Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Το εισαγωγικό ποιήμα της συλλογής “Τα Άνθη του Κακού” Σαρλ Πιερ Μπωντλαιρ

    Η ηλιθιότητα, το λάθος, το αμάρτημα, η τσιγγουνιά, Απασχολούν το πνεύμά μας και βασανίζουν τα σώματά μας, Και τροφοδοτούμε τις αγαπημένες μας τύψεις, Όπως οι ζητιάνοι τρέφουν τα παράσιτά τους. Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές, Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας, Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο, Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας. Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας, Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό. Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν! Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα. Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ’ένα βηματισμό, Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή. Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης, Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι. Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες, Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες, Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς. Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά, Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας, Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή. Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες, Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά, Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται, Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας, Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο! Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές, Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα Και μέσα σ’ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο. Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ, Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του. Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας, Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!
     
  2. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    "Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων” Καρυωτάκης

    Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, σαν άρχοντες που ξέπεσαν πικροί, μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή. Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε. Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι. Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι, και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί, η Αθανασία τους είναι χαρισμένη. Κανένας όμως δεν ανιστορεί και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργάνε. Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι. Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει και αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί, στην τραγική απάτη τους δοσμένοι πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί, παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή. Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε, νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι. Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί «Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε «την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι ;»
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ανησυχία

    Δεν έρχομαι να κατακτήσω απόψε το σώμα σου, θηρίο,
    όπου ενός λαού οι αμαρτίες φτάνουν, ούτε να σκάψω
    καταιγίδα θλιβερή στα βρώμικα μαλλιά σου
    με του φιλιού μου την ανίατη πλήξη:

    Ύπνο στο λίκνο σου βαρύ και δίχως όνειρα γυρεύω,
    κάτω από πέπλα τριγυρνώ που δεν τα αγγίζουν τύψεις.
    Ενώ εσύ από απάτες σκοτεινές μετά απολαμβάνεις,
    εσύ που ανύπαρκτη καλύτερα απ΄ τους νεκρούς γνωρίζεις.

    Γιατί η Κακία, την έμφυτη ευγένεια ροκανίζει
    και όπως εσένα, με στειρότητα με έχει σημαδέψει.
    Μα ενώ στο πέτρινό σου στήθος κατοικεί.

    Καρδιά που αμαρτία καμιά δεν την πληγώνει,
    φεύγω ηττημένος και χλωμός, σάβανο με στοιχειώνει.
    Φοβάμαι μην αφανιστώ, αφού κοιμάμαι μόνος.

    ---------------------------------------------------------

    Αναστεναγμός

    Στο μέτωπό σου η καρδιά μου όπου ονειρεύεται, γαλήνια αδελφή,
    ένα φθινόπωρο σπαρμένο φακίδες.
    Και στα ουράνια όπου το αγγελικό σου βλέμμα πλανιέται,
    υψώνεται, όπως σε κήπο περίλυπο.
    Πιστή, ένα λευκό σιντριβάνι νερού προς το Γαλάζιο ανασαίνει!
    – Προς το τρυφερό Γαλάζιο του χλωμού και καθάριου Οκτώβρη
    που αντανακλά στις μεγάλες δεξαμενές την άπειρη χαύνωση.
    Και αφήνει, στο πεθαμένο νερό όπου η πυρόξανθη αγωνία
    των φύλλων πλανιέται στον άνεμο και ένα κρύο αυλάκι σκαλίζει.
    Να σέρνεται ο κίτρινος ήλιος από μια ακτίνα ατέλειωτη.

    ( Stéphane Mallarmé )

    *Μετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου.
     
    Last edited: 22 Αυγούστου 2017
  4. xarkias

    xarkias Regular Member

  5. xarkias

    xarkias Regular Member

    Δειλινό στη γέφυρα – Τάσος λειβαδίτης

    από το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
    Αποσπάσματα



    Κι αν με βλέπετε να στέκομαι συχνά μπρος στον καθρέφτη δεν είναι από φιλαρέσκεια, αλλά πρέπει κάθε τόσο να διορθώνω τη θηλιά που μ’ έχουν κρεμάσει… (…)

    Έπειτα γύρισα στο δωμάτιό μου, γονάτισα πίσω από τον καναπέ κι έπαιξα με τη Λουκία, τη μικρή πεθαμένη υπηρέτρια των παλιών ωραίων καιρών. (…)

    Κι άξαφνα μια μέρα, όπως καθόμουν, αναπήδησα γιατί κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι αιώνια, ήταν μάλιστα τόσοι πολλοί ηλίθιοι που μου εύχονταν στα γενέθλιά μου «χρόνια πολλά», που ξέχασα ολότελα πως μια μέρα θα πεθάνω (…)

    πήγα λοιπόν και πέταξα τα λεφτά στον υπόνομο – από τότε κοιμάμαι ήσυχος. (…)

    «Με συγχωρείτε, τους λέω, δεν ήθελα να σας ενοχλήσω, αλλά, για το θεό, δεν βλέπετε – είναι αργά για όλα» τρόμαξαν, θέλησαν να με διώξουν, αλλά εγώ πιο γρήγορος έβγαλα τον μπαλτά που έχω πάντα κάτω από το σακάκι μου, τους άνοιξα το κεφάλι και τους έβαλα μέσα ένα κλωνάρι πασχαλιάς.
    Ίσως γι’ αυτό μιλώ μόνο το βράδυ.

    (…)κι όλα αυτά προς δόξαν του μυστηρίου κι ο χαμένος χρόνος ας πάει να κρεμαστεί κι ας κρεμαστεί μαζί του κι εκείνος που τον έχασε. Κι ύστερα έρχονται και σε ρωτάνε: «σε ποιον έχω την τιμή;», «στου μουνί της αδελφής σου, βρε ηλίθιε – δε βλέπεις;»

    (…)όπως τότε παιδί που οι υπηρέτριες έσκυβαν και κοίταζα με αγωνία τις δαντέλες στις άσπρες κυλότες τους(…)

    (…)ω χαμηλά φώτα των τρένων, των φτηνών ξενοδοχείων, των απόμερων δρόμων ή των μικρών εκκλησιών στις εξοχές και γενικά, εκεί που οι ψυχές πηγαίνουν να λησμονήσουν λίγο, ενώ ένας ζητιάνος κάτω από ένα παράθυρο τραγουδάει βραχνά
    την εποποιία της ερημιάς.

    (…)κι εγώ έπαιζα το μεγάλο ρόλο μου κλειδωμένος στη σοφίτα. Κι αργότερα συνάντησα στο διάδρομο την κυρία – Μάρθα. «Ήταν θέλημα Κυρίου, είπε. Και τώρα στο έργο μας.»

    Φυσικά, από παιδί είχα πάντα τη διαίσθηση ότι ήμουν γεννημένος για κάτι πολύ μεγάλο. Τι ακριβώς; Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ. (…)αλλά κι εγώ με αυτό το τρέξιμο κάθε νύχτα ως την άκρη του κόσμου, το πρωί εξαντλημένος δεν μπορούσα να γράψω ούτε γραμμή – διότι, είρησθω εν παρόδω, ήμουν ένας σπουδαίος συγγραφέας. (…)
     
  6. sapphire

    sapphire ☙❀❧

    ΜΕΝΕΞΕΛΙ

    Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός
    Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
    Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.

    Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας
    Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες
    Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς

    Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια
    Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών
    Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...

    Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων της
    Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά

    Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:
    Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων
    Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού

    Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι
    Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά
    Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.

    Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό
    Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της
    Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!

    Οδυσσέας Ελύτης
     
  7. poepoe1800

    poepoe1800 Regular Member

    !!!!!!!
     
  8. stratos83

    stratos83 Regular Member

  9. maria72

    maria72 The white version

    ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ
    Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
    Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
    νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
    Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
    νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
    Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
    γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

    Ν. Χριστιανοπουλος
     
  10. Το περιέχον περιεχόμενον
    γ'

    Είμαι η λυκοπαγίδα κι είμαι ο λύκος
    που πιάστηκε σ’ αυτή
    Κανένας δεν το βλέπει δεν το ξέρει
    Ούτε εκείνοι που με χαιρετούν από μακριά
    Ούτε αυτοί που μ’ αγκαλιάζουν ή μου σφίγγουνε το χέρι
    Τόσο έντεχνα έχω πνίξει μέσα μου το ουρλιαχτό
    Του θριάμβου το ουρλιαχτό του πόνου
    Κυκλοφορώ ανάμεσά τους μ’ άνεση φορώντας
    Το πιο αδιάφορο χαμόγελο το πιο καθημερινό
    Ενώ οι δαγκάνες μου χώνονται βαθιά
    Όλο και πιο βαθιά μες στα πλευρά μου


    Αργύρης Χιόνης
     
  11. desire

    desire No one like you https://youtu.be/aZcXD6bCK8U

    -Θες να τα φτιάξουμε;
    -Ναι.
    -Και να τα έχουμε από τώρα;
    -Ναι.
    -Και θα μ' αγαπάς;
    -Αυτά είναι των μεγάλων. Είμαστε ακόμα πολύ μικροί για τόσο μεγάλα ψέμματα.

    Σταύρος Σταυρόπουλος


     
     
  12. panossub

    panossub New Member

    T.S. Eliot - Κουφιοι Ανθρωποι

    «Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι σκύβοντας μαζί, κεφαλοκαύκι άχυρο. Αλίμονο! Οι στεγνές φωνές μας, όταν ψιθυρίζουμε μαζί είναι ήσυχες και ανόητες σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί στο ξερό μας κελάρι.

    Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση.

    Αυτοί που πέρασαν με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο Βασίλειο μας θυμούνται-αν καθόλου-όχι ως χαμένες βίαιες ψυχές, μα μονάχα ως κούφιους ανθρώπους τους βαλσαμωμένους ανθρώπους…»

    «…Αυτή είναι η νεκρή χώρα αυτή είναι του κάκτου η χώρα εδώ τα πέτρινα είδωλα σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου»

    «…Mεταξύ ιδέας και πραγματικότητας μεταξύ κίνησης και δράσης πέφτει η Σκιά Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο Μεταξύ αντίληψης και δημιουργίας μεταξύ κίνησης και απάντησης πέφτει η Σκιά Η ζωή είναι πολύ μακριά Μεταξύ πόθου και σπασμού μεταξύ δύναμης και ύπαρξης μεταξύ ουσίας και πτώσης, πέφτει η Σκιά Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο γιατί δική σου είναι η ζωή γιατί η ζωή είναι δική σου αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι με ένα κρότο αλλά με ένα λυγμό»