Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Β’

    Στο υφαντό της μοίρας είμαστε οι κλωστές κι είναι φορές
    που του ενός τα χέρια πλέκουν του άλλου το υφάδι

    ακόμα κι αν το πνεύμα μου έπαιρνε άλλους δρόμους θα το τραβούσες πάντοτε δικό σου θα το έκανες μπροστά στα πόδια σου

    μαζί θα πάμε τυλιγμένοι ο ένας στο λαιμό του άλλου σαν ποτάμια
    θα τραγουδάμε κι όταν πέφτουμε στη θάλασσα

    με τις πνοές του έρωτα που κύλησαν εντός μας τη διακόσμηση απ’τις βαθιές σπηλιές μας μυστικά που ανταλλάξαμε κι ανέβηκαν τη σκάλα
    ας νυχτώνεται ο κόσμος όλος

    στον κήπο μας θα παίζουν τα λιοντάρια με τα ελάφια
    και θαγεμίζουν τα σταφύλια μας φωτιά

    πλάι σε ανίκητες πηγές που αναβλύζουν για να ποτίζονται τα χείλη σου μπρος στην ολότητα

    συστρέφεται ο χρόνος όταν σε ψηλαφώ

    κάποτε καθώς θα αναλύεται η καρδιά μου τα συντρίμμια της θα ψιθυρίζουν τ’όνομά σου

    και θα’ναι ο έρωτας πιστός όσο ο θάνατος

    όταν η σκόνη μας θα στροβιλίζεται αγκαλιά στην αιωνιότητα

    από ηλιαχτίδες θα περνά σε ανάσες από φιλιά και θα θυμάται

    την κορυφή πάντα της αγάπης μας

    κι ας έχεις διαλύσει κάθε ματαιότητα όπως σπάει ένα βάζο με πάταγο στο πάτωμα

    ζεις σαν τα ομόχρονα βήματα χορού σε πανηγύρι πουοιάνθρωποιξεχνούν τ’όνομάτους κι εγώ εσένα γιορτάζω

    με λύρα εκστατική σε μαστορεύω κι απ’τιςστάχτες γύρωμας φοίνικες φτερουγίζουν

    ύστερα μπαίνεις θύελλα στις φλέβες μου κι ύστερα βάλσαμο μέθεξη φωτιάς πάνω σε χιόνι παραδείσιο

    να με φυσάς για χίλια χρόνια διαμάντια να βυθίζεις λαμπερά μέσα σε ήχους

    υποκλίνεται η ψυχή μου στη θέλησή σου

    υψώνεται απ’τα πόδια σου που μοιάζουν άγριοι κύκνοι

    σε Άνοιξη που ζει στο πρόσωπο σου στα χέρια σου που βγάζω τ’αγκάθια κάθε τόσο

    κι είναι που διαπλέω την αγκαλιά σου είναι οι κάβοι που περνώ κι άλλοι τόσοι που κρύβονται στο στήθος

    θυμάσαι εκείνες τις ολόγυμνες σκιές το ηλεκτρισμένο θάλπος της σελήνης

    έσταζαν τα μάτια μου φωτιά στα μάτια σου κι ένα ηλιοτρόπιο μαζί μας ξεδιψούσε

    ατμοί ανέβαιναν ψηλά από μας και δροσιά κατέβαινε ως τα έγκατα της γης

    σ’επικαλούμαι σεόλο τοβασίλειοτων αισθήσεων

    στην ευωδία κάθε σφαίρανθης γαζίας κάθε ώριμου σύκου τη γεύση

    σε καθαρόηχα λόγια των ποιητών σε νιώθω στη χάρη κάθε μεγάλης ωραιότητας

    είσαι ναός σε τόπο ιερό, κι εγώ, ο μόνος προσκυνητής σου

    αν σηκώσεις την καρδιά μου θα βρεις αρχαία λάμψη και γλώσσα ομηρική ίδια μ’αυτή που τραγουδάει στο αίμα σου

    μπορώ να σου πω πως νιώθει η αστραπή. Δεν φοβάται.

    Μπορώ να σου πω για τη γνώση. Δεν αξίζει δίχως έρωτα.

    Όπως η νύχτα δεν νυστάζει, έτσι σ’αγαπώ.

    http://www.poiein.gr/archives/28933
     
  2. étude

    étude Guest

    Παρά τη λέξη «θάνατο» στον τίτλο, η «Ερωτική Πρόβα» υπήρξε το έργο ζωής του Δημήτρη Λάγιου.
    Με τα μεγάλα καστανά μάτια της ψυχής του, είχε φανταστεί αυτό το έργο-που στην αρχή το έλεγε χαμογελώντας «erotic prove thanatic» -σαν την εντελώς ξεχωριστή, την εντελώς δική του πρόταση στο χώρο του μουσικοχορευτικού θεάματος.

    Ξεκίνησε να κάνει πραγματικότητα κάτι που ονειρευόταν. Μια μουσική παράσταση με χορό και τραγούδια.

    Ξεκίνησε – κάποια στιγμή που κοίταζε από το μεγάλο παράθυρο του σπιτιού του το λόφο του Φιλοπάππου που κρεμόταν απέναντι – να ονειρεύεται, να ταξιδεύει… Μόνο που τα ταξίδια που έκανε με τα μάτια και τα πλήκτρα του πιάνου ο Δημήτρης, τον πήγαιναν ανέκαθεν πολύ μακριά. Ετούτο ‘ δω, έμελλε να τον φέρει μέχρι την απέναντι όχθη, παρ’ όλο που δεν το ήξερε όταν ξεκίνησε να γράφει…

    Λίγες μέρες πριν ο θάνατος προλάβει την κυκλοφορία του δίσκου, ο Δημήτρης, μ’ ένα σημείωμα που έγραψε στην Άννα Νταλάρα, απάλειψε το «θάνατο» από τον τίτλο του έργου. Η πραγματικότητα δεν ταίριαζε πια με τα όνειρά του, όνειρα που ο Δημήτρης επέμενε μέχρι το τέλος να διατηρεί ζωντανά γύρω του και εντός του.

    Η «Ερωτική Πρόβα» συνέχισε το ταξίδι, μόνη της πιά, χωρίς το δημιουργό της ο οποίος δεν πρόλαβε καν ν’ ακούσει και όλα τα τραγούδια στην τελική τους μορφή. Δεν είχε όμως σημασία πλέον.

    Αγάπη, πάθος, θαυμασμός, σεβασμός…. Αυτές οι τέσσερις λέξεις μπορούν ίσως να συνοψίσουν τη σχέση του Δημήτρη με τη μουσική και τη δημιουργία.

    Της Πέγκυς Λάγιου
     
  3. maria72

    maria72 The white version

    Στράτος Δουκάκης


    ΔΙΛΗΜΜΑ
    Που να σταθώ για ν' αγναντέψω, τη ζωή μου;
    αυτή την άγνωστη!
    Πως να στερήσω το πέταγμα στη φαντασία μου;
    αυτή την ατέλειωτη!
    Με τι να χορτάσω, την απορία μου;
    αυτή την αχόρταγη!
    Κι όμως αρνηθήκαν να μας πουν
    την Α λ ή θ ε ι α
    για να τρομάζουμε!
    Κάθε φορά στο αντίκρυσμά της
    (μας συνεπήρε κι η άγνοια!)
    Και τώρα σε τι να πιστέψουμε.
    Στην Α λ ή θ ε ι α
    ή στο «καθιερωμένο;» (1974)
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    [6 μ.μ.]

    Θα βγούνε.
    Πάντα σίγουρα.
    Όλες οι μάχες σταματάνε.
    Λευτερωμένες ξεπετιώνται,
    κάθε μια, αφόβιστες, κι αρχίζουν να μιλάνε.

    Είν’ οι ψυχές του δειλινού.

    Και λίγο ανάβουνε στο φούντωμα του γέλιου.
    Στου πόνου το καμίνι.

    Κοντά τους όλοι οι πεθαμοί.

    -------------------------------------------------------------------

    Ανοιξιάτικα φύλλα

    Όλα καινούρια,
    τόσο, που θα’ ρθει κάτι κι άλλο,
    πιο καινούριο κι απ’ αυτά.

    Τα φύλλα, φρεσκοπράσινα, μιλάγανε πιο νοητά
    από ανθρώπους διαβασμένους.

    Προσπέρασα ένα γέρο.
    Κατέβαζε σκουπίδια σε υπόγειο.
    Δε φύσηξαν γι’ αυτόνε.

    Κατέβαινε βαριά μεσ’ στο σκοτάδι.

    ( Θεόδωρος Ντόρρος )
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Βλέπω το κυματώδες ανάστημα σου

    Ξεσηκωμένο από πανάρχαια ερειπωμένα πρότυπα.
    Πλασμένο με τη δύναμη της φλόγας
    που χρωματίζει τη φωνή, το σύννεφο και το μικρό λουλούδι.
    Την αυγή όταν γυρίζω,
    σα δροσερούς ορίζοντες και σε κοιτάω.
    Με τη λαχτάρα της μητέρας για το παιδί,
    κοιμισμένη ακόμη στο λίθινο κρεβάτι σου.

    ( Αναστάσιος Δρίβας )
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο Οδυσσέας στην Ωγυγία

    Πάει καιρός που τις νύχτες
    δεν κοιμάμαι επειδή νυστάζω,
    μα για να σ’ ονειρευτώ.

    Και τις μέρες μου πάει καιρός
    που τις ξοδεύω κοιτάζοντας
    το πέλαγος, με μάτια που δεν βλέπουν.

    --------------------------------------

    Να είναι Ιούλιος

    Κι ας είναι ήδη Νοέμβριος
    με πτώση της θερμοκρασίας
    και κασκόλ.

    Εγώ ακόμα σε βλέπω
    να ξεπλένεσαι με το λάστιχο
    απ’ το αλάτι της θάλασσας
    και μισοκρυμμένη
    πίσω από τις φυλλωσιές
    να λύνεις το μαγιό σου
    και να τυλίγεσαι με τη λευκή πετσέτα.

    Να είναι Ιούλιος,
    ν’ αστράφτει ο ήλιος στο γυμνό κορμί
    και κανείς να μην έχει πεθάνει ακόμα.

    ( Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος )
     
  7. étude

    étude Guest

    Σαν να διάλεξες

    Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
    να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια
    να δώ την ευωδιά της ρίγανης
    σκλάβα σε ματσάκια.

    Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
    βρίσκεις το πράσινο εύκολο
    σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
    Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
    με την κομμένη γλώσσα των καρπών
    ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
    και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
    στις κιτρινιάρικες παρειές
    μιας μέσα βουβαμάρας.

    Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
    Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
    πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
    που έχει η εκλογή σου.
    Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
    Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
    Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

    Tο πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
    Για εξοικείωση.
    Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια.

    Κική Δημουλά

     
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τὸ φῶς των

    Τὰ μάτια ποὺ ἀγαπῶ δὲν χάσαν τίποτες ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο χρῶμα τῶν∙
    τὸ μειδίαμα διεφύλαξε ὅλη τὴν τρυφερότητά του,
    ἡ πνοὴ τὴν ἠδύ της,
    ἡ φωνὴ ἴσως νὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ μελωδική.
    Ἀλλ’ ὅταν ἀνοίγω τὸ παράθυρο, ἡ θάλασσα παύεται,
    ἡ εὐωδιὰ τῶν λιόδεντρων ἀντικατεστάθη ἀπὸ τὸν θόρυβον τοῦ ἄστεως.
    Τὰ μάτια ποὺ ἀγαπῶ εἶναι πάντα ἐντόνως γαλανά.
    Μόνο ὁ οὐρανός εἶναι ποὺ ἔχασε τὴν ἀντανάκλαση των.

    -----------------------------------------------------------------------------------------------

    Κοντὰ στὸν ἄξονά τους…

    Κοντὰ στὸν ἄξονά τους – μιὰ νύχτα, μιὰ νύχτα γιομάτη – ἀνοίξαμε,
    κάτου ἀπὸ τὴ σκιὰ διπλωμένων πανιῶν, τὰ μαῦρα πέπλα τῆς χαρᾶς μας.
    Κι ἀντὶς ἀπὸ γέλοια κι ἀντὶς ἀπὸ δάκρυα – δὲν εἴχαμε καιρὸ γιὰ τέτοιες ἐκδηλώσεις –
    κλείσαμε τὰ ὁλάνοιχτα μάτια μας, ἀνοίξαμε τὰ σφραγισμένα μας χείλια.
    Διπλασιάστηκε ἡ νύχτα καὶ μᾶς κατάπιε.
    Ποτισμένη ἀπὸ μαῦρα φιλιά, φάνηκε ἄσπρη.
    Σφιχτοδεμένοι, τὸν κόσμον ὅλο εἴδαμε ἀλλιῶς
    – καὶ στὸ ἄγγιγμα τῶν δοντιῶν δυὸ στομάτων ἔτριξε ἡδονικὰ ὁ σκελετὸς τὴν ἀπόκρισή του.

    ( Νικήτας Ράντος )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Του ύπνου ( Α' )

    Aντεραστής ανάμεσά μας πλάγιασεν
    ο ύπνος. Πήρε τα γλυκά μάτια
    και τά κλεισε· πήρε το στόμα,
    κι έσβυσε το μειδίαμα και το φιλί.

    Tην ξανθή κόμη χτένισαν τα ήσυχα νερά
    της Λήθης, που παρέσυρε τ' αγαπημένο σώμα
    στον κόσμο των αστέρων και των σκιών.

    Φίλτρα σιγής βιάζουν τα σφαλισμένα χείλη,
    φωνές υπνόβιες τ' αυτιά, και μέσ' στες φλέβες
    ακούω τη βαθειά βοή του ταξιδιού.

    ( Αλέξανδρος Μάτσας )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ὕμνος τοῦ μεγάλου Νόστου

    Νυχτιὲς ἀφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου ἀρραβώνα·
    πιὸ σκοτεινὰ βουνά,
    ποὺ πρωτοδιάβαινα βουβὸς τ᾿ ἀμπέλια, ὦσμε τὸ γόνα
    κι ὡς τὸ λαιμὸ τρανά·

    ποὺ διάβαινα, ὅλο διάβαινα, σὰν ἡ σιγὴ εἶχε πέσει
    στὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ,
    ὡσὰν ἀλάφι θεόρατο ποὺ κολυμπάει στὴ μέση
    μεγάλου ποταμοῦ...
    Ἄ, ποιὸ παλμὸν ἀκοίμητο τὰ φρένα μου ἐσηκῶνα
    στὰ τρίσβαθα τοῦ νοῦ,
    μὲ τὴ βουβή τους μίμηση μπρὸς στὴν βουβὴν εἰκόνα
    τοῦ κάταστρου οὐρανοῦ!

    Ὄλυμπος πιὰ χεροπιαστὸς τριγύρα μου εἶχε ἀνθίσει,
    καί, λάτρα σιωπηλή,
    σ᾿ ὅλα τὰ μέλη μου ἄστραφτε τὸ μυστικὸ μεθύσι
    μιὰ κρύφια ἀνατολή...
    Ἄγρυπνη βίγλα ἐκράταγε, πολὺ ψηλὰ ἀναμμένη,
    τοῦ πόθου ἡ μαντικὴ
    φωτιά, καὶ γύρα μία γενιὰ θεῶν συμμαζεμένη
    μὲ κοίταε σκεφτική...

    Σὰν ἄλικη ἡ πανσέληνο στὰ κορφοβούνια ἀπάνω
    προβαίνει ἀργή, τρανή,
    στὸ πορφυρὸν εἰκόνισμα τοῦ πόθου μου τὸ πλάνο
    βαφόνταν οἱ οὐρανοί.
    Καὶ πίσω ἀπὸ τ᾿ ἀπάντεχον, ἀθλητικὸ ὄργιό του,
    ποὺ νίκαε τὸν καιρό,
    σὰν ἱερέας σιωπηλὰ ποὺ σέρνει τὸ σφάγιό του,
    κι ὡς πρῶτος στὸ χορό

    ποὺ ἀπὸ ξοπίσω του τραβάει πολλοὺς ― παρόμοια, ἀκέρια
    σὰ νά ῾σερνα φυλή,
    ἀπ᾿ τοὺς πρωτόφαντους θεοὺς κι ἀπὸ τὰ πρῶτα ἀστέρια
    τηρώντας ἐντολή,
    στὸ στρῶμα ποὺ φουντώνανε τῆς γῆς τὰ ὀλύμπια μύρα
    πῶς ἔσερνα μὲ ὁρμὴ
    μὲς στὰ σκοτάδια, ὡς ὁ τυφλὸς π᾿ ἀδράζεται ἀπ᾿ τὴ λύρα,
    το ἐρωτικὸ κορμί!...

    *
    Νυχτιὲς ἀφέγγαρες, θερμὸ ποὺ μὲ γεμίσατε αἷμα,
    καὶ πλούσιο, μαντικὸ
    τὸ πνέμα μου στεριώσατε ― ἀλύγιστο ἕνα ρέμα,
    βαθύ, πολεμικὸ ―
    καὶ στὴν ψυχή μου θρέψατε τοὺς στοχασμούς, ὡς θρέφει
    σὲ θεία κληματαριὰ
    ἡ ἁδρὴ ἀπονύχτερη δροσιὰ τσαμπιὰ τρανὰ σὰ βρέφη,
    πανώρια καὶ βαριά!

    K᾿ ἐσύ, παλμέ, ποὺ ἀκοίμητο τὰ φρένα μου ἐσηκῶνα
    στὰ τρίσβαθα τοῦ νοῦ,
    κ᾿ ἐσὺ πυρρὴ π᾿ ἀνέμιζα τῆς πιθυμιᾶς μου εἰκόνα
    στὴν ὄψη τ᾿ οὐρανοῦ·
    τοῦ Ὀλύμπου πιά, σάμπως ληνὸ στὰ πόδια μου, τὸ τέρας
    πατῶ τὸ μυστικό.
    Ὅλος συρμένος ὁ Ἔρωτας στὶς φρένες μου, ὡς τὸ δέρας
    τὸ μάγο στὴν Ἰωλκό!

    Κυλᾶ φωτιὲς ὁ Ὠρίωνας· κι ὁ Δίας εἶν᾿ ἕνας θρόνος·
    κ᾿ ἡ Πούλια εἶναι φωλιά·
    μὰ ὁ μυστικὸς Διθύραμβος, ποὺ πιὰ δὲ ῾γγίζει ὁ Χρόνος,
    τοῦ νοῦ μου ἡ ἀγκαλιά!
    Νά· πυρωμένη μου ἡ καρδιά, τὸ μέτωπο, τὸ μάτι
    ἐλεύτερο, οὐρανέ!
    Πήγασος εἶν᾿ ἀσπέδιστος τοῦ λογισμοῦ μου τὸ ἄτι,
    οἱ δρόμοι μου ἕνα Ναί,

    τὴν ἄβυσσο ἄβυσσο καλεῖ, τὸ βάθος κι ἄλλο βάθος,
    κι ἀδάμαστο, ἀλαφρό,
    μέσα μου πλέον ἀμόνοιαστον ἐστοίχειωσε τὸ πάθος
    ποὺ ἐσκίρτα στὸν ἀφρό...
    Τοῦ Ὀλύμπου πιά, σάμπως ληνὸ στὰ πόδια μου, τὸ τέρας
    θωρῶ τὸ μυστικό.
    Ὅλος ἐσύρθη ὁ Ἔρωτας στὶς φρένες μου, ὡς τὸ δέρας
    τὸ μάγο στὴν Ἰωλκό.

    Ὑμέναιο νέο στὰ βάθη τους λογιάζω τώρα θὰ βρῶ,
    σὰν ἤπια μονομιὰ
    τῆς νύχτας ὅλο τὸ κρασὶ τὸ μυστικὸ καὶ μαῦρο
    γιὰ μιὰν ἐπιθυμιά·
    κι ὅλ᾿ ἡ φωτιὰ τῶν οὐρανῶν μου κύκλωσε, μοῦ κρύβει
    τὸ πνέμα μου βουβό,
    τί πιὰ μὲ κράζει ἀμείλιχτη τοῦ νοῦ μου ἡ πάνοπλη ἥβη
    πρὸς τ᾿ ἄστρα ν᾿ ἀνεβῶ!

    Κυλᾶ φωτιὲς ὁ Ὠρίωνας· κι ὁ Δίας εἶν᾿ ἕνας θρόνος·
    κ᾿ ἡ Πούλια εἶναι φωλιά·
    μὰ ὁ μυστικὸς Διθύραμβος, ποὺ πιὰ δὲ ῾γγίζει ὁ Χρόνος,
    ἡ πλέρια μου ἀγκαλιά!
    Τῶν ἄστρων ἔχει ἀπάνω μου τὸ περιβόλι γείρει,
    κι ὁ κρύφιος λογισμός,
    σάμπως μελίσσι χνουδωτὸ βαμμένον ἀπὸ γύρη,
    ξεσπᾶ βαθιά μου ἑσμός...

    Βροχὴ πεφτάστρια γύρα μου κι ἀδιάκοπα σταλάζει
    τὸ ἀπέραντο γοργά·
    κι ὅπως χορεύει πέφτοντας στὸ χῶμα τὸ χαλάζι
    κι ὁ οὐρανὸς ὀργᾶ,
    σὰν ἀπ᾿ τῆς λύρας τὶς χορδὲς ἀνάμεσα τὸ χέρι
    φαντάζει ποὺ χτυπᾶ,
    ὅμοια ἡ καρδιά μου ὁλάκερη μέσα σὲ κάθε ἀστέρι
    σπαράζει κι ἀγαπᾶ!

    *
    Ὄργιο βαθύ! Στὸν πάγκοσμο παλμό σου, μὲς στὸ νέο
    ποὺ γνώρισα κορμί,
    στῆς δύναμής σου τὴν πηγὴ κατάβαθα ἀναπνέω
    μ᾿ ἀνήκουστην ὁρμή,
    κι ὡς κατεβαίνει ἀγνάντια μου, χωρὶς νὰ τὸ γυρεύω,
    τὰ βάθη τ᾿ οὐρανοῦ
    ὁ ἀρματωμένος Ἔρωτας, σκιρτῶ κι ἀντιχορεύω
    μὲ τ᾿ ἄρματα τοῦ νοῦ!

    Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
    κρυμμένος σὰν ἀετός,
    μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
    ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...

    ( Άγγελος Σικελιανός )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Είναι όμορφες στιγμές: υπάρχει σιωπή

    Είναι όμορφες στιγμές: υπάρχει σιωπή
    κι ο ρυθμός ενός πνεύμονα, αν κοιτάξεις απ' τους κρυστάλλους,
    εκείνος ο κόσμος που παρελαύνει για την δουλειά του,
    ευθύς, ενδιαφερόμενος, αναγκαίος,
    που έχει τόση ζεστή ανάσα μες στο στόμα
    όταν λέει καλημέρα.

    Είναι κείνη που αποφασίζει
    και είναι των δικών της,
    δεν μπορείς να πεις τίποτ' άλλο.

    Κι αυτός ο σύγχρονος ουρανός
    ψηλά, τεντώνει τη μέση, ψηλά αλλά όχι πολύ.
    Aυτός ο ουρανός που έχει χρώμα λαμαρίνας
    στην πλατεία του Sesto, στο Cinisello, στη Bovisa,
    πάνω απ' όλους τους οδηγούς του τραμ στους τερματισμούς.
    Δεν επεκτείνουν στο άπειρο
    τα πλευρά, τα κωδωνοστάσια, τους ουρανοξύστες, τα υπόστεγα της Pirelli
    καλυμμένα από λαμαρίνες?

    Είναι δικός μας αυτός ο ατσάλινος ουρανός, που δεν προσποιείται
    την Εδέμ και δεν επιτρέπει απώλειες.
    Είναι δικός μας και είναι ηθικός ο ουρανός,
    που δεν υπόσχεται απόδραση απ' τη γη.
    Ακριβώς επειδή στη γη δεν υπάρχει
    απόδραση από τους εαυτούς μας στη ζωή.

    ( Elio Pagliarani )

    ** Sesto, Cinisello, Bovisa τρεις γειτονιές της πόλης του Milano.
     
    Last edited: 25 Απριλίου 2017
  12. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Με τον καιρό...
    να 'ναι κόντρα...είναι τιμή να πετάς
    κι ας μην κρατά...παρά ελάχιστα...
    όσο ένα όνειρο...όσο ένα αγκάλιασμα...
    όσο ένα φιλί
    'Ετσι κι αλλιώς...άσπρο μέτρημα...
    μαύρο άθροισμα
    είναι πολύ συχνά η ζωή...
    κι εξαρτάται πάντα ...απο τι μετράς κάθε φορά...
    Για να μπορείς να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι!
    Για να μπορείς να γελάς...

    Οδυσσέας Ελύτης