Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Στη βάση της σκάλας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Εμπειρίες' που ξεκίνησε από το μέλος DreamMaster, στις 19 Σεπτεμβρίου 2005.

  1. DreamMaster

    DreamMaster Regular Member

    Συχνά, οι αναγνώστες αυτών των κειμένων για την Ρενέ μου μεταφέρουν την εντύπωση ότι κάθε σκαλί το βλέπουν σε μια ανωστρεφή σκάλα που οδηγεί κάπου ψηλά.. στο φως... Εγώ πάλι, γράφοντας αυτά τα κομμάτια, ένιωθα πως κατεβαίνω σκαλιά στο σκοτάδι και σε κάθε σκαλί τεντώνω διστακτικά το πόδι, ψηλαφώντας το επόμενο σκαλί. Ας μου επιτραπεί να νιώσω μια μικρή ανακούφιση, στη βάση της σκάλας.



    Τους τελευταίους δυό-τρεις μήνες, δεν σκεφτόμουν πολύ τη Ρενέ. Λίγο το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Κάμποσες φορές στην κίνηση, βρίζοντας ταξιτζήδες. Εντάξει και κάποιες ώρες στο γραφείο που κοίταγα τον τοίχο και παρίστανα ότι σκεφτόμουν το ζοφερό μέλλον της εταιρείας. Και σίγουρα, κάποιες ώρες αργά το βράδυ, μ' ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, βλέποντας μαλακίες στην τηλεόραση ή τραβώντας μαλακία στο μπάνιο. Τώρα που το σκέφτομαι, την σκεφτόμουν αρκετά...

    Πήρα κανά δυό φορές το a la carte, νεκρό. Έστειλα ένα mail - δεν απάντησε. Θα πήγαινα πάλι Παρίσι για δουλειά. Αλλά δεν είχα αποφασίσει τί θα κάνω, αν θα πάω να την βρώ... Νομίζω πως αν πρέπει να προσδιορίσω ακριβώς τη στιγμή στην οποία το αποφάσισα, αυτή θα ήταν κατά την διάρκεια της απογείωσης. Λατρεύω τις απογειώσεις. Την μοναδική εκείνη στιγμή που τροχοδρομείς, οι μπαγκαζιέρες τρίζουν, με λίγη καλή γλίτσα οι τροχοί τραβάνε δεξιά-αριστερά (το νιώθεις αν κάθεσαι από 25 και πίσω) και ξέρεις ότι στο επόμενο δευτερόλεπτο κάποιος θα πάρει την ευθύνη. Κάποιος θα κατεβάσει ένα μοχλό και θα πει μέσα του "τώρα" - τώρα είναι η στιγμή που θα αποφασιστεί η ζωή 250 ανθρώπων. Τώρα θα σηκωθούμε. Και τότε κολλάς στο κάθισμα σου, βιδώνεσαι κυριολεκτικά και αρχίζεις να αδειάζεις.. Φεύγουν πρώτα οι σκέψεις μαζί με το αίμα από τον εγκέφαλο, ύστερα τα συναισθήματα, τελευταία τα ένστικτα. Είσαι πιο ελαφρύς και από τον άνεμο - φυσικό να πετάς. Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί κάποιοι φοβούνται το αεροπλάνο. Ιδού ένας χρηστικός ορισμός του αεροφοβικού: αυτός που φοβάται να αδειάσει.

    Εκεί λοιπόν, εκείνη τη στιγμή που ο πιλότος της Air France έσπρωξε το μοχλό και ανέβασε το ρύγχος, γείωσε μαζί και όλες μου τις αναστολές - ήξερα ότι θα πάω να δω την Ρενέ. Πήγα κατευθείαν από το αεροδρόμιο, στάθηκα μπροστά στην εξώπορτα και πληκτρολόγησα τον κωδικό που θυμόμουν από την προηγούμενη φορά, πριν κάμποσους μήνες. Αλίμονο, αυτά πετυχαίνουν μόνο στα έργα. Ο κωδικός είχε αλλάξει. Μπορούσα να περιμένω εκεί έξω, κάποιος θα μπαινόβγαινε, ήταν ακόμη 17:00, αλλά το θέαμα που παρουσίαζα με κουστούμι και παλτό και με την βαλίτσα με τα ροδάκια μες στο κωλόβροχο ήταν ήδη κωμικό και θα γινόταν και τραγικό σε λίγο. Είχα μια τολμηρή ιδέα, αλλά έπρεπε να περιμένω τουλάχιστον ως τις 20:00. Τσέκαρα στο ξενοδοχείο που μένω συνήθως, κοντά στο Gare du Nord και επέστρεψα κατά τις 21:00. Ίδιο κωλόβροχο. Κατά πως είχα φανταστεί, ξέροντας τη γειτονιά, στις πόρτες των κτιρίων είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται "εργαζόμενα κορίτσια". Δυστυχώς καμμιά στην πόρτα της Ρενέ. Πλησίασα αυτήν που στεκόταν στο δίπλα. Μπονσουάρ και τα λοιπά. Με κάλεσε κάτω από το μικρό γείσο για να μη βρεχόμαστε και τέντωσε το νύχι της αγγίζοντας ένα κουμπί του παλτού μου, μ' έναν τρόπο που μόνον οι πουτάνες ξέρουν. Τα προκαταρκτικά. Από πού είσαι, για δουλειά; Α, ωραία. Ναι, σιγά μη χέστηκες. Ο-λα-λα, είχε δυό μέρες να πάρει Έλληνα - κι εγώ τώρα έπρεπε να χαρώ με αυτό; Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, με 150 Ευρώ plus hotel μπορούσαμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα. Αρνήθηκα ευγενικά. Έστω μια πίπα, με 50; Φτάναμε στο θέμα που με ενδιέφερε. Πού θα γινόταν η πίπα; Pas de probleme, ξέρει αυτή... Το χρήμα; Έβγαλα ένα 50ευρω. Πήγε να το πάρει, γυρνώντας προς την πόρτα - το τράβηξα. Πού θα πάμε; ξαναρώτησα. Τσαντίστηκε. Τί τρέχει; Να πάμε δίπλα, της λέω. Α, bon. Δίπλα δεν ξέρει τον κωδικό. Αλλά τον ξέρει η φίλη της... Κατάλαβα: με πήραν πρέφα. Θα ανέβαινε η ταρίφα.

    Στα 16 μου οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν για ένα καλοκαίρι στο Παρίσι σε μια θειά μου που κατά σύμπτωση έμενε τότε λίγα τετράγωνα από την Ρενέ, για να φτιάξω τα Γαλλικά μου. Τζάμπα κόπος. Προσπάθησαν και για πιάνο, αλλά ήμουν τραυλός στα δάχτυλα. Η θειά μου λοιπόν, θεός σχωρέστην, ξεραινόταν και ροχάλιζε από τις 20:00, μετά από ένα καλό, σχεδόν ωμό φιλέτο. Βαριόμουν. Στην αρχή μάζευα τα βράδια τα σενεγαλάκια και τα αλγερινάκια της γειτονιάς και τα ξέσκιζα στο stratego που είχα φέρει από την Αθήνα. Μετά πρόσεξα τις πουτάνες. Αργά τη νύχτα χρησιμοποιούσαν τις εισόδους των πολυκατοικιών για τα γρήγορα, όταν ο καρμίρης πελάτης δεν πλήρωνε ξενοδοχείο. Αλλά πώς έμπαιναν στην είσοδο; Στα παλιά αυτά σπίτια, που χτίστηκαν πριν εφευρεθούν τα κουδούνια και οι κλειδωμένες εξώπορτες, δεν μπορείς να περάσεις καλώδια για κουδούνια και η λύση που έχει βρεθεί είναι ένα πληκτρολόγιο δίπλα στην πόρτα. Χτυπάς έναν ολιγοψήφιο κωδικό και αν είναι σωστός η πόρτα ανοίγει. Οι είσοδοι σε αυτά τα ψηλοτάβανα κτίρια χωράνε ολόκληρη παρτούζα και όπως οι κατασκευές είναι παλιές και με πυκνούς τοίχους, μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου γρήγορα και σχετικά ήσυχα και κανείς δεν παίρνει χαμπάρι. Λύσσα βέβαια οι κυρίες της πολυκατοικίας, άλλαζαν τον κωδικό κάθε 2 μέρες. Οι πουτάνες έπρεπε να τον μαθαίνουν. Γι αυτό, μου τσιμπούσαν τα μάγουλα όποτε κατέβαινα βράδυ κι έτρεχαν δίπλα μου όταν γυρνούσα και πήγαινα να μπω. Αρχίσαμε λοιπόν ένα υπέροχο αλισβερίσι. Τους έλεγα τον κωδικό και μου έλεγαν για το σεξ. Σ' ένα είδος εσπεράντο των σωμάτων, γιατί από Γαλλικά ήμουν σκράπας. Πώς να διαλέγω γυναίκες, πού να τις κοιτάζω, πώς να τις μυρίζω, με ποιά να κάνω τί, τί να τρώω πριν, τί να τρώω μετά, σωματική υγιεινή και καθαριότητα, ποιούς μύες να γυμνάζω έστω και λίγο καθημερινά... Έγινα η μασκότ τους, μοιραζόμασταν σοκολάτες, γλυκά και ότι σούφρωνα από τη θειά. Μπορώ να πω, πως μερικά από τα πιο σημαντικά πράγματα για το σεξ τα έμαθα από τις πουτάνες της Reamour Sebastople χωρίς να τις πηδήξω ούτε μια φορά!

    Και τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια θα εξαργύρωνα τη γνώση μου. Πληρώνοντας! Η φίλη ήθελε 100 ευρώ - τα 'δωσα. Μου κρυψε τον κωδικό με την πλάτη, αλλά η πόρτα άνοιξε. Πάτησα το φώς και άναψε ο γυμνός γλόμπος. Μερσί κι αντίο. Η πίπα; Να μένει κάβα.

    Για πρώτη φορά παρατήρησα τόσο προσεχτικά την είσοδο. Μια ξύλινη σκάλα ξεκινούσε από το κέντρο ενός άδειου χώρου, έκοβε στη μέση του ορόφου σε ένα πλάτωμα και άλλαζε κατεύθυνση περνώντας πάνω από το κεφάλι μου, πριν φτάσει στον πρώτο. Τα σκαλοπάτια ήταν φαρδιά και βρώμικα, η κουπαστή φθαρμένη. Τα ξύλινα υποστηρίγματα της κουπαστής, κάθε 40 πόντους, πολύ κλασικά, σφαιρικά πάνω, λεπτότερα στο λαιμό κι ύστερα φαρδιά στο τέλος σαν αλλοιωμένες κορίνες μπόουλινγκ. Τεράστια τετράγωνα 'πλακάκια' από πλαστικό, μαύρα και γκρί εναλλάξ, παρίσταναν το πάτωμα. Τοίχοι υγροί και ρυπαροί σε ένα απροσδιόριστο πράσινο της μούχλας. Σ' έναν σωλήνα δεξιά δεμένο ένα ποδήλατο και στο κενό κάτω από τη σκάλα σφουγγαρίστρες, σκούπες και κάτι κουτιά προφανώς με είδη καθαρισμού - λες και σκούπιζε ποτέ κανείς. Κι όμως, κάθε βράδυ, δεκάδες άνθρωποι αντάλλαζαν την ηδονή με την επιβίωση σε χώρους σαν κι αυτόν.

    Σκαρφάλωσα ως το διαμέρισμα της Ρενέ. Μέτρησα ως το δέκα και πείστηκα ότι η καρδιά μου θα συνέχιζε να ακούγεται. Χτύπησα την πόρτα με το χέρι. Η Ρενέ άνοιξε, χωρίς να δείξει μεγάλη έκπληξη - ούτε και χαρά. Είχε στο χέρι ένα δαγκωμένο μήλο. Μαλλιά μαύρα και μακριά, με κόκκινες ανταύγειες. Φορούσε ένα γκρίζο φούτερ και ανθρακί παντελόνι φόρμας. Μαύρα πασούμια. Το φούτερ ήταν πολύ ξεχειλωμένο και από μέσα φαινόντουσαν δύο ράντες από ένα λευκό βαμβακερό φανελάκι, αντρικού στυλ, να τεντώνουν στις κλείδες της. Άραγε πώς θα ήταν η βραδιά αν δεν είχε πέσει το μάτι μου σε αυτό το φανελάκι; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, ούτε εγώ, ούτε εσείς. Κάποιες φορές υπάρχουν κάποια αντικείμενα που δέχονται να πάρουν πάνω τους το βάρος των περιστάσεων, να κρύψουν μέσα τους τις επιλογές και τους δισταγμούς μας. Ακόμη κι αν είναι απλά φανελάκια αγορασμένα από καλάθι στο ισόγειο των Λαφαγιέτ. "Καλησπέρα" - δεν απάντησε. Πισωπάτησε, χωρίς να μου γυρίσει πλάτη, σαν να έβγαινε από εκκλησία. Κάθισε σε ένα διπλό πράσινο καναπεδάκι, κρίνοντας από τη φθορά μάλλον πρόσφατο μεταχειρισμένο απόκτημα, χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω μου. Μπήκα και έκλεισα πίσω μου. Τράβηξα μια καρέκλα, τη γύρισα με την πλάτη μπροστά μου και καβάλησα. Η Ρενέ κοιτούσε τον τοίχο πίσω μου. Δεν μιλούσε. Ούτε γω. Γύρισα το μάτι μου τριγύρω. Κοιτούσα, αλλά δεν έβλεπα. Δάγκωσε κανά δυό φορές το μήλο. Το πρόσωπο της γυάλιζε λιγάκι - είχε βάλει κρέμα, αλλά δεν υπήρχαν γύρω μας προβαρισμένα ρούχα. Συνεπώς δεν θα έβγαινε, αλλά και δεν της άρεσε να είναι εκεί μόνη απόψε – είχε λοιπόν περάσει το γνωστό δεκάλεπτο ενίσχυσης αυτοεκτίμησης που χτυπάνε οι γυναίκες με τα καλλυντικά μπροστά στον καθρέφτη όταν δεν τους βγαίνει. "Θέλεις να βγούμε, να πιούμε κάτι;" Έγνεψε κάτι σαν γιατί-όχι, και σηκώθηκε. Μου γύρισε πλάτη και στράφηκε στη μικρή σιφονιέρα.

    Έσκυψε σε ένα συρτάρι, έβγαλε μια πορτοκαλί πουκαμίσα, μετά ντουλάπα για μια κοντή μαύρη φούστα. ‘Έβγαλε το φούτερ, πήγε να βγάλει το φανελάκι – «Άστο καλύτερα, κάνει ψύχρα έξω» ξεστόμισα με ύφος μετεωρολόγου που τυχαίνει να είναι και μαλάκας. Κατέβασε τη φόρμα, πρόλαβα να δω λίγο από σάπιο μήλο σε βαμβακερό βρακάκι, αλλά τα μάτια μου καρφώθηκαν στα πόδια της. Μακριά, λεπτά, σφιχτά. Αντί να πηδούν σε φούστες, θα ‘πρεπε να τυλίγονται γύρω μου. Η λέξη κυτταρίτιδα, άγνωστη. Μαύρισμα σε αποδρομή – σουβενίρ της Σύμης. Αυτή τη γεωγραφία μαυρισμένων περιοχών που έσβηναν στο μελαχρινό της δέρμα ήθελα να την σπουδάσω με την γλώσσα μου. Άρπαξε μια κρεμ καμπαρτίνα με ζώνη που δεν είχα δει στην απέναντι καρέκλα και στάθηκε δίπλα μου. Σηκώθηκα, και η σκάλα μας έβγαλε πάλι στο δρόμο.

    Καρεκλοπόδαρα. Πρότεινα ένα κοντινό βραζιλιάνικο που είχε καφέδες, ποτά και κάτι για τσίμπημα. Έγνεψε ναι και αρχίσαμε να περπατάμε βιαστικά, ξέροντας ότι θα γίνουμε μούσκεμα. Αν άνοιγα το στόμα μου θα γέμιζε βροχή. Χώρια που δεν είχα και κάτι να πω.

    Μπήκαμε στο βραζιλιάνικο δύο λεπτά αργότερα και γεμίσαμε το πάτωμα νερά. Είχε ένα γυάλινο ψυγείο, σαν ελληνικού ζαχαροπλαστείου, μόνο που αντί για γλυκά είχε βαθιά χρωματιστά πυρίμαχα με προχτεσινά φαγητά. Λύσσαγα της πείνας, αλλά όχι τόσο. Η Ρενέ χαιρέτησε ζεστά δύο χοντρές γαλλίδες κι έναν τεράστιο μελαψό βραζιλιάνο που κάθονταν όρθιοι σε έναν πάγκο δίπλα στο γυάλινο. Ο βραζιλιάνος κουνούσε επιδεικτικά τους γοφούς και οι χοντρές μαγεμένες. Τα ηχεία παίζανε σάλσα για Δυτικούς. Σε τραπέζι, στην άλλη άκρη. Ένας ξερακιανός, δυο βήματα από την αφυδάτωση, 50ρης με γκριζαρισμένες τούφες από σγουρά μαλλιά και πρώην άσπρο πουκάμισο ήρθε για παραγγελία. «Καιπιρίνιας» - δύο, έκανα με τα δάχτυλα. Ήρθαν, μαζί με αυτά τα αμυγδαλοκάρυδα της Βραζιλίας. Με τέτοια πείνα...

    Κάτι έπρεπε να πω – αλλά τί; «Σόρι που χάθηκα κάτι μήνες, φοράς λίγο αυτό το κολάρο να δω πως σου πάει;» Να εξηγήσω τί και πώς; Όλα είχαν γίνει τόσο αυτόματα στην Αθήνα, το Ασάι, η Ντίνα, η παρεξήγηση ότι τάχα ήταν στημένο, η εξαφάνισή της/μου. Κι εκείνη αμίλητη. Λοιπόν, θα άρχιζα απ΄ τα χαζά, δουλειά και άλλες μπούρδες. Μια γουλιά ακόμη και ξεκινάμε. Όπου φυσικά, σκάει μύτη στο τραπέζι μας ο ψηλός βραζιλιάνος, μες στην τρελή χαρά. Με τα κουτσογαλλικά μου ίσα που μπορούσα να παρακολουθήσω. Και πού χάθηκε η Ρενέ, γιατί δεν έρχεται στα μαθήματα (Καλώς τον προφέσορα!) έχει πολύ δουλειά και δεν έχει και χρήματα, μα δεν πειράζει αυτό, τα πήγαινε τόσο καλά, τουλάχιστον εξασκείται; μπα δεν βγαίνει πια τόσο συχνά, να έρχεται τουλάχιστον μια φορά την βδομάδα στη σχολή, δωρεάν κλπ. κλπ. Κοίταγα και χαμογελούσα με το πάνω χείλος, σκεφτόμενος το κωλο-λαγούμι που μαζεύανε οι βραζιλιάνοι τις σαλσιασμένες για μαθήματα και τα περαιτέρω. Είμαι ο πιο αντιρατσιστής απ΄ όσους ξέρω, αλλά μου περάσαν μαύρες σκέψεις, να μην το πώ; Τέντωσε και το κουπί που είχε για χέρι και πρότεινε μια επί τόπου εξάσκηση, κοιτώντας προς το μέρος μου. Χαμόγελο η Ρενέ. «Πα ντε προμπλέμ» εγώ, αντί για το αυθόρμητο «Ρε άντε πάγαινε από δω». Σηκώθηκε αμέσως και οι γοφοί πιάσαν δουλειά, λίγο πιο πέρα. Στην αρχή μόνο βήματα, φαινόταν πως η Ρενέ είχε καιρό να χορέψει (αλλά και να πηδηχτεί – ο χορός μιας γυναίκας μαρτυρά πολλά). Με την ώρα χαλάρωσε και άρχισε να προλαβαίνει το ρυθμό αντί να τον ακολουθεί και να τινάζεται με την σβελτάδα που χρειάζεται για να προηγείται της φούστας. Άρχισαν κι οι φιγούρες, ήρθαν κοντά κι οι χοντρές και λικνίζονταν. Σαν σημαδούρες σε σορόκο. Η Ρενέ δεν έχανε ευκαιρία να τυλίγεται επάνω του και τα βρεγμένα της μαλλιά με τις ανταύγειες που τώρα έδειχναν καφέ, πέταγαν σταγονίτσες προς κάθε κατεύθυνση στα τινάγματα του κεφαλιού. Κάποια στιγμή την βάστηξε από την μέση, τα πόδια της κουλουριάστηκαν γύρω του και εκείνη έγειρε προς τα πίσω, τα μαλλιά σχεδόν άγγιξαν το πάτωμα, νομίζω πως με κοίταξε κρεμασμένη ανάποδα. Οι ράντες από το λευκό φανελάκι της - φαίνονταν τώρα καθώς η πουκαμίσα είχε μισανοίξει από τα τεντώματα– αυλάκωναν τις κλείδες της σαν χαλινά της ηδονής. Ο τύπος την κρατούσε με το κεφάλι και το σώμα της κρεμασμένα ανάποδα, τα πόδια της γύρω από τη μέση του και κουνούσε ρυθμικά τους γοφούς του σαν να την γαμάει. Οι χοντρές επευφημούσαν. Δεν ξέρω τι με θόλωνε περισσότερο, η πείνα ή το θέαμα. Κατέβασα την τελευταία γουλιά καιπιρίνια, σκέτη ξινίλα από τα λεμόνια, ακούμπησα το ποτήρι με θόρυβο και σηκώθηκα. Ήμουνα έτοιμος να μετρήσω φάπες από τον δίμετρο προφέσορα, αλλά ώ του θαύματος, το τραγούδι είχε τελειώσει, η Ρενέ είχε ξεπεζέψει και με γελάκια και αμοιβαίες υποσχέσεις επανάληψης χαιρετιόντουσαν. Τράβηξα από τις αναμνήσεις μου ένα ύφος άνετου και το φόρεσα. «Πάμε;» Πήγαμε.

    Η βροχή είχε κόψει λίγο και σαν συνεννοημένοι κάναμε ένα μεγάλο γύρο, τρία τετράγωνα πιο πέρα, πριν βρεθούμε σπίτι της. Ήταν περασμένες 11, καθημερινή. Ούτε κλοσάρ στο δρόμο. Καμμία κουβέντα. Φτάσαμε. Μόνο μια πουτάνα φαινόταν να περιμένει τρία σπίτια παραπέρα, περισσότερο από το φόβο του νταβατζή παρά από την ελπίδα για πελάτη. Η Ρενέ πάτησε τον κωδικό και η πόρτα άνοιξε. Ούτε την κράτησε, ούτε μπήκε βιαστικά για να μην μπω. Ακολούθησα. Πάτησε το φως. Την άρπαξα από το χέρι. Με κοίταξε στα μάτια. Όπως άρπαξα το χέρι της το μανίκι της καπαρντίνας τραβήχτηκε, ένα κουμπί της πουκαμίσας είχε ανοίξει από το χορό και το φανελάκι ξεπρόβαλε πάλι προκλητικό. Την τράβηξα κοντά μου, τέντωσα τη γλώσσα μου κάτω από το πηγούνι της – σήκωσε απρόθυμα το κεφάλι – και την δάγκωσα ελαφρά. Ένιωσα να σκιρτάει. Πήγε να με τραβήξει προς τη σκάλα. «Εδώ» μουρμούρισα και την έσυρα σχεδόν κάτω από τη σκάλα. Χαμογέλασε. Ήξερε φυσικά τί γίνεται εκεί κάθε βράδυ. Της έβγαλα την καπαρντίνα και ξεθηλύκωσα την ζώνη. Είχε βγάλει την πουκαμίσα και ετοιμαζόταν για το φανελάκι. «Άστο». Έβγαλα το παλτό μου. Το φως έσβησε. Την γύρισα με πρόσωπο κόντρα στην σκάλα και στα σκοτεινά έψαξα να βρώ τρόπο να δέσω με την ζώνη της καπαρντίνας τα χέρια της στα προστατευτικά ξύλα της σκάλας. Την δάγκωνα στο σβέρκο, γεμάτο βροχή, και τριβόμουν πάνω της. Βαριανάσαινε. Κάποια στιγμή τα κατάφερα – δεν επρόκειτο να φύγει έτσι κι αλλιώς. Την έδεσα κάπως χαμηλά, για να μπορώ να την τραβήξω προς τα πίσω, να κατεβάσω την φούστα της και να την έχω σε ορθή γωνία να μου προσφέρει τον πισινό της. Έτσι κι έκανα. Τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι, το λευκό φανελάκι της έγινε η επιφάνεια αναφοράς μου. Δεν τράβηξα το σλιπάκι, πέρασα το χέρι μου από πάνω του και ένιωσα ότι ήταν μούσκεμα. Πολύ μούσκεμα. Προφανώς από πριν. Θόλωσα πάλι. Την τράβηξα όσο πιο πίσω μπορούσα, τα χέρια τέντωσαν πάνω από το κεφάλι, η κοιλιά της παράλληλα στο πάτωμα και της άνοιξα τα πόδια ώστε να πατάει στέρεα. Ο ήχος που άκουγε, δεν ήταν η ζώνη μου που λυνόταν, ήταν η ζώνη μου που έβγαινε. Την κατέβασα με δύναμη στον πισινό της, πάνω από το σλιπ. Ο θόρυβος της ζώνης πνίγηκε αλλά όχι και το μουγκρητό της Ρενέ που δεν το περίμενε. Τραντάχτηκε ολόκληρη. Της έδωσα δυο δευτερόλεπτα να καταλάβει τί συνέβαινε. Απλά πράγματα: αν έκανε θόρυβο θα κατέβαιναν οι γείτονές της να την δουν να γαμιέται σαν πουτάνα στην σκάλα. Από την αντίδραση της στη δεύτερη βουρδουλιά και το πνιχτό μούγκρισμα φάνηκε να το έχει καταλάβει. Τρίτη, τέταρτη. Η Ρενέ τιναζόταν στο χτύπημα, εξέπνεε για να μην φωνάξει κι ύστερα ανάδευε και ρουφούσε αέρα για να ξορκίσει το κάψιμο που ακολουθούσε. Πέμπτη, έκτη. Ανέπνεε πολύ γρήγορα και της ξέφευγαν αναφιλητά. Σίγουρα θα είχε βουρκώσει. Έβδομη, όγδοη. Από την σιλουέτα της στο σκοτάδι, φαινόταν ότι τα πόδια της έτρεμαν, έκανε να ορθοποδήσει, την ξανατράβηξα οριζόντια. Άφησα τη ζώνη να πέσει. Πέρασα το δεξί χέρι μου στο σλιπάκι, έκαιγε ολόκληρος ο πισινός της. Πρέπει να έτσουζε γιατί τραβιόταν από το χέρι μου, μόλις όμως το κατέβασα στο μουνί της κόλλησε απάνω του. Ήταν αξύριστη. Έσταζε. Της έσφιξα τα μουνόχειλα με όλη μου τη δύναμη, αρπάζοντας και μερικές τρίχες. Τσίριξε όσο πιο πνιχτά μπορούσε και τεντώθηκε στις μύτες των παπουτσιών. Έγερνε μπροστά. Την τραβούσα πίσω από το μουνί και προσπαθούσε να χαλαρώσει αλλά τα πόδια της έτρεμαν και δεν την βαστούσαν.

    Της κατέβασα το σλιπάκι και το πέταξα παραδίπλα. Ηρέμησε. Κανείς από τους δυό μας δεν χρειαζόταν άλλα προκαταρκτικά. Γλίστρησα μέσα της με την μία. Η κοιλιά μου ακούμπησε τον πισινό της κι ένιωσα τη ζέστη από τον ερεθισμό στο δέρμα της. Την μάγκωσα πάνω μου από τους μηρούς κι έμεινα ακίνητος. Δεν επρόκειτο να κάνω την παραμικρή κίνηση. Αν ήθελε να χύσει, ή έστω να χύσω εγώ για να τελειώνει το μαρτύριο της, έπρεπε να τινάζεται προς τα πίσω και να με «γαμάει», με αποτέλεσμα να τρίβεται ο πισινός της πάνω στην κοιλιά μου. Προσπάθησε να γείρει προς τα μπρος και να κάνει μικρότερες κινήσεις, δυο-τρεις πόντους, αλλά την τραβούσα και την ξανάτριβα πάνω μου με αποτέλεσμα να τινάζεται και να δυσανασχετεί. Συμβιβάστηκε στην ιδέα και άρχισε να τρίβεται με τον δικό της ρυθμό, ανταλλάσσοντας λίγο τσούξιμο με την αίσθηση να βυθίζεται ο πούτσος μου μέσα της. Χαλάρωσα την λαβή στους μηρούς της. Ακούγοντας μόνον την διακύμανση της ανάσας της καθώς κυριολεκτικά κωλοτριβόταν απάνω μου, κόντευα να ματώσω τα χείλη μου από το δάγκωμα για να μην χύσω. Ευχήθηκα να μπορούσα να δω τον κοκκινισμένο πισινό της και δυστυχώς η ευχή μου εισακούστηκε.

    Πρόλαβα να ακούσω έναν βούισμα, ύστερα ένα μεταλλικό ήχο από μάνταλο, ένα τρίξιμο ξύλου, έσκυψα ενστικτωδώς μπροστά, να καλύψω τη γύμνια της Ρενέ, και μετά κάηκα από το φως – άραγε γι αυτό τους λένε λαμπτήρες πυρακτώσεως; Σφάλισα τα μάτια μου από τον πόνο, αλλά πρόλαβα να μυρίσω φτηνό αλκοόλ. Μια φιγούρα γεροντική στην άκρη των ματιών μου είχε μόλις ανοίξει την εξώπορτα και πατήσει το φως, μουρμουρίζοντας κάτι για «πουτέν». Τρέκλισε προς την σκάλα και η μπόχα δυνάμωσε. Άρχισε να ανεβαίνει τρεκλίζοντας και μουρμουρίζοντας κάτι σαν βλαστήμιες, αποκλείεται να γνώρισε την Ρενέ, ακόμη κι αν την είδε, μολονότι είχα πέσει απάνω της και της κρατούσα το κεφάλι χαμηλά, καθώς ο τύπος ήταν τύφλα. Μείναμε ακίνητοι και ακούσαμε βήματα στην σκάλα που ανέβηκαν ως τον πρώτο όροφο. Ύστερα τίποτα. Η μυρωδιά του αλκοόλ συνέχιζε, πιο απόμακρη αλλά χαρακτηριστική. Ύστερα από λίγο το φως έσβησε. Δεν ακούσαμε κλειδαριά, αλλά ακούσαμε αναπτήρα, που ξαστόχησε μια φορά, την δεύτερη όχι. Ώστε θα είχαμε παρέα, κρεμάμενη από το κλιμακοστάσιο. Σκέφτηκα την απίστευτα βλαμμένη ιδέα μου να το κάνουμε στις σκάλες και πόσο θα έχει τσαντιστεί τώρα η Ρενέ. Καλύτερα να το παρατάγαμε. Είχα να κάνω σεξ με απρόσκλητους θεατές από τα 17 μου στα νησιά, με τους ματάκηδες στις παραλίες. Δεν θα ξανάρχιζα τώρα. Ευτυχώς, αυτό το σκέφτηκα εγώ και όχι εκείνη. Από το σοκ είχα μαλακώσει και τραβήχτηκα έξω. Βοήθησα τη Ρενέ να ανασηκωθεί, την γύρισα προς το μέρος μου όρθια (τα χέρια της σταύρωσαν στο δέσιμο) και τότε ένιωσα την πραγματική έκπληξη της βραδιάς. Η Ρενέ με ένα τίναγμα, πέρασε τα πόδια της γύρω από τη μέση μου, με τράβηξε κοντά της, έχασα λίγο την ισορροπία μου και έγειρα πάνω της, μύριζα τα βρεγμένα μαλλιά της. Έσκυψε δίπλα στ΄ αυτί μου. Μου είπε δύο λέξεις – δεν είχα ακούσει την φωνή της όλο το βράδυ. «Τέλειωσέ με». Δυό λέξεις μόνο. Τί μπορούν να κάνουν δυο λέξεις; Δεν ξέρω, αλλά οι συγκεκριμένες έκαναν τον πούτσο μου πέτρα. Με δυσκολία πέρασα το χέρι μου για να της τον βάλω, τόσο με έσφιγγε πάνω της με τα πόδια γύρω από τη μέση μου. Στο ρυθμό φυσικά δεν μου έπεφτε λόγος. Η Ρενέ με βύθιζε μέσα της ακριβώς όπως και όσο ήθελε. Την βαστούσα με όλη μου την δύναμη από τη μέση για να μην βρίσκει η πλάτη της στη σκάλα αλλά απλώς μου τσάκιζε τα δάχτυλα σε κάθε γύρισμα προς τα πίσω. Οι κοιλιακοί της τέντωναν και μάζευαν σε κάθε ανάσα. Και μούγκριζε. Μούγκριζε ίσως και παραπάνω από το κανονικό, σαν να ‘δινε παράσταση για τον θεατή μας. Ίσα που πρόλαβα να περάσω το αριστερό χέρι μου μέσα από το φανελάκι της και να φτάσω στη ρώγα της για να την τρίψω – κόλλησε πάνω μου και έχυσε τρέμοντας. Νόμιζα πως οι γάμπες της θα μου τσάκιζαν τα πλευρά. Αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα χαλάρωσε. Τραβήχτηκα και την βοήθησα να πατήσει. Έγειρε πίσω στην σκάλα. Έλυσα στα τυφλά την ζώνη και απελευθέρωσα τα χέρια της. Άρχισε να τα τρίβει στους καρπούς. Έσκυψα να την φιλήσω, αλλά μου γύρισε το λαιμό της. Το είδα σαν παιχνίδι, κάτι σαν «δε φιλώ στο στόμα». Την φίλησα τρυφερά. Σκύψαμε στο σκοτάδι να μαζέψουμε τα ρούχα μας από το πάτωμα, το φως ξανάναψε και μας στράβωσε πάλι για λίγα δευτερόλεπτα. Θα πρέπει να ήμασταν πολύ γελοίοι ψαχουλεύοντας το πάτωμα, με κλειστά μάτια σαν κουτάβια. Ακούσαμε κλειδαριά από κάποιον όροφο πιο πάνω. Ώσπου να βρώ το παντελόνι και τη ζώνη είχε φορέσει την φούστα της. Κρατούσε τα υπόλοιπα ρούχα και το σλιπάκι στο χέρι. Γύρισε προς την σκάλα. Την ακολούθησα. Ανέβηκε δυο σκαλιά, γύρισε και έβαλε την αριστερή της παλάμη στο στήθος μου, κρατώντας με. Μάλιστα. Όχι, λοιπόν. Να μην ανέβω. Χωρίς λόγια. Εντάξει.

    Έμεινα να την κοιτώ να ανεβαίνει τη σκάλα. Έστριψε στο πλατύσκαλο και μετά από λίγο το φως έσβησε. Ξανάναψε σε λιγάκι και άκουσα την κλειδαριά. Φόρεσα το παντελόνι και τη ζώνη και βγήκα έξω. Ψιλόβρεχε, το μετρό θα είχε κλείσει. Ένας οξύς πόνος στα αρχίδια μου θύμισε ότι δεν είχα χύσει. Κάποια γωνιά του μυαλού μου έλεγε πως τώρα είμασταν πάτσι για την Αθήνα. Έψαξα για ταξί.
     
  2. gaby

    gaby Guest

    Εκπληκτικές γυναίκες οι γαλλίδες στο πώς ξέρουν να τηρούν ισορροπίες. Πάντα μαθαίνει πολλά από αυτές μία άλλη γυναίκα έστω και μόνο παρατηρώντας τις.

    Δε λέω, κι εμείς εδώ καλές είμαστε  , αλλά αυτό το επίπεδο πειθαρχημένης καλλιέργειας των μεθόδων μας στα πάντα όσα κάνουμε, πολύ το ζηλεύω για να είμαι ειλικρινής  
     
  3. little_slut[PieR]

    little_slut[PieR] Regular Member

    χμ τελικά μάλλον όλες πήραμε την εκδίκηση μας για την άρνηση οργασμού στα προηγούμενα σκαλοπάτια  
     
  4. timandra

    timandra Regular Member

    για μενα ολη η ιστορια (και απο τα 4 κεφαλαια) ειναι αυτο το κομματι... ολα ξεκινανε απο αυτο... καταληγουν σε αυτο... εξαρτωνται απο αυτο... ολα περιγραφουν αυτο
     
  5. DreamMaster

    DreamMaster Regular Member

    Μ΄αεροπλάνα και βαπόρια...

    Ίσως και για μένα, και όχι μόνο αυτά τα κεφάλαια, αλλά η γενική άποψη που έχω για το BDSM.

    Ο τρόπος σκέψης του καθενός και οι θεμελιώδεις "μεταφορές" που κάνει στην ζωή του (αλλά και στο λόγο του) διαμορφώνονται κατά πολύ από τις εμπειρίες του. Μεγάλο κομμάτι της δικής μου ζωής το έχω περάσει σε αεροπλάνα και αεροδρόμια. Είχα έτσι την ευκαιρία να παρατηρήσω ανθρώπους απ΄όλο τον κόσμο σε οριακές στιγμές που έχουν να κάνουν με την αυτο-εξουσία και την αυτο-κυριαρχία τους και την παράδοσή της σε άλλους.

    Για πολλά χρόνια, μία από τις πρώτες ερωτήσεις που έκανα σε κάποιαν που με πλησίαζε ως sub ήταν "Φοβάσαι στα αεροπλάνα;" Αν η απάντηση ήταν έντονα καταφατική οι πιθανότητες που είχα στο μυαλό μου να είναι control freak και όχι sub ανέβαιναν από το 99% (default!) στο 99,9%.

    Φυσικά, είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω και τις δικές μου αντιδράσεις πόσο μεταβάλλονταν κατά καιρούς από το ένα άκρο στο άλλο και αντανακλούσαν αυτά που συνέβαιναν στη ζωή μου και την δική μου διαχείριση της εξουσίας.
     
  6. MasterJp

    MasterJp Advisor Staff Member In Loving Memory

    DreamMaster: Θα ήθελες να αναλύσεις το πως χρησιμοποιείς τον όρο control freak σε σχέση με την υποταγή; Νοιώθω κάτι να μου διαφεύγει
     
  7. DreamMaster

    DreamMaster Regular Member

    Τα παρακάτω σχόλια διατυπώνονται για γυναίκες submissive και άνδρες Dominant γιατί αυτές τις αναφορές βρίσκω στα συρτάρια του μυαλού μου. Δεν βλέπω τον λόγο να μην λειτουργούν και αντιθετο-αντίστροφα. Αναγκάζομαι να απλοποιήσω για να εστιάσω, αν χρειαστεί θα επανέλθω.

    Σωστά απορείς MasterJp…

    Control freak: άτομο που έχει την ακαταμάχητη επιθυμία να εξασκεί απόλυτο έλεγχο σε ανθρώπους και πράγματα και νιώθει απόλαυση κυρίως από αυτό (wordnet.princeton.edu)

    Θα περίμενε κανείς ότι κάποιος που δηλώνει Dominant και όχι κάποια που δηλώνει submissive θα εμπλέκεται σε αυτήν την κατηγορία.

    Έχουμε και λέμε, λοιπόν...

    Στην ταπεινή μου εμπειρία, πολλές γυναίκες που δηλώνουν submissive κάτω από την γενική θεώρηση «θέλω να εξερευνήσω τα όριά μου» εννοούν ότι θέλω να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να το ανεχτώ ΚΑΙ αυτό, ΚΑΙ το άλλο ΚΑΙ το παράλλο... Κάθε μέρα, κάτι καινούργιο – been there, done that.

    Θέλω δηλ. να ελέγχω (όχι να γνωρίζω - αυτό είναι άλλο πράγμα, και έχει να κάνει με την υποταγή...) πλήρως τον εαυτό μου και να ελέγχω τα πράγματα γύρω μου, με την έννοια ότι τα έχω κατακτήσει. Είμαι δυνατή. Αντέχω. Ελέγχω. Αυτό με κάνει να αναζητώ την ένταση ως επιβεβαίωση. Δεν είναι ο πόνος που με τραβά για την αλήθεια του, δεν είναι ο εξευτελισμός που με καθαίρει, που μου δείχνει την μικρότητά μου από την οποία θα ανελιχθώ – όλα αυτά έχουν γίνει εργαλεία επίδειξης της δύναμής μου, του ελέγχου μου. Και εξακολουθώ να αυτοαποκαλούμαι submissive!

    Αν τους τραβήξεις λίγο το χαλί κάτω από τα πόδια (μπορείς να το κάνεις με τρυφερότητα ή με αγριότητα, αναλόγως), αν τους πάρεις δηλ. τον έλεγχο, τότε φρικάρουν πραγματικά.

    Για να θυμηθούμε τον Sting από τότε που ήταν με τους Police:

    “You consider me the young apprentice,
    Caught between the Scylla and Charibdes,

    I will turn your face to alabaster,
    Then you’ll find your servant is your Master”

    Όταν μπορούν έστω και να με ακούσουν, τους εξηγώ ότι είναι στην καλύτερη περίπτωση Dommes. Δεν τους αρέσει. Αυτοί που ζουν γύρω τους έχουν την αμέριστη συμπάθεια μου. Περνάνε δύσκολες μέρες.

    Ελπίζω να είναι πιο ξεκάθαρος ο τρόπος που χρησιμοποίησα το control freak παραπάνω. Στο αεροπλάνο το μόνο σίγουρο, αν δεν ο είσαι πιλότος, είναι ότι παραδίδεις τον έλεγχο. Απολύτως.
     
  8. MasterJp

    MasterJp Advisor Staff Member In Loving Memory

    ... και γνωρίζω τουλάχιστον δύο αεροφοβικούς Doms  
     
  9. MasterJp

    MasterJp Advisor Staff Member In Loving Memory

    DreamMaster: Έχω συναντήσει αρκετά άτομα που ικανοποιούν τα κριτήρια που αναφέρεις, στην πλειονότητά τους male subs, όσον αφορά τις females, αυτό που περιγράφεις είναι αυτό που εγώ αποκαλώ "σύνδρομο οσιομάρτυρα", συμφωνώ όσον αφορά την συμπάθεια προς τους γύρω τους, πριν ομως συμφωνήσω στο
    θα ήθελα ν' ακούσω τον ορισμό σου του "submissive" (αντίστοιχα "dominant")

    Δυστυχώς η μετάφραση ενός άρθρου με τίτλο "the healthy submissive" του οποίου τις απόψεις ασπάζομαι συνεχίζει να εκρεμεί.
     
  10. DreamMaster

    DreamMaster Regular Member

    Αντί να πώ την δική μου άποψη, λέω να κάνω κάτι καλύτερο...

    Αν μιλάς για το γνωστό άρθρο του Yalda Tovah, τότε στο επόμενο ταξίδι μου που ξεκινά αύριο θα το μεταφράσω για να το ανεβάσουμε και να το κουβεντιάσουμε.

    Και δεν θέλω σχόλια ότι ψάχνω αφορμή για να ξεχνάω το φόβο μου στα αεροδρόμια μέχρι να μπω στην πτήση ))
     
  11. MasterJp

    MasterJp Advisor Staff Member In Loving Memory

    Ακριβώς γι' αυτό και ... ουδέν σχόλιον  
     
  12. alnair

    alnair Regular Member

    Ο φόβος για τα αεροπλάνα δεν είναι άλλος από τον φόβο για τον θάνατο (ειδικά όταν έχουμε κατακλυστεί από εικόνες φρίκης με τα αεροπλάνα που πέφτουν και γνωρίζοντας ότι οι πιθανότητες επιβίωσης από τέτοια πτώση είναι ελάχιστες).
    Ώστε οι υποτακτικές/οί πρέπει να έχουν ξεπεράσει αυτό το παγκόσμιο, παναθρώπινο άγχος για να είναι άξιες/οι μιας πιστοποίησης ποιότητας? Μήπως είναι και θρησκευτικοί γκουρού?