Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Κι ύστερα απλά συνέβη

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 29 Μαρτίου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι συνέβη ακριβώς τότε, ποιο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που μας έφερε κοντά. Στην αρχή μου έστειλε ένα προσωπικό μήνυμα για μια απορία σχετικά με μια απάντηση που είχα δώσει σε ένα φόρουμ που ήμασταν κι οι δυο μέλη. Ξεκινήσαμε να μιλάμε γύρω απ’ αυτό και κάθε φορά ο ένας πρόσθετε κάτι, ο άλλος απαντούσε. Σιγά σιγά μιλήσαμε για τις ζωές μας. Ήμουν σε σχέση, ήταν σε σχέση κι αυτό δεν άφηνε πολλά περιθώρια, ήταν μια σκέψη σε μια οθόνη. Μα ο χρόνος κυλούσε και από ένα σημείο και μετά έγινε ανάγκη το καθημερινό email που πάντα με κάποιο τρόπο μιλάγαμε για τη μέρα μας, για περιστατικά.


    Πρώτος εγώ μια ‘μερα που ήμουν τσαντισμένος με την κοπέλα μου έκανα ένα σχόλιο. Συζητήσαμε ώρες πάνω σ’ αυτό. Η επόμενη κίνηση ήταν δική της: ο ως τότε Γιώργος, έγινε Γ και μετά η Αδριανή έγινε Α. Μα ακόμα και τότε υπήρχε ένα όριο που δεν ξεπερνούσαμε ποτέ. Εκείνο το καλοκαίρι με την Αδριανή θα δουλεύαμε σε διαφορετικά νησιά. Την ημέρα των γενεθλίων μου μόνο η φίλη απ’ το ίντερνετ με πήρε για χρόνια πολλά. Ως τότε είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα, που ποτέ δεν είχαμε χρησιμοποιήσει.


    Γυρνώντας στο σπίτι μου με το πέρας του καλοκαιριού βρήκα πολλά πράγματα να έχουν αλλάξει. Η Αδριανή είχε γίνει βάναυση. Δεν γνωρίζω το λόγο αλλά πια δε μ’ ενδιέφερε και να τον μάθω. Ήμασταν χρόνια μαζί σε μια φθαρμένη σχέση που μέναμε από φόβο να μείνουμε μόνοι. Αργήσαμε πολύ να αρχίσουμε πάλι την ηλεκτρονική αλληλογραφία. Στην αρχή μου κρατούσε μούτρα, ήταν τόσο φειδωλή στα μηνύματα της που ήμουν έτοιμος να παρατήσω κάθε προσπάθεια για να μιλάμε κι ας μην πίστευα ακόμα πως υπάρχει κάτι άλλο.


    Κι ύστερα ένα απόγευμα μου έστειλε μήνυμα στο κινητό, με ρωτούσε αν είμαι καλά, της απάντησα κάτι σχετικό με την αγαμία. Ως σήμερα δεν έχω καταλάβει γιατί το είπα αυτό σε μια γυναίκα που ποτέ δεν είχαμε τέτοια ελευθερία. Ξεκίνησε ένα παιχνίδι υπαινικτικό μεταξύ μας που σύντομα εκτυλίχθηκε σε ανταλλαγή ερωτικών ιστοριών. Απλά σενάρια για συνευρέσεις, με ένα άρωμα από δημόσιο σεξ και κάποιες πινελιές που είχαν μια άγρια τρυφερότητα.


    Εκείνη την εποχή διάβαζε κάποιο βιβλίο που ήταν της μόδας και αφορούσε τις ασύμμετρες σχέσεις. Πολύ σύντομα τα μηνύματα της απέκτησαν έναν άλλο τόνο και οι ιστορίες που έστελνε σε απάντηση των δικών μου βγάζανε σπινθήρες. Δεν ήξερα πως παρασύρθηκα σε αυτό, αλλά σταδιακά αγκάλιασα την ιδέα της μάχης, της συνεχούς ροής και ανταλλαγής ενέργειας. Ονειρευόμουν να πονέσω, ονειρευόμουν να την πονέσω. Κάπως ήθελα και διαρκώς μου ξέφευγε το πώς το ήθελα, το πώς θα μπορούσε να γίνει, η ιδέα της σύνθλιψης, της βίας, η με κάποιο τρόπο συγχώνευση μεταξύ μας χτυπώντας κάπως ο ένας τον άλλο. Ήθελα να μπω κάπου και κάπως μαζί της και να βγούμε κάτι άλλο.


    Κι ένα βράδυ η ηρωίδα στη δική της ιστορία είπε στον παρτενέρ της χύνοντας σ’ αγαπώ. Αυτό το σκηνικό έχει μια ιδιαίτερη αξία για ‘μενα. Υπήρξε μια γυναίκα στη ζωή μου, που πάντοτε φτάναμε μαζί και λέγαμε σ’ αγαπώ με ανοιχτά μάτια και κοιταζόμασταν. Κάθε φορά αυτό το τελετουργικό σήμαινε ότι ακριβώς έδειχνε. Ώσπου κάποτε μου είπε πως μ’ αγαπά με κλειστά μάτια. Ώσπου κάποτε της είπα σ’ αγαπώ και το πρόσωπο μου ήταν χωμένο στο λαιμό της. Ώσπου μια μέρα δεν ήμασταν μαζί.


    Της είχα μιλήσει γι’ αυτό παλιότερα σε άλλες συζητήσεις. Οι ιστορίες μας πια είχαν άγρια ατμόσφαιρα, κάθε βράδυ προσθέταμε και κάτι άλλο. Στο μυαλό μας αναζητούσαμε τρόπους όπου η υποταγή κι η καθοδήγηση, η είσπραξη και η οφειλή του πόνου θα συνοδεύονται από τον τρόπο. Όταν η ιστορία της τελείωσε με αυτό το τελετουργικό, ήμουν απροετοίμαστος, ήμουν ευάλωτος. Σα να άνοιξε με ένα κλειδί διάπλατα τα συναισθήματα μου.


    Στην επόμενη ιστορία έγραφα ‘’εγώ’’ και έγραφα ‘’εσύ’’. Μετά με πήρε τηλέφωνο. Μιλούσαμε άπειρες ώρες καθημερινά, το λέγαμε αυτό το σ’ αγαπώ χωρίς να το λέμε. Ένα πρωί ξύπνησα και βρήκα ένα ακαταλαβίστικο μήνυμα στο κινητό με τυχαία γράμματα πατημένα. Μου ‘στελνε μήνυμα κι είχε αποκοιμηθεί απ’ την κούραση πάνω στο τηλέφωνο.


    Ο πόνος είναι μια κατάσταση θετική, μας ωθεί να μεταβάλλουμε την κατάσταση μας. Όταν πονάμε γινόμαστε δραστήριοι, η κίνηση δεν είναι κάτι που επιθυμούμε, είναι αυτό που επιβάλλεται. Υπάρχουν τριών ειδών πόνοι, ο νοητικός, ο ψυχικός και ο σωματικός. Ο νοητικός ήδη είχε ξεκινήσει για μας στην αδυναμία να βρούμε τον τρόπο να συλλάβουμε τον πόνο, την υποταγή και τους κανόνες της μάχης που θέλαμε να δώσουμε ο ένας με τον άλλο. Ο ψυχικός ξεκινούσε μόλις εκείνη την εποχή, ήταν η αντιξοότητα: εκείνη σε σχέση που πήγαινε για γάμο κι εγώ σε σχέση που δεν πήγαινε πουθενά αλλά ούτε κι έδειχνε να τελειώνει.


    Ο Καβάφης έγραψε αυτό τον ασύλληπτο στίχο στον Ίμενο ‘’ η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται’’ για να συνεχίσει ‘’μιαν έντασιν ερωτική, που δε γνωρίζει η υγεία’’. Ήταν οι συνθήκες που θέριευαν μια συνηθισμένη ιστορία, οι αλληλουχίες εμποδίων κάθε μορφής. Εθιστήκαμε σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως ο οργασμός που τον κόβεις συνεχώς και συνεχώς και συνεχώς ώσπου να ξεχειλίσει με ένταση και αγριάδα, με το έτσι θέλω, παρασέρνοντας τα πάντα. Κι εμείς πεθαίναμε να ξεχειλίσουμε. Ονειρευόμασταν να φράζουμε ο ένας τον άλλο διαρκώς ώσπου να μην αντέχουμε άλλο και τότε να χύνουμε μαζί, πονεμένοι, κακοποιημένοι, πρόστυχοι, φτηνοί, πλούσιοι και μαζί.


    Συναντηθήκαμε ένα πρωί πλάι στη θάλασσα. Όλη την ώρα γιγάντωνα διαρκώς όσα μας χωρίζανε, ήταν μπροστά μου λαχανιασμένη, έξαλλη, ήθελε το φιλί, ήθελε την αγκαλιά κι εγώ της έλεγα γι’ αυτούς που μας περίμεναν, για τη δουλειά που θα μ’ έπαιρνε σε μερικούς μήνες μετά μακριά, για τον επικείμενο γάμο της. Της έλεγα ό,τι ήξερα πως ήταν αλήθεια επειδή ήξερα πως θα την πονέσει και πιο πολύ ήθελα να αποφύγω το στόμα της, τη ζεστασιά που ονειρευόμουν στο αγκάλιασμα της γιατί αυτά τα φοβόμουν εγώ. Και τελικά τη στιγμή που πια την έβλεπα να οργίζεται, να πονάει τόσο που δε θα ‘χε γυρισμό, την πλησίασα, η ανάσα της με χτύπαγε στο στόμα και συνέχιζα να της λέω. Τώρα της έλεγα για την Αδριανή που σήμερα Κυριακή θα μαγείρευε κάτι καλό και με περίμενε και τότε έκοψε την ανάσα της, δεν ανάσαινε καθόλου, την είδα να σφίγγεται, να κοκκινίζει, τρόμαξα. Την έπιασα απ’ τους ώμους ‘’τι κάνεις; Τι κάνεις’’; Της έλεγα και την έσφιγγα και τότε πήρε ανάσα και τη φίλησα, εξέπνευσε μέσα μου, μαζί με τον αέρα ήρθε η γλώσσα της με αγριάδα. Διέτρεξε το στόμα μου, τα δόντια μου και τα χέρια μου τυλίχτηκαν στα πλευρά της, τα δικά της στο λαιμό μου και δεν αφήναμε ο ένας τον άλλο, συνεχίζαμε να στέκουμε έτσι και να πιέζουμε. Τα στήθη της συνθλίβονταν πάνω μου και πίεζα περισσότερο.


    - Θέλω μαζί να παίξουμε μουσική απόψε, πάνω σου, μέσα σου. Πάνω μου, μέσα μου


    Αυτό ειπώθηκε σε μια καφετέρια μερικές ώρες μετά. Γυρνώντας απ’ την τουαλέτα, είχε παραγγείλει και για τους δυο μας, για ‘κεινη διπλό εσπρέσσο, για ‘μενα καπουτσίνο με κρύο αφρόγαλο. Κάθισα απέναντι της, και τότε μου το είπε. Αυτή η φράση χαράχτηκε στη σκέψη μου κι ας έμελλε το βραδύ να μην ήταν αυτό που θέλαμε. Η φαντασία είναι ένα υπέροχο εργαλείο με το οποίο όλα είναι δυνατά, ακόμα κι αν δεν έχουν σχήμα. Η μαγεία, ο παραλογισμός, το άλμα είναι δυνατά. Ακόμα και το θάνατο αντιβαίνει. Η πραγματικότητα όμως υποχρεωτικά υπακούει στους νόμους της φύσης και πολύ συχνά στους φτιαχτούς κοινωνικούς κανόνες που μπορεί να είναι ελαστικοί, αλλά όχι για όλους κι όχι πάντα. Ακόμα όμως κι όταν το φανταστικό δεν αντιβαίνει κανόνα, αλλιώς φαίνεται από μακριά. Κι όσο πλησιάζεις τόσο οι μορφές κρυσταλλώνονται σε βατές εκφράσεις, τα χρώματα κατασταλάζουν στις γήινες αποχρώσεις τους κι η απλόχερη ευτυχία που στα όνειρα συγκλονίζει την ψυχή γίνεται λεπτή σαν πούδρα που μ’ ένα φύσημα χάνεται.


    Έτσι κι εμάς η πρώτη μας φορά, ξεκίνησε μ’ ένα θεαματικό πυροτέχνημα που για άλλη μια φορά πέτυχα την κορύφωση εκβιάζοντας συναισθηματικά με την προκλητική υπαρκτή αντιξοότητα που θέριευε το πάθος μέσω μένους, όμως η συνέχεια ήταν αμήχανη, μπερδεμένη, γεμάτη ονειρότόκα προσδοκία που από φόβο μην αποδειχτεί ψευδαίσθηση, δε μπορέσαμε να συντονιστούμε παρά ελάχιστα, στο τέλος.


    Την έγδυσα, τα βυζιά της μου φάνηκαν παράξενα, οι ρώγες, τα στήθη ήταν τόσο όμορφα κι όμως δε μπορούσα να τα συνηθίσω, ή να τα λατρέψω. Είχα ονειρευτεί τόσες φορές το γυμνό της σώμα κι ωστόσο θολό που αν εκείνη τη στιγμή δεν το ‘βλεπα τόσο τέλεια διαγραμμένο, αλλά σα μια νεφέλη θα μου φαινόταν πειστικότερο. Χίμηξα στα στήθη της, τα έγλειψα, τα πιπίλισα. Ήθελε να σκύψει να μου πάρει τσιμπούκι αλλά είχα τόσο άγχος που ένιωθα τη στύση μου μαλακή και δεν την άφηνα. Γονάτισα εγώ, την κατέβασα το παντελόνι με τα δόντια, βιαστικά τράβηξα το βρακί στην άκρη κι έχωσα τη γλώσσα μου με δύναμη μες στην τρύπα της. Αριστερά, δεξιά πάλευα με τη βαριά πλαστικότητα του κόλπου της, πονούσε η γλώσσα μου αλλά συνέχιζα. Κι η γεύση της γλυκιά, μυρωδάτη και στον πυρήνα της με μια γεύση που θύμιζε τη σκουριά ή το αίμα.


    Ακόμα αισθανόμουν τη στύση μου μαλακή και λίγη, δεν ήθελα πρώτη μας φορά να είναι έτσι, δεν ήξερα γιατί ήταν έτσι κι εκείνη σα χαμένη, ήθελε ν’ αγγίξει, αλλά τα χέρια της ξέφευγαν, πασπάτευαν στα τυφλά κι όποτε το χέρι πήγε να πιάσει πούτσο την αναχαίτιζα. Πάνω σ’ ένα τραπέζι ξαπλωμένη κι εγώ μπροστά της τράβαγα μαλακία χωρίς να φαίνομαι προφασιζόμενος πως ακόμα παίζω με την κλειτορίδα της. Ίσως να ‘ναι ποταπό, ίσως αξιοθρήνητο, όμως έκλεισα τα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα για να βάλω στη σκέψη μου κάποια εικόνα απ’ αυτές που είχα παρακαταθήκη και ήξερα πως με καυλώνουν. Αυτή τη φορά λειτούργησε η θύμηση μιας παλιάς φιλενάδας που με τσιμπούκωσε μια φορά σ’ ένα πάρκο μέρα μεσημέρι. Έγινα κάγκελο, ένιωσα στιγμιαία τύψη που έμπαινα μέσα της με μια κάλπικη ονείρωξη, αλλά μπήκα βιαστικά από φόβο μην χάσω ξανά τη διάθεση μου.


    Τη στιγμή που ο πούτσος μου ακούμπησε στα χείλη της ήξερα πως πια δε θα την έχανα. Έμεινα επιφανειακά της, κουνώντας τη λεκάνη μου και χρησιμοποιώντας τα χέρια μου, έμενα στα χείλη της κάνοντας κυκλική κίνηση και μια ελάχιστη ανάδευση. Ανυπομονούσε, την ενοχλούσε αυτό που έκανα και την ίδια στιγμή ξεφυσούσε όλο και πιο καυλωμένη και κάθε φορά την έκοβα κι ύστερα το πιανα πάλι απ’ την αρχή. Αυτή τη φορά όμως ούτε εγώ άντεχα, είχα συνεχώς την αίσθηση πως δεν ήταν αρκετά καλό, δεν ήταν αντάξιο των φαντασιών μας.


    Δεν το περίμενε και την κάρφωσα χωρίς λεπτότητες. Με τα χέρια μου έπιασα τα πόδια της και τα έβαλα γύρω απ’ τα πλευρά μου, κατάλαβε και έσφιξε, κράτησα μικρή απόσταση και της τον κάρφωνα στον πάτο και πριν βγω τον έτριβα εκεί, την όργωνα, ζύμωνα μέσα της όπως τα γατάκια με τα πατουσάκια τους όταν τα παίρνουμε αγκαλιά. Έχυσε και δεν το περίμενα, το ήθελα, φοβόμουν πως δεν κι όμως έχυσε. Είχα χρόνο ακόμα. Τα χέρια μου έσφιξαν πάνω στα πλευρά της. Έβγαινα λίγο έξω και κάνοντας έλξη με τα πλευρά της έβαζα όλη μου τη δύναμη για να τη χτυπήσω όσο περισσότερο μπορούσα, ήθελα να τη σοκάρω, ήθελα εμένα να σοκάρω. Θα έχυνα το ένιωθα ‘’χύσε πάλι’’ της είπα. Δεν ήξερα αν ήταν εφικτό, την αισθάνθηκα να σφίγγεται και να σπρώχνει προς τα κάτω, ‘’όχι έτσι’’ της είπα, ‘’κάντο πραγματικά’’. Με το ζόρι πια κρατιόμουν και τότε ένας αχνός σπασμός που ερχόταν από τόσο μέσα που δε θα μπορούσε να ήταν ψευδαισθητικός, ήρθε κι αφέθηκα μαζί. Ήταν τόσο αδύναμοι οι σπασμοί της. Έμεινα λίγο να τους απολαύσω, όσο μπόρεσα κι ύστερα τον έβγαλα κι έχυσα στην κοιλιά, στο στήθος, στο πηγούνι της.


    Ντύθηκα βιαστικά, το κτελ θα ‘φευγε σε ένα τέταρτο. Πήγαμε σαν κυνηγημένοι στο σταθμό. Στη διαδρομή ένιωθα αλλοπαρμένος, ανόητος κι απογοητευμένος. Τίποτα δεν ήταν όπως το ‘χα ονειρευτεί. Δεν είχε δύναμη, δεν είχε νεύρο, δεν είχε αυτό το κάψιμο που θέλαμε απ’ τον πόνο. Είχε κάθε άλλο στοιχείο αλλά όχι αυτό. Ήταν μια τζούφια φορά. Ήταν η τελευταία φορά κι ας ήταν η πρώτη, το ένιωθα.


    Φτάνοντας στο σταθμό λεωφορείων χτύπησε το τηλέφωνο. Είπε ‘’θέλω ακόμα να παίξουμε μουσική’’ κι ένιωσα να αναπτερώνονται όλα, πως υπήρχε ευκαιρία να κάνουμε τη διαφορά και πως τώρα δε θα ονειρευόμουν άλλο, αυτό που ήθελα απαιτούσε να μη σχεδιάζει η καρδιά, αλλά το μυαλό. Η καρδιά ήταν ικανή μόνο να χρωματίζει μέσα στα περιγράμματα, αλλά χρειάζονταν σαφείς γραμμές.


    Κι αυτή η φράση έμενε χαραγμένη εκεί: Να παίξουμε μουσική…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  2. Christos_89

    Christos_89 New Member

    Ladies and gentlemen, he is back!
     
  3. Dux

    Dux Regular Member

    Μετά από αρκετές σελίδες γραπτών σου, έχω την αίσθηση πως θα αναγνώριζα κάθε κείμενο σου μέσα στο φόρουμ. Σα να ακούς τους maiden που ξέρεις πάντα πως είναι αυτοί. Θες ίσως η φάση που περνάει ο κάθε άνθρωπος, θες το ότι πράγματι η ροή σου είναι γαμώ, έγινε κατά κάποιο τρόπο παράδοση το να σε διαβάζω λίγο πριν τον ύπνο. Ξυπνάς σκέψεις, μελαγχολείς, ηρεμείς, ταξιδεύεις, και όλα αυτά με ένα άρωμα καύλας πάντα. Δεν ξέρω αν τα όσα γράφεις είναι βιοματικά. Δεν ξέρω σε ποιόν βαθμό τουλάχιστον. Όμως αλήθεια αναρωτιέμαι, θα έρθει η στιγμή που σε μια μελλοντική ιστορία θα πεις "...και έγραφα. Έγραφα σαν τρελός. Για μέρες έπιανα χαρτιά και δημιουργούσα. Άλλοτε τα έσκιζα γιατί δεν μου άρεσε το αποτέλεσμα. Έγραφα για να τα πω. Για να ξεφύγω; Για να τα αφήσω παρακαταθήκη; Έγραφα..." ; Ας μείνει ρητορικό το ερώτημα.
     
  4. red&black

    red&black Ότι δεν είναι "ξεκάθαρο" μας γίνεται "εμμονή"...

    Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο....

    @-Volt- υπέροχο για μια ακόμη φορά....
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Λίγες ημέρες μετά ανακάλυψα πως για κάποιες γυναίκες το να σε θεωρούν δικό τους μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις. Η κοπέλα μου που με αγνοούσε, που είχαμε χαθεί χρόνια πριν και που είχε κάποια περιπέτεια πρόσφατα, την οποία εγώ της έδωσα το περιθώριο να έχει, δεν είχε πρόβλημα να έχω κάποια αρκεί να μην νιώσω τίποτα. Ένιωθα ήδη. Μπορεί να έλεγα ψέματα στον εαυτό μου, αλλά ένιωθα αυτό που όταν δεν είσαι μαζί της στην καλύτερη νιώθεις μισός, στη χειρότερη κενός.


    Το σπίτι μετατράπηκε σε ναρκοπέδιο. Αντιμετωπίζαμε οικονομικά προβλήματα και μας είχαν κόψει το ρεύμα. Φρόντιζε να πηγαίνει στους γονείς της για φαγητό, μπάνιο και ανθρώπινες συνθήκες και να γυρίζει το βράδυ στο σπίτι. Εγώ έτρωγα κριτσίνια με γεύσεις, πορτοκάλια και κουλουράκια, έφτιαχνα κεριά για να διαβάζω τα βιβλία μου και μόνη μου παρέα τα μηνύματα που ανταλλάζαμε με την κοπέλα απ’ το φόρουμ. Δεν ήταν αυτά που λέγαμε, ήταν όσα δε λέγονταν και τα καταλαβαίναμε. Εκείνη την εποχή μακάρι έστω για ένα λεπτό να μπορούσα να την ξαναζήσω, να ξανααισθανθώ έτσι όπως πιστεύω δε θα ξανανιώσω. Μετά γυρνούσε η κοπέλα μου και καθόταν στο τραπεζάκι του σαλονιού απέναντι μου φρεσκοπλυμένη, καλοζωισμένη και έπαιζε διαρκώς μ’ ‘ένα παλιό παιχνίδι μωρουδίστικο – το είχε βρει η μάνα της στα σκουπίδια - που όταν γύριζες ένα ρόδουλο μια γλυκιά φωνούλα έλεγε ‘’το σκυλάκι κάνει γαβ γαβ γαβ, το παπάκι πα πα πα’’ και άλλα ζωάκια. Συνέχεια και συνέχεια το ίδιο πράγμα. Όταν ακουγόταν ο ήχος του μηνύματος απ’ το κινητό μου μέσα στο ελάχιστο και σκιογόνο φως των κεριών, τα μάτια της κοιτούσαν με εντονότητα, οργή και το ρόδουλο πατιόταν ξανά και ξανά.


    Ήθελα να έρθει, το ήθελα όσο τίποτα και όμως δεν είχα καθόλου χρήματα κι ήταν δύσκολη περίοδος και για την ίδια. Τελικά ένα μήνα μετά βρήκε ένα οικονομικό τρόπο να έρθει χρησιμοποιώντας κτελ και προαστιακό. Θα έμενε μόνο ένα βράδυ. Περάσαμε όλο το απόγευμα μαζί, γυρίσαμε παντού, συναντήσαμε φίλους απ’ το φόρουμ και αργά το βράδυ μπήκαμε στο σπίτι μου. Η κοπέλα μου ήταν εκεί μέσα στο σκοτάδι με ένα κερί κοιτώντας με ένα έντονο βλέμμα. Δε σχολίασε, δεν ενόχλησε, φρόντισε μόνο να γίνει σαφές ότι αν θέλαμε να περάσουμε το βράδυ μαζί θα κοιμόμασταν στο σαλόνι στους καναπέδες. Ως εκείνη την ώρα μείναμε συνεχώς οι τρεις μαζί. Μόλις είδε ότι πέσαμε για ύπνο και η κοπέλα κοιμήθηκε, έφυγε αθόρυβα και πήγε στο υπνοδωμάτιο μέσα.


    Χαράματα ξύπνησα με την κοπέλα να έχει χωθεί στο διθέσιο που κοιμόμουν πάνω μου και μέσα απ’ τα σκεπάσματα. Φιλιόμασταν κι ήταν αυτό που ήθελα όσο τίποτα, το φιλί που ξυπνάς μαζί, ναι αυτό που βρωμάει η ανάσα κι όμως δεν αναπληρώνεται από κανένα άλλο φιλί, που τα μακιγιάζ, τα χτενίσματα, τα όπλα της συνάφειας έχουν ήδη πέσει στο πάτωμα σαν την άμαξα της Σταχτομπούτας. Ήταν έμπειρη, πολύ πιο έμπειρη από μένα και αυτή τη φορά δεν είχε σκοπό να χαριστεί ή να με αφήσει να κάνω τα παιχνίδια μου. Άλλωστε δεν είχα και το περιθώριο να παραπονεθώ. Διαρκώς φοβόμουν τα ραντάρ που είχαν στηθεί σίγουρα στο μέσα δωμάτιο. Πέταξε θεαματικά τα σκεπάσματα κάτω απ’ τον καναπέ, κρύωνα πολύ κι όμως την άφησα να μου κατεβάσει το παντελόνι και να με πάρει στο στόμα της ξεκαύλωτο. Και ποτέ δεν επέτρεπα κάτι τέτοιο σε γυναίκα. Ακόμα κι οι πιο προικισμένοι αισθάνονται ανασφάλεια όταν η πούτσα τους είναι σε χάλαση, πόσο μάλιστα εγώ που ούτε ήξερα, ούτε μπορούσα να συγκρίνω με κάτι πέρα απ’ τα θηρία που δείχνουν στις τσόντες. Ναι ξέρω πως όπως γεννιέται καθένας αυτό είναι και δεν μπορεί να κάνει κάτι για το πώς δείχνει, παρά μόνο για το πώς το χρησιμοποιεί και τι άλλα μέσα επιτρέπει να χρησιμοποιούνται, αλλά δεν ήταν κάτι που μπορούσα να ξεπεράσω εύκολα. Κι όμως αυτή τη γυναίκα την ήθελα, δεν ήθελα να της κρυφτώ, ή να μην είμαι εγώ. Μέσα στη σιωπή όταν καύλωσα και την έπνιγα στο στόμα, κατέβασε το παντελόνι και παραμέρισε το βρακί της, με καβάλησε. Το ένα της πόδι διπλωμένο δίπλα στην πλάτη του καναπέ, το άλλο σταθερά τεντωμένο να πατάει στα πλακάκια και να δίνει την ώθηση να ανασηκώνεται όσο περισσότερο μπορεί και να σκάει με δύναμη πάνω μου. Η ταχύτητα της ήταν εκπληκτική. Δεν υπήρχε λόγος κανένας να μιλήσει ή να προφασιστεί το οτιδήποτε, με τον ίδιο τρόπο με γάμησε απ’ την αρχή ως το τέλος, ένιωσα την πρώτη φορά τους σπασμούς της και μετά όταν με ένιωθε να σκληραίνω επικίνδυνα, έπεσε όλη μπροστά, βρήκε τα χείλη μου συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα αλλά να βγαίνει πολύ λιγότερο και περισσότερο να τρίβεται με δύναμη. Την ώρα που έχυνα κόλλησε τα χείλια της στα δικά μου και τα χέρια της πίεζαν σε μπουνιές την κοιλιά μου κι έχυσε μαζί μου.


    Το πρωί απ’ το κρύο ξύπνησα με βήχα, η κοπέλα απ’ το φόρουμ ίσως να αισθανόταν αμηχανία, ίσως να μην την ένοιαζε πραγματικά δεν κουνήθηκε καν. Η κοπέλα μου ήρθε απ’ το δωμάτιο μέσα να μου φέρει νερό. Κοίταξε με ειρωνεία την άλλη που ήταν με ανοιχτά τα μάτια στον καναπέ, αλλά κουκουλωμένη. Μουρμούρισε κάτι σαν ‘’μουλάρα’’ και ετοιμάστηκε να φύγει για τη δουλειά της. Κοιμήθηκα πάλι με μια πίκρα στην ψυχή. Ξύπνησα και ήμουν πάλι μέσα στο στόμα της. Όταν καύλωσα αρκετά και ανασηκώθηκα θαύμασα την τεχνική της, όπως τον έβαζε στο στόμα της μαζί διέτρεχε το μήκος μου με τα δάχτυλα της πιέζοντας τον πούτσο μου ανάμεσα τους. Με καβάλησε πάλι και σαν τα χαράματα ξεκίνησε να με πηδάει. Τώρα ήταν πρωί, ήμασταν μόνοι και δε μου είχε φέρει νερό. Σηκώθηκα μ’ αυτήν γατζωμένη πάνω μου στον αέρα. Μείναμε για ελάχιστα λεπτά αιωρούμενοι και μετά την ακούμπησα στον καναπέ και μπήκα μέσα της δυνατά, παράλληλα έβαλα το χέρι μου πιεστικά στο στόμα της, όταν το πήρε ολόκληρο και της έβαλα κι έβγαλα πολλές φορές ολόκληρο το χέρι μέσα στο στόμα, έβγαλα το χέρι μου και της δάγκωσα με δύναμη τα χείλια, είδα να κυλούν δάκρυα απ’ τα μάτια της και πριν προλάβω να σκεφτώ με δάγκωσε κι εκείνη, γεύτηκα το αίμα μου. Ένιωθα το χέρι μου υγρό και να κολλάει απ’ τα σάλια της. Ένα δάχτυλο χώθηκε στον κώλο της, μετά δεύτερο και πριν της βάλω το τρίτο ξανά της γάμησα το στόμα με το χέρι μου, ύστερα έβαλα στον κώλο της τρία δάχτυλα ενώ συνέχιζα να της γαμάω το μουνί. Ένιωθα τους σπασμούς της αλλά δε μ’ ένοιαζε, είχε κάνει φάουλ και είχα θυμώσει.


    Της ψιθύρισα ‘’γιατί δε μου ‘φερες νερό’’, απάντησε ‘’το σκέφτηκα αλλά περίμενα να μου ζητήσεις’’. Δε μου άρεσε η απάντηση αλλά ούτε εντελώς αδικαιολόγητη ήταν, κατά κάποιο τρόπο ταίριαζε με το χαρακτήρα της. Στη συνέχεια μου είπε ‘’θα μου τον βάλεις στον κώλο’’; Δεν της απάντησα, συνέχιζα να της γαμάω με το χέρι μου εναλλάξ στόμα και κώλο και το μουνί με τον πούτσο μου. Τον έβγαλα και την κατέβασα απ’ τον καναπέ, της τον έχωσα στο στόμα και φρόντισα να πνίγεται. Μόλις έβλεπα πως δεν άντεχε άλλο, τον έβγαλα και τράβηξα μαλακία μπροστά στο πρόσωπο της. Έχυσα στα μάτια και στα μαλλιά της. ‘’Γλείψε με’’ είπε. ‘’Όχι θέλω να μείνεις έτσι’’. Πήγε να ντυθεί αλλά δεν την άφησα. Είπε πως κρυώνει μα της είπα δε με νοιάζει. Την έβαλα στον καναπέ μπρούμυτα και τη σφαλιάριζα στον κώλο, τον κούναγε πέρα δώθε και με κοίταζε με ειρωνεία. Κάτι υπήρχε εδώ, αλλά μου ξέφευγε. Πάντα ξέφευγε και στους δυο μας αυτό το πώς.


    Προς το παρόν μας ερέθιζε έτσι με αυτό τον απλοϊκό τρόπο, παρότι δεν ήταν αρκετό.

    - Άκου, είπα κι έβαλα στο κινητό μου να παίζει το Misery’s crown

    Τα δόντια μου έπιασαν δυνατά τον αυχένα της, με τα χέρια μου έσφιγγα παντού: στα πλευρά, στον ώμο , χώνονταν από κάτω και τραβούσαν στα πλάγια τα βυζιά της, έπιανα τα χέρια της και τα τραβούσα πίσω τόσο ώστε να τη νιώθω να σφίγγεται, να τραβιέται κι ύστερα μπλεκόμουν στα μαλλιά της, πρώτα έχωσα το πρόσωπο μου, πήρα τη μυρωδιά της και τη μυρωδιά μου και μετά τα έκανα κότσο και έβαλα όλη μου τη δύναμη, το κεφάλι της ανασηκώθηκε

    - Don’t bring it

    - Γάμησε με μωρό μου, κλαψούριζε

    Ανασήκωσε τη λεκάνη της

    - Don’t bring your misery down on me, ψιθύρισα και μπήκα στο μουνί της.

    Ήταν τόσο υγρή που γλίστραγα. Απαλά, πολύ απαλά την ανάδευα κι ύστερα χωρίς να έχω πρόθεση να γίνω πιο δυνατός μέσα της, μόλις τα χέρια μου άδραξαν ξανά τα βυζιά της, ή πιάνοντας κότσο τα μαλλιά της άρχιζα να πιέζω στον πάτο της με δύναμη, όλο και μεγαλύτερη. Δεν είχε βογκήξει ξανά γυναίκα μαζί μου έτσι… ήρθαν οι σπασμοί της αδύναμοι, ‘’δως τα μου’’ είπε, ‘’μαζί’’ της απάντησα, ‘’δε μπορώ άλλο’’, πήγα να τραβηχτώ και τα χέρια της μόνα τους τράβηξαν παχιές νυχιές στα μπούτια μου. Έμεινα εκεί που ήμουν εκστατικός, συνέχιζα να μπαίνω και να ξαναμπαίνω, να πιέζω στο μουνί της και να πονάω με τα χέρια και τα δόντια μου ό,τι μπορούσα κι αυτή τη φορά ήμασταν δύο στον πόνο, στο κάψιμο. Της προκαλούσα πόνους που έρχονταν από βαθιά, με μια ιδέα κούφιου και παράτασης κι οι απαντήσεις έρχονταν τσιμπητές και στακάτες στα μπούτια και στην κοιλιά μου όσο έφτανε. Η κορύφωση μου ήρθε καθώς γευόμουν τα ξεσκισμένα χείλια μου απ’ τα δόντια της και τα μπούτια μου γραπωμένα στα νύχια της ενώ έχυνε μαζί μου κι έσπρωχνε προς τα πίσω.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 1 Απριλίου 2018
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Είναι κάπως αστεία η αίσθηση στα 30 να περιμένεις πως και τι δώρο Χριστουγέννων από θείους και συγγενείς κι όμως μέσα μου η ανάγκη για να την έχω μια ακόμα φορά κοντά μου πρωτοστατούσε. Ήμουν λοιπόν στο σπίτι της θείας μου της Βίκυς που ήξερε την οικονομική δυσπραγία και παραπονιόμουν για τις εξετάσεις που έκανα κι ήταν ο σίδηρος κι αιματοκρίτης χαμηλοί. Μου έδωσε με πολύ καλή διάθεση και χωρίς να το ζητήσω ένα πενηντάρικο, για να πάρω βιταμίνες και κρέας απ’ το Σκλαβενίτη. Όμως δεν πήγαν εκεί τα χρήματα. Ήταν τα χρήματα των εισιτηρίων για να έρθει.


    Την Πέμπτη το απόγευμα εύκολα κάποιος θα μπορούσε να μας φανταστεί να τραβάμε στιγμιότυπα για κάποια δραματική ταινία. Μπήκα στον προαστιακό του Πειραιά κι έτρεξε όλη την απόσταση, αναπήδησε και βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Μόνο τη στιγμή που την κράταγα όσο σφιχτότερα μπορούσα αισθανόμουν πως δεν έχω καμία ανάγκη, δε φοβάμαι τίποτα και αυτή την ικανοποίηση και τον καθησυχασμό, που νιώθουμε όταν βγάζουμε τις γάζες από τραύμα και το βρίσκουμε να ‘χει επουλωθεί.


    Περπατούσαμε για ώρα και με πήρε απ’ το χέρι, μπήκαμε σ’ ένα τυροπιτάδικο και τώρα σκέφτομαι πως ακόμα και τώρα θυμάμαι που βρισκόταν. Είχε λεφτά πάνω της, δε μου είχε πει κουβέντα κι είχε κάνει οικονομία. Μου αγόρασε τυρόπιτα, σπανακόπιτα και καφέ. Δεν ήθελα να φάω, δεν ήθελα να πιω, ήθελα μόνο να καπνίσουμε μαζί ένα τσιγάρο και με κάποιο τρόπο να εκφράσω αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Το χάσιμο που είχε εξαφανιστεί από μέσα μου, το πόσο την ευχαριστούσα που ήταν εκεί μαζί μου, που μου πήρε να φάω. Μιλούσαμε ταυτόχρονα και βάζαμε τα γέλια, σταματούσαμε, φιλιόμασταν.


    Καθίσαμε σε κάποιο πάρκο και της είπα πως τη βδομάδα που πέρασε και δεν είχα χρήματα να της απαντάω στο κινητό, ό,τι ήθελα να της πω, όσα σκεφτόμουν και ένιωθα, τα έγραφα σα μηνύματα που δε στάλθηκαν κι ήταν εκεί, αποθηκευμένα, δικά της. Μου πήρε με λαχτάρα το κινητό, σα να ‘ταν φυσικό πληκτρολόγησε τον κωδικό, δεν τον είχα πει, αλλά τον ήξερε, ήταν κάτι δικό μας. Τα διάβαζε και κάθε τόσο χαμογελούσε, ανασήκωνε το φρύδι με τον τρόπο που μου άρεσε. Τελείωσε και μου ζήτησε να χωθώ στην αγκαλιά της. Ήταν περίεργο. Ήμουν πιο μεγαλόσωμος από ‘κεινη κι όμως χώθηκα εκεί και οτιδήποτε δεν ήταν από κάτω της δεν είχε καμιά σημασία.


    Περπατούσαμε και ασυναίσθητα βρέθηκα σε δρόμο που πολλές φορές είχα περάσει και κάποια στιγμή βρεθήκαμε κοντά στη δουλειά της κοπέλας μου. Μερικές φορές συμβαίνουν και αυτές οι συγκυρίες. Εκεί ήταν έξω απ’ τη δουλειά της, με τον τύπο, ψηλό, μαυρισμένο, πλαταρά, να της δείχνει κάτι στο στόμα του. Φαινόταν χαρούμενη, θηλυκή. Κι εκείνη τη στιγμή έσπασε η χαρά μέσα μου, γίνηκε τεράστια γιατί τόσο καιρό ανησυχούσα για ‘κεινη, δεν ήθελα εγώ να ‘χω κι εκείνη να μην έχει, ήθελα να έχει αυτό που έχω, να είναι ευτυχισμένη, αν αυτό ήταν ευτυχία.


    Είχαμε καθίσει στις σπηλιές στο δρομίσκο μετά τη Ζέα που πάει για Πασαλιμάνι. Τα δόντια μας μασούσαν τα χείλια του αλλουνού. Ο πόνος αυτός ήταν η χαρά μας, Παίρναμε κάτι απ’ αυτή την αίσθηση, απ’ το να δίνουμε και να παίρνουμε με την έκφραση του ξεσκίσματος αυτού. Τα χέρια της ανήσυχα πήγαιναν παντού. Μου ξεκούμπωσε το παντελόνι, τον έβγαλε απ’ το μποξεράκι και με πήρε στο στόμα της. Από πιο χαμηλά έβλεπα αυτοκίνητα και περιπατητές να κάνουν τη βόλτα τους μόνοι με ρούχα αθλητικά, με τα σκυλάκια τους, ή ζευγαράκια αγκαλιασμένα να αργοσαλεύουν και με ένα ελάχιστο ποσοστό απ’ τη ματιά μου έβλεπα αχνά το κεφάλι της ν’ ανεβοκατεβαίνει.



    - Θα συγκρατηθείς;

    - Τι εννοείς;

    - Έλα, έλα, σε παρακαλώ! Συγκρατήσου…

    - Μα τι εννοείς;

    - Θέλω να συγκρατηθείς αλλιώς θα στενοχωρηθώ.



    Έβλεπα το πονηρό βλέμμα αλλά δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Με κοιτούσε στα μάτια και παράλληλα τον κράταγε σφιχτά στη χούφτα της. Με φίλησε πεταχτά στα χείλια. Μύριζαν dentine ice κανέλα, pino silvestro αφρόλουτρο που χρησιμοποιούσα και προσπερματική οσμή. Έσκυψε πάλι το κεφάλι και τον ρούφηξε. Χαλάρωσα. Συνέχισα να παρακολουθώ τον κόσμο και μ’ ένα μέρος μου να βλέπω το κεφάλι της ν’ ανεβοκατεβαίνει. Ήξερα πως θ’ αργούσα να χύσω. Μισή ώρα πριν συναντηθούμε τράβηξα μαλακία για να φύγουν τα χοντρά. Και τότε αργά ανέβασε τα χείλη της ως το πουτσοκέφαλο και δοκίμασε ένα μαλακό δάγκωμα, αλλά δεν άνοιξε το στόμα, συνέχιζε να σφίγγει. Πίεζε όλο και περισσότερο τα δόντια και τα δάχτυλα της κρατούσαν τη βάση μου με δύναμη. Ο πόνος σιγά σιγά γινόταν εφιαλτικός και όμως έμενα τρελά καυλωμένος. Η δύναμη αυξανόταν, άνοιξε το στόμα και έκλεισε πάλι τα δόντια με δύναμη. Ευτυχώς τη στιγμή που ούρλιαξα ο δρόμος ήταν κενός.


    Ανασήκωσε το κεφάλι

    - Τι σου ζήτησα;



    Με χαστούκισε, με δύναμη. Πόνεσα, μπερδεύτηκα, ερεθίστηκα περισσότερο. Τη χαστούκισα κι εγώ κι έβαλα το χέρι μου στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και την πίεσα με δύναμη. Ο πούτσος μου ερεθισμένος, τρυπημένος, μπήκε όλος στο στόμα της. Τον είχε καταπιεί ολόκληρο, τα χείλη της ακουμπούσα στο όσχεο κι εγώ την πίεζα ακόμα περισσότερο. Την τράβηξα πάλι πάνω, την κοίταξα και τη χαστούκισα πάλι, με περισσότερη δύναμη. Την έσπρωξα πάλι προς τα κάτω. Την επόμενη φορά που την ανέβασα έτρεχαν σάλια στο λαιμό της και η μάσκαρα απ’ τις άκρες των ματιών.


    Την τράβηξα στο μέρος μου και πρώτα της δάγκωσα με δύναμη τα χείλη κι ύστερα με την ισχύ του δικαιώματος έχωσα τη γλώσσα μου στο στόμα της. Γεύτηκα το αίμα της.


    - Άκου με προσεχτικά… Θα σε αφήσω τώρα, θα βγάλεις εντελώς το παντελόνι και το βρακί σου, θα με καβαλήσεις 69 και θα σε πάρω στο στόμα μου. Ό,τι κι αν γίνει εσύ θα συνεχίζεις και δε θα σταματήσεις. Να ξέρεις πως ό,τι του κάνεις, θα της κάνω.


    Πριν την αφήσω την έσπρωξα άλλη μια φορά με δύναμη προς τα κάτω. Εγώ μόνος μου της ανέβαζα και της κατέβαζα το κεφάλι. Αφού με ρούφηξε καλά, την άφησα.


    Έκανε όπως της ζήτησα. Σύντομα χάϊδευα, έσφιγγα, μάτιζα τα μπούτια της και έγλειφα με δύναμη τον κόλπο της. Συνέχιζε να μπουκώνει το στόμα της με τον πούτσο μου. Και τότε για να δοκιμάσω κάτι της δάγκωσσα τα μουνόχειλα. Η αίσθηση ήταν απίστευτη. Έχει μια ιδιαίτερη γεύση ο πόνος, να γεύεσαι τον πόνο της. Σταμάτησε εκεί που ήταν.


    - Μα μου είπες…

    - Σκάσε… σκάσε και ρούφα τον!


    Συνέχιζε να με τσιμπουκώνει ασταμάτητα. Τώρα πιπίλαγα την κλειτορίδα της, βογκούσε λαχανιαστά. Τη δάγκωσα, την άφησα, την ξαναδάγκωσα.


    - Θα μετρήσω ως το πέντε και θα σε δαγκώσω. Θα με δαγκώσεις ταυτόχρονα.

    1…2…3…4…5

    Δάγκωσα με δύναμη την κλειτορίδα της. Δε με δάγκωσε, είχε μείνει ακίνητη.

    - Τι σου είπα;

    - Κι αν δε θέλω;

    - Θέλω εγώ

    - Θα σε πονέσω…θέλω πολύ να σε πονέσω

    - Κάντο λοιπόν!

    - Μα…

    - Πολλά ειπώθηκαν. Ρούφα τώρα κι όταν ακούσεις το πέντε κάνε αυτό που σου είπα


    Συνεχίσαμε να ρουφάμε ο ένας τα προεόρτια του άλλου για ώρα

    -1…2…3…4…4

    Δάγκωσε στο δεύτερο τέσσερα αλλά όχι δυνατά

    - Τι σου είπα; Είσαι εντελώς ηλίθια; Δε με προσέχεις καθόλου και μετά λες πως είμαι ο κόσμος σου… αρχίδια λες

    - Συγνώμη

    - Ρούφα! Δε θέλω να μιλήσεις άλλο…


    Συνεχίσαμε…


    Συνεχίσαμε…


    Την ένιωθα να σπαρταράει στο στόμα μου και τότε…

    - 1…2…3…4…3…3…1…2…ΠΕΝΤΕ!


    Ο πόνος ήταν ασύλληπτος!!! Αν δε τη δάγκωνα δε θα μπορούσα να συγκρατηθώ. Δεν ξέρω αν θα λιποθυμούσα ή αν θα ούρλιαζα. Όμως δάγκωνα κι αυτό με κράτησε, μου έδινε δύναμη, μου έδινε ικανοποίηση. Κι ο πόνος μου, μου έδινε ικανοποίηση. Κι ο πόνος της. Κι ο πόνος μου…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  7. red&black

    red&black Ότι δεν είναι "ξεκάθαρο" μας γίνεται "εμμονή"...

    Κ μας μας "πονας" με αυτό το ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.... 
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Μέσα στα Χριστούγεννα βρισκόταν πάλι εκεί, στο σπίτι μου. Έμενε όλη την ημέρα στο σπίτι κι εγώ είχα αρχίσει να πηγαίνω στη δουλειά της κοπέλας μου για να βγάλω κάποια χρήματα. Το βράδυ στο κλείσιμο ερχόταν απ’ τη δουλειά, με έπαιρνε και κάναμε βόλτες στο Πασαλιμάνι και την Καστέλα. Η κοπέλα μου πήγαινε μαζί με το φίλο της και αργά τη νύχτα βρισκόμασταν πάλι οι τρεις μας στο σπίτι. Η περίοδος είχε μια σχετική ηρεμία. Κάτι σιγόβραζε αλλά προς το παρόν ήταν υπό έλεγχο. Μόνο στον ύπνο η κοπέλα μου δεν υποχωρούσε. Επειδή κουραζόμουν τώρα μου είχε παραχωρήσει την κρεβατοκάμαρα και απαιτούσε οι δυο τους να κοιμούνται στο σαλόνι, στους καναπέδες. Το πρωί που ξυπνούσα ερχόντουσαν κι οι δυο και με φιλούσαν. Το κορίτσι απ’ το ίντερνετ στο στόμα κι η κοπέλα μου στο μέτωπο, ή στο μάγουλο.


    Το βράδυ πριν την Πρωτοχρονιά, είχαμε μείνει τελευταίοι με την κοπέλα μου στο αρχείο στη δουλειά. Το γραφείο αυτό ήταν σχεδόν σα δικό της, ανήκε στους ιδρυτές και πονούσε αυτή την επιχείρηση. Εγώ έκανα μερικά μεροκάματα ώσπου να γυρίσω στη δουλειά μου.

    - Φεύγω

    - Τι εννοείς δε θα φύγουμε μαζί;

    - Όχι φεύγω και το σπίτι δικό σου γι’ απόψε

    Πέταξε με δύναμη το κινητό της στο πάτωμα. Της το είχα αγοράσει εγώ πριν μερικούς μήνες σα δώρο γενεθλίων. Με πόνεσε που είδα την οθόνη να ραγίζει, ήταν το μισό δώρο Χριστουγέννων.

    - Αυτό δεν πρόκειται να γίνει! Μαζί θα τον βάλουμε το χρόνο. Τη θες μαζί; Κράτα τη! Αλλά θα είσαι μαζί μου!

    - Λοιπόν πολλά είπαμε έχω αποφασίσει κι επειδή παράγινε όλο αυτό δε νομίζω να ξαναγυρίσω

    Σε δυο λεπτά η πιο κοντινή αρχειοθήκη έσκασε στο πάτωμα μ’ ένα εκκωφαντικό ήχο.

    - Πάμε να φύγουμε τώρα! Θα φύγουμε μαζί! Άκουσες;

    Δε φοβήθηκα, τη λυπήθηκα όμως. Το ομολογώ τη λυπήθηκα όπως τη λυπόμουν και τη συμπονούσα όσα χρόνια ήμασταν μαζί. Πάντα έβαζα τον εαυτό μου στη θέση να την καταλάβω, να μπω στη θέση της όποιες κι αν ήταν οι καταστάσεις, όσο δύσκολο κι αν έμοιαζε σε ορισμένες περιπτώσεις να κατανοήσω και να συμπάσχω. Ακόμα κι όταν ήταν φοιτήτρια κι έμενε σ’ ένα σπίτι που δεν της βάζανε θέρμανση και κατέληξε να κάνει τεράστιο λογαριασμό στο τηλέφωνο και φεύγοντας να τους κλέψει κάτι κασμιρένιες κουβέρτες, εγώ και πάλι βρήκα ένα τρόπο να τη δικαιολογήσω. Πάντα το έκανα.


    Ίσως να ήταν που οι δικοί της δε με θέλανε και βρήκαν δικαιολογία να την παρκάρουν πάνω μου και να βρεθώ στα 19 να τη σπουδάζω, να τη ντύνω, να την κανακεύω. Ένιωθα μέσα μου μια ευθύνη απ’ την οποία δε μπορούσα να απαλλαγώ. Κι αργότερα όταν δυο φορές απέβαλε διαρκώς αισθανόμουν πως συνδεόμαστε μ’ ένα τρόπο που δε μεταφράζεται σε λόγια και ένιωθα για κεινη την ευθύνη που ένιωθα για τα σκυλιά μου. Πως εγώ πρέπει να είμαι εκεί, πρέπει να είμαι πάντα εκεί. Κι αλίμονο στο μέλλον αυτό πολλές φορές θ’ αποδεικνυόταν η καταδίκη μου. Και δε μπορούσα, ποτέ ν’ απελευθερωθώ. Και πάλι υποχώρησα.


    Γυρίσαμε σπίτι μαζί. Αποφασίσαμε όλοι μαζί να πάμε στην Πίτσα Ζέας αφού το ρεύμα εξακολουθούσε να είναι κομμένο για να φάμε ανθρωπινά. Τα Χριστούγεννα είχε ευημερήσει κι η επιχείρηση που δουλεύαμε εμείς. Παραγγείλαμε, συζητούσαμε, κοιτάγαμε απ’ το παράθυρο τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν προς την Πειραϊκή ή το Πασαλιμάνι. Θυμόμουν και λίγο τα μικρατά μου σαν πήγαινα με τους γονείς μου ή με φίλους για τη φοβερή σάλτσα στις πίτσες. Είχαν ακόμα τις ανακλινόμενες πόρτες σαν του σαλούν που πήγαιναν στις τουαλέτες και που πολλές φορές υπήρξαν το παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων. Μου άρεσε που τίποτα δεν είχε αλλάξει σ’ αυτό το μαγαζί, μόνο ίσως να ‘χε γεράσει λίγο, όπως κι εγώ είχα μεγαλώσει.


    Πάλι στο σπίτι. Αποφασίσαμε να κοιμηθούμε ώσπου ν’ αλλάξει ο χρόνος και μετά να βγούμε. Θα πηγαίναμε στο μαγαζί που έπαιζε μουσική ο φίλος της κοπέλας μου. Έπεσα για ύπνο και κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως. Ξύπνησα στις 12.04 με τα χείλια της κοπέλας απ’ το ίντερνετ σφηνωμένα στα δικά μου. ‘’Καλή χρονιά μωρό μου’’ είπε κι ήταν το ομορφότερο δώρο που είχα πάρει πολύ καιρό τώρα. Ένιωθα όντως σα μωρό, χωρίς βάρος και λευκό χαρτί.


    Μπροστά στην κοπέλα απ’ το ίντερνετ βρισκόταν το δεύτερο ποτήρι τεκίλα και μπροστά μου το τρίτο τζακ. Η κοπέλα μου διαρκώς άνοιγε μπουκάλια για το φίλο της, ο οποίος έβρισκε την ευκαιρία να βάζει στο ποτήρι και μιας άλλη που του κολλούσε και μόνο εγώ κι η κοπέλα απ’ το ίντερνετ βλέπαμε πως δεν ήταν φλερτ, κάτι υπήρχε. Παράλληλα ο τύπος κοίταζε εμένα και την κοπέλα απ’ το ίντερνετ όχι με απορία, με ένα βλέμμα παράξενο.


    Κοιτούσαμε στο μπαρ και κινούμασταν με τη μουσική. Όσο κι αν δεν ήταν αυτή η μουσική μας, μετά από τόσο αλκοόλ η μουσική έχει τη δύναμη να παρασύρει κι οι στίχοι ακόμα κι οι πιο ανόητοι να γίνονται μαγικά χαλιά. Ακούστηκε τότε ένα τραγούδι με μια περίεργη μελωδία, ήταν κάτι σαν τσιφτετέλι αλλά ήταν πιο άγριο, μέσα του υπήρχαν στις ψηλές νότες κάτι το φθηνό και κάτι καυτερό και στις μεσαίες κάτι που με αναστάτωνε, με ερέθιζε. Ο τραγουδιστής έπιασε από ψηλά το τραγούδι του. Κάτι στη χροιά της φωνής του, στην προσμονή ή τη βεβαιότητα του μ’ έκανε να προσέξω. Είχα κοκαλώσει και σχεδόν μάντευα το είδος του ρεφρέν και τότε κοιταχτήκαμε στα μάτια με την κοπέλα απ’ το ίντερνετ, έλεγε ‘’φωτιά με φωτιά’’.


    Δεν το περίμενα όταν το χέρι της βρέθηκε μέσα απ’ το παντελόνι μου και ξεκίνησε να μου τον χαΪδεύει.


    Ψιθύρισε στ’ αυτί μου

    - Όταν τελειώσει το τραγούδι θέλω να με χύσεις

    - Κι εσύ, είπα και της άδραξα με δύναμη το μουνί. Κατέβαζα το φερμουάρ και παραμέρισα την κιλότα της. Ήταν μουσκεμένη. Δεν είχα το περιθώριο πολλών κινήσεων. Με το ίδιο χέρι πίεζα τη κλειτορίδα της και της έβαζα δάχτυλο. Ναι έβαζα δύναμη το παραδέχομαι. Την ένιωθα να με πονάει και ήθελα κι εγώ να την πονέσω. Κάτι με αποθέωνε και με ξέσκιζε μέσα σε όλο αυτό. Ο καυτηριασμός κι η καύλα.


    Κανένας μας δεν έχυσε αλλά κοιτιόμασταν με χαμόγελο. Για πρώτη φορά καταλάβαινα κι εγώ αυτό που λένε συχνά οι γυναίκες, για τη διαδρομή κι όχι για τον οργασμό.


    Ξυπνήσαμε το επόμενο πρωί και πίνοντας καφέ στην κουβέντα πάνω πείστηκε η κοπέλα μου να τον πάρει τηλέφωνο και να συναντηθούν, να προσπαθήσει να μάθει αν υπάρχει σχέση μαζί του και αν θα υπάρξει εξέλιξη. Ήταν το πιο τρελό, το πιο ριψοκίνδυνο σχέδιο μου. Την πήγαμε μαζί ως εκεί. Εκείνος την περίμενε και πάλι μας κοίταξε παράξενα.


    Φύγαμε με το αμάξι μου. Πρώτη φορά το οδηγούσα μετά από μήνες. Είχα αποφύγει να το οδηγήσω όταν γύρισα, το είχε τρακάρει και το καλοκαίρι και μάλιστα οδηγώντας το ανασφάλιστο και δεν το ένιωθα πια δικό μου. Αλλά αυτή τη φορά ήθελα να την πάω βόλτα. Έστριψα απ’ την Αγία Τριάδα για το δρόμο του Ολπ. Ένιωσα να ζωντανεύει από κάτω μου ο Γουίλιαμς, ν’ ανταποκρίνεται στη θέληση μου, στην απεγνωσμένη μου ανάγκη για δύναμη, για ρεπρίζ, για … καυτηριασμό. Πάνω απ’ τις αποθήκες του Ολπ πέταξα μούρη και στην επόμενη στροφή έκανα ψαράκια. Αρκούσε μια κουβέντα αυτού του ανθρώπου και θα μπορούσα να κόψω την ευτυχία με μαχαίρι. Θα μπορούσα να την παραδώσω κάπου υπεύθυνα και να μη φοβάμαι πια τι θα απογίνει και πως δε θα κάνει κακό στον εαυτό της, το είδος του κακού που έκανε όταν την έπιανε η ζήλια, η ανασφάλεια, οι υστερίες της. Πως κάποιος πια θα της κρατούσε το χέρι σαν θυμόταν τη μάνα της που την παράτησε στη γιαγιά για να πηγαίνει ταξίδια με τον πατριό, ή σαν έκλαιγε το βράδυ γιατί θυμόταν τα παιδιά στο χωριό που την έσρπωχναν και την έβριζαν λέγοντας τη μπάσταρδο. Ήθελα να την προσφέρω κάπου, να την αγαπήσουν, να τη συντροφεύσουν. Να νοιαστεί επιτέλους κάποιος και να πάρει από ‘μενα την ευθύνη. Ήθελα να τη δώσω. Ήθελα με όλη μου την καρδιά.


    Δεν λέγαμε λόγια, το χέρι της ήταν πάνω στο δικό μου και το δικό μου στο λεβιέ των ταχυτήτων. Δε χρειάζονταν λόγια. Πόση ώρα ώσπου να χτυπήσει το τηλέφωνο και να μπορούμε να κόψουμε την ευτυχία μας ακόμα και με το σουγιαδάκι του νυχοκόπτη.


    Το τηλέφωνο χτύπησε. Απ’ τη φωνή κατάλαβα. Η κοπέλα απ’ το ίντερνετ δεν ήξερε, ίσως να καταλάβαινε ή να μην καταλάβαινε γιατί δίσταζα τόσο πολύ να φύγω έτσι απλά, όμως πίστευε πως θα είχαμε κι άλλη ευκαιρία. Όχι εγώ το ήξερα. Το όχι το δικό του σήμαινε πόλεμο σε ‘μενα απ’ την κοπέλα μου. Τώρα είχε κάθε λόγο να μη μ’ αφήσει να φύγω, κάθε λόγο να μου το χαλάσει. Και θα χρησιμοποιούσε κάθε μέσο.

    Θα προσπαθούσε να μου το χαλάσει το ήξερα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 9 Απριλίου 2018
  9. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην έχουν κάνει λάθη. Όποιος παίρνει την ευθύνη σε μια διαπροσωπική σχέση να πει ‘’φταίω’’, απαιτείται και να μπορεί να παραδεχτεί ότι δε φταίει μόνο αυτός. Και συχνά είμαστε ακατάλληλοι για να μοιραστούμε το βάρος της ευθύνης. Μας έρχεται ευκολότερο να κατηγορήσουμε τους άλλους, ή να αναλάβουμε το σύνολο των σφαλμάτων. Συχνά σε σχέσεις που οι συνδέσεις τους χάνονται στα βάθη του χρόνου και των συνάψεων ο ίδιος άνθρωπος μοιάζει σαν τα μικρά κοριτσάκια που παίζανε παλιά στους δρόμους και πάταγαν μια στο ένα, την άλλη στο άλλο πόδι. Είμαστε ακατάλληλοι να σκεφτόμαστε στο μαζί είτε αυτό αφορά τη σχέση μας, είτε την ευθύνη για την πορεία της.


    Θυμάμαι χρόνια πριν όταν με την κοπέλα μου είχαμε μετακομίσει στο έβδομο ή όγδοο σπίτι, καθότι ήμασταν απροσάρμοστοι και προκλητικοί, με τα θορυβώδη αυτοκίνητα, τη μουσική στο διαπασών, την ευκολία να επιτρέπουμε στην οργή να παίρνει τον έλεγχο απέναντι σε ένα ολοένα αυξανόμενο κύκλο εχθρών κι ανταγωνιστών, από μια ουσιαστική αδυναμία να παραδεχτούμε πως η σχέση μας χώλαινε γιατί την είχαμε γεμίσει με πλήξη, προσκόλληση σε μια ζωή που δε μας ταίριαζε και γιατί δεν ταιριάζαμε μεταξύ μας. Έφυγε το πάθος, γλύκανε η ιδέα της αντιξοότητας και τα πλαίσια έγιναν αρκετά βατά, ώστε να βρούμε κάποιες κοινές συνιστώσες επιδερμικής χαράς, κοινούς τόπους για να ανεχόμαστε καλύτερα ο ένας τον άλλο.


    Ήταν ωραίο σπίτι εκείνο, σε ένα σύμπλεγμα εργατικών κατοικιών, μια μεζονέτα αχανής, αλλά με αρκετά μειονεκτήματα ώστε να είναι αρκετά χαμηλό το ενοίκιο. Και βέβαια όλα αυτά τα μειονεκτήματα της κακής γειτονίας, της υγρασίας, των ασερβάριστων υδραυλικών εντοπίσαμε με μια ματιά, αλλά αποθηκεύσαμε για να δημιουργήσουμε αργότερα εκείνο το μύθο, που μας έκανε πάλι ομάδα απέναντι σε όλους τους άλλους. Σ’ εκείνο το σπίτι είχα και δικό μου γραφείο. Συχνά η κοπέλα μου καθόταν στα υπνοδωμάτια επάνω με το λύκο, τραγουδούσε, διάβαζε, στόλιζε κι εγώ στο γραφείο μου με το κόλι μας στα πόδια μου να με κοιτάει με λατρεία, είχα στήσει στον υπολογιστή μου μια ολόκληρη διατριβή για να βρω το κλειδί στο τι σκοτώνει το πάθος. Έγραφα άπειρες ώρες, ερευνούσα σε μια εποχή που η πρόσβαση στο διαδίκτυο ήταν σπάνια, με τον κλασικό τρόπο των βιβλίων. Το είχα ψάξει πολύ. Συνέλλεγα τα στοιχεία μου, τα κατέγραφα κι ύστερα ανέλυα τις δικές μου σκέψεις. Θαρρώ εκείνη η μονάδα ακόμα υπάρχει στην αποθήκη.


    Από τότε αναρωτιόμουν ποιο είναι το κλειδί κι ανησυχούσα για την ημερομηνία λήξης. Ακόμα εκείνη την εποχή επειδή είχα κλάψει κάποτε για την κοπέλα μου, πίστευα πως είχα ζήσει τον έρωτα. Θυμήθηκα τώρα, ένα βράδυ στις αρχές της νέας χιλιετίας, στην Πηγάδα ξέσπασα σε κλάματα που δε μπορούσα να συγκρατήσω. Η κοπέλα μου ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον, αλλά ερωτευμένη μαζί μου κι όμως εκείνο το βράδυ ήταν μαζί του και το κινητό της χτυπούσε συνεχώς χωρίς να το σηκώνει. Όμως τώρα πια ξέρω πως δεν ήταν έρωτας, δε μπορεί να ήταν έρωτας. Ήταν κάτι που με τύφλωσε και δεν έβλεπα την ουσία του ανθρώπου δίπλα μου. Τώρα με την κοπέλα απ’ το ίντερνετ ήταν διαφορετικό. Διαρκώς υπήρχαν μέσα μου τα υπέρ και τα κατά, υπήρχε αυτή η αδυναμία απέναντι στο χρόνο, το χρόνο που περνούσαμε μαζί και που διαρκώς έμοιαζε με γκιλοτίνα που θα σήμαινε τη λήξη της συνάντησης και του χρόνου που μεσολαβούσε ως την επόμενη συνάντηση και που άδειαζε τα πάντα από μέσα μου, άδειαζε την ουσία. Τα πάντα έμοιαζαν κενά, ή στην καλύτερη μισά. Ήταν ένας δημιουργικός έρωτας. Δημιούργησα όμορφα πράγματα τότε, παρότι ζούσα στο σκοτάδι και έτρωγα κριτσίνια και πορτοκάλια, εκείνη την εποχή ότι ανέλαβα το κατάφερα.


    Οι σκέψεις μου όμως ήταν μακριά απ’ όλα αυτά εκείνη την πρώτη φορά που πήγα εγώ στην Πάτρα. Δεν ήξερα, μου ήταν δύσκολο να ανιχνεύσω κάτι απ’ όλα αυτά. Ήξερα πως τα δάχτυλα μου ήταν στη θέση τους, αλλά δεν είχα συναίσθηση τους, παρά μόνο τη στιγμή που θα το σκεφτόμουν. Αλλά ακόμα και αυτή η λογική σκέψη δεν καταλάμβανε κάποιο χώρο μέσα μου. Ένιωθα πως απλώς ψηλαφώ. Προχωρώ ψηλαφώντας, αλλά κρατιέμαι γερά, κρατιέμαι γερά σ’ εκείνη. Ίσως έπρεπε να κρατήσω μια δικλείδα ασφαλείας για ‘κεινο το email της που είχε στείλει κάποτε πως της άρεσε ο ρόλος της δεύτερης, ίσως έπρεπε να θυμάμαι ακόμα πως δε σηκώθηκε να μου φέρει νερό, ενώ είχα ανάγκη, ίσως έπρεπε να θυμηθώ πως ένα βράδυ σπίτι που είχα εξοικονομήσει κάποια χρήματα για πάριζα, τυρί και ψωμί του τοστ, χωρίς καν να μεσολαβήσει μια δεύτερη σκέψη, όταν της πρόσφερα το τελευταίο ψωμί, το πήρε και το ‘φαγε μεμιάς. Αλλά φταίει εκείνη; Όχι. Φταίω εγώ; Όχι. Φταίγαμε, γι’ αυτά και για πολλά περισσότερα. Φταίγαμε ακόμα και που θέλαμε να το ζήσουμε όποιες κι αν θα ‘ταν οι επιπτώσεις, χωρίς ποτέ να έχουμε παραδεχτεί ως που και ως προς τι θέλαμε να το ζήσουμε. Απλά θέλαμε. Θέλαμε κάτι. Θέλαμε να ζήσουμε εγωιστικά την ευτυχία μας, καθένας για τον εαυτό του. Να εισπράττουμε την ευτυχία ακόμα κι αν ήταν αποτέλεσμα της πίκρας που κατά καιρούς προξενούσαμε ο ένας στον άλλο.


    Με είχε γοητεύσει αυτό το πρώτο ταξί με τον προαστιακό. Δεν είχα ξαναμπεί σε οποιοδήποτε τρένο για να πάω κάποιο ταξίδι. Είδα ένα νεαρό να διαβάζει προσηλωμένος απ’ το πρώτο ebook που έβλεπα μπροστά μου και χάρηκα που είχα πάρει μαζί μου ένα βιβλίο που ήθελα καιρό να διαβάσω. Απ’ τα τελευταία πράγματα που έμπαιναν στο σπίτι μου προτού κοπεί το ρεύμα, τις Θλιμμένες πουτάνες του Μαρκέζ. Θυμάμαι ακόμη το γεροντοέρωτα, εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα πόσο κοντά ήμουν σ’ αυτά τα συναισθήματα, όχι λόγω ηλικίας, λόγω όμως μιας απουσίας απ’ την πρότερη ζωή μου. Το μόνο που κατάλαβα ήταν η ταύτιση που ένιωσα στη σκέψη του να κοιτάς εκείνη που σου ‘χει κλέψει τη σκέψη, να κοιμάται.


    Μου άρεσε στο Κιάτο η αλλαγή απ’ τον προαστιακό στο Κτελ. Λάτρεψα τη διαδρομή μέσα απ’ τα χωριά και τις συνεχείς στάσεις, όσο κι αν η ψυχή μου τράβαγε το πόδι του οδηγού απ’ το φρένο σε καθεμιά. Ήθελα τόσο πολύ να φτάσω. Ακόμη είχα στην καρδιά μου το μήνυμα στο κινητό ‘’να ‘ρθεις να σε κοιμίσω αγκαλιά, να σε φροντίσω’’. Το ήθελα, αυτό ήθελα. Ονειρευόμουν. Εκείνη τη στιγμή ο εαυτός που αναζητούσε τη μυστική ουσία του πάθους στο παλιό κομπιούτερ κι αυτός που λαχταρούσε την διαρκή ευτυχία, ονειρεύονταν μαζί έναν έρωτα μ’ αγάπη. Ίσως και να μην υπάρχει, ίσως ο έρωτας κι η αγάπη να ‘ναι πάντα ίσκιοι ο ένας στηστιγμήτου άλλου, να είναι σαν τη ζωή με το θάνατο. Ο έρωτας κι ο θάνατος ανίκητοι στις αιώνιες μάχες τους κι οι γυναικείες αγάπη και ζωή πάντα σε άλλες τονικότητες.


    Της είχα πει πως θα περνούσα μόνο να της αφήσω μια τσάντα που είχε ξεχάσει με τα ρούχα της και πως θα ‘φευγα. Με περίμενε με λαχτάρα στο σταθμό. Πήγαμε για καφέ, κοιτούσα μια σερβιτόρα κι εκείνη σχολίαζε, δεν υπήρχε κακή διάθεση κι όμως στο βάθος έβλεπα πως κάτι επικίνδυνο συγκρατιόταν, κάτι που θα μπορούσε να ανατρέψει τα πάντα. Τότε δε μπορούσα να το παραδεχτώ, δεν ξέρω καν αν το καταλάβαινα, το ήθελα αυτό. Ήθελα να ξεχειλίσει την οργή της πάνω μου, να με ανοίξει στη μέση να με ματώσει, αίματα να κυλήσουν στους ώμους, στα χέρια μου, να γλείψουν τα μπούτια μου, να πάνε παντού, να τα πάρει με τη γλώσσα της. Το αίμα μου, ο δικός της πόνος. Κι ύστερα όπως κάθε άλλη φορά να φουσκώσω ως το χείλος, να σπάσω το τείχος να εισπράξω τον ωσμωτικό πόνο που θα μου πρόσφερε και να την ανοίξω στα δυο, να τη γεμίσω με το αίμα της, να γευτώ τον πόνο μου. Ήταν το παιχνίδι μας κι ήταν πολύ επικίνδυνο, ήταν εφιαλτικό αυτό που προξενούσαμε ο ένας στον άλλο κι όμως έδινε στο σεξ μας την Καβαφική νοσηρότητα του Ίμενου, το οργισμένο πάθος, το καταστροφικό, εκείνο που σε αφήνει μουδιασμένο με χείλη ξεσκισμένα, τα άκρα να πονούν, τη σκέψη μαγεμένη απ’ τα συναισθήματα.


    Ήμασταν πάλι στο παλιό ημιυπόγειο γραφείο που διατηρούσε στην πόλη προς τιμή του πατέρα της. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη στο δρόμο, κοιτούσε τη βροχή έντονα σκυμμένη μπροστά ενώ τη γαμούσα χωρίς πολύ δύναμη, αλλά με λαχτάρα, με γλύκα, τρυφερά από πίσω και τα χέρια της με κρατούσαν απαλά χαΪδεύοντας όπως θα έτριβε τα χέρια τα δικά της περιποιητικά, με γνώση κι ενδιαφέρον. Δε θα έχυνα το ήξερα, η στύση μου δεν ήταν καλή. Και τότε εφιαλτικά άρχισε να χτυπάει το κινητό μου. Ήξερα ποια ήταν. Σταμάτησε να χτυπάει, ένιωσα μουδιασμένος, ήθελα να σταματήσω, να πέσω στα κιλίμια μας στο πάτωμα και να χώσω το κεφάλι μου από κάτω, να σφίξω τα μάτια, τόσο που να βλέπω εκείνα τα φωτεινά σχήματα της πίεσης, την ένιωθα να σφίγγει τα πόδια της, να τραβιέται, να χάνεται. Και τότε το κινητό της ξεκίνησε να χτυπάει, συνέχεια. Σταματούσε και ξεκινούσε το δικό μου. Σταματούσε το δικό μου, ξεκινούσε το δικό της. Μέσα στ’ αυτιά μου ήχησε ο στίχος απ’ το Serenade of sorrow ‘’Pain must end’’, η ουσία του τραγουδιού. Όλα απέκτησαν χρώμα, η βροχή που έπεφτε απόκτησε ξανά τον ήχο, τη μυρωδιά της, το σώμα μπροστά στο δικό μου την ελαστικότητα του, τα νύχια της έσκιζαν ό,τι έβρισκαν πάνω μου. Την κόλλησα πάνω στη μισάνοιχτη πόρτα, το χέρι μου έπεφτε συνέχεια,


    Δάχτυλα που ξέσκιζαν σάρκα, δάχτυλα που έσκιζαν τον αέρα και το κορμί από κάτω. Έμπαινα μέσα της σκληρός, σε μια διαδρομή που δεν είχε τέλος και αρχή, δεν είχε ούτε καν λεπτότητες. Ήμασταν εκεί, ήμασταν μαζί, ήταν νοσηρά υπέροχο…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  10. red&black

    red&black Ότι δεν είναι "ξεκάθαρο" μας γίνεται "εμμονή"...

    Η χαρά φτάνει μέχρι το ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ....γκρρρρ... 
     
  11. ilias1

    ilias1 https://vimeo.com/61962404 Contributor

    Γιατί οι πρωταγωνιστες ζούνε τόσο μιζερα;
     
  12. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Σου απαντώ γιατί δε μου αρέσει να αγνοώ τους άλλους, όταν μου απευθύνουν το λόγο. Ωστόσο είτε εδώ, είτε μέσω πμ δεν κάνω αναλύσεις. Ό,τι καταλαβαίνεις. Μπορεί να συμφωνείς, να διαφωνείς, ή να σκέφτεσαι μια παραλλαγή όλων, δικαίωμα σου. Για να γράφω όπως γράφω, έχω τους λόγους μου. Αλλά αν πρέπει να σου αφήσω μια κατακλείδα είναι αυτή: ορισμένες φορές η φορά των γεγονότων σε κοκαλώνει, δε μπορείς να αντιδράσεις ώσπου να συναντήσεις τοίχο πίσω σου. Όταν δεν έχει άλλο, τότε πια αναγκάζεσαι να κινηθείς, να αντιδράσεις. Όταν πια δεν περιμένεις να συμβεί, αλλά το κάνεις να συμβαίνει.