Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Γάτε που παιζεις μες στο δρόμο

    Γάτε που παίζεις μες στο δρόμο σαν να ‘ταν πάνω στο κρεβάτι,
    Φθονώ την τύχη σου, γιατί, ούτε μπορείς να την πεις τύχη.
    Καλέ υπηρέτη των μοιραίων νόμων, που ορίζουν πέτρες μα και ανθρώπους,
    Δεν έχεις παρά αισθήματα γενικά, και μόνο αισθάνεσαι εκείνο που αισθάνεσαι.
    Είσαι ευτυχής, γιατί έτσι είσαι, κι η ανυπαρξία είναι δική σου.
    Αντίθετα, εγώ είμαι χωρίς εμένα, με γνωρίζω και ξέρω πως δεν είμαι εγώ.

    Φερνάντο Πεσσόα
     
  2. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    {1450} Emily Dickinson

    Το Δρόμο φώτιζαν τ' αστέρια κι η Σελήνη
    Τα Δέντρα στέκονταν ακίνητα και φωτεινά-
    Ξεχώρισα-μες απ' το Φως τ΄αλαργινό-
    Έναν ταξιδιώτη επάνω σ' ένα λόφο-
    Ν' ανηφορίζει σε Καθέτους μαγικέςς
    Κι ας ήταν Γήινες απλώς-
    Άγνωστος ο λαμπρός του προορισμός
    Μα τυλιγμένος σε μια λάμψη αυτός.

     
    John Atkinson Grimshaw(1836-1893), Τοπίο με σεληνόφως. Ιδιωτική Συλλογή.
     
  3. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Κώστας Καρυωτάκης, Δον Κιχώτες (1920-από τη συλλογή Νηπενθή)

    Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
    του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
    Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
    για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

    Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
    αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
    ο Σάντσος λέει "δε σ' τό' λεγα;" μα εκείνοι των μεγάλων
    σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: "Σάντσο, τ' άλογό μου!"

    Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
    στην μιαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
    άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
    με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

    Τους είδα πίσω νά' ρθουνε-παράφρονες, ωραίοι
    ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο-
    και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά, πως ρέει,
    την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

     
    Honoré Daumier, O Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα στα βουνά. 1850.
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Είμαι άπείρως περισσότερος από τό πλούσιο καί ηδυπαθές χρώμα
    ένός εγκλήματος
    Πέρα από ένας καθρέφτης γιά τά μάτια σου
    Πέρα από τήν αναχώρησή σου
    Πέρα από ένα αβέβαιο μέλλον
    Περπατάω χωρίς ηχώ
    Ή επιστροφή σου δέ θά προσέθετε τίποτα
    Μαζί είμαστε πάρα πολλοί γιά μάς τούς ίδιους
    Πάρα πολλοί σάν ένας στρατός σέ άτακτη υποχώρηση ή μιά κακή σοδειά
    “Ολα μυρίζουν προδοσία ένα όνειρο πού διακόπτεται μιά σκέψη
    πού ξεφεύγει απ’ τόν αέρα
    Ή αναμονή έκ γενετής τυφλή
    Πριν σέ γνωρίσω ή φωτιά ήτανε ιερή
    Τώρα είναι ή γη πού καταρρέει
    Θά επινοήσουμε κάτι άλλο
    Μιά καρδιά πού νά λειτουργεί σά δαιμόνια μηχανή
    Μιά ήμιτονοειδή ή έναν καινούργιο χαρταετό
    ‘Έναν καινούργιο χώρο ένα καινούργιο επίχρισμα γιά την αύγή
    Δεν τά ’κλεψαν δλα ούτε τά καταβρόχθισαν
    Ό ουρανός είναι απέραντος καί πέφτοντας τό πιό μικρό αστέρι
    θά τρόμαζε τά μάτια σου

    Νικήτας Ράντος
     
  5. brenda

    brenda FU very much

    Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
    έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
    με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
    από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
    το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
    βουλιάζει... Γιατί εκείνο πια το δείλι,
    σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
    ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον,
    ήμουν περπατητής μοναχικός στο δρόμο
    που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
    σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
    Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
    σα δρόμος της Ψυχής... Φανερωμένος
    μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
    αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
    γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
    αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,
    με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους...
    Μα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος
    κι έμειν’ η φύση μόνη, ώρα κι ώρα
    μιαν ησυχία βασίλεψε... Κι η πέτρα,
    π’ αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,
    θρονί μού φάνη μοιραμένο μου ήταν
    απ’ τους αιώνες. Κι έπλεξα τα χέρια,
    σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας
    αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα
    αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο...
    Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
    τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
    Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,
    και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
    συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.
    Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
    και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
    να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
    το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να
    χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
    τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
    στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία,
    (ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
    με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
    το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω
    μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
    ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν
    ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
    αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
    με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
    για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
    Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
    πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
    Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
    σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
    μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
    υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
    του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
    της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
    στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
    Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
    οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
    πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
    στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
    ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
    φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
    την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
    να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
    γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
    ζωηρά...
    Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
    έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
    ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
    στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·
    ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...
    Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
    του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
    δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
    με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,
    μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
    του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
    μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
    του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
    δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
    ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα
    ήταν κι είναι στον Άδη...
    Και σκυμμένο
    το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
    καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
    κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή...
    Μα ως, τέλος,
    ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
    ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
    και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
    με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
    το δρόμον οπού τέλειωνε στα ‘ρείπια
    του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
    Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
    «Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
    που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
    κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
    θα γιορτάσουν μαζί;»
    Κι ως προχωρούσα,
    κι εβράδιαζε, ξανάνιωσα απ’ την ίδια
    πληγή, που η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος
    να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,
    καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
    το κύμα σε καράβι που ολοένα
    βουλιάζει... Κι όμως τέτοια ως να διψούσε
    πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη
    ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
    σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,
    ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,
    ένα μούρμουρο,
    κι έμοιαζ’ έλεε:
    «Θά ‘ρτει...»

    ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Η ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ
     
  6. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

    Δέντρα στα δέντρα δεν μπορώ πια να δω.
    Δεν έχουν τα κλαδιά τα φύλλα που τα κρατούν στον άνεμο
    Γλυκείς είν’ οι καρποί, όμως χωρίς αγάπη.
    Ούτε καν που χορταίνουν.
    Και τί να γίνει;
    Μπροστά στα μάτια μου το δάσος δραπετεύει,
    μπροστά στ’ αυτιά μου κλείνουν τα πουλιά το στόμα,
    κανείς αγρός δεν γίνεται για μένα κλίνη.
    Χορτάτη είμαι απ’ το χρόνο
    μα τον ορέγομαι.
    Και τί να γίνει;

    Θα καίνε στα βουνά τις νύχτες οι φωτιές.
    Να ξεκινήσω να τα πλησιάζω όλα πάλι;

    Δεν βλέπω σε κανένα δρόμο μια οδό.

    Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν
     
  7. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Σχήμα

    Δὲν εἶναι φωτεινότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια•
    ψάχνεις μ' ἔρωτα καὶ μανία νὰ
    τήνε βρεῖς ;
    εἶναι ἡ ἔρευνά σου σὰν τὴ Νύχτα καρποφόρα, ποὺ ἔχει ἀσφαλές,
    ὅτι θὰ σκάσει ὁ Ἥλιος πομπωδῶς•
    ἡ ἔρευνά σου σὰν τὴ Νύχτα,
    ποὺ ὅσα ἐρέβη καὶ ἂν δέρνουν,
    κάτι σιγολάμπει,
    εἴτε ἡ πληθώρα τῶν ἄστρων, εἴτε, ἔστω, ἡ ἀγωνιώδης μέσῳ συγνέφων
    θολὴ ἐκείνη φωταύγεια ποὺ ὁδηγάει.
    Ἀντίθετα, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τὴν Ἀλήθεια,
    εἶναι τῆς ἀμεριμνησίας του ἡ δῆθεν γαλήνη
    σὰν τὴν αἰώνια νύχτα τοῦ κακοῦ θανάτου,—ἄκαρπη,
    δίχως οὐδενὸς πράγματος φόβο ἢ ἐλπίδα, δίχως ἀρχή,
    δίχως τέλος, ἀσυνείδητη,
    σὰν τὴν ψιλὴ ἔννοια θανάτου δίχως τρόπαια χρωμάτων,
    δίχως κὰν τὴν στιλπνότητα Κρίσεως μελλοντικιᾶς μετὰ σαλπίγγων.

    Τ. Παπατσώνης
     
    Last edited: 11 Φεβρουαρίου 2018
  8. lotus

    lotus Silence

    Επήγα

    Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.
    Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
    μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
    επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
    Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
    που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.

    Καβάφης
     
  9. lotus

    lotus Silence

    Επιθυμίες

    Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
    και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
    με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
    έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
    χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
    της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

    Καβάφης
     
  10. lotus

    lotus Silence

    Το Άλμπαντρος

    Συχνά, για να περάσουν την ώρα τους, οι άνδρες του πληρώματος
    πιάνουν τα αλμπατρός, τεράστια πουλιά της θάλασσας,
    που συνοδεύουν, νωχελικοί σύντροφοι στο ταξίδι,
    το σκάφος που γλιστρά πάνω στα βαθιά νερά

    Μόλις τα αφήσουν στο κατάστρωμα,
    αυτοί οι βασιλιάδες του γαλάζιου, αδέξιοι και ντροπαλοί,
    αφήνουν θλιβερά τα μεγάλα άσπρα τους φτερά
    σαν να σέρνουν πλάι τους κουπιά

    Αυτός ο φτερωτός ταξιδευτής, πόσο αδέξιος και άβουλος!
    Αυτός, άλλοτε τόσο ωραίος, πόσο κωμικός και άχαρος!
    Ο ένας το ράμφος του με το τσιμπούκι του χτυπά
    ο άλλος μιμείται, κουτσαίνοντας, τον ανάπηρο που πετά!

    Ο Ποιητής μοιάζει με τον πρίγκιπα των νεφών
    που πλανιέται στην καταιγίδα, ψηλότερα από κάθε σαϊτιά,
    εξόριστος στο έδαφος, στη βουή των αποδοκιμασιών,
    να περπατά τον εμποδίζουν τα γιγάντια φτερά

    Μπωντλερ
     
  11. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Με κατοικεί μια κραυγη
    Κάθε βράδυ φτεροκοπα προς το εξω
    Ψάχνοντας,με τ'αγκιστρι της,κάτι ν'αγαπησει...

    Συλβια Πλαθ
     
  12. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
    όλα τα μάτια, και τους καημούς, τα βράχια, τ’ ακρογιάλια,
    τους αετούς, τη μουσική όλων των κλαριών, τον αφρό όλων των κυμάτων.
    Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
    όλους τους ασφόδελους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου
    τα μεράκια, τα ντέρτια – το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,
    το κρεμεζί μου το μαντίλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες.
    Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
    όλα μου τα κολύμπια στην Κινέτα, τον έρωτά μου με το φως
    και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, τη χαρά μου όταν ζω.
    Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,
    όλες τις μέρες του χρόνου
    – δικές μου είναι, από τη μιαν
    αυγή στην άλλη –
    με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδίες,
    ξεφάντωμα και κορεσμός του ήλιου.

    Μ. Χατζηλαζάρου