Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Οι ιστορίες του Μπαρμπαλιάκου

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 26 Μαρτίου 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Μην απορρίψεις καμία ψευδαίσθηση που αντιμάχεται με την πραγματικότητα. Θα έχει τους λόγους της και εσύ το εισιτήριο σου. Φάε το δεύτερο πέταλο.

    Η μέρα είχε ξαπλώσει από ώρα και η νύχτα όσο δρόμο είχε διαβεί, άλλο τόσο είχε.

    Το κορίτσι βγήκε στο δρόμο. Οι κολώνες με το φως στέκονταν ακίνητες αλλά δίχως να την κοιτούν. Τα βλέμματα τους δεν καταδέχονταν τη γη και κανένας περαστικός πέρα από την ίδια δεν βρίσκονταν εκεί.

    Μύρισε για άλλη μία φορά τις λέξεις του και έκοψε ένα πέταλο. Το σήκωσε και το κοίταξε στο φως. Ένα τρίξιμο ακούστηκε πίσω της και γύρισε απότομα. Κοίταξε, το ίδιο και ο σκύλος. Γύρισε, όπως και ο σκύλος τη μουσούδα του στα σκουπίδια. Ξανασήκωσε το πέταλο και το μετακίνησε μέχρι που το φως της λάμπας του δρόμου κρύφτηκε από πίσω του. Λευκό δίχως κάτι το ιδιαίτερο να ξεχωρίζει με τη παρουσία του. Αχνό κίτρινο στην άκρη, σαν τη πιο φυσιολογική μαργαρίτα του κόσμου. Το έφερε στο στόμα της. Δίστασε λίγο, αλλά το έκλεισε.

    Περίμενε. Τίποτα. Περίμενε. Όλα τα ίδια μένουν. Ξαφνιάστηκε, αλλά περίμενε. Πίσω της ήχος από βήματα απαλά. Περίμενε. Την φτάνουν και την προσπερνούν. Περίμενε. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά, αλλά το σουλούπι του σκύλου της χαρίζει ακόμα πιο δυνατή απογοήτευση. Περίμενε. Παρακολουθεί το κορμό του ζώου που αργά και βαριεστημένα γέρνει μία από εδώ, μία από εκεί και τα πισινά ακολουθούν στον ίδιο ρυθμό αλλά σε αντίθετες κάθε φορά διευθύνσεις. Περίμενε.

    Μήπως κάτι δεν έκανα καλά;

    -Έχεις τίποτα να φάμε; Γουρλώνει τα μάτια και τον κοιτάει. Τα μάτια σκυλίσια, το κεφάλι με μπαλώματα στο τρίχωμα, το στόμα να μασουλάει ακόμα μία πέτσα που του κρέμεται από μέσα, σα μια άλλη γλώσσα.

    -Μάλλον τίποτα. Γυρνάει το κεφάλι του μπροστά και συνεχίζει. Οι ώμοι δεξιά, τα πισινά αριστερά. Οι ώμοι αριστερά, τα πισινά δεξιά. Το κορίτσι να χάσκει με το στόμα ορθάνοιχτο. Να βλέπει το σκύλο να στέκεται να κοιτάει τον δρόμο και από τις δύο μεριές και να συνεχίζει. Να φτάνει στη γωνία, να στρίβει και να χάνεται.

    Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Κουνήθηκε από τη θέση της. Κοίταξε γύρω της. Κανείς. Φώτα από μακριά στο δρόμο έδειξαν ότι πλησιάζει αυτοκίνητο. Ίχνη φωτεινά που δεν μένανε σταθερά. Φευγαλέα, καθώς ακόμα στο μυαλό της κυριαρχούσε το συμβάν με το σκύλο, σκέφτηκε ότι ο δρόμος είχε σκαμπανεβάσματα. Έκλεισε το στόμα της και κοίταξε αφηρημένα το αυτοκίνητο που πλησίαζε. Με άλματα. Στην αρχή δε το κατάλαβε. Σκεφτόταν ακόμα τους ώμους και τα πισινά του σκύλου. Δεξιά, αριστερά. Τα φώτα όμως…

    Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, με ρυθμό πιο γρήγορο. Τα μάτια της ακολούθησαν. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Τώρα έβλεπε καθαρά και γούρλωσε ξανά τα μάτια της. Το αυτοκίνητο είναι μικρό, αλλά και πάλι είναι αφύσικο αυτό που βλέπει. Ένας άντρας, το έχει σηκώσει στα χέρια του, πάνω από το κεφάλι του και τρέχει.

    Κάθε βήμα, κάθε λύγισμα κάνουν τα φώτα από τα φανάρια του αυτοκίνητου να αλλάζουν προσανατολισμό. Πάνω, κάτω. Ο άντρας φτάνει στο φανάρι και σταματάει. Είναι κόκκινο. Περιμένει. Λαχανιασμένος να περιμένει. Το φανάρι γίνεται πράσινο. Ο άντρας κοιτάξει δεξιά, κοιτάει αριστερά και αρχίζει πάλι να τρέχει. Την προσπερνούν. Τα κόκκινα φώτα του αυτοκινήτου…

    …πάνω, κάτω, πάνω, κάτω…
    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    Το κορίτσι στέκεται και παρακολουθεί μέσα στο λινό κοντό φορεματάκι της, σα μία άλλη Αλίκη. Δεν κάνει βήμα γιατί φοβάται τι άλλο μπορεί να αλλάξει σε αυτό τον κόσμο. Μένει εκεί ακίνητη, κάτω από τον ξύλινο στύλο, κάτω από το φως του δρόμου. Νιώθει κάτι υγρό να πέφτει πάνω της. Απλώνει το χέρι της και γυρνάει την παλάμη ώστε να κοιτάει προς τα πάνω.

    Βρέχει;

    Κάτι φωτεινό πέφτει από ψηλά, σκάει μπροστά στο πόδι της και σπάει σε μικρότερες σταγόνες φωτός. Άλλη μία σταγόνα ακολουθεί και αμέσως άλλη μία.

    Φως;

    Ο ρυθμός αυξάνει και δεκάδες σταγόνες φωτός πέφτουν πάνω στο δρόμο και διαλύονται σε μικρότερες. Σηκώνει το κεφάλι της ψηλά και βλέπει…

    Εκεί που ήταν το φως της λάμπας, τώρα ένα φωτεινό συννεφάκι έχει πάρει τη θέση του. Στο κέντρο του το φως πιο πυκνό, υγρό, πυκνό, να στάζει. Βλέπει τις σταγόνες που ξεκινούν διστακτικά, διαγράφουν ένα φωτεινό μονοπάτι αποκτούν ταχύτητα και κινούνται προς το έδαφος. Γυρνάει και βλέπει και στις υπόλοιπες λάμπες του δρόμου το φαινόμενο να συμβαίνει. Τώρα βρέχει πιο δυνατά. Από κάθε σημείο που υπήρχε φως, σύννεφα λιλιπούτεια υγροποιούνται και προσγειώνονται στο έδαφος.

    Το κόκκινο του φαναριού δημιουργεί μία κόκκινη λιμνούλα στη βάση του στηρίγματος του. Στη βιτρίνα ενός μαγαζιού το υγρό του νέον κυλάει στο τζάμι. Το φως σε κάθε σημείο του χώρου λειώνει σε υγρές σταγόνες και σχηματίζει μικρά, το ίδιο όμως φωτεινά ρυάκια. Ψηλά στον ουρανό δεν υπάρχουν πια αστέρια, παρά ομιχλώδεις φωτεινές μπαλίτσες. Το φεγγάρι έχει χαθεί σε μία λαμπερή ομίχλη και από κάτω του ένα φωτεινός μεγάλος καταρράκτης.

    Το θέαμα είναι πολύ όμορφο για να την τρομάξει. Είναι απίστευτα επιβλητικό, για να επιτρέψει απορίες να γεμίσουν τα μεγάλα μάτια της. Κοιτάει τις μικρές γραμμές στο τσιμέντο, σαν μεγάλες φλέβες που κάνουν την γη να μοιάζει ζωντανή. Σχεδόν μαγεμένη κάνει δίχως να σκεφθεί ένα βήμα.

    Γκντούπ! Το έδαφος υποχωρεί, αλλά όχι μόνο στο σημείο που πατάει. Θαρρείς λες και ελαστικό, από άκρη σε άκρη βυθίζεται για ένα εκατοστό και επανέρχεται. Η κίνηση γίνεται αργά. Ότι στο έδαφος στέκεται, για δύο δευτερόλεπτα μένει στον αέρα και μετά επανέρχεται στη θέση του.

    Έχοντας τα μάτια της στα μικρά ποταμάκια που σχηματίζονται, βλέπει μόνο το υγρό που μένει στο κενό και μετά έρχεται στη θέση του. Χαμογελάει. Σηκώνει το πόδι και το φέρνει με μεγαλύτερη δύναμη ξανά στο έδαφος. Τα φωτεινά ποτάμια, οι μικρές λιμνούλες μένουν στον αέρα για λίγο και μετά σκάνε στο έδαφος σπάζοντας σε πολύ μικρά κομμάτια.

    Γκντούπ!! Ο θόρυβος της τραβάει την προσοχή. Το ίδιο και ένα χαλίκι που πέφτει και αυτό στο έδαφος. Σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάει στην ευθεία των ματιών της. Λυγίζει τα πόδια της και πηδάει…
    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    …φτάνει τριάντα πόντους πάνω από το έδαφος και αρχίζει να πέφτει. Στην επιστροφή το συναντά και το παρασύρει μαζί της. Σαν μία τεράστια τάβλα, στηριγμένη σε ανάλογα με το μέγεθος της εύκαμπτα ελατήρια, κατεβαίνει προς τα κάτω. Αφήνοντας ότι σε αυτή στηρίζεται στο κενό και σταματάει τριάντα πόντους πιο κάτω. Τα πάντα μένουν στη θέση του, αιωρούμενα για ένα, δύο, τρία, δευτερόλεπτα. Υποκύπτουν λες στην βαρύτητα και κινούν για να συναντήσουν το επίπεδο. Αλλά με σειρά και τάξη. Τα πάντα διαχωρίζονται σε γραμμές. Κάθε γραμμή πάχους τριών εκατοστών. Πρώτα κινείται η πρώτη γραμμή, διανύει τρία εκατοστά και ακολουθεί η δεύτερη και μετά η τρίτη και μετά η επόμενη και η επόμενη…

    Μία αλυσιδωτή κίνηση από γραμμές και κενά αναμεταξύ τους. Τα κενά είναι λευκά και μοιάζουν να κινούνται προς τα πάνω. Ο διαχωρισμός των γραμμών δεν σέβεται τα υλικά. Τσιμέντο, μέταλλο, ξύλο, αέρας, υγρό, όλα τα υλικά διαχωρίζονται σε γραμμές ίδιου ύψους, λες και κάποιος έχει κόψει ομοιόμορφα μία τεράστια φωτογραφία και αφήνει τις γραμμές στη σειρά να πέσουν. Οι τελευταίες γραμμές των κτηρίων φτάνουν στη θέση τους, αλλά η πτώση συνεχίζει. Τα λευκά κενά ανεβαίνουν ψηλά. Το σκοτεινό βαθύ μπλε σχεδόν μαύρο του ουρανού ακολουθεί την πτώση. Το κορίτσι κοιτάει με μάτια γουρλωμένα, μαγεμένο.

    -Θα συνεχίσεις και άλλο με αυτό το ηλίθιο παιχνίδι; Η φωνή γυναικεία, γέρικη, τσιριχτή.

    Γυρνάει και βλέπει από την σχάρα ενός υπονόμου ένα άσχημο κεφάλι ενός αρουραίου να την κοιτά. Δεν είναι λογικό, αλλά από την άλλη τι λογικό υπάρχει σε όλα αυτά που εκτυλίσσονται γύρω της.

    -Θα σταματήσεις να χοροπηδάς σαν ένα ανόητο παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο; Αλλά τι λέω θεέ μου, αυτό δεν είσαι μήπως;

    Το άσχημο ποντίκι τραβάει το κεφάλι του και χάνεται στην σκιά της σχάρας. Το κορίτσι το σκέφτεται για λίγο, για πολύ λίγο όμως, κοιτάει τον ουρανό που συνεχίζει να πέφτει και με βιαστικά βήματα φτάνει στη σχάρα.

    Έχει φως μέσα. Ένα φωτεινό ρυάκι καταλήγει στη σχάρα, περνάει από τα ανοίγματα και πέφτει μέσα. Φτάνει στον πάτο και κυλάει προς την αριστερή κατεύθυνση.

    Κατηφόρα. Το κορίτσι πιάνει με τα χέρια της τα βρώμικα κάγκελα της σχάρας και προσπαθεί να τραβήξει.

    Βαρύ. Αφήνει το σώμα της να πέσει προς τα πίσω και ξανατραβά. Ζορίζεται, λίγο περισσότερο και η σχάρα υποχωρεί από τη θέση της. Την τραβάει μέχρι να αποκαλύψει τελείως το άνοιγμα και σηκώνεται. Μεταλλικά πιασίματα στην επιφάνεια του τοίχου που χρησιμεύουν και σαν σκαλιά. Φωτεινές σταγόνες πάνω τους, που κυλάνε και συναντούν το αμέσως επόμενο, για να σταθούν για λίγο και να κυλήσουν ξανά. Το κορίτσι βάζει το πόδι της στην τρύπα και χαμηλώνει. Δευτερόλεπτα μετά σκυμμένη μέσα στο τούνελ του υπονόμου κοιτάζει την φωτεινή διαδρομή, που ρέει μπροστά της. Σηκώνει το κεφάλι της προς τα πάνω και κοιτάει τον ουρανό.

    Βρέχει αστέρια. Χαμογελάει και ξεκινάει…
    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Το τούνελ ανασαίνει. Οι τοίχοι του πάλλονται σα να είναι ζωντανό. Το κορίτσι νιώθει να πνίγεται και την επόμενη στιγμή νιώθει μικρό κορίτσι που έχει χαθεί, μέσα του. Τα ψίχουλα του δρόμου της, οι φωτεινές κηλίδες στα πόδια της μπροστά. Σκύβει και τις αγγίζει. Τρεμοπαίζουν, ψυχορραγούν και σβήνουν.

    Σκοτάδι.
    Τυφλή.

    Απλώνει τα χέρια και αγγίζει τα τοιχώματα του. Ζεστά, σάρκινα, εύκαμπτα. Βαδίζει, προχωράει. Με δυσκολία. Κάθε της βήμα βουλιάζει στα σπλάχνα του. Πτυχές που την δυσκολεύουν. Που την ρίχνουν. Στα τέσσερα. Βρέφος που μπουσουλάει.

    Δεν τα παρατάει. Τα γόνατα της, τα πόδια της βυθίζονται. Η σάρκα του τούνελ κολλάει πάνω της. Παλεύει να ξεφύγει. Μπήγει τα νύχια της μέσα του και προσπαθεί να την σκίσει. Η σάρκα δεν αντιστέκεται. Συνεχίζει να χαλαρώνει, να αφήνεται, να προσαρμόζεται. Να την ενσωματώνει.

    Το κορίτσι δεν έχει χώρο να κινηθεί. Το σάρκινο τούνελ έχει κολλήσει πάνω της. Δεν υπάρχει πόρος του σώματος της που να μην σκεπάζεται από την μαύρη ζεστή του σάρκα. Μπορεί να τεντωθεί. Η σάρκα του μαζί της. Θέλει να αναπνεύσει.

    Αναπνέει.

    Μέσα από αυτήν. Μία γλυκιά θαλπωρή εισχωρεί στα πνευμόνια της και την αγκαλιάζει τρυφερά. Αφήνεται σε αυτήν. Κλείνει τα μάτια της. Σβήνει τις σκέψεις της. Διώχνει του ήχους. Φυσάει μακριά τις μυρωδιές. Του δωρίζει την αφή της. Είναι δική του.

    Βρίσκεται σε ένα κλεισμένο σπίτι. Οι κουρτίνες είναι βαριές και δεν αφήνουν να περάσει τίποτα μέσα. Σηκώνεται και τις τραβάει. Έξω είναι νύχτα. Τα αστέρια διαγράφουν τροχιές κυκλικές στο μαύρο στερέωμα. Κάποιος χτυπάει την πόρτα.

    Η καρδιά της κρύβεται τρομαγμένη. Παγώνει στη θέση της. Κοιτάει το ξύλο της πόρτας. Βρίσκεται από πίσω της. Το κορίτσι μπροστά της. Ήχος, σταθερός, στρατιώτης, υποκλίνεται μπροστά της. Απλώνει το χέρι της. Το πόμολο είναι μακριά και το χέρι της είναι τόσο μα τόσο μικρό.

    Πιάνει το τεράστιο πόμολο, με την μικρή παλάμη της. Ζεστό, παλλόμενο, ζωντανό, υγρό. Δεν το γυρνάει. Η σκέψη της του δίνει την εντολή και η πόρτα ανοίγει.

    Έξω είναι νύχτα. Τα αστέρια είναι ψηλά στο μαύρο στερέωμα. Εκτός από δύο. Λαμπερά, πηχτά, η ύλη δύο κόσμων μέσα τους. Τα μάτια του. Φέγγουν, ακτίνες δεμένες με αόρατες κλωστές, γεμίζουν το δωμάτιο. Την κυκλώνουν.

    Νιώθει το έδαφος να εξαφανίζεται. Την βαρύτητα να τραβάει τα βρώμικα της χέρια από πάνω της. Το φως μπαίνει μέσα της. Από όλες τις οπές. Τις ορθάνοιχτες και τις σφραγισμένες. Μέσα της χαράζει. Από άκρη σε άκρη. Από τα πολυσύχναστα μέχρι τα μοναχικά…

    …νησιά…

    …της συνείδησης της. Έξω είναι νύχτα. Μέσα είναι μέρα.

    -Καλησπέρα κοριτσάκι…
    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Τα γράμματα πάντα σε προδίδουν. Δραπετεύουν από τις λέξεις που τα έχεις δεσμεύσει και φτιάχνουνε άλλες. Δικές τους…

    Με τη φωνή του άνοιξε μία πόρτα στο μυαλό της και άρχισε να θυμάται…

    Ένα κορίτσι στη σοφίτα.
    Χρώματα βαριά σα να ‘τανε κηδεία.
    Πεταλούδα σκονισμένη που σύλλεγε αράχνες.
    Ένα κορίτσι μπροστά στο παράθυρο, να κάθετε στα μαύρα μεταξωτά βρακιά του κρεβατιού.
    Με τρυφερές κινήσεις βυθίζει το χέρι της στο φως.
    Κισσός από φωτεινές μαργαρίτες που απλώνεται στο δέρμα της.
    Χρώματα μαύρα και λευκά. Γκρίζα και άλλα πουθενά.
    Τρέφεται από το φως και πίνει από τη βροχή.
    Γυμνή μπροστά στο παράθυρο, το ανοιχτό.
    Μένει για πάντα εκεί και για πάντα εκεί θα μένει.
    Προσπάθησε να την πύλη να διαβεί…


    …να διαβεί την πύλη να προσπάθησε.
    Θα μένει για πάντα εκεί και μένει για πάντα εκεί.
    Ανοιχτή πίσω από το παράθυρο, το γυμνό.
    Βροχή να πίνει και το φως να τρέφει.
    Χρώματα γκρίζα και άλλα. Λευκά και μαύρα πουθενά.
    Στο δέρμα της, στο φως, κισσό και μαργαρίτες να απλώνει.
    Το φως με κινήσεις τρυφερές την βιάζει.
    Και τα μεταξωτά βρακιά της, από το κρεβάτι στο παράθυρο πετάει.
    Αράχνες που συλλέγουν πεταλούδες.
    Βαριές κηδείες μες το χρώμα.
    Μία σοφίτα στο κορίτσι.


    Το κορίτσι ξυπνάει. Το πέταλο, το ταξίδι του έχει τελέψει...
    (συνεχίζεται)
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Η πραγματικότητα είναι μία πόρνη που πουλάει την πραμάτεια της, στο φως της ημέρας. Δεν έχει καμία τσίπα μέσα της…

    Κρατούσε το τρίτο πέταλο στα χέρια της.
    Έχω φτάσει στη μέση. Έχω;

    Έβαλε το τρίτο στο στόμα της. Προσπάθησε να το κρατήσει στα δόντια της, αλλά δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί η θάλασσα, που κουνούσε την βάρκα.

    Βάρκα; Το κρεβάτι της είχε μεταμορφωθεί σε μία μικρή παλιά βάρκα. Δωμάτιο δεν υπήρχε πια. Όπου και να κοιτούσε έβλεπε μόνο την ανοιχτή θάλασσα. Ξηρά πουθενά και τοίχος επίσης.

    Κοίταξε τα σύννεφα. Όχι πολύ μεγάλα. Κοίταξε το νερό. Την τρόμαξε το χρώμα του. Μαύρο, κατάμαυρο, φιλοξενούσε λες την νύχτα.

    Κοίταξε τα κουπιά. Ολοκαίνουρια.
    Κοίταξε τα χέρια και τα πόδια της. Μαυρισμένα και νευρώδεις. Κάτι την χαλούσε.
    Κοίταξε το πουλί της.
    Το κοίταξε ξανά.
    Τι κάνει αυτό εδώ;
    Το κοίταξε ξανά.
    Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι, παναγιά μου!

    Έχει πουλί!!
    Που πήγε το μωρό μου;Τι θέλει αυτό εδώ πέρα;
    Έσκυψε το κοίταξε. Δεν το έπιασε. Κοίταξε τα χέρια της, τα πόδια της.
    Τρίχες!!!
    Σηκώθηκε και έτρεξε προς το νερό. Η βάρκα έγειρε απότομα,σκουντούφλησε και έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Μόνο τα μούτρα όμως, γιατί η υπόλοιπη στεκόταν γαντζωμένη μέσα. Το νερό την έτσουξε και θόλωσε τους φακούς. Η εικόνα καθάρισε αργά. Το σοκ όμως απαιτούσε πιο αργά…

    Το πρόσωπο ενός αγοριού την κοιτούσε μέσα από το νερό. Έσκυψε να το αγγίξει και έκανε και αυτό το ίδιο. Τα επόμενα δευτερόλεπτα μόνο τα σάλια έδειχναν ότι δεν ήταν άγαλμα. Ξεκινούσαν από το είδωλο της και έπεφταν στο λεπτό της στόμα.

    Το νερό άρχισε να κάνει κυματισμούς. Μετά ήρθε ένα κύμα και την ξύπνησε. Όρθωσε το ανάστημα και χοροπήδησε μπροστά στην κουπαστή.

    Είμαι αγόρι! Τι κάνουν τα αγόρια;
    Έκατσε όρθια πάνω στη κουπαστή και αντιστεκόταν στον αέρα.
    Τα αγόρια δεν λυγίζουν! Το έκανε για ώρα μέχρι που βαρέθηκε.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Δεν κλαίνε!
    Το σκέφτηκε και το έψαξε.
    Πώς όμως;
    Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε τα αρχίδια της.
    Λες; Σήκωσε το χέρι της ψηλά και μετά το κατέβασε με δύναμη.

    Αστέρια…

    Κάτι της ξερίζωσε το στομάχι από εκεί που χτύπησε. Από ένα μικρό σημείο να περάσουν όλα. Έτσι ένιωσε…και έβαλε τα κλάματα.
    Τα αγόρια δεν κλαίνε και μαλακίες! Τα επόμενα… τα σκέπασαν οι λυγμοί.

    Ώρα μετά στην κουπαστή καθισμένη κατάχαμα έχει ηρεμήσει πια.
    Τι κάνουν τα αγόρια;
    Το σκέφτηκε.
    Το βρήκε!
    Κατουράνε όρθια!!!
    Πετάχτηκε στα ουράνια σαν πύραυλος, έπιασε το πουλί της και σημάδεψε τη θάλασσα.
    Και σημάδεψε…
    …και σημάδεψε. Ώρα μετά κατούρησε.
    Θέεεε μου!!!! Αυτό κάνουν τα αγόρια; Καλά περνάνε τα μαλακισμένα!!
    Ένα ουράνιο τόξο απολαύσεων. Η ενάτη των αισθήσεων. Μόνο που τελειώνει γρήγορα.
    Η πηγή στερεύει. Το τινάζει. Μια, δυο σταγόνες, πετάγονται μακριά, άτσαλα. Το κοιτάει. Κάθεται κάτω.

    Τι κάνουν τα αγόρια;

    Οι ώρες την έχουν στολίσει σε όλες τις θέσεις της βάρκας. Η τελευταία την βρίσκει στο κέντρο με τα κουπιά στα χέρια.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Ξεφυσάει και ρίχνει το βάρος του μπροστά. Μαζί με τα κουπιά.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Παίρνει μία βαθιά ανάσα και στυλώνει την πλάτη του. Μαζί με τα κουπιά.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Και ξανακάνει κουπί…
    (συνεχίζεται)
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Το τέταρτο πέταλο την τρόμαζε. Το κοιτούσε για ώρα πριν στο στόμα της το βάλει.
    Το κοίταξε στον Ήλιο, δεν είδε τίποτα.
    Το κοίταξε στη Δύση, μία σκιά.
    Το κοίταξε στην Ανατολή και είδε την σκιά να συσπάται.

    Σου ‘ρχομαι. Το κατάπιε και έπιασε αμέσως το πηγούνι της. Μετά η παλάμη της ανέβηκε στα χείλια της. Έλειπε κάτι. Ένιωθε αμούστακο αγόρι…

    Μία φορά και ένα καιρό ήταν ένα κατάξανθο μικρό κοριτσάκι, ηλικίας τεσσάρων, αγγελούδι σωστό. Μέσα σε μικρό δωμάτιο θρονιασμένο στη μικρή της την καρέκλα, μπροστά σ’ ένα τεράστιο τζάκι. Μέσα στο τζάκι η φωτιά. Μία ολόκληρη ρίζα ελιάς καιγόταν. Μπροστά στη φωτιά και ανάμεσα στο αγγελούδι και τη φωτιά, ήταν η γιαγιά. Σε μία εξίσου μικρή καρέκλα, η γιαγιά, απέναντι της να της λέει ιστορίες.
    Ιστορίες για δαίμονες κακούς, που θα ‘πρεπε να μένει, πάντα, μακριά τους…

    -Γιαγιά;
    -Ναι πουλί μου; Τι θέλεις;
    -Γιατί εκείνος ο Θείος δεν έρχεται να μας δει;
    -Γιατί είναι καλόγερος πουλί μου.
    -Και είναι καλό αυτό γιαγιά;
    -Για να γίνεις πουλί μου;
    -Ναι για...γιααάάά.
    -Όπως έχει η καρδιά σου πουλί μου.

    Το αγγελούδι την κοιτάει με απορία. Η γιαγιά του χαμογελάει, με τα μάτια.

    -Αν είσαι καλός, πουλί μου να γίνεις γέρος. Αν είσαι γέρος γιατί να γίνεις καλός;

    Το αγγελούδι έκανε πως κατάλαβε. Αλλά καθόλου πειστικά. Η γιαγιά συνέχισε…

    -Θα σου πω ένα παραμύθι και θα καταλάβεις πουλί μου. Μία φορά ήταν ένα Μοναστήρι. Η εκκλησία των καλόγερων, είναι το Μοναστήρι πουλί μου. Και ένα καιρό πριν σε κάποιο από αυτά ήταν ένας καλόγερος. Αφοσιωμένος στο θεό.

    -Το Μοναστήρι ήταν τεράστιο και αυτός μόνος του. Του έστειλαν ένα καλογεράκι. Αμούστακο αγόρι. Όταν το πρωτοείδε ο καλόγερος νόμισε πως κάποιος άγγελος είχε δραπετεύσει από τις τοιχογραφίες και τον έβλεπε με σάρκα και οστά.

    -Μετά έμαθε ότι ήταν ο Ιγνάτιος. Ο καλόγερος βεβαιώθηκε ότι έβλεπε άγγελο, αλλά κατάλαβε ότι ήταν από το τσούρμο του Διαβόλου.

    -Γιαγιά;
    -Ναι πουλί μου;
    -Είναι κακοί αυτοί;
    -Ναι πουλί μου είναι…
    -…και μείνε μακριά τους.
    -μμμ…γιαγιά;
    -Ναι πουλί μου;
    -Θέλω μπισκοτάκι.

    Η γιαγιά κοιτάει το αγγελούδι, χαμογελάει με τα μάτια και σηκώνεται με δυσκολία.

    -Περίμενε να φέρω από την κουζίνα πουλί μου…
    -…και μακριά από τη φωτιά.
    -Ναι, γιαγιάα!
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Αλλά το κορίτσι δεν έμεινε μακριά από τη φωτιά...
    (Τέλος)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest


    "Ο Ξένος"
    Ήμουν ένας Ξένος…

    Γεννήθηκα σε έναν κόσμο που αποτελείται μόνο από γυναίκες. Χιλιάδες γυναίκες. Μικρές, πονηρές, γλυκές, έξυπνες, χαζές, πουτάνες και μητέρες. Είμαι μόνος σε αυτόν τον πλανήτη, σε αυτό τον κόσμο των ανθρώπων και η επιφανειακή μου υπόσταση με κάνει τον πιο πολύτιμο από όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Είμαι περιζήτητος ως το μοναδικό αρσενικό αυτού του είδους. Τόσο πολύτιμος, μα και τόσο άχρηστος…

    Μ’ αρέσουν μόνο οι άνδρες. Μου σηκώνεται μόνο με άνδρες. Το χειρότερο από όλα όμως…

    Το σπέρμα μου ενεργοποιείται μόνο όταν ερωτευθώ. Όταν χαθώ, όταν νιώσω με την ψυχή μου την μυρωδιά ενός αρσενικού. Σε άλλη περίπτωση ζούφιο λευκόχρωμο νεκρό υγρό κυλάει από το μαραμένο μου όργανο.

    Τόσο πολύτιμος, μα και τόσο καταραμένος βαδίζοντας ανάμεσα από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αντικρίζοντας βλέμματα δέους, λατρείας, μίσους.

    Προσπάθησαν να με βοηθήσουν, να με αλλάξουν, να με επαναφέρουν, να με διορθώσουν, να πάρουν το σπέρμα μου, αλλά…

    Μάταιο. Εγκατέλειψαν και για λίγο καιρό με άφησαν στην ησυχία μου, στην μιζέρια μου, στα όνειρα μου. Μόνο όμως για λίγο.

    Άρχισαν να με μισούν, να με κοιτάνε με βλέμματα κακών, άπλωσαν τα χέρια τους να με χτυπήσουν και άρχισα να τρέχω. Τώρα κρύβομαι, ανάμεσα στα ζώα, προσέχοντας τα ίχνη μου. Δεν ξέρω τους σκοπούς τους, αλλά δε θα ήθελα να μάθω. Δεν θέλω να με πιάσουν, σίγουρα όχι πια.

    Είμαι ευτυχισμένος. Ζω μακριά από τις πόλεις, στο δάσος, στη ζούγκλα, στα βουνά. Βρήκα τον έρωτα, μία, δύο, τρεις, δεκάδες φορές. Βρήκα αρσενικά και με βρήκαν και αυτά. Έχουν τέσσερα πόδια, έχω τέσσερα άκρα. Με αποδέχθηκαν για αυτό που είμαι και τώρα πια δεν βλέπω τον εαυτό μου ως Ξένο…
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Δως μου άρχοντα λέξεις, αόρατες, κενές,

    τα θύματα να νοιάζονται δεν πρέπει,

    οι σκιές στον άδειο, να πέσουν, να χαθούν,

    χρόνο, που τείνει στη στιγμή που έρπει.




    Γονάτισε εικόνα των ματιών μου προσταγή

    κι απογύμνωσε το ψέμα απ’ των άλλων την αλήθεια.

    Κλείδωσε τις πύλες για ν’ αποτρέψεις την φυγή

    και όρισε το τέλος τους, στα δικά μου παραμύθια.




    Η μουσική που παίζει στην αρχή,

    παλεύει με τον γέρο άνεμο.

    Μα ο θυμός θα φύγει, δε θα ‘ρθει

    σα παιδί λογικό και φρόνιμο.





    Σε μια πεδιάδα οι ζωές μας απείθαρχες στην θέληση του κόσμου.

    Στο φως τα σχήματα τους να πλάθουν, με το σάλιο να μυρίζει έρωτα.

    Μεθυσμένες στην σκιά που συναντήσανε, τα παιδικά τους τα γιατί τα κομματιάζουνε…

    και μέσα στην αγορά, από την χαρά της ηδονής αβίαστα τα βάζουν.





    Μα στάσου ζευγάρι καλπάζει για το κέντρο της σκηνής

    και τώρα ψίθυροι ησυχάστε,

    γιατί νομίζουν ότι κάτι έχουν να μας πουν…





    Η σκηνή βράχος θεριεμένος είναι,

    πλάσμα του κόσμου τούτου να το σηκώσει δεν μπορεί,

    είτε με χέρια από αίμα κυκλωμένα

    είτε από μέταλλο άψυχο πλασμένα.


    Λέγεται ότι θεός πληγωμένος από έρωτα

    τον έριξε στης γης τα σπλάχνα

    και τώρα πάνω του άντρας και γυναίκα στέκονται

    για να μας δείξουν το μεγαλείο

    του δικού Τους.


    Γυναίκα κορίτσι σαν παιδί χορεύει .

    Άντρας αγόρι τούμπες κάνει στην σκηνή

    και τον κόσμο κοροϊδεύει.


    Έφηβη χαρίζει στα στολίδια ομορφιά.

    Παλικάρι ξεχωρίζει πάνω σε βράχο

    που γερνά.


    Μα για δες


    τώρα χέρι, χέρι τα βήματα τους


    πάνω στην πέτρα κύκλο


    ζωγραφίζουν.


    Χέρια στιβαρά τον βράχο οργώνουν


    στις τρύπες τις γόνιμες σπόροι


    τρυφερά θα πέσουν.


    Η καμπύλη της γυναίκας μοιάζει


    με αυτές των ανθών που γύρω της θεριεύουν.



    Και σαν αυτούς ανοίγει.

    Αρώματα, πονήματα, τις σκέψεις μου ποιήματα.

    Από μέσα πεινασμένα δραπετεύουν.

    Ανάμεσα σας θα χωθούν.

    Και στην ψυχή σας όργια θα στρώσουν.



    Καλώς σας ξαναβρήκα, για τρίτη φορά.
     
    Last edited: 2 Νοεμβρίου 2018
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Πίσω από τα βλέφαρα, πίσω από τις σκιές, που κλέφτες του φωτός παλεύουν για να γίνουν, κρύβεται μία ακέφαλη μανία. Ένα παραμύθι δίχως καλοσύνη, δίχως οίκτο για τον δημιουργό του. Μία κατάρα καταδικασμένη για να ζει, μία φυλακή πλασμένη για να πνίγει, εικόνες που στοιχειώνουν. Μπορείς μια δηλητηριασμένη εκπνοή να την κρατήσεις μέσα στα σωθικά σου; Ένα αγέννητο παιδί για πάντα μέσα στα σπλάχνα σου; Ένα αρρωστημένο πάθος για αιώνες κλεισμένο μες το βλέμμα σου. Δεν μπορείς.




    Όλα με ένα όνειρο ξεκινούν, ή μήπως ένα νησάκι είναι η ζωή μου βυθισμένο στο παραμύθι. Μία γυάλινη πιατέλα πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι. Ξύλο από παλιά βελανιδιά, δύσοσμη, σαν ανίερα σάπια υγρά να την έχουν μεγαλώσει. Γυαλί χοντρό και θολό , που δεν θέλει ποτέ να καθαρίσει. Μία σοφίτα σκοτεινή και βρώμικη, η κιβωτός τους. Στην κεφαλή ενός κάστρου που για βέβηλα σίγουρα πλάσματα θα είχε πλαστεί. Αλλά τώρα μέσα του κανείς δεν μένει.




    Κανείς; Σε μια πόλη ξεχασμένη από τη ζωή. Ξεχασμένη; Ή από τους φύλακες καλά κρυμμένη; Το όνομα της το κλειδί του ταξιδιού. Θαμμένο σε ένα σεντούκι στα βάθη του μυαλού μου. Έχω μπερδέψει τον δρόμο με χιλιάδες αναμνήσεις για να μην το βρίσκω.




    Μπορείς να δραπετεύσεις από ένα τούνελ; Μόνο η είσοδος και η έξοδος προσδιορίζουν την λύτρωση. Ξέρω τι από πίσω μου αφήνω. Τι μπροστά μου με καλεί, μόνο μια εικόνα. Μία σοφίτα, ένα τραπέζι, ένα γυάλινο αντικείμενο, που μέσα του στοργικά φωλιάζουν αυγά. Λες και χρειάζονται στοργή αυτού του είδους τα πλάσματα.




    Φτάνω στο τέλος, μια αρχής. Μια ψευδαίσθηση ότι εδώ τα βήματα μου σταματούν ή μια ιδέα ότι όλα εδώ ξεκινούν. Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Έχει ο κύκλος αρχή, η μήπως το άπειρο τέλος; Μία απάτη για να μην τρομάξω. Μία πύλη, που σαδιστικά, μου χρωματίζει αχνά την ελπίδα ότι ίσως να μπορώ να ξαναβγώ. Υπάρχει γέφυρα που να ενώνει τον παράδεισο με την κόλαση; Ή μήπως περιέχονται και τα δύο μέσα σε ένα όμορφο κουτί ενός δημιουργού που η πλήξη του πλάθει διεστραμμένα παιχνίδια; Αυγά!





    Σχήματα. Τίποτα δεν θυμίζει τις οικείες γραμμές, καμπύλες, τα γνωστά στερεά. Όρια που προσδιορίζουν την αδυναμία του ανθρώπινου νου να συλλάβει το ασχημάτιστα παράλογο. Δεν έχουν γωνίες, αλλά καμία καμπύλη δεν φυλακίζει το περιεχόμενο τους. Δεν είναι ογκώδη, αλλά μου κόβεται η ανάσα όταν αφήνομαι στην λογική της καταμέτρησης των διαστάσεων Τους. Ο χρόνος δεν δεσμεύει την εικόνα Τους. Δρασκελίζουν με μία δική Τους στιγμή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Δεν είναι όμοια. Το μόνο κοινό Τους που μπορώ με ένα χαμόγελο ανακούφισης να προσφέρω στο ταραγμένο μου μυαλό, είναι το απάνθρωπα και απροσδιόριστα ασύλληπτο στην φτωχή μου φαντασία πλάσμα που τα έχει γεννήσει.




    Χρώματα. Είναι δυνατόν, το μαύρο να συνυπάρχει με το παρθένο λευκό, δίχως τίποτα να τα διαχωρίζει ή κανένα πινέλο να μπορεί να τα ανακατέψει;


    Μπορεί να είναι κόκκινο αυτό, που αποπνέει την ψυχρότητα του μπλε και αγκαλιάζει το ευάλωτο κίτρινο;


    Είναι πορτοκαλί αυτό που σαν φωτιά καταπίνει το πράσινο ή μήπως το δεύτερο πνίγει το καμένο γκρίζο σε ένα βακχικό χορό;


    Και εκείνο που ανήκει; Πιο αποτρόπαιο φάσμα κατέχει μία απόχρωση που η μνήμη μου δεν μπορεί να δεσμεύσει, και για αυτό ούτε να αποδεσμεύσει;




    Υφή. Τολμάω να τα αγγίξω! Είναι τόσο τρυφερή η πνοή του, που στην προσπάθεια μου να την αισθανθώ, σταγόνες από αίμα υγραίνουν τα μάτια μου;


    Τα πιάνω στα χέρια μου , ο άμοιρος …Σκίτσο , εγώ να βαστάω. Σκίτσο πιο παλιό απ’ το δικό μου, το αυγό να αιωρείται και να παραπλανεί τις αισθήσεις αυτών που βλέπουν, στις χούφτες μου να δείχνει. Δεν αντέχω την αναμονή. Θα κάνω αυτό που επέλεξα. Αφήνω το αυγό να πέσει … σπάει… στο πριν λευκό χαρτί, την ιστορία για να πλάσω … η Έμπνευση γεννιέται!