Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Dux

    Dux Regular Member

    Ακολουθήστε την αγάπη όταν σας καλέσει, όσο σκληροί και παράλογοι και αν είναι οι δρόμοι της.
    Και παραδοθείτε στο αγκάλιασμά της όταν σας περιβάλλουν τα φτερά της, έστω και αν πληγωθείτε από το σπαθί που κρύβει στα ακροπτέρυγα της.
    Και πιστέψτε την όταν σας μιλήσει, έστω και αν η φωνή της έχει τη δύναμη να θρυμματίσει τα όνειρα σας σαν βόρειος άνεμος που ερημώνει κήπο.
    Διότι όπως σας στεφανώνει η αγάπη, έτσι και θα σας σταυρώσει.
    και όπως βοηθά την ακμή σας, έτσι και θα σας ψαλιδίσει τα φτερά σας.
    Όπως σας ανεβάζει στα ύψη χαϊδεύοντας τα κλαδιά σας, που τρέμουν κάτω από τον ήλιο,
    έτσι θα σας γκρεμίσει και στις ρίζες σας και θα σας αποσπάσει από τη γη(...)
    Μόνη επιθυμία της αγάπης είναι να εκπληρωθεί.
    Αν αγαπάς, όμως, και είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές:
    Λιώσε και γίνε σαν τρεχούμενο ρυάκι που τραγουδά τη μελωδία του μες στην νύχτα.
    Κατανόησε τον πόνο της υπερβολικής τρυφερότητας.
    Πόνεσε από την ίδια την κατανόηση της αγάπης σου,
    και μάτωσε με προθυμία και αγαλλίαση.
     
  2. ΜΕΣ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

    Ναι, θα επιστρέψω στο σκοτάδι όπως κι εσύ.

    Όμως ώς τότε θέλω να γευτώ τα χρώματα
    Που βγαίνουν από τ’ άνθη
    Όταν το σώμα σφίγγεται για να μη σπάσει.
    Θέλω ν’ ανοίξω τα φυλλώματα
    Και να ριχτώ στη θάλασσα του στήθους σου
    Γλείφοντας και ρουφώντας.
    Θέλω να γίνω το κουκούτσι σου
    Να τυλιχτείς σαν αύρα γύρω απ’ τη ζωή μου

    Να λύσεις τα φιλιά τα κλειδωμένα
    Και θέλω να με πάρεις στη μεγάλη προκυμαία.
    Θέλω να βγω απ’ τον κλοιό σου
    Για να ξανάρθω πέτρινος
    Στην τρυφερή πληγή σου.
    Να κλέψω τα λειψά σου όνειρα
    Ν’ ακούσω την ορμή σου
    Λίγο πριν σκοτεινιάσει
    Πριν κλείσει η πόρτα
    Και ψιθυρίσω μες στο χώμα καληνύχτα.

    Αλέξανδρος Ίσαρης
     
  3. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Ο σατανάς δεν έχει φύλο

    Ο σατανάς δεν έχει φύλο
    Δανείζεται το κόκκινο της έκστασης
    Γεμίζει το κρεβάτι μου φιλιά
    Ρούχα κι αισθήματα ριγμένα πρόχειρα
    Οι μύτες των μαστών να δείχνουνε
    Ειρωνικά
    Τα ουράνια.
    Δεν ξέρω ακόμα την ωραία του φύση
    Όμως με θέλγουν οι εύστροφες κινήσεις της
    Η πειστική ανάπλαση του πάθους-
    Κάθε φορά που αλλάζει σάρκα
    και οστά
    Με μάτια από αγνότητα
    Ορκίζεται πως θα΄ναι η τελευταία.
    Ο μόνος πόθος του εγώ είναι το εγώ
    Μου εκμυστηρεύεται
    Χιλιάδες δρόμοι φεύγουνε γυρίζουν
    Πάρε στην τύχη ένα:
    Εδώ θα ΄ρθεις
    Εδώ λοιπόν, να ξέρεις,
    Περιμένω.

    Αντώνης Φωστιέρης
     
  4. lotus

    lotus Silence

    Παντού την είδα.
    Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό.
    Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου.
    Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα.
    Είναι χλωμή κι ωραία.
    Μα αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου.
    Σαν να γίνεται κάτι άλλου - που μόνο αυτή τ’ ακούει, και τρομάζει.
    Κρατάει το χέρι σου σφιχτά,δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί.
    Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

    ~Οδυσσέας Ελύτης~
     
  5. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Η νύχτα με συμφέρει

    Πράγματι η νύχτα με συμφέρει.
    Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες· ύστερα
    διορθώνει τις σκέψεις· έπειτα συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη
    τη σιωπὴ με σέβας ανατέμνει·
    εξαίρει την όσφρηση μα προπάντων η νύχτα περιζώνει


    Νίκος Καρούζος
     
  6. ΤΟΠΙΟ

    Βράδυ Σεπτέμβρη· θλιμμένες ηχούν οι σκοτεινές φωνές των
    βοσκών
    στο μισοσκότεινο χωριό· φωτιά στο σιδεράδικο σπιθίζει.
    Άλογο μαύρο σηκώνεται δυνατό· οι υακίνθινες μπούκλες
    της υπηρέτριας
    κυνηγούν την πνοή των πορφυρών του ρουθουνιών.
    Ήσυχα κοκαλώνει η κραυγή της ελαφίνας στην άκρη του
    δάσους
    και τα κίτρινα λουλούδια του φθινοπώρου
    γέρνουν βουβά πάνω απ’ τη γαλάζια όψη της λιμνούλας.
    Μες στην κόκκινη φλόγα κάηκε ένα δέντρο· με πρόσωπα
    σκοτεινά πετούν οι νυχτερίδες.

    Georg Trakl
     
  7. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
    και να σβήνουν,
    και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
    γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
    ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
    και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
    ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
    και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
    φτωχούς,
    είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
    θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
    συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
    έφτυσα,
    έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
    αργά, ότι είσαι ένας άλλος
    από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου
    για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
    κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,
    συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον
    δαίμονα μέσα μου
    που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
    τα πιο καθάρια μου όνειρα
    και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαριές, τον πότισα αλκοόλ,
    χρέη, εξευτελισμούς,
    και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
    φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
    έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
    χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
    έκοψα μικρά-μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
    στα σκυλιά.

    Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
    μπορώ να γράψω
    ένα στίχο, αληθινό...


    ...Τάσος Λειβαδίτης...
     
  8. Dux

    Dux Regular Member

    Είν' η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    σ' εν' ακύμαντο πέλαγο νεκρό.

    Βουβά και σκοτεινά τα μαύρα της παλάτια, τα ερημωμένα,
    με τα βαριά παραθυρόφυλλα κλειστά για πάντα,
    θλίβουν μ' ίσκιους ψυχρούς τα κοιμισμένα τα κανάλια,
    που δε θεν' αυλακώσουν πλέον ποτές, ποτές,
    γόντολες της χαράς, του έρωτα γόντολες,
    μήτε απ' τον ανεξύπνητο τον ύπνο
    θα κράξουν απαλόχορδες κιθάρες
    βαθιούς αντίλαλους σαν άλλοτε
    κάτου απ' τα τόξα των θλιμμένων γεφυριών.

    Ειν' η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    σ' εν' απέραντο πέλαγο νεκρό.

    Κάτου από μακρινούς νοσταλγικούς ορίζοντες
    έγειρε κάποιο δείλι ξεχασμένο
    σε λήθαργο θανατερού την κλίνη ο Ήλιος
    και σέρνοντας απέλπιδη, σε στήθη βαρυκύμαντα,
    χείμαρρο ολόχρυσων μαλλιών η Δύση
    τα φωτεινά της ρόδα τ' απαλότρεμα
    ξεφύλλισε για πάντα.
    Κι απλώθη ολόγυρα το αιώνιο βράδι,
    το αφέγγαρο, το άναστρο, το στείρο βράδι,
    που δε μηνάει τη νέαν Αυγή.

    Ειν' η ψυχή μου Βενετιά που αποκοιμήθη
    σ' ύπνου ανονείρευτου τα κρύα βύθη.

    Ένας ίσκιος που μού μοιάζει πλανιέται
    στ' άφωνα πλάτη των διαδρόμων
    του δουκικού του παλατιού,
    τον Κυβερνήτη Δόγη καρτερώντας,
    το λογισμό, που δε θα ξανάρθει,
    γιατ' έριξε την αρρεβώνα στο νεκρό το πέλαγο,
    και τη βαρειά κορώνα του στ' ακίνητα νερά,
    κι εχάθη στο μυστήριο των βαθύτατων κρυπτών
    που τα κλειδιά τους πήρε η Λήθη.

    Πέρα, σε ξένους μακρινούς ορίζοντες,
    δειλές κι αδύναμες σταμάτησαν οι ώρες,
    διπλώνοντας τ' ακούραστα φτερά,
    γιατ' είδαν μες στα σκότη τη γιγάντια
    σκιά της Αιωνιότητος μπροστά τους πυργωμένη
    με το αυστηρό το δάχτυλο της προσταγής στο στόμα
    κι είναι μια θλίψη ολόγυρα απλωμένη,
    νοσταλγική, σαν το στεφάνι που αλησμονημένο
    τρόπαιο μιας θρυλικής πρωτομαγιάς
    μαράθηκε από χρόνια στο μπαλκόνι
    του έρμου του κλειστού σπιτιού, που το αρνηθήκαν
    ως και τα χελιδόνια, κι όλο ρεύει
    το Μάη προσμένοντας που δε θα ξαναρθεί.

    Ειν' η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    σ' άβυθο πέλαγο, μαρμαρωμένο, νεκρικό.

    Κάποιες ώρες στο σκοτάδι προβαίνει
    κι αρμενίζει ανοιχτά λευκό καράβι,
    νύχτιο φάντασμα αχνόφωτο και διάφανο
    -ποιος αγέρας φουσκώνει τα πανιά του
    στο αρυτίδωτο πέλαο του θανάτου;-
    και στην πλώρη του εμπρός, σ' άσκεπο φέρετρο,
    με τα χείλη σφιγμένα σ' αδύναμο πείσμα,
    με τα μάτια κλειστά και με χέρια που σφίγγουν
    στα στήθη τα ψυχρά το μάταιο πλέον σπαθί του,
    βαριοκοιμάται ο νικημένος κυνηγός του Ονείρου,
    κι ειμ' εγώ, κι ειμ' εγώ.

    Στου παλατιού του δουκικού τον πιο αψηλό τον πύργο
    τότες προβάλλει ο ίσκιος που μού μοιάζει,
    κι απέλπιδος τα κουρασμένα χέρια απλώνει
    σ' άφωνη και βαρειά λαχτάρα.
    Μα του κάκου προσμένει. Αργοδιαβαίνει
    το μυστικό το πλοίο , που δε φλοισβίζει
    στην πλώρη του ο αφρός, μηδέ αυλακώνει
    το πέλαγο ξοπίσω του η ανάμνηση
    και σβιέται στα σκοτάδια και στα μάκρη.

    Ειν' η ψυχή μου Βενετιά χαμένη.

    Της δύναμης τα μπρούτζινα λιοντάρια
    δεν ειν' γραφτό ν' ανατινάξουνε την πλούσια χήτη
    με μούγκρισμα χαράς. Σιωπούν για πάντα
    κάτου απ' τους θόλους τους ψηλούς τ' αρμόνια
    της πίστεως, κι η αδάμαστη των πύργων περηφάνεια
    στο αιώνιο βράδι τώρα έχει σβηστεί.

    Ένας ίσκιος που μού μοιάζει πλανιέται,
    κατάδικος της Μοίρας, κάτου απ' τις καμάρες
    του πικρού Γεφυριού των Στεναγμών,
    φουρτούνα ή χαλασμό μάταια προσμένοντας
    τα βουβά τα νερά να συνταράξει
    ή να γκρεμίσει στο βυθό την πολιτεία την έρμη.

    Ειν' η ψυχή μου Βενετιά χαμένη
    που μήτε και το θάνατο προσμένει.
     
    Last edited: 20 Απριλίου 2018
  9. Antonius Block

    Antonius Block We are all just prisoners here of our own device

    ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΤΩΧΟ ΜΠ. ΜΠ.

    Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
    Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
    σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
    μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου.

    Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
    φορτωμένος από την αρχή μ’ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
    μ’ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
    Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.

    Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
    καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
    Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
    και λέω πάλι: δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

    Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
    το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
    τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
    Καθόλου μην ποντάρετε σ’ αυτόν που τώρα σας κοιτά.

    Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
    λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
    ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
    και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.

    Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
    και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
    Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
    πετάω τ’ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.

    Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
    σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
    (έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
    και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)

    Απ’ αυτές τις πολιτείες θ’ απομείνει
    εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
    Δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει:τ’ αδειάζει.
    Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
    κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ‘ρθει.

    Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,
    να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
    Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
    ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
    σε πρώιμη εποχή!

    Μπέρτολτ Μπρεχτ
    μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
     
  10. Με Το Ταξί Καλπάζοντας

    Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα
    σαν άμαξα δαιμονισμένη.
    Μαστίγωσε τους μαύρους σου άμαξα
    ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου
    με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
    τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων
    καθώς μεθάω μέσα στη νύχτα τόσων φώτων
    που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.
    Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια
    ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα
    εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει
    μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη.

    χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
    κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
    Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου
    με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει
    να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι
    κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα.
    Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
    εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
    τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
    για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
    και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
    να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
    που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
    για να μου πουν
    χωρίς να νιώσεις
    Καληνύχτα.


    Γιάννης Βαρβέρης
     
  11. v1979

    v1979 Regular Member

    Περνούν οι μέρες γρήγορα
    μα μερικές φρενάρουν.
    Με παίρνουν στην καρότσα τους
    κι όμορφα με βολτάρουν.
    Γελούν με τα φτιασίδια μου
    χαϊδεύουν τις πληγές μου.
    Μεθάνε και μου δίνονται
    και γίνονται δικές μου.
    Φεύγουνε κοκκινίζοντας
    και μ’ αποχαιρετάνε.
    Και μένω πάλι μόνος μου
    να σε ξαναθυμάμαι.

    Κρίμα να μην είσαι εδώ
    τέτοιες μέρες αν με βρουν.
    Κρίμα να μην είσαι εδώ
    να γελάς και να σ’ ακούν.
    Μα αυτό που με ξεκάνει
    και μου σταματάει το νου
    είναι που δεν είσαι,
    που δεν είσαι καν αλλού.

    Γ.Αγγελακας
     
  12. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Οι Αγάπες

    Θα 'ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
    θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
    Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
    θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
    Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
    και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

    «Αδελφέ» θα μου πουν «δέντρα φεύγουνε
    μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
    δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
    Ενα θάνατο πάρε και δώσε.
    Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
    συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

    Τα χρυσά πού 'ναι τώρα φθινόπωρα,
    πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
    Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
    ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
    Οταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
    πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

    Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
    κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
    γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
    το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.
    Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
    ένα θάνατο πάρε και δώσε.

    Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
    θ' απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
    Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
    θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
    τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
    που γεμίζανε φως τη ζωή μου...

    Κ. Καρυωτάκη