγμή, είναι κάτι παραπάνω από ψυχοφθόρο.

    Τον τελευταίο μήνα της ζωής του περίπου τον πέρασε μέσα στο νοσοκομείο και εν τέλει πέθανε στις 4 Ιανουαρίου του 1996.

    Είναι ένας από τους λίγους ασθενείς με κυστική ίνωση που έζησε μια δεκαετία και βάλε πάνω από το προσδόκιμο όριο ηλικίας των ατόμων με αυτή τη νόσο. Οι περισσότεροι συνήθως πεθαίνουν κατά την παιδική ηλικία ή την ύστερη εφηβεία τους στη καλύτερη των περιπτώσεων. Κατά τον ίδιο, ο πόνος στον οποίο υπέβαλλε τον εαυτό του αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο συστατικό της -κάπως ανέλπιστης- μακροζωίας του.

    Ένα χρόνο περίπου μετά το θάνατο του Bob, ο Kirby Dick έβγαλε ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή του με τίτλο “Sick: The Life and Death of Bob Flanagan, Supermasochist” το οποίο σου προτείνω ανεπιφύλακτα αν ο Bob σου φάνηκε ενδιαφέρουσα περίπτωση και αν αντέχεις (ή γουστάρεις) βίαιες s/m καταστάσεις.

     
    “If I had a hammer I’d hammer in the morning; I’d hammer in the evening all over this land. ” Τραλαλαλαλα!

    Kλείνοντας το άρθρο, οφείλω να ομολογήσω πως ο Bob με συγκίνησε σαν περίπτωση σε πολλά επίπεδα.

    Τον θεωρώ θαρραλέο, θαρραλέο που αντιμετώπισε την ασθένειά του τόσο παράδοξα, που έδωσε πόνο στον πόνο, που έπαψε από νωρίς να κρύβει τις επιθυμίες του, που αντιμετώπιζε την μη κανονική του σεξουαλικότητα ανοιχτά και με χιούμορ, που ήταν παλαβός και μέσα στη παλαβομάρα του ανθρώπινος καιυπεράνθρωπος ταυτόχρονα. Όσο περίεργο και να σου φαίνεται, η στάση του αποτέλεσε παράδειγμα, στο ότι όλες οι δυσκολίες, ιδίως αυτές που δεν μπορείς να ελέγξεις και να ξεπεράσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν δημιουργικά, πρωτότυπα ακόμα και ηδονιστικά — και τι πιο λειτουργικό από το να ξέρεις να κερδίζεις ακόμα και από τις χασούρες της ζωής;

    Επίσης αποτέλεσε ένα τελείως αντισυμβατικό role model: πάντα ο πόνος ή η προσωρινή ανικανότητα τα οποία ξεπερνιούνται, θεωρούταν μια “τελετή μύησης” στη λεγόμενη αρρενωπότητα, στο να είναι κανείς άνδρας, σύμφωνα με το πως ζητάνε οι κοινωνίες να πληρεί κάποιος αυτό τον ρόλο. Βλέπεις η “αρρενωπότητα” είναι στις συνειδήσεις μας στενά συνυφασμένη με την “ικανότητα” και όποιος δεν είναι “αρρενωπός“-υπό πολλά πρίσματα, όχι μόνο το σεξουαλικό- δύσκολα θεωρείται και “ικανός” σαν άνθρωπος. Ο Bob πήρε το σφυρί του και άρχισε να χτυπάει αυτή την αντίληψη ενώ ταυτόχρονα κάρφωνε κάπου το πέος του και τραγουδούσε.

    Ο Bob πονούσε διαρκώς, υποτασσόταν και όμως ήταν ικανός, ικανός για πράγματα που άλλοι φοβούνται και μόνο να τα σκεφτούν, ανθεκτικός και πάντα πρόθυμος να προσφέρει χαρά και γέλιο σε ανθρώπους που το χρειάζονταν παραπάνω απ’ ότι αυτός — σκέψου πως μέχρι τα τελευταία του συνέχιζε να εργάζεται σε κατασκηνώσεις με παιδιά που έπασχαν από κυστική ίνωση και γενικά ήταν υπέρτατος funny guy.

    Περιπτώσεις σαν την δική του με τη πρώτη ματιά φρικάρουν πολλά άτομα και τα κάνουν να αναρωτιούνται “γιατί;!“. Τώρα ξέρεις γιατί. Πίσω από το κάθε ακραίο τυπάκι συνήθως κρύβονται ιστορίες περίεργες και οδυνηρές, οπότε καλό είναι πριν αρχίσουμε τους αφορισμούς σε άτομα που μπορεί να κάνουν κάτι “ενοχλητικό” αλλά ουσιαστικά μη βλαπτικό για τους τριγύρω ανθρώπους, να ρίχνουμε ένα βλέφαρο στο “πώς” και για ποιους λόγους οδηγήθηκαν εκεί.