Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. alexad_Dom

    alexad_Dom New Member

  2. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Η σιωπή

    Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εν τούτοις)
    και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα,
    θα περιέχουν έν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, έν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) -
    το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα.

    Ανδρέας Εμπειρίκος
     
  3. Amoreisa

    Amoreisa Regular Member

    ΑΥΡΙΟ

    Και αίσθημα και αίσθηση αφήσανε
    οι ανεπαίσθητοι ουρανοί
    χαϊδεύοντας τις επιφάνειες.

    Σαραντάρης
     
  4. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Μια γυναίκα Τάσος Λειβαδίτης


    Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
    Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
    Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
    Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
    Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες –α, για να γεννηθείς εσύ
    Κι εγώ για να σε συναντήσω
    Γι αυτό έγινε ο κόσμος.
    Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
    Πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
    Ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

    «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» έλεγα.
    Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου:
    «Έχει ψύχρα απόψε».
    Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα
    Με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα
    Που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
    Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα
    Και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
    Μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου
    Το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
    Που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.

    Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
    Προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
    Αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
    Που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματώ την κυκλοφορία.
    Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
    Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια
    Των νεκρών.

    Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω
    Ακόμα και το πρόσωπό της
    Πασχίζω να θυμηθώ –τίποτα.
    Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
    Που είναι κάτι περισσότερο
    Κι απ’ την ανάμνησή της.
    Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
    Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
    Εσύ θα ξέρεις
    Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
    Που ονειρευότανε για σένα.
     
  5. brenda

    brenda FU very much

    Να θυμηθώ να το ακούω κάθε πρωί που ξυπνάω...
     
  6. Βακχική Ωδή

    Ω! Γέλα τράγε με το πορφυρό
    της λεκιασμένης σου μουσούδας
    γέλα σα τον σπαραγμό των
    υπερκενοφανών
    γέλα πέρα από τα όρια
    τα υπαρκτά και τ’ ανέφικτα

    γέλα με τη λευκή χαίτη
    στο γλωσσικό σου υπογάστριο
    γέλα με τη φαρδιά αγέλη των
    Πλειάδων
    γέλα γέλα

    στα πεταχτά διαλύματα του ονείρου
    γέλα αποδομώντας
    τα κυανά και πελώρια βάθη
    τα άναρθρα και σπαραχτικά
    τραγούδια της χόβολης
    τα νυχτόβια αρπαχτικά των συλλαβών
    γέλα ω! Τράγε!

    γέλα!

    στα ξαφνικά που βαρκούλες
    αρμενίζουν και που η ιαχή της
    ρομφαίας εγκαθιστά το Χάος
    και τη Στιγμή

    εκεί στο υποδόριο μιας σημασίας
    γέλα
    με τη ματωμένη παύλα δίπλα από
    την υπεκφυγή
    γέλα

    με τα χαλασμένα σου δόντια
    να δαγκάνουν διασκελισμούς
    γέλα
    καταφανώς αφανής η σελήνη στο
    μέσα σου
    γέλα γέλα γέλα
    χαρούμενα τα λυπημένα χρόνια
    γέλα

    κατά πως η σήψη γρατζουνά
    την ουρά του πιάνου
    και η νότα χάνει χρώμα
    στον καμβά της δικής σου
    μέθης

    Ω! Τράγε ραψωδέ!
    γέλα!

    Γιατί απόψε τα τόσα άστρα
    μου βουρκώνουν
    το τετράδιο λαθραία.

    Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος
     
    Last edited: 26 Μαϊου 2018
  7. oscillation

    oscillation Regular Member

     

    Τίτος Πατρίκιος
     
  8. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Νόθος Λόγος

    Με πόσην αυταρέσκεια ο λόγος υιοθετεί
    το σόφισμα!

    Πως παρεισφρύει –μ’ έκδηλη τη θέλησή του!
    Πόση στοργή και σύνεση για να συγκαλυφθεί!..
    Κ’ η απόλαυση είναι εξωτική, όταν θριαμβεύει η μηχανή
    Και μέγας παραλογισμός εκείθε ξεφυτρώσει,
    που όλα σε δήθεν λογική φαίνονται τεθειμένα!..
    Αλλά είναι κάτι ανώτερο πολύ από την απάτη,
    που τον ορθό συλλογισμό πλουτίζει με νοθεία..-
    ή μάλλον είναι ανύπαρχτη η ιδέα καν απάτης·
    το πρώτο κίνητρο και μόνο είναι ώθηση της ηδονής,
    που τέρπει τη σκληρή ζωή και τον ανάντη βίο·
    είναι η πηγή της παιδική: η ορμή προς το παιγνίδι.

    Αλλά κατάπληξη πολλή έρχεται στη μελέτη
    του τι βαρειά συνέπεια φέρνει η συνήθης πράξη:
    του λόγου – που νοθεύσαμε με την κρυφή προσθήκη,
    για του πλησίον μας την αστεία και γελαστή παγίδα –
    έρχεται αργά η επιβολή, ως είναι νοθευμένος,
    και μας εγκαθιδρύεται, σε μας τους ίδιους, πίστη,
    κ’ εμπήγει τη σημαία της, καρφώνει τον ιστό της,
    μας μπλέκει η αθλία σε πέλαγος βουερού κυματισμού,
    φανατισμός ορθώνεται σε αφρώδη τρικυμία,
    και μεταβάλλομε άφοβα τον πριν αθώο μας πλου,
    σε πειρατείαν επίμονη, με άκαρδες τις εκφράσεις,
    έτοιμοι να φονεύσομε και να θανατωθούμε
    υπέρ ιδέας, που μόνοι μας, καλύτερα απ’ τους άλλους,
    την ξεύρομε, ή την ξεύραμε, στείρα και νοθευμένη!..

    Και καταντά λίνα θαυμαστό, πως, παίγνιο απλόν αρχήθε,
    Σε πίστη τόσο αγριωπή τάχα μετουσιώθη!..

    Τάκης Παπατσώνης
     
  9. Ήμερος ύπνος

    Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο.
    Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.
    Κοιτάς απ’ το παράθυρο: Καπνίζουν τα πηγάδια.
    Χιόνι· κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
    Με νύχια παγωμένα ο λύκος κρύβεται.
    Με φόβο οι ζωντανοί την πόρτα κλείνουν.
    Κοιτάς απ’ το παράθυρο: Καπνίζουν τα πηγάδια.
    Χιόνι· κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
    Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
    Τον λύκο, που εχύμηξε πίσω του, δεν τον βλέπει.
    Νύχτα με πένθιμο σκυλί στον σάπιο φράχτη.
    Κι οι πεθαμένοι ακούν· και περιμένουν.

    Χρήστος Μπράβος
    Με των αλόγων τα φαντάσματα, 1985
     
  10. lotus

    lotus Silence

    ΔΕΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ- ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ

    Σε θάλασσα καλοκαιριού που ανάσκελα
    Λυμένα πια τα μέλη και ανασαίνοντας
    Αλμύρα ήλιου, ολόκληρος
    Στο δαχτυλάκι το μικρό της άνωσης
    Λιώνει το βάρος του μυαλού
    Mε απέραντο πορτοκαλί σκοτάδι που όρμησε
    Ως τις κλειδώσεις



    Tι εύκολα
    Kαθώς αδειάζει κάθε ιδέα
    Kι ανάστροφα
    Pουφάει την αόρατη ευφροσύνη
    του –να– μην

    Ώσπου ολοκάθαρα: «Δεν σκέφτομαι – άρα υπάρχω»
    αστράφτοντας
    καρφώθηκε στη σκέψη μου
    η σκέψη.


    ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ
     
  11. lotus

    lotus Silence

    Ανασκόπηση

    Σε τακτοποιημένα σπίτια,
    σε κανονισμένα ωράρια,
    ανάμεσα σε καθήκοντα και διεκπεραιώσεις,
    με προγραμματισμένες αργίες και χαρές, σκυμμένοι πάνω σε οθόνες,
    σε μεγαλουπόλεις που τρώνε ανυποψίαστα τα θύματά τους,
    προβάλλει αναπόδραστα το ερώτημα ζούμε ζωή ή περίληψη ζωής
    που καταναλώνεται στις ξοδεμένες μας ψυχές;

    Και θα βαραίνει ολοένα το ερώτημα,
    όσο τα φεγγάρια μας βλέπουν λυπημένα,
    όσο τα δειλινά θα γλιστρούν

    Κι έτσι όπως περνούν τα χρόνια,
    ανάμεσα από τα δάχτυλά μας,
    όσο θα αναβάλλουμε τη θέα ενός ηλιοβασιλέματος,
    όσο θα πατάμε τα πλήκτρα των συσκευών μας
    περισσότερο από τα πλήκτρα των ψυχών μας.

    Και κυρίως, όσο θα αργεί ακόμα η ώρα της «πληρωμής»

    Γιάννης Μπουμέλης
     
  12. Άνθρωποι Καρφίτσες

    Υπάρχουν άνθρωποι σαν καρφίτσες
    Μπήγονται πάνω σε πάνινες ψυχές,
    σαν μια κατάρα, να καρφώνονται στο σώμα πολεμιστών
    που κείτονται νεκροί σε ανήλιαγα πεδία μάχης.

    Δεν σε κοιτούν ποτέ κατάματα,
    με μάτια που σχεδόν δεν υπάρχουν.
    Η καρδιά τους μεταλλική, όταν πέφτει στη γη.
    Κρότος πτώσης εκκωφαντικός, οξύς,
    ξερός και παράφωνος στη μελωδία της
    και εκείνη, που νιώθει κάθε βάδισμα,
    κάθε σύρσιμο ερπουσών φιλοδοξιών,
    τσακίζει το φλοιό της από τον πόνο.

    Δεν σε κοιτούν ποτέ κατάματα,
    με γλώσσα που φυτρώνουν πάνω της
    δηλητηριώδεις λέξεις και προτάσεις,
    σαν μαρτύριο σταγόνας στη σκέψη.
    Μπήγονται βαθιά στο κορμί
    με χάδια και φιλιά που ματώνουν τις φλέβες.

    ...

    Σταματίνα Θεοδοσίου