Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Θυσία

    Ω πώς, αφότου σε γνώρισα, μέσα από κάθε
    φλέβα, το σώμα μου, μυρίζοντας, ανθίζει.
    Κοίταξε, πιο λιγνός γίνομαι και πιο ορθός ολοένα
    κ' εσύ καρτερείς μόνο - : λοιπόν, ποια 'σαι;

    Κοίταξε: σα ν' απομακρύνομαι, νιώθω,
    και, ως γέρικο δεντρί, φύλλο το φύλλο χάνω.
    Σάμπως καθάριο αστέρι, το γέλιο σου μόνο
    στέκει πάνω από σε κ' ύστερα από με πάνω.

    Όλ' αυτά, που από τα παιδικά μου χρόνια,
    δεν πήραν ακόμη όνομα, και σα νερό λάμπουν,
    θέλω στο βωμό απάνω, να σου τ' αφιερώσω,
    που ανάφτηκε απ' τη φλόγα των μαλλιών σου
    κι ανάλαφρα, από τα μικρά σου στήθη, εστεφανώθη.

    ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Απόκρυφο

    Μ’ άλογο μαύρο και τυφλό
    να μπω στον ύπνο σου. Ριγμένος
    σταυρωτά. Με τα καρφιά μου.

    Εσύ από χιόνι. Με το κάρβουνο
    στα μάτια. Τα πέταλα ν’ ακούς
    και τα φτερά. Το τζάμι του θανάτου
    που θα σπάζει.

    Να τιναχτείς-νύφη που ξύπνησαν
    τα δάκρυα του γαμπρού ανοίγει
    το ταβάνι ανεβαίνουν.
    Να μη θυμάσαι τίποτα μετά-
    μόνο του δαίμονα το χέρι
    που ευλογούσε.

    Προγραφή

    Ζυγιάζεται γκρίζο, γεράκι. Σάπιο
    αγεράκι πώς τα καίει τα μαλλιά σου!
    Δε θα γλιτώσεις Ιφιγένεια· αυτά
    που ήξερες για σύννεφα πονετικά να
    λησμονήσεις. Κορμί φιδιού θα
    δέρνεσαι στο χώμα, δίχως κεφάλι
    πετεινός και θα χιμάς. Και τα
    καράβια θα ξεχάσουν τα νερά.
    Μέσα σε μπαρ οι ναύτες θα
    σαπίζουν.

    ( Χρήστος Μπράβος )
     
  3. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Ο θάνατος του ποιητή*

    Πέθανε ο ποιητής - δέσμιος της τιμής -
    Σωριάστηκε. Με φήμες συκοφαντημένος,
    με το μολύβι στο στήθος και τη δίψα της εκδίκησης,
    σκύβοντας το περήφανο κεφάλι!..
    Δεν άντεξε η ψυχή του Ποιητή
    των ευτελών προσβολών τη ντροπή,
    ενάντια στην άποψη του κόσμου πήγε

    Μόνος, όπως και πριν .... μα σκοτώθηκε!
    Σκοτώθηκε!... Προς τι τώρα οι κλαυθμοί,
    των ανόητων εγκωμίων η χορωδία
    και ο θλιβερός της δικαίωσης ψίθυρος;
    Του πεπρωμένου η απόφαση εφαρμόστηκε!
    Εσείς δεν ήσασταν που πρώτοι διώξατε με φθόνο
    το ελεύθερο, παράτολμο του χάρισμα
    και για τη διασκέδαση φυσούσατε
    την πυρκαγιά που μόλις είχε σβήσει;
    Εμπρός λοιπόν! Διασκεδάστε...τα τελευταία
    βάσανα δεν άντεξε:
    έσβησε, σα κερί, η θαυμαστή διάνοια,
    μαράθηκε του θριάμβου το στεφάνι.
    Ψυχρά ο φονιάς του
    χτύπησε ... δεν έχει σωτηρία:
    η άδεια καρδιά χτυπάει ρυθμικά,
    το χέρι δεν πρόλαβε να αγγίξει το πιστόλι.
    Προς τι η έκπληξη; ... Από μακριά,
    αυτός ανάμεσα σε εκατοντάδες πρόσφυγες,
    αναζητώντας ευτυχία κι αξιώματα
    ρίχτηκε από της μοίρας το καπρίτσιο ∙
    Γελώντας, περιφρονούσε τολμηρά
    της γης τη ξένη γλώσσα και τα έθιμα ∙
    Δεν μπόρεσε από τη δική μας δόξα να γλιτώσει ∙
    Δεν μπόρεσε να καταλάβει εκείνη τη ματωμένη τη στιγμή,
    ενάντια σε τι εσήκωνε το χέρι!...

     


    Να όμως που σκοτώθηκε - το μνήμα μας τον πήρε,
    όπως εκείνος ο τραγουδιστής, ο άγνωστος, μα τόσο συμπαθής,
    θήραμα φθόνου άγριου,
    τραγουδισμένος απ' αυτόν με πάθος θαυμαστό,
    μα σκοτωμένος όπως κι αυτός, από ανελέητο χέρι.
    Γιατί απ' την ανέμελη ζωή και την απλοϊκή φιλία
    στον άλλο κόσμο πήγε ζηλόφθονος και πνιγηρός
    για την ελεύθερη καρδιά και τα φλογερά πάθη;
    Γιατί έδωσε το χέρι του σε συκοφάντες ποταπούς,
    γιατί σε λόγια ψεύτικα και χάδια πίστεψε,
    εκείνος που απ' τα νιάτα του κατάλαβε τους άλλους;...
    Κι αφού το στεφάνι έβγαλε - ήταν στεφάνι αγκαθωτό,
    φτιαγμένο από δάφνες εκείνο που του φόρεσαν:
    μα τα αγκάθια στα κρυφά άγρια
    πληγώσανε το ένδοξο κεφάλι ∙
    Φαρμακωμένες ήταν οι τελευταίες του στιγμές
    με ψίθυρους ύπουλους αγράμματων γελοίων,
    πέθανε εξαιτίας δίψας άσβεστης για εκδίκηση,
    με το κρυφό παράπονο απατηλών ελπίδων.
    Έσβησαν οι ήχοι τραγουδιών θαυμαστών,
    δεν θα ακουστούν ποτέ ξανά:
    το καταφύγιο του τραγουδιστή στενάχωρο, μουντό,
    τα χείλη του έχουν σφραγιστεί.
    Κι εσείς, αγέρωχοι απόγονοι
    γνωστής αθλιότητας πατέρες δοξασμένοι,
    με πέλμα δουλικό ποδοπατήσατε τα ερείπια
    με το παιχνίδι της ευτυχίας των ατιμασμένων γόνων!
    Εσείς, σα πλήθος διψασμένο στεκόσασταν δίπλα στο θρόνο,
    της Ελευθερίας, της Μεγαλοφυΐας και της Δόξας δήμιοι!
    Κρυφτείτε τώρα κάτω από του νόμου τη σκιά,
    δίκη σας περιμένει κι η αλήθεια - σωπαίνετε όλοι!...
    Μα υπάρχει κι η δίκη του Θεού, της ατιμίας εραστές!
    Υπάρχει η Θεία Δίκη : σας περιμένει ∙
    Δεν ακούει του χρυσού τον ήχο,
    τις σκέψεις και τις πράξεις γνωρίζει από πριν.
    Άδικα τότε καταφεύγετε στην κακιά:
    Ξανά δε θα σας βοηθήσει,
    Δε θα ξεπλύνετε ποτέ με το μαύρο σας το αίμα,
    το δίκαιο αίμα του ποιητή!

    Λέρμοντοφ

    Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©


    * Το ποίημα αυτό, το έγραψε εν θερμώ ο ποιητής στο άγγελμα του θανάτου, σε μια ανόητη μονομαχία, του Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν. Λίγα χρόνια αργότερα και ο ίδιος ο Λέρμοντοφ σε ηλικία 26 ετών θα σκοτωθεί σε μια παρόμοια ανόητη μονομαχία. (σ.τ.μ.)


    Смерть поэта

    Погиб поэт! — невольник чести —
    Пал, оклеветанный молвой,
    С свинцом в груди и жаждой мести,
    Поникнув гордой головой!..
    Не вынесла душа поэта
    Позора мелочных обид,
    Восстал он против мнений света
    Один, как прежде... и убит!
    Убит!.. к чему теперь рыданья,
    Пустых похвал ненужный хор
    И жалкий лепет оправданья?
    Судьбы свершился приговор!
    Не вы ль сперва так злобно гнали
    Его свободный, смелый дар
    И для потехи раздували
    Чуть затаившийся пожар?
    Что ж? веселитесь... — он мучений
    Последних вынести не мог:
    Угас, как светоч, дивный гений,
    Увял торжественный венок.
    Его убийца хладнокровно
    Навел удар... спасенья нет:
    Пустое сердце бьется ровно.
    В руке не дрогнул пистолет,
    И что за диво?.. издалека,
    Подобный сотням беглецов,
    На ловлю счастья и чинов
    Заброшен к нам по воле рока;
    Смеясь, он дерзко презирал
    Земли чужой язык и нравы;
    Не мог щадить он нашей славы;
    Не мог понять в сей миг кровавый,
    На что́ он руку поднимал!..
    И он убит — и взят могилой,
    Как тот певец, неведомый, но милый,
    Добыча ревности глухой,
    Воспетый им с такою чудной силой,
    Сраженный, как и он, безжалостной рукой.
    Зачем от мирных нег и дружбы простодушной
    Вступил он в этот свет, завистливый и душный
    Для сердца вольного и пламенных страстей?
    Зачем он руку дал клеветникам ничтожным,
    Зачем поверил он словам и ласкам ложным,
    Он, с юных лет постигнувший людей?..
    И прежний сняв венок, — они венец терновый,
    Увитый лаврами, надели на него:
    Но иглы тайные сурово
    Язвили славное чело;
    Отравлены его последние мгновенья
    Коварным шепотом насмешливых невежд,
    И умер он — с напрасной жаждой мщенья,
    С досадой тайною обманутых надежд.
    Замолкли звуки чудных песен,
    Не раздаваться им опять:
    Приют певца угрюм и тесен,
    И на устах его печать.
    А вы, надменные потомки
    Известной подлостью прославленных отцов,
    Пятою рабскою поправшие обломки
    Игрою счастия обиженных родов!
    Вы, жадною толпой стоящие у трона,
    Свободы, Гения и Славы палачи!
    Таитесь вы под сению закона,
    Пред вами суд и правда — всё молчи!..
    Но есть и божий суд, наперсники разврата!
    Есть грозный суд: он ждет;
    Он не доступен звону злата,
    И мысли и дела он знает наперед.
    Тогда напрасно вы прибегнете к злословью:
    Оно вам не поможет вновь,
    И вы не смоете всей вашей черной кровью
    Поэта праведную кровь!

    Михаил Лермонтов
     
  4. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Πέρασμα

    Εκείνα που δειλά φαντάσθη μαθητής, είν’ ανοιχτά,
    φανερωμένα εμπρός του. Και γυρνά, και ξενυχτά,
    και παρασύρεται. Κι ως είναι (για την τέχνη μας) σωστό,
    το αίμα του, καινούριο και ζεστό,
    η ηδονή το χαίρεται. Το σώμα του νικά
    έκνομη ερωτική μέθη· και τα νεανικά
    μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν.

    Κ’ έτσι ένα παιδί απλό
    γένεται άξιο να το δούμε, κι απ’ τον Υψηλό
    της Ποιήσεως Κόσμο μια στιγμή περνά κι αυτό —
    το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και ζεστό.

    K.Π. Kαβάφη
     
  5. maria72

    maria72 The white version

    (ο δαμασμένος δαμαστής)

    Με το μαστίγιο στο χέρι πέρασε
    Όλη του τη ζωή μες τα κλουβιά
    Παρέα με θηρία αιμοβόρα
    Τίγρεις λιοντάρια λιόπαρδους
    Θηρίο φοβερό και ο ίδιος
    Ουρλιάζοντας στη γλώσσα τους
    Τους δίδασκε τη γλώσσα τη δική του
    Τη δική του θέληση κατάφερνε
    Να κάνει βασιλειάδες να χορεύουν
    Σα μαϊμούδες σα τζουτζέδες
    Να χοροπηδούν να υποκλίνονται στο πλήθος
    Που τους πέταγε φιστίκια
    Τώρα στον ήλιο καθισμένος λιάζει τ’ αχαμνά του
    Ενώ οι μύγες μπαινοβγαίνουν άφοβα στο στόμα του.

    Αργ. Χιόνης
     
  6. zwg

    zwg Regular Member

    Bdsmική λα(γν/τρ)εία από ποιητή zwg  

    Όταν στον κόσμο μου αρμενίζω
    κι όλο το είναι μου σκαλίζω

    σε κάθε γωνιά εσύ υπάρχεις
    και στο μυαλό μου μέσα άρχεις

    εκεί είναι το βασίλιό σου
    και θα 'ναι πάντοτε δικό σου

    ακόμα κι αν χαθείς και φύγεις σε πλοίο που αρμενίζει
    στην σκεψη την δική σου πάντοτε θα γονατίζει

    ψυχή και σώμα όλα τα προσφέρω
    στον Θεό που τόσο εγώ λατρεύω

    όταν στον κόσμο μου αρμενίζω
    εσύ είσαι πάντοτε εκεί.. αποίκω...
    κι έτσι καταλαβαίνω πόσο σου ανήκω.
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Στρογγυλή Συμφωνία

    Γυρίζει γυρίζει φριχτά
    ο στρογγυλός ο δρόμος
    γυρίζουν γυρίζουν φριχτά
    στο στρογγυλό το δρόμο
    χιλίων ειδών ανθρώποι
    μηχανές ποικίλων μορφών
    γυρίζουν γυρίζουν σιγά
    οι κουτσοί οι τυφλοί και οι γέροι
    το δίτροχο με το μισόνεκρο μουλάρι
    το τραμ τρία που σταθμεύει εκεί κοντά
    το κίτρινο τραμ ανάμνηση βελγικής εταιρίας
    γυρίζει γυρίζει σιγά
    η κοκότα που κάνει τροτουάρ
    και ο ομοφυλόφιλος νέος
    και πίσω από το νέο
    απόστρατος ανθυπολοχαγός
    ήρωας σε δυο νικηφόρους πολέμους
    και πρώην μπράβος στη Σμύρμη μέσα
    γυρίζει σιγά σιγά
    το παιδί που δεν αγαπάει το σχολειό
    κι ο άνεργος που από κάπου περιμένει δουλειά
    πλήθος κόσμου γυρίζει συχνά
    τα πρωινά στην πλατεία της Ομόνοιας
    πλήθος πραγμάτων γυρίζουν σιγά
    ολημερίς στην κεντρική την πλατεία
    χαντάκια μικρά κάθε είδους
    κουρελάκια που άλλοτε ίσως νάταν ωραία
    κι η σκόνη κι αυτή γυρίζει σιγά
    κι η πλάκα του φωνογράφου
    σιγά γυρίζει ένα παλιό ταγκό
    πάμπολλες σκέψεις γυρίζουν
    γύρω – γύρω στην πλατεία της Ομόνοιας
    συναντιούνται καμιά φορά
    στον κυκλοτερό τους δρόμο
    πριν χαθούν σε μια πάροδο
    μαζί ή χωριστά
    πριν χαθούν μεσ’ τη γη-
    της γης οι δρόμοι
    που ενώνουν την Αθήνα με τον Πειραιά
    σε μερικούς δίνουν τη θάλασσα
    -ποιος θα ποτέ γιατί τη θέλουν-
    σ’ άλλους χρήματα έρωτα
    στην πλατεία της Ομόνοιας δίνουν ζωή
    βγαίνει ξετρυπάει με πόνο το πλήθος
    έτοιμο να γυρίσει σα μπάλα
    -ποιος δρόμος είναι τάχα ο τυχερός αριθμός;
    φωνάζει ο λούστρος το λαχείο του στόλου
    γυρίζει με βία τη μεγάλη πλατεία
    ανδρείκελα σε πλάκα φωνογράφου
    που κραυγάζει Εστία και Έθνος
    την αξία γραβάτας που πουλούν σε τιμή ανεργίας
    μυτερή η βελόνα που βγάζει τους ήχους
    μ’ ελατήριο το χρήμα
    και γυρίζει η πλατεία
    ενώ οι δύστυχοι άνθρωποι προσπαθούν να μην κινηθούν
    τι τους σπρώχνει κει κάτω στη γη
    μακριά από κάθε αέρα
    ποιες ελπίδες ή ποια φριχτήν αιτία
    να μπορούσε να σταθεί όλος ο κόσμος
    που περνάει τα βράδυα από την Ομόνοια
    να κάτσει για μια στιγμή
    και να δώσει ζωή στις πέτρες
    και να πουν μεταξύ τους οι άνθρωποι
    δυο λόγια απλά
    σαν άνθρωποι
    και τα φώτα που ξελαρυγγώνουν πλούσιες ιδιότητες
    να πνιγούν με καρδιές-
    να σταματήσουν για μια στιγμή τα λεωφορεία
    να ξεκουραστούν και τα κακόμοιρα ταξί
    και η άσφαλτος για λίγο να πάψει να υποφέρει
    ας ησυχάσει η πλατεία από τους κόπους των κορμιών
    και η Εστία ας μη βγει για μια μέρα
    ας έρθει η σειρά των φτωχών να γυρίσουν λεύτερα
    αδιάφορο αν ίσια ή κυκλοτερά
    γύρω στην πλατεία της Ομόνοιας
    ας γυρίσουν σε κύκλους πελώριους
    σε σφαίρες ασάλευτες και ξένες-
    και ο φωνόγραφος ας μην παίξει ένα παλιό τανγκό
    τι ωραία που θα ‘ναι τότε η πλατεία
    που θα φορούν οι άνθρωποι
    και δέντρα τα λεωφορεία
    πώς θα γλυκομιλούν λέγοντας
    όσα όταν περνούσαν βιαστικά
    σκοντάφτοντας ο ένας στον άλλον
    ποτέ δεν είχανε σκεφτεί
    θα περπατούν οι λέξεις
    θα φτιάχνουν………..
    τι δε θα φτιάχνουν….
    ………στη γενική ανθρώπινη αρμονία
    ………………………………..
    Αλλά πού!
    ποιος σήμερα ταράζει τους κύκλους
    που μας ταράζουν όλους εμάς
    δεκάρες πεντάρες και λίρες χρυσές
    κινούν την Ομόνοια γύρω σε άξονα
    γυρίζουν σα σβούρα κυκλικά σε πλατεία
    εργάτες και πλούσιοι φτωχοί και φτωχοί
    και στους διαβολικούς εκείνους γύρους
    ο αγέρας σηκώνει φουστάνια
    ανεμίζει χαρές και πόνους
    όλη η Αθήνα βρίσκεται στην Ομόνοια μέσα
    κι οι πιο κρυφοί πόθοι εκεί πέρα ζουν
    εκεί αρχίζει ο έρωτας που πληρώνεται
    εκεί οι διαδηλώσεις για πληρωμή
    εκεί αρχίζουν οι ζάλες
    που σε κάνουν όλα να τα δεις να γυρίζουν
    αγαπώ τις πλατείες σαν την Ομόνοια γυμνές
    αφήνουν να θωρήσεις την κάθε σκιά
    που πετιέται στους δρόμους
    και λιμνάζουν εκεί θολά νερά
    κυκλοτερά
    μες στα νερά καθρεφτίζονται σπίτια
    της Ομόνοιας τ’ άσκημα σπίτια
    δίπατα τρίπατα και πιο ψηλά ακόμα
    περίεργα τα σπίτια της Ομόνοιας
    δε μιλούν όπως άλλα κτίρια
    αλλά ποιος ακούει τι λένε;
    τα λυπάμαι πολύ
    θα ‘ναι φριχτά ζαλισμένα
    απ’ την πλάκα που γυρίζει όλη μέρα
    και τα βράδυα δεν τ’ αφήνουν να κοιμηθούν
    μαζί με τους δρόμους τ’ ανάβουν φριχτά
    όπως η σαμπάνια χορεύτρες φτωχές
    και γυρίζουν τότε κι αυτά μεθυσμένα
    ολόκληρη η πλατεία πηδάει
    στην παραζάλη κείνη.


    ( Νικήτας Ράντος α.κ.α Νικόλαος Κάλας )
     
  8. Antonius Block

    Antonius Block We are all just prisoners here of our own device

    Μια εποχή στην κόλαση

    Μια νύχτα πήρα την ομορφιά
    στα γόνατά μου.
    Και τη βρήκα πικρή.
    Και τη βλαστήμησα.
    Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη.
    Δραπέτευσα.
    Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος,
    εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
    Κατόρθωσα να σβήσω απ' τα λογικά μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
    Με ύπουλο σάλτο, χίμηξα σα θηρίο πάνω
    σ' όλες τις χαρές να τις κατασπαράξω.
    Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας, τα κοντάκια των όπλων τους.
    Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα,
    να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.
    Η απόγνωση ήταν ο Θεός μου.
    Κυλίστηκα στη λάσπη.
    Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
    Ξεγέλασα την τρέλα.
    Κι η άνοιξη μου πρόσφερε
    το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.

    Arthur Rimbaud
    Μετάφραση: Νίκος Σπανιάς

     
  9. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Κατερίνα Γώγου, Θέλω να κουβεντιάσω...

    Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
    που νάχει πόρτα ανοιχτή
    και να μην έχει θάλασσα
    μονάχα άντρες άνεργους
    σκόνη με ήλιο και σιωπή
    να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
    κ' η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
    κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
    προφύλαξη για την υγεία μας
    κι ούτε να δίνεις συμβουλές
    το πως το κατεβάζω έτσι
    και πως σκορπιέμαι έτσι
    και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
    τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
    να τρέξουνε.
    Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
    τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
    πούναι βρώμικα
    και γώ
    να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
    Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
    γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
    και σύ νάσαι φίλος. Φίλος-φίλος
    έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
    καί το κονιάκ νάναι σκατά
    και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
    έχει δωμάτιο για παράνομους
    πάνω απ' το καφενείο
    θα σου τα ρίξω σε μια δόση
    το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω-
    να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
    εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ' αυτούς
    θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
    ..βεργούλες και με δείρανε..
    και θα κρατάς στις χούφτες σου
    μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
    είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
    Κι όταν
    έρθουνε να σου πουν
    εδώ δεν είναι
    τόπος
    και χρόνος
    για τέτοια πράγματα
    τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε

    Μονόλογος από την ταινία Παραγγελιά (1980)

     
  10. desire

    desire No one like you https://youtu.be/aZcXD6bCK8U

    Δόξα και τιμή σ' αυτούς
    που τ’ απαξίωσαν όλα σ' ένα βράδυ
    ξύπνησαν επαναστάτες
    και όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες
    τα θέλω και τη ζωή τους!
    Δόξα και τιμή σ' αυτούς
    που τόλμησαν και έσπασαν τα κατεστημένα
    γιατί ήθελαν να ζήσουν τα ονείρατά τους!
    Δόξα και τιμή
    σε όσους έχασαν τη μάχη
    και ηττήθηκαν έως θανάτου
    από κομπλεξικά ανθρωπάκια περιοπής
    που ζητούσαν επανειλημμένα
    την κεφαλήν τους επί πινακί!
    Δόξα και τιμή σ’ αυτούς
    που ξέφυγαν από δήμιους
    και ελευθερώθηκαν πανηγυρικά
    μετά βαϊων και κλάδων!
    Τιμή και δάφνες
    σε όσους χτύπησαν την γροθιά στο τραπέζι
    και είπαν: «φτάνει πια! εγώ θα ζήσω» και έζησαν!
    ...Φιλιώ Ροτσίδου...  
     
  11. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ..οντως. Υπεροχο
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τέλος

    Ποτέ δεν διάβασα σωστά την πινακίδα.
    Παγιδευόμουν στο έλος ή κατέρρεε η βακτηρία του ταυ,
    βρισκόμουν σε ορφανοτροφείο, φορούσα γκρι φουστάνι κι άσπρες κάλτσες,
    έψαχνα μια κούκλα χωρίς χέρια στα κρεβάτια ενός απρόσωπου θαλάμου.
    Γενικά ήμουν άτυχη. Δεν έβρισκα το σωστό νούμερο ανθρώπου,
    η πλέξη ήταν χαλαρή ή οι τεράστιες βελόνες μπήγονταν στο στέρνο.
    Ακόμα και οι αυταπάτες ήταν τρύπιες.
    Θαρρείς και ήμουν ξενιστής μίας αμφισβήτησης που κοιμόταν στο σκουρόχρωμο αυγό της,
    έτοιμη να πολλαπλασιαστεί στην ντουλάπα του μυαλού μου.
    Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτό, πως οι πιο ευδιάκριτοι τίτλοι τέλους εμφανίζονται πάντα στην αρχή.

    ( Χλόη Κουτσουμπέλη )