Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Σαδισμός - Ρατσισμός - Σεξισμός

Συζήτηση στο φόρουμ 'Σαδομαζοχισμός' που ξεκίνησε από το μέλος savra, στις 28 Απριλίου 2009.

  1. savra

    savra Guest

    Σεξουαλικός σαδισμός

    ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

    Ιστορία:
    Ο όρος "σαδισμός" χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη Γαλλική ιατρική βιβλιογραφία των αρχών του 19ου αιώνα σε συνδιασμό με τα γραπτά του Μαρκήσιου ντε Σαντ, τα οποία περιείχαν σκηνές βίας με σκοπό τον ερωτισμό. Τα γραπτά του Krafft-Ebing (1886/1965) επίσης (Psychopathia Sexualis) αποτελούν αποτελούν κλασσική πηγή ανεύρεσης υλικού για τον σεξουαλικό σαδισμό. Περιγράφει ότι η αίσθηση σεξουαλικής ευχαρίστησης παράγεται με πράξεις κακοποίησης ή τιμωρίας του ερωτικού αντικειμένου από ζώα ή ανθρώπους και συνίσταται από μία αρχική επιθυμία να πονέσει, να πληγώσει ή ακόμα και να καταστρέψει το σεξουαλικό αντικείμενο, ώστε να επιτευχθεί η σεξουαλική ευχαρίστηση. Άλλοι συγγραφείς δίνουν έμφαση στην έννοια του πόνου σαν κύριο στοιχείο του σαδισμού.

    Ο Schrenck-Notzing (1895/1956), πρότεινε τον όρο "αλγολαγνία" "algolgnia", και διαχώρισε στον ενεργό (σαδισμό) και στον παθητικό (μαζοχισμό) τύπο, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για δύο πόλους της ίδιας διαταραχής. O Eulenberg (1911), επέκτεινε τον ορισμό περιλαμβάνοντας τόσο τον σωματικό όσο και τον ψυχικό πόνο. Ο Karpman (1954), έδωσε έμφαση στην επιθυμία για δύναμη, η οποία προκαλεί το φόβο, το θυμό και την κακοποίηση του θύματος. Έτσι, ο πόνος είναι σημαντικός περισσότερο επειδή συμβολίζει τη δύναμη και τον έλεγχο. Διαγνωστικά κριτήρια Πρόσφατα επίσημα διαγνωστικά συστήματα προτείνουν ευρύτερη αντίληψη της έννοιας του σαδισμού. Το ICD-10 (WHO, 1992), ορίζει το σαδισμό σαν "προτίμηση για σεξουαλική δραστηριότητα που περιλαμβάνει δέσιμο, πόνο ή κακοποίηση".

    Το DSM-IV (American Psychiatric Association, 1994) απαιτεί τα ακόλουθα κριτήρια:

    Α. Για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, το άτομο έχει επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, τάσεις ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν πράξεις (πραγματικές ή προσομοιωτικές), στις οποίες ο ψυχικός ή σωματικός πόνος του θύματος το διεγείρει σεξουαλικά.

    Β. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις, τάσεις ή συμπεριφορές προκαλούν σημαντική κλινική δυσφορία ή διαταραχή στη κοινωνική, εργασιακή ή άλλη σημαντική περιοχή της λειτουργικότητας. Χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του DSM-III-R οι Hucker et al (1988), βρήκαν υψηλή διαγνωστική συμφωνία σε δείγμα σαδιστών, αλλά δεν συνέβη το ίδιο στο δείγμα των Knight et al (1994), όπου παρουσιάστηκε δυσκολία διαφοροποίησης μεταξύ σεξουαλικού σαδισμού και άλλων τύπων σεξουαλικής επιθετικότητας.


    Επιδημιολογία:
    Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τη επικράτηση του σεξουαλικού σαδισμού. Οι Kinsey et al (1953), βρήκαν ότι το 3-12% των γυναικών και το 10-20% των ανδρών δείχνουν να διεγείρονται σε σαδομαζοχιστικού τύπου διηγήσεις. Οι Crepault & Couture (1980), μελετώντας άνδρες γενικού πληθυσμού βρήκαν ότι το 15% είχαν φαντασιώσεις κακοποίησης γυναίκας και το 10,7% φαντασιώσεις να χτυπούν γυναίκα. Οι Arndt et al (1985), βρήκαν ότι το ένα τρίτο των γυναικών και το ήμισυ των ανδρών είχαν σεξουαλικές φαντασιώσεις να δένουν τον/την σύντροφό τους, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν αυτές οι συμπεριφορές αφορούν προτίμηση ή απλώς είναι μέρος ενός σεξουαλικού ρεπερτορίου δραστηριοτήτων που συμβαίνουν ενίοτε. Επιπλέον, βρέθηκε ότι το 5% των ανδρών και το 2% των γυναικών ανέφεραν ότι έπαιρναν σεξουαλική ικανοποίηση προκαλώντας πόνο (Hunt, 1974). Tο 10-20% του πορνογραφικού υλικού των περιοδικών αποτελείται από σαδιστικά θέματα (Dietz & Evans, 1982), ενώ αποτελεί παράδοξο το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του υλικού αυτού αποτελείται από σκηνές με γυναίκες σε κυριαρχικό ρόλο (Weinberg, 1987).

    Συνοδά ευρήματα:
    Πολλοί κλινικοί θεωρούν το σαδισμό και το μαζοχισμό συμπληρωματικές διαταραχές. Η παρατήρηση ότι τα άτομα με μαζοχιστικές φαντασιώσεις έχουν συγχρόνως και σαδιστικές φαντασιώσεις, ενισχύει την άποψη αυτή (Arndt et al, 1985). Σε δείγμα σαδομαζοχιστών, στη Δυτική Γερμανία, βρέθηκε ότι στο 29% υπήρχε εναλλαγή μεταξύ κυρίαρχου και υποτακτικού ρόλου (Spengler, 1977). Eπίσης, παρατηρήθηκε σχέση μεταξύ ασφυξιοφιλίας και σαδιστικού φόνου (Hucker & Blanchard, 1992). Σημαντικά επίσης είναι τα ευρήματα συνύπαρξης σεξουαλικού σαδισμού και άλλων παραφιλιών. Οι Abel et al (1988), βρήκαν ότι το 18% των σαδιστών ήταν επίσης μαζοχιστές, το 46% είχε διαπράξει βιασμό, το 21% επιδειξιομανία, το 25% ηδονοβλεψία, και το 30% παιδοφιλική δραστηριότητα. Άλλοι ερευνητές βρήκαν σημαντική συνύπαρξη μεταξύ σαδισμού, μαζοχισμού, φετιχισμού, και μετενδυματικού φετιχισμού, εντοπίζοντας μάλιστα ότι οι βαρύτερες περιπτώσεις σαδιστών σχετίζονται περισσότερο με το φετιχισμό και το μετενδυματικό φετιχισμό (Dietz et al, 1990).

    Aρκετοί ψυχαναλυτές υποστήριξαν την ύπαρξη σαδιστικής προσωπικότητας (Kernberg, 1970), ενώ το DSM-III-R πρότεινε την ύπαρξη μιας τέτοιας προσωπικότητας. Τα σπουδαιότερα στοιχεία ήταν ένα διεστραμένο πρότυπο με μειωτική και επιθετική συμπεριφορά που κατευθυνόταν στους άλλους και που άρχιζε από την πρώιμη ενήλικη ζωή. Η σημαντική αλληλεπικάλυψή της όμως με την ψυχοπαθητική και τη ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας ήταν η αιτία της μη κατηγοριοποίησής της στο DSM-IV. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι δεν είναι απαραίτητο, τα άτομα που δείχνουν συμπεριφορά κακοποίησης, να διεγείρονται σεξουαλικά από τη συμπεριφορά αυτή (Dietz et al, 1990).

    Τύποι σαδιστικής συμπεριφοράς:
    Ο Krafft-Ebing (1886/1965) ομαδοποίησε τα περιστατικά με σεξουαλικό σαδισμό στις εξής κατηγορίες.

    1. Lust-murder : Πρόκειται για περιπτώσεις που συνδέεται η σεξουαλική διέγερση με το φόνο, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις με καννιβαλισμό.

    2. Κακοποίηση πτώματος ή νεκροφιλία.

    3. Σωματική βλάβη γυναικών, για παράδειγμα χαράκωμα,, μαστίγωμα.

    4. Defilement γυναικών.

    5. Άλλα είδη κακοποίησης γυναικών, κυρίως συμβολικού περιεχομένου, όπως, το κόψιμο των μαλλιών του θύματος.

    6. Σαδιστικές φαντασιώσεις χωρίς πράξη κακοποίησης.

    7. Σαδισμός με άλλα αντικείμενα, για παράδειγμα μαστίγωμα αγοριών.

    8. Σαδιστικές πράξεις με ζώα.

    Ο Hirscfeld (1956), ομαδοποίησε σε μείζονες και ελλάσονες κατηγορίες, θεωρώντας σαν μείζονες τον lust-murder, το χαράκωμα, και την νεκροφιλία. Στις περιπτώσεις που υπάρχει συμμετοχή με συγκατάθεση σε πράξεις ελλάσονος σεξουαλικής σαδιστικής δραστηριότητας το κυριαρχικό άτομο θέτει το υποτακτικό σε θέση αβοήθητου και κατόπιν το υποβάλλει σε ποικίλες μορφές υποταγής ή τιμωρίας. Ο πόνος ή η κακοποίηση πραγματοποιείται μέσω ποικίλων πράξεων, όπως μαστίγωμα ή γρονθοκτυπήματα. Η χρησιμοποίηση ρόλων όπως κυρίου-σκλάβου ενισχύει την ένταση της κακοποίησης, ενώ συνήθεις είναι οι πρακτικές ποικίλης ένδυσης του υποτακτικού ατόμου, η αντιμετώπισή του σαν ζώο, η ούρηση ή εγκόπριση επάνω του, και η υποχρέωση να πιεί τα ούρα. Το υποτακτικό άτομο μπορεί να υποχρεωθεί να φορέσει πάνες ή να γλυψει τα παπούτσια του κυριαρχικού. Το μαστίγωμα εφαρμόζεται σχεδόν αποκλειστικά στα οπίσθια του υποτακτικού ατόμου. Το δέσιμο με χρησιμοποίηση φίμωτρου ή περίδεση ματιών, που ενισχύουν την αίσθηση αβοήθητου του υποτακτικού ατόμου, είναι επίσης απαραίτητα στοιχεία. Οι μαστοί της γυναίκας υποτακτικής δένονται σφιχτά ή εφαρμόζονται παραμάνες στις θηλές, ανεξαρτήτως φύλου ή στο πέος, όταν πρόκειται για άνδρα σε ρόλο υποτακτικού. Συχνά εφαρμόζονται υποκλισμοί με σκοπό τον έλεγχο των σωματικών λειτουργειών του υποτακτικού ατόμου, ενώ συχνά υποχρεώνονται να διατηρούν τον υποκλισμό για μακρύ χρονικό διάστημα.

    Η σαδομαζοχιστική συμπεριφορά αποτελεί επίσης ειδική μορφή συμπεριφοράς στην κοινωνία των ομοφυλοφίλων.

    Είναι αρκετά δύσκολη η πρώιμη αναγνώριση της επικίνδυνης μορφής σαδισμού. Μερικοί βιαστές αρχίζουν τη δραστηριότητά τους με μη εμφανή σεξουαλικά εγκλήματα, όπως ληστεία μετά την οποία βιάζουν το θύμα, αλλά αργότερα εμφανίζουν ξεκάθαρα σεξουαλική σαδιστική συμπεριφορά (Ressler et al, 1983).

    Σαδιστικός και lust murder:
    Ο lust murder είναι είναι αυτός κατά τον οποίο ο δολοφόνος λαμβάνει σεξουαλική ευχαρίστηση σκοτώνοντας (Arndt, 1991), Ο σεξουαλικός σαδισμός είναι η συνήθης παραφιλία που υποκρύπτεται (Dietz et al, 1990). Τα άτομα αυτά περιγράφονται σαν υπερελεγχόμενα, εσωστρεφή, ντροπαλά, και κοινωνικά απομονωμένα. Διαθέτουν πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση και το έγκλημα τους δίνει την αίσθηση ανωτερότητας (Brittain, 1970). Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να μην υπάρχει πραγματική επαφή με το θύμα, αφού ο φόνος υποκαθιστά τελείως τη σεξουαλική πράξη (Podolsky, 1965).

    Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα που προκείπτουν από στοιχεία που συλλέγησαν από το FBI, και αφορούν ακραίες μορφές σεξουαλικού σαδισμού (Dietz et al, 1990). Βρέθηκε ότι η πλειονότητα ήταν λευκοί, σχεδόν οι μισοί ήταν έγγαμοι, το 43% είχαν ιστορικό ομοφυλόφιλης εμπειρίας, στο 20% συνυπήρχε άλλη διαστροφή, σχεδόν οι μισοί είχαν γονείς με διαταραγμένες σχέσεις ή διαζύγιο, το 23% ανέφερε σωματική και το 20% σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία. Πολλοί από αυτούς είχαν την τάση να οδηγούν με το αυτοκίνητό τους χωρίς εμφανή σκοπό. Επίσης, είχαν την τάση να μετατρέπουν το αυτοκίνητό τους ώστε να μοιάζει με αυτοκίνητο της αστυνομίας. Σχεδόν όλοι είχαν προσχεδιάσει το έγκλημα. Η κατακράτηση του θύματος για πάνω από 24 ώρες ήταν συνήθης και συνδιαζόταν με δέσιμο, κάλυψη των ματιών ή απειλή με όπλο. Η σεξουαλική δραστηριότητα περιελάμβανε δέσιμο, πρωκτική και στοματική πράξη, και εισαγωγή ξένων σωμάτων. Το 73% των θυμάτων θανατώνονταν. Περισσότεροι από τους μισούς δράστες κατέγραφαν τη δραστηριότητά τους σε ημερολόγια ή σε κασσετόφωνο, βιντεοταινία, φωτογραφίες, και σκίτσα. Το 40% κρατούσαν στην κατοχή τους ένα αντικείμενο του θύματος. Oι Dietz et al (1990), παρατήρησαν ότι όλοι οι σαδιστές παραπτωματίες είχαν ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά στη προσωπικότητά τους, ενώ το 40% είχαν ιστορικό χρήσης εθιστικών ουσιών, άλλων εκτός του αλκοόλ. Ο Brittain (1970), βρήκε ότι στο 40% είχαν ψυχοπαθητικές προσωπικότητες με ισχυρά ναρκισσιστικά στοιχεία, ενώ οι Langevin et al (1988), ότι το 75% έκανε χρήση εθιστικών ουσιών, το 50% κατάχρηση αλκοόλ, είχαν για cross-dressing ή ένιωθαν δυσφορία για το φύλο τους. Οι Gratzer & Bradford (1995), συγκρίνοντας σαδιστές και μη-σαδιστές σεξουαλικούς παραπτωματίες αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα των Dietz et al(1990), θεωρώντας μη αντιπροσωπευτικό το δείγμα από το FBI. Ο Grubin (1994), συγκρίνοντας βιαστές με βιαστές που σκότωσαν το θύμα τους, δεν βρήκε ότι τα κλασσικά σαδιστικά χαρακτηριστικά μπορούσαν να διαχωρίσουν τα δύο δείγματα. Παρατήρησε όμως ότι οι βιαστές που σκοτώνουν χαρακτηρίζονται από μόνιμες δυσκολίες στις ετεροσεξουαλικές σχέσεις και κοινωνική απομόνωση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στο ένα τρίτο περίπου των περιπτώσεων υπάρχει κάποια σύντροφος που βοηθά το δράστη. Η συνύπαρξη αυτή τονίζει την κυριαρχικότητα του ενός ατόμου έναντι του άλλου. Οι γυναίκες αυτές, μέσω της ψυχολογικής, σωματικής, και σεξουαλικής κακοποίησης, γίνονται σταδιακά "συμπληρωματικό εξάρτημα" του άνδρα σαδιστή (Hazelwood et al, 1993).

    Σαδιστικός βιασμός:
    Ο βιασμός είναι μία σύνθετη και πολλαπλά καθοριζόμενη συμπεριφορά και οι βιαστές δεν είναι μία ξεκάθαρα ομογενής ομάδα (Prentky & Knight, 1991). Ο βαθμός της παρεκκλίνουσας σεξουαλικής διέγερσης, όπως μετρήθηκε με τη φαλλομετρία, φαίνεται να σχετίζεται με τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της σεξουαλικής επίθεσης (Abel et al, 1977). Τα άτομα λοιπόν με μεγαλύτερη παρεκκλίνουσα σεξουαλική διέγερση δείχνουν ισχυρή προτίμηση σε επιθετικά σεξουαλικά ερεθίσματα, γεγονός που τους οδηγεί σε τέτοιου τύπου σεξουαλικές σχέσεις. Η συμπεριφορά αυτή αναφέρεται σαν "preferential rape pattern" (Freund et al, 1984), "paraphilic coercive disorder" (Abel, 1989) ή "biastophilia" (Money, 1990). Δεν υπάρχουν εμφανή σημεία που διαφορίζουν το σεξουαλικό σαδισμό και τον preferantial βιαστή. Ο σεξουαλικός σαδιστής διεγείρεται από τη χρήση υπερβολικής βίας έναντι των θυμάτων, ενώ ο preferential βιαστής δεν χρησιμοποιεί βία μεγαλύτερη από όση θα χρειαζόταν για την συμμετοχή του θύματος. Και στις δύο καταστάσεις ο δράστης εστιάζεται σε ερωτικό στόχο που του ήταν άγνωστος, γεγονός που παραπέμπει στις διαταραχές ερωτικής σχέσης (courtship disorders) (Freund et al, 1983). Υποστηρικτικό αυτής της άποψης ήταν το εύρημα ότι 9 από 17 serial σεξουαλικών δολοφόνων έδειχναν ενδιαφέρον σε ηδονοβλεψία, τηλεφωνική σκατολογία, και επιδειξιομανία Warren et al, 1992). H τηλεφωνική σκατολογία όμως των σεξουαλικών σαδιστών είναι άτυπη, αφού συχνά περιλαμβάνει απειλές, ενώ η ηδονοβλεψία μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της έρευνας που κάνει ο δράστης για την ανακάλυψη του θύματος στη διάρκεια της νύχτας. Ο σεξουαλικός σαδιστής επίσης δείχνει να διαφοροποιείται με τις φαλλομετρικές μεθόδους αφού φαίνεται ότι παρουσιάζει υψηλότερα επίπεδα διέγερσης σε περιγραφές φυσικής και όχι σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών (Abel, 1989). Πάντως ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ σαδιστικού και μη-σαδιστικού βιασμού δεν υποστηρίχθηκε από τις έρευνες των Knight & Prentky (1994), γεγονός που υποδηλώνει ότι ο βαθμός βίας που ασκείται για την υποταγή του θύματος θα πρέπει μάλλον να ειδωθεί σαν ένα συνεχές και όχι σαν μία παράμετρος που θα μπορούσε να κατηγοριοποιήσει τους δράστες.

    Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι μόνο 5-10% των βιαστών πληρούν τα κριτήρια για σεξουαλικό σαδισμό, σύμφωνα με το DSM-III-R (American Psychiatric Association, 1987) (Abel et al, 1988), ενώ υπάρχουν κάποιες που ανεβάζουν το ποσοστό σε 45% (Fedora et al, 1992). Τα διαφορετικά αυτά ευρήματα αναπαριστούν πιθανόν το γεγονός ότι είτε τα άτομα που μελετήθηκαν προέρχονταν από διαφοτερικούς πληθυσμούς ή ότι υπήρχε διαφορετική αντίληψη των ερευνητών για τον σεξουαλικό σαδισμό. Η αντίληψη για τον σεξουαλικό σαδισμό περιπλέκεται περισσότερο μετά τα ευρήματα ότι αρκετοί "φυσιολογικοί" μη-παραπτωματίες αναφέρουν σεξουαλική διέγερση όταν φαντασιώνουν βιασμό ή κακοποίηση γυναίκας. Το 15-20% των ατόμων αυτών δείχνουν μεγάλη διέγερση σε περιγραφές σαδομαζοχιστικών σκηνών (Malamuth et al, 1980), και σε σκηνές που το θύμα βιώνει πόνο (Malamuth & Check, 1983). Παρόμοια, πολλοί νέοι άνδρες δείχνουν να διεγείρονται από περισσότερο από σκηνές δεμένων γυναικών παρά από σκηνές με συνεργάσιμες ή χαμογελαστές γυναίκες (Heilbrun & Leif, 1988), οι μισοί εκφράζουν την επιθυμία να εμπλέκονται σε σκηνές με δέσιμο, και το ένα τρίτο σε μαστίγωμα και ράπισμα στα οπίσθια (Malamuth, 1988). Το 30% περίπου του γενικού ανδρικού πληθυσμού αναφέρουν φαντασιώσεις δεσίματος και βιασμού γυναίκας, αν και δεν είναι γνωστή η συχνότητα και η ένταση αυτών (Crepault & Couture, 1980). Το 45% άρρενων φοιτητών δήλωσαν ότι θα μπορούσαν να επιχειρήσουν βιασμό αν ήταν σίγουροι ότι δεν θα συλληφθούν, και το 32% των φοιτητριών ότι θα μπορούσαν να ευχαριστηθούν έναν ενδεχόμενο βιασμό αν ήταν σίγουρες ότι δεν θα το μάθει κανείς (Malamuth et al, 1980). Άλλη μελέτη ανεβάζει το ποσοστό των αρρένων στο 60% (Briere & Malamuth, 1983). Αυτό που φαίνεται να διεγείρει τους άνδρες αυτούς είναι η φαντασίωση της εμπλοκής σε επιθετική σεξουαλική δραστηριότητα με μία τελείως άγνωστη, η υπερκέραση της αρχικής της αντίστασης, και η ενδεχόμενη ευχαρίστηση από πλευράς της. Τα στοιχεία αυτά είναι παρόντα επίσης στις φαντασιώσεις μερικών σεξουαλικών σαδιστών και συσχετίζονται με την αποδοχή κάποιων από τους μύθους που αφορούν το βιασμό (Malamuth, 1981). Επιπλέον, το 10-15% των γυναικών ανέφεραν ότι αρχικά πιέστηκαν σημαντικά και αργότερα ευχαριστήθηκαν κάποια σεξουαλική δραστηριότητα (McConaghy, 1993). Φαίνεται ότι η ύπαρξη κάποιου βαθμού επιθετικότητας στη σεξουαλική δραστηριότητα, αφενός οδηγεί σε διέγερση και ευχαρίστηση και στα δύο φύλα, και αφετέρου αποτελεί μέρος της κλασσικής ετεροσεξουαλικής συμπεριφοράς (Ellis, 1936). Η επιθετικότητα λοιπόν φαίνεται να βρίσκεται τουλάχιστον ανάμεσα στα φαντασιωσικά θέματα μιας ερωτικής σχέσης, αλλά δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη συχνότητα και την ένταση αυτής (Hucker, 1997).

    Reference: http://www.obrela.gr/sexual_deviance_5.htm



    Ρατσισμός

    Ο ρατσισμός (racism) είναι το δόγμα που αναπτύσσεται με σύνδεσμο συγκεκριμένα γνωρίσματα (εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά κ.λπ.) προκειμένου ν΄ αναγάγει μια ομάδα (κοινωνική, φυλετική, θρησκευτική, ως υπέρτερη άλλων. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη (από την αγγλική race = φυλή), - λεγόμενος "ρασιαλισμός", ή εκ της ιταλικής "ράτσα" (razza) ο φυλετικός ρατσισμός.

    Οι ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων και προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες. Έτσι, με την θεωρία αυτή υποστηρίζουν ότι η φυλή με συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν της ανώτερη από τις άλλες.

    Παλαιότερα συγγραφείς και κοινωνιολόγοι αντί του σύγχρονου όρου χρησιμοποιούσαν, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, τον όρο ρασιαλισμός (racialism), που όλοι όμως συμφωνούν ότι πρόκειται για όρο δόγματος φυλετικής υπεροχής. Ο νεότερος όμως όρος (εκ της ιταλικής) επικράτησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότερο για λόγους προπαγάνδας. Συγκεκριμένα η Ρ. Μπένεντικτ (R. Benedict) ορίζει τον ρατσισμό ως:"...το δόγμα όπου μία εθνική ομάδα (ethnic group) έχει καταδικαστεί από τη Φύση σε κληρονομική κατωτερότητα (hereditary interiority) ενώ μια άλλη σε κληρονομική ανωτερότητα (hereditary superiority)"*¹.

    Γενικά ο ρατσισμός θεωρείται κάτι περισσότερο από τη φυλετική προκατάληψη (race prejudice).Η τυπική θεωρία του σε σύγχρονες αναζητήσεις και σχετικές έρευνες, έχει τις ρίζες της στο πολυθρύλητο έργο του Ζοζέφ Αρτύρ ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur De Gobineau): "Essai sur l' inegalite des races humaines" (Δοκίμιο επί της ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών), που δημοσιεύτηκε το 1853 και κυριολεκτικά αποτέλεσε την θεωρητική κάλυψη και "ευλογία" των αποικιοκρατών. Ο πλέον εξέχων σύγχρονος υποστηρικτής του δόγματος αυτού κατά τον 20ο αιώνα θεωρείται ο Βρετανός δημοσιολόγος (πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 1916), Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain).

    Σήμερα, η λέξη ρατσισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πράξεις μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον μίας άλλης ομάδας. Έτσι, οι ρατσιστές υποστηρίζουν την διαφορετικότητα των φυλών. Επίσης, οι φυλετικοί ρατσιστές θεωρούν μία συγκεκριμένη ομοιογενή ομάδα ανθρώπων ως ανώτερη, π.χ. θεωρούν τους "λευκούς" ανθρώπους ανώτερους από τους "μαύρους". Ο ρατσισμός θεωρείται παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου στην ισότητα στους τομείς της εργασίας, της πολιτικής, της οικονομίας και άλλων παραγόντων της καθημερινότητας.

    Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ρατσισμού αποτελούν οι πεποιθήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος πίστευε ότι η ξανθή Άρεια φυλή (άνθρωποι που κατάγονται από τη φυλή των Αρείων) έχει δικαίωμα να κυριαρχεί στον πλανήτη, εις βάρος όλων των άλλων.

    Τέτοιες πεποιθήσεις έχουν αποδειχτεί λανθασμένες από επιστημονική και ανθρωπολογική έρευνα, η οποία αποδεικνύει πώς όλοι οι άνθρωποι έχουν τον ίδιο πρόγονο, με αποτέλεσμα να έχουν τις ίδιες νοητικές και φυσιολογικές ικανότητες.


    Είδη ρατσισμού:

    - Φυλετικός ρατσισμός ή Εθνικιστικός ρατσισμός (Εθνικισμός, Σωβινισμος)
    - Θρησκευτικός ρατσισμός
    - Κοινωνικός ρατσισμός
    - Ρατσισμός ανάμεσα στα είδη σπησισμός


    Παρατηρήσεις
    Όπως σημειώνει ο J Comas, :"...ο ρατσισμός διαφέρει σημαντικά της απλής παραδοχής ή επιστημονικής και αντικειμενικής μελέτης του γεγονότος της ύπαρξης των φυλών καθώς και ανθρωπίνων ομάδων με ίσως βιολογικές ανισότητες. Το επικίνδυνο σημείο του ρατσισμού είναι ότι την όποια ίσως ανισότητα τη θεωρεί απόλυτη και αμετάβλητη και ότι μια φυλή (ράτσα) είναι εγγενώς από την ιδια τη φύση της ανώτερη ή κατώτερη από μία άλλη, ανεξάρτητα των φυσικών συνθηκών περιβάλλοντος ή άλλων κοινωνικών συντελεστών ενός τέτοιου φαινομενικού αποτελέσματος".


    Σημειώσεις
    Στην Ελλάδα υπάρχει το Εθνικό Παρατηρητήριο του Ρατσισμού & της Ξενοφοβίας HLHR-KEMO (ΕΝΩΣΗ-ΚΕΜΟ). [1] [2] Φορείς υλοποίησής του στο πλαίσιο του Δικτύου RAXEN είναι ηΕλληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου [3] και το ΚΕΜΟ (Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων)

    Reference: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82



    Σεξισμός

    Ο σεξισμός θεωρείται κοινώς η διάκριση εναντίον ανθρώπων βασισμένη στο φύλο τους ή τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό παρά στα ατομικά τους λάθη, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται οποιαδήποτε ή σε όλες τις διαφοροποιήσεις που βασίζονται στο φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο σεξισμός μπορεί να αναφέρεται σε τρείς λεπτά διαφοροποιημένες πίστεις ή συμπεριφορές:

    - Την πίστη πως το ένα φύλο είναι ανώτερο του άλλου.

    - Την πίστη πως οι άντρες και οι γυναίκες είναι πολύ διαφορετικοί και ότι αυτό πρέπει να αντανακλάται έντονα στην κοινωνία, τη γλώσσα, τα σεξουαλικά δικαιώματα, και το νόμο.

    Μπορεί επίσης να αναφέρεται απλά στο μίσος απέναντι στις γυναίκες (μισογυνισμό) ή λιγότερο κοινά, μίσος απέναντι στους άντρες (μισανδρισμός).

    Τα σεξιστικά πιστεύω είναι ένα είδος υλομορφισμού, που υποστηρίζει πως τα άτομα μπορούν να κατανοηθούν (και συχνά κριθούν) με βάση τα χαρακτηριστικά της ομάδας στην οποία ανήκουν – στην περίπτωση αυτή την ομάδα του φύλου τους (ανδρική ή γυναικεία). Αυτό υποθέτει πως όλα τα άτομα ανήκουν καθαρά σε μία κατηγορία «αρσενικού» ή «θυληκού».

    Ο σεξισμός εναντίον των γυναικών αποκαλείται συχνά σωβινισμός, αν και ο σωβινισμός είναι στην πραγματικότητα ένας ευρύτερος όρος για κάθε ακραία και άλογη τυφλή αφοσίωση εκ μέρους μιας ομάδας στην οποία κάποιος ανήκει, ιδιαίτερα όταν η τυφλή αυτή αφοσίωση εμπεριέχει μοχθηρία και μίσος έναντι μιας αντίπαλης ομάδας.

    Αν και η θεωρία πως οι γυναίκες είναι ανώτερες των αντρών είναι επίσης σεξισμός, μόνο στα πρόσφατα χρόνια άρχισε να αναπτύσσεται ενημερότητα αυτού του «αντίστροφου σεξισμού» στον δημόσιο διάλογο.

    Μερικές μορφές σεξουαλικής διάκρισης είναι παράνομες σε πολλές χώρες, αλλά σχεδόν όλες οι χώρες έχουν νόμους που παρέχουν ειδικά δικαιώματα, προνόμια ή ευθύνες στο ένα φύλο.


    Γλώσσα:
    Έχει επιχειρηματολογηθεί πως η γλώσσα παίζει ρόλο στον σεξισμό, αν και υπάρχει διάλογος στο κατά πόσο μία συγκεκριμένη γλώσσα προκαλεί σεξισμό ή αν ο σεξισμός προκαλεί τη δημιουργία μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Στο πιο συνηθισμένο επίπεδο, τα σεξιστικά αστεία παίζουν μέρος στα νούμερα πολλών κωμικών, αντρών και γυναικών. Άλλο ένα παράδειγμα είναι η μη-σεξιστική γλώσσα – η αποφυγή επαγγελματικών τίτλων εξειδικευμένων ανάλογα με το φύλο, μη-παράλληλη χρήση, και άλλες χρήσεις που θεωρούνται από κάποιους ως σεξιστικές. Οι αντίπαλοι τέτοιων ιδεών τις απορρίπτουν θεωρώντας πως «η πολιτική ορθότητα έχει τρελαθεί.»


    Σχέση του σεξισμού με την ομοφοβία:
    Μερικοί θεωρητικοί των φύλων ερμηνεύουν το γεγονός πως οι σχέσεις μεταξύ αντρών προκαλούν συχνά εντονότερες αντιδράσεις στους ομοφοβικούς απ’ό,τι οι σχέσεις μεταξύ γυναικών (λεσβιακές) πως σημαίνει ότι το ομοφοβικό άτομο αισθάνεται απειλούμενο από την παρατηρούμενη ανατροπή του παραδείγματος φύλων στην σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ αντρών. Παραθέτοντας τον D. A. Miller, «το μόνο αναγκαίο περιεχόμενο της ανδρικής ετεροφυλοφιλίας δεν είναι μια επιθυμία για γυναίκες, αλλά η άρνηση της επιθυμίας για άνδρες». Και ο Miller συνεχίζει, αυτή η αναγκαία άρνηση είναι τέτοια που «οι ετεροφυλόφιλοι άντρες ακλόνητα χρειάζονται τους ομοφυλόφιλους άντρες, τους οποίους βιαίως στρατολογούν (ως αντικείμενο των επιθέσεών τους ή, σε καλύτερους κύκλους, των αστείων τους) για να εισέλθουν σε μια πόλωση που εξορκίζει την “γυναίκα” στον άντρα, απονέμοντάς την σε μια τάξη αντρώνπου μπορούν να θεωρηθούν πως δεν είναι καθόλου “άντρες”.» (Thomas 2000)Βλέπουν τον λόγο που η ανδρική ομοφυλοφιλία τυγχάνει χειρότερης αντιμετώπισης απ’ό,τι η γυναικεία ομοφυλοφυλία ως σεξιστικό ως προς την υποβόσκουσα πίστη πως οι άντρες είναι ανώτεροι των γυναικών και επομένως ένας άντρας που «αντικαθιστά» τη γυναίκα με άλλον άντρα σε μια σεξουαλική πράξη υποβάλλει τον εαυτό του σε κατωτερότητα.


    Σχέση του σεξισμού με την πορνογραφία:
    Υπάρχει η άποψη πως η πορνογραφία είναι μια μορφή σεξισμού, γιατί συνήθως στα πορνογραφικά θεάματα ο ρόλος της γυναίκας περιορίζεται σ’αυτόν του «αντικειμένου ευχαρίστησης» του άνδρα θεατή. Μία εκπρόσωπος αυτής της άποψης είναι η γερμανίδα φεμινίστρια Alice Schwartzer. Έχει αναδείξει το θέμα συνεχώς από τη δεκαετία του ’70, ιδιαίτερα στο φεμινιστικό περιοδικό “Emma”.

    Reference: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82