Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Οι ιστορίες του Μπαρμπαλιάκου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 26 Μαρτίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ο διακόπτης (Πράξη 3η : Το λάθος)

    Η απατηλή αίσθηση της ισορροπίας, γεννά μία από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες παρανοήσεις. Την ψευδαίσθηση, πως δεν βρισκόμαστε στην τροχιά της πτώσης…

    -Ηρέμησε ψυχή μου και στάσου ακίνητη. Το άγχος σου οφείλεται στην αδράνεια. Το μυαλό σου αντιδρά στην μετακίνηση.

    Ο άνδρας ψάχνει την θηλυκή φωνή μέσα στο σκοτάδι. Η τύχη είναι καλή μαζί του και δεν συναντά τους ενδιάμεσους. Μετά από λίγα τυφλά βήματα φτάνει κοντά της και την αγκαλιάζει.Η κοπέλα έχει σταματήσει να κλαίει, μόνο το σώμα της τρέμει.

    -Ο νους, δημιουργεί ηθικές και δυναμικές που τείνουν να στηρίξουν την σταθεροποίηση και να αντισταθούν σε οποιαδήποτε μεταβολή. Ερχόμενος σε μία νέα κατάσταση πιάνει δουλειά ώστε να κατανοήσει και να διαχειριστεί τη φύση των κανόνων και επιπλέον, να προσαρμοστεί με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Ακόμα και αν η νέα θέση είναι καλύτερη από την προηγούμενη, σου δημιουργεί την αίσθηση της ψυχικής ναυτίας, για δύο λόγους. Για να σε αναγκάσει να σταματήσεις την μετακίνηση, μη θέλοντας να ρισκάρει σε ένα αγνώστου φυσικής, νέο περιβάλλον και για να σε φορτώσει με την μνήμη της δυσφορίας, ώστε να την σκεφτείς διπλά στο μέλλον μία όποια νέα αλλαγή.

    Η γυναίκα απλώνει τα χέρια της. Ο Αντώνης, τα νιώθει στα δικά του, παγωμένα. Σαν κάποιος, ύπουλα να κλέβει σταγόνα με σταγόνα την ψυχή της. Ενώνει τις παλάμες του, σκεπάζοντας έτσι τις αδύναμες δικές της. Νομίζοντας ότι η θέρμη η δική του είναι ικανή να ζεστάνει και τους δύο, συνεχίζει…
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ο διακόπτης (Πράξη 3η : Το λάθος), η συνέχεια




    -Αδράνεια, η βούληση που αντιστέκεται, Μαρία, στη…

    -Κάποιο λόγο θα ‘χει. Η φωνή ανακατεύεται με τις σκιές, σαν κρυστάλλινο πουλί που προσπαθεί να ξεφύγει και χτυπάει τα φτερά του απελπισμένο.
    -Κάποιο λόγο θα έχει Αντώνη, για να αντιστέκεται. Ένας λυγμός που φωτίζει τις προτάσεις και παλεύει για αναγνώριση.

    -Μωρό μου, σε παρακαλώ, άκουσέ με. Δεν ξέρω γιατί, φοβάμαι, το νιώθω ότι δεν είναι για καλό. Το νιώθω, δεν είναι μία αίσθηση απλώς, έχει βάρος. Με αγγίζει. Δε μπορώ να στο εξηγήσω με την λογική. Νιώθω να με απειλεί, να μας απειλεί.

    Ένας ήχος, δηλώνει παρουσία μερικά μέτρα πιο δίπλα. Οι θεατές δεν βλέπουν, ακούν όμως τον ήχο που κάνει ο λαιμός της γυναίκας, που τινάζεται τρομοκρατημένος. Κανένας ήχος από τον άντρα. Στέκεται και την κοιτάζει προβληματισμένος. Σχεδόν όλοι βλέπουν το ανήσυχο βλέμμα του. Δεν έχει ακούσει τίποτα. Ούτε και κανείς άλλος, πέρα από την γυναίκα…

    -Το άκουσες Αντώνη; Το άκουσες μωρό μου; Κάποιος είναι εκεί.

    Σηκώνεται, προσπερνά τον Αντώνη δίχως να τον αγγίξει, αλλά δεν απομακρύνεται.

    -Ποιος είναι; Φωνή οργισμένη και πανικόβλητη.

    -Ποιος είσαι; Φωνή που στάζει.

    -Τι είσαι; Φωνή που λειώνει, σε λέξεις που δεν τολμούν να ειπωθούν.

    -Γαμώτο, πες μου τι είσαι; Φωνή που φτάνει στα ανώτερα επίπεδα έντασης και κομματιάζεται σε χιλιάδες διάφανα διαμάντια. Μία αόρατη βροχή από γράμματα με ήχο απλώνεται στο χώρο και μουσκεύει τις συνειδήσεις…
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ο διακόπτης (Πράξη 4η : Το Τέλος)




    -Φτάνει Μαρία. Ο Αντώνης πετάγεται από την θέση του και αρχίζει να ψάχνει.

    -Όχι! Όχι, σε παρακαλώ, όχι! Η Μαρία σέρνεται στο πάτωμα. Τα νύχια της βγάζουν έναν φρικτό θόρυβο, καθώς σπάνε στο άγριο ξύλο.

    -Ηρέμησε κορίτσι μου, θα δεις ότι δεν τρέχει τίποτα. Κάπου εδώ θα ‘ναι, ο κολοδιακόπτης.

    -Όχι μη Αντώνη μου, θα σου δώσω ό,τι θέλεις. Χρήματα, το κορμί μου, την ψυχή μου, τα παιδιά μου, ό,τι μου ζητήσεις.

    -Τον βρήκα. Το χέρι του Αντώνη αγγίζει τον διακόπτη και όλοι κρατούν την ανάσα τους. Όλοι εκτός την Μαρία που βγάζει την δική της, με όλη της την δύναμη.

    -Όοοοοχχχχχχχχχχιιιιιιιιι… Ο Αντώνης σηκώνει τον διακόπτη και εγένετο Φως.

    Και η αποκάλυψη…

    Κανείς και τίποτα πάνω στη σκηνή.

    Κανένας, στις άδειες καρέκλες του Θεάτρου.

    Κανένα χρώμα πουθενά.

    Ή σχεδόν πουθενά…
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ένα παραμύθι

    Μία φορά και ένα καιρό πριν από πολλά χιονισμένα χρόνια υπήρχε μία γάτα που νόμιζε ότι ήταν μαγεμένη. Και κατά κάποιο τρόπο ήταν…

    Η γάτα αυτή ζούσε στον κόσμο των κοινών και συχνά πυκνά ένιωθε δυστυχισμένη. Πίστευε παλιά, ήταν σίγουρη σχεδόν στο τώρα, ότι κάτι κακό ή κάποιος κακός την είχε παγιδεύσει μέσα στα κουρέλια. Ίσως και να ήταν και μάγισσα γριά που φθόνησε την μοναδική ομορφιά της και την καταδίκασε να κοιμάται στο χώμα και όχι στων αρχόντων τα κρεβάτια.

    Να παίζει με τις βρώμικες των άλλων κάλτσες όχι γιατί τους συμπαθούσε όπως νόμιζαν εκείνοι, αλλά γιατί δεν είχε ποτέ δικές της. Να τρώει τα αποφάγια μέσα σε βρώμικα δοχεία να κάνει τις ανάγκες της, γυμνή και εκτεθειμένη στο βλέμμα των μικρών παιδιών.

    Καμία κρυψώνα δεν ήταν αρκετή να την πάρει μακριά από τις ιδρωμένες τους πατούσες που συχνά πυκνά θεωρούσαν ταιριαστό να αφήνουν τα σημάδια τους πάνω στην αργυρή της γούνα.

    Παιδεύτηκε πολύ, σφίχτηκε, φτερνίστηκε και άξαφνα το βρήκε. Έναν Γαλαξία νεφελωμάτων από γυάλινες σφαίρες. Έτσι τουλάχιστον το πέρασε στην αρχή. Αργότερα και πολύ πιο μετά από ότι συνήθιζε στα άλλα γατιά της γειτονιάς να το προσδιορίζει, αποφάνθηκε.

    Φούσκες από νερό. Μπουρμπουλήθρες. Αδιαπέραστες και σεβάσμιες από μακριά. Ένα περιτύλιγμα που κρύβει κρυμμένα ζαχαρωτά από σιμά.

    Και καθόταν στο ηλιοβασίλεμα στο πίσω το κρυμμένο από πλάσματα δασάκι και μαγεμένη και με σπόρια μπόλικα στο μικρό της το κομπόδεμα, χανόταν και ταξίδευε στο παιχνίδι των νιφάδων.

    Θύελλα εξωτικών μπαχαρικών, δράκοι, θάλασσες, νεράιδες, πλάσματα μυστικά και αέρινα. Όλα περνούσαν σε παρέλαση από μπρος της. Άρματα, τούμπες και γελωτοποιοί, ένας κόσμος θαυμαστός μόνο για τα μάτια της. Μόνο για τα μάτια της, μέχρι το δείλι να την αγγίξει και τρυφερά στο αυτί να της υπενθυμίσει, ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψει. Μάζευε με προσήλωση τα ίχνη και τα σπόρια και με τα πόδια της ανακάτευε το χορτάρι. Έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού με φως, ό,τι το χαμόγελο της απλόχερα σκορπούσε.

    Μόνο για τα μάτια της. Μόνο για την δική της την χαρά. Και φόβος, με τα βήματα που την έπαιρναν από εκεί, συνωμοτούσαν και την εμφάνιση τους έκαναν. Και αν αύριο δεν έχει; Και αν βρέχει και σεισμός μεγάλος γένει; Και αν κάποιος…ωχ θέε μου, αν κάποιος ανακαλύψει τούτο το θάμα το μεγάλο; Κάποιος κακός σίγουρα θα ‘ναι. Και μάγος και τρανός. Μια μπουκιά η ίδια θα ‘ναι. Ελπίδα να την βοηθήσει καμιά. Τον μύριζε, τον άκουγε, τον ένιωθε, αλλά ποτέ δεν το είχε δει.

    Και τα χρόνια όμορφα περάσανε. Και η γάτα, κορίτσι έγινε. Και οι χρόνοι το θάμα τούτο μαζί με το παιδί σε άλλες πολιτείες μεταφέρανε. Ο φόβος όμως δεν πήγε μακριά. Η γυναίκα τώρα εσώρουχο τον φορούσε και δεν το άφηνε ποτέ. Και όποιος κοντά της πάγαινε σήμαινε κακό. Δηλητήριο από το παλιό, το γλυκό που γρήγορα εξατμίζεται, άφθονο στα δάχτυλα της έκρυβε. Και τα γράμματα τους με προσοχή και επιμονή στα μάτια της αρρώσταινε. Μόνο για τα μάτια της και μόνη για κανέναν.
    Σίγουρη έτσι και ασφαλής.

    Μόνο που ο μάγος ήταν υπαρκτός. Δαιμόνιος, κακός, φίλτρα μαγικά με μαεστρία έφτιαχνε και το κορίτσι και το θάμα πολεμούσε. Και κάποια στιγμή στην πόρτα της την εμφάνιση του έκανε. Το κορίτσι το καλοδέχτηκε και την αγκαλιά της με αλήθεια άνοιξε.

    Ο μάγος ταράχτηκε και στην αγκαλιά της μπήκε. Την πίστεψε και για λίγο τα μάτια του γύρισε αλλού. Το μαχαίρι της, στην καρδιά του με λαχτάρα φύτρωσε.

    Ένα ηλιοβασίλεμα που βρίσκει το θάμα πεθαμένο. Ένα κορίτσι να μαδάει καμπανούλες και προσευχές να στέλνει για συνοδούς. Το θάμα της για πάντοτε νεκρό και κάτω από το χώμα βαθιά κρυμμένο. Αλλά για δες το πρόσωπο της, γεμάτο ανθισμένο.
    Σίγουρη έτσι και ασφαλής

    Και έζησε για πάντα ευτυχισμένο και τα θάματα καλύτερα…

     
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    "Έρωτας"


    Φλόγα στη φλόγα, λάδι στη φωτιά. Ξύλινο το σώμα μου, εύφλεκτο στον πόθο σου. Τα γράμματα πλάθουν νέα γράμματα και αυτά τις νεόπλαστες τις λέξεις. Σκιές με αγγίζουν και μου φέρνουν την μορφή σου και το ταξίδι αρχίζει …





    Σε βλέπω κάθεσαι μπροστά μου και μου χαμογελάς . Τα μάτια σου πύρινα και σκοτεινά. Τα πόδια σου μετάξι που με καλεί να το αγγίξω. Τα μαλλιά σου υγρά λουλούδια, το κορμί μου να μουσκεύουν. Θέλω να σε αγγίξω αλλά όχι ακόμα!





    Πιάνω τα χέρια σου, τα ακουμπώ πάνω μου, τα γεύομαι, δεν σου αφήνω την πρωτοβουλία απόψε μου ανήκεις . Τα δάκτυλα σου κέρινα διαμάντια τα ταξιδεύω στο κορμί μου. Τους μαθαίνω τις κρυμμένες πολιτείες, με τα νύχια σου δρόμους νέους να χαράζω . Σταματάω λίγο και του πόθου μου την έκφραση στην αφή σου βάζω .


    Για λίγο ομορφιά μου, για λίγο, απόψε σκλάβα μου γλυκιά θα είσαι.


    Κάτσε πάνω στο μαξιλάρι το μεγάλο, έτσι ναι όπως υποτακτικά φωτιά μου να κάθεσαι, εσύ ξέρεις. Τα χέρια σου, τα ακριβά ένα με το ξύλο. Φθηνό το ξύλο και κολακευμένο, θα βιώσει διψασμένο του σφυγμού σου το τρελό ρυθμό. Στα χέρια μου οι κρύες αλυσίδες τρεμοπαίζουν από λαχτάρα καθώς γνωρίζουν …





    Γνωρίζουν ότι καυτές και υγρές στο τέλος της σκιάς και αποκαμωμένες στο έδαφος μετά θα πέσουν.


    Περνάω την πρώτη από το ένα σου το χέρι, τρέμεις από το παγωμένο μέταλλο. Από πίσω την περνάω και την σφίγγω, την παγιδεύω σε λουκέτο. Κοιτάω το χέρι σου. Ακριβό λευκό και οι φλέβες να φουσκώνουν φραγμένες, μια αρχέγονη λαχτάρα με βιάζει και το μυαλό μου θολώνει. Αίμα ζεστό πολύτιμο στα χείλια μου θέλει να σκορπίσει. Σε κοιτάω… φοβάσαι στα μάτια μου λαχτάρα αφύσικη έχει θρονιάσει. Σκύβω σταθερά και πάνω από τα χείλια σου το στόμα μου πλησιάζω. Τεντώνεις το λαιμό σου … ένα φιλί , ένα φιλί από γύρη, από της θάλασσα τον απύθμενο βυθό, αμέθυστο και γλυκό το ναρκωτικό που εισχωρεί μέσα μου, δαγκώνω με δύναμη. Ένα βογκητό στο στόμα μου πνίγεται. Τρέλα σε θέλω απεγνωσμένα. Με κοιτάς με απορία, το βλέμμα μου βαθύ και καθησυχαστικό, σε ηρεμεί . Βρίσκω τον έλεγχο και περνάω άλλη μια παγωμένη αλυσίδα στο άλλο σου το χέρι. Ευάλωτο με τους κρίκους να το παγιδεύουν, σκληραίνω αφάνταστα.





    Μια αλυσίδα ακόμη γύρω από παθητικό λαιμό σου. Αλλά πρώτα ένα υγρό χάδι τον δοκιμάζω, τον δαγκώνω τρυφερά, σέρνω την άκρη της γλώσσας μου στα λακκάκια του. Τον φυσάω απαλά και ανατριχιάζεις. Περνάω την παγωμένη αλυσίδα και βογκάς απαλά. Σε σφίγγω, θέλω να σε ακούσω. Θέλω να νιώσω την αγωνία και την λαχτάρα να κυλάει στις φλέβες σου. Δένω την αλυσίδα μαζί με τις άλλες. Τα χέρια σου και ο λαιμός σου τεντώνονται. Νιώθω δαίμονας να πέσω πάνω σου να σε κατασπαράξω μέχρι την τελευταία σταγόνα σου. Αλλά κρατιέμαι όχι ακόμα. Τώρα έχουν σειρά τα πόδια σου.





    Ακριβά, μονάκριβα, θέλω να ασελγήσω πάνω τους, είναι όμορφα. Μία σκοτεινή μανία με σπρώχνει να τα λατρέψω, να τα προσκυνήσω, να τα γλείψω, να τα βεβηλώσω. Αλλά όχι ακόμα.


    Τα ανοίγω, λυγισμένα μέχρι να αποκαλύψεις το βάθος του σκοτεινού λουλουδιού σου. Τα δένω στις αλυσίδες, τεντωμένα, αδύναμα, παραδομένα στις ορέξεις μου. Μια μαύρη ριπή κολασμένη με χτυπάει λυσσασμένα. Με κυριεύει. Σε αρπάζω, σε φιλάω, σε δαγκώνω, σε θέλω, βογκάς, με παρακαλείς, συγκρατιέμαι, όχι ακόμα.





    Κάθομαι δίπλα σου, σε κοιτάω στα μάτια σου, βυθίζομαι μέσα τους. Ταξιδεύω σε μια μαύρη πολιτεία μες τη νύχτα καθώς τα δάκτυλα μου διαγράφουν πύρινους δρόμους πάνω σου. Χορεύοντας, πλανεύοντας, μαρκάροντας , δοκιμάζοντας, δρόμους απαλούς, υπέροχους με καμπύλες γύρω από τις ευαίσθητες περιοχές σου. Πετάω με τα μαύρα φτερά μου κατακτητής καθώς το βλέμμα χρωματίζεται με το αίμα, τον πόνο, τον οργασμό, τον πόλεμο, το πάθος χιλίων ζευγαριών σε όργιο τρελό γύρω από τις φωτιές που κατακρεουργούν τις μίζερες τις πόλεις.





    ΒΥΘΙΖΩ το δάκτυλο μου μέσα σου, βογκάς δυνατά. Το βγάζω.


    Βυθίζω το δάκτυλο μέσα σου, σφίγγεσαι στις αλυσίδες και με καλείς, το βγάζω.





    Το δοκιμάζω, αλμυρό σαν την θάλασσα, με κοιτάς και το στόμα σου τρέμει.





    Βυθίζω βαθιά το δάκτυλο μέσα σου, νιώθω τον τρυφερό πυθμένα. Τα νεύρα του λαιμού σου φουσκώνουν, λαχανιάζεις, με θέλεις. Το στριφογυρνάω και μαζεύω τα υγρά του. Το βγάζω, στάζει πολύτιμες σταγόνες. Το φέρνω κοντά στο στόμα σου. Αρνείσαι να το δοκιμάσεις. Το πιέζω στα χείλια σου. Αρνείσαι . Σου μιλάω…





    «Ομορφιά μου , άνοιξε το στόμα σου να δοκιμάσεις την γεύση που λατρεύω» …το ανοίγεις και το δοκιμάζεις. Κάνεις μια γκριμάτσα …


    «Λατρεύω αυτή τη γεύση. Τώρα θα την λατρεύεις και εσύ»





    Επαναλαμβάνω την κίνηση, ξανά, ξανά, ξανά και ξανά. Έχεις λαχανιάσει, με θέλεις, τα χείλια σου υγρά, το πρόσωπο σου μούσκεμα, το στήθος σου ανεβοκατεβαίνει. Με θέλεις, με θέλεις.





    Σκύβω πάνω σου και δοκιμάζω, υγραίνω το σώμα σου, σπιθαμή, σπιθαμή. Πιέζω τους τένοντες, μέχρι να φωνάξεις . Βασανίζω τα νεύρα σου σαν την φωτιά. Τον κόλπο σου, την κλειτορίδα σου, τις ρώγες σου με πάθος , ενός ρυθμού τρελού, βογκάς , πλησιάζεις, σταματάω, ξαναρχίζω, φωνάζεις, εκλιπαρείς, σταματάω …





    ...ξαναρχίζω, τεντώνεσαι, τρελαίνεσαι, ο οργασμός σε αγγίζει, σταματάω. Ξανά και ξανά και ξανά. Η παράνοια στα μάτια σου καθώς η ώρα κυλάει αδυσώπητα. Το έλεος δεν υπάρχει σε αυτό το πάθος, σε αυτή την φωτιά. Σε αυτό το τραγούδι δεν υπάρχει τέλος. Οι αλυσίδες τεντώνονται, τρίζουν, το σώμα σου, συσπάται, δεν σε λυπάμαι, ξανά και ξανά. Το αίμα σου βράζει, τα υγρά ποτάμια που ξεχύνονται, από τις ανοιχτές τρύπες. Κλαις, γελάς, φωνάζεις, δεν σε νοιάζει τίποτα. Σε κοιτάω. Σταματάω. Όχι ακόμα. Όχι ακόμα …


    Δεν είσαι έτοιμη.


    Η μήπως είσαι ….





    Δεν είσαι ακόμα γλυκό μου … Είσαι ακόμα στην αρχή…


    Σε λυπάμαι και σε λύνω. Με κοιτάζεις λαχανιασμένη και αδύναμη. Τρέμουν τα πόδια σου. Το βλέμμα σου φλογίζει. Το δέρμα μούσκεμα γυαλίζει. Με παρασέρνει η εικόνα. Στυλώνω τα μάτια μου πάνω σου. Εκμεταλλεύεσαι την θηλυκότητα σου. Ανοίγεις ανεπαίσθητα τα πόδια σου. Χάνομαι στο άνοιγμα σου το σκοτεινό. Θέλω να πιω. Νιώθω τον λαιμό μου στεγνό και τους χυμούς σου νέκταρ. Θέλω να μεθύσω και οι σταγόνες σου ανέρωτο ποτό φαντάζουν.





    Δεν βλέπω την πυρκαγιά που ξεσπάει στο βλέμμα σου . Μου ρίχνεσαι. Με πιάνεις απροετοίμαστο. Αλλά ότι τόσο. Όταν με φτάνεις ένα κοφτό χαστούκι σε συναντάει. Παγώνεις . Τα μάτια σου βουρκώνουν, τα χείλη σου τρέμουν. Τι έκανα; Τι έκανα ψυχή μου; Με κοιτάς λυπημένη. Ανοίγω τα χέρια μου να σε αγκαλιάσω … Είσαι δαίμονας. Η ματιά σου αστραπιαία αλλάζει. Μία λύκαινα μου επιτίθεται. Σε προλαβαίνω. Σε πιάνω από το λαιμό και σε σφίγγω.





    Προσπαθείς να με χτυπήσεις. Από τα μαλλιά σε πιάνω και σε γυρνάω. Το σώμα σου νευρώδες με δύναμη το γονατίζω. Είμαι ερεθισμένος. Είσαι όμορφη. Λυσσασμένη χτυπιέσαι και με γρατζουνάς. Νομίζεις ότι με αποτρέπεις. Αλλά φουντώνω περισσότερο. Ακινητοποιώ το ακριβό σου κορμί. Είναι τρέλα. Μουγκρίζεις σαν ζώο. Σε στήνω στα τέσσερα σαν καθαρόαιμη φοράδα. Αμύνεσαι. Καταλαβαίνεις τι θα συμβεί φωνάζεις ΜΗ!!!!

    (συνεχίζεται)
     
  6. vussinada

    vussinada ελεγχόμενη Contributor

    Τι θα συμβει;τι τα βαζεις αποσπασματικα κι εσυ;
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Η φωνή σου κόβεται, λυγίζει καθώς με δύναμη μπαίνω από ένα σφιχτό σημείο. Σαν κάποιος να σου αφαιρεί τον αέρα απότομα από τα πνευμόνια. Λυγίζεις . Βγαίνω απότομα και σκασμένη με δύναμη την πνοή σου γεμίζεις. Μένω ακίνητος. Είσαι τεντωμένη, περιμένεις. Η εικόνα μου από το χάρτη του σώματος σου γεμίζει. Διακρίνω , τους μυς σου που περιμένουν. Περιμένω . Τους βλέπω να τρέμουν από την υπερένταση. Σιγά, αργά, φοβισμένα χαλαρώνουν…





    Μπαίνω με δύναμη. Το σώμα σου απότομα τινάζεται μπροστά. Σφίγγω με δύναμη τα αέρινα καπούλια σου. Σε συγκρατώ. Ένα βογκητό έχει καθηλωθεί ανάμεσα στο στόμα σου και στο εσωτερικό του λαιμού σου. Ξεγλιστρά, μαγκωμένα με τρεμάμενα βήματα από τα χειλάκια σου. Βγαίνω ξαφνικά και ξαναμπαίνω αμέσως. Αν ήσουν χορδή από κιθάρα θα είχες σπάσει. Η μελωδία όμως χρωματίζει τα μάτια μου. Πως τα καταφέρνεις και δεν σπας; Είσαι από ακριβό σαν την πορσελάνη και ανθεκτικό σαν το χρυσό υλικό.





    Μπήγω με δύναμη τα δάκτυλα σου στην γλυκιά σου σάρκα και επαναλαμβάνω. Έχει κάπως ανοίξει. Μ’ αρέσει … Είναι για μένα, θέλει να με υποδεχτεί. Σταματάω. Θέλω τον έλεγχο. Το σώμα σου είναι ιδρωμένο. Και συσπάται από τις βαθιές ανάσες. Περιμένεις. Το θέλεις. Χαμογελάω.





    «Έλα τρυφερή μου» …Σπρώχνεις με δύναμη προς τα μένα και βυθίζομαι για άλλη μια φορά μέσα σου. Με πιέζεις με δύναμη, σαν να ψάχνεις τον πυρήνα σου. Να εκραγείς, να κομματιαστείς. Εκεί που σε μια θάλασσα εικόνων , όλα τα νευρικά ερωτικά σου κύτταρα συσπειρώνονται.





    Τραβιέσαι και ξαναέρχεσαι με μεγαλύτερη δύναμη. Και το ξανακάνεις, με περισσότερο σθένος. Η φωτιά πρέπει να σε κατάτρωει. Το ξανακάνεις με μανία και το βογκητά, ανακατεύονται με τις εκπνοές σου. Ένας χορός ερωτικός. Ρυθμός πολεμικός. Ξανά και ξανά και ξανά …





    Σε σταματάω. Σε χαϊδεύω. Σου μιλάω.


    «Μόνο τόσο μπορείς και γιατί βιαστικά μικρό μου; Θα το κάνεις αργά, ακόμπιαστα και βαθιά»





    Ένας λυγμός πνιγμένος που θυμίζει τραυματισμένη λέξη βγαίνει από το στόμα σου…


    «Τι είπες , ακριβή μου;»


    Βήχεις απαλά … «Μάλιστα, είπα»


    «Άντε να δούμε τι αξίζεις» και χαμογελάω.


    Σφίγγεσαι και σπρώχνεις αργά. Είναι ακόμα σφιχτή η θύρα. Την νιώθω να ωθείται προς τα μέσα, να βασανίζεται και βλέπω την αντανάκλαση της κίνησης στο δέρμα σου. Ανοίγει. Τα στενά και στεγνά τοιχώματα παραβιάζονται. Δεν αλλάζεις την σταθερότητα της κίνησης. Συνεχίζεις βαθιά , μέχρι που το πρώτο μου σωματικό κύτταρο, φτάνει στην εσωτερική σου σπηλιά. Πιέζεις πιο βαθιά και ανακουφίζεσαι ελαφρώς. Σταματάς παίρνεις μια ανάσα και συνεχίζεις αντίστροφα. Όταν βγαίνω, λυτρώνεις την παγιδευμένη σου εκπνοή.





    «Ξανά μωράκι μου»


    Επαναλαμβάνεις. Φτάνεις στο τέρμα και σταματάς για μία στιγμή. Ετοιμάζεσαι να γυρίσεις και δεν σε αφήνω. Σπρώχνω ακόμα πιο βαθιά, μέχρι τα λαγόνια μου να πονέσουν. Αφήνεσαι με απορία. Σε πιάνω τρυφερά από την κορυφή των ποδιών. Γαντζώνομαι, στέκεσαι καθώς αναρωτιέσαι …





    ΒΓΑΙΝΩ ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ.


    Η εσωτερική σου θύρα αναστρέφεται, παραμορφώνεται και ανοίγει με δύναμη. Ο δρόμος που χαράζω πύρινος και αχόρταγα οργώνει το μέσα σου. Πετάγεσαι με δύναμη μπροστά στο πάτωμα και ξαπλώνεις κάτω καθώς σφίγγεται με απόγνωση από τον πόνο. Συσπάσαι σαν ψάρι πριν από τον επιθανάτιο οργασμό.


    Σε κοιτάω τρυφερά και μετά με κατανόηση …


    «Τόσο μπορείς ματάκια μου…μόνο τόσο». Κλαις, μιλάς, βογκάς, δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω.


    «Τι είπες μεταξένια μου;»


    «Πονάω» , η φωνή σου, σπασμένη ακριβό αφροδισιακό για μένα.


    Σε βάζω και στέκεσαι με τα γόνατα. Η μέση σου τρέμει , δείχνει να μην σε στηρίζει.





    «Μη λυγίσεις κοριτσάκι.»


    Στυλώνεις με πείσμα μπροστά μου καθώς στέκομαι γυμνός και όρθιος.


    «Τι θέλεις σκλαβάκι παθιασμένο;»


    «Να πιω κύριε»…


    «Είσαι διψασμένη μικρή μου;»


    «Ναι…»


    «Ναι τι ; τρυφερή μου»


    «Ναι κύριε»


    Σε κοιτάω. Το βλέμμα σου, γυαλίζει, είναι βαθύ σαν τη θάλασσα στο σούρουπο. Άλλα όχι ακόμα όπως θέλω .





    Λυγίζω τα πόδια μου ελαφρά, τεντώνεις τον υπέροχο λαιμό σου και η γλώσσα σου σαν σπάνιος καρπός, γεμισμένος ζεστασιά ξεπροβάλλει από το στόμα σου. Σε αφήνω λίγο να με αγγίξεις και νιώθω το αίμα μου να μαγεύεται. Συσπειρώνεται όλο υπνωτισμένο, εκεί που η υγρή σου γλώσσα κατακτά. Τα πόδια παρά την θέληση μου λυγίζουν κι άλλο. Η γλώσσα σου ξεθαρρεύει και αγκαλιάζει μεγαλύτερη επιφάνεια. Ακούω το σφυγμό μου και τα μάτια μου ερωτεύονται το πρόσωπο σου, λες και για πρώτη φορά το βλέπουν. Λυγίζω κι άλλο.





    Το χέρι σου κινείται, το μόριο μου βυθίζεται στο στόμα σου και σταθερά τον έλεγχο να χάνω. Το χέρι μου ανεξάρτητο από την θέληση του υπολοίπου σώματος, ψάχνει λες και είναι ξένο κάτι από πίσω μου, να βρει. Το στόμα σου ζεστό, θέλω σαν τρελός να το φιλήσω, τα χείλια σου με ένα βαθύ κόκκινο χρώμα απορροφούν την κυριαρχία μου, το χέρι σου ταξιδεύει, στην αρχή διερευνητικά και μετά με σιγουριά στο σώμα μου. Θα πέσω.





    Το χέρι μου τεντώνεται και πιάνει κάτι. Το σφίγγει και μετά αστραπιαία σε χτυπάει με το μαστίγιο.


    «Μάγισσα!!»


    Ξεσπάει μια θύελλα αντιδράσεων. Με δαγκώνεις με δύναμη.


    Ξυπνάω από το γλυκό σου δηλητήριο και τραβιέμαι με δύναμη. Σε κοιτάω θυμωμένος. Με κοιτάς πυρωμένη με βλέμμα κολασμένο. Εξοργίζομαι . Δίχως να πω τίποτα, σε πιάνω από τα μαλλιά και σε σέρνω. Σε πάω στο μπάνιο. Αντιστέκεσαι, προσπαθείς να δαγκώσεις, να με σταματήσεις με τα νύχια σου. Παίρνω και τις χειροπέδες μαζί μου. Αντιστέκεσαι για λίγο ακόμα αλλά μετά ακριβή μου με ακολουθείς. Ίσως η περιέργεια, ίσως ο πόνος, ίσως το ότι δεν γνωρίζεις, με ακολουθείς.





    Σε βάζω γονατιστή στην μπανιέρα. Δένω τα χέρια σου στην μπαταρία και τις σφραγίζω καλά. Σκύβω και δίνω ένα γλυκό φιλί στα τρυφερά σου χείλια και φεύγω. Μπαίνω στο δωμάτιο και διαλέγω την πιο μικρή αλυσίδα και ένα λουκέτο. Παίρνω και το μαστίγιο με τον δονητή μαζί μου. Γυρνάω στο μπάνιο και εσύ εκεί μεταξένια να λάμπεις. Πόσο σε θέλω τρυφερή μου.





    Περνάω την αλυσίδα από το λαιμό σου και το παγιδεύω προς τα πίσω. Το σώμα σου φλογίζει την αύρα από την ένταση. Το στήθος σου, μου χαμογελά προκλητικά. Θέλω να το αγγίξω. Οι ρώγες σου, κερασάκια με καλούν για να μεθύσω. Τα χείλια σου υγρά καθώς η γλώσσα σου τα χαϊδεύει και με καλεί, σε τρελό χορό. Σε κοιτάω με τον πόθο να με βασανίζει.





    «Διψάς ακόμα τρέλα μου ;»


    «Διψάω . Έχεις κάτι να μου δώσεις ακριβέ μου;»


    Μαστιγώνω το στήθος σου με δύναμη. Σου ξεφεύγει μια κραυγή. Μπαίνω στην μπανιέρα όρθιος και πριν προλάβει το στήθος σου να κοκκινίσει γεμίζω με τον πόθο μου το στόμα σου.


    Βυζαίνεις με δύναμη αχόρταγο πλάσμα. Νιώθω την φωτιά σου καθώς προσπαθείς με δύναμη να με ενεργοποιήσεις για να πιεις. Παίρνω το τηλέφωνο του νερού στα χέρια μου . Σε κοιτάω που ανεβοκατεβάζεις το στόμα σου με μανία όσο η αλυσίδα σου επιτρέπει .


    Ανοίγω το νερό…





    Η στιγμή είναι βίαιη, όπως η αίσθηση που απλώνεται σε όλο μου το σώμα. Το στόμα σου αρπακτικό και εγώ να νιώθω μόνος σε αυτό του σκοτάδι που διαφεντεύεις. Το νερό όμως τ’ ανοίγω ελάχιστα. Στην αρχή μία σταγόνα. Διστακτικά κρέμεται για λίγο στο χείλος και μετά πέφτει πάνω στο καυτό σου σώμα. Διψασμένο σαν παρθένα γη την σταγόνα απορροφά δίχως να την καταλαβαίνεις. Συνεχίζεις ακάθεκτη. Παραπαίω στο άκρο του σκοτεινού βαράθρου που με τέχνη δημιουργείς αλλά ελέγχω την δύναμη μου. Ένα ανεπαίσθητο κλικ ακόμα και δύο σταγόνες βυθίζονται απότομα στο σώμα σου. Το καταλαβαίνεις . Σταματάς. Τα πάντα στέκονται ακίνητα. Το μόνο που νιώθω είναι ο σφυγμός μου μέσα στο στόμα σου να χορεύει φρενιασμένος. Ανοίγω λίγο περισσότερο την βρύση και ένα χλιαρό ρυάκι φτιάχνει μια γέφυρα διάφανη με την ποθητή σου πλάτη. Νιώθεις την θερμοκρασία του, ανακουφίζεσαι και ξαναρχίζεις. Αργά, βαθιά, σταθερά. Οι αισθήσεις μου ζωντανεύουν. Οι μυς μου τεντώνονται . Το χέρι μου ανοίγει περισσότερο. Ο ρυθμός σου αυξάνεται. Νιώθω την φωτιά να διεισδύει στα απάτητα σημεία. Περισσότερο. Το νερό πέφτει με δύναμη στην πλάτη σου. Κρυστάλλινο χτυπάει το βελούδινο λευκό και προσπαθεί να το πονέσει. Καίγομαι , νιώθω τον πόθο στην ανάσα σου να χορεύει με την γλώσσα. Τα πάντα θολώνουν για άλλη μια φορά. Το νερό με χαϊδεύει καθώς αντανακλάτε πάνω σου. Πλησιάζω. Με δυσκολία δίνω την εντολή και τα πάντα γίνονται μπλε. Το παγωμένο κάνει την επίθεση πάνω σε εσένα ανυποψίαστη λατρεία και οι τένοντες διαγράφονται σε μια απελπισμένη κίνηση διαφυγής. Η αλυσίδα όμως το λαιμό σου συγκρατεί λίγο πριν αυτός σπάσει. Είναι μια εικόνα θειική. Το κλείνω απότομα. Μένεις παγωμένη. Το σοκ κάνει το πρόσωπο απίστευτα ελκυστικό. Αρχίζεις να τρέμεις. Κύματα που διατρέχουν την επιδερμίδα σου από άκρη σε άκρη.





    Με κοιτάς, με απορία στην αρχή, αλλά το βλέμμα μου σε ηρεμεί. Ανοίγω το χλιαρό. Αναπηδάς τραυματισμένη από την προηγούμενη ανάμνηση. Χαλαρώνεις.


    «Συνέχισε αγάπη μου»





    Η απόλυτη υπακοή από ένα πλάσμα λατρευτό. Με βάζεις στο στόμα σου καθώς το νερό ανακουφίζει τους σφιγμένους πόρους. Ο δρόμος ίδιος. Ζεστασιά, σπίθα, φλόγα, πυρκαγιά. Το χέρι μου στρέφει αργά το κόκκινο. Φλόγα στη φλόγα, φωτιά στη φωτιά. Κινείσαι με ταχύτητα για να μην σε ακουμπά το νερό στο σημείο το ίδιο. Το κλείνω απότομα και βάφω τα πάντα μπλε.





    Το σώμα σου συσπάται και σε χρόνο μηδενικό προλαβαίνω, το χέρι μου στο υγρό σου κεφάλι να βάλλω, πριν στο λαιμό σου ζημιά κάνεις. Η αλλαγή ήταν απότομη και λυγίζεις. Τρομοκρατούμαι στην ιδέα να μου λιποθυμήσεις και σκύβω να σε πιάσω. Ευκαιρία λύκαινα για σένα και την άμοιρη την σάρκα μου. Τα δόντια σου, μπήγονται βαθιά και αίμα δοκιμάζουν. Ζώο άγριο, που η υποταγή μόνο στην επιφάνεια μπορεί να το αγγίξει. Η καρδία του σκοτεινή να λαχταράει αίμα. Πιέζω με δύναμη το δάκτυλο μου στο λαιμό σου και κλείνω τον αέρα. Ακόμα δεν μ’ αφήνεις. Πιέζω ακόμα πιο δυνατά και χαλαρώνει το στόμα σου ελαφρά. Ακόμα πιο δυνατά και ανοίγεις για λίγο το στόμα σου για να πάρεις πνοή καρδιά μου. Ξεφεύγω και απομακρύνομαι γρήγορα από κοντά σου μάτια μου. Τα μάτια σου απύθμενα, διψάνε . Στα χειλάκια σου σταγόνες κόκκινα μικρά τριαντάφυλλα. Θυμώνω.





    Ξεβιδώνω το τηλέφωνο και πετάω στην άκρη. Με μια απότομη κίνηση τερματίζω την ένταση και σε σημαδεύω χαμηλά…


    Το νερό ανελέητο διαγράφει δρόμο οδυνηρό στο σώμα σου. Πρώτα ανάμεσα στα πόδια σου. Εκεί ακριβώς που όταν η γλώσσα μου χορεύει, εσύ σπαρταράς αδύναμη. Μετά στα πόδια σου, ενώ εσύ προσπαθείς να προστατευθείς από την παγωμένη αίσθηση. Ανεβαίνω πάλι προς τα πάνω. Σταματάω στον κόλπο σου . Κλείνεις τα πόδια σου.


    «Άνοιξε τα !»


    «Όχι .»





    Γυρνάω το νερό στο στήθος σου. Πονάς. Μ’ αρέσει. Τα χέρια σου δεν κλείνουν για να το προστατεύσεις. Στις ρώγες σου, στο χώρισμα, στο λακκάκι του λαιμού σου. Βογκάς , πνίγεσαι . Στο πρόσωπο σου, στα χείλια σου.


    «Δεν διψάς λατρευτή μου ;»


    Δεν μπορείς να μιλήσεις. Αγωνιώδεις , σπασμωδικές κινήσεις , ενός πλάσματος , που υποφέρει .


    Σ’ αγαπώ .





    Κλείνω το νερό . Είσαι μούσκεμα . Είσαι υγρή . Είσαι ελκυστική . Σε θέλω λατρευτή μου .


    «Θέλω να σε αγγίξω , να πιω από το νερό που αναπαύεται στις κοιλότητες σου , να σε σκουπίσω πόρο με πόρο , γραμμή με γραμμή . Με το δάχτυλό μου να σε ζεστάνω σε κάθε σκοτεινή γωνία . Αλλά…»


    Ανοίγεις τα μάτια σου και με κοιτάς .


    «Αλλά ;»


    «Πρέπει , πρώτα να σε πλύνω . Την μυρωδιά σου από παντού να σβήσω . Και μετά θα σε μαρκάρω , με την δική μου οσμή. Από τον ιδρώτα μου, το σάλιο μου, το σπέρμα μου …»


    Κουνάς το κεφάλι σου καταφατικά. Δέχεσαι.
    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Διαλέγω δύο σφουγγάρια. Ένα τρυφερό και ένα πιο άγριο. Παίρνω το πιο αγνό σαπούνι που έχεις. Με χλιαρό νερό, τα σφουγγάρια ταΐζω και του ταξιδιού την αφετηρία ορίζω από την ακριβή σου πλάτη.


    Οι στιγμές είναι για μένα ιερές. Το σώμα σου, πολύτιμο λάβδανο για τις αισθήσεις μου. Το αγγίζω τρυφερά. Χιλιοστό προς χιλιοστό το σαπούνι απλώνεται. Τέμπλο σκοτεινό με τοιχογραφίες μυστικές και εγώ με απόλυτη προσήλωση να αφαιρώ οτιδήποτε σε εσένα ξένο. Η μέση σου, πορσελάνη που το βάδισμα σου χρωματίζει. Πάνω στο κόκαλο, γύρω από αυτό. Αλλάζω θέση και στα δάκτυλα των ποδιών σου με χαμόγελο πηγαίνω. Ένα, ένα. Χωρισματάκια γεμάτα νεύρα που τα εκμεταλλεύομαι, με πονηρή διάθεση σκοτεινή μου. Μια καμάρα αριστούργημα. Με το λαιμό και το στόμα μου την έχω διασχίσει. Δρόμοι στρωμένοι από μέλι, που την γλώσσα μου σαν σειρήνες γητεύουν. Οι γάμπες σου λευκές, με πληγώνουν με το παρθενικό τους άσπιλο. Πολιτείες που χτίζονται με μια μιας στους δρόμους που τα χέρια μου, με αγάπη καθαρίζουν. Το πνεύμα μου ερεθίζεται και η ψυχραιμία μου κλονίζεται, όταν προσπερνώντας σημεία που για το τέλος αφήνω, ταξιδεύω στην μεταξένια σου κοιλιά, βυθίζομαι απαλά στον αφαλό, θυμώνω με την τελειότητα στις καμπύλες του στήθους, ναζιάρικα τρίβω τις σκληρές σου ρώγες, το λαιμό σου απαλά χαϊδεύω, στο πρόσωπο παιχνιδιάρικα τα δάκτυλα μου ορίζουν, τα χείλια με κομμένη ανάσα νιώθω να τρέμουν, με κολασμένη διάθεση καθαρίζω τα αυτιά ακούγοντας τους τριγμούς στις κλειδώσεις σου, που το αίμα με θέρμη αφήνουν να περάσει. Ξεπλένω το σφουγγάρι και εσύ λαχανιασμένη πεινασμένη τον ανδρισμό μου να κοιτάζεις .





    Σε σηκώνω, αλλά τα χέρια δεμένα ακόμα τ’ αφήνω.


    «Τα πόδια ανοικτά ματάκια μου»


    Τ’ ανοίγεις πειθήνια στην βούληση μου . Ξεκινώ από το τρίγωνο της Αφροδίτης. Μία έρημος από σπάνια χρώματα και υφάσματα και απάνθρωπες σε ομορφιά εικόνες. Εξερευνητής στην γη την σκοτεινή που δημιουργεί παραισθήσεις στο ταραγμένο μου μυαλό. Βυθίζομαι, ανεβαίνω, σε πυραμίδες που νέα μαθηματικά τις απόκοσμες συμμετρίες, χαράζουν. Σε βακχικό χορό με τις νύμφες που φυλάσσουν τα μαγικά σου μέρη, γυμνός τις αλυσίδες μου λυτρώνω. Με ερωτεύονται και στο κρυφό σου ναό μ’ αφήνουν να μπω. Βογκάς καθώς τα υγρά μου από καθαρό νερό δάκτυλα, μέσα εισχωρούν. Κινούνται , ελίσσονται, φωτίζουν κάθε σκοτεινή πτυχή σου. Νιώθουν τ’ ανάγλυφα σημεία και μαζί τους παίζουν. Τα βγάζω , τα ξεπλένω και τα καταβυθίζω. Το πάθος τους έκδηλο δημιουργοί των κυμάτων που σε κάνουν να φωνάζεις ρυθμικά. Βυθίζονται, τραβιούνται, διατρέχουν, νιώθουν και πιέζουν σε αγαπημένες κατευθύνσεις. Το πρόσωπο σου κόκκινο, παρακαλεί για τον οργασμό. Επιταχύνω τις κινήσεις μου καθώς η μελωδία από την φωνή σου, φλερτάρει άγρια ανάμεσα στα πόδια μου. Η ανάσες , μπλεγμένες με την υγρή μιλιά σου δείχνει ότι στο τέλος πλησιάζεις . Πιο γρήγορα και πιο δυνατά και εσύ να καλπάζεις ομορφιά στα τελευταία μέτρα αυτής την φρενιασμένης διαδρομής . Πεντακόσια , τετρακόσια , τριακόσια , διακόσια , εκατό στίγματα που σβήνουν την αναμονή . Είκοσι , δεκαπέντε , δέκα ανάσες πριν η φωτιά στον ουρανό σε πάει μεταξένια μου . Σταματάω , απότομα και τραβάω τα δάκτυλα μου





    «Μηηηηηη»


    «Γύρνα όσο τα δεσμά σου επιτρέπουν , ακριβή μου»


    Τα χέρια σου μαγκωμένα . Λαχανιασμένη , με τον πόθο να κυλάει κυριαρχικά στις φλέβες σου , στρέφεις το κορμάκι σου , προς εμένα.


    «Πρέπει να περιποιηθώ και την αθέατη πλευρά σου σκοτεινή μου»


    «Όπως εσείς θεωρείτε καλύτερο κύριε μου»


    Με το σφουγγάρι σου δείχνω την τρυφερότητα του πάθους μου αγάπη μου. Το σφουγγάρι ακολουθεί υπάκουα τα δάκτυλα μου στις ευαίσθητες καμπύλες σου . Χρησιμοποιώ το άγριο, με αργές, αλλά δυνατές κινήσεις στις κοκκινίζω. Πλάθονται και χρωματίζονται προσκυνώντας τον ρυθμό μου. Τις ξεπλένω και από ένα τρυφερό φιλί τις χαρίζω. Με το χώρισμα σκοτεινά , ανεπαίσθητα παιχνιδίζω . Με το δάκτυλο, το στόμα, τα χείλια, την γλώσσα. Νιώθω την αντίδραση σου. Ένα γλυκό, βασανιστικό για τον αυτοέλεγχο μου τρεμούλιασμα. Αφήνω ένα ζεστό ρυάκι να γλιστρήσει ανάμεσα του . Να υγράνει , να μαλακώσει , να ανακουφίσει . Με την γλώσσα γεύομαι την υγρή σου πύλη . Νιώθω τους πόρους της που εκπέμπουν φόβο . Την ανοίγω με προσοχή και ξεπλένω από την μυρωδιά μου το άνοιγμα της . Σου ξεφεύγει ένα βογκητό . Θέλεις να συνεχίσω . Σπρώχνω την υγρή μου δύναμη και γεύομαι το εσωτερικό . Είναι σαν να νιώθω το εσωτερικό ενός λουλουδιού , γεμάτο χρώματα σκοτεινά και γεύσεις πικάντικες . Τα πόδια σου πάλι τρεμοπαίζουν . Σε σπρώχνω με δύναμη , μέχρι το ερεθισμένο σου στήθος να ακουμπήσει τα πλακάκια και το κέντρο σου να φλερτάρει με το μέταλλο . Με τα χέρια μου από πίσω σε ανοίγω και την γλώσσα μου βαθιά βυθίζω . Το μέταλλο από μπροστά μέσα σου προσπαθεί να μπει . Το καθοδηγώ και σε παραβιάζουμε και οι δύο .





    «Αχχχχχ» Σταματάω , τραβιέμαι και σε ρωτάω .


    «Τι έγινε τρυφερή μου ;»


    «Εσένα θέλω ματάκια μου και όχι αυτό το κρύο πράγμα , μέσα μου»


    «Δε θα σε ρωτήσω» . Βάζω λίγη σαπουνάδα στον αντίχειρα μου και στο βάζω από πίσω με δύναμη . Με ένα τίναγμα ωθείς το σώμα σου μπροστά και το μέταλλο απότομα σε βιάζει . Ένα αντανακλαστικό τίναγμα προς τα πίσω και ο αντίχειρας προχωράει πιο βαθιά . Η κίνηση με εξιτάρει και με το αριστερό μου χέρι σε καθοδηγεί πια . Δεν μπορείς να ξεφύγεις , από την κίνηση την παλινδρομική . Φωνάζεις από πόνο και από ευχαρίστηση . Δεν μπορείς να προσδιορίσεις από πού . Σε ένα κύκλο συνεχών βημάτων , μεθυσμένων από πόνο και ηδονή ακριβή μου , έχεις μπλεχτεί και να ξεφύγεις δεν μπορείς . Συνεχίζω , με ταχύτητα και φωνάζεις με απόγνωση καθώς βουλιάζεις για άλλη μια φορά . Πλησιάζεις ξανά στο προηγούμενο γνώριμο της οργασμικής παράνοιας μονοπάτι , μεταξένια μου .





    Σταματάω , βγαίνω , σε λύνω , σε αγκαλιάζω για λίγο . Αφήνεσαι στην ζεστή φωλιά μου . Σε φιλάω πολύτιμα , στο σβέρκο λατρευτή μου . Αναριγάς και μου ψελλίζεις με φθόγγους αγάπης , λουλούδι μου . Σε σφίγγω δυνατά και μετά προσεκτικά σε στήνω στην στάση που σου αξίζει…


    Το κεφάλι να ακουμπά στο πάτο της μπανιέρας και τα μυστικά σου ανοίγματα να με κοιτούν υγρά .


    «Μην στηρίζεσαι στα χέρια σου μικρή μου . Αδύναμα να πέφτουν . Στην δική μου βούληση ανήκουν .»


    «Μάλιστα ακριβέ μου»


    Στέκομαι και σε κοιτάω . Πλάσμα πολύτιμο , δέρμα μεταξένιο , καρδιά ατόφια , πνεύμα σκοτεινό και απρόσιτο . Πρέπει τις πύλες που κρύβουν τα σκοτάδια του μυαλού σου , να γκρεμίσω . Να ρίξω ότι τις άμυνες τρέφει . Να εισβάλλω , σαν για αιώνες πεινασμένος και να προσπαθήσω να χορτάσω , στις παρθένες λίμνες των εικόνων σου . Αλλά πρέπει πρώτα , να σε πονέσω , να σε κάνω να ουρλιάζεις βουβά από απόγνωση και ηδονή . Να σε ισοπεδώσω , να ξεχάσεις να σκέφτεσαι . Να μιλάς όταν σου επιτρέπω , να με κοιτάς , όταν εγώ θέλω , να αναπνέεις στο ρυθμό που εγώ ορίζω . Να πίνεις και να τρως από τα χέρια μου . Να ντύνεσαι , σα να σε ντύνω . Να βαδίζεις όπως θα σου μάθω και να με θέλεις και να με σέβεσαι , όπως μου αξίζει μοναδική μου λατρεία .





    Είμαι ερεθισμένος και σε θέλω απελπισμένα . Κλείνω τα μάτια μου καθώς το σώμα σου κινείται , στην καμπύλη του σφυγμού σου . Ταξιδεύω. Ταξιδεύω στις εικόνες που πονάω . Όταν σε ήθελα και δεν μπορούσα να σ’ έχω . Όταν σε έψαχνα και δεν σε έβρισκα . Όταν μου έλειπε η μυρωδιά σου και άλλοι σε γευόντουσαν . Θυμώνω. Με τα χρώματα της φαντασίας μου , βλέπω θηλυκές υπάρξεις , να πίνουν από τα υγρά σου . Λευκά μαρμάρινα δάκτυλα , να εισβάλλουν στο εγώ σου . Βογκάω . Η φωνή σου , με χαϊδεύει , αλλά βρίσκεται μακριά .





    «Ματάκια ;»


    Σε βλέπω να αναπνέεις άναρχα κάτω από το στόμα άλλων , να λυγίζεις , να συσπάσαι , να υπακούς και να σε υπακούνε . Ακούω και αισθάνομαι τον οργασμό να πλησιάζει , κάτω από την αχόρταγη θέληση άλλων . Φωνάζω.





    «Ματάκια μου;;»


    Είμαι εκεί , το ζω ! Τελειώνεις με σπασμούς , τους κοιτάζεις με πόθο και ψιθυρίζεις το όνομα τους . Εκρήγνυμαι και μπαίνω στο κέντρο σου απότομα . Φωνάζεις . Δεν σταματάω , μπαινοβγαίνω με δύναμη . Είσαι το πλάσμα που μου γεννάει πόνο και πόθο ατέρμονο . Δεν είμαι πια άνθρωπος , δεν ανήκω σε κανένα κόσμο φωτεινό . Το πρόσωπο σου τρίβεται στην αποχέτευση της μπανιέρας . Σκύβω σε αρπάζω από τα μαλλιά και κλείνω στην αποχέτευση . Σε σκίζω , ξανά και ξανά . Είμαι έτοιμος , να τελειώσω , αλλά πόνος μου δεν μ’ αφήνει . Ανοίγω το νερό , που να ξεφύγει δεν έχει . Με το λάστιχο , σε μαστιγώνω καθώς συνεχώς σε παραβιάζω . Το νερό γεμίζει σιγά σιγά τον χώρο .





    «Πιες !»


    «Πιες !!» Πιέζω το στόμα σου , στο νερό που μαζεύεται . Με άναρθρες κραυγές , πίνεις . Πίνεις ακριβή μου , σαν διψασμένη σκύλα . Σε μαστιγώνω , με την ίδια δύναμη που μπαινοβγαίνω μέσα σου . Κοκκινίζεις . Πιο δυνατά ! Ματώνεις . Πιο δυνατά !! Κάποιες σταγόνες κόκκινες , πολύτιμες ενώνονται και κυλούν προς το λαιμό σου . Αφήνω το λάστιχο . Βυθίζω με μανία τους δυο μου αντίχειρες από πίσω σου , δίχως να σταματήσω να σε σκίζω .





    «Άχχχχχ»


    «Μην σταματάς να πίνεις !!»


    Τους σπρώχνω προς τα μέσα και σε ανοίγω βίαια . Τους φτάνω μέχρι την βάση τους .


    «Σταματά να πίνεις . Θέλω να σε ακούω .» Βογκάς , κλαις , γελάς , δεν καταλαβαίνω . Τραβάω τον ένα μου αντίχειρα και βάζω τρία δάκτυλα μέσα σου . Το άλλο χέρι το περνάω από κάτω και σαν σκύλα σε τρίβω με δύναμη . Το αίμα σου συνεχίζει να κυλάει και το νερό στην μπανιέρα παίρνει χρώμα .





    «Πονάω και θέλω τελειώσω κύριε μου»


    Βυθίζω και τέταρτο δάκτυλο από πίσω σου .


    «Πονααααάωω»


    «Θα σε ανοίξω ακριβή μου , μέχρι να βλέπω μέσα σου . Μπορείς να τελειώσεις , αλλά εγώ θα συνεχίζω . Και λίγο πριν τελειώσεις , θέλω να μου το πεις .»


    «Μάλ…ιστα»





    Συνεχίζω με το πάθος να με έχει κάνει κτήνος . Ούτε που σε προσέχω . Οι μυς σου πια εύπλαστοι στα χέρια μου . Το σώμα σου χτυπιέται με δύναμη . Δεν μπορώ να καταλάβω αν είναι από μένα ή από ‘σένα που τελειώνεις .


    Βγάζεις μια φωνή . Δεν μπορείς να μου μιλήσεις , αλλά δεν χρειάζεται το νιώθω . Κάθε αντοχή σε αυτό το τόσο εύθραυστο σώμα δοκιμάζεται . Χύνεις , από τους πόρους , από τις κλειδώσεις , από τις τρύπες , από όπου μπορείς μεταξένια μου να νιώσεις .


    Βγαίνω και μπαίνω εκεί που τα δάκτυλα μου μέχρι πριν από λίγο , άνοιγαν δρόμο . Καρφώνομαι με δύναμη , ενώ η κλειτορίδα σου ουρλιάζει από την ταχύτητα της τριβής . Αρχίζεις να τελειώνεις και πιάνω το κεφάλι σου . Φωνάζεις με τη δύναμη που σου απομένει καθώς εγώ το βυθίζω μέσα στο κόκκινο νερό…





    Βγάζω το ακριβό για μένα πρόσωπο σου . Υγρό , παθιασμένο , απελπισμένο . Το κοιτώ , με την λατρεία ενός προσκυνητή . Το πάθος είναι λέξη μικρή για να περιγράψει αυτό που νιώθω .


    Ανοίγεις τα πρησμένα σου κόκκινα χείλια και ψελλίζεις…


    «Εσύ ;»


    «Εγώ τι ;»


    «Εσύ αγάπη μου δεν θα τελειώσεις ;» Σε κοιτώ με κατανόηση . Σε θέλω σαν το γιατρικό στην τρέλα που με έχει κυριεύσει . Θέλω να μου ανήκεις , να είσαι μόνο δική μου .


    «Δεν είσαι ακόμη έτοιμη , για μένα , ματάκια μου πολύτιμα»


    «Τι σημαίνει αυτό ;!; Πότε θα είμαι ;; Σε θέλω τώρα να τελειώσεις για μένα!!!» Η φωνή σου βγαίνει δυνατή . Το στήθος σου ανεβοκατεβαίνει με δύναμη . Οι ρώγες σου είναι σκληρές . Θέλουν δάγκωμα μέχρι να ματώσουν . Η φλέβα στο λαιμό σου φουσκωμένη . Θέλω με ένα νυστέρι να την σκίσω ελαφρά , για να δω το λατρεμένο σου αίμα να κυλάει , πάνω στο στήθος , ανάμεσα του , στην μεταξένια σου κοιλιά , ανάμεσα στα πόδια σου , να σε υγράνει . Να σε πάρω πάλι με το ίδιο σου το αίμα . Αλλά δεν θέλω κακό να σου κάνω . Σε θέλω και σήμερα και αύριο και για πάντα .





    «Θέλω να είσαι αφοσιωμένη για μένα . Να ζεις στον κόσμο σου , αλλά να με λατρεύεις . Να ξεχάσεις , ότι παλιά πόθο σε είχε γεμίσει . Πάθος σου τρελό , η πνοή μου για σένα να είναι . Με ένα βλέμμα μου να γονατίζεις . Με μια εκπνοή πάνω σου , να υγραίνεις . Ο κόλπος σου τις συσπάσεις να τις ερωτικές να έχει , πριν ακόμα να μπω μέσα σου . Να τελειώνεις , καθώς από πίσω σωθικά σου κατακτώ . Και δίχως τίποτα άλλο ν’ αγγίζω .»


    «Μα Κύριε μου , σε θέλω τόσο …Μην με αφήσεις έτσι…»


    Σε κοιτώ θλιμμένος .


    «Δεν με κατάλαβες μικρ…»


    «Μα σε κατάλαβα Ηλία» . Φώναξες ! Θυμώνω !!


    Σε πιάνω από μαλλιά και σε βγάζω από την μπανιέρα . Γυμνή , μούσκεμα , όμορφη . Σε σέρνω έτσι έξω και σε πάω στο δωμάτιο . Σε πετάω με δύναμη στο κρεβάτι .





    Με κοιτάς τρομαγμένη .


    «Ηλία…»


    Παίρνω τις αλυσίδες . Σε δένω σφιχτά . Με τα χέρια κολλημένα στα πόδια , τα οποία είναι διπλωμένα .


    Κάθομαι στο τραπεζάκι απέναντι σου . Με το φως ανοιχτό . Σε έχω στήσει έτσι ώστε να με βλέπεις . Αρχίσω να χαϊδεύομαι . Με πάθος , με λατρεία για το σώμα μου . Έτσι όπως εσύ δεν μπορείς ακόμα . Βογκάω , ενώ εσύ προσπαθείς να ελευθερωθείς . Αλλά δεν μπορείς και οι αλυσίδες χώνονται στα ανοίγματα σου .


    Το κάνω με δύναμη , φωνάζω , τα χέρια μου καίνε . Το πέος είναι πολύ σκληρό .


    «Θα τελειώσω»


    «Μηηηηη»


    Σε κοιτάω , καθώς τρελαίνεσαι και συσπάσαι σαν ζώο . Με ερεθίζεις ακόμα περισσότερο . Παίρνω ένα ποτήρι . Τελειώνω με σπασμούς που δεν είναι δικοί σου και το ακριβό μου σπέρμα κυλάει μέσα . Εσύ κλαις . Σε πλησιάζω . Σε ξαπλώνω , όσο μπορείς τουλάχιστον .


    «Άνοιξε το στόμα σου»


    Το ανοίγεις . Τρέμει . Ρίχνω το υγρό στο στόμα σου . Πιες…


    Καταπίνεις με την ηδονή να σε δείχνει λαίμαργη . Στα χείλια σου κάθεται μια σταγόνα . Με το δάχτυλο μου την σπρώχνω μέσα στο στόμα σου . Η γλώσσα σου αγκαλιάζει το δάχτυλο μου με λατρεία .


    Ξαπλώνω δίπλα σου , τα μάτια σου με ακολουθούν με παράπονο . Σε αγκαλιάζω . Νιώθω το δέρμα σου να φλέγεται , τις αλυσίδες παγωμένες .





    «Λύσε με , σε παρακαλώ»


    «Όχι ματάκια μου , όχι» . Με κοιτάς ακριβή μου , με παράπονο και ξεσπάς σε λυγμούς . Σε αγκαλιάζω πιο σφιχτά και πίνω τα δάκρυα σου . Κοιμόμαστε σε αυτή τη στάση …


    Τα όνειρα σου βαθιά . Απόκρημνα ταξίδια που αναμνήσεις δε σε αφήνουν . Επανέρχεσαι σιγά σιγά . Προσπαθείς να ανοίξεις τα μάτια σου , αλλά δεν μπορείς . Κάποια ταινία είναι κολλημένη πάνω τους και δεν τα αφήνει να ανοίξουν . Το σώμα σου ακόμα δεμένο . Κάτι μάλλον μανταλάκι μπλοκάρει την όσφρηση σου . Αναπνέεις με το στόμα . Νιώθεις κάποιον δίπλα σου .


    «Ηλία ;» Ανασαίνει τον ακούς , αλλά δεν απαντάει .


    «Ματάκια μου ;; Φοβάμαι …»


    Νιώθεις ένα χέρι ν’ αγγίζει τον ώμο σου . Η ζεστασιά του σου φαίνετε οικεία . Τα δάχτυλα στο σώμα σου ταξιδεύουν και μια ζεστασιά απλώνετε σαν ναρκωτικό στο αίμα σου .


    «Μίλα μου , σε παρακαλώ…» Ένα άλλο χέρι σε χαϊδεύει τρυφερά καθησυχαστικά στο πρόσωπο . Ηρεμείς .





    Τα χέρια χορεύουν με σταθερές καμπύλες γύρω από τις ρώγες σου , τις τσιμπούν τρυφερά , παίζουν με το στήθος σου . Γλιστράνε , χαμηλά ανάμεσα στα πόδια σου , αργά βασανιστικά παιδεύοντας σε στην διαδρομή τους . Βογκάς .


    Χέρια επιδέξια που σου ανάβουν φωτιές , σε τυραννούν , σε λατρεύουν , σε ρουφάνε , αγγίζουν την κλειτορίδα σου , βυθίζονται μέσα σου . Με τα νύχια , διαγράφουν κόκκινα σημάδια ανάμεσα στα πόδια σου , κυλάνε στις καμπύλες , μετράνε τα δάχτυλα σου .


    Έχεις αρχίσει να υγραίνεσαι . Τα χέρια , αποτραβιούνται . Εκπνέεις με παράπονο .


    Κάποιος μετακινείται . Νιώθεις την μετατόπιση του βάρους ανάμεσα στα γόνατα σου και μετά την νιώθεις …





    Είναι υγρή , ζεστή και σε ακουμπά στην αρχή απαλά . Μια γλώσσα που ξέρει να σε ανάβει ακόμα περισσότερο και τα χείλια που βυζαίνουν τα πάντα , σαν τους χυμούς από φρούτα σπάνια . Γλιστράει , ταξιδεύει , σε ταπεινώνει , σε προσκυνά …


    Μπαίνει μέσα σου …Το σώμα σου τεντώνεται , όσο οι αλυσίδες του επιτρέπουν . Είναι διψασμένη για υγρά . Τα χείλια γεύονται και καταπίνουν . Το είναι σου ρευστό , κάτω από την βούληση της . Σε ανεβάζει , γλυκά , λυτρωτικά , αργά , όλο και ψηλά . Ο χορός της γίνεται βίαιος . Βγαίνει παίζει με την κλειτορίδα σου , η οποία πρήζεται υπνωτισμένη . Τα δόντια σε πιέζουν απαλά , τα χείλια , η γλώσσα , κολασμένες φωτιές ανάμεσα στα πόδια σου .


    Πλησιάζεις , φωνάζεις , συσπάσαι και ξαφνικά τα πάντα σταματούν .


    Το βάρος αλλάζεις θέσεις , μοιράζεται . Δεν καταλαβαίνεις . Είσαι πολύ ερεθισμένη και περιμένεις …





    Διείσδυση ! Είσαι υγρή και το πέος γλιστρά μέσα σου , χαράζοντας αυλάκια πάνω στις υγρές πτυχώσεις . Τα νεύρα τρελαίνονται και διαδοχικές ανατριχίλες συσπειρώνονται , σε μια αδυναμία που τινάζει παρά τη θέληση όλους σου του μυς . Έξοδος ! Μαζί και ο αέρας που είχε παγιδευτεί μαζί με τα φωνήεντα του πάθους , στα σωθικά σου .


    Είσοδος !! Σάρκα ποτισμένη , με υγρά της νύχτας . Χίλιες πόλεις , χίλιες νύχτες , χίλιες κραυγές οργασμού που φωνάζουν για λύτρωση .


    Η ανάσα παγώνει στο αλαβάστρινο λαιμό σου , δύναμη προς καμία κατεύθυνση να πάει δεν έχει . Το στόμα σου ορθάνοιχτο , τα χείλια σου αιμάτινα …


    Έξοδος !! Ποτέ η απώλεια δεν ήταν τόσο ηδονικά βασανιστική . Το κενό δεν ικέτευε σπαραχτικά για πληρότητα . Φωνάζεις !!! Οι χορδές σου σχηματίζουν τόξο , όπως και ο κορμός του σώματος σου .


    Είσοδος !!! Το μυαλό εκρήγνυται , τα χωμάτινα σπιτάκια που φυλάκιζαν τις μνήμες , πυρώνονται , σκληραίνουν και καταρρέουν .


    Έξοδος !!!


    «Γιατί ;» Είναι η μόνη λέξη που στα μνημεία του εγκεφάλου παραμένει ζωντανή . Οι άλλες καίγονται , μαραζώνουν , στάχτες γίνονται... Είσοδος !!!! Άνεμος που αρπάζει τα αποκαΐδια και τα παίρνει μακριά . Έξοδος !!!! Τρέλα , παροξυσμός και ένας οργασμός που ανελέητα σε κυριεύει …


    «Ξαναμπές…» Αλλά ο οργασμός σε κυριεύει μόνη . Και το ουρλιαχτό είναι ο μοναδικός ήχος που ακούγεται … Μακρόσυρτο , αγωνιώδες , τραυματικό … Χάνεις τις αισθήσεις σου …





    Ξυπνάς . Η μυρωδιά της ζεστής σοκολάτας , σου χαϊδεύει τις αισθήσεις . Τρυφερός ήλιος , σου καθαρίζει τα ματάκια . Το χαμόγελο μου σε καλωσορίζει σε μια νέα μέρα . Ένα νιογέννητο πρωινό , μαζί ένα γλυκό φιλί σε υποδέχονται ζεστά . Η θαλπωρή σε ξαφνιάζει και σε γεμίζει . Μετακινείς το σώμα σου που είναι ελεύθερο . Δίχως αλυσίδες , με την ελευθερία της κίνησης να σου φαίνεται ξένη για τα ακριβά σου μέλη .


    «Καλημέρα ομορφιά μου . Πως νιώθεις ;»


    Ένα αμήχανο χαμόγελο η απάντηση σου . Προσπαθείς να θυμηθείς . Το χθες φαντάζει μακρινό . Το τώρα είναι εδώ . Τα χέρια μου , αγγίζουν το πρόσωπο σου . Το στόμα σου τρυφερά ανοίγει και φιλάει απαλά τον αντίχειρα μου .


    «Όμορφα , Ηλία» . Με κοιτάς και προσπαθείς να με αγκαλιάζεις με το βλέμμα σου . Ξαφνικά σαν το απότομο χτύπημα μιας πόρτας , έρχονται οι εικόνες . Θυμάσαι ! Τα μάτια σου γουρλώνουν . Το σώμα σου μουδιάζει . Ή μάλλον ξεμουδιάζει και μικρές αισθήσεις που θεριεύουν σου φέρουν τα σημάδια που ξεδιπλώνονται στον ακριβό σου χάρτη .


    «Ματάκια…»


    Οι θύμησες , απλώνονται σαν φωτογραφίες που ανακατεμένες στη σειρά πια τώρα μπαίνουν . Το σώμα θυμάται και νιώθει και ακολουθεί την διαδρομή την ίδια . Και καταλήγει μέσα στο σκοτάδι . Το σοκ είναι δυνατό . Γυρνάς και με κοιτάς απότομα . Το πρόσωπο ανέκφραστο . Αλλά ξέρω . Προσπαθείς να καταλάβεις πριν με ρωτήσεις . Τα μάτια μου βαθιά , σε κοιτούν με λατρεία . Με θλίψη ; Με χαρά ; Με απορία ; Τι κρύβουν ; Τι είδαν ; Τι ξέρουν ;


    «Αχχχχ…»


    «Τι συμβαίνει φωτιά μου ;»


    «Ηλία…εεεχμμ…»


    «Τι είναι τρυφερή μου;»


    «Τι έγινε χτες βράδυ;»


    Σε κοιτάω με την ηρεμία να μην επηρεάζεται από την ερώτηση σου. Ή μήπως όχι ; Κάτι τρεμοπαίζει , μέσα στο ατάραχο καστανό . Σαν κάποιο δυσοίωνο πλάσμα που κινείται στα βάθη του . Ένας κυματισμός κάνει την εμφάνιση του κι ένας δεύτερος και ένας τρίτος . Το χρώμα αφρίζει και ανασηκώνεται η επιφάνεια . Κλείνεις τα μάτια , δεν θέλεις να δεις , τι θα ξεσπάσει…


    «Δεν με κατάλαβες ομορφιά μου ; Το άγγιγμα μου δε σου έδειξε πόσο σε θέλω ; Δεν ένιωσες το σφυγμό μου να καλεί τον δικό σου ;»


    «Ματάκια …»


    «Δεν αντέχω στην ιδέα να σε αγγίξει άλλος , να φλερτάρεις , να χαμογελάς πονηρά χαζεύοντας άλλα μάτια πέρα από τα δικά μου»


    «Λατρεία…»


    «Γιατί …γιατί…γιατί…»


    Σκύβω , γονατίζω , κλείνω τα μάτια μου. Μου μιλάς αλλά δεν σε ακούω . Η φωνή σου χαϊδεύει την καρδιά μου .





    Περνούν λίγες στιγμές ακόμη και σηκώνομαι απότομα . Φεύγω από το δωμάτιο και κλείνω την πόρτα . Στέκεσαι και κοιτάς την κλειστή πόρτα . Ανασαίνεις βαθιά . Ψάχνεις για ένα τσιγάρο . Βρίσκεις το πακέτο , βγάζεις ένα , το ανάβεις και εισπνέεις με πάθος από τον καπνό της θαλπωρής . Ξανακοιτάς την πόρτα . Τα βήματα δείχνουν να πλησιάζω . Ανοίγω και μπαίνω μέσα . Στα χέρια μου ένα μαχαίρι . Το βλέμμα σου καρφώνεται εκεί . Ανασηκώνεις το κεφάλι σου και με κοιτάς με απορία .





    «Αέρα μου , κάθισε στο πάτωμα και ακούμπησε την πλατούλα σου στο κρεβάτι .»


    Οι κινήσεις σου , όμορφα απλές καθώς ακολουθείς την προσταγή μου .


    «Τα χέρια σου θέλω ματάκια μου». Μου τα προσφέρεις πειθήνια . Βγάζω τις χειροπέδες από τα χέρια μου και τα δένω , δίχως να τα σφίξω . Αγγίζω το πρόσωπο σου με τρυφερότητα . Σκύβω και σου χαρίζω ένα βαθύ φιλί . Όλη μου η ανάσα , όλη μου η ψυχή , το είναι μου δοσμένο μέσα σε ένα φιλί . Με δέχεσαι στην αρχή απαλά . Μετά πιο απαιτητική . Διεκδικείς , φλερτάρεις , δίνεσαι , βογκάς και εκπνέεις μέσα στο στόμα μου .


    Κάθομαι προσεκτικά πάνω στα πόδια σου και ακινητοποιώ με προσοχή τα χέρια σου . Βγάζω την μπλούζα μου . Με κοιτάς , ακουμπάς το πρόσωπο σου στην βάση του λαιμού μου και μυρίζεις . Απολαμβάνεις την οσμή μου . Σε κάνει και νιώθεις θαλπωρή , ασφάλεια , ρίγος . Με το χέρι μου πιάνω τρυφερά το πρόσωπο σου και το σπρώχνω τρυφερά προς τα πίσω . Πιάνω με σταθερότητα την λαβή του μαχαιριού και ακουμπώ την κόψη του στην μέση του λαιμού μου .


    Γουρλώνεις τα μάτια σου καρδιά μου . Κρατώ το αγαπημένο μου πρόσωπο σου σε απόσταση και με το άλλο χέρι σκίζω απαλά στην φλέβα που τόσο αγαπάς …


    «ΗΛΙΑ !!!»


    Απαλά όχι βαθιά . Το αίμα βαθύ , κόκκινο , πλούσιο , κυλάει βιαστικά και χρωματίζει το δέρμα μου .


    «Σταματά !» Προσπαθείς να ελευθερωθείς . Σταματάω και αφήνω το αίμα να βάψει ένα σκούρο μονοπάτι . Στο λακκάκι του λαιμού μου , ανάμεσα στο στήθος μου , χωρίζεται στην κοιλιά μου και καταλήγει στην αρχή του παντελονιού μου . Χάνεται μέσα του …


    Αφήνω το πρόσωπο σου ελεύθερο .


    «Πιες αγάπη μου . Ξεδίψασε και ίσως μέσα στην γεύση του μεθύσεις . Από εσένα εξαρτάται η ποσότητα που θα χάσω . Ο χρόνος που θα κάνει για να κλείσει το ρυάκι . Εμπιστεύομαι την ζωή μου στα χέρια σου …»





    Τα ακριβά σου χείλια ακουμπούν στην πηγή . Με την γλώσσα την πιέζεις . Με τα χείλια ρουφάς . Γεύεσαι το υγρό που πια καταλήγει μέσα σου . Κυλάει στο στόμα , ταξιδεύει μέσα στα σωθικά σου . Σε ζεσταίνει , σε γεμίζει , ξυπνάει αρχέγονα ένστικτα . Το πάθος , γίνεται πόθος άγριος , τώρα πίνεις με λαχτάρα . Ρουφάς με δύναμη και πίνεις , πίνεις καθώς εγώ με αδύναμα βογκητά βυθίζομαι στην αγκαλιά σου μεταξένια μου . Οι στιγμές ερωτεύονται . Πρώτα δύο , μετά πολλαπλασιάζονται και λεπτά γίνονται . Η ώρα μία , δύο , πολλές . Συνεχίζεις να πίνεις αλλά πιο αργά τώρα . Μία σταγόνα η ανάσα σου . Το αίμα μου ένα με το δικό σου . Ο σφυγμός σου ικανοποιημένος . Και ο δικός μου ; Ήρεμος.





    Κοιμάμαι στην αγκαλιά σου χάραμα μου . Όνειρα ζεστά και δικά σου με αγκαλιάζουν . Χαϊδεύεις τα μαλλιά μου , με φυλάς τρυφερά , με φροντίζεις μέχρι να δυναμώσω . Γεμίζεις την ανάσα μου με την παρουσία σου . Χρωματίζεις τις εικόνες μου , μου τραγουδάς τρυφερά τραγούδια . Με πλένεις με ένα υγρό πανί . Στάζεις νερό στο στόμα μου . Μέχρι να ξυπνήσω . Να ξαναρχίσω μια νέα ιστορία . Να σηκώσω ένα κάστρο . Σε ένα απομονωμένο νησί . Ένα κάστρο , με χιλιάδες δωμάτια , άπειρες εικόνες , φωτιές που καίνε τα σκουπίδια…


    Τέλος.
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest



    Puppies porn


    Ο Μάκης ρίχτηκε σημαδεύοντας τα μάτια του Τάκη. Τελικά πέτυχε κάτι πολύ πιο ευαίσθητο και μαλακό. Ο Τάκης φώναξε όταν ο Μάκης έμπηξε τα δόντια του στην Oικογένεια . Άνοιξε όμως τα πόδια περισσότερο. Θα είχε καλύτερη θέα έτσι. Το αριστερό αυτί είναι αφύλαχτο. Ο Τάκης με τον Μάκη να κρέμεται από την οικογένεια του, τραβάει τα πόδια πίσω και ορμάει με το στόμα ανοιχτό, τα δόντια δαγκώνουν το αέρα και στο τέλος με τα σάλια να στάζουν, βυθίζονται στο γεμάτο τρίχες Βρώμικο αυτί του Μάκη.


    Η μυρωδιά είναι οικεία. Θυμίζει Μανούλα. Χαλαρώνει το δάγκωμα και με δύο πόδια αγκαλιάζει τρυφερά τον Μάκη. Ο Μάκης κλείνει τα μάτια και κοιμάται. Οι γλώσσες κρέμονται σαν Ροζ Παπαρούνες και χάνονται στα Tριχωτά στερνά τους.


    Λίγο πιο πέρα η Ροζέ. Ένα πεντάχρονο κορίτσι, ένας τυφώνας από «γιατί;!;»


    -Μπαμπά…


    Ο Νίκος γυρνάει και την βουτάει στην αγκαλιά του με χαμόγελο.


    -Μπαμπάαααααα!


    -Τι είναι Αστέρι Μου;


    -Τα κουτάβια δάγκωναν το ένα το άλλο.


    Ο μπαμπάς γελάει.


    -Έτσι κάνουν αστέρι μου!


    -Παίζουν.

    -Αααααααααα…


    -…γιατί;!;

     
     
    Last edited by a moderator: 20 Απριλίου 2017
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Το ουίσκι

    Ένα ποτήρι διάφανο. Σαν τις αμαρτίες ενός δειλινού. Που ξεδιπλώνονται σαν το φθηνό περιτύλιγμα μίας καπότας. Μίας χρήσης.

    Το τοποθετώ στην άκρη του τραπεζιού. Στην κόγχη. Το κέντρου βάρους του πάνω στο ξύλο. Και ένα περιθώριο ακόμα πιο δω. Υπολογίζοντας την αγωνία. Την στιγμή που θα σπάει τα νύχια της προσπαθώντας να δραπετεύσει.

    Πρώτα το κεχριμπάρι. Κούφιο και ψεύτικο. Αν το ρίξεις στο δέρμα γλιστράει πάνω του. Δε το διαπερνά. Δεν το αγγίζει. Απλώς να καίει, σα νοθευμένη βενζίνη. Ενός αυτοκινήτου που χλιμιντρίζει με παράπονο. Γυρνώ το καπάκι...

    …μία φορά... Ένα βιβλίο κάπου ξεχασμένο. Πάνω έχει αναμνήσεις και μέσα του λέξεις. Λέξεις άγαρμπα ριγμένες. Ρούχα που βγήκαν από το κορμί της βιαστικά. Σκίστηκαν και κολύμπησαν μέσα στην σκόνη, διπλά από τη φωτιά. Μόνο με φθόγγους να ραίνω τα σημάδια της. Σε κρεβάτι που δεν ξεχνάει το βάρος των σωμάτων, εδώ και χρόνια τώρα.

    …δεύτερη φορά… Μεστό και σίγουρο, μία βόλτα, μία γυροβολιά. Ένα τίναγμα των πειρατικών πανιών. Για ταξίδια που αντέχουν. Στο πηγαιμό και στο γυρισμό, αν χρειαστεί.

    …τρίτη φορά είναι μαλακία. Σταματώ στη μέση και τραβάω το καπάκι. Δεν βλέπεις τρύπα. Πλαϊνές και άγουρες σαν τις παρθενικές σχισμές. Γέρνω το μπουκάλι.

    Πέφτει. Σαν βρώμικο νερό σε μπανιέρα, μετά από διακοπές. Σαν ταινία στημένη με βρωμιά φτιαγμένη. Και ακριβή. Πιο ακριβή από το καθάριο νερό.

    Γεμίζοντας το ποτήρι, την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εκεί που ξεχνιούνται και ξεπλένονται όλες οι αμαρτίες. Και οι μικρές οι ανοιξιάτικες και αυτές του βαρύ χειμώνα.

    Και μετά ο πάγος…

    Χαίρομαι όταν κρατάω στα χέρια μου τα παγάκια. Το προτιμώ από το να με κρατούν στα χέρια τους, αυτά.

    Πάγος. Όγκος θρασύς και άγριος. Άψυχος και αθάνατος. Το πρώτο το αφήνω και πέφτει. Κάποιες σταγόνες στο χαλί και το υπόλοιπο στα τοιχώματα του ποτηριού, μια ζωγραφιά από το πεπρωμένο του.

    Μετά και ο δεύτερος. Στα μικρά αυτιά σου, θόρυβος η τριβή τους. Γκρινιάρικοι ελέφαντες που ασφυκτιούν στριμωγμένοι στο τέλος του κόσμου.

    Το ποτήρι στέκεται και περιμένει. Το φως αντανακλά στον πάγο, δοκιμάζει το ουίσκι, με καλεί για την επόμενη κίνηση. Την οποία την προσφέρω ως μία μαριονέτα που δεν έχει άλλη επιλογή.

    Το κουτί τοποθετημένο στο τραπέζι. Λίγο πιο μακριά από το ποτήρι. Μαύρο και μικρό. Το κουτί της Πανδώρας. Το ανοίγω απρόθυμα και με τα δύο δάχτυλα, με μεγάλη προσοχή, πιάνω την Πανδώρα από τους ώμους.

    Ίσως σήμερα να είναι διαφορετικά. Ίσως σήμερα να…

    Ανοίγει τα μάτια της. Ένα μελαχρινό γλυκό κορίτσι, ύψους ένα με ενάμισι εκατοστό. Μία μικρογραφία με αψεγάδιαστες ευδιάκριτες λεπτομέρειες. Γυμνό. Το φέρνω μπροστά μου και με ένα απαλό φύσημα, ένα ανεπαίσθητο χάδι αέρα στέλνω τα πλούσια μαλλιά της πίσω.

    Είσαι όμορφη.

    Μου χαμογελάει. Ένα χαμόγελο που μοιάζει με χασμουρητό και ίσως να είναι. Τεντώνεται νωχελικά και παίζει με τα δάχτυλα των ποδιών της. Όσο για να μου τραβήξει την προσοχή.

    Ένας οξύς πόνος, σαν μία καρφίτσα που τρυπάει το δέρμα, με επαναφέρει. Με δαγκώνει, με όλη την δύναμη των δοντιών της. Θα μπορούσα να την συνθλίψω, αλλά δε φοβάται. Συνεχίζει να δαγκώνει ακόμα και όταν την φέρνω πάνω από το ποτήρι. Ανοίγω τα δάχτυλα και την αφήνω να πέσει. Για λίγο, πολύ λίγο στέκεται, μόνο από τα δόντια της. Και μετά πέφτει. Αφήνεται να πέσει.

    Χτυπάει άτσαλα, σχεδόν κωμικά στον πάγο, προσπαθεί να κρατηθεί, γλιστράει και βυθίζεται. Το υγρό έχει βάθος τρία με τέσσερα εκατοστά. Τα παγάκια ύψος δύο με δυόμισι. Ασταθή για να στηριχθείς, λεία για να πιαστείς.

    Προσπαθεί να ανέβει στην επιφάνεια αλλά με τους κυματισμούς που δημιουργεί φέρνει τον πάγο από πάνω της. Την παγιδεύουν κάτω, με αγωνία παλεύει, με νύχια προσπαθεί να πιαστεί, με πείσμα κάθε φορά που ακουμπά στον πάτο του ποτηριού δίνει μία με τα πόδια της και πετάγεται ξανά πάνω. Σε άλλη μία προσπάθεια, σε άλλη μία αποτυχία. Όλα δείχνουν μάταια…

    …και τελικά είναι.

    Λίγη ώρα μετά, γεμίζω ένα νέο ποτήρι. Αυτή τη φορά δίχως την βαρύτητα να δυσκολεύει τις κινήσεις μου. Δύο παγάκια ξανά. Δίχως κορίτσι όμως τώρα. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το ποτήρι, γιατί στο άλλο…

    …ο πάγος έχει λιώσει. Οι κυματισμοί έχουν ηρεμίσει. Όχι απόλυτα. Ελαφρά τρέμουλα στην λίμνη από κεχριμπάρι. Απαλά, όπως οι απλωτές της. Καθώς διασχίζει την μικροσκοπική της πισίνα, κατά μήκος. Σταματώντας σποραδικά, για να καταπιεί μία γουλιά και να μου ρίξει ένα βλέμμα…

    …βλέμμα πονηρό, σκοτεινό, όμορφο. Βλέμμα από κεχριμπάρι…
     
    Last edited by a moderator: 23 Ιουνίου 2017
  11. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Struggle for Pleasure


    Άνοιξε το κουτί και είδε τη μαργαρίτα. Έξι μεγάλα πέταλα και μία κίτρινη λαμπερή κεφαλή. Έπιασε το άνθος στα χέρι της και το έβγαλε προσεκτικά από το κουτί. Ένα μικρό σημείωμα. Ακούμπησε το άνθος στην άκρη και με ακόμα μεγαλύτερη τρυφερότητα έβγαλε το σημείωμα από μέσα.

    Γραμμές που λυγίζουν και καμπυλώνουν, γράμματα που δένουν και σχηματίζουν λέξεις. Δύο μόνο προτάσεις.

    Μην αφήσεις κανένα λιμάνι, όσο και γοητευτικό και αν είναι, να σου στερήσει το δικαίωμα στο ταξίδι σου. Φάε ένα πέταλο.

    Το διάβασε και το ξαναδιάβασε. Μέχρι που οι λέξεις έδειχναν να μην έχουν σημασία. Μέχρι που άκουσε τη φωνή του. Μέχρι που έκοψε το ένα πέταλο. Και το έβαλε στο στόμα της…

    Ο κόσμος ήταν στερεός και έμοιαζε περά για πέρα πραγματικός. Αμέσως όλα άλλαξαν. Τα πάντα έλιωσαν. Το κρεβάτι της, το δωμάτιο της, το σπίτι της, η γειτονιά, η πόλη, τα βουνά. Σαν πλαστικά μέσα στο φούρνο. Δίχως οσμή, σαν ψευδαισθήσεις που χάθηκαν με ένα φύσημα.

    Μόνη της. Όρθια. Γυμνή, να στέκεται σε ένα λευκοκίτρινο επίπεδο, που τέλος και αρχή είχε λησμονήσει να αποκτήσει. Ουρανός γαλάζιος, χωρίς σύννεφα, αστέρια, ήλιο. Ένα φως που την αγκάλιαζε ομοιόμορφα, όχι μόνο την ίδια. Ολάκερο το επίπεδο, σαν να ‘ταν το άλλο του μισό.

    Κοίταξε προς τα πάνω, αριστερά, δεξιά, κάτω. Θα ένιωθε μικρή, αν είχε μέτρο σύγκρισης. Θα ένιωθε εκτεθειμένη αν δεν ήταν μόνη στο κόσμο όλο. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε μακριά. Το βλέμμα της ταξίδεψε, μέτρα, χιλιόμετρα, έγινε ανάλαφρο, έγινε πουλί, πέταξε με δύναμη, ελεύθερο, δίχως τίποτα να μπορεί να του στερήσει την ελευθερία, με τίποτε πια να μπορεί να του σταθεί εμπόδιο.

    Πέταξε, στροβιλίστηκε, ανέβηκε, βούτηξε, για ώρες, για μέρες, για χρόνια, για μία στιγμή, για μία αιωνιότητα. Ανέβασε την ταχύτητα, πιο γρήγορα, από την μυρωδιά, από τον ήχο, από το φως. Γύρω της γραμμές, ακτίνες φωτεινές που έπεφταν πάνω της με ταχύτητα, σαν ήταν αυτή ακίνητη και όχι αυτά σημεία που στρέβλωναν στον χωροχρόνο.

    Όμορφα, συμμετρικά, ίδια, μέχρι…

    Δύο γραμμές διαφορετικές, πλησίαζαν από πολύ μακριά. Τα πάντα σταμάτησαν. Πάγωσαν. Στεκόταν πάντα στη θέση της. Δεν είχε κινηθεί ούτε ένα εκατοστό. Από μακριά κάτι κάλπαζε προς το μέρος της. Στην αρχή σημεία, ακαθόριστα, που μεγάλωσαν, πήραν σχήμα, είδε την χαίτη τους να ανεμίζει, είδε τα χρώματα τους. Το ένα λευκό και το άλλο μαύρο. Είδε τον κορμό τους, έτρεχαν με δύναμη προς το μέρος της. Είδε τα κεφάλια τους και όταν έφτασαν και στάθηκαν απέναντι της, είδε τα μάτια τους. Δύο μεγάλα, αρσενικά άλογα με μάτια γεμάτα από ζωή. Ατίθαση, αδούλωτη, παρθένα. Με μία προσταγή να χορεύει σαν φλόγα που ετοιμάζεται να την αγγίξει. Να τα ακολουθήσει…

    (συνεχίζεται)
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    …άρχισαν να τρέχουν. Άρχισε να τρέχει. Δεν πίστευε ότι μπορούσε να τα ακολουθήσει. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα ήταν δυνατό. Όχι όμως σε αυτό τον κόσμο.

    Στην αρχή έτρεχε να τα προλάβει. Έβλεπε τους θηριώδης μυς τους, να τινάζονται σε κάθε καλπασμό τους. Τις χαίτες να πετάγονται θαρρείς και λες αυτόνομες, σα να προσπαθούσαν να φύγουν από πάνω τους. Όπως και ο ιδρώτας τους. Τα πρόλαβε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Έτρεχε ανάμεσα τους. Δύο τείχη που την κλείδωναν στο κέντρο του απείρου. Έβλεπε τις ράχες τους, το δέρμα τους, τις φλέβες τους, τους ατμούς που έβγαιναν ρυθμικά από τα ρουθούνια τους. Άπλωσε το χέρι της. Υγρά, ζεστά, σκληρά.

    Διάλεξε το μαύρο, πιάστηκε από τη χαίτη του, σκαρφάλωσε πάνω του. Το καβάλησε. Έσφιξε τα πόδια της, ένιωσε τον καλπασμό του μέσα της, τον ήθελε. Ολόκληρο, όχι μονάχα το μόριο του, ολάκερο. Άπλωσε τα χέρια της, άφησε τον κορμό της να λυγίσει. Έχωσε τα δάχτυλα της των ποδιών της μέσα στο τρίχωμα του. Αφέθηκε, ταξίδεψε, κυμάτισε, έκλεισε τα μάτια…

    …λάθος. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε στο έδαφος. Υπήρχε χώμα, το κατάλαβε με το στόμα της. Το δοκίμασε. Σκληρό. Απάτητο, αλλά στεγνό. Όπως ήταν ξαπλωμένη, ανασήκωσε το κεφάλι και τα κοίταξε. Λαχανιασμένα, με τις ανάσες να την λούζουν, θυμωμένα, είδε τα μάτια τους. Κτηνώδη. Τινάζονταν γύρω της, την περιτριγύριζαν, ένιωσε τον κλοιό που έστηναν γύρω της να την ταράζει. Έσκυψε το κεφάλι και στηρίχθηκε με τα χέρια της. Σηκώθηκε…

    …δύο δυνατά χέρια την τίναξαν και την πέταξαν ξανά κάτω. Ξαφνιάστηκε, τους κοίταξε. Είχαν αλλάξει. Μαύρος και λευκός, άντρες με πόδια που κατέληγαν σε οπλές, σώματα νευρώδη ιδρωμένα, θώρακες που ανεβοκατέβαιναν με δύναμη, μάτια που δεν ήταν ανθρώπινα, αλλά ούτε και ο ανδρισμός τους. Την τρόμαξε το μέγεθος τους, την εξίταρε αλλά την τρόμαζε. Υπνωτισμένη δεν είδε το πόδι που την χτύπησε στο στόμα.

    Στο έδαφος ζαλισμένη ένιωσε το στόμα της να γεμίζει με αίμα. Ένιωσε την γλυκιά του γεύση . Κατάπιε, αυτό ξαναγέμισε. Άνοιξε τα μάτια της, μέσα από πρίσματα δακρύων τα είδε να ουρλιάζουν.

    Δεν είναι άνθρωποι. Δεν έχουν ψυχή. Δεν έχω ελπίδα.

    Χέρια τραχιά, άγρια την πιάνουν από τα πόδια και τη σέρνουν. Της ανοίγουν τα πόδια. Τα κολλάνε στο έδαφος, τα ανοίγουν κι άλλο, πόνος, νιώθει τη λεκάνη εύθραυστη. Δεν προλαβαίνει να αντιληφθεί τον πόνο σε όλο του το πλάτος, όταν νιώθει κάτι απίστευτα χοντρό να σπρώχνει με μία απίστευτη άνεση και να την σκίζει σαν ύφασμα πολυκαιρισμένο. Νιώθει την λεκάνη της να τρίζει, τον κόλπο της να τρέμει τρομοκρατημένος και να προσπαθεί να φτύσει υγρά στον εισβολέα. Το στόμα της στεγνώνει, γεύση μεταλλική μία νότα που καλεί μέσα από την ομίχλη που την αρπάζει, νιώθει να στροβιλίζεται με ταχύτητα, η ναυτία καλύπτεται από τον πόνο που μεγαλώνει, περνάει τα όρια, δεν τη λυπάται, δεν την αφήνει να πέσει να κοιμηθεί, να χάσει τις αισθήσεις της, να λυτρωθεί. Βρέχει…

    …ανοίγει τα μάτια της ανακλαστικά και βλέπει το μαύρο να στέκεται από πάνω από το στόμα της. Χρυσό υγρό, με πίεση σημαδεύει το πρόσωπο της…

    …έφτασε στο τέρμα…

    …το στήθος της, να ποτίζει το χώμα της που την στηρίζει…

    …τον νιώθω να ακουμπά στο έδαφος, θα με τρυπήσει…

    …το χώμα από το υγρό να μαλακώνει και να βυθίζεται στη λάσπη του…

    …γαμάει την γη, εγώ είμαι απλά το μέσο προς αυτήν…

    …νιώθει το χρυσό υγρό να γεννάει λίμνη που σε αυτήν θα την πνίξουν, προσπαθεί να κλείσει το στόμα της. Κάτι σκληρό και πέτρινο, το προλαβαίνει και σπάει τα δόντια της. Η οπλή του. Πνίγεται, ο λευκός βγαίνει από μέσα της και αυτή ξεφουσκώνει σαν κούκλα που της άνοιξα μία τεράστια τρύπα. Από εκεί και πέρα, ο χρόνος κυλάει με λέξεις.

    Λέξεις που πέφτουν αργά σε μία τεράστια κλεψύδρα γεμάτη με αίμα.

    Την γυρνούν…και οι δύο…έμβολα που συναντιούνται…στα σπλάχνα της…και την αδειάζουν…την αδειάζουν…την σκορπάνε…στο άπειρο…την καταπίνουν…την αφοδεύουν…λίπασμα…στη γη…που πλάθεται…από…την…αρχή…

    -Είσαι καλά κορίτσι μου;

    Ανοίγει τα μάτια της. Βλέπει τον κόσμο οικείο μέσα από υγρά πρίσματα.

    -Κλαις;

    Στο στόμα της η μία γεύση που σβήνει. Ένα πέταλο που χάνεται. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει. Νιώθει γεύση μεταλλική. Αίμα.

    -Όχι...ευχαριστώ…είμαι μία χαρά. Σηκώνεται και φεύγει στην αρχή τρέμοντας και αμέσως μετά τρέχοντας. Πιο γρήγορα από τον άνεμο. Σα να καλπάζει…
    (συνεχίζεται)