Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Έτσι συχνά όταν μιλώ για τον ήλιο
    μπερδεύεται στη γλώσσα μου ένα
    μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο
    αλλά δεν μου είναι βολετό να σωπάσω

    Ι
    Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου
    Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
    Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί
    Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
    Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια
    Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
    Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.
    Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται
    Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα
    Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού
    Εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει
    Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα
    Έσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου
    Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

    Οδυσσέας Ελύτης - Ήλιος ο πρώτος (1943)
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Φλέβα

    Είπα πως θά ’σαι το παράσιτο που έρπει
    και της αστροφεγγιάς τρίζει ο σκαρμός
    που τρώει την ψίχα τ’ ουρανού.
    Και περιμένομε τη σχάση,
    απ’ το δασύ του εύρος να κοπείς χίλιες φορές,
    καινούργια ήπειρος
    από τις στοίβες του σεισμού να ξεχωθείς,
    το έμβρυό του
    να σκορπιστείς,
    ένα διαγώνιο από βασάλτη όραμα
    οξειδωμένο από κωδωνοκρουσίες.
    Είπα πως θά ’σαι συ μια κωδωνοκρουσία μεσίστια,
    όταν μέσα στα όστρακα αιμορραγεί ο χρόνος
    και στεγνώνει το ρέμα σου
    με της ημέρας τ’ ασπρόρουχα.

    Είπα πως θά ’σαι συ που οχτώ φορές αλύπητα
    πλευροκοπάς τη νύχτα,
    όταν θερίζεις σύρριζα το λογισμό σαν προβολέας,
    καθώς σε φάλαγγα περνάει ένοπλη
    μεσ’ απ’ τα χέρια μου.
    Εσύ το έγκαυμα στη χούφτα μου
    απ’ την ανένδοτη επαφή,
    απ’ τους σπινθήρες των καρπών,
    τις καυτές λαμαρίνες της θάλασσας.
    Εσύ ένα περιστέρι περίτρομο
    που φτεροκοπά, όταν το αρχέγονο οστούν
    μεταστοιχειώνεται σε ισημερίες,
    σε απανωτές περιπολίες του όνειρου,
    στον πεύκινο φράχτη της φωτιάς,
    στο αναλλοίωτο άθροισμά μου με το φώσφορο.
    Με το χώρο που βουλιάζει στον πελώριο ίσκιο του,
    τα κλειστά παράθυρα του όρθρου,
    τις χειρονομίες δίχως υπηκοότητα
    και με τον άξονα του ήχου ακόμη που κόπηκε
    στα δυό.
    Και μόνο εσύ ακούγεσαι, η φλέβα μου,
    να έρπεις όπως παράσιτο
    μέσα στην ψίχα του ουρανού,
    στην άβατη κοίτη,
    στην κάθε σάρκα,
    στην άδυτη περιστροφή.

    Και της αστροφεγγιάς να τρίζει ο σκαρμός
    και η σχάση να επικρέμαται.

    ( Έκτωρ Κακναβάτος )
     
    Last edited: 15 Φεβρουαρίου 2017
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Εγώ που δεν ταξίδεψα ποτέ

    Επεχείρησα τα μεγάλα ταξίδια γιατί
    ήξερα ότι θα επέστρεφα στην πόλη που ξεκίνησα,
    στο δωμάτιό μου, στον καφέ του πρωινού που μόνον
    εγώ ήξερα να φτιάχνω όπως ήθελα, καθισμένος στο γραφείο,
    ακίνητος, με τις σκέψεις ακόμα στο ταξίδι και κείνη
    τη φοβερή ευεξία που δεν κατάλαβα ποτέ αν οφειλόταν
    στο ότι πήγα τόσο μακριά, πιο μακριά δεν γινόταν ή στο
    ότι επέστρεψα.
    Κι όταν κανείς με ρωτάει: γιατί ταξιδεύετε, κύριε;
    (σαν να υπονοούν: αφού δεν έχετε να πάτε πουθενά…
    Άντε να ’χετε ταξιδέψει σε κάνα σώμα, σε κάνα
    κείμενο, σε κάνα κομμάτι από το παρελθόν σας
    πράγμα που μπορείτε να κάνετε από το σπίτι σας, τόσοι το κάνουν…)
    Εγώ, χαμογελάω μετριοπαθώς και για να μην εξοργίσω
    τον συνομιλητή μου, έλεγα, για να γνωρίσω τον κόσμο,
    τους ανθρώπους… Κι αν η ματιά του ήταν επίμονη,
    συμπλήρωνα, με Στρώς και “Τροπικούς”,
    για να γνωρίσω εμένα, τον εαυτό μου.

    Κι απέκρυβα επιμελώς κι επιδέξια την υστερόβουλη
    σκέψη μου ότι αν κάποτε το ταξίδι γινόταν
    one way ticket, θα ’χα προλάβει ν’ αφήσω σ’ όλο τον κόσμο,
    σ’ όλα τα μέρη της γης, ένα βλέμμα, ένα ίχνος,
    μια σκέψη, το σώμα μου, σταδιακά εμένα, έτσι
    που να μην έχω κρατήσει τίποτα για μένα
    αλλά ούτε και για κείνον, τον άθλιο, που δεν θα ’ξερε
    πια που να με ψάξει.
    Πώς να με συμμαζέψει, ο ανόητος, από τόσα
    σώματα, σκέψεις, χώρες, διαβάσματα, βλέμματα;
    Γελάω από τώρα. Ας τον να ψάχνει.

    Όσο για μένα, ανύπαρκτος πια αφού θα χω
    διασκορπιστεί παντού, αλλά γελαστός κι αισιόδοξος
    θα σας καλώ τα βράδια και παρέα με τον φιλο μου τον Λούντβιγκ
    θα σας διαβάζω κάποιο ποίημα
    από κείνα που δεν θα ‘χω γράψει,
    από κείνα που δεν θα ’χω καν σκεφτεί.
    Θα σας δείχνω με το βλέμμα
    το συρτάρι με τις κρυμμένες μουσικές
    και με το δάχτυλο τ’ Αμίλητα Μεγάλα Μυστικά.
    Γιατί είμαι σίγουρος, σας λέω, ότι στα φανερά, στα
    γραμμένα, στα φθαρτά
    θα με περιμένει
    στην επόμενη στροφή.

    ( Φώτης Γερασίμου )
     
  4. Insomnia

    Insomnia είναι που θα μ'αγγίζουνε για πάντα κρύα χέρια

    Σύγχυσις

    Είν’ η ψυχή μου εν τω μέσω της νυκτός
    συγκεχυμένη και παράλυτος.
    Εκτός,εκτός αυτής γίνεται η ζωή της.

    Και περιμένει την απίθανον ηώ.
    Και περιμένω, φθείρομαι,
    και ανιώ κ’ εγώ εντός της ή μαζί της.


    Κ.Π.Καβάφης
     
  5. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Περιφρόνηση

    Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.
    Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,
    θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –
    καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω.

    Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.
    Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –
    καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,
    στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς.

    Νικηφόρος Βρεττάκος
     
  6. étude

    étude Guest

    Οι ξεχασμένες μέρες

    Ποιον αφορούν στ' αλήθεια;
    Σκεπασμένες νερά
    Σε βυθούς ξεκουράζουν
    Τα μέλη τους

    Οι άλλες είναι που με ανησυχούν
    Αυτές που έρχονται με ορμή
    Αυτές που γεννιούνται τώρα
    Που με καλύπτουν με τη λύσσα τους

    Αυτές φοβάμαι.

    Την καινούργια λύπη
    Που ξεχειλώνει τα μάτια μου
    Την καινούργια οργή
    Που αναβλύζει αθεράπευτη

    Θέλει καιρό η λήθη
    Να κάνει τη δουλειά της.
    Θέλει καινούργια κόλπα
    τη μνήμη να ξεκάνει.

    Να τη διαλύσει εντελώς
    Να τη θρυμματίσει
    Να μην θυμάμαι
    πώς ενώνονται
    Αυτά τα κομμάτια
    Που σκόρπισαν
    Ξανά και ξανά και ξανά

    Να μην θυμάμαι τις ενώσεις θέλω.
    Να ξεγραφτούν οι συνταγές.

    Ολοι οι αρμοί να χάσκουν
    ασυνάρτητοι

    Κι αν είναι να ξαναδιπλωθώ
    Ας γίνει αυθόρμητα
    Εξώθερμα
    Αργά

    Χωρίς κατάλυση.

    Θέλει χρόνο η λήθη να κάνει τη δουλειά της.
    Να με ξεγράψει εντελώς απ' το κιτάπι.

    Κάτι τέτοιες ώρες νοσταλγώ
    τις ξεχασμένες μέρες.
    Μα δεν τις συλλογιέμαι και πολύ
    μην τις ταράξω.

    Μ' αρέσει να τις σκέφτομαι
    Γυμνές, άγνωστες, ξένες
    Σε μπλε βυθούς ανάσκελα
    Ν' ατενίζουν το σκοτάδι.

    Άννα Νιαράκη

     
     
    Last edited by a moderator: 22 Φεβρουαρίου 2017
  7. Brigitte

    Brigitte Contributor

    ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

    ΑΓΓΕΛΙΕΣ
    ------------
    Διατίθεται απόγνωσις

    εις αρίστην κατάστασιν

    και ευρύχωρον αδιέξοδον.

    Σε τιμές ευκαιρίας.

    Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον

    έδαφος πωλείται

    ελλείψει τύχης και διαθέσεως.

    Και χρόνος αμεταχείριστος εντελώς.

    Πληροφορίαι: Αδιέξοδον
    .

    Ώρα: Πάσα
     
  8. Brigitte

    Brigitte Contributor

    ΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ

    Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ
    -------------------------
    Ταξίδευε μυημένη στην

    ικετική ροή των χρωμάτων,

    με την έπαρση μιας

    αιωρούμενης προσμονής ορατής

    μέρα μεσημέρι, οδεύοντας «εντός ψυχής»

    την οδό, με το λίκνισμα ενός

    αρχαίου χορού, μετέωρη, μέσα από

    επίμονες επικλήσεις φωτεινών οραμάτων.



    Παραδομένη στην απαστράπτουσα-

    πλην λανθάνουσα - Άνοιξη, έτρεφε

    μιαν απατηλή μολυβένια σύνδεση

    με κλωστές χωρίς πρόσωπο, που χάθηκαν

    πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών.



    Κι απόμεινε ο ανεξίτηλος χρωματισμός

    μιας μινωικής πριγκίπισσας, να απωθεί

    μελανούς ορίζοντες μπροστά στον

    «μολυβένιο ψίθυρο», στον τοίχο των δακρύων

    και στον πρωινό εραστή ήλιο.
     
  9. Brigitte

    Brigitte Contributor

    ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ (απόσπασμα), Γιώργος Φιλιππίδης

    -------------------------

    Πρόστυχο μακιγιάζ,

    όμως δάκρυα κοριτσίστικα!

    Κάποτε αδέσποτη

    αλήτισσα.

    Τώρα σκυφτή,

    γυμνή,

    δαρμένη,

    μελανιασμένη,

    η ατμόσφαιρα κλαίει.

    Σαν μαλακιά στιγμή του χειμώνα

    ξεχασμένη,

    αφημένη να λιώνει

    στα μικροκύματα της συνήθειας.

    Σαν έμβρυο συντηρημένο

    σε γκριζωπό και μπαγιάτικο χιόνι,

    στην κρατική

    που μεγαλώνει

    κονσέρβα,

    που ερωτεύεται,

    που εκμεταλλεύεται,

    που το εκμεταλλεύονται

    σαν ατσαλάκωτη απάθεια γραφειοκράτη.

    Εξαϋλωμένη,

    στα τρίσβαθα κουρελιασμένη.

    Σαν παιδάκι

    η ατμόσφαιρα κλαίει.

    Με το τρυφερό της δαχτυλάκι

    μου δείχνει

    τον αφηρημένο πίνακα

    των πρωινών σύννεφων,

    το πρώτο μετεωρολογικό αεροσκάφος

    που του ξεφεύγει μια φάλτσα πινελιά.
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Φώσφορος

    Έτσι θα πάρουν εκδίκηση τα κόκαλα,
    βαθιά στο οστεοφυλάκιο είναι το φως.

    ( Βασίλης Δασκαλάκης )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    SPLEEN, VII

    Μοιάζει η ζωή μου ολάκερη μια νύχτα βροχερή,
    που αργοπερνάει και χάνεται βουβή σα λιτανεία
    κ' είμαι σαν κάποιος που μπροστά στο τζάκι του σκυφτός,
    τη χόβολη σκαλίζοντας τις σκέψεις του αναδεύει.

    Απ' την ψυχή μου, που άπαυτα χτυπάν της στεναχώριας
    τα κύματα, όνειρα θαμπά περνάν, σαν τις σκιές
    όπου στων βάλτων τα νερά το δείλι ζωγραφίζει,
    και χάνονται, σα γερανιών κοπάδια που ο χειμώνας
    τα βρίσκει, μέσα σ' ωκεανό φουρτούνες που τον δέρνουν,
    πηγαίνοντας σε μακρινές χώρες που ο ήλιος λάμπει.

    Και σα χαθούν ολότελα μου πνίγει την ανάσα,
    η αγωνία η μυστική κ' η δυνατή που νοιώθει,
    ξεπροβοδάρης που άφησαν πριν μια στιγμή οι δικοί του,
    πηγαίνοντας σε μακρινό, πολύκαιρο ταξίδι...

    Κ' έτσι γιομίζει το κενό που στην ψυχή μου κλείνω,
    με δάκρυα για τον πεθαμό πραγμάτων που δε ζήσαν
    κ' είναι η ζωή μου ολάκερη μια νύχτα βροχερή,
    που αργοπερνάει μονότονα, βουβά σα λιτανεία.

    ( Κώστας Ουράνης )
     
    Last edited: 24 Φεβρουαρίου 2017
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Στιχομαντεία

    Τα ονόματά μας πού και πού μας βλέπουν στο όνειρό τους,
    ψυχές περιπλανώμενες, δυστυχισμένες,
    χαμένες σημασίες που τις αποζητούν ακόμα.
    Για μια στιγμή θαρρούν πως μας αγγίζουν και έντρομα ξυπνούν
    κι ανάβουνε τα παγωμένα φώτα
    κι αρχίζουν από μόνα τους να γράφονται και να φωνάζονται
    να νοιώσουν έτσι πως υπάρχουν.

    Γιατί, πού τώρα πια φωνές, χαιρετισμών να τα καλούν,
    να τρέμουν οι ουρανόσκαλες και να γεμίζει η γειτονιά λουλούδια,
    που τώρα δάχτυλα αποχωρισμού να τα χαράζουνε
    στης νεραντζιάς τη φλούδα.

    Θα μας ξεχάσουν κάποτε τα ονόματά μας,
    δε θα μας ξέρουν ούτε στο όνειρό τους,
    θα ζήσουν μια δική τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες
    και εξώφυλλα,
    βροχές θα τα μουσκεύουν δάκρυα και δε θα μας ξέρουν.

    Εμείς χαμένες σημασίες
    κι αυτά ίχνη από ξένα πεπρωμένα.

    ----------------------------------------------------------------------------------

    V

    Λοιπόν, μπροστά μας έχουμε θανάτους,
    πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες,
    χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν,
    τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος.

    Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος∙
    σκοπός που εκπληρώνεται ή ( το ίδιο ) ματαιώνεται,
    σκορπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του.
    Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
    ( πως γίνεται να ’χει συνέχεια το τέλος )
    Αλλιώς, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
    και πώς να το περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά.

    Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν,
    να ’ναι ελαφρό το χώμα τους,
    φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι,
    συγύριζαν το μέσα τους, στόλιζαν τις ψυχές τους,
    ήξεραν να μοιρολογούν,
    εξοικειώνονταν με τους νεκρούς, τα ’λεγαν μεταξύ τους
    στ’ όνειρό τους
    κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου,
    κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι.

    Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε, ούτε πού ’ναι πεταμένα τα κόκκαλα
    της μάνας μας...
    Έχουμε αποκοπεί από τους πεθαμένους,
    δεν ακούγεται πια η φωνή τους μέσα στη φωνή μας,
    δεν ξέρουμε να κλάψουμε,
    πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε.

    Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
    άδεια χελωνοκαύκαλα.

    ( Βύρων Λεοντάρης )