Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

     
    Λειβαδίτης
     
  2. lotus

    lotus Silence

    Ποιητής
    Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
    τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
    σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
    τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
    Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
    πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
    καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
    ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
    Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
    νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

    καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
    γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
    Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
    πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,

    τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
    τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

    Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
    τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

    κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
    χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

    μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
    κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,

    μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
    τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!

    Ν. Λαπαθιώτης
     
  3. lotus

    lotus Silence

    Ἡ χαρά
    Πάντα κάτι μὲ κρατεῖ
    καὶ μὲ φέρνει πίσω,
    στὸ καιρὸ ποὺ κάθε τί
    μοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω.

    Ποὺ ὅλα, σκέψεις μου κρυφὲς
    κι ὅτι ζεῖ στὴ πλάση,
    δὲ μοῦ θύμιζε μορφές,
    ποὺ τὶς ἔχω χάσει.

    Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν,
    μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο,
    πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν
    πρέπει νὰ πεθάνω...

    Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ
    σκόρπισαν, τῆς πλάνης,
    μοῦ τὸ λένε καθαρά:
    Πρέπει νὰ πεθάνεις!

    Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ
    κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη,
    τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ
    μάτι μου τὸ βλέπει.

    Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
    κάνει σκέψην ἄλλη,
    δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
    πάλι αὐτὴ προβάλλει...

    ...Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺς
    νά ῾ναι ἡ μέρα μαύρη
    κι ὅσα θέλησεν ὁ νοῦς,
    νὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει

    κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰ
    τώρα στερημένοι,
    κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰ
    καὶ μᾶς περιμένει...

    Ν. Λαπαθιώτης
     
  4. lotus

    lotus Silence

    Ἑκάτης πάθη

    …Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη
    κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ:
    τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει,
    σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή…

    Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη
    πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ,
    σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη
    κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί;

    Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα,
    στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά.
    πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα
    καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά;

    …Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη
    κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί;
    Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει,
    ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ…

    Ν. Λαπαθιώτης
     
  5. Το μενταγιόν

    Είναι σώματα που ζουν στο αθέατο
    Εκεί, η ύπαρξή τους διαστέλλεται
    για να χωρέσει τα υπόλοιπα της νοσταλγίας
    Μέχρι που τα υπόλοιπα μαζεύονται
    Μαζεύονται τόσο που γίνονται τελικά
    ολόκληρο το αρχικό κεφάλαιο
    Αγοράζεις με αυτό ένα μενταγιόν και
    κλείνεις στη θήκη του μια φωτογραφία
    Τώρα που στέκεσαι μπροστά στην τζαμόπορτα
    το ανοιγοκλείνεις αφηρημένα και αυτιστικά
    σα να πρόκειται να σου πραγματοποιήσει
    τις ευχές
    Ενώ τα σύρματα της τηλεπικοινωνίας
    μετατρέπονται σε εκκλήσεις για ταχείες
    που θα μας βγάλουν
    «στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας»*

    *στίχος του Νίκου Καρούζου


    Χαριτίνη Ξύδη
     
  6. lotus

    lotus Silence

    Σφίγγω τα μάτια μου
    μην αποδράσει η αλήθεια η μέσα μου
    άφοβη κι αδέσποτη
    και ψάχνει για άγνωστα πετάγματα κι ουρανούς.

    Κρατημένο στο ανήφορό της
    το δίκιο αδέκαστο ή μήπως το άδικο;
    Το δε άφωνο μνήμα
    να μου στερεί τις ψαλμωδίες.

    Κι όλα τα πράγματα να μην θέλουν
    τα χέρια μου να σπάνε στα πόδια μου.

    Κι εγώ να ικετεύω την καρδιά μου να μεγαλώσει
    για να χωρέσει όλα όσα απώλεσε
    κι όσους θα χάσει.

    ~στέλλα βρακά~
     
  7. gazza

    gazza Regular Member

    τα τριανταφυλλα ειναι κοκκινα
    οι παπαρουνες μπλε
    παρε μου μια πιπα και ειμαστε κομπλε 
     
  8. lotus

    lotus Silence

  9. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Αυτός που σωπαίνει, Λειβαδίτης

    Όμως εσύ σωπαίνεις…
    Γιατί δε μιλάς;
    Πες μου!
    Γιατί ήρθαμε εδώ;
    Από πού ήρθαμε;
    Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
    Τι θέλουν να πουν;

    Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
    Όλα θα άλλαζαν…

    Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
    δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
    το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…

    Κι ολόκληρο το άγνωστο
    την ώρα που βραδιάζει…
     
  10. GCHL

    GCHL Hijo de la Luna

    Καθώς την περίμενε,
    πάλευε και πάσχιζε να τελειώσει
    το κείμενο μπροστά του,
    ενοχλημένος, με σύντομες φράσεις
    απαντούσε και στο τηλέφωνο∙
    καθώς την περίμενε αγνοούσε
    τακτές ημερομηνίες και χειρόγραφα.

    Μόνο να επιστρέψει,
    να μένει ανοικτό το φωτάκι του πικάπ
    κι ο δίσκος να παίζει,
    να μιλάνε για ταινίες το σαββατόβραδο,
    για τρελές παρέες,
    αναδυόμενα πάθη.
    Αλεξάνδρα Μπακονίκα
     
     
  11. ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ ΛΥΠΕΣ

    Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο

    είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι,
    με τα πλευρά του που η σκουριά πια τα ’χει φάει
    με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά,
    σπασμένο,
    δαγκωμένο
    απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.

    Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…
    Κι όμως –ποιος θα το πίστευε;-
    απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν
    μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει
    αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…
    (Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη
    Μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως
    μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,
    ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν
    τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)

    Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε
    σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους
    που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…

    Κι οι παραλληλισμοί μου ήρθαν αθρόοι.

    Αλέξανδρος Μπάρας
     
  12. Φοβόταν Ο Πόε;

    Σ’ αυτούς τους πεζόδρομους της

    Βαλτιμόρης απόψε – φοβόταν ο Πόε;
    Τα ολονύχτιο σκουριασμένο σημάδι μιας εξόφθαλμης ρίμας
    να φωσφορίζει από την πόρτα ενός ομιχλώδους καπηλειού.

    Φοβόταν τα ολάνθιστα μάτια των σκύλων
    τις αντανακλάσεις των κοράκων, των αρουραίων τα περιττώματα
    μέσα από τα πριονίδια της Αγοράς Χόλινς
    την μυρωδιά της σαπίλας και της λινάτσας πυκνή σαν γούνα.

    Φοβόταν τις κατσαρίδες, την αρρώστια, την φτώχεια
    την επίμονη φτώχεια να ουρλιάζει να κροταλίζει να σπάει να μαστιγώνει
    τα κακόμοιρα πόνι να σέρνουν κάρα γεμάτα χορτάρια
    πάνω στην Οδό Γκριν – υπερφορτωμένα με απληστία.

    Φοβόταν το πηχτό πέρασμα του ουρανού πάνω από
    την συννεφιασμένη Οδό Κρός καλύπτοντας ξετρυπώνοντας τη μέρα
    το πορφυρό πέπλο, βελονιάζοντας από τον λόφο
    μέχρι κάτω τον τυλιγμένο κόλπο από τα σκοτεινά νερά.

    Μαύρα αγάλματα να στροβιλίζουν τεράστια πλισέ σεντόνια
    όταν τα φώτα του δρόμου χαμηλώνουν, χάνοντας τα αστέρια,
    Σαν τους γλεντζέδες που ρέουν προς το στερνό τους αμάξι
    μερικοί στου δειλινού του ελαφρώς διεστραμμένο μπαστούνι.

    Φοβόταν την μπίρα, τα ναρκωτικά, το σάλτο
    απ’ της ακτής το κουρελιάρικο μορφοκλασματικό λάθος
    να αιωρείται σε ένα όνειρο ενταφιασμού φοβούμενος να κραυγάσει
    επαναλαμβανόμενες μαθητευόμενες περήφανες εκδοχές της κόλασης.

    Η δίνη ενός κύματος, μια μπερδεμένη απειλή
    ξεκινά κι ενεργοποιεί αυτό που μετατρέπεται σε τρόμος
    κάνει το όραμα να κυλάει σε αντίθεση από
    τη δημιουργία και πως μια τέτοια χάρη τρέφεται.

    Τσαρλς Πλύμελ