Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μόλις το παιχνίδι τερματίσει

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 18 Μαρτίου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ο Δήμος ήταν ένας απ’ τους νεαρούς αρχιτέκτονες στην εταιρεία μας. Είχε καταχρεωθεί για να αγοράσει ένα mini cooper, ρούχα north face και ορειβατικά timberland. Ίνδαλμα του ο κύριος Μυσιακίδης, επικεφαλής αρχιτέκτονας και ιδιαίτερα κακεντρεχής, με τον τρόπο που ξέρουν να γίνονται οι αρχιτέκτονες και δη όταν είναι και φημισμένοι. Οι υπόλοιποι ήμασταν η πλέμπα που ασχολούνταν με όλα αυτά τα ανούσια που λέγονται περιβαλλοντική, στατική, ρήσεις, μόνωση, ενεργειακό πλαίσιο, ηλεκτρολογικό, αποχετευτικό και γενικά όλα αυτά που κάνουν ορισμένα κομψοτεχνήματα να είναι κομψοτεχνήματα και όχι ζωγραφιές στο χαρτί, να στέκονται. Τον τελευταίο καιρό, ο Δήμος είχε υιοθετήσει ένα πιο προσιτό ύφος προσπαθώντας να πλησιάσει εμάς του εργοταξίου. Μηχανικοί υπάρχουν πολλοί, αλλά επίβλεψη δε μπορούν να κάνουν όλοι κι ο Μυσιακίδης είχε τάξει στο κοτσύφι αυτό πως αν αναλάβει εργοταξιάρχης και τα καταφέρει στο επόμενο πρότζεκτ της εταιρείας, θα του αναθέσει όλους τους διακόσμους στο μεθεπόμενο έργο.


    Μονοπώλησε το ενδιαφέρον της ημέρας το γεγονός πως εμφανίστηκε πρώτη ημέρα στο εργοτάξιο για να επιστατήσει στο σκάμμα του υπογείου, την ισοπέδωση με το στρωτήρα και τη διάστρωση σκύρας. Η ημέρα πήγε αρκετά καλά ώστε να σιδερώσουμε το ίδιο απόγευμα τα πρώτα 140 τετραγωνικά και να ρίξουμε το μπετό καθαριότητας. Δε θέλαμε να γελάσουμε με το Δήμο, αλλά όταν πήρε το σχέδιο των θεμελιώσεων και το κράτησε ανάποδα, τολμώ να πω ότι δε μπόρεσα να συγκρατηθώ, με αποτέλεσμα να παρασύρω κάθε άλλον. Βέβαια εγώ λύθηκα στα γέλια, χωρίς όμως να κάνω κάποιο σχόλιο. Ο στατικός που ήταν δίπλα μου και πάλευε να συνηθίσει το ηλεκτρικό τσιγάρο, αφού πνίγηκε με το άτμισμα και για λίγο εξαφανίστηκε πίσω απ’ το ντουμάνι κόντεψε να πέσει κάτω.


    Το απόγευμα γύριζα προς το σπίτι φορώντας ακόμα τα μποτάκια ασφαλείας και το καταλασπωμένο τζιν που φορούσα στις οικοδομές. Ήταν το παλιό φοιτητικό μου μαύρο τζιν που με τα χρόνια και τα πλυσίματα είχε γίνει γκρι, είχε ξεφτίσει σε αρκετά σημεία και πλέον μου ‘ρχοταν φαρδύ. Φτάνοντας στο σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο. Δε μου άρεσε αυτό, η ημέρα θα έληγε με τηλεφώνημα του Μυσιακίδη. Σε λίγα λεπτά έκανα αναστροφή για να γυρίσω στο γραφείο του. Το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής ήταν να με χαρακτηρίσει αυθάδη, ατομιστή και ψώνιο. Θα ήθελα πολύ να τον στείλω στο διάολο, όμως τη δουλειά μου την αγαπάω και πρακτικά ζω για τις ώρες που περνάω στα εργοτάξια. Μου αρέσει πολύ που έχω γραφείο, δικό μου πλότερ, ακόμα κι αν αναγκάζομαι να πληρώνω το κάθε Α0 απ’ την τσέπη μου και πολλές φορές ν’ ακούω πως η γνώμη μου περισσεύει. Όλοι ξέρουν και πρώτος απ’ όλους εγώ ότι σε προμετρήσεις, επιμετρήσεις και εκτιμήσεις είμαι φαβορί. Αλλά οι ώρες στο εργοτάξιο είναι αυτές για τις οποίες ζω. Η μηχανική όπως έξοχα είπε ο Yashwanth Kyama είναι πάθος, όνειρο, σκοπός και το πιο τρελό μέρος της ζωής, γιατί μπορεί χιλιάδες φορές να έχεις δει μια εργασία, ή τα στάδια αλλά κάθε φορά υπάρχει έστω και ένας παράγοντας που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα και να χρειαστεί να σκεφτείς, να σπαζοκεφαλιάσεις, να δημιουργήσεις απ’ το μηδέν. Και είναι επίσης ένα απ’ τα πιο ομαδικά αθλήματα που υπάρχουν. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να έχει μια καλή και ανεφάρμοστη ιδέα, που όμως θα σου δώσει τα φόντα για να σκεφτείς εκείνο το τσικ που θα σώσει την κατάσταση.


    Αυτά είχα στο νου κι έτσι δε ζήτησα μεν συγνώμη απ’ το Δήμο που με κοίταζε αυτάρεσκα, αλλά υποσχέθηκα στο εξής να τον βοηθώ και να τον συνδράμω. Δε μου άρεσε αυτός ο ρόλος, γιατί με μαθηματική ακρίβεια θα μας έφερνε σε ρήξη. Και θα μας έφερνε σε ρήξη τη στιγμή που θα έπρεπε να υποστηρίξω την αισθητική άποψη ενώ θα αντίβαινε την πρακτική. Αλλά η αλήθεια είναι πως μου άρεσε η πρόκληση. Αισθανόμουν ζωντανός.


    Γάμα το, σκέφτηκα κι αντί να πάω για το σπίτι, τηλεφώνησα απ’ το δρόμο στο Σταύρο αν ήθελε να πιούμε μια μπίρα σε ένα ξέμπαρκο κοντά στη δουλειά του. Καθίσαμε για λίγο και του ‘λεγα τα της δουλειάς. Ο ίδιος ως τοπογράφος ουσιαστικά ανήκει και δεν ανήκει στον κλάδο. Έχει μια τεχνική εταιρία μαζί με ένα μηχανικό ορυκτών πόρων και εδαφολόγο κι ένα μεταλλειολόγο. Είμαστε μάλλον οι υπόλοιποι που τους αναζητούμε και τους κυνηγάμε. Παρόλ’ αυτά ποιος ονειρεύεται να γίνει τοπογράφος; Όλοι κάποια στιγμή ονειρεύτηκαν να γίνουν πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, μηχανολόγοι και λίγο πολύ η νοοτροπία είναι γνωστή. Είναι ένας πολύ απαιτητικός στίβος όπου όλοι λυσσάμε να πρωτοστατήσουμε και να ξεσκίσουμε ο ένας τον άλλο και παρόλ’ αυτά υπάρχουν εκείνες οι στιγμές που η ομαδικότητα, η συλλογική διαύγεια μπαμ σε βαράει κι έχεις μια γαμάτα εποικοδομητική ημέρα.


    Πήρα το αυτοκίνητο μου και τον ακολούθησα για το σπίτι του. Είχαμε συμφωνήσει να πάμε λίγο από ‘κει πριν απ’ το δείπνο με τη Μάγδα – Ελένη. Απ’ το δρόμο την πήρα τηλέφωνο. Ακουγόταν αμήχανη αλλά χαρούμενη που με άκουγε. Η φωνή της είχε κάτι το στακάτο καθώς κόμπλαρε στην αρχή που σήκωσε το τηλέφωνο. Κανονίσαμε για τις εννιά.


    Ο Σταύρος άνοιξε την πόρτα με το κλειδί του. Η Σπυριδούλα βρισκόταν στην τραπεζαρία και διάβαζε κάτι σχετικό με τη δουλειά της. Όπως σηκώθηκε απ’ την καρέκλα μου έκανε εντύπωση αυτή η ένδειξη σεβασμού, που βέβαια δεν απευθυνόταν σε ‘μενα. Από πάνω φορούσε ένα γαλάζιο τιραντάκι και από κάτω τίποτα. Είχα κατά κάποιο τρόπο συνηθίσει στη γύμνια της χωρίς να σοκάρομαι. Όπως στεκόμασταν στην είσοδο, δε μου μίλησε καν, ήρθε προς το μέρος του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε απαλά στα χείλη κι εκείνος λύγισε το πόδι για να τριφτεί πάνω του. Μετά γύρισε και μου ένευσε χαρούμενα και φιλικά. Στη συνέχεια του έβγαλε το μπουφάν και το έβαλε στον καλόγερο, το πουκάμισο, γονάτισε και του έλυσε τα κορδόνια, του έβγαλε τα παπούτσια και το παντελόνι. Τα κρέμασε στο χέρι της και του είπε πως το νερό είναι ζεστό.


    Όσο ο Σταύρος έκανε ντουζ, μου έφτιαξε καφέ κι έκατσε δίπλα μου και ψιλοκουβεντιάζαμε. Όταν ήρθε ο Σταύρος απ’ το μπάνιο γυμνός με νερά να στάζουν στο πάτωμα, έτρεξε να φέρει πετσέτα και παντόφλες. Γονάτισε και του σκούπισε κάθε πατούσα πριν την ανασηκώσει για να φιλήσει πεταχτά τα δάχτυλα του και να του βάλει τις παντόφλες. Μετά του σκούπισε τις γάμπες, τα μπούτια, έτριψε αρκετή ώρα το πέος του να το στεγνώσει αρκετά και με τη χούφτα της του μάλαξε λίγο παραπάνω το πέος κι ίσως αρκετά δυνατά. Μετά με την πετσέτα στέγνωσε την κοιλιά, το στήθος, το λαιμό του, τις πλάτες του, τον κώλο, τα πόδια από πίσω. Έφυγε και γύρισε αμέσως με μια πετσέτα για το κεφάλι και τη μάπα για να μαζέψει τα νερά απ’ το πάτωμα. Μετά του έφερε ένα μποξεράκι, του το φόρεσε και τον πήρε απ’ το χέρι και τον πήγε στον καναπέ. Ξαναγύρισε φέρνοντας του ένα ουίσκι αραιωμένο με νερό. Έμεινε όρθια μπροστά μας. Άπλωσε το χέρι του κι εκείνη πλησίασε. Της χούφτωσε με δύναμη το μουνί, πήρε το χέρι του και τη χαστούκισε στο μουνί μια δυο φορές. Δεν ξέρω αν ήταν δυνατό, πάντως ο ήχος άνοιξε ένα φως μέσα μου. Ακόμα αυτά όλα με μπέρδευαν.


    Απέξω ακούστηκε βροχή. Η βουή της κατά κάποιο τρόπο δημιούργησε μια άλλη ατμόσφαιρα. Της ζήτησε να κάτσει κι εκείνη έκατσε στα πόδια του καναπέ και της χάϊδευε το κεφάλι. Μετά από λίγο της είπε να φέρει μια εξάδα νερά. Μόλις τα έφερε ξαναέκατσε στην προηγούμενη στάση της.


    - Πιες, της είπε και της πρόσφερε ένα μπουκάλι του ενάμιση λίτρου. Εκείνη ήπιε λίγο και πήγε να κλείσει το μπουκάλι

    - Όλο Σπυριδούλα

    Άργησε λίγο αλλά το ήπιε. Στο μεταξύ εμείς συνεχίζαμε να μιλάμε για το Μυσιακίδη αλλά όσο την παρακολουθούσε αυτός με την άκρη του ματιού του, άλλο τόσο κι εμένα το βλέμμα μου όλο γύρναγε στη στάθμη του μπουκαλιού. Μόλις τελείωσε το μπουκάλι, της το δωσε και της είπε να πάει να το πετάξει και να γυρίσει στη θέση της. Όταν επέστρεψε ένα ακόμη μπουκάλι την περίμενε. Δεν της είπε τίποτα, παρά μόνο το ξεκαπάκωσε και της το πρόσφερε.


    Αυτή τη φορά φαινόταν πως το έπινε με μεγαλύτερο κόπο. Τελικά το τελείωσε. Τότε αφού την έστειλε πάλι να το πετάξει και γύρισε στα πόδια του, άρχισε να της χαίδεύει το κεφάλι και να την τρίβει απαλά στο σβέρκο, ενώ κατά διαστήματα με ένα πολύ γλυκό τρόπο της τσίμπαγε πολύ απαλά τη μύτη και της έβαζε τα δάχτυλα στο στόμα. Εκείνη ήταν παραδομένη και τον κοίταζε με λατρεία. Μετά από μισή ώρα που συνεχίζαμε να μιλάμε έχοντας μπροστά μας το ουίσκι, η Σπυριδούλα φάνηκε ανήσυχη και τον κοιτούσε, προσπαθούσε να αποσπάσει το βλέμμα του, χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο όταν πήγε να τη χαϊδέψει πάλι κι εκείνη φάνηκε σα να τραβιέται, οι κουβέντες κόπηκαν και γύρισε και την κοίταξε. Δεν υπήρχε κακία, ή ενόχληση στο βλέμμα του, μόνο ερώτηση και αμφιβολία.

    - Τι;

    - Θέλω να πάω στην τουαλέτα

    - Όχι ακόμα

    - Μα είναι ανάγκη

    - Όχι ακόμα Σπυριδούλα


    Συνεχίζαμε να μιλάμε αλλά τώρα ένιωθα κι εγώ μια ανησυχία, ή μάλλον δεν ήταν ανησυχία, αλλά είχα στο μυαλό μου διαρκώς ότι ήθελε να κατουρήσει. Ναι ήμουν ανήσυχος αλλά όχι για να πάει στην τουαλέτα, αλλά για να μην την αφήσει. Ήθελα εγώ να δω τα όρια αυτής της σκηνής. Πολλές φορές που εκείνη τον κοίταζε φανερά δυσφορώντας κι εκείνος δεν της έλεγε να πάει στην τουαλέτα, το βλέμμα του όπως περιφερόταν πέρναγε απ’ το πρόσωπο μου και είμαι σίγουρος πως έβλεπε την αδημονία μου, ίσως να έβλεπε και την αμηχανία που ένιωθα για τη σκέψη μου.


    - Μπορείς να πας Σπυριδούλα

    Έκανε να σηκωθεί, αλλά τη σταμάτησε

    - Δε σου είπα να σηκωθείς

    Εκείνη στηρίχτηκε στα γόνατα της κι ετοιμάστηκε να πάει προς το μπάνιο και τότε το χέρι του χώθηκε και την άρπαξε δυνατά απ’ το μουνί ακινητοποιώντας τη

    - Γιατί πήγες να σηκωθείς;

    -…

    - Μην πας ακόμα

    Εκείνη πήγε να καταρρεύσει πάλι καθιστή αλλά εκείνος συνέχιζε να την κρατάει ακίνητη πάνω στα γόνατα της σαν τετράποδο, σφίγγοντας το μουνί της.

    - Μείνε

    Εκείνη έμενε στην ίδια στάση κι εκείνος πήρε το χέρι του.


    Κατά διαστήματα της χάιδευε την πλάτη, ή τεντωνόταν και μια της χάιδευε τα κωλομέρια, την άλλη της έριχνε απαλά σκαμπίλια με το χέρι του.


    Συνεχίζαμε να μιλάμε και να κατεβάζουμε τα ουίσκι, όταν ακούστηκε πάλι η βουή της βροχής και μετά το νερό να πέφτει πάνω στο δρόμο, στα αυτοκίνητα και σε κάποια τσίγκινη οροφή εκεί κοντά και τότε είδα τα μάτια της να κλείνουν, τα πόδια της να σφίγγονται και μετά να τρέμουν. Κατέβασε το κεφάλι της κοιτώντας το πάτωμα και ανασήκωσε ελαφρά το δεξί της πόδι…


    Δε μπορώ να περιγράψω τι ήταν αυτό που ένιωσα όταν είδα το ρυάκι των διάφανων ούρων που κύλαγε από μέσα της με ορμή αναπηδώντας στα πλάκάκια, πιτσιλώντας τα πόδια και τα χέρια της. Ένιωθα την ανακούφιση που φαινόταν να νιώθει. Δεν είχα σκεφτεί να κοιτάξω μέχρι εκείνη τη στιγμή το Σταύρο. Και μόλις το σκέφτηκα δεν ήθελα να τον κοιτάξω. Δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Αισθανόμουν την ανακούφιση της και την ίδια στιγμή η αποκοτιά της με απογοήτευε. Ήθελα να αντέξει περισσότερο, ήθελα να δω ένα άλλο όριο και όμως κατά κάποιο τρόπο όλο αυτό με ερέθιζε με ένα πολύ περίεργο τρόπο.


    - Πρέπει να καθαρίσεις

    Η φωνή του ήταν καθησυχαστική, ήρεμη, σχεδόν δεν ακουγόταν. Την έσπρωξε απαλά για να φύγει όπως ήταν και πριν προλάβει να κινηθεί την έπιασε από κάτω και το χέρι του γέμισε με τα υπολείμματα των ούρων της. Τη σταμάτησε και την έκανε να στραφεί προς το μέρος του. Πλησίασε τεντωμένη την παλάμη του και τη σκούπισε στο πρόσωπο της με τέτοιο τρόπο ώστε να του φιλάει τα δάχτυλα. Μετά την άφησε να φύγει.


    Γύρισε μετά από λίγο κρατώντας ένα πανάκι με τα δόντια της και σπρώχνοντας ένα λεκανάκι με απορρυπαντικό. Στάθηκε εκεί που ήταν γονατισμένη και βούταγε το πανάκι στη λεκανίτσα βρέχοντας την περιοχή που είχαν πέσει τα ούρα της. Αποχώρησε σπρώχνοντας το λεκανάκι στο οποίο είχε αφήσει μέσα το πανί και γύρισε με ένα ρολό κουζίνας και στέγνωσε την περιοχή. Ύστερα πήγε μέσα και γύρισε μετά από λίγο κρατώντας με τα δόντια της ένα αντικείμενο που δεν είχα ξαναδεί. Ουσιαστικά ήταν μια λαβή σαν γκλοπ σε σκούρο καρυδί χρώμα απ’ την οποία φύονταν όχι πολύ μακριές λωρίδες με τετραγωνισμένα άκρα, άλλες σε ανοιχτό καφέ ύφασμα που έμοιαζε με βελούδο και άλλες σε σκούρο δέρμα στο χρώμα του βέγκε. Στάθηκε μπροστά του και έτεινε το κεφάλι της προς το μέρος του. Πήρε το περίεργο αντικείμενο στα χέρια του, δε φαινόταν βαρύ, αλλά εγώ είχα την ιδέα πως ήταν ‘’βαρύ’’, ότι ήταν κάτι μυθικό, πολύ προσωπικό τους αλλά μυθικό. Ξύπναγε μέσα κάτι τρεμουλιαστό που με συγκινούσε.


    Εκείνος σηκώθηκε απ’ τον καναπέ και τη ρώτησε

    - Γιατί δεν συγκρατήθηκες;

    - Δε μπορούσα άλλο Κύριε μου

    - Δε μπορούσες ή δεν ήθελες;

    - Δεν άντεχα Κύριε μου

    - Ακούστηκε βροχή. Μήπως έχασες τη συγκέντρωση σου;

    - Δεν ξέρω…. Δεν άντεχα Κύριε μου

    - Μήπως δε μ’ αγαπάς;

    Με μιας έπεσε στα πόδια του κι άρχισε να τα φιλάει με πολύ μεγάλη λαχτάρα και τρυφερότητα

    - Πρέπει να τιμωρηθείς;

    - Ναι Κύριε μου

    - Γιατί;

    - Γιατί αφαιρέθηκα Κύριε μου και σε απογοήτευσα

    - Γδύσε με

    Ανασηκώθηκε και του κατέβασε το μποξεράκι. Είχε αρχίσει να καυλώνει και το πρόσωπο της βρέθηκε λίγα εκατοστά απ’ το πέος του. Πήρε το μποξεράκι και το δίπλωσε. Μετά συνέχισε να στέκεται με το πρόσωπο της λίγα εκατοστά απ’ το πέος του.

    - Ξαλάφρωσε με

    Τον πήρε στο στόμα της και του ξεκίνησε ένα αργό τσιμπούκι. Σε αυτό το σημείο είχα συγκλονιστεί. Ήμουν τόσο πολύ καυλωμένος κι εκστασιασμένος βλέποντας το στόμα της να σχηματίζει ένα ‘’Ο’’ με τον πούτσο να μπαινοβγαίνει αργά και τα μάτια της να κοιτούν χωρίς να βλέπουν και να είναι τιγκαρισμένα από λατρεία.

    - Γιατί τόσο αργά;

    Αύξησε την ταχύτητα της

    - Πιο γρήγορα

    Αύξησε την ταχύτητα της

    - Πιο γρήγορα

    Αύξησε την ταχύτητα της, μπρος πίσω το κεφάλι, το ‘’Ο’’ να απομακρύνεται και να ξαναπλησιάζει, σχεδόν να κουτουλάει πάνω του

    - Πιο γρήγορα

    Αύξησε την ταχύτητα της

    - Πιο μέσα και πιο δυνατά

    Το στόμα της άνοιξε διάπλατα, απομακρυνόταν και ξανάπεφτε με δύναμη πάνω στον πούτσο του. Έλυσα τη ζώνη μου και ακούστηκε, κανένας δε μου έδωσε σημασία. Ξεκουμπώθηκα και τον έβγαλα έξω. Κανένας δε με κοίταζε. Φρενιασμένα έπαιζα το δικό μου πούτσο κακοποιώντας τον με δύναμη πάνω κάτω σφίγγοντας τη βάση μου. Και δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου. Τότε τη σβέρκωσε δυνατά και την κράτησε σα μέγκενη και άρχισε μόνος του να σπρώχνει και να τραβάει το κεφάλι της με δύναμη και ταχύτητα κρατώντας το ως τη βάση του μέχρι να την ακούει να πνίγεται. Λίγο μετά την κράτησε σε απόσταση και με το άλλο χέρι τράβηξε μαλακία και την έχυσε παντού στο πρόσωπο. Ήθελα τόσο πολύ να της δώσει εντολή να έρθει να τη χύσω κι εγώ κι ας μην την ακούμπαγα καθόλου… μόνο να είχα το πρόσωπο της τόσο κοντά μου.


    Αυτό βέβαια δεν έγινε.


    Σα να μην υπήρχα, απαλά την έβαλε να κάτσει στον καναπέ μπρούμυτα με τα χέρια της ν’ ακουμπούν στην πλάτη, τα γόνατα της πολύ λυγισμένη στο κάθισμα και τον κώλο της τουρλωμένο. Το περίεργο καφέ αντικείμενο βρέθηκε πάλι στα χέρια του. Στην αρχή την χάιδευε με τις άκρες απ’ τη μέση στην ουρά κι από ‘κει στα κωλομέρια, στη σχισμή, στου γλουτούς. Δεν είδα την απομάκρυνση αλλά σαν σε όνειρο άκουσα ένα βομβώδες ήχο σα να διακοπτόταν η σιωπή της ατμόσφαιρας και οι ουρές κροτάλισαν πάνω στους γλουτούς της. Τούρλωσε τον κώλο της τόσο που ανασηκώθηκαν πιο πάνω οι γλουτοί της. Είχε τόσο όμορφους, καλλίγραμμούς γλουτούς… Αλλά είχα μαγνητιστεί κοιτώντας το παράξενο αντικείμενο, δε μπορούσα να σταματήσω να φαντάζομαι και να επιθυμώ να νιώσω τη λαβή αυτή να γεμίζει το χέρι μου, ήθελα να το νιώσω. Έπεφταν βροχή συνέχεια οι άκρες αυτές στους γλουτούς της, τα χνάρια τους πια αποτυπώνονταν στο δέρμα της, εκείνη έβγαζε μικρές πνιχτές κραυγούλες… Όταν έπεσε για πρώτη φορά στα κωλομέρια της, εκείνη του είπε

    - Σ’ αγαπώ πολύ Κύριε μου, συγνώμη… συγνώμη που σε απογοήτευσα…συγνώμη που σε απογοητεύω

    Τώρα πια το έβλεπα να ανασηκώνεται ως απάνω ψηλά και τα πλοκάμια αυτά να χορεύουν στον αέρα, δε μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του καθώς στο φως της μέρας παιχνίδιζαν οι καφέ βελουδένιες με τις σκούρες δερμάτινες άκρες, πλέκονταν μεταξύ τους και μετά σαν ένα σώμα και πολλά σώματα άγγιζαν το σφριγηλό κώλο, τον χαράκωναν και οι κραυγούλες περιέκλειναν μέσα τους κάτι απ’ αγάπη και κάτι από πόνο…


    Την ανασήκωσε απαλά και μπήκε στο μουνί της πολύ προσεκτικά κι όταν βρήκε τη στάση που να τον βολεύει άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της με φρενιασμένη ταχύτητα. Αισθάνθηκα χωρίς να ξέρω με βεβαιότητα πως όταν κόλλησε πάνω της και της γράπωσε με δύναμη τα βυζιά πιέζοντας τη και καρφώνοντας από κοντά ξανά και ξανά τον πούτσο του μέσα της πως εκείνη έχυνε, του έλεγε και του ξανάλεγε πως τον αγαπάει τον Κύριο της…


    Τα χύσια του ψέκασαν θεαματικά την πλάτη της μέχρι ψηλά στο σβέρκο…


    Πήγαν μαζί στο μπάνιο και άκουγα το νερό και τα ηχηρά φιλιά τους. Δεν έχυσα τελικά όμως ένιωθα μια πλήρωση. Το Αντικείμενο ήταν πάνω στο τραπέζι με τα πλοκάμια του να κρέμονται στο κενό. Ήθελα να το αγγίξω αλλά δεν ήταν δικό μου, το θεωρούσα ιεροσυλία να το κάνω…


    - Αντώνη είσαι δικός μας άνθρωπος

    Δεν καταλάβαινα γιατί έλεγε αυτή τη φράση όμως μέσα μου φούσκωνα, ένιωθα πως είχα κάτι σαν μια πολύ προσωπική σχέση με αυτούς τους δυο ανθρώπους. Ύστερα συνέχισε

    - Για απόψε έχω μια επιθυμία

    -…

    - Κράτα την ηδονή που έχεις αυτή τη στιγμή μέσα σου, άστη να χορέψει, αλλά μην επαναλάβεις ό,τι είδες. Ακόμα δεν είσαι έτοιμος

    - Δεν είμαι;

    - Όχι

    - Δε μ’ εμπιστεύεσαι

    - Όχι ακόμα Αντώνη.


    Η ώρα ήταν εφτά και για να προλάβω να μαγειρέψω, να κάνω μπάνιο και να ντυθώ έπρεπε να φύγω τρέχοντας. Έπρεπε να περάσω κι απ’ το σούπερ μάρκετ.


    Ο Σταύρος καθόταν ακόμα στον καναπέ. Με πήγε η Σπυριδούλα μέχρι έξω και πριν φύγω γύρισε και κοίταξε τον άντρα της, μετά με πλησίασε και μου επανέλαβε κι εκείνη

    - Απόψε άσε την ηδονή να χορέψει μέσα σου


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
    Last edited: 24 Μαρτίου 2018
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Είχα μεγάλες προσδοκίες γι’ αυτό το βράδυ. Απ’ το σούπερ μάρκετ έστελνα παιχνιδιάρικα μηνύματα στη Μάγδα – Ελένη. Έδινα ελπίδες. Με τα χρόνια έχω συνειδητοποιήσει πως κάθε φορά που δίνουμε ελπίδες, είναι γιατί τρέφουμε ελπίδες. Μέσα μου παλλόταν η προσδοκία για ένα ξαφνικό φως που θα φώτιζε όλα όσα δεν καταλάβαινα μέσα μου, στον άνθρωπο που κυοφορούσα και που για πολλά χρόνια, τα λόγια του έμοιαζαν με ακατάσχετο, ανόητο μουρμουρητό. Όταν πριν μερικά χρόνια τον άκουσα για πρώτη φορά δίπλα μου είχα το νεκρό σκυλί μου.


    Είχα ένα θείο που πέθαινε στο νοσοκομείο κάποτε, ο πόνος της ύλης είναι δυσβάσταχτος, αυτός που μας συγκλονίζει τόσο ώστε να ξεχνάμε ότι έχουμε ψυχή, να ξεχνάμε τους δικούς της πόνους, να μοιάζουν αισθητά μικρότεροι, ασήμαντοι. Η απώλεια, η απουσία, η σιωπή, ο βιασμός, το χάος μοιάζουν τότε απειροελάχιστα σαν τα ηλεκτρόνια και όμως διαρκώς γυρίζουν. Αναρωτιέμαι όταν φτάσει η ώρα μου να πεθάνω αν είμαι άρρωστος και πονώ πως θα καταφέρω να σώσω την ψυχή μου, να την έχω εκεί μαζί μου, τρέμω στη σκέψη να μην την έχω, να μην έχω το φίλο μου. Δε με νοιάζει ο θάνατος. Θα έρθει ν’ ανταλλάξει θέση μαζί μου, τη στιγμή που θα μπει εγώ θα βγω. Με νοιάζει ο εαυτός μου να είναι εκεί μαζί μου ως το τέλος. Γι’ αυτό το ταξίδι ετούτο είναι τόσο σημαντικό για ‘μενα. Θέλω να τον καταλάβω όσο ποτέ δεν κατανόησα κανέναν. Ο Αριστοτέλης λέει πως αν η ψυχή μου περάσει σ’ ένα άλλο σώμα μερικές ημέρες μετά αν το πρόσωπο είναι τελείως διαφορετικό απ’ το δικό μου και πάλι θα μοιάζει με ‘μενα, θα με θυμίζει, το πιστεύω. Τη δύναμη της ψυχής τη θέλω, το κλειδί αυτό, είναι το παν για ‘μενα.


    Στο ντουζ καθώς πλενόμουν σκεφτόμουν το ‘’Ο’’, καύλωσα και χωρίς να αυνανίζομαι, κρατούσα με δύναμη τον πούτσο μου απ’ τη βάση του. Η πίεση ήταν αφόρητη και μεγάλωνε την καύλα μου. Καμία παλινδρόμηση δεν έγινε και παρόλ’ αυτά έχυσα μια τεράστια ποσότητα. Παχύρευστα χάνονταν στους στροβιλισμούς στο σιφόνι με τα νερά. Φόρεσα ένα πουκάμισο, μαύρο τζιν και ορειβατικά. Ποτέ δε μου άρεσαν τα πουκάμισα από μέσα. Αν κι έπαιξα με την εικόνα μου με το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι, τελικά το προτίμησα ριχτό.


    Όταν έφτασε έβγαλα απ’ το ψυγείο το Henriques & Henriques και σέρβιρα σε δυο ποτήρια κολονάτα. Τα άφησα πάνω στο πάσο και μισάνοιξα την πόρτα. Γύρισα στην κουζίνα. Άκουγα πίσω μου τακούνια, τη φαντάστηκα να με ψάχνει με το βλέμμα. Να αντικρίζει την πλάτη μου στο νεροχύτη. Γύρισα. Ήταν υπέροχη. Το φόρεμα της έμοιαζε με πίνακα του Νταλί, ένα σχέδιο που δε μπορώ να περιγράψω κι όμως έβγαζε κάποιο νόημα. Κολλητό, κοντό, τα πόδια της λεπτά σαν ξυλάκια κατέληγαν σε δυο δετά πέδιλα με ψηλό τακούνι. Τα νύχια της βαμμένα μαύρα με μια χρυσή τελεία στο κέντρο του καθενός. Έλαμπε το κεφάλι της, τα μαλλιά της ήταν ισιωμένα, το κραγιόν της αχνό. Άφησε το τσαντάκι της, πήρε τα δυο ποτήρια κι ήρθε προς το μέρος μου αργά. Σταμάτησε μπροστά μου και μου πρόσφερε το ένα ποτήρι . Το πήρα. Ήπιαμε. Παγωμένο, με την ποιητική του γεύση, το μόνο ημίγλυκο λευκό που δε μοιάζει με παραφωνία. Φάνηκε η έκπληξη της στη γλυκιά του γεύση, το έπαιξε στα χείλη της. Πήρε τα ποτήρια απ’ τα χέρια μας και τα ‘βαλε δίπλα, το χέρι της άγγιξε το στέρνο μου κι η παλάμη της έμεινε εκεί. Κόλλησε τα χείλη της στα δικά μου, έχωσα τη γλώσσα μου στην άκρη του δικού της, την τράβηξα αμέσως πίσω, τα στόματα της ενωμένα, γέλασε, ήταν ξαφνικό κι αμέσως η γλώσσα μου βρέθηκε ξανά στο στόμα της, πρώτα ρούφηξα τη δική της και της έκοψα το γέλιο, μετά έπαιξα, τη χάϊδεψα, διέτρεξα τα δόντια της.


    Έχωσα το χέρι μου κάτω απ’ το φόρεμα και μέσα απ’ την κιλότα της, βρήκα την τρύπα της αλλά δεν έβαλα το δάχτυλο μου μέσα, ψηλάφισα τα μουνόχειλα κι ύστερα τα ένωσα μεταξύ τους, τα πίεσα το ένα στο άλλο με το πρώτο και το τρίτο δάχτυλο και τότε έφερα το άλλο μου χέρι, με το μεσαίο δάχτυλο κρατώντας ενωμένα τα χειλάκια το πίεσα προς τα μέσα απαλά και αποφασιστικά. Είχε παραδοθεί. Άφησα το δάχτυλο μου μέσα και ανέβασα το άλλο υγρό στην κλειτορίδα της, όσο πιο απαλά μπορούσα τη χάϊδεψα, της βάρεσα δαχτυλοσκάμπιλα, την έτριψα απ’ αριστερά προς δεξιά, τη στιγμή που το άλλο μου δάχτυλο δεν έμπαινε βαθιά στον κόλπο της μα διαρκώς εξερευνούσε τα μουνόχειλα και την αρχή του μουνιού της. Ένιωθα που έπαιζε το βάρος της απ’ το να πόδι στο άλλο, αντιλαμβανόμουν την ανησυχία της. Απέσυρα τα χέρια μου μαλακά. Το ένα χάιδευε τους μηρούς της, το άλλο το ανέβασα πάνω απ’ το φόρεμα σ’ ένα χάδι απ’ την κοιλιά της, τα στήθη της, διαρκώς ανεβοκατέβαινα σ’ αυτά τα σημεία και το άλλο μου χέρι έμενε κολλημένο στο ασανσέρ απ’ τους μηρούς, στον κόλπο, στην κλειτορίδα της.


    Τράβηξα το φόρεμα από πάνω της, έφερα τα χέρια μου πίσω και ξεκούμπωσα το σουτιέν της, δεν ήθελα να σκύψει να βγάλει το βρακί της, μ’ ένα μαχαίρι από δίπλα χωρίς καμιά βιαστική ή απότομη κίνηση το ‘σκισα και το πέταξα πέρα. Την κοίταξα στυλά απ’ το κεφάλι, στα στήθη, στην επίπεδη κοιλιά, το μουνί που γυάλιζε και την κλειτορίδα που ελαφρά πεταγόταν όπως θα φανταζόμασταν ένα διψασμένο πρόσωπο να κοιτά στην έρημο για νερό, τα μπούτια, τις γάμπες και τα πέδιλα με τα δεσίματα τους που φτάνανε ως ψηλά. Άρπαξα τα βυζιά της, τα πίεσα, έσκυψα, το ένα μου χέρι χούφτωνε βαριά και δυνατά το ένα της βυζί και με το στόμα δάγκωνα δυνατά την άλλη της ρώγα. Βογκούσε και το χέρι της αρχικά τρυφερό, τώρα έσκιζε το δέρμα του κεφαλιού μου καθώς σερνόταν. Συνέχιζα, συνέχιζα. Κι ύστερα πήρα το χέρι μου κι άρπαξα δυνατά το μουνί της, ένωσα ξανά τα μουνόχειλα μεταξύ τους και τα τράβαγα μπρος πίσω, πάνω κάτω και δάγκωνα. Δάγκωσα τη μια ρώγα και την άλλη ρώγα, τα βυζιά στη βάση τους, την κοιλιά της γύρω απ’ τον αφαλό, έχωσα τη γλώσσα μου μέσα, τη γύρισα απ’ την άλλη και την έκανα να σκύψει τη μέση της, το κεφάλι της βρέθηκε να ακουμπάει τα πόδια της, τα πόδια της σφιχτά, έβαλα το χέρι μου και δυνατά τα χώρισα μεταξύ τους, έσκυψα, η γλώσσα μου χώθηκε στον κόλπο της, την έβαζα και την έβγαζα γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα και κατά διαστήματα ρούφαγα ό,τι ρουφιόταν. Η γεύση της είχε κάτι μεταλλικό, γλυκό, ξινό μα ωραίο. Ήθελα κι άλλο απ’ αυτό. Απαίτησα με τη γλώσσα μου κι άλλο απ’ αυτό, ενώ το χέρι μου άδραχνε την κλειτορίδα της με τρυφερότητα, η μόνη στην οποία φερόμουν με τρυφερότητα.


    Τη γύρισα στο μέρος μου, την τράβηξα πάνω μου, το βλέμμα της ήταν χωμένο. Άρπαξα πάλι βίαια τα βυζιά της, την ταρακουνούσα απ’ αυτά, την άφησα να στέκεται μπροστά μου, αφού δεχόταν το δάγκωμα μου θα δεχόταν και τα σκαμπίλια μου. Εναλλάξ τα χέρια μου έριχναν χαστούκια στα βυζιά της. Κοφτά, ξυστά και δυνατά. Κοφτά, ξυστά και δυνατά. Μετά τα άρπαξα πάλι, τα πίεσα, έσκυψα ξανά το κεφάλι μου, δάγκωσα, δάγκωσα περισσότερο, ακόμα πιο δυνατά.


    Την πίεσα απ’ τους ώμους προς τα κάτω, έδειξα τα παπούτσια μου. Έλυσε τα κορδόνια, μου τα έβγαλε, μου έβγαλε και τις κάλτσες, όπως ήταν στα γόνατα το πίσω μέρος των πέδιλων ακουμπούσε στο μουνί της, αυτό μ’ ερέθισε κι άλλο. Μου έλυνε τα κορδόνια και το πρόσωπο της ήταν ανασηκωμένο, με κοιτούσε στυλά, καρφωμένη στο βλέμμα μου. Χωρίς να πω τίποτα, μου έλυσε τη ζώνη, ξεκούμπωσε τα κουμπιά μου, κατέβασε το παντελόνι μου και μου έδωσε μικρά φιλιά στα μπούτια, Σηκώθηκε και ξεκούμπωσε το πουκάμισο μου, το έβγαλε, έβγαλε τη φανέλα μου. Έμεινα με το μποξεράκι. Με κοίταζε. Δεν υπήρχε πρόκληση στο βλέμμα της, υπήρχε μόνο ερώτηση. Το βλέμμα της ρωτούσε τι να κάνει, ήθελε εντολή, ήθελε επιβεβαίωση. Τα χέρια μου μανιασμένα εναλλάξ έπεφταν στα βυζιά της, κοφτά, ξυστά, δυνατά. Κοφτά, ξυστά, δυνατά.


    Έβαλα τα χέρια μου στους ώμους της και την πίεσα προς τα κάτω. Όταν οι γάμπες της ακούμπησαν στο πάτωμα, πήγα πίσω της και φρόντισα να τραβηχτούν τόσο οι φτέρνες της ώστε τα τακούνια ν’ απέχουν ελάχιστα απ’ το μουνί της. Πήγα πάλι μπροστά, την κοίταξα. Της έδωσα να πιει κρασί, ήπιε. Της έδωσα να πιει λίγο ακόμα κι ύστερα πήρα το μπουκάλι.

    - Πιες, της είπα

    Ήπιε παραπάνω απ’ το μισό.

    - Κι άλλο

    Ήπιε κι άλλο

    - Άδειασε το

    Το έκανε.

    Πήρα το μπουκάλι και το έβαλα στο πάσο, τον έβγαλα έξω και τη σβέρκωσα, με τα δάχτυλα μου έπιασα τα μάγουλα της και πίεσα αποφασιστικά προς τα μέσα ανάμεσα στις σειρές των δοντιών, το στόμα άνοιξε, την κράτησα εκεί και άνοιξα περισσότερο το χέρι μου, τώρα κρατούσα δυνατά σβέρκο και μαλλιά, ένιωθα να τραβιούνται απ’ τις φύτρες τους, της τον έχωνα μέχρι μέσα, σαν έφτανα στη βάση, πίεζα κι άλλο ώσπου ν’ ακούσω το πνίξιμο της, μετά τον τράβαγα λίγο και της τον ξανάβαζα πάλι μέχρι μέσα ώσπου ν’ ακουστεί ξανά το πνίξιμο, ένιωσα τους σπασμούς του λάρυγγα της, είδα τα δάκρια και τα μάτια της να θολώνουν, τον τράβηξα, της χάιδεψα τα μαλλιά, έσκυψα και τη φίλησα, τράβηξα τη γλώσσα της μέχρι έξω. Τραβήχτηκα, την έπιασα με τα δάχτυλα μου και την κράτησα εκεί, πλησίασα τον πούτσο μου και τον έτριβα πάνω στη γλώσσα της, έβγαλα τα χέρια μου κι γλώσσα έμεινε εκεί, άκαμπτη, στυλά εκεί να τρίβω τον πούτσο μου.


    Δοκίμασα και της τον έβαλα πάλι μέσα στον στόμα, την άφησα να με τσιμπουκώσει με τον τρόπο της. Τη σήκωσα, τη γύρισα απ’ την άλλη, ξανά την έσπρωξα ώσπου το κεφάλι της ν’ ακουμπάει στις γάμπες της. Το χέρι μου έπεφτε δυνατά στα κωλομέρια της ενώ με το άλλο της έβαλα ένα δάχτυλο, μετά δύο, μετά τρία και βρήκα αντίσταση, την άκουγα να βογγάει και το χέρι έφτανε ψηλά και κατέβαινε, όταν είδα τα κωλομέρια της κόκκινα με τα σημάδια μου παντού της τον έχωσα στο μουνί όπως ήταν. Τα χέρια μου στους γοφούς της, έμεινα στητός και την τράβαγα βίαια προς το μέρος μου κι έπειτα την έσπρωχνα μπροστά. Πίσω, μπροστά, πίσω, μπροστά, πίσω, μπροστά. Με έχυσε. Συνέχισα να τη γαμάω με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμιά ευαισθησία. Τη γύρισα στο μέρος μου, την έβαλα να γονατίσει, της τον έβαλα πάνω στο στόμα, μέσα στο στόμα, τον κράτησα όπως στο ντουζ, πιέζοντας τη βάση μου με δύναμη, τα χύσια μου εκτοξεύτηκαν βαθιά στο στόμα της, τα κατάπιε όλα.


    Της φόρεσα μια φόρμα μου χωρίς βρακί και μια φανέλα που της ερχόταν μεγάλη, φόρεσα κι εγώ τις φόρμες μου, την πήρα αγκαλιά και κοιτάγαμε την ξυλόσομπα. Χώθηκε στην αγκαλιά μου, τα χέρια της με χάϊδευαν. Μόλις ζεστάθηκα, σηκώθηκα, την πήρα απ’ το χέρι και την έβαλα να καθίσει στο τραπέζι. Της σέρβιρα στο πιάτο, σέρβιρα και το δικό μου. Έμεινα μπροστά της, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε, τη φίλησα απαλά στα χείλη. Φάγαμε.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Τη Μάγδα – Ελένη δεν την ξαναείδα. Τα τηλεφωνήματα μου δεν τα σήκωνε, τα μηνύματα μου έμεναν αναπάντητα. Το επόμενο πρωί της είχα τηλεφωνήσει απ’ το εργοτάξιο. Η πρώτη κλήση θυμάμαι, άκουσα όλους τους χτύπους ώσπου βγήκε τηλεφωνητής. Μετά με τη φούρια της δουλειάς το ξέχασα. Το απόγευμα πια, ξανατηλεφώνησα. Πάλι τηλεφωνητής. Απ’ το δρόμο τηλεφωνούσα συνεχώς. Τηλεφωνητής, τηλεφωνητής, τηλεφωνητής στη νιοστή. Το βράδυ πίνοντας τσάι με μπράντι, άφαγος της έστειλα ένα μήνυμα που πιστεύω ήταν τρυφερό, είχε και κάτι από προσποίηση. Ήρθε η αναφορά και τίποτα περισσότερο. Ως το βράδυ έστειλα κι άλλα μηνύματα. Καμιά διαφορά. Τις μέρες που ακολούθησαν σε κάθε ευκαιρία έστελνα μήνυμα ή έπαιρνα τηλέφωνο, τίποτα δεν άλλαξε. Φαντάζομαι θα μπορούσα να έχω τηλεφωνήσει από άλλο νούμερο, ή απόρρητο, όμως αυτός δεν ήταν ο δικός μου τρόπος. Χρησιμοποιούσα το δικό μου νούμερο πάντα. Σταμάτησα να παίρνω. Κι ο Σταύρος με ρωτούσε, αλλά υποπτευόμουν πως ρωτούσε για ‘μενα κι όχι από ενδιαφέρον για ‘κεινη, ή για περιέργεια.


    Δεν ήμουν σίγουρος πόσο πολύ με είχε πειράξει, το βαθμό που είχα επηρεαστεί, ώσπου έλαβα το επόμενο φωτομήνυμα της Βάλιας, με τις νέες περιπτύξεις της. Δε με ένοιαξε καθόλου, δεν αισθάνθηκα ούτε την παραμικρή ενόχληση. Κάπου κάπου ακόμα τηλεφωνούσα στη Μάγδα – Ελένη. Τηλεφωνητής κάθε φορά.


    Είχαμε κανονίσει απ’ την αρχή της εβδομάδας πως το Σαββάτο που ήταν τα γενέθλια μου θα τα περάσω στο σπίτι της Σπυριδούλας και του Σταύρου, του Σταύρου και της Σπυριδούλας. Η διαφορά αυτή ήταν μεταξύ τους, εγώ την επεσήμανα στον εαυτό μου, γιατί… δεν ξέρω γιατί… γιατί δεν ήξερα πως αλλιώς να διασκεδάσω την κακεντρέχεια που αισθανόμουν προς τον εαυτό μου.


    Ήταν μάλλον έμπνευση της στιγμής και κανονίσαμε να πάμε μαζί κι οι τρεις στο σούπερ μάρκετ για να ψωνίσουμε για το τραπέζι, αλλά κι ο καθένας τα του σπιτιού του. Τα μικρά μέρη το έχουν αυτό, στα φιρμάτα σούπερ μάρκετ, αργά ή γρήγορα όλοι συναπαντούνται. Είδα την πλάτη της Μάγδας – Ελένης ανάμεσα στις φέτες και το Κατίκι. Ίσως να χλώμιασα ή το βλέμμα μου να έγινε έντονο. Το χέρι του Σταύρου ακούμπησε απαλά στον πήχη μου και την κοίταξε κι εκείνος. Η Σπυριδούλα που κοίταγε τα βιολογικά μόλις που αντιλήφθηκε. Επιτόπου, ήρθε μπροστά μας και μας έκοψε τη θέα. ‘’Φύγετε’’ είπε. Χωρίς πολλά λόγια ζήτησε να γυρίσουμε σπίτι τους και να την αφήσουμε μόνη της να ψωνίσει. Ένα λοξό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του Σταύρου, ένα καταφατικό νεύμα της έκανε που είχε κάτι από καμάρι στον πυρήνα του. Με τράβηξε και φύγαμε.


    Στο σπίτι τους μόνος μου έβαλα ένα ουίσκι στον εαυτό μου κι ας ήταν νωρίς το μεσημέρι. Δεν ήμουν πότης, ούτε μεθούσα, τουλάχιστον όχι εύκολα. Εκείνη την ώρα όμως μπορούσε να με χαλαρώσει. Ο Σταύρος μου έκανε παρέα. Πρότεινε να κοιμηθούμε καμιά ώρα. Μ’ έστειλε στο μικρό υπνοδωμάτιο που είχανε. Εκείνος θα ξάπλωνε στον καναπέ.


    Ξύπνησα αργά το απόγευμα, ίσα που διέκρινα ανάμεσα στα κενά του πατζουριού λίγο φως. Άκουγα από μέσα ήχους κουζίνας και ομιλίες συγκεχυμένες. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, τις μέρες που δεν είχα σχολείο και κοιμόμουν ως αργά. Ξυπνούσα μ’ αυτούς τους ήχους. Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στην ψυχή μου αυτόματα. Ο ύπνος έφυγε και μαζί η θολούρα, το χαμόγελο με δάγκωσε, θυμήθηκα πως όλοι ήταν νεκροί. Σηκώθηκα, κούμπωσα το παντελόνι μου που είχα ξεκουμπώσει προτού κοιμηθώ, αλλά δε φόρεσα τη μπλούζα μου, έμεινα με το φανελάκι, μοναχά την έσυρα μαζί μου στο σαλόνι.


    Κάθισα στο πάσο. Η Σπυριδούλα κοίταζε κάτι που ψηνόταν στο φούρνο, ο Σταύρος μου πρόσφερε καφέ. Απολάμβανα τη σιωπή μεταξύ όλων μας, ήταν φιλική σιωπή. Την αγαπούσα αυτά τα λίγα λεπτά που την είχα. Η Σπυριδούλα γύρισε, χαμογέλασε κι έστριψε τσιγάρα για τους τρεις μας. Ύστερα πήγε στο στερεοφωνικό, διάλεξε ένα δισκάκι και μετά με τα πρώτα ακόρντα αναγνώρισα το Of Stone, Wind and Pillor, των Agalloch. Ο Σταύρος, πλησίασε και πείραξε το bass και το tremble.


    Με τη σειρά κάναμε όλοι μπάνιο, το ζεστό νερό σπίτι τους πρέπει να ήταν άφθονο. Έμεινα ώρα από κάτω. Συναντηθήκαμε όλοι φρεσκοπλυμένοι και ντυμένοι με καθαρά ρούχα στο σαλόνι. Ο Σταύρος σέρβιρε ουίσκι σε όλους μας και καθίσαμε στους καναπέδες πάνω που έμπαινε το On whom the moon doth shine των Theater of Tragedy.


    Η πόρτα χτύπησε τη στιγμή που τελείωνε το Like light to the flies των Trivium. Κοίταξα με απορία αλλά χωρίς ενδιαφέρον το Σταύρο που με κοίταξε κοφτά. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα κάτω απ’ την προστασία του και πως ό,τι κι αν γινόταν απόψε θα χρειαζόμουν την έγκριση του έστω και μέσα απ’ το βλέμμα του. Στο άνοιγμα είδα το κεφάλι της γερτό να με κοιτάει απ’ την είσοδο κι άκουγα τους Cure να τραγουδούν για τη Strange day τους.


    Η βραδιά δεν τράβαγε, έτσι φαινόταν στα μάτια μου. Ο Σταύρος είχε αποσυρθεί σε μια στάση διαιτητή, η Σπυριδούλα έκανε το συντονιστή κι η Μάγδα – Ελένη περιέφερε το βλέμμα της παντού, εκτός από ‘μενα. Ο Σταύρος σηκώθηκε, άλλαξε δισκάκι, περίμενα να βάλει κάτι απαλό, όταν δυνάμωσε την ένταση τόσο πολύ που πόνεσαν τα αυτιά μου και ξεκίνησε το Ride των Testament. Για όσο διήρκεσε κανένας δε μιλούσε και κανένας δεν κουνιόταν, πέρα απ’ το Σταύρο που στεκόταν όρθιος δίπλα στο στερεοφωνικό και φαινόταν πολύ απειλητικός. Μόλις το τραγούδι τελείωσε, απότομα έκλεισε τη μουσική, αποφασιστικά πήγε στην πόρτα και την κλείδωσε. Πήρε το κινητό μου, πήρε το κινητό της, τράβηξε τη γυναίκα του προς τα δωμάτια μέσα, έκλεισε τη μεσόπορτα και μας άφησε εκεί, τη Μάγδα – Ελένη να κοιτάει τα παπούτσια της κι εμένα να στρίβω ένα τσιγάρο που όλο μου ‘πεφτε κάτω το φιλτράκι.


    Απ’ τα δωμάτια μέσα ακούστηκε σε χαμηλή ένταση ένα κομμάτι απ’ τα πολύ αγαπημένα μου που θα αναγνώριζα παντού το Deathrow και αμέσως μετά το Fourth Dimension των Hypocrisy. Δε μου απέσπασαν την προσοχή, αλλά μου έδωσαν δύναμη. Ο Σταύρος ήξερε πόσο τα αγαπούσα. Μετακόμισα στον καναπέ δίπλα της. Της έπιασα τα χέρια πολύ απαλά.


    - Πες μου

    - Χρόνια πολλά

    - … ευχαριστώ


    Σιωπή ακολούθησε που διακοπτόταν μόνο απ’ τη μαγεία του Cry of silence. Καμιά κοπέλα μου ως τώρα δεν είχε σιγοτραγουδήσει τη μελωδία του. Την άκουγα να μουρμουρίζει, ένα χαζό χαμόγελο μου ήρθε στα χείλη που της άρεσαν οι Draconian… άλμα; Αφαιρετική σκέψη; Διάθεση για ελλείψεις; Δεν ξέρω. Μα μας σκέφτηκα στο κρεβάτι να ξυπνάμε τα πρωινά με Draconian, Kataklysm , Empyrium. Χαζά σκεφτόμουν, χαζά γελούσα. Και τότε το μυαλό μου, με σάρκασε, μου είπε πως αυτά δεν είναι σκέψεις, είναι όνειρα, ελπίδες, προσδοκίες, πλαναισθήσεις κι αντί να διαλύσει τη διάθεση μου, το χαμόγελο μου έγινε ισχυρότερο και τότε ξαναμπήκε το Deathrow και έκανα το μοναδικό που είχε οποιαδήποτε αξία: πήρα το πρόσωπο της στα χέρια μου και την κοίταξα μες στα μάτια.

    - Πες μου

    Ταρακουνήθηκε, πήγε να μου φύγει. Εκεί! Την κράταγα εκεί.

    - Πες μου

    Ούτε λέξη.


    Σηκώθηκα, το πήρα απόφαση κι ετοιμάστηκα να πάω να φωνάξω το Σταύρο να ξεκλειδώσει

    - Γιατί μου φέρθηκες έτσι;

    Ακούστηκε τόσο χαμηλόφωνα. Συνέχισε

    - αυτό σου βγάζω δηλαδή;

    Είχα πάρει την απόφαση μου, ήθελα να ζήσω αυτό στο οποίο μπήκα και τίποτα άλλο, δε μου έκανε αυτή, θα έβρισκα άλλη

    - Ναι αυτό μου βγάζεις.

    - Δηλαδή;

    - Να σε έχω, να κατευθύνω, να σε προστατεύω. Δώσε μου το έλεγχο.

    - Τον είχες

    - Και δε σ’ άρεσε;

    - Φοβήθηκα

    - Εμένα;

    - …

    - Τι;

    -…

    - Πες μου τι

    -…

    -...

    Νόμισα πως η σιωπή θα συνεχιζόταν μα τότε είπε

    - Εμάς. Εμάς μαζί. Με πας. Με πας κι εγώ θέλω να σ’ ακολουθήσω. Να σ’ ακολουθήσω μωρό μου ως … όπου πάει και … και φοβάμαι

    - Άσε με να σε πάω

    - Δε μπορώ

    - Αφού είπες

    - Φοβάμαι δε μπορώ να το νικήσω

    - Σου έλειψα;

    - Ναι

    - Πόσο;

    - …

    - Πονάει η ψυχή σου; Αναρωτιέμαι αν έχεις ιδέα πως ήταν για ‘μενα και…

    - Όχι εσύ δεν έχεις ιδέα! Εσύ και μόνο εσύ. Εγώ; Σου μιλάω τόση ώρα, σε είπα μωρό μου και δε μ’ ακούς, ακούς μόνο τον εαυτό σου. Αυτό όλο που έγινε, φοβήθηκα. Ήμουν στα χέρια σου. Ήμουν εκεί στα χέρια σου και θα σ’ άφηνα να με σπάσεις, ήθελα! Ήθελα να με διαλύσεις και όλη εκείνη την ώρα σ’ εμπιστευόμουν. Και τη στιγμή που με έντυσες, όταν με πήρες αγκαλιά και μετά με πήγες και με έβαλες να φάω σε κοίταξα και το μόνο που ήθελα ήταν να με πας μέσα και να μου το κάνεις πάλι. Φοβάμαι. ΦΟ-ΒΑ-ΜΑΙ!

    - Φοβάσαι εμάς μαζί είπες

    - Φοβάμαι που σου αφήνομαι. Φοβάμαι το βλέμμα σου και φοβάμαι γιατί όσο με πονούσες, ήθελα να πονάω, ήθελα να πονέσω πιο πολύ γιατί το έβλεπα στα μάτια σου, έβλεπα να γίνονται τεράστια και αυτό μέσα σου με έκανε να θέλω να σου δώσω κι άλλο. Θα μπορούσα να πέσω στο πάτωμα, ήθελα να με πατήσεις, να με βρίσεις, να με διαλύσεις, αρκεί να βλέπω αυτό στα μάτια σου. Και πριν σου είπα ψέματα. Όταν με έντυσες ήθελα να πάρω το μαχαίρι σου και να τα ξεσκίσω από πάνω μου και να ξεσκίσω και τα δικά σου, ήθελα να σε χτυπήσω, ήθελα να σε πιέσω, ήθελα να το δεις εσύ σ’ εμένα και ΦΟ-ΒΗ-ΘΗ-ΚΑ

    -…

    - Δε μιλάς τώρα; Γιατί δε σηκώνεσαι πάλι να φύγεις; Φοβάσαι εσύ τώρα; ΘΕΛΩ. Θέλω να σου κάνω ό,τι μου ‘κανες και να το θες κι εσύ. Θέλω να μου κάνεις και να σου κάνω. ΦΟΒΑΜΑΙ. Θέλω εσύ να μου το ζητήσεις. Θέλω εσύ να με κατευθύνεις και να μου ζητήσεις να σε πονέσω. Θέλω. Θέλω και φοβάμαι.


    Ήμυον έτοιμος να κλειστώ στον εαυτό μου, βρισκόμουν σ’ ένα τρομερό αδιέξοδο. Ήθελα. Ό,τι μου έλεγε το ήθελα και την ίδια στιγμή δε μπορούσα γιατί μέσα μου αισθανόμουν πως θα απογοητευόταν μαζί μου ο Σταύρος. Δε θα είχα τον έλεγχο, τον έχανα. Δεν ήξερα τι να κάνω.


    Μείναμε εκεί στις σιωπές μας.


    Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασαν.


    Τα παιδιά ήρθαν μέσα. Δεν περίμενα αυτό που ακολούθησε.


    - Σας άκουγα.

    Ήρθε με τη Σπυριδούλα κρατώντας ένα μεσαίου μεγέθους κουτί και με έσπρωξαν προς το μέρος της, κάθισαν δίπλα μας. Η Σπυριδούλα μου έδωσε το κουτί. Ο Σταύρος, είπε

    - Η Σπυριδούλα πιστεύει πως το κόκκινο είναι χρώμα που σ’ αρέσει. Άσε τη Μάγδα – Ελένη να το ανοίξει για ‘σενα.

    Τη στιγμή που έβγαινε το καπάκι, η Σπυριδούλα με φίλησε στο μάγουλο, ο Σταύρος είπε

    - Χρόνια σας πολλά

    Εκεί ήταν… μαύρη λαβή με κόκκινες γραμμές να σχηματίζουν χιαστές κι άκρες διπλωμένες νωχελικά στο πλάι… κόκκινες βελουδένιες και μαύρες δερμάτινες.


    ΤΕΛΟΣ
     
    Last edited: 26 Μαρτίου 2018
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor



    Υποκλίνομαι.
     
  5. Christos_89

    Christos_89 New Member

    Αν και με λύπησε το "ΤΕΛΟΣ" σου βγάζω το καπέλο αγαπητέ μου και ελπίζω να μοιραστείς ξανά μαζί μας κάποια από τις εμπειρίες σου με αυτόν τον θαυμάσιο τρόπο.
     
  6. red&black

    red&black Ότι δεν είναι "ξεκάθαρο" μας γίνεται "εμμονή"...

    Πόσο τέλειο...

    Εννοείται ότι περίμενουμε το επόμενο...