Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Εγκαινιάζω το νήμα αυτό με ένα ποίημα της γενιάς του '30 (Σεφέρης), συνειδητά νοσταλγικό. Πιό πολύ ενδιαφέρουν οι εκλεκτικές υπόγειες συγγένειες ανάμεσα στη μοντερνιστική βαρυθυμία και τη μεταμοντερνιστική ελευθεριότητα - που στην Ελλάδα εμφανίζεται μετά το '80, όταν φθίνει ο μεταπολιτευτικός οίστρος.
    Τί σχέση μπορούν αυτά τα ρεύματα να έχουν με το bdsm lifestyle στην αγοραία, αποϊδεολογικοποιημένη εκδοχή του, μόδα που από την εμφάνιση του "Κλίκ" κι έπειτα, ολοένα εξαπλώνεται, παραμένοντας θεωρητικά ανερμάτιστη, χυδαία και κιτς; Ενώ ένα μεγάλο μέρος αυτής της ποίησης, διεθνώς, αν όχι στην Ελλάδα, απηχεί πεντακάθαρα μοτίβα S/M.
    Καμιά αυστηρότητα δεν θα επιδειχθεί στη συνοχή του νήματος. Ό,τι θέλει αναρτά καθένας, εκτός - κατηγορηματικά - από αγγελίες και παρόμοιες σάχλες. Οι παρεμβάσεις μέσα από μουσικά μονοπάτια, είναι απολύτως ευπρόσδεκτες.


    Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.


    -Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
    χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
    μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
    κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
    μακριὰ ἀπ' τὸν τόπο τὸ δικό σου.

    -Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο•
    τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
    κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
    κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
    ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
    κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
    κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
    ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

    -Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
    σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις•
    θ' ἀνηφορίσουμε μαζὶ
    στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
    θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
    κάτω ἀπ' τὸ θόλο τῶν πλατάνων
    σιγά-σιγὰ θὰ 'ρθοῦν κοντά σου
    τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

    -Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
    μὲ τ' ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
    σκοτεινιασμένα ἀπ' τὸν κισσὸ
    γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
    ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
    Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ' αὐτὴ τὴ στάνη;
    οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
    κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
    βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
    λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

    -Παλιέ μου φίλε δὲ μ' ἀκοῦς;
    σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
    τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
    κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
    σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
    γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

    -Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
    σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
    νὰ καταλάβω τί μου λὲς
    ὅσο μιλᾶς τ' ἀνάστημά σου
    ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
    λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

    -Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
    σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
    ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει
    μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
    ἔξω ἀπ' τὴ γῆς κι ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους.

    -Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
    βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
    παράξενο πῶς χαμηλώνουν
    ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
    ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
    χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

    Ἀθήνα, ἄνοιξη '38
     
    Last edited: 9 Σεπτεμβρίου 2008
  2. gaby

    gaby Guest

    Η "πτέρυγα υποτακτικών" έφερνε στο νου μου ένα όνομα και μια ποιητική συλλογή...

    Μπωντλαίρ και τα Άνθη του Κακού, καμωμένα αργά, μες την οργή και την υπομονή, όπως έγραψε ο ίδιος.

    Επειδή, δε νομίζω ότι υπήρξε άντρας γνωστός πιο βαθιά, οργίλα κι αβάσταχτα υποτακτικός από τον Μπωντλαίρ, που είχε όντως έναν πολύ ιδιαίτερο δεσμό με τη μάνα του, που δεν του επιτράπηκε ποτέ να εκπληρώσει.

    Από τα

     

    [η μετάφραση στα ελληνικά είναι της Δέσπως Καρούζου, εκδόσεις Γκοβόστη, 1990]

    με τα άφθονα σαδομαζοχιστικά, παρακμιακά σπαράγματα, διάσπαρτα:

    Θρήνος εκ βαθέων


    Τη συμπόνιά σου εκλιπαρώ, εσένα της κόρης που αγαπώ,
    Απ το βάθος σκοτεινής αβύσσου όπου η καρδιά μου έπεσε.
    Είναι ένα σύμπαν σκυθρωπό με ορίζοντα μολυβένιο,
    Όπου επιπλέουν μες τη νύχτα η φρίκη και η βλασφημία
    <άνω τελεία>

    Ένας ήλιος αναιμικός πλανιέται από πάνω έξι μήνες,
    Κι άλλους έξι μήνες η νύχτα σκεπάζει τη γη
    <άνω τελεία>
    Είναι μια χώρα πιο γυμνή κι απ την πολική γη <άνω τελεία>
    - Δίχως ζώα, δίχως ρυάκια, δίχως πρασινάδες, δίχως δάση!

    Όπου δεν υπάρχει τρόμος στον κόσμο να υπερβαίνει
    Την παγερή σκληρότητα τούτου του παγωμένου ήλιου
    Κι αυτή την απέραντη νύχτα όμοια με το αρχαίο Χάος
    <άνω τελεία>

    Φθονώ την τύχη των πιο ταπεινών ζώων
    Που μπορούν να βυθιστούν σ έναν ανόητο ύπνο,
    Όσο το κουβάρι του χρόνου ξετυλίγεται αργά αργά!
     
    Last edited by a moderator: 10 Σεπτεμβρίου 2008
  3. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Φερνάντο Πεσσόα


    Τέσσερις Ωδές

    Nα θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.
    Tίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.
    O ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
    Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.

    Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Tίποτε
    Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.
    Nα είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Nα βάζεις όσα είσαι
    Kαι στο ελάχιστο που κάνεις.
    Eτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη
    Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

    Aναρίθμητοι ζουν μέσα μας,
    Aν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
    Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
    Eίμαι μονάχα ο τόπος
    Oπου νιώθουν ή σκέφτονται.
    Eχω περισσότερες από μια ψυχές.
    Yπάρχουν περισσότερα εγώ απ' το ίδιο το εγώ μου.
    Yπάρχω ωστόσο
    Aδιάφορος για όλους,
    Tους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

    Oι διασταυρωμένες παρορμήσεις
    Oσων νιώθω ή δεν νιώθω
    Πολεμούν μες σ' αυτόν που είμαι.
    Tις αγνοώ. Tίποτε δεν υπαγορεύουν
    Σ' αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.

    O θεός Παν δεν πέθανε,
    Σε κάθε κάμπο που δείχνει
    Στα χαμόγελα του Aπόλλωνα
    Tα γυμνά στήθη της Δήμητρας -
    Aργά ή γρήγορα θα δείτε
    Nα εμφανίζεται εκεί
    O θεός Παν, ο αθάνατος.
    Oχι δε σκότωσε άλλους θεούς
    O θλιμμένος χριστιανός θεός.
    O Xριστός είναι ένας ακόμη θεός,
    Ίσως ένας που έλειπε.
    O Παν συνεχίζει να δίνει
    Tους ήχους απ' τον αυλό του
    Στ' αυτιά της Δήμητρας
    Που καμαρώνει στους κάμπους.

    Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
    Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,
    Γεμάτοι από αιωνιότητα
    Kαι περιφρόνηση για μας,
    Φέρνοντας τη μέρα και την νύχτα
    Kαι τις χρυσαφένιες σοδειές
    Oχι για να μας δώσουν
    Tη μέρα και την νύχτα και το στάρι
    Mα για άλλον και θείο
    Tυχαίο σκοπό.
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Σε κάποια πολύ εύθυμη

    Η κεφαλή σου, η κίνηση, η θωριά σου,
    είν' όμορφα ως τοπείο εαρινό.
    Παίζει το γελοίο μες τα μάγουλά σου
    σα δροσαγέρι σε λαμπρό ουρανό!

    Στο διάβα σου οι βαρύθυμοι διαβάτες
    στέκουν, θαμπώνονται απ' την τόση υγειά.
    που σα φωταύγεια ξεπηδά απ' τις πλάτες
    κι' απ' τα λευκά σου μπράτσα τα γυμνά!

    Τ' ανοιχτά χρώματα κ' η ποικιλία
    που να 'χει θες κάθε σου φορεσιά,
    φέρνουν στων ποιητών τη φαντασία
    λουλούδινου χορού τη ζωγραφιά.

    Κάθε σου παρδαλότρελο φουστάνι
    το παρδαλό σου μοιάζει το μυαλό
    θεότρελη που μ' έχεις ξετρελάνει,
    σε μισώ τόσο όσο και σ' αγαπώ!

    Κάποτε μέσα σ' ένα ωραίο κήπο
    την ατονία μου σέρνοντας βαριά,
    ένιωσα σα μιας ειρωνείας χτύπο
    να μου ξεσκίζει ο ήλιος την καρδιά.

    Κ' η άνοιξη, τα πράσινά της πλούτη
    μου ταπεινώσαν τόσο την ψυχή,
    που ξεδικήθηκα σ' ένα άνθος τούτη
    της φύσης την αυθάδεια τη σκληρή!

    Το ίδιο θα 'θελα μία νύχτα τώρα
    στου ωραίου κορμιού τους θησαυρούς,
    όταν των ηδονών σημαίνει η ώρα
    άναντρα να συρθώ, σιγά σ' αυτούς,

    τη σάρκα σου τη χαρωπή να τιμωρήσω,
    να σου μαραίνω των στηθιών σου τη δροσιά,
    και τον κατάπληχτο λαγώνα σου να σκίσω,
    ν' ανοίξω πάνω μια πληγή πλατειά, βαθειά,

    κι' ω γλύκα που τρομάρας φέρνει ζάλη!
    μέσα στα χείλη τα καινούρια αυτά,
    πιο λαμπερά στο χρώμα και στα κάλλη,
    να χύσω το φαρμάκι μου, κυρά!

    Ένα από τα απαγορευμένα του Μπωντλαίρ, από τις εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗ
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Υπόγειοι δρόμοι, χωρίς αρχή και τέλος,
    σε μία πόλη που στην επιφάνεια κοιμάται.
    Το νερό, ύποπτα και σιωπηλά,
    μέσα από τους υπονόμους κυλάει.
    Το σκοτάδι, ερεθίζει την ψυχή και χυδαία της
    τραγουδάει.

    Λεπτές φιγούρες, χωρίς ρυθμό, βαδίζουν.
    Σώματα βρώμικα, γυμνά, που κανένα δε φοβίζουν.
    Γρανιτένια τούνελ, βράχοι με σπηλιές, απότομα
    σταματούν.
    Όλοι σ’ ένα εξαγωνικό δωμάτιο, τεράστιο και χωρίς φως,
    στο τέλος θα σταθούν.

    Πτώματα όμορφα, υγρά να στάζουν,
    από πάνω κρέμονται.
    Λακκούβες απότομες και γεμάτες κάτω
    και μέσα τους αστέρια που δεν υπάρχουν φαίνονται.
    Φιγούρες εφτά στο κέντρο συγκεντρώνονται,
    φωτιές δυνατές και έξι,
    που πίσω τους σε γωνίες, ψηλές και αόρατες,
    έξι εφιάλτες κρύβονται.

    Οι φλύαροι ησυχάζουν και μια μελωδία αρχίζει.
    Φωνή βραχνή, χτύπημα φτερών, κοχύλια
    κομματιάζονται.
    Μεγάλη φωτιά σβήνει και πίσω της,
    η ομορφιά ενός θεού, δοσμένη σε γυναίκα.
    Η κοιλιά της, φωτεινή, πρησμένη, κομματιάζεται.
    Αίμα και θεία βρέφη ξεχύνονται από μέσα.
    Οι φιγούρες δένουν τα χέρια τους και ένα λουλούδι
    γεννιέται.
    Ένας αγωνιώδης ψίθυρος χορεύει ανάμεσα τους.
    Όλοι φοβούνται!
    Όλοι φοβούνται τον εφιάλτη, που φέρνει τη
    ΓΕΝΝΗΣΗ!
    Ο εφιάλτης λικνίζεται.
    Χιλιάδες ψυχές τρέμουν, μέσα στα αυγά της
    ανυπαρξίας.
    Θέλουν σάρκα ν’ αποκτήσουν.
    Το λουλούδι κυματίζει. Τα χέρια τεντώνονται.
    Το σχήμα δεν αντέχει και σπάει.
    Μια κοπέλα σέρνεται προς τον εφιάλτη.
    Στο δρόμο μεταμορφώνεται και μικραίνει.
    Η ΓΕΝΝΗΣΗ ανοίγει τα πόδια της και δέχεται
    ένα νεογέννητο ανάμεσα τους.
    Ο εφιάλτης εξαφανίζεται και η μουσική σταματά.

    Σιωπή!

    Ένα ουρλιαχτό χρωματίζει το σκοτάδι από το πουθενά
    και μια φωτιά ακόμα σβήνει.
    Ο ΠΟΝΟΣ!
    Οι αισθήσεις, ερεθίζονται, φουσκώνουν και
    ανατινάζονται.
    Απόλαυση, ηδονή, πυρωμένα καρφιά που τα μάτια
    εξατμίζουν,
    ξυράφια από ατσάλι που το σώμα γδέρνουν.
    Τα χέρια αγκαλιάζονται,
    τα σώματα μπλέκονται και μια σφαίρα εμφανίζεται.
    Ο εφιάλτης ουρλιάζει ξανά.
    Μια φωνή που ξερνάνε, δέκα λαρύγγια, σφηνωμένα σε
    ένα.
    Κομματιασμένα μέλη,
    σάρκες που κρέμονται και που κατασπαράζονται,
    από φλόγες που ποτέ δε σβήνουν.
    Η σφαίρα κάνει γωνία και σπάει.
    Ένα αγόρι, ξεφεύγει και τρέχει προς τον εφιάλτη.
    Το δέρμα του ξεδιπλώνεται και χάνεται.
    Οι μυς λύνονται και σκορπίζουν.
    Το αίμα ανακούφιση, για τα πυρωμένα κάρβουνα.
    Ο υπόλοιπος σκλάβος του ΠΟΝΟΥ!
    Ενός ΠΟΝΟΥ, που τρεμοπαίζει, σβήνει και χάνεται.
    Το ουρλιαχτό, ξεχνιέται.

    Σιωπή!

    Ένα βογκητό φλερτάρει τις καρδιές.
    Το ένα γίνεται δύο, που αμέσως ερωτεύονται.
    Μια φωτιά σβήνει και το σκοτάδι φέρνει έναν ακέφαλο
    άγγελο,
    με φτερά, τεράστια και μαύρα.
    Ο ΕΡΩΤΑΣ!
    Οι πέντε αναδιπλώνονται και ενώνουν τα χείλη τους
    σ’ ένα μόνο φιλί.
    Ο ΕΡΩΤΑΣ, τα φτερά του σμίγει με πάθος και
    εκλιπαρεί.
    Τα χείλια ενός κοριτσιού στεγνώνουν
    και αποκολλιέται από το φιλί.
    Στριφογυρίζοντας και χορεύοντας,
    καλπάζει προς τον ακέφαλο.
    Κάθε βήμα και σπασμός.
    Κάθε σπασμός και οργασμός.
    Το σώμα σαπίζει και λιώνει.
    Το κεφάλι ατόφιο και όμορφο ριζώνει στο λαιμό του
    ΕΡΩΤΑ.
    Χτυπάει τα φτερά του δυνατά και χάνεται.

    Σιωπή!

    Ένα γάργαρο γελάκι, σκορπίζει τις φλόγες της φωτιάς
    της.
    Τσουγκρίσματα χαράς χαράζουν στο κενό τ’ όνομα της.
    ΕΥΤΥΧΙΑ!
    Ξεχειλωμένο σώμα, γεμάτο κόκκινα πρόσωπα
    που παραμορφωμένα γελούν υστερικά,
    πικραμένοι γελωτοποιοί
    που κλαίνε κάτω από τη βαφή τους.
    Ο τέταρτος εφιάλτης.
    Οκτώ μάτια δακρύζουν και κλαίνε.
    Αλυσίδες και πέτρες.
    Πέτρες από δάκρυα που τους κρατάνε ενωμένους.
    Η ΕΥΤΥΧΙΑ ιδρώνει.
    Ο ιδρώτας, έγχρωμες σταγόνες.
    Κάθε σταγόνα και μία ανάμνηση.
    Κάθε ανάμνηση, συνονθύλευμα από χαρούμενες στιγμές.
    Ένας άντρας χαμογελάει
    και τα δάκρυα του στερεύουν.
    Τούμπες κάνει προς το μέρος της.
    Γελάει.
    Τα μάγουλα του, σκίζονται.
    Το πρόσωπο του, σκάει.
    Η ζουμερή καρδιά του, τροφή της.
    Φεύγει, όπως και η φωτιά της.
    Μ’ ένα γάργαρο γελάκι.

    Σιωπή!

    Και μένουνε τρεις.
    Ένας νέος, μια γυναίκα κι εγώ.
    Η αγωνία νοτίζει την ατμόσφαιρα.
    Κανένας ήχος.
    Η απελπισία γλύφει τα νεύρα μας.
    Καμιά φωνή.
    Αόρατα μέλη, με γαμψά νύχια, ζωντανεύουν στις σκιές.
    Ούτε ανάσα.
    Η φωτιά πεθαίνει.
    Ο ΦΟΒΟΣ!
    Η αηδία και η φρίκη ζωγραφισμένη σ’ ένα παιδικό
    πρόσωπο.
    Η βία, η αρπακτικότητα, η παράνοια χρωματίζουν τα
    μαλλιά του.
    Πύον, σαπίλα, το άγνωστο και το ξαφνικό,
    προστατεύουν το μικροκαμωμένο κορμί του.
    Και τα μάτια του βαμμένα.
    Με το ίδιο χρώμα που καθρεπτίζουν.
    Το αφόρητο, παγερό, μπλε, της απόλυτης μοναξιάς.
    Ο πέμπτος εφιάλτης.
    Ο ΦΟΒΟΣ!
    Σφαλίζουμε τα μάτια μας.
    Βουλώνουμε τ’ αυτιά μας.
    Κόβουμε την αναπνοή μας.
    Σκύβουμε ακουμπώντας τα παγωμένα πρόσωπα μας.
    Τίποτα δε γίνεται.
    Ο χρόνος κυλάει σκληρά και απάνθρωπα.
    Είναι με το μέρος του.
    Μετά από ώρα ελευθερώνουμε τις αισθήσεις μας
    και είμαστε μόνο δύο.
    Έχει απομείνει μόνο μια φωτιά.

    Σιωπή!

    Και ξαφνικά , ο θρήνος.
    Κλάματα σπαρακτικά από χιλιάδες μητέρες
    που έχουν χάσει τα μονάκριβα τους.
    Πένθιμοι ψαλμοί, φτυάρια που τη γη, βαθιά
    πληγώνουν.
    Αναμνήσεις και αγαπημένα πρόσωπα που ξεχνιούνται.
    Η φωτιά παγώνει και θρυμματίζεται.
    Ο έκτος εφιάλτης,
    αυτός που σβήνει ή γεννάει όλους τους προηγούμενους.
    Η μορφή του , ανύπαρκτη , όπως και η ψυχή του.
    Μια άδεια γωνία μόνο.
    Η αιώνια ανυπαρξία ψιθυρίζει το όνομα του.
    Ο ΘΑΝΑΤΟΣ!
    Σκύβω στην κοπέλα και τη φιλάω.
    Στα χείλια μας γεννιέται ο έρωτας.
    Στα μάτια μας, η αγάπη.
    Κάνουμε έρωτα για να τον κρατήσουμε μακριά μας.
    Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ανασαίνει.
    Νιώθω ότι πρέπει να πάω κοντά του.
    Ετοιμάζομαι να φύγω.
    Η αγάπη μου το νιώθει.
    Με δάκρυα στα πανέμορφα μάτια της μ’ αφήνει.
    «Αν είναι να πάει κάποιος, θα πάω εγώ»,
    ψιθυρίζει και φεύγει.
    Περνάει στην ανυπαρξία.
    Βασίλισσα στο αρχοντικό του.

    Σιωπή!

    Είμαι μόνος!
    Οι γωνίες είναι άδειες.
    Θέλω κάπου να ξεσπάσω.
    Τους έχασα όλους.
    Ένα φτερούγισμα ακούγεται.
    Κοιτάω προς τα πάνω.
    Το παρουσιαστικό του δε μου θυμίζει τίποτα.
    Η μυρωδιά του καθόλου.
    Το χρώμα ξένο.
    Όμως τα μάτια Του, τα ξέρω.
    Είναι δικά Του.
    Ο έβδομος εφιάλτης.
    Μου προσφέρει τη γνώση, την αλήθεια, τη ζωή,
    τα πάντα.
    Θυμάμαι, αυτούς που έχασα.
    Τους ζητάω.
    Αρνείται.
    Έτσι πρέπει.
    Τον κοιτάζω και του απλώνω το χέρι.
    Ένα χέρι γεννιέται από το τίποτα
    και πλησιάζει προς το μέρος μου.
    Ανοίγω τη χούφτα Του και του βάζω κάτι μέσα.
    Φεύγω, καθώς κοιτάει θλιμμένος.
    Και μένει στο δωμάτιο μόνος Του
    και κοιτάει το χέρι Του.
    Μέσα του υπάρχουν
    ΕΞΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ , ΥΦΗΣ ΚΑΙ
    ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΡΙΧΕΣ


    "Ο ΕΒΔΟΜΟΣ"
    Ελληνική Λέσχη του Φανταστικού
    Newsletter Τεύχος 4ο
    Καλοκαίρι 1997
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    "Τα τέσσερα παιδιά."

    Πέτα ψηλά μικρό μου
    τόσο ψηλά,που να μη σε βλέπουν μάτια.
    Άσε τη γη καρδιά μου
    μακριά απ’ τα χωμάτινα παλάτια.

    Δε σ’ αγαπάει γλυκό μου η φωτιά
    Δε θέλει το καλό σου η βροχή.
    Πρόσεχε των δέντρων τα κλαδιά
    απόψε η κοπέλα δε κοιμάται, μοναχή.

    Ξέχνα τη φωλιά σου, φύγε για αλλού
    κρύψου στα σύννεφα, μύρισε τ’ αστέρια.
    Έχουν για ‘σένα δώρα, τα μάτια του ουρανού
    στις γλυκές πηγές ακονίζουν, οι κυνηγοί μαχαίρια.

    Κι όταν έρθουν κοντά σου της νύχτας τα παιδιά
    φίλα τους καλό μου, φίλα τους στα χείλια.
    Στη ζεστασιά της γλώσσας τους, κρύβει ο θεός παιχνίδια
    και στο πάθος της ανάσας τους, η μάγισσα στολίδια.

    Τέσσερα, χαμόγελο μου είναι τα παιδιά
    τρία κορίτσια κι ένα αγόρι, πανέμορφα τραγούδια.
    Οκτώ τα μάτια, θα πλανέψουν τη κόκκινη ψυχή σου
    ένα, όμως να νικήσει των ονείρων σου τη λήθη.

    Ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά
    και μάγουλα χρυσά
    παιδί της χρυσαυγής
    και του ώριμου Δεκέμβρη
    χορεύει όπου υπάρχει πάθος
    και κλαίει λίγο πριν το μεσημέρι.
    Σε φιλάει με στόμα υγρό
    και γλώσσα απ’ των ονείρων το βυθό.
    Και εσύ θυμάσαι:
    Θυμάσαι το κορίτσι του Ιούνη
    που τη φωνή της ποτέ δεν άκουσες
    τη μυρωδιά της έμαθες
    αλλά όχι και τ’ όνομα της
    το σώμα σου και τον πόθο σου της χάρισες
    αλλά δε πρόλαβες τον έρωτα.

    Το ποτάμι της ψυχής σου ξεχείλισε
    και χόρτασε απ’ τα φράγματα.
    Η κοιλιά του νέου χρόνου άνοιξε
    και δώρισε τα πλάσματα.

    Όμορφα, ερωτικά κι αόρατα.
    Πληγωμένα απ’ τα φωτεινά, τα δόρατα.
    Θλιμμένοι χορευτές της έκστασης
    νεκρά από τους εραστές της έκφρασης.

    Μη σταματάς μικρό μου, είσαι δυνατό
    σκούπισε το δάκρυ και γύρνα να σε δω.
    Χαμογέλα με τη θλίψη σου και τα λευκά μαλλιά σου
    περιμένει το δεύτερο κορίτσι να λαβώσει τη καρδιά σου.

    Είναι χλομό, με χειλάκια νεκρού παιδιού
    πλάστηκε στ’ όργιο των θεών που κατοικούν στις σκιές.
    Έχει πρόσωπο λευκό και πυρωμένα μάτια
    και μαγική φωνή από καπρίτσιο φτερωτών δαιμόνων.
    Φιγούρες απόκοσμες, ξεπροβάλλουν απ’ τα τραγούδια της
    σκιές πολύχρωμες, που γητεύουν τις παιδικές ψυχές.
    Στους στοίχους πλέκει ναούς για να μείνουν τ’ αγγελούδια της
    μακριά από τις αρρώστιες που φέρνουν γκρίζες ενοχές.

    Κι εσύ χορεύεις ομορφιά μου, χορεύεις για το θάνατο
    και νιώθεις πόνο που γεννάει έρωτα, στους τόπους της φωτιάς.
    Χορεύεις με τις κραυγές των πληγωμένων, που διψάνε για ζωή
    και δίνεις αίμα σε πλούσια στεφάνια, στις εκκλησίες της οργής.

    Πεθαίνεις για τη μοναξιά στα μάτια της, ψυχή μου
    και σου προσφέρει το σώμα του με σπασμούς, μικρή μου.
    Μ’ ακούει και να ζήσεις σ’ αφήνει.
    Το τραγούδι σταματά και τη ψυχή της χύνει.
    Στον Αχέροντα.

    Μη κλαις πουλί μου είσαι κουρασμένο
    πέτα χαμηλά γιατί είσαι χτυπημένο.
    Πάρε ανάσα ακριβή και κοίτα στα ψηλά
    το αίμα των θεών απ’ τα χείλη του αγοριού κυλά.

    Πρόσεχε πολύ θνητό μου και ο ουρανός δειλιάζει.
    Οι άγγελοι σαν τα φύκια στη φουρτούνα σωριάζονται μπροστά του
    και οι δαίμονες σαν κομμένα τριαντάφυλλα ξεραίνονται στα μπλε τα δάκτυλα του.
    Ο θεός με ευλάβεια μαζεύει όλα τ’ αστέρια του ουρανού και τ’ ανατέλλει, το αγόρι να υπνωτίσει
    κι αυτό με μάτια αθώα, σα φωτεινά πετράδια τα σκορπάει, το θεό για να κοιμίσει.

    Τα πάντα υποκύπτουν και αυτό γυμνό χορεύει
    τα χέρια του δουλεύουν και το σώμα σου ληστεύει.
    Ερωτεύεσαι, την αθωότητα στις ρώγες του και θες να τις γευτείς
    το πρόσωπο σου, πλησιάζεις στο φωτεινό δικό του χωρίς να το σκεφτείς.

    Σκύβεις και στα μάτια του ζωντανεύει η φλόγα
    στα χρώματα και στις σκιές της τριζοβολλεί το θαύμα.
    Ψιχάλα οι σπίθες της ραίνουν τα όνειρα σου
    λάβδανο τα χάδια της ζεσταίνουν τα φτερά σου.

    Άνεμος στη γη γεννιέται κι ανεβαίνει στα βουνά
    Μυρίζει άνθρωπο και τζάκι και φυσάει δυνατά.
    Τη φλόγα σβήνει και παγώνει τη καρδιά
    τους εραστές χωρίζει και χαρίζει μοναξιά.

    Κάνε υπομονή πουλί μου και χτύπα τα φτερά σου
    δε τέλειωσαν ακόμη της αγάπης τα φιλιά σου.
    Μη χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στη γη
    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή.

    Η Μάνα, η Μεγάλη δημιουργεί το σύμπαν στα τρυφερά τα βάθη της
    φωτιά, πάγος και μέταλλα βαριά ξεφεύγουν απ’ τα σκοτεινά τα σπλάχνα της.
    Ένα βουνό μικρό από πάγο καμωμένο
    στο σκοτάδι το βαθύ στριφογυρνά χαμένο.
    Ένας πόνος δυνατός και απ’ τη πληγωμένη μήτρα
    ένας βράχος πυρωμένος εκσφενδονίζεται για τ’ άστρα.
    Χρυσός, Χαλκός και Μπρούντζος
    τον πνίγουν σα φουσκωμένες φλέβες.
    Αδάμας, Οπάλιο και καθαρό Σμαράγδι.
    Τον στοιχειώνουν σαν ανέγγιχτες παρθένες.

    Ο βράχος με ταχύτητα απίστευτη, τον πάγο φτάνει
    βυθίζεται στον ύπνο του και το πρόσωπο του χάνει.
    Δευτερόλεπτα κρατά μια αδύναμη σιωπή
    θόρυβος ξεσπά και μια τυφλή οργή.

    Πόλεμος θεριεύει μεταξύ των υλικών
    θάνατος και γέννηση στις λίμνες των ατμών.
    Τα πύρινα ποτάμια κάποτε στερεύουν
    ιδρωμένοι νεκρολάγνοι τα συντρίμμια ψαχουλεύουν.

    Και ξεθάβουν το κορίτσι.
    Και αγκαλιάζουνε τον χάροντα.

    Η ομίχλη σπλαχνικά το σώμα της σκεπάζει, σα μεταξένιο σάβανο
    και τρεις ήλιοι τρυφερά το στέλνουν, για το ξεχασμένο άπειρο.
    Σ’ ένα ταξίδι που ψυχή αν είχε και μέχρι τέλος αντοχή
    χίλιες ανθρώπινες ζωές, τη μία στην άλλη πάνω θα προλάβαινε να δει.

    Σα βαρκάκι πεθαμένο κάποτε αράζει
    σ’ ένα παλιό καλύβι κι ένα κήπο που μαράζει.
    Η πόρτα μουχλιασμένη, χωρίς πνοή, τον ύπνο της αφήνει
    το καλύβι για κάποιο λόγο μυστικό, το κορίτσι καταπίνει.

    Όταν η πόρτα ανοίγει, για δεύτερη φορά
    μια σκιά ξεφεύγει και τραβάει για Βορρά.
    Είναι το κορίτσι, που γελάει ζωντανό,
    τραγουδάει στο φεγγάρι και κοιτάει ουρανό.

    Μην χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στην γη
    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή.
    Έρχεται λένε απ’ του Βορρά τα δάση
    το πιο όμορφο λουλούδι, που μύρισε η πλάση.

    Τα σύννεφα ανοίγουν και η τελειότητα απλώνεται σα φλογισμένο χάδι
    χείλια από καθαρό οπάλιο και μάτια από πράσινο σμαράγδι.
    Λαιμός από παρθενικό αλάβαστρο και πρόσωπο πολικά λευκό
    μήλα από θαλασσί διαμάντι και μαλλιά από ακατέργαστο χαλκό.

    Στήθος απαλό, παρμένο από Αυγουστιάτικο φεγγάρι
    δέρμα μεταξένιο, φερμένο απ’ το Ελληνικό Φανάρι.
    Κοιλιά προκλητική, σα πρόσωπο υπνωτισμένης λίμνης
    πόδια λεία, μπρούντζινες εικόνες ερωτευμένης μνήμης.

    Την είδα και θέλω το πρόσωπο της με τρυφερότητα ν’ αγγίξω
    στα χείλια της, τη γλώσσα καθώς δαγκώνω, να βογκήξω.
    Τα δάκτυλα μου, στο σώμα της εξωτικοί ταξιδευτές
    της ψυχής της και των νεύρων της πρωτοπόροι πλανευτές.

    Με το χρώμα των ματιών σου, θέλω να βαφτώ τ’ ουρανού πολεμιστή
    με τη θλίψη της φωνής σου, να πληγώσω της φωτιάς μου βαπτιστή.
    Τις πολιτείες των παιδικών σου μυστικών, με ηδονή να λεηλατήσω
    με τις φλόγες των χειλιών σου, το σκοτάδι της ψυχής μου να σκορπίσω.

    Μα οι φωνές πουλί μου τώρα να πάψουν πρέπει
    γιατί ο χρόνος με φθόνο τα φτερά σου βλέπει.
    Χάρισε μου το απρόσιτο μυαλό σου και την ελεύθερη ψυχή σου
    και κέρδισε του πάθους την ανάσα μου, με το πρόστυχο φιλί σου.

    Φ ί λ α μ ε !

    Δαγκώνω απαλά τα χείλια σου και γεύομαι την ανάσα σου
    γλιστρώ τη γλώσσα μου στο στόμα σου και νιώθω την παράδοση σου.
    Πανικοβάλλομαι και υποχωρώ στο απότομο και απαιτητικό φιλί σου
    επανέρχομαι, ζω τα πάντα και εγκαταλείπω στη σφιχτή αγκαλιά σου.

    Οι χτύποι της καρδιάς σου, οι τελευταίοι ήχοι που ακούω
    τα μισόκλειστα τα μάτια σου, η τελευταία εικόνα που βλέπω
    τα δόντια σου στο λαιμό μου, το τελευταίο άγγιγμα
    και οι σταγόνες αίματος στα χειλάκια σου
    οι τελευταίες μου, κορίτσι μου γλυκό.

    Σ’ αγαπώ
    και καληνύχτα
    για πάντα.

    Μια αθώα σκιά χρωματίζει το χάραμα Του,
    Ένα πουλί μικρό,
    σκίζει τα χυμώδη σύννεφα με τα λευκά φτερά του.
    πέφτει με ταχύτητα νεκρό.

    Σε σκότωσα μικρό μου, σ’ έστειλα στο θάνατο
    έχασα το χαμόγελο σου για πάντα, εγώ που σε ήθελα αθάνατο.
    Μη μου κρατάς κακία τρυφερό μου, το ‘κανα γιατί σ’ αγαπώ
    μη φεύγεις έτσι, τα μάτια σου για τελευταία φορά θέλω να δω.

    Το σύντομο ταξίδι τελειώνει και φτάνει προς το σκληρό το χώμα.
    Πυκνό αέρος ρεύμα όμως, σταματά και αγκαλιάζει τρυφερά το σώμα.
    Σα παλάμη μητρική σε φέρετρο χρυσό το βάζει.
    Κι απ’ τις ξύλινες τις πύλες, του κόσμου του φθαρτού , παντοτινά το βγάζει.
     
  7. female

    female Contributor




    Stranger Still


    Stranger still in another town,
    how normal to sit out the dance,
    eating the good meal by myself,
    toasting the empty glass


    and they're already setting out the next place,
    already forgetting about the last.
    No, nothing could be less strange:
    in entropy
    no change, no change, no change.



    No danger in a normal life,
    better steady down the adrenalin pump.
    Excess refraction in the mirror
    only leads to the quantum jump....
    Oh, but it leaves me in limbo -
    how strange, what a stranger I become.
    No, no, nothing could be less strange,
    in entropy
    no change, no change, no change.


    No, I know how to behave in the restaurant now,
    I don't tear at the meat with my hands.
    If I've become a man of the world somehow
    that's not necessarily to say I'm a worldly man.


    Keep on shuffling the menu
    and the order never comes on time.
    No, there's only diffraction patterns,
    no reading between the lines,
    only the rate of emission,
    and reason allows no rime.
    Nothing could be less strange
    in entropy
    no change, no change, no change.
    No, nothing could be less strange...

    Entropy...
    ... a stranger, a worldly man.


    Peter Hammill




     
  8. camera_obscura

    camera_obscura Regular Member

    And death shall have no dominion

    And death shall have no dominion.
    Dead men naked they shall be one
    With the man in the wind and the west moon;
    When their bones are picked clean and the clean bones gone,
    They shall have stars at elbow and foot;
    Though they go mad they shall be sane,
    Though they sink through the sea they shall rise again;
    Though lovers be lost love shall not;
    And death shall have no dominion.

    And death shall have no dominion.
    Under the windings of the sea
    They lying long shall not die windily;
    Twisting on racks when sinews give way,
    Strapped to a wheel, yet they shall not break;
    Faith in their hands shall snap in two,
    And the unicorn evils run them through;
    Split all ends up they shan't crack;
    And death shall have no dominion.

    And death shall have no dominion.
    No more may gulls cry at their ears
    Or waves break loud on the seashores;
    Where blew a flower may a flower no more
    Lift its head to the blows of the rain;
    Though they be mad and dead as nails,
    Heads of the characters hammer through daisies;
    Break in the sun till the sun breaks down,
    And death shall have no dominion.

    Dylan Thomas

    Κι ο θάνατος δεν θα 'χει εξουσία.
    Γυμνοί οι νεκροί στον άνεμο και το γερτό φεγγάρι
    Με τον άνθρωπο θα σμίξουν
    Οταν γλυφτούν τα κόκκαλα τους
    και τα γλυμμένα κόκκαλα χαθούν,
    Θα 'χουν αστέρια σε αγκώνα και ποδάρι
    Αν και τρελοί, θα συνεφέρουν,
    Αν θαλασσόπνιχτοι θ' αναδυθούν,
    Αν κι εραστές χαμένοι αυτοί, δεν θα χαθεί η αγάπη
    Κι ο θάνατος δεν θα 'χει εξουσία.

    Κι ο θάνατος δεν θα 'χει εξουσία.
    Κάτω απ' τις δίνες τις θαλάσσης
    Χρόνια χωμένοι αυτοί, θάνατο ανεμόδαρτο δεν θα βρουν
    Σε μέγκενη στριμμένοι, με τους τένοντες λυμένους,
    Παιδεμένοι σε τροχό, δεν θα τσακίσουν
    Στα χέρια τους η πίστη θ' ανοίξει
    Και μονόκερα στοιχειά θα τους ξεσκίσουν,
    Κουρελιασμένοι ολόκληροι, και δεν θα σπάσουν
    Κι ο θάνατος δεν θα 'χει εξουσία.

    Κι ο θάνατος δεν θα 'χει εξουσία.
    Ας πάψουν πια να σκούζουν στ' αυτιά τους οι γλάροι
    Και στις ακτές τα κύματα να σκάζουν άγρια
    Λουλούδι όπου ξεμύτισε μην ξεμυτίσει πια
    Να υψώσει το κεφάλι του στους χτύπους της βροχής.
    Αν και τρελοί, αν και νεκροί σαν τ' άψυχα καρφιά,
    Κεφάλια σημαδιών αυτοί, χτυπούν με μαργαρίτες
    Χτυπούν τον ήλιο, όσο που να ξεκαρφωθεί
    Κι ο θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.

    Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας


     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  9. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  10. an8h

    an8h Regular Member

    Απάντηση: Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

    Πολύ χαίρομαι για το νήμα Dolmance, κι αναρωτιόμουν πότε θα 'ρθει η κατάλληλη ευκαιρία για να δημοσιεύσω το παρακάτω ποίημα.



    Βολέματα Καταστροφής

    Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ,
    θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.

    Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,
    να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει.

    Όταν βουλιάζω σ' εύκολες εξάψεις,
    να 'ρχεται μια εξευτέλιση και να με συνεφέρνει.

    Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,
    να 'χω ένα όραμα να με θαμπώνει.

    Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,
    να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.

    Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,
    που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά,
    να 'χω τη δύναμη να πω "Κύριε, όχι άλλο"-
    κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.


    Ντίνος Χριστιανόπουλος
     
  11. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

    Ίσως φταίνε τα φεγγάρια

    Στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής
    Μουσική: Νότης Μαυρουδής
    Πρώτη εκτέλεση: Ελένη Βιτάλη



    Μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών
    μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη θα ξεκινήσουμε λοιπόν
    γλιστρούν τα όνειρα στον ύπνο όπως τα τρένα στο σταθμό
    και στην ανάσα σου γυρεύω κάποιο αρχαίο σκηνικό

    Ίσως φταίνε τα φεγγάρια που ‘μαι τόσο μοναχή
    νιώθω πως γερνώ τα βράδια και χρωστάω στη ζωή
    ίσως φταίνε τα φεγγάρια και πολλοί με λεν τρελή
    που όλο ψάχνω στα σκοτάδια μήπως κάτι και συμβεί
    ίσως φταίνε τα φεγγάρια ίσως πάλι φταις κι εσύ

    Μια αχτίδα φως περνά τις γρίλιες και σβήνει αυτά που γίναν χθες
    πώς μπλέκουν λέω οι ιστορίες και των ανθρώπων οι τροχιές
    μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών
    μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη θα τελειώσουμε λοιπόν

    Ίσως φταίνε τα φεγγάρια που ‘μαι τόσο μοναχή
    νιώθω πως γερνώ τα βράδια και χρωστάω στη ζωή
    ίσως φταίνε τα φεγγάρια και πολλοί με λεν τρελή
    που όλο ψάχνω στα σκοτάδια μήπως κάτι και συμβεί
    ίσως φταίνε τα φεγγάρια ίσως πάλι φταις κι εσύ

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  12. an8h

    an8h Regular Member

    ο Χριστιανόπουλος διαβάζει Χριστιανόπουλο

    Ο Χριστιανόπουλος διαβάζει Χριστιανόπουλο.