Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Οι ιστορίες του Μπαρμπαλιάκου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 26 Μαρτίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Μερικές ιστοριούλες...

    "Ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός."


    Ένα παραμύθι πάντα θέλει το ποιηματάκι του…


    Και ένα ποιηματάκι θέλει ένα κορίτσι να το απαγγείλει…


    Εμπρός λοιπόν μικρούλα μου…





    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Έχασα την έξοδο και τώρα πως θα βγω


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Που βρίσκομαι ρωτάω, κανείς δεν είναι δω





    Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας άντρας. Ο ήρωας του παραμυθιού μας. Δεν βρισκόταν σε παλάτι. Μα ούτε σε μάχη μυθική. Κλεισμένος στεκόταν σε ένα δωμάτιο. Δίχως έπιπλα. Δίχως τίποτα στους τοίχους. Δίχως αντικείμενα εκεί μέσα, δίχως παράθυρα και δίχως καμιά άλλη συντροφιά.





    Μια πόρτα μονάχα στεκόταν μπροστά του και έκρυβε καλά τα μυστικά της. Μία λάμπα φώτιζε τα πάλκο και ο ήρωας την κοιτούσε σκεφτικός.





    Δεν θυμόταν να την είχε ανάψει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και να πατάει τον διακόπτη. Γυρνάει και ψάχνει τον διακόπτη. Πουθενά. Ψάχνει όλους τους τοίχους. Τίποτε κανένα ίχνος. Ξανακοιτά την λάμπα. Ξύνει το πηγούνι του απορημένος. Γυρνά το βλέμμα του προς την πόρτα.




    Μάλλον απ’ έξω θα ανάβει το φως. Πλησιάζει την πόρτα. Αγγίζει το χερούλι, μα δε το γυρνά. Κάτι τον βαστάει. Τραβάει το χέρι του.





    Τι κάνω εδώ; Πως βρέθηκα εδώ; Προσπαθεί να θυμηθεί, αλλά δε τα καταφέρνει. Θυμάται…





    Το δωμάτιο. Το δωμάτιο με την πόρτα στην πλάτη του. Το δωμάτιο με την πόρτα στα αριστερά και μετά στα δεξιά. Το πάτωμα. Το ταβάνι. Την λάμπα. Την πόρτα. Τίποτα άλλο. Προσπαθεί τρίβει το κεφάλι του, μα καμιά εικόνα δεν εμφανίζεται μπροστά του. Κοιτάει το χέρι του. Δεν φοράει το ρολόι.





    Τι ώρα είναι; Γιατί είμαι εδώ; Ήρθα ή με ‘φεραν; Κοιμόμουν; Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ;





    Κοιτάει τα ρούχα του. Φόρμες. Αθλητικά παπούτσια. Βάζει τα χέρια του στις τσέπες. Άδειες. Στέκεται ξανά και προσπαθεί να θυμηθεί. Μυρίζει το σώμα του. Βάζει τα χέρια στα μαλλιά του, τα τρίβει και μυρίζει τα δάχτυλα του. Ουδέτερη οσμή. Κοιτάει προς την πόρτα για λίγα δευτερόλεπτα και μετά κινείται προς αυτήν. Πιάνει το χερούλι το γυρνάει.





    Ξεκλείδωτη. Ανοίγει την πόρτα και ένα ρεύμα καυτού ανέμου τον χτυπάει απότομα. Πρώτα ο άνεμος και μετά το εκτυφλωτικό φως της ερήμου. Γουρλώνει τα μάτια στην εικόνα που ξετυλίγεται μπροστά του. Χιλιόμετρα καυτής άμμου και χιλιάδες, εκατομμύρια φίδια που σέρνονται πάνω της βιαστικά, λες και αν σταματήσουν θα γίνουν με μιας θύματα της…





    Έλα μικρό μου κορίτσι φόρα του φουστάνι σου και χόρεψε για τους καμένους…





    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Έσβησα το φως και κάνω γκριμάτσες στο σκοτάδι


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Άνοιξε πόρτα και χάσου για πάντα στο λιβάδι





    Κλείνει την πόρτα τρομοκρατημένος και κάνει ένα βήμα πίσω. Κι άλλο ένα κι άλλο ένα…




    Τι στο διάολο; Που βρίσκομαι; Πως είναι δυνατόν; Κοιτάει γύρω του και δε μπορεί να το πιστέψει. Κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο, στη μέση της ερήμου.




    Μα πως; Κοιτάει τον τοίχο. Πλησιάζει και απλώνει το χέρι του και προσεκτικά σα να φοβάται μήπως το χάσει τον αγγίζει.




    Δροσερός. Πως; Ο τοίχος στον ήλιο; Πως; Εκτός... Σε μία θερμοκρασία 50 και πλέον βαθμών ένα δωμάτιο με το κρέας μέσα, φούρνος θα ήταν. Εκτός αν το δωμάτιο δεν είναι μόνο του. Εκτός αν συγκρότημα στη μέση της ερήμου συντροφεύει τους τοίχους του.





    Υπάρχουν και άλλοι. Δεν είμαι μόνος. Γιατί είμαι εδώ αυτοί θα ξέρουν. Θα πρέπει να βγω έξω για να μάθω. Δύο βήματα και στην πόρτα πάλι φτάνει.





    Και τα φίδια; Πρέπει να βγω έξω για να μάθω. Θα υπάρχει κάποιος τρόπος. Το χερούλι πάλι γυρνάει. Ανοίγει μία χαραμάδα και δεν βλέπει τίποτα. Ανοίγει λίγο περισσότερο και παγωμένο αγέρι τρυπώνει σαν κλέφτης. Ανοίγει περισσότερο και μένει παγωμένος.





    Άγρια, παγωμένη, μαύρη και φουρτουνιασμένη, η θάλασσα έχει καταπιεί το τοπίο και ασελγεί ανήθικα με τον λιγοστό ουρανό που απομένει. Κύματα θεόρατα προσπαθούν να φτάσουν ως την πόρτα και να την αγγίξουν. Στέκεται μερικές δεκάδες μέτρα από πάνω της, αλλά δε μοιάζουν αρκετά. Θηρίο που λαχταρά να βυθίσει τα υγρά της δόντια πάνω του. Στέκεται εκεί υπνωτισμένος και κάνει ασυνείδητα ένα βήμα προς τα έξω. Τα χέρια του μαγκωμένα σαν να έχουν την δική τους βούληση τον κρατάνε καθώς το ένα του πόδι αιωρείται στο κενό. Ο θόρυβος πέφτει και η θάλασσα χαμηλώνει. Υποχθόνιοι οι τρόποι και οι σκοποί της.





    Βγάζει το κεφάλι του προς τα έξω και κοιτάει. Όσο πιάνει το μάτι του η εικόνα μία. Θάλασσα ως τα πέρατα του κόσμου. Στρέφει και κοιτάει προς τα πίσω και μια εικόνα του κόβει την ανάσα…





    Πανικόβλητος πηδάει προς τα πίσω και κλείνει την πόρτα. Πέφτει πάνω της λυγίζει και την σπρώχνει με δύναμη φωνάζοντας. Με το σώμα του την σφαλίζει και την κρατά κλειστή τρομοκρατημένος, ενώ σπασμοί κάνουν το κεφάλι του να χτυπά στο ξύλο.





    Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν. Δεν υπάρχει δωμάτιο, δεν υπάρχει τίποτε. Μία πόρτα στο ΚΕΝΟ!!!




    Και τώρα γλυκό μου κορίτσι βγάλε το φουστάνι σου και κατέβα στο κοινό…





    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Ζητιανεύω τα μικρά σας υπολείμματα


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Της αγάπης και του μίσου σας τα κρίματα





    Τον αφήνω να ηρεμήσει. Να κοιμηθεί. Τον βάζω σε μία στάση εμβρυακή. Μέσα στον ύπνο του το προστάζω να κλάσει, να κλάψει, να φτερνιστεί και να τελειώσει. Χαμογελώ ικανοποιημένος και τον ξυπνάω…





    Ο άντρας σηκώνεται και είναι πιο ήρεμος. Κοιτάει προς την πόρτα και τραβιέται ασυναίσθητα. Κοιτάει προς το εσωτερικό του δωματίου. Κοιτάει προς την λάμπα, προς τους τοίχους, προς το πάτωμα και ξαφνικά κοιτάει προς τα πάνω. Αμφισβητεί…





    Αληθινό; Δεν είναι λογικό. Κοιμάμαι; Έχω παραισθήσεις; Της φαντασίας μου; Με παρακολουθούν; Σκέψεις που σπέρνουν σε έδαφος εύφορο και δέντρα γίνονται.





    -Με ακούει κανείς; Η φωνή αντηχεί και χάνεται.


    -Είναι κανείς εδώ; Η φωνή είναι δυνατή. Πλησιάζει την πόρτα και φωνάζει με όλη του τη δύναμη.


    -Είναι κανείς εδώ;;;; Πριν τελειώσει την φράση, σβήνω τον ήχο. Σαστίζει. Ανοίγει το στόμα και ξαναφωνάζει. Δεν ακούγεται το παραμικρό. Σηκώνει το χέρι και χτυπάει με δύναμη την πόρτα. Απολύτως τίποτα. Φέρνει τα δάχτυλα κοντά στο αυτί, πιέζει με δύναμη τα δύο και τα αφήνει απότομα. Απελευθερώνω τον ήχο. Το ακούει και χαμογελάει.





    Γυρνάει πάλι το κεφάλι του προς τα πάνω και ξαναμιλάει.


    -Ποιος είναι; Περιμένει και ξαναρωτάει. Το ίδιο ακριβώς. Μετακινείται και επαναλαμβάνει την ερώτηση προς όλες τις κατευθύνσεις.





    Τον κοιτάω και περιμένω. Συνεχίζει για λίγο ακόμα και σταματάει. Προς την πόρτα…





    Γυρνάει και πάει πάλι προς την πόρτα. Πιάνει το χερούλι και το ανοίγει και εγένετο Φως…





    Φωτιά. Λάβα. Φλόγες που τυφλώνουν. Φλόγες ικανές να προλάβουν ακόμα και την στιγμή. Να την ρευστοποιήσουν και να την μετατρέψουν σε αέρια. Φλόγες που παίζουν με τα χρώματα και τους ήχους. Δεν επιτρέπω την κάψα να τον αγγίξει. Θα τον έλειωνε σαν κερί πιο γρήγορα και από την εκπνοή του οργασμού. Αυτό του βάζει ιδέες και δείχνει να το σκέφτεται. Πέτα την μπλούζα σου…





    Τα μάτια του λάμπουν καθώς η ιδέα γεννιέται μέσα του. Βγάζει το πάνω μέρος από τη φόρμα του και το κρατάει. Δείχνει να το σκέφτεται. Ενδιαφέρον…





    Το πετάει μέσα. Με δύναμη μα όχι απρόσεχτα. Σα γεράκι που βουτάει και ανεβαίνει απότομα προς τα πάνω, πύρινο ρεύμα το καταβροχθίζει και χάνεται, αφήνοντας ένα μόνο ήχο, σαν ίχνος. Σαν φτερά που χτυπούν με δύναμη.





    Κλείνει την πόρτα. Όχι απότομα. Απαλά. Και αμέσως την ξανανοίγει…




    Τι σημαίνει, δε έδινε το πλήθος; Δεν μάζεψες σχεδόν τίποτα φθηνό μου πουτανάκι. Γδύσου…





    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Λουλούδι γυμνό λουλούδι υγρό τα πόδια σας να πλύνει


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Με την βία ερεθισμένο τις σταγόνες σας να πίνει





    Ένα στόμα πελώριο, με δόντια μεγάλα σαν κορμοί μικρών δέντρων…





    Κλείνει και ξανανοίγει…





    Μία ορδή βαρβάρων που επιτίθεται…





    Κλείσιμο. Άνοιγμα.





    Ελέφαντες πανικόβλητοι τρέχουν προς την είσοδο τσαλαπατώντας τα πάντα…





    Κλείσιμο. Άνοιγμα.





    Ένα δωμάτιο, ίδιο σαν αυτό που βρίσκεται, αλλά με δύο πόρτες. Δίχως να το σκεφτεί μπαίνει μέσα.





    Ανοίγει και τις δύο. Δωμάτια με τέσσερις πόρτες. Και τις τέσσερις…


    Σκαλιά. Διαλέγει μία στην τύχη και ανεβαίνει. Μία καταπακτή. Τη σηκώνει και βγαίνει στο κέντρο μίας τεράστιας σάλας. Χιλιάδες πόρτες, η μία δίπλα από την άλλη τον περιτριγυρίζουν ακίνητες, έτοιμες να του ανοίξουν. Κάνει ένα βήμα εμπρός και αυτές ένα πίσω και διπλασιάζονται.





    Άλλο ένα και άλλο ένα αυτές. Διπλάσιες πάλι στο πλήθος και επιφυλακτικές. Στέκεται. Γυρνάει γύρω από τον κορμό του, διαλέγει και εφορμά. Χάος…





    Οι πόρτες ξεκολλάνε από τον τοίχο δίχως να αφήσουν τρύπα πίσω τους, βγάζουν πόδια και αρχίζουν να τρέχουν άναρχα δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να ξεφύγουν. Φτάνει σε μία και κάνει βουτιά. Καταφέρνει και του ξεφεύγει. Ανακάθεται και τις κοιτάει. Άλλες φτάνουν στον τοίχο και πέφτουν πάνω του, άλλες μπουρδουκλώνονται και προσγειώνονται η μία πάνω στην άλλη. Μία αποφασίζει να κρυφτεί πίσω από μία άλλη, μία τρίτη ακολουθεί το παράδειγμα της δεύτερης, μία τέταρτη το ίδιο και ξαφνικά όλες μαζί ακολουθούν την ίδια στρατηγική. Μία τεράστια ουρά από πόρτες που στέκονται η μία πίσω από την άλλη, στέκονται όρθιες στη μέση της σάλας. Τις βλέπει και χαμογελάει.





    Σηκώνεται αργά και τινάζει δήθεν αδιάφορα το παντελόνι της φόρμας του. Οι πόρτες τον κοιτούν έτοιμες να το βάλουν στα πόδια έτσι και κινηθεί προς το μέρος τους. Λυγίζει την μέση, αλλά όχι και τα γόνατα του και πιάνει τα κορδόνια του παπουτσιού του. Τα λύνει. Τα χαλαρώνει και δίχως να φαίνεται απελευθερώνει το πόδι του από μέσα. Τραβάει το πόδι του προς τα πίσω, μαζί με το παπούτσι και με δύναμη το εκσφενδονίζει κατά πάνω τους.





    Αυτό δε το περίμεναν. Η πρώτη κάνει ένα τρομαγμένο βήμα και χτυπάει την πίσω της και ξεκινούν να πέφτουν. Η μία μετά την άλλη. Σαν ντόμινο. Με ήχους ξύλου που σπάει, σε μία αλυσίδα όμοιων και επαναλαμβανόμενων πτώσεων. Πριν ολοκληρωθεί ακόμα το ντόμινο έχει ήδη φτάσει στην πρώτη πόρτα που κουνάει τα πόδια τρομοκρατημένη, προσπαθώντας να σηκωθεί. Την πιάνει, την στυλώνει και την ανοίγει. Και βρίσκει εμένα να τον περιμένω σε μία πολυθρόνα, στο κέντρο του δωματίου που τον υποδέχθηκε στην αρχή.





    -Καλώς τον. Απορία…


    -Πέρνα μέσα. Θα μπει και θα κλείσει την πόρτα πίσω του.


    Μπαίνει και κλείνει την πόρτα πίσω του…





    Είσαι έτοιμη καλή μου για τη μικρή σου την παράσταση;





    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Ήρθε η ώρα τις βρωμιές του συντηρητισμού στο αιδοίο μου να φέξω.


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Την παρθένα, την μαριονέτα, την πουτάνα, το αντικείμενο να παίξω.





    Με κοιτάει όπως θα ήθελα να με κοιτάξει. Με επιφύλαξη, ζυγίζοντας την εικόνα, τις κινήσεις μου, αυτόν που θεωρεί ως αντίπαλο του.





    -Ποιος είσαι;


    Τον κοιτώ και συνειδητοποιώ πως ο διάλογος ακόμα και με τον εαυτό μου δε θα είναι τόσο εύκολος.





    -Ένας συγγραφέας. Ένας απλός συγγραφέας, τίποτε περισσότερο.


    Κάνει ένα βήμα προς τα δεξιά και μου γυρνάει την πλάτη.





    -Και εγώ ποιος είμαι; Στρέφει πάλι το κεφάλι του προς εμένα. Το χαμόγελο μου είναι αυθόρμητο.





    -Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής. Ο ήρωας της ιστορίας μου.





    Η σύγχυση ανάγλυφη στο πρόσωπο του.





    -Δε καταλαβαίνω… Παίζω στην ιστορία που έχεις γράψει; Πώς; Είμαι ηθοποιός;





    Σηκώνομαι, τον πλησιάζω και τον αγγίζω.





    -Πόσα δάκτυλα έχεις; Κοιτάει τα χέρια του.





    -Εεε δέκα. Στα χείλια του, η απορία.





    -Για ξανακοίταξε. Ασυναίσθητα κατεβάζει το κεφάλι του, κοιτάει και πετάγεται προς τα πίσω τρομαγμένος.





    -Τώρα δώδεκα. Τραβιέται προς τα πίσω, κρατώντας μακριά από το σώμα τις παλάμες του. Τα φοβάται.





    -Τι μου έχεις κάνει; Τι μου έχεις δώσει; Είμαι ναρκωμένος, τι συμβαίνει; Χαμηλώνω ελαφρώς τον τόνο της υστερίας στην φωνή του. Τώρα είμαστε καλύτερα.





    -Δεν υποδύεσαι. Είσαι ο χαρακτήρας που γεννήθηκε μέσα στην φαντασία μου και αποτυπώθηκε στις σελίδες ενός μικρού διηγήματος. Τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, η σωματική σου υπόσταση είναι αυτή που καθορίζω εγώ, σε αυτή την ιστορία. Οι σκέψεις σου, τα αισθήματα σου, η δράση σου, ακόμα και οι αντιδράσεις σου σε αυτά που συμβαίνουν δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα δημιούργημα της δικής μου φαντασίας.





    -Μα δεν είναι δυνατόν. Είμαι εδώ. Είσαι εδώ. Ο ένας απέναντι από τον άλλον. Δεν μπο…





    -Τι χρώμα μαλλιά έχεις. Με κοιτάει σα να είμαι παλαβός. Ανοίγει το στόμα για να απαντήσει και το ξανακλείνει, αμέσως.





    -Λοιπόν εγώ λέω πως έχεις πυρόξανθα.





    -Μα ναι πυρόξανθ…





    -Μπα άλλαξα γνώμη μελαχρινός είσαι. Γουρλώνει τα μάτια του.





    -Ναι έχεις δίκιο. Γιατί είπα ότι…





    -Μπα ούτε έτσι. Καλύτερα φαλακρός. Πιάνει το κεφάλι του και αυτόματα τινάζει το χέρι του μακριά. Ούτε δείγμα τρίχας.





    -Τι μου έχεις κάνει; Κάτι μου έχεις κάνει και παίζεις με το μυαλό μου. Αυτό είναι. Αυτό σίγουρα είναι.





    Του επιτρέπω να ψελλίσει το σίγουρα με ένα ίχνος αξιοπρέπειας. Λατρεύω την αξιοπρέπεια. Όπως τα μικρά παιδιά, τα γυάλινα παιχνίδια.





    -Παίζω, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά όχι με το μυαλό σου. Ψυχαγωγώ θα έλεγα πιο σωστά, το δικό μου.





    -Και τώρα βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι. Έλα μικρή μου.





    Μία νεαρή έφηβη, υλοποιείται ανάμεσα μας. Γυμνή, με πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο. Δέρμα παιδικό και χάρες παρθένας.





    -Αυτή από αυτή την στιγμή θα είναι η κόρη σου. Εσύ ο καλός και ηθικός πατέρας της. Και για την επόμενη σελίδα θα της κάνεις ότι εγώ φανταστώ και ποθήσω…




    Είσαι έτοιμη μικρή μου για το γάμο;


    Έλα τότε να σε παραδώσω στον πατερούλη…





    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Χορεύω, χορεύω και το ραβδάκι σου θωπεύω


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ


    Κοντεύω, κοντεύω με τ’ αλογάκι σου ιππεύω





    Δύο βήματα θα κάνω στο κενό που μας χωρίζει και τον κόσμο που θα μας διαβάσει θα χαιρετήσω. Υποκλίνομαι λοιπόν στο φως που με ξεχωρίζει από εσάς, σκιές, σκιές του κρυφτού πρωταθλητές. Είμαι ότι αποφύγατε συνειδητά να ονειρευτείτε.





    Η μάγισσα, η ανήθικη, η τσούλα, η αναρχία, η αταξία, των ψυχικών σας ενδυμάτων η απόλυτη απουσία. Κυκλοφορώ όπου δεν αγγίζετε, μυρίζετε, αναπνέετε, σέρνεστε και αφήνετε την φθηνή σας γλίτσα.





    Κυκλοφορώ γυμνή με το μουνί μου να γυαλίζει από υπεροψία στη μεγαλύτερη χωματερή που έπλασε ποτέ ο πατέρας μου και ετοιμάζομαι να γαμηθώ μαζί του όπως κανένας θνητός δεν μπόρεσε ποτέ.





    Κάποιοι τον φώναζαν Θεό, εγώ απλώς μπαμπάκα. Το όνομα μου Ελευθερία…





    Ένα πανέμορφο κορίτσι εμφανίζεται μπροστά μου. Η κόρη μου…





    -Γεια σου μπαμπάκα. Λυγερόκορμη, άγουρη, εύθραυστη. Στέκεται μπροστά του με τα πόδια ανοιχτά. Ένα λουλούδι με ροζ άνθος, υγρό, λεπτεπίλεπτα σαρκώδες. Πιάνει με τα λευκά της δάχτυλα τα χείλια του και το ανοίγει. Δρόμος που πάλλεται, που καλεί, που αποπλανεί. Ο άντρας γονατίζει.





    Δε θέλω, δεν πρέπει, το σώμα μου δεν υπακούει. Πόδια πάρτε μακριά από εδώ. Τα πόδια μου λυγίζουν παρά την θέληση μου και το στόμα μου τις πτυχές του άνθους που ξεδιπλώνεται λαχταρά να τρυγήσει.





    Το σώμα του άντρα να αλλάξει και ένα τεράστιο πέος τώρα να γίνει. Το κεφάλι του άντρα, κεφάλι αυτού του πέους. Η μικρή τσούλα τις κουρτίνες της να ανοίγει σ’ ένα ξεδίπλωμα δίχως τελειωμό.




    Το κορίτσι ξεδιπλώνει τις πτυχές του ορθάνοιχτου λουλουδιού της και δεν σταματάει ακόμα και όταν μαζί το δέρμα της ακολουθεί. Η πύλη της ανοίγει. Άσπιλη και πεινασμένη.





    -Αχχχ έλα μπαμπακούλη μου. Γάμησε με, γάμησε με σε παρακαλώ. Μόνο εσύ που με έπλασες μπορείς να το κάνεις καλά. Φρόντισε το κοριτσάκι σου…





    Το δέρμα του κοριτσιού συνεχίζει να ξεδιπλώνεται παρασύροντας μαζί του και τη σάρκα και αυτή με τη σειρά της ότι μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε τούτη την διείσδυση.





    -Περάσατε, περάσατε σε τούτο το μεγαλειώδες θέαμα τρυφεροί μου ηδονοβλεψίες. Η είσοδος είναι δωρεάν.





    -Η έξοδος; Ποιος μίλησε για έξοδο;





    -Μα σταματήστε τώρα να κοιτάτε προς τα πίσω. Δείτε αυτήν την υπέροχη κοιλίτσα πως φουσκώνει. Δείτε το δέρμα που τσιτώνει, τον αφαλό έτοιμο να εκραγεί. Για την διευκόλυνση τούτης της χορογραφίας έχω απλά εξαφανίσει τα εσωτερικά όργανα. Εγώ γράφω την ιστορία, εγώ ορίζω το λογικό και το παράλογο σε τούτο το θέατρο.





    -Ναι μικρό μου, αυτό που βλέπεις είναι ο βάλανος σε μέγεθος μπάλας που πλησιάζει προς το στήθος.





    -Αν πονάει; Χμμ τι θα ήθελες εσύ; Για να δούμε, θα σου δώσω μία μικρή γεύση.


    Πονάς μικρή μου;





    -Αχχχ αχχ αχ πατερούλη πιο βαθιά. Μία άδεια κούκλα είμαι που θέλω να με γεμίσεις, να με πλημμυρίσεις, να με…





    -Τι περιμένατε λατρεμένοι μου θεατές; Να ουρλιάζει από τον πόνο; Τς τς τς τς, λάθος. Στα παραμύθια δεν υπάρχει πόνος…





    -Αν ναι και τώρα που το θυμήθηκα. Θα μοιραστώ μαζί σας μία πολύτιμη συνταγή. Ιδανική, αν θέλετε να μεγαλώσετε Άνδρες-Κυρίαρχους. Βρίσκετε μία γυναίκα καλοσχηματισμένη. Δεν είναι δύσκολο στις μέρες μας. Την περνάτε από ένα ζεμάτισμα και την αδειάζετε τελείως. Αν δυσκολεύεστε στο άδειασμα, φωνάξτε την Κυρά-Κοινωνία, ξέρει από αυτά.





    -Ράβεται το στόμα, τα ρουθούνια και το μουνί της. Για τα δύο πρώτα δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη κλωστή, για το μουνί όμως θα χρειαστείτε σπάγκο, μπόλικο. Από αυτό που χρησιμοποιούν στα καραβόπανα. Μετά την γεμίζετε με σπέρμα από πίσω. Προσοχή και μη το ξεχάσετε. Την αδειάζετε αλλά δεν την ξεπλένετε, θέλει και λίγο από το καφεκόκκινο ζουμί. Αυτό δίνει την ιδιαίτερη γεύση.





    -Την γεμίζετε λοιπόν. Με τι; Με σπέρμα φυσικά. Άφθονο υπάρχει, αρκεί να αρμέξετε μερικούς από τους κακομοίρηδες που κυκλοφορούν γύρω σας. Ιδανική στιγμή για το άρμεγμα είναι μετά από τον νικηφόρο αγώνα της ομάδας τους. Είναι πιο πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες τότε. Προσοχή, προσοχή! Όχι μετά την κεντρική ομιλία του ηγέτη τους. Φαίνεται πιο παχύ, αλλά ξεφουσκώνει πάντα μετά…





    -Τελειώνετε με το γέμισμα και μπήγετε έναν πάσαλο από πίσω. Ξύλο πάντα. Χοντρό για να φράξει η κωλοτρυπίδα και να μη χυθεί το πολύτιμο υγρό. Τώρα μένει μόνο η ψύξη. Δεν χρειάζεται να ξοδέψετε καθόλου ρεύμα. Στηρίξτε το, στην κεντρική πλατεία της πόλης. Στον περιποιημένο κήπο του δήμου. Τα παγωμένα βλέμματα των περαστικών αρκούν για τη δουλειά μας. Δύο ωρίτσες είναι αρκετές. Παραπάνω όχι, γιατί μετά θα κολλήσει το δέρμα και δε θα αφαιρείται εύκολα.





    -Αφαιρείται το δέρμα, αν δυσκολευτείτε φωνάξτε πάλι την Κυρά-Κοινωνία, αυτή ξέρει τον τρόπο και τώρα είναι έτοιμο το παγωτό. Δώστε το στους γιους σας, θα το ευχαριστηθούν. Θα γλύφουν με τις ώρες. Θα βελτιώσουν τις τεχνικές του γλειψίματος και συγχρόνως θα πάρουν μία καλή γεύση από αυτό που τους περιμένει για το μέλλον.





    Το θέαμα τελείωσε λατρεμένου μου ηδονοβλεψίες, ώρα να επιστρέψουμε.





    Η πόρτα ανοίγει…





    -Καλώς τον και πάλι. Ο ηθοποιός μου με κοιτάει ανέκφραστος. Μπα δεν μ’ αρέσει. Το πρόσωπο με το ζόρι κρύβει την οργή του. Τώρα είναι καλύτερα. Είσαι άθλιος.





    -Είσαι άθλιος. Στέκεται όρθιος σε απόσταση τριών μέτρων από εμένα. Θα στέκεσαι εκεί και δε θα κάνεις κανένα βήμα και καμία κίνηση αν δε σου επιτρέψω.





    -Άθλιος; Περισσότερο από εσένα που βίασες με αυτόν τον τρόπο την κορούλα σου; Το κορίτσι υλοποιείται στα τέσσερα γυμνή μπροστά μου. Μία πολυθρόνα για εμένα, κατεβάζω το παντελόνι και θρονιάζομαι.





    -Δεν το ήθελα, εσύ με έβαλες να το κάνω, είμαι …είμαι χαρακτήρας που εσύ έχεις δημιουργήσει. Σύγχυση.





    -Νιώθεις; Το κορίτσι έχει καταπληκτικό στόμα. Όταν έχω κέφια δημιουργώ θαύματα.





    -Νιώθω. Σταμάτα αυτό που κάνεις σε παρακαλώ, δε το αντέχω. Το κορίτσι καταπίνει το όργανο μου εκατοστό με εκατοστό, μέχρι που χάνεται όλο μέσα στο λαιμό της. Το μεγαλώνω ακόμα περισσότερο.





    -Σκέφτεσαι; Το άτιμο το κατάπιε και το υπόλοιπο.





    -Σκέφτομαι. Ναι ρε γαμώτο. Σκέφτομαι και νιώθω, δε καταλαβαίνω πως είναι δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά; Δε καταλαβαίνω…δε καταλαβαίνω…





    Κάνει βήμα προς εμάς. Όπα! Πως έγινε αυτό;





    -Νιώθω, σκέφτομαι, πονάω, υπάρχω. Πως είναι δυνατόν να είμαι απλά μία φανταστική φιγούρα;





    Άλλο ένα βήμα προς τα εμπρός. Αρχίσει να γδύνεται. Δεν έχω δώσει τέτοια εντολή, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Έχει πλάκα… Να μου κάνει το υποσυνείδητο κόλπα;





    -Νιώθω χάλια, κάθε μου κίνηση είναι καθοδηγούμενη και όχι από εμένα. Όλα αυτά που λες μου φαίνονται τρελά. Όχι, δε μπορεί να είμαι φανταστικό πρόσωπο. Με κάποιο τρόπο παίζεις με το μυαλό μου. Ίσως να βρίσκομαι σε κώμα και να παίζεις με καλώδια, με κουμπιά, με το μυαλό μου…





    Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει και δεν οφείλεται σε εμένα. Τη μία στιγμή τον βλέπω να με πλησιάζει και την άλλη στιγμή, έχω στήθος και μουνί, είμαι πεσμένος στα τέσσερα και κάνω πίπα στον εαυτό μου!!! Κάνω να αντισταθώ, αλλά αντί αυτού συνεχίζω την πίπα με μεγαλύτερη λαχτάρα. Ανάμεσα στα πόδια μου νιώθω υγρά να κυλάνε. Τον ακούω να με πλησιάζει, να γονατίζει, να…




    -Αααααααααααααααχχχχχχχχχχχχχχχχχχ…




    Ένας γαμάει, ένα γαμιέται και κάποιου του παίρνουν τσιμπούκι.





    Τρεις φανταστικοί ήρωες…





    Δύο φανταστικοί ήρωες…





    Ένας…





    Κανένας…





    Και η πόρτα κλείνει. Και κάπου εδώ τελειώνω την ιστορία μου. Το μικρό και αγαπημένο μου παιχνίδι. Μία εικονική πραγμάτωση των σκοτεινών μου επιθυμιών…





    Ηλίας…
     
  2. Dolce_vita

    Dolce_vita Regular Member

    Απλά υπέροχο
     
  3. vussinada

    vussinada ελεγχόμενη Contributor

    Ψυχεδελικό.
     
  4. Iagos

    Iagos Contributor

    Άνθρωπε μου, που ήσουν χαμένος τόσο καιρό;

    Εύγε!!!!
     
  5. Siren_Peisinoe

    Siren_Peisinoe Ανενεργή επί του παρόντος.

    Γράφεις αυτά που πολλοί μπορεί να σκέφτονται/φαντασιώνονται, αλλά δεν τολμάνε να τα παραδεχτούν στον εαυτό τους • πόσο μάλλον να τα ξεδιπλώσουν γραπτά σε κοινό.

    Ευχαριστώ.
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ευχαριστώ  
     
  7. fatladyformaster

    fatladyformaster Αδέσποτη..

    Μήπως να το έκδωσεις;;; Πολυ καλό!!
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    "Η σκλάβα"

    Δύο βήματα μπροστά και ένα πίσω…

    Τους καθρέπτες δεν πρέπει να ραγίσω…

    Τα μάτια μου κλειστά τα χέρια μου μπροστά…

    Το είδωλο μου δεν πρόκειται ποτέ μου να αντικρίσω…

    Δύο μέρες. Δύο μέρες. Πρέπει να τα καταφέρω. Να μην τον απογοητεύσω. Δύο μέρες είναι μόνο.

    Και είναι τόσοι πολύ οι καθρέπτες. Στέκονται και με παραφυλούν. Μου ψιθυρίζουν, μου περνάνε σκέψεις μέσα στο κεφάλι μου.

    -Άνοιξε τα μάτια σου, Μαρία…Άνοιξε τα μάτια σου Μαρία. Άνοιξε τα μάτια σου Μαρίααααααα…

    Δύο μέρες. Όχι, όχι. Θα τα καταφέρω, θα περιπλανηθώ στο χώρο, θα μάθω τα κατατόπια. Δε θα χρειαστεί να ανοίξω καθόλου τα μάτια. Θα προσποιηθώ την τυφλή, πως τα καταφέρνουν αυτοί; Θα το καταφέρω και εγώ. Μου το είπε και αυτός. Ο όροφος αυτός έχει έκταση περίπου ένα στρέμμα και εικοσιένα καθρέπτες. Όχι αυτό το είπε στο τέλος. Χμμμμ όχι στο τέλος είπε «θα τα καταφέρεις».

    Ένα δάκρυ κάνει να ξεγλιστρήσει από το βλέφαρο της Μαρίας, αλλά αυτή το προλαβαίνει και το ξανασπρώχνει μέσα. Η Μαρία ξαπλώνει στο σκονισμένο πάτωμα και ώρα μετά αποκοιμιέται.

    Ψίθυροι συντροφεύουν τον ταραγμένο της ύπνο…

    Χίλια μάτια με γδύνουν με το βλέμμα τους…

    Δίχως χέρια λερώνουν ό,τι δικό μου καθαρό…

    Δίχως δόντια γλύφουν τις μικρές μου αμαρτίες…

    Άνοιξε τα μάτια σου…

    Η Μαρία ξυπνάει και ανοίγει τα μάτια της. Ελάχιστο φως μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα. Τα μάτια της θολά ακόμα δεν μπορούν να διακρίνουν εικόνα. Ανασηκώνεται από τη θέση της και προσπαθεί να θυμηθεί που βρίσκεται.

    Άνοιξε τα μάτια σου…

    Κάποιος με κοιτάει. Ήρθε;;; Μααα είναι γυμνός. Ιχχχχχχ

    Η Μαρία σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει. Στο πανικό της ξεχνάει τα μάτια ανοιχτά…

    -Μαρία εδώ είμαι…
    -Μαρία μωρό μου ρίξε μία ματιά, εδώ δίπλα είμαι και σου γνέφω…

    Λάμψεις από φως που πέφτουν στα μάτια της ενεργοποιούν το σφράγισμα. Η Μαρία τρέχει στο σκοτάδι. Και νιώθει λιγότερο φοβισμένη.

    -Άνοιξε τα μάτια σου…

    Είμαι πουλί πετάω. Δες με πετάω…

    Η Μαρία τρέχει στα τυφλά. Ανάμεσα στους καθρέπτες. Στις κολώνες. Στα χέρια που αόρατα απλώνονται να την πιάσουν…

    -Άνοιξε τα μάτια σου…

    Κύριε μου είμαι πουλί και πετάω. Θα πετάξω ψηλά και θα ψάξω να σας βρω. Κύριε μου...

    -Άνοιξε τα μάτια σου…

    Η Μαρία πέφτει πάνω σ’ ένα μεγάλο καθρέπτη. Χιλιάδες αστραφτερά θρύψαλα αιωρούνται στον αέρα και για μία στιγμή καθώς η Μαρία πετάει, αγγίζουν απαλά το πρόσωπο της. Μία στιγμή, μία ζωή αναμνήσεων που χάνονται καθώς το πρόσωπο της γεμίζει με χιλιάδες κόκκινους μικρούς κρατήρες. Στόχος τα μάτια της. Το σκίσιμο των βλεφάρων. Η αποκάλυψη της εικόνας. Και μετά πέφτει κάτω…

    …πάνω σε πολύ μεγαλύτερα κομμάτια, που την περιμένουν με την μύτη ψηλά.

    Η Μαρία νιώθει τα γυαλιά να ανοίγουν το δέρμα της όπως μόνο το γυαλί μπορεί. Συναντά το έδαφος, κάνει μία ελάχιστη αναπήδηση για να διευρυνθούν οι οπές και μένει ακίνητη. Τα χέρια πάνω στα μάτια της. Με δύναμη να τα πιέζει να μην ανοίξουν. Το στόμα της ανοίγει και ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη…

    -ΚΥΡΙΕ ΜΟΥ! Δε θέ…λω σας παρακαλώ… Μη με αναγκάζετε σας παρακαλώ…

    -Άνοιξε τα μάτια σου μωρό μου. Η Μαρία σηκώνεται. Δεν νιώθει το πόνο πια. Αλλά…

    Ανοίγει τα μάτια της.

    Φως. Ήλιος, μπλε τοίχοι. Ένας καθρέπτης. Ο Κύριος της δίπλα της. Αυτή γυμνή. Κανένα σημάδι πάνω της. Χαμογελάει στον κύριο της. Μαζί με αυτήν χαμογελάει και το πέος της…


    Τέλος

     
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    «ΑΓΓΕΛΩΝ ΘΑΝΑΤΟΣ»





    Χίλια πεντακόσια τριάντα δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού. Στο κέντρο μιας τεράστιας πεδιάδας ένας γεωργός ξεθάβει μια περγαμηνή. Σύμβολα άγνωστα γι’ αυτόν, που είναι σκορπισμένα πάνω της, τον κάνουν να τη βάλει στην άκρη και να συνεχίσει τη δουλειά του.


    Δέκα χρόνια αργότερα, κάποιος δίνει την περγαμηνή σ’ ένα φιλόδοξο ερευνητή. Θα του γίνει έμμονη ιδέα και θα του καταστρέψει τη ζωή. Θα πεθάνει μη έχοντας ούτε ένα σύμβολο αποκρυπτογραφήσει. Θα την κληρονομήσει ο γιος του, που θα την πουλήσει σ’ έναν παράξενο γυρολόγο.


    Ύστερα από μήνες, αυτός θα διαλέξει ένα νεαρό για να τη δώσει. Έναν έφηβο που τα μάτια του λάμπουν από περιέργεια. Χρόνια αρκετά έχουν περάσει όταν αυτός καταφέρνει να τη διαβάσει. Στρέφει το βλέμμα προς τον ουρανό. Αφιερώνει τα επόμενα χρόνια στην παρατήρηση και την καταγραφή. Μοιάζει κάτι να ψάχνει ή να περιμένει από εκεί ψηλά.


    Και το όνομά του, Γαλιλαίος.





    ~~~~~





    Πέντε τρομακτικές φιγούρες διασχίζουν με ταχύτητα το κενό ανάμεσα στ’ αστέρια. Αποφεύγουν το φεγγάρι και μπαίνουν στην ατμόσφαιρα της Γης. Φωτιά δεν τους αγγίζει. Άνεμο κρύο μαζί τους φέρνουν, που τη στιγμή την αρχική ορίζει. Κατεβαίνουν και σταματούν πάνω από μια βουνοκορφή.


    Είναι τεράστιοι. Οι τέσσερις έχουν άνοιγμα φτερών που αγγίζει τα δέκα μέτρα. Πρόσωπα και σώματα, που δε χρωματίζουν φύλο. Την αρρενωπότητα, που διακρίνει η δύναμη που εκπνέουν, την αγκαλιάζει μια θηλυκότητα, που χαρακτηρίζουν η συμμετρία και η απλότητα στις γραμμές τους. Χέρια αφύσικα μεγάλα, που καταλήγουν σε νύχια γαμψά. Βλέμματα στεγνά, που δε δακρύζουν για θνητούς. Μάτια δίχως βλέφαρα, βολβοί που δεν κινούνται, και κόρες λαίμαργα να ψάχνουν για ψυχή. Όμορφοι, σατανικά άσπιλοι και για τους ζωντανούς αθάνατοι.


    Όλοι, εκτός από τον πέμπτο. Ένα κτήνος παγιδευμένο σ’ άφθαρτο κλουβί. Πρόσωπο δίχως μύτη. Στόμα δίχως χείλη. Πληγές που στάζουν δηλητήριο. Έχει άνοιγμα φτερών διπλάσιο απ’ τους άλλους. Σώμα βαρύ και δύσκαμπτο. Φτερά μαύρα, το ίδιο και τα μαλλιά του, που ξεπερνούν τα δύο μέτρα. Δείχνουν να κινούνται, μόνα τους και αφύσικα. Χέρια δεν έχει. Πόδια που καταλήγουν σε οπλές.


    Πάνω του, όμως, κάτι ξεχωρίζει. Θεϊκό και με τα υπόλοιπα αταίριαστο. Μάτια που σε κάνουν να ξεχνάς τον πόνο και να ερωτεύεσαι την αγωνία. Τρέμεις καθώς τολμάς να τα κοιτάς. Χρώματα, που σε καλούν να τα γνωρίσεις, ακόμα κι αν πεθάνεις. Μέσα τους η θάλασσα που αφρίζει, η έρημος που κλαίει, το αίμα που η μάχη ένδοξα σκορπά. Το πράσινο χαμόγελο της δημιουργίας, ο παροξυσμός της κόλασης, ο θάνατος ενός ήλιου, η ανατολή ενός νέου σύμπαντος, η θλίψη ενός μοναχικού θεού. Ενός θεού, που θέλει να δακρύσει, όπως οι ζωντανοί μπορούν, αλλά δεν ξέρει το πώς γιατί ποτέ δεν ήταν ζωντανός.


    Ο πρώτος Μελαχρινός, τη δύση να κοιτά, ο δεύτερος Ξανθός, κατά την ανατολή, ο τρίτος είναι Λευκός και βλέπει προς βορρά, ο τέταρτος Κόκκινος και αγναντεύει προς το νότο. Κι ο πέμπτος να φτερουγίζει άγαρμπα από πάνω και σα Γελοίος να γελά. Υγρά κόκκινα και πηχτά τρέχουν απ’ το στόμα του καθώς με πάθος απαγγέλλει:





    «Και όταν του πέμπτου, του Γελοίου,


    τα φτερά θα δυναμώσουν,


    άγγελοι θα κατέβουν προς τη γη


    το θάνατο να φέρουν.


    Θα χαρίσουν σιωπή


    Και μια τελευταία ανατολή,


    σ’ αυτούς που χρόνια τώρα φλυαρούσαν και χλεύαζαν


    τη σιγή».





    Οι άγγελοι, πέντε, μ’ ένα αργό και αρχοντικό τίναγμα των φτερών θα πετάξουν ο ένας μακριά απ’ τον άλλο.


    Το τέλος του κόσμου είχε έρθει.





    ~~~~~





    Σύννεφα αδιαπέραστα ρίχνουν μοχθηρές σκιές. Ο ουρανός χαμηλώνει και απλώνει το σκοτάδι. Και είναι ακόμα πρωί. Όπου υπάρχει νύχτα, αυτή γίνεται βαθύτερη. Και όπου η μέρα το έδαφος φωτίζει, το μαύρο με βιάση το λευκό υποσκελίζει.


    Ο ήλιος τρεμοπαίζει, ψυχορραγεί και πάντα χάνεται. Τα φώτα παράλογα και μόνα τους νεκρώνουν και ο θάνατος αρχίζει να χορεύει.


    Αίμα λευκό, πράσινο και κόκκινο κυλάει άφθονο και λίμνες σχηματίζει. Γρήγορα, όμως, αυτές εξατμίζονται και οι λεκέδες σβήνουν. Ό,τι ζωή κατέχει, με μανία τεμαχίζεται και οι σάρκες λιώνουν από μια αόρατη φωτιά. Τα χωριά και οι πόλεις, που αιώνες χρειάστηκαν να στηθούν, στη στιγμή γκρεμίζονται από ένα άηχο σεισμό. Η μυρωδιά και η μουσική για πάντα χάνονται από ένα δύσμορφο μαέστρο.


    Και τώρα βασιλεύει η σιωπή. Οι άγγελοι έχουν το έργο τους σχεδόν τελειώσει. Σχεδόν, εκτός από την τελευταία πράξη. Μια πράξη που ζωντανεύει σε πέντε πλάνα.


    Και οι άγγελοι κινούνται προς τα κει.





    ~~~~~





    Τριάντα χρόνια μετά την ανακάλυψη του Γαλιλαίου και σε μια νύχτα, που όλοι οι ζωντανοί μάτια θολά έχουν για να δουν, την περγαμηνή κάτι κλέβει.


    Μοιάζει με κουκουβάγια. Έχει φτερά μαύρα κι αντί για νύχια, δάχτυλα. Της νύχτας της λείπει φως, μα στο πλάσμα τα μάτια λάμπουν όταν πετάει ψηλά στον ουρανό, έχοντας την περγαμηνή αρπάξει. Πετάει γρήγορα και μακριά στ’ αστέρια. Και χάνεται στο κενό, σαν ποτέ να μην υπήρξε. Σαν ποτέ στη γη την περγαμηνή να μην είχε φέρει. Το όνομά του, Έκπτωτος. Το πιο αγαπημένο του Θεού παιδί.





    ~~~~~





    Ο Μελαχρινός είναι αυτός που πρώτος φτάνει. Κατεβαίνει εκεί που κάποτε η ζούγκλα υπήρχε. Τώρα μόνο κουφάρια και φυτά που βιαστικά σαπίζουν. Προχωρά αργά, ανάμεσα στους νεκρούς. Και σταματά μπροστά στον αυθάδη. Αυτόν που δε θέλει ακόμα να πεθάνει.


    Ένα νεαρό δέντρο στέκεται αγέρωχο και δείχνει ανέγγιχτο από το θάνατο που πέρασε από πάνω του.


    Ο Μελαχρινός ήξερε γι’ αυτό. Του είχε ειπωθεί. Δεν ήξερε το γιατί αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν θέλημα Θεού.


    Άπλωσε τα φτερά του και αγκάλιασε τον κορμό. Η ζωή στο δέντρο ταράχτηκε. Πάλεψε αλλά ήταν γραφτό να χάσει. Τα φύλλα μαράζωσαν, τα χρώματα ατόνησαν, οι καρποί συρρικνώθηκαν και οι χυμοί στέγνωσαν. Λίγο πριν τελείως σβήσει, ο Μελαχρινός έσκυψε να το φιλήσει. Ένα αγκάθι τρύπησε το μάγουλο κι ένιωσε κάτι υγρό να κυλάει στο πρόσωπό του. Φοβήθηκε. Μόνο ο Κύριός του μπορούσε να του προκαλέσει φόβο. Οργίστηκε και άφησε τη μανία να ξεσπάσει πάνω στο δέντρο.


    ΣΚΟΤΑΔΙ.





    ~~~~~





    Κάποτε εδώ ζούσε μια πόλη. Σκορπούσε στην αυγή χαμόγελα και στη θλίψη δάκρυα. Τώρα η σιγή μοιάζει φασαρία. Άδεια τετράγωνα και βαθιά πληγωμένοι δρόμοι. Τα μικρά κομμάτια ασφάλτου που έχουν μείνει είναι ξένα και περιττά πάνω στο γκρίζο χώμα.


    Ο Ξανθός βαδίζει προς το δικό του θύμα. Τα πάντα είναι προκαθορισμένα. Ξέρει τι θα συναντήσει. Δεν ξέρει όμως το γιατί, αυτό θα πρέπει να πεθάνει. Και φτάνει.


    Μια γυναίκα. Γυναίκα; Κορίτσι; Δεν μπορεί να προσδιορίσει. Μια ομορφιά που δεν αγγίζει ο χρόνος. Τα βιολετιά της μάτια προσηλωμένα πάνω του. Τον δέχεται με χαμόγελο. Ο Ξανθός νιώθει την καρδιά της να χτυπάει φοβισμένα. Το πρόσωπό της το κρύβει. Τα μαλλιά της λάμπουν σα νύχτα γιορτής. Μια επιτηδευμένη χαλαρότητα στο σώμα της προσπαθεί να σκεπάσει ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο. Την κοιτάζει και περιμένει. Ξέρει ότι θα του μιλήσει. Δεν ξέρει τι θ’ ακούσει.


    «Είσαι άντρας ή γυναίκα;» Την κοιτάζει ανέκφραστος. Τι νόημα μπορεί να έχει αυτή η ερώτηση;


    «Θέλω να ξέρω τι είσαι. Τη ζωή μου θα πάρεις. Θέλω να ξέρω.» Την λυπάται. Δεν της αξίζει να είναι από τους τελευταίους. Ανοίγει τα φτερά του. Οι φτερούγες του καλύπτουν το δρόμο σ’ όλο του πλάτος. Τη βλέπει να τρέμει.


    «Μου φουσκώνεις σαν άντρας, αλλά με περιφρονείς σα γυναίκα. Τι είσαι;» Νιώθει το θάνατο να τη χαϊδεύει, το βλέμμα του όμως την ηρεμεί. Σκύβει και τη φιλάει.. Η πνοή της δραπετεύει απ’ τα σπλάχνα της και παγιδεύεται στα χείλη του. Αποτραβιέται, σέρνοντας μαζί του αιχμάλωτη την ψυχή της. Και τα τελευταία λόγια της μαζί.


    «Σε λυπάμαι. Το φιλί σου είναι νεκρό. Είσαι το πιο όμορφο πλάσμα που είδα ποτέ μου. Αλλά είσαι άψυχο».


    Κοντοστέκεται και την κοιτάει. Είναι νεκρή, τα λόγια της όμως είναι ακόμα ζωντανά. Κι αθάνατα στη μνήμη του θα μείνουν.


    Αγγίζει τα χείλη του. Τα νιώθει μουδιασμένα. Μ’ ένα τίναγμα των φτερών του φεύγει απ’ το χώμα. Τα μάτια του δείχνουν πληγωμένα. Νιώθει υγρά να κυλάνε απ’ τις άκρες των ματιών του.


    ΠΑΓΩΝΙΑ.





    ~~~~~





    Ο Κόκκινος αγγίζει τη γη πλησιάζοντας το σκύλο. Το ζώο έχει γυμνώσει τα δόντια του βλέποντας την απειλή να πλησιάζει. Στριφογυρνάει γύρω από τα πεθαμένα του μικρά.


    Ο Κόκκινος περιμένει οργή και μίσος.


    Ο σκύλος απλώς περιμένει.


    Ο Κόκκινος σταματά δύο μέτρα απέναντί του. Περιμένει φόβο.


    Ο σκύλος δείχνει ανυπομονησία.


    Ο Κόκκινος περιμένει κάτι.


    Ο σκύλος χαμογελάει.


    Ο Κόκκινος παραξενεύεται.


    Ο σκύλος τον πλησιάζει και αρχίζει να τον γλύφει.


    Ο Κόκκινος σκύβει, πιάνει το κεφάλι του ζώου και το στρέφει απέναντι από το δικό του. Βλέπει ενθουσιασμό. Προσπαθεί να καταλάβει το γιατί. Νιώθει μικρός μπροστά στο τιποτένιο θύμα του.


    Ο σκύλος κοιτάει τον άγγελο στα μάτια και βλέπει το μέλλον. Την αυγή ενός καινούριου κόσμου και γρυλίζει από χαρά. Δεν προλαβαίνει να δει την οργή. Ο θάνατος φτάνει πρώτος. Ο άγγελος τον συνθλίβει. Δεν περίμενε το άγνωστο και είναι πολύ θυμωμένος.


    ΣΙΩΠΗ.





    ~~~~~





    Ο Λευκός στέκεται πάνω από τον ξαπλωμένο άντρα. Τα μάτια του είναι ανοιχτά και ουδέτερα σα να μη βλέπουν πουθενά. Ένα παγωμένο, ζωντανό σώμα.


    Ο Λευκός ακούει την καρδιά του να χτυπάει αργά. Τα μάτια του ανοίγουν και κλείνουν με σταθερό ρυθμό. Ο χρόνος προσπερνά τη σκηνή δίχως τίποτα να αλλάζει.


    Ο Λευκός αποφασίζει το έργο του να τελειώσει αλλά δεν προλαβαίνει να κινηθεί.


    «Σε περίμενα». Ο άντρας σηκώνεται και στρέφεται προς τον άγγελο.


    «Εσύ γνώριζες για μένα, αλλά μόνο μέχρι εδώ. Εγώ γνωρίζω για σένα και ακόμα παραπέρα».


    Ο Λευκός στέκεται αγέρωχος και ακούει.


    «Εσύ θα είσαι σίγουρα ο Λευκός. Ο Κύριός σου βασίζεται πολύ σε σένα Μην τον απογοητεύσεις. Ή μήπως δεν ξέρεις γι’ αυτό;»


    Ο Λευκός δείχνει ατάραχος. Πίσω όμως στην πλάτη του τρεμοπαίζει ένας μυς.


    «Κρίμα, ο Κύριός σου μου έστειλε έναν εύκολο αντίπαλο. Θα προτιμούσα τον Γελοίο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανώτερός σου είναι».


    Τα γαλάζια μάτια του Λευκού σκουραίνουν. Βαθύ μπλε.


    «Το ήξερες ότι ο Έκπτωτος και ο Γελοίος είναι το ίδιο και το αυτό;»


    Το βαθύ μπλε σκοτεινιάζει και γίνεται μαύρο.


    «Το ήξερες ότι μετά από εμάς τους τελευταίους, θα έρθει η σειρά σας;»


    Το έδαφος γύρω από τον Λευκό αρχίζει να λάμπει.


    «Αναρωτιέμαι ποιους έχει σε μεγαλύτερη υπόληψη ο Κύριός σου. Εμάς ή εσάς;»


    Ο χώρος γύρω από τις δύο φιγούρες πιάνει φωτιά.


    «Ποιους φοβάται περισσότερο; Εμάς ή εσάς;»


    Ο αέρας εκρήγνυται και ξερνάει ενέργεια.


    «Είμαστε θνητοί και είστε αθάνατοι. Αλλά είμαστε ελεύθεροι και είστε δούλοι. Σκλάβοι, πιστοί υπηρέτες του κακομαθημένου σας Θεού».


    Ο Λευκός με μια σχεδόν αόρατη κίνηση μπήγει τα νύχια του στα μάτια του άντρα. Αυτός λυγίζει λίγο προς τα πίσω αλλά συνεχίζει ακάθεκτος.


    «Σου είπε ο Θεός σας, ποιοι θα πάρουν τις δικές σας ζωές;»


    Ο Λευκός ανοίγει το στόμα του, σα να θέλει κάτι να πει. Σκύβει, το ανοίγει περισσότερο και φυλακίζει το λαιμό του άντρα ανάμεσα στα δόντια του. Οι λέξεις κάτω από την πίεση δύσκολα σχηματίζονται.


    «Από αυτούς που μόνο μπορούν. Από τους ίδιους σας…»


    Ο Λευκός τον αποκεφαλίζει. Αφήνει το σώμα και το κεφάλι να κυλήσουν στο πληγωμένο έδαφος. Τρέμει ολόκληρος καθώς το αίμα του θύματός του σκεπάζει τους πόρους του.


    «…τους εαυτούς».


    Αρχίζει να ουρλιάζει.


    ΕΡΗΜΙΑ.





    ~~~~~





    «Μετά το τέλος, έρχεται το τέλος. Και ο Θεός έχει ακόμα πέντε να πληγώσει. Θύματα και θύτες τους ρόλους θα μπερδέψουν. Και άγγελοι από θέλημα Θεού, το Θεό τους θα προδώσουν. Μελαχρινός, Ξανθός, Κόκκινος, Λευκός. Μέσα απ’ τον καθρέφτη της ζωής, θα σκοτώσουν το αφρούρητο εγώ τους. Και ο Γελοίος, ο ματωμένος Έκπτωτος, το άλογο του Θεού Εγώ, το σπέρμα ενός νεκρού πολιτισμού θα λιώσει».





    ~~~~~





    Το παιδί ανοίγει τα μάτια του και βλέπει ένα τέρας. Έχει τα δικά του μάτια κλειστά και κάθεται, όπως και το παιδί κατάχαμα. Τ’ ανοίγει κι αυτός.


    Ο μικρός χαμογελάει στον φτερωτό ξένο. Δείχνει εύθραυστος. Η νύχτα νιώθει κακόβουλη καθώς κουκουλώνει το παιδί. Την κατακτούν οι τύψεις και χαλαρώνει τα δεσμά της. Ο χώρος φωτίζει λίγο.


    Ο ξένος σουφρώνει το κάτω μέρος του προσώπου του σα να προσπαθεί να χαμογελάσει. Μια κακοφτιαγμένη καρικατούρα. Μωρός σε σύγκριση με το παιδί. Μια αγαθή προσπάθεια για να γίνει ο ίδιος παιδί, κάνει το παιδί να νιώθει υποκριτής μπροστά του.


    Το αγόρι σηκώνεται και αρχίζει να χορεύει γύρω από τον άγγελο. Η σιωπή χλομιάζει και ο άνεμος συνεπαρμένος σιγοσφυρίζει. Ο άγγελος διασκεδάζει, κουνάει τα πόδια του, τις φτερούγες του και το κεφάλι, ξεχειλίζοντας από χαρά. Σηκώνεται κι αυτός και ακολουθεί το παιδί, προσπαθώντας να μάθει τις κινήσεις. Η πλάση παρασύρεται από το χορό και όλα γύρω γιορτάζουν και χορεύουν σ’ ένα τρελό ρυθμό.


    Το παιδί σταματά, το ίδιο και ο άγγελος. Βρίσκει ένα μικρό βράχο, ανεβαίνει πάνω, στυλώνει το σώμα του και τραγουδάει. Γλυκιά καθάρια φωνή που κάνει τον ουρανό να κλαίει.


    Ο άγγελος για λίγο τον κοιτά ακίνητος. Γονατίζει και αρχίζει να θρηνεί. Γύρω βρέχει καταρρακτωδώς. Τα μαλλιά του μουσκεύουν και σταγόνες κυλάνε στο πρόσωπό του. Το αγόρι τον λυπάται, σταματά, τον πλησιάζει. Βάζει το χέρι στο κεφάλι του αγγέλου και το χαϊδεύει. Αυτός σηκώνει το κεφάλι και κοιτά το παιδί στα μάτια. Καστανά, πλημμυρισμένα από εικόνες και μνήμες του κόσμου που τον έπλασε. Στιγμιαίες φωτογραφίες χαράς, πόνου, ελπίδας, δημιουργίας, θανάτου, παιχνιδιού, τρυφερότητας, σκληρότητας. Τα πάντα στεφανωμένα από ένα θλιμμένο λευκό.


    Το παιδί βυθίζει το βλέμμα του στα μάτια του αγγέλου. Βλέπει έναν άλλο κόσμο. Πλάσματα αλλόκοτα, να πλάθουν χωρίς υστεροβουλία. Τα μικρά να παίζουν δίχως αγωνία και τύψεις. Ο ήλιος φέγγει και δεν είναι πληγωμένος. Ο ουρανός ανασαίνει, όχι τρομαγμένος. Η νύχτα αγκαλιάζει χωρίς να πρέπει να σκοτώσει. Η μέρα έρχεται μόνο με χαρά. Η μάνα δεν κλαίει πια, μόνο γελά. Του αρέσει. Κλείνει τα μάτια και πεθαίνει. Θέλει να ξυπνήσει σ’ αυτό τον κόσμο.


    Ο άγγελος τον αγγίζει και παγώνει τη φθορά πάνω του. Τον παίρνει στα χέρια του κα φεύγει ψηλά. Πετάει προς τ’ αστέρια. Υπάρχει ένα νεογέννητο αστέρι μακριά απ’ όλα αυτά. Ένα λίκνο για το παιδικό σώμα. Τον αγγίζει τρυφερά πάνω σ’ ένα στρώμα υγρής άμμου. Τον φιλάει, του εύχεται όνειρα γλυκά και παίρνει το δρόμο του γυρισμού.


    ΕΛΠΙΔΑ.





    ~~~~~





    Άγγελοι ταραγμένοι πετούν πάνω απ’ τη νεκρή γη. Ο Κόκκινος, ο Λευκός, ο Μελαχρινός και ο Ξανθός κοιτάνε τον Γελοίο φοβισμένοι. Τα φτερά τους πληγωμένα, τους κρατάνε σε κύκλο μακριά του.


    Νιώθουν βρώμικοι. Αίμα θνητών πάνω τους κυλάει και τους θυμίζει το έργο τους. Έσβησαν τη φλόγα που χρόνια τώρα προστάτευαν απ’ του θανάτου την παγωνιά. Αλώβητοι από συναισθήματα, φύλασσαν σώματα και πνεύματα φθαρτά, που πέθαιναν και ξαναγεννιούνταν. Αυτοί παρέμεναν αθάνατοι και ανέγγιχτοι απ’ τη ζωή και το χρόνο. Σκότωσαν όμως και παγίδευσαν μέσα τους τις ψυχές των θυμάτων τους. Άρχισαν να κλαίνε, να πονούν και να φοβούνται. Νιώθουν αηδία, οργή και μίσος για το έργο τους. Κατέστρεψαν απερίσκεπτα θαύματα και του Θεού πλάσματα. Και το γιατί δεν ξέρουν.


    Ο Γελοίος τους κοιτάζει θλιμμένα και τραγουδά.





    «Στο τέλος θα έρθει των αγγέλων η σειρά,


    οι τύψεις, δαίμονες, θα τους φθείρουν τα φτερά».





    Ο Ξανθός ουρλιάζει στο Γελοίο να σταματήσει.





    «Πρόδωσαν τη ζωή, που έπρεπε να αγκαλιάζουν, για το Θεό».





    Ο Κόκκινος κλαίει και βγάζει άναρθρες κραυγές.





    «Θα προδώσουν το Θεό, με την αμφιβολία


    να τους πνίγει την καρδιά, για τη ζωή».





    Ο Μελαχρινός ξεριζώνει κομμάτια απ’ τα φτερά του. Οι πληγές του βαθιές και για πρώτη φορά να βγάζουν αίμα.





    «Θνητοί θα γίνουν, σαν τα θύματά τους».





    Ο Λευκός με θυμό να χαρακώνει την καρδιά του, επιτίθεται στο Γελοίο.





    «Και θα πεθάνουν απ’ τους δήμιους που


    θα είναι ταυτόχρονα και θύματα».





    Ακολουθούν και οι άλλοι τρεις.


    Ο Γελοίος χαμογελάει, φουσκώνει, λάμπει και σκάει. Γίνεται πλανήτης, αστέρι, μαύρη τρύπα και καταπίνει τα πάντα.


    Οι τέσσερις ήταν ήδη νεκροί. Απ’ τη στιγμή που έγιναν θνητοί, ο χρόνος όρμησε πεινασμένος πάνω τους και τους κατασπάραξε σε χιλιοστά του δευτερολέπτου.


    Μια τεράστια έκρηξη αγκαλιάζει τη γη, τον ήλιο, το γαλαξία ολόκληρο.


    Ο Έκπτωτος γίνεται φωτιά, ενέργεια, φως και ζωή. Γίνεται θεός. ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ!


    Εξαφανίζει το τέλος και φέρνει την αρχή.


    Μεσολαβεί μια στιγμή ολοκληρωτικού σκότους. Μια στιγμή που φαίνεται να κρατάει για πάντα.


    Και μετά ακολουθεί το χάραμα. Η χαραυγή ενός νέου κόσμου, εκεί που κάποτε βρίσκονταν η γη.
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest

     
     
    Last edited by a moderator: 10 Απριλίου 2017
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Θέατρο το «Άνω Ομαλόν»

    Σας καλώς ορίζουμε στο έργο μας. Σε αυτήν την παράσταση που το χρώμα είναι ο ηθοποιός, εισιτήριο δεν υπάρχει. Άλλωστε τι θα μπορούσες να ζητήσεις από τον θεατή, πέρα από την «ανάγνωση σου»;

    Τα χρώματα που θα σας υποδεχθούν είναι το μαύρο και το άσπρο. Δύο άκρες απλησίαστες και απόλυτες. Δύο σηματοδότες που συνεισφέρουν στην διαδικασία του ελεγχόμενου προσανατολισμού. Δύο σημεία που ψεύδονται στις ιστορίες που προτείνουν. Ορίζοντας ένα κίβδηλο σύστημα παραμετροποίησης, πιο ύπουλο σκοπό από το να βάλλουν σε τάξη τις σκέψεις μας δεν έχουν…

    Ο διακόπτης (Πράξη 1η : Το πέρασμα)

    Βήματα ακούγονται πάνω στη σκηνή. Φιγούρες δεν φαίνονται, γιατί δεν υπάρχει φως. Ούτε λάμψεις, ούτε αντανακλάσεις, παρά μόνο το απόλυτο σκοτάδι…

    -Που είναι ο καταραμένος διακόπτης; Η αρσενική φωνή δείχνει να κοπιάζει και να μετακινείται.
    -Όχι! Μη αγγίξεις τον διακόπτη. Θηλυκή φωνή ακινητοποιημένη σε ένα σημείο, με μία ανάσα που σώνεται.
    -Σε παρακαλώ Αντώνη, μην ανοίξεις το φως. Φοβάμαι. Η φωνή ψάχνει στο σκοτάδι, αλλά από την θέση της δεν φεύγει.
    -Τι φοβάσαι Μαρία; Η βαριά φωνή στάσιμη, δείχνει να βλέπει. Ή να νομίζει πως βλέπει…

    Βήματα απαλά που αργά αλλάζουν, στην πηγή της αδύναμης έντασης, θέση. Ένας ήχος ξένος από σάρκα. Κάποια κάθεται. Ένα πνιγμένο βογκητό ανακούφισης. Μία παύση.
    -Γιατί, εσύ δεν φοβάσαι;

    Κλειδώσεις που βγάζουν ένα κοφτό ήχο και η φωνή τώρα βγαίνει από πιο χαμηλά.
    -Τι φοβάσαι Μαρία; Τι είναι αυτό που σε τρομάζει στο φως ;

    Το σκοτάδι σε κάθε παύση μοιάζει απειλητικό. Μοιάζει γεμάτο από πλάσματα που αθόρυβα στέκονται ανάμεσα στους δύο ανθρώπους και περιμένουν την σειρά τους.

    -Δεν είναι το φως που με τρομάζει. Αλλά ούτε το σκοτάδι που με κάνει και νιώθω ασφαλής. Το πέρασμα με αγχώνει Αντώνη. Αυτό το γαμημένο πέρασμα…
    (συνεχίζεται)
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ο διακόπτης (Πράξη 2η : Το όνειρο)

    Στο σκοτάδι κρύβονται τα μεγαλύτερα θηρία. Η όψη τους είναι αλλόκοτα ελκυστική. Έτοιμα να σε κατασπαράξουν καθώς τα φλερτάρεις. Νιώθεις την απαλή τους σάρκα καθώς τ’ αγγίζεις. Δέρμα τρυφερό σαν βρέφος, παρόλο που είναι αιωνόβια. Μία λάθος κίνηση σου και θα χαθείς για πάντα στο άπειρο του κενού τους, καθώς ερεθισμένος μπαίνεις μέσα τους. Φούσκες που τρέφονται με τις σκιές σου και μαραζώνουν σε κάθε ξημέρωμα. Μαραζώνουν και συρρικνώνονται, αλλά δεν σβήνουν. Σαν μεγάλοι κόκκοι σκόνης που περιμένουν αόρατοι το φως να πέσει για να αρχίσουν πάλι να φουσκώνουν…

    Ένας αναπτήρας ανάβει και το φως του τυφλώνει τους θεατές. Κανείς δεν βλέπει τίποτα περισσότερο, από την άκρη ενός τσιγάρου που πυρώνεται. Και μετά πάλι επιστροφή στην μήτρα.

    -Τι είναι αυτό που σε τρομάζει Μαρία, στο πέρασμα; Η φωνή του στεγνή και άκαπνη.

    Από την άλλη μεριά ένα στήθος, απελευθερώνει τον μιγά αέρα με τον καπνό που φέγγει.

    -Υπάρχουν όνειρα που βλέπω. Στέκομαι πάνω σε μία μικρή εξέδρα, ψηλά, πολύ ψηλότερα από το έδαφος, στο κέντρο της σκηνής ενός τσίρκου. Ίσα που χωράω στην εξέδρα. Στις άκρες των ποδιών μου βλέπω το κενό. Τίποτε να με κρατήσει αν τυχόν και γείρω. Τίποτε που να μπορεί να με αρπάξει και μην, στο έδαφος, το σώμα μου απλώσει Ο κόσμος γύρω μου εκστασιασμένος περιμένει. Δεν βγάζουν ούτε ένα τόσο δα μικρό ήχο. Δεν θέλουν να με τρομάξουν και να μην τολμήσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να μου επιτρέψουν να κατέβω, από την σκάλα της εξέδρας που στέκομαι. Από την άλλη σκάλα θέλουν να κατέβω. Από αυτή, της απέναντι εξέδρας. Ίσως και πάλι ούτε και από αυτή.

    Η άκρη του τσιγάρου ξαναφέγγει. Μία τζούρα οξυγόνου ποτισμένη με νικοτίνη και το όνειρο, στο δρόμο του ξανά.

    -Ένα σκοινί, ο δρόμος που ενώνει τις εξέδρες και εγώ πρέπει να το διαβώ. Σκοινί λεπτό, ίσα με δύο δάχτυλα χοντρό. Και πρέπει εγώ να το διαβώ. Κοιτώ γύρω μου για ελπίδα. Και εισπράττω το χαμόγελο που λαχταρά. Βρίσκω την δύναμη και το πόδι απλώνω. Ρίχνω ένα βλέμμα μου πίσω για μία τελευταία φωτογραφία αυτού που αφήνω. Η σιγουριά και η θαλπωρή του λευκού που έχω τώρα συνηθίσει. Η πατούσα μου νιώθει την τραχύτητα του σχοινιού. Σαν τόνο βαρύ σηκώνω και το πόδι το άλλο και ξεκινώ. Είμαι παγωμένη από τον τρόμο και οι σκέψεις μου δεν ρέουν. Έτσι τα πρώτα βήματα συμβαίνουν εύκολα. Και τα επόμενα, η πόρνη τύχη τα συνοδεύει και με οδηγούν μέχρι την μέση. Στέκομαι για να πάρω μία ανάσα ανακλαστικά και μόνο και ο πάγος λειώνει. Οι σκέψεις μαζεμένες εφορμούν με μανία και αντιλαμβάνομαι που στέκομαι. Νιώθω την θέση μου έως την τελευταία και παραμικρή λεπτομέρεια.

    Η καύτρα που φουντώνει, τρέμει. Χαμηλώνει και αμέσως ξαναφουντώνει. Το τρέμουλο ακόμα μεγαλύτερο. Να φοβάται τα νύχια τα γαμψά που απλώνονται στα μουλωχτά να την αγγίξουν;

    -Φοβάμαι… Την ιδέα της πτώσης. Με τρομάζει η ισορροπία που ικετεύει να χαθεί. Γαμώτο ας πέσω και στο έδαφος κατευθείαν ας βρεθώ. Δεν θέλω να πέφτω. Το ενδιάμεσο, ναυτία μου προσφέρει. Λευκό ή μαύρο, όχι ανάμεσα τους. Στο σκοινί ή στο έδαφος, ποτέ ανάμεσα τους. Επιλέγω, δεν μπορώ άλλο να στέκομαι πίσω από τους φόβους μου. Είναι τότε πιο οδυνηροί. Βουτάω στο κενό για να τελειώσει το μαρτύριο μία ώρα αρχύτερα.

    Μία ρουφηξιά ακόμη και η παύση συνοδεύει. Το τσιγάρο τελειώνει και οι λέξεις ντυμένες με καπνό ξανακυλούν.

    -Η πτώση κρατά αιώνες και πονάω. Ότι με πλήγωσε μικρή, ότι με βίασε μεγάλη, τα βρώμικα τα χέρια του στο γυμνό κορμί μου, τα σερβίρει. Ότι δεν έπρεπε ποτέ να ζήσω, σάρκα, οστά και πέος αποκτά. Μπαίνει μέσα μου και χαλάει ότι με κόπο και αγάπη ταίριαξα στις μέρες του νοτιά. Χύνει σκατά υγρά και βγαίνει για να ακολουθήσει ο επόμενος. Στην αρχή νιώθω βρώμικη, μετά ακόμα περισσότερο και στο τέλος νιώθω βρώμικη, για τα φρέσκα τα αχνιστά που απλόχερα με γεμίζουν. Νιώθω την ψυχή μου να σώνεται και λίγη να ‘ναι για να αντέξει και τρέμω όταν κόκκος της άλλος, δε θα μείνει για να αντισταθεί. Όλο το αντιληπτικό μου φάσμα επικεντρώνεται, στον τελευταίο κόκκο που πέφτει και περιμένει το Μεγάλο Θόρυβο της κρούσης. Και φτάνω…

    Τα δάκρυα και τα αναφιλητά, κάνουν το σκοτάδι να μην μοιάζει στοιχειωμένο. Υπάρχει άνθρωπος κρυμμένος ζωντανός και κλαίει…

    -…αλλά δεν συναντώ το έδαφος, αλλά κάτι πολύ χειρότερο. Προσγειώνομαι στη μέση του σκοινιού και η ισορροπία μου χαμένη. Ξαναπέφτω και τον εφιάλτη ξαναζώ. Και στο κέντρο του σκοινιού για μια φορά ακόμη φτάνω και ξαναπέφτω. Και ξαναπέφτω και ξαναπέφτω και ξαναπέφτω…

    Ήχος από γυναίκα που στο σκοτάδι γονατίζει.

    -Για αυτό σου λέω Αντώνη, μην αγγίξεις τον διακόπτη.

    Η υστερία διάχυτη και από το κέντρο της σκηνής, η πηγή της που ουρλιάζει.

    -Do not touch the fucking “switch”!!!!
    (συνεχίζεται)