Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το γράμμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 30 Απριλίου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Πότε θα έρθεις; Δεν αντέχω μακριά σου

    - Ρε μωρό μου δεν είναι τόσο εύκολο, να τώρα πήρα τα πάνω μου, έχω συνέντευξη για δουλειά σε μερικές ημέρες.


    Το επόμενο απόγευμα ετοιμάστηκα για να πάμε μαζί στο σούπερ μάρκετ. Αφού σχόλασα πέρασα απ’ το φίλο μου τον Κυριάκο, πήρα καπνό και μια κάρτα της βόνταφον. Μόλις μου ήρθε το αυτόματο μήνυμα ότι ανανεώθηκαν τα ΜΒ, ξεκίνησα για τον ΑΒ. Έβαλα μισό ευρώ και πήρα ένα καρότσι. Το βίντεο κατέγραψε την κίνηση του κέρματος που μπήκε στην υποδοχή και τη μανούβρα για να βγάλω το καροτσάκι απ’ τη θέση του. Στροφή, άνοιξε η συρόμενη πόρτα και πάτησα αποστολή στο μέσεντζερ.


    Ακολούθησε ηχογραφημένο μήνυα: ‘’μου είχες πει ν’ αγοράσω κριτσίνια ή κάτι άλλο να τρώω ώσπου να σχολάσω. Κοίτα! Πήρα αυτά’’. Το μήνυμα έφυγε κι ακολούθησε φωτογραφία με κριτσίνια ολικής ακουμπισμένα στο καρότσι.


    Ύστερα με το βίντεο ανοιχτό στο πλάϊ μου σα να την κρατούσα απ’ το χέρι, τράβηξα στα ψυγεία τα γιαούρτια, το βούτυρο, το γάλα. Κάθε τόσο έφερνα το τηλέφωνο κοντά μου και ψιθύριζα να διαλέξει τι να πάρω. Έστειλα το βίντεο. Μου απάντησε με ηχογραφημένο μήνυμα, έλεγε να πάρω κεφαλογραβιέρα, τσένταρ και γιαούρτι με άρωμα μαστίχα.


    Στάθηκα στο γκισέ των κρεάτων. Τράβηξα βίντεο το κρέας, τα λουκάνικα, το κοτόπουλο. Ο υπάλληλος με κοίταζε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο. Αισθάνθηκα τόσο ανόητος. Ήθελα τόσο πολύ να μπορούσα να του πω πως της στέλνω μήνυμα γιατί δε μπορούσε να έρθει μαζί μου σήμερα. Μα δε μίλησα, δεν μπορούσα να πω ψέματα, όχι γι’ αυτόν για τον εαυτό μου. Εγώ ήθελα να το πιστέψω κι ήταν επικίνδυνο, να το κάνω. Ήρθε γρήγορα η απάντηση. Έλεγε τι θα μαγείρευε με το κρέας που θα της πήγαινα. Ήθελα τόσο πολύ να πάρω μοσχαράκι για να κάνει κοκκινιστό, έκλεισα τα μάτια και το φαντάστηκα. Δεν απάντησα τίποτα, μέσα μου ήδη άνοιγα την πόρτα για να την πάρω αγκαλιά και να φάμε το κοκκινιστό με τα γόνατα μας ν’ ακουμπούν. Έφυγα απ’ τα κρέατα. Άδειασα το καρότσι, κράτησα μόνο τα κριτσίνια μου. Πήρα ντομάτες, ρύζι και ζαμπόν. Έφυγα. Η ψυχή μου είχε μείνει μισή στους διαδρόμους, στο ταμείο ήμουν πια κενός. Έξω στο αυτοκίνητο χαμογέλασα. Μόνο το πράσινο νισσάν μου, μου έδινε πια χαρά.


    Το επόμενο πρωί όπως περίμενα κάτι φωτοτυπίες, έκατσα να μου φτιάξει φρέντο ο Αποστόλης. Άνοιξα τα δεδομένα κι ήρθε φωτογραφία. Πάνω στο κρεβάτι της ήταν ένα λευκό πουκάμισο κι ένα πράσινο μπλουζάκι. Μου ζητούσε να διαλέξω τι να βάλει για τη συνέντευξη της. Τη φαντάστηκα μέσα στο καθένα, τη φαντάστηκα ακόμα να βαδίζει μ’ αυτό το γατίσιο λίκνισμα της, τη φαντάστηκα μπροστά στο γραφείο, στις απαντήσεις που θα έδινε άλλοτε ανασηκώνοντας το φρύδι κι άλλοτε παίζοντας τα ρουθούνια της, ή άλλη στιγμή ανασηκώνοντας το πρόσωπο της μ’ ένα τρόπο που θύμιζε πουλί που σηκώνει το ράμφος του λίγο πριν αφήσει το έδαφος. Έτσι ένιωθα κι όταν ήταν κοντά μου, ένα διαρκές παράπονο γιατί δε μπορούσα να χαρώ όσο ήταν εκεί, αφού ήξερα πως θα φύγει.


    Το ίδιο μεσημέρι μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Το περασμένο βράδυ της έκανα ξανά παράπονα πότε θα ‘ρχοταν. Για να πάρω την απάντηση χωρίς απάντηση. Μου βγήκε έντονο παράπονο. Πότε αντιστράφηκαν όλα. Ήμουν ο κύριος του παιχνιδιού, εκείνος που κανόνιζε το πότε και το πώς, που σήκωνε ή δε σήκωνε το τηλέφωνο, που της έλεγε ακόμα και τη στιγμή που θα ‘χυνε, ή να μη χύσει. Κι όμως να! Η είδηση πως με προτίμησαν για μια θέση που δεν ήθελα πια στην επαρχία, η απεργία του προαστιακού την τελευταία βδομάδα, αρκούσαν για να χάσω την ισορροπία μου, να γίνει απεγνωσμένη ανάγκη να είναι εκείνη η τελευταία εικόνα μου απ’ τον Πειραιά που θ’ άφηνα για πολλά χρόνια. Όμως όχι, δε συνέβη τίποτα απ’ αυτά. Το πρωί μιλούσαμε και το απόγευμα που μιλήσαμε ξανά απείχα πια διακόσια πενήντα χιλιόμετρα και μισό Αιγαίο. Έχασα κάθε σταθερό από κάτω μου. Έμοιαζαν οι αποφάσεις των τελευταίων ημερών να είχαν παρθεί από άλλο, η δύναμη μου έμοιαζε δανεική με ένα εξωπραγματικό τρόπο από κάπου αλλού. Κάθε αποφασιστική ενέργεια με γνώμονα τις σκέψεις πάνω στο σύνολο των περιστάσεων , χωρίς πουθενά να μετρήσει η μεγάλη μου νέμεση, ο συναισθηματισμός φαίνονταν τόσο έξω απ’ το τωρινό μου τρέμουλο, την ανάγκη μου να την έχω εκεί, να έρθει εκεί, να έρθει για ‘μενα εκεί. Να αποδείξει πως είμαι κάτι άλλο, πως είμαι καλύτερος, περισσότερος απ’ τον άλλο, πως μ’ εμένα σε κάποια επαρχία δε θα μας μισήσει. Ήθελα να επικρατήσω κι ήθελα να νικήσω τον εαυτό μου με τις σχέσεις με ημερομηνία λήξης, που το πάθος δεν κρατούσε παρά μήνες. Ήθελα να είμαι εγώ κι ήθελα να είμαι τώρα.


    - Χθες βράδυ μ’ έκανες να νιώσω λίγη, έγραψα πολλά κι ύστερα βρέθηκα στο κίτρινο κουτί, σε τσαλακωμένο φάκελο το έβαλα που είχα στην τσάντα μου, έγραψα βιαστικά τα στοιχεία σου και στο ‘στειλα, απλό.


    Ποτέ δεν έφτασε. Ούτε στο όνομα μου, ούτε στη θυρίδα μου, ούτε στη δουλειά μου. Στις πιο απελπισμένες μου στιγμές φορές φορές που περίμενα στο ταχυδρομείο τη σειρά μου, το σκεφτόμουν. Να με φώναζε τώρα ο Παναγιώτης, ο προΪστάμενος του ελτά να μου έλεγε πως βρήκε ένα γράμμα με τ’ όνομα μου στον παραλήπτη. Το φανταζόμουν κιτρινισμένο, κατσιασμένο. Κάθε χρόνο έκανα τουλάχιστον μια φορά αυτή τη σκέψη. Πέρασαν τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Ίσως πια να ήταν ξεχασμένη σα μια ιστορία που έληξε άδοξα ή δοξασμένα, όμως αυτό το γράμμα έγινε το μεγαλύτερο απωθημένο μου. Έτσι και σήμερα κοντά πέντε χρόνια το σκέφτηκα για μια φορά ακόμη. Εκείνο το γράμμα, το γράμμα σου. Ίσως να μην το άνοιγα αν έφτανε, να το κρατούσα εκεί, στο γυάλινο τασάκι, μαζί με το δαχτυλίδι του μεγάλου σου δαχτύλου που μου ‘χες χαρίσει ένα βράδυ στο σπίτι μου, μαζί με το κόκκινο κλειδί που σου ‘χα βγάλει για το σπίτι που ποτέ δεν ήρθες. Ήθελα τόσο πολύ να έρθει το γράμμα, το γράμμα σου, να το έχω κλειστό και δικό μου.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Όταν την απομυθοποίησα ήξερα πια πως ήταν ψέμα το γράμμα, μια ωραιοποίηση, υπέρβαση της ψυχικής διάθεσης της. Τις περισσότερες ημέρες στην αρχή έτσι το σκεφτόμουν, ήταν η βεβαιότητα μου. Έπαψα να το σκέφτομαι κι ήξερα πως γράμμα δεν υπήρξε, ή έστω δε στάλθηκε ποτέ. Μα κάποιες στιγμές στην αναμονή μέχρι τη σειρά μου στο ταχυδρομείο, συνειδητά με άφηνα να λέω αν. Να θυμώνω με το ελτά που τάχα μου το ‘χε χάσει, επειδή ήταν απλή αποστολή και πως κάπου βρισκόταν.


    Ποτέ δεν αναρωτιόμουν τι έλεγε αυτό το γράμμα, δεν είχε σημασία αυτό. Μόνο μια επιθυμία μου ν’ αποδείξω τις σκέψεις μου υπερβολικές. Αν είχε στείλει αυτό το γράμμα, ίσως τότε κάθε έκφραση της, λέξη, μήνυμα θα μπορούσα να το αποτιμήσω διαφορετικά. Θα μπορούσα να ξαναζήσω την ιστορία μέσα μου, θα είχα το δικαίωμα που δεν έδινα πια στον εαυτό μου. Θα ήταν το πάσο μου για να μπορώ να ζήσω μέσα μου, όσο δε ζούσα έξω μου.


    Τα περισσότερα απογεύματα που σχολούσα, φτάνοντας στο σπίτι, έφτιαχνα ρύζι και σαλάτα, κάποιες φορές τηγάνιζα και λίγο μπέηκον, έπαιρνα το βιβλίο μου και αποξεχνιόμουν για όσο μπορούσα. Κι αργότερα πάντα μου χτυπούσε την καρδιά η ανάγκη μου. Πρώτα έπεφτε το Years go by των Stratovarius και μετά το Cry in the night των Virgin Steele, μετά χανόμουν σε δίνες για φανταστικές επανενώσεις. Όχι δε σκεφτόμουν το γράμμα, μόνο επέτρεπα μέσα μου να ζω τη στιγμή, άλλοτε σε μια διάθεση να είμαστε μαζί, άλλοτε η πίκρα με οδηγούσε να στήνω σκηνικά που την αγνοώ. Ήξερα πόσο λάθος ήταν όλα. Ήξερα πως δε ζούσα, όμως η ψυχρή λάμπα φθορίου ήταν σα να έδινε ένα τόνο πραγματικότητας στις ιστορίες μου κι η μουσική απ’ τα ακουστικά με απομόνωνε σε ένα κόσμο μακριά απ’ τα πράσινα ντουλάπια της κουζίνας μου κι από κάθε άνθρωπο που δε μου έκανε εύκολη τη μέρα.


    Ένα απόγευμα χάζευα σε κάποιο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο για να δω τι νέο αστυνομικό θα πάρω. Αυτό ήταν το πάθος μου, τα αστυνομικά. Ένας εκδοτικός είχε επανεκδόσει ένα βιβλίο που ο τίτλος του δε μου έλεγε τίποτα και αν με ρωτούσε κανένας δε θα ήξερα τι μου έκανε κλικ, όμως το παρήγγειλα. Βέβαια μετά το μετάνιωσα όταν ήρθε και το απέφευγα. Δεν είχε δράση, δεν ήθελα να το διαβάσω. Τη στατικότητα τη ζούσα, ήθελα τα βιβλία μου να με μεταφέρουν σε μυστήρια, φόνους, κακό χιούμορ και κυνισμό. Όμως τελικά το ξεκίνησα. Το Κόκκινο και το μαύρο. Μετά δεν ήταν εύκολο να επιστρέψω στα αστυνομικά. Δε μπορούσα να επιστρέψω σε αυτές τις κάλπικες λίρες. Ήθελα περισσότερα.Άρχισα ν’ αλλάζω, να αναζητώ τη βόλτα με το αυτοκίνητο, την παρέα των άλλων, το καλό βιβλίο.


    Έξω απ’ το φαρμακείο συνάντησα το γιο ενός συνεργάτη που από καιρό μου ζητούσε να πάμε για καφέ. Αυτή τη φορά του έδωσα το τηλέφωνο μου κι ωστόσο μετά το ξέχασα, ως το επόμενο απόγευμα που χτύπησε το τηλέφωνο μου. Στην αρχή ταράχτηκα, δεν ήθελα να το σηκώσω, είχα ήδη αρχίσει να συνηθίζω στα τελετουργικά με τα βιβλία μου, τη μουσική μου, τις νέες μου σκέψεις. Τελικά το σήκωσα και τελικά βγήκα. Δεν ήμασταν μόνοι, μαζί ήταν κι η αδερφή του. Μεγαλύτερη από μας δυο χρόνια, είχε έναν αέρα αλλοπαρμένο που όμως εμένα δε με ξεγέλαγε και στην πραγματικότητα δε μου έκανε την παραμικρή εντύπωση. Είχε ξαναδεί επαρχιώτισσες που επιστρέφουν μετά από χρόνια στην Αθήνα και θαρρούν πως αυτό είναι κάποιο παράσημο. Όμως βγαίναμε όλοι μαζί και περνούσαμε καλά. Πραγματικά διασκέδαζα μαζί τους όσο κι αν συχνά φαινόμουν ξύλινος κι αλύγιστος. Ακόμα και σαν παρατηρητής, εγώ διασκέδαζα. Ήταν η τροφή μου, κοιτούσα απ’ το παράθυρο εκείνους και τους άλλους, θυμόμουν πως είναι να ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους, έβλεπα τα πολύχρωμα πέπλα που ντυνόμαστε για να κρύβουν το επίπεδο της ζωής.


    Δεν ήθελα να βγω με το Βαγγέλη, το Μανώλη, το Σάκη και τον Αντρέα, συναδέλφους απ’ τη δουλειά εκείνο το σαββατόβραδο. Είχα όμως αποκτήσει μια τρέλα, μια ανάγκη να θέλω κόσμο, ποτό και χαζές χαρές. Πήγα. Φάγαμε, ήπιαμε κρασί, κουτσομπολέψαμε κι ύστερα καταλήξαμε σ’ ένα μπαρ συνοικιακό. Τα ποτά κακά, τα ποτά πολλά, η μουσική όλη παραγγελιές δικές μας, ήμασταν οι μόνοι πελάτες. Δεν ξέρω καν πως κατάφερα να φτάσω στο αυτοκίνητο, ούτε πως έφτασα σπίτι. Προσπαθώντας να διασχίσω το δρόμο, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου, ήταν αυτός, ο Μάκης με την αδερφή του. Είπε πως πέρασαν να δουν αν είμαι σπίτι γιατί θα βγαίνανε. Με πήρανε μαζί τους και ήμουν τόσο χαμένος απ’ το αλκοόλ που μου έκαναν όλα τα χατίρια. Της είπα πως θέλω γαριδάκια και κατέβηκε να μου πάρει, στο μπαρ που πήγαμε αφού μου πήρε νερό, όσο ο Μάκης χαιρετούσε φίλους και ένιωθα το κλίμα ασφυκτικό απ’ τον κόσμο, της είπα ‘’κάτσε κοντά μου, αυτός πάει να με βιάσει’’.


    Το επόμενο μεσημέρι όταν ξύπνησα, βρήκα ένα αίτημα φιλίας από ‘κεινη και λίγο μετά με πήρανε τηλέφωνο να πάμε για καφέ. Εκείνο το βράδυ μου είπε ‘’ήσουν αλλιώς’’ και κάτι ξεκίνησε.


    Ο Μάκης ήταν στην κοπέλα του στην Πάτμο αρκετό καιρό κι εμείς κάναμε παρέα μόνοι. Συνήθως καταλήγαμε στο αμάξι μου αργά τη νύχτα να μιλάμε. Δεν ήμουν σίγουρος, δεν ένιωθα σίγουρος για ‘μενα. Κανονίσαμε να βγούμε μια Παρασκευή ραντεβού κανονικό. Μιλήσαμε, χαζέψαμε, φλερτάραμε με άλλους για να δείξουμε την ανεξαρτησία μας και φεύγοντας στο αμάξι μου, με ρώτησε αν μπορεί να κάνει κάτι που θέλει, δεν απάντησα και με πήρε αγκαλιά. Δεν τη φίλησα. Ήρθε σπίτι μου. Κάθισα στην πολυθρόνα μου μπροστά στο τραπέζι κι εκείνη πάνω μου. Τα πόδια της πέρασαν κι αγκάλιασαν τα πλευρά μου. Τα αρβυλάκια της, δερμάτινα, με τις πολλές τρύπες και τα κορδόνια ως ψηλά για κάποιο λόγο μ’ εξιτάριζαν. Τα πόδια της χυτά κι αδύνατα μοιάζαν ακόμα θελκτικότερα μέσα στο σκούρο καλσόν. Φιληθήκαμε.


    Τα κουμπιά δεν άνοιγαν και της τα τράβηξα, πετάχτηκαν παντού. Ένα το βρήκα μέρες μετά κάτω απ’ το ψυγείο. Ανασηκώθηκα και την ακούμπησα πάνω στο τραπέζι. Το πάνω μέρος του ολόσωμου φορέματος της χωρίς κουμπιά, ζαρωμένο στο γιακά κι ελαφρά πεσμένο στους ώμους την έκανε να μοιάζει περισσότερο ποθητή. Δάγκωσα τους ώμους της, δάγκωσα τα βυζιά της, έπαιξα μαζί τους, τσίμπησα δυνατά τις ρώγες της, άπλωσα το χέρι μου από κάτω της, με τα δάχτυλα τράβηξα το καλσόν και σκίστηκε, παραμέρισα την κιλότα της και της έβαλα με δύναμη τρία δάχτυλα μέσα, τα έβγαλα, τα ξανάβαλα, βογγούσε.


    Τη γύρισα να κοιτάει στο παράθυρο, σήκωσα το φόρεμα της, έσκισα το καλσόν της από πίσω κι έβγαλα το καυλί μου, το πίεζα κάπου ανάμεσα στο μουνί και στον κώλο της πάνω απ’ τη μαύρη κιλότα. Μου ζητούσε να μπω, δεν απαντούσα και θύμωνε. Της κατέβασα το βρακί και αναστέναξε, αλλά δε μπήκα μέσα της, παρά τον ακούμπησα άκρη άκρη στην κωλότρυπα της. Η μέση της τινάχτηκε τόξο. Τον άφησα εκεί και μόνο που ήμουν εκεί καύλωνα περισσότερο. Το χέρι μου έπεσε με φόρα και με δύναμη στα κωλομέρια της, ξανά και ξανά. Με το άλλο μου χέρι της έπαιζα την κλειτορίδα χωρίς καμιά προσπάθεια να είμαι τρυφερός. Έκανα κύκλους, τσίμπαγα, τράβαγα, της έβαζα δάχτυλο και με το άλλο χέρι δε σταματούσα να της κοκκινίζω τη σάρκα.


    Σταμάτησα, τράβηξα τα κωλομάγουλα της και τον ακούμπησα πάλι λίγο πιο μέσα στην κωλότρυπα της. Κάτι πήγε να πει αλλά τα χέρια μου άδραξαν τις ρώγες της, πίεζα, πίεζα, έγινε ανήσυχη, κουνιόταν, προσπαθούσε να με σταματήσει.


    - Θες να σταματήσω;

    - θέλω… θέλω

    - Κάνε αυτό που πρέπει


    Συνέχιζε να είναι ανήσυχη κι εγώ συνέχισα να πιέζω τις ρώγες της. Μόλις τις άφησα στιγμιαία, πριν αντιδράσει τη γύρισα στο μέρος και τη φίλησα. Τη φίλησα στα χείλη δαγκωτά, έγλειψα τις ρώγες της αφήνοντας τα σάλια μου παντού με μικρά ηχηρά φιλιά, έγλειψα την κοιλιά και τον αφαλό της, έσπρωξα τα πόδια της ν’ ανοίξουν κι άλλο και την πήρα στο στόμα μου. Την ένιωθα πως θα ‘χυνε και δεν την άφησα.


    - Γιατί;

    Μου είπε παραπονεμένα


    Δε μίλησα. Τη γύρισα πάλι μπρούμυτα και άρχισα να τη σφαλιαρίζω στον κώλο. Πήρα μουνόχυμα απ’ τον κόλπο της και το άπλωσα στην κωλότρυπα της. Παραμέρισα πάλι τα κωλομέρια της και μπήκα λίγο περισσότερο. Αυτή τη φορά δεν έμεινα ακίνητος, όσο ήμουν κουνιόμουν λίγο μπρος, λίγο πίσω, λίγο αριστερά, σα να μουν με μπαταρία. Και τα χέρια μου σθεναρά πίεζαν με δύναμη τις ρώγες της.


    - Θέλω να χύσεις

    - Μωρό μου δε μπορώ… πρέπει κάτι να μου κάνεις

    - Μόνη σου

    Κι επισφράγισα τη φράση μου πιέζοντας λίγο περισσότερο προς τα μέσα.


    Το χέρι της κινιόταν ξέφρενα μέσα της, όταν την ένιωσα να φτάνει, παραμέρισα το χέρι της και πάνω που παραπονιόταν έσκυψα λίγο και τον κάρφωσα στο μουνί της. Δεν το περίμενε κι έτσι μόλις έμεινα ακίνητος εκεί, άρχισε να μουγκρίζει και να σπρώχνεται προς το μέρος μου


    - Το θέλεις;

    -…

    - Πόσο πολύ το θέλεις;

    -…

    - Θα μου πεις ή να πούμε καληνύχτα;

    - …

    Πήγα να σταματήσω

    -… σε παρακαλώ μωρό μου… θέλω

    - Θέλεις τι;

    - Σε θέλω

    - Χύσε!


    Την άφησα ελεύθερη να κινείται μπρος πίσω πάνω στο καυλί μου όπως ήμασταν όρθιοι. Κατά κάποιο τρόπο ήταν τόσο βιαστική, που πονούσα λίγο όπως έπεφτε χωρίς σταματημό πάνω μου. Την αγκάλιασα απαλά απ’ τη μέση, την ακινητοποίησα πάνω στο τραπέζι , με τα χέρια μου σφράγισα τα δικά της πάνω στην παγωμένη φορμάϊκα και άρχισα να την καρφώνω όσο πιο αργά και όσο πιο δυνατά μπορούσα. Πήρα τα χέρια μου απ’ τα δικά της και τα δικά της παρέμειναν τεντωμένα, έφερα τα χέρια μου στα μουνόχειλα της, χάιδεψα τα αρχίδια μου, έπαιξα με την κλειτορίδα της


    Κάτι ψιθύριζε αλλά δεν την άκουγα καλά, επανέλαβε πολλές φορές ώσπου να καταλάβω και να χαμογελάσω

    - πίεσε με


    Με μιας τα χέρια μου άδραξαν ξανά τις ρώγες της, τις έπαιζα στα δάχτυλα μου, τις σύνθλιβα κι εκείνη γινόταν όλο και πιο ανυπόμονη. Κι οι σπασμοί ήρθαν από πολύ βαθιά…


    Φαινόταν χαλαρωμένη, φαινόταν να λάμπει. Τη γύρισα στο μέρος μου και την κοίταξα. Ήμουν καυλωμένος μπροστά της κι εκείνη είχε μόλις χύσει. Το καυλί μου πίεζε την κοιλιά της. Έσκυψε και πήρε στο στόμα της το πουτσοκέφαλο μου, το ‘βαζε και το βγαζε πολύ γρήγορα στο στόμα της. Έφερα το χέρι μου στο σβέρκο της και την έσπρωξα προς τα μέσα. Δεν αντιστάθηκε καθόλου, ούτε όταν την ένιωσα να την πνίγει. Την άφησα να βγει και να συνεχίσει τη γνωριμία με το πουτσοκέφαλο μου.


    Την έχυσα στα μάτια, τη μύτη και κύλισαν στα χείλη και στο λαιμό της. Ήταν σα πειραγμένη ζωγραφιά.


    Την έντυσα μ’ ένα τζιν που δε φορούσα κι ένα κίτρινο πόλο. Την πήγα σπίτι της με το φόρεμα της σε μια σακούλα.


    Γύρισα σπίτι, έβγαλα κόκα κόλα απ’ το ψυγείο, έστριψα τσιγάρο, έβαλα τους Opeth να παίζουν χαμηλά. Άνοιξα το ημερολόγιο μου, το μάτι μου έπεσε σε μια προηγούμενη καταγραφή και μια σκέψη μου για το γράμμα. Σκέφτηκα πως ο συλλογισμός μου είχε ενδιαφέρον, αλλά δεν ασχολήθηκα περισσότερο γιατί ένα μήνυμα έφτασε στο κινητό μου:

    ‘’ μου άρεσε απόψε μαζί μου αν και’’…

    Το σκέφτηκα για ένα λεπτό, δεν είχε δεχτεί ακόμα τις προκλήσεις μου για να αρχίσω να απαντώ στις δικές της:

    ‘’τι φοράς’’;

    ‘’μμμμ γιατί’’;;;

    Δεν απάντησα και πέντε λεπτά μετά ήρθε άλλο μήνυμα, πιο ξερό

    ‘’ τις πιτζάμες μου και θα κοιμηθώ. Καληνύχτα’’!

    ‘’ βάλε παπούτσια θα ρθω από ‘κει να σου δώσω κάτι’’


    Δεκαπέντε λεπτά μετά έβγαζα αλάρμ, περίμενε απέξω…


    Τα αγαπημένα μου που δεν αποχωρίζομαι ποτέ είναι ένα με ασημιά λαβή και πολλές μακριές παχιές σουέτ λωρίδες και το άλλο μαύρο με λίγες, μόλις εννιά, λεπτές δερμάτινες.


    Κατέβασα το παράθυρο και της άπλωσα την ασημιά λαβή. Δισταχτικά την πήρε, με κοίταξε παραξενεμένα.


    ‘’ Γνωριστείτε και θα μου πεις αύριο το βράδυ’’


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Ναι;

    - Έλα μωρό μου… τι κάνεις;

    - … καλά. Εσύ;

    - Σήμερα στο μαγαζί ήρθε ένας πελάτης την ώρα που καθάριζα και μου έδωσε λίστα με κάποια πράγματα που θέλει κι εγώ όλη την ώρα σκεφτόμουν άλλα και η κυρία Μαίρη με είπε απρόσεκτη και…

    - Τι σκεφτόσουν;

    - Ξέρεις…

    -…

    - Δε θα μου πεις μωρό μου;

    - Τι να σου πω;

    - Μα τι σκεφτόμουν φυσικά!

    - …

    - Έλα ρε μωρό μου πες μου

    -…

    - Δε θα μου πεις;

    - Το έχεις στην τσάντα σου;

    - … ναι. Το έχω…

    - Τι ώρα σχολάς;

    - Στις 6…

    - Έλα στις 10.

    - Τόσο αργά;;; Γιατί;

    - Θα τα πούμε στις 10.


    Γύρισα απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε, έκανα μπάνιο, τράβηξα μια μαλακία να φύγουν τα πολλά, έτρεξα στο διάδρομο και μετά έφυγα κι άκουσα μουσική. Στις εννιά βγήκα για μια σύντομη βόλτα. Στις δέκα παρά δέκα που έφτασα σπίτι, τη βρήκα να περιμένει στην είσοδο. Κοιτούσε το κουδούνι που μόλις είχε χτυπήσει και δε με πήρε αμέσως χαμπάρι. Έφτασα πίσω της και κούνησα τη σακούλα με το παγωτό που κρατούσα προς το μέρος της. Το παγωμένο κυπελάκι την έκανε να τιναχτεί. Γύρισε και με κοίταξε, τα μάτια της πετάρισαν και με φίλησε.


    Ανεβήκαμε πάνω και ξεκλείδωσα. Έβγαλα το μπουφάν μου και χωρίς να τη ρωτήσω πήρα και το δικό της. Ύστερα άνοιξα το φως της κουζίνας και πέσανε αμυδροί οι φωτισμοί στον καναπέ στο κέντρο του σαλονιού, δημιουργώντας μια ζεστή γυαλάδα στα μάρμαρα. Κάθισα σχεδόν ξαπλωτά στον καναπέ απέναντι της. Στεκόταν ασάλευτη μπροστά μου, κρατώντας την τσάντα μπροστά της σα να ήταν ασπίδα.


    - Δείξε μου

    - Τι; Τι να σου δείξω;

    -…

    Το πήρε απόφαση πως με τα πολλά λόγια που λέγαν λίγα εγώ δεν ήθελα να έχω σχέση. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά και μετά απίθωσε την τσάντα στο πάσο πίσω της. Έβγαλε το φλόγκερ μου από μέσα. Με κοιτούσε πυρετικά κι έγλειφε τα χείλη της. Κράτησε ευγενικά τη λαβή και πέρασε αχνά τις ουρές πάνω απ’ τον καβάλο της, το έσυρε στο μπούτι, στην κοιλιά της, με ένα αναπήδημα το δοκίμασε μαλακά στον πήχη της κι ύστερα στη λεκάνη της.


    - Έλα δω


    Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Με τα δόντια ξεκούμπωσα το κουμπί του τζιν της κι ύστερα κατέβασα το φερμουάρ της. Φάνηκε από μέσα το λευκό δαντελάκι της κιλότας και με μια όμορφη μυρωδιά ανάμικτη με ήπια καύλα αναδύθηκε. Έγειρα πίσω και την κοίταζα.


    Γδύθηκε βιαστικά χωρίς να πάρει λεπτό τα μάτια της απ’ τα δικά μου. Το κρατούσε ακόμα στο χέρι της και ακουμπούσε στην κοιλιά της. Οι μακριές παχιές γραμμές κάλυπταν το πάνω μέρος του φύλου της.


    - Δεν ξέρω μόνη μου τι να κάνω

    - Θέλεις να μάθεις;

    - Πολύ

    - Γιατί;

    - Μωρό μου θέλω να είμαι μαζί σου, θέλω να μοιραστούμε ό,τι έχεις να μου δώσεις.

    - Λες λοιπόν πως αν δεν το κάνεις θα σε διώξω

    -… δεν ξέρω

    - Όχι δε θα σε διώξω. Λοιπόν;

    - θέλω να σ’ αρέσει ό,τι κάνουμε να είσαι ευτυχισμένος

    - Κι αν δεν πάρω αυτό δε θα είμαι;

    - Δεν ξέρω

    - Χθες θυμάσαι τι μου ζήτησες;

    -… ναι

    - Τι;

    - να. Να συνεχίσεις να μου πιέζεις τα στήθη.

    - Να σου πιέζω τι;

    - τα στήθη μου

    - Τι;

    - τις ρώγες μου

    - Για ποιο λόγο; Επειδή εμένα μου άρεσε;

    - Όχι μόνο

    - Τότε τι;

    - Ρε μωρό μου δε μπορώ να το συζητήσω άλλο, δεν ξέρω τι να σου πω

    - Τι σκεφτόσουν στη δουλειά;

    -…


    Την άφησα γυμνή όρθια εκεί και πήγα στην κουζίνα. Πήρα μια κόκα κόλα και της έφερα κι εκείνης. Καθώς περνούσα πίσω της, άγγιξα με το παγωμένο κουτάκι τις κουτάλες της. Τινάχτηκε πάλι. Τη φίλησα απαλά στον ώμο κι έπειτα την αγκάλιασα και στα δυο μου χέρια κρατούσα τα κουτάκια. Τρίφτηκαν απαλά στο στέρνο και στα στήθη της. Αναρρίγησε. Άφησα το δεξί μου χέρι εκεί και κατέβασα το αριστερό συρτά και το ακούμπησα στο μουνί της ακριβώς κάτω απ’ τις ουρές. Έσκυψα κι ακούμπησα τα κουτάκια στο πάτωμα. Ανασηκώθηκα κι έμεινα πίσω της. Κατέβασα τη φόρμα μου και και της τον έβαλα στο μουνί από πίσω. Δεν ήθελα να τη γαμήσω αμέσως τώρα, μόνο να τη γευτώ εκεί μέσα. Ένα λεπτό μετά σταμάτησα, ανέβασα τη φόρμα μου και πήγα ξανά στον καναπέ. Με κοιτούσε αποσβολωμένη.


    - Γιατί μου το ζήτησες;

    - Δεν είμαι σίγουρη… αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν όλο, όλα ένα… εσύ μέσα μου, η πίεση, το κάψιμο… ό,τι εσύ μου το έκανες και πως σου έχω εμπιστοσύνη, όλα ένα και όλα… όλα… μου άρεσε πολύ.

    - Εντάξει.


    Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιο. Γύρισα κρατώντας ένα μεσαίου μεγέθους μαύρο δονητή, με πολύ ισχυρή δόνηση. Μαζί έφερα ένα μπουκαλάκι με κατάλληλο έλαιο. Ψέκασα μια πολύ μεγάλη ποσότητα. Συνέχιζε να κοιτάει ευθεία μπροστά, έχοντας γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος μου. Πλησίασα και γύρισα το ρόδουλο. Το χαρακτηριστικό τσιτσίρισμα άρχισε. Την έσπρωξα πολύ απαλά μπροστά και τη βοήθησα να σκαρφαλώσει στον καναπέ. Τα βυζάκια της απαλά ακούμπησαν στην πλάτη του καναπέ. Έβαλα το χέρι μου στην κοιλιά της και της πήρα απαλά το φλόγκερ, σπρώχνοντας την κοιλιά της προς τα πίσω. Ο κώλος της πετάχτηκε ανασηκωμένος. Με το άλλο μου χέρι περίμενα. Πολύ απαλά ακούμπησα το δονητή στον κώλο της. Λίγο λίγο, πολύ απαλά έσπρωχνα και τράβαγα προς τα πίσω, ώσπου μπήκε ολόκληρος μέσα κι αφού την άφησα για μισό λεπτό να σταθεί κλείνοντας και τη δόνηση, μετά την άνοιξα και το έβγαλα όλο πολύ απαλά και ξανά μέσα, εξ’ ίσου απαλά μα λίγο γρηγορότερα. Έφερα το χέρι της προς τα πίσω και το έβαλα πάνω απ’ το δικό μου, να μ’ ακολουθεί. Τα βογγητά της ήταν ήσυχα και απαλά. Μετά πέρασα το χέρι μου πάνω απ’ το δικό της. Στην αρχή συνέχιζα να δίνω εγώ τις κινήσεις, μα την επόμενη φορά απλώς άφησα το χέρι μου εκεί. Το έκανε όλο μόνη της.


    Άκουγα τη δόνηση και την κοίταζα εκστασιασμένος με το δικό μου ρυθμό, με το δικό μου τρόπο να γαμάει το κωλαράκι της. Ψέκασα πολύ έλαιο στα χέρια μου και της έκανα απαλό μασάζ στους ώμους, στην πλάτη, στη μέση. Κατέβηκα στα κωλομέρια και πιο χαμηλά στα πόδια. Η ασημιά λαβή ταίριαξε γάντι μες στο χέρι μου. Οι καμτσικιές πέσαν απαλές σα χάδια στους ώμους, στα πλευρά της και λίγο πιο δυνατά στον πωπώ της. Στιγμιαία σταμάτησε να κουνάει το δονητή. Η επόμενη ήταν δυνατότερη. Άκουσα τη δόνηση να ανοίγει και είδα πλάγια την κίνηση να αρχίζει απ’ την αρχή. Έβαλα λίγη περισσότερη δύναμη κι ύστερα κράτησα την ίδια ένταση κι ένα γρηγορότερο ρυθμό.


    - Γύρνα


    Γύρισε και στάθηκε μπροστά μου με τα πόδια ανοιχτά

    - Τέλειωσες αυτό που έκανες;

    - Όχι

    - Δηλαδή;

    - Θέλω να συνεχίσω.

    - Συνέχισε

    - Δεν γίνεται έτσι

    - Ανέβασε τα πόδια σου στο κάθισμα κι έλα πιο χαμηλά. Λύγισε λίγο ακόμα, έτσι…

    Τα πόδια της λυγισμένα κι ο κώλος της ελαφρά ανασηκωμένος. Μόλις άρχισε πάλι το παιχνίδι της, ψέκασα πάλι τα χέρια μου και της έτριψα το λαιμό, τα στήθη, την κοιλιά. Μετά την κοιτούσα που γυάλιζε… Οι πρώτες πέσανε απαλά στα στήθη της κι οι επόμενες δυνατά στο μουνί της. Κι ο ρυθμός της ξέφρενος…


    Κατέβασα το παντελόνι μου και της τον έβαλα στο στόμα. Όσο συνέχιζε το παιχνίδι της, το τσιμπούκι της ήταν άρρυθμο, σχεδόν δεν είχε το νου της, το κρατούσε αρκετά ανοιχτό ώστε να μπαίνω και να βγαίνω ανενόχλητος. Όταν καύλωσα αρκετά, έσκυψα προς τα κάτω και μπήκα στο μουνί της τραχιά ενώ γαμούσε τον κώλο της. Αν και με κάποια δυσκολία άπλωσα τα χέρια μου και της τσίμπησα τις ρώγες. Αναστέναξε ελαφρά. Αναζήτησε τα χείλη μου και μόλις με φιλούσε, τη δάγκωσα δυνατά. Αναστέναξε πάλι και μετά προσπάθησε να με δαγκώσει εκείνη, τη δάγκωσα πάλι εγώ.

    - Χύσε

    Την ένοιωθα να φτάνει και της είπα

    - Όχι σταμάτα

    - Δε μπορώ

    Δε μίλησα και συνέχισε μόνη της

    - Δε θέλω μωρό μου

    - Σταμάτα

    Την ένιωσα να ηρεμεί από κάτω μου.


    Βγήκα από μέσα της και πήρα το δονητή, τον έβαλα στο μουνί της καρφωτά και σκύβοντας ακόμα περισσότερο αν και ένιωσα μια τσιμπιά πόνου στα γόνατα μου μπήκα στο ζεστό κώλο της χωρίς δυσκολία. Ελάχιστες φορές μπήκα και βγήκα. Κάθε φορά έβγαινα εντελώς. Αυτό έκανε τα γόνατα μου να διαμαρτύρονται περισσότερο.


    Ανασηκώθηκα και την άφησα να συνεχίσει το παιχνίδι της όταν με κοίταξε ερωτηματικά. Το τσιτσίρισμα ακούστηκε πάλι, της το έβαλα στο στόμα. Αυτή τη φορά κουνούσε το σβέρκο της και με τσιμπούκωσε κανονικά. Θα έχυνα, τραβήχτηκα. Μπήκα πάλι στο μουνί της αλλά έξω έξω. Της ζήτησα πάλι να χύσει και συνέχισα να παίζω στον αιγιαλό της. Τότε την κάρφωσα, βγήκα, την κάρφωσα πάλι, από κάτω μου ένιωσα να περνάει με ταχύτητα μέσα έξω στον κώλο της το πλαστικό σώμα του δονητή.

    - Θέλω να χύσεις…

    Συνέχιζα να την καρφώνω. Πολύ δυνατά, καθόλου γρήγορα. Ήθελα να το νιώθω, ήθελα να το νιώθει. Ξανά από βαθιά ήρθαν οι σπασμοί της κι αυτή τη φορά μου μιλούσε. Δεν ξέρω τι έλεγε, δεν καταλάβαινα, ίσως ούτε η ίδια να μην καταλάβαινε… Τα χύσια μου εκτοξεύονταν και με άφησαν άλαλο κι εκστασιασμένο παχιά και πολλά μέσα της…


    Ήταν στην αγκαλιά μου και τρώγαμε το παγωτό στον καναπέ. Τη ρωτούσα μα δεν ήξερε να μου πει τι της άρεσε. Τη ρώτησα τι δε θέλει να επαναληφθεί.

    - Τα θέλω όλα, δε θέλω τίποτα να αλλάξει αλλά θέλω…

    - Τι;

    - Περισσότερα, για περισσότερο


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    ‘’Δεν έχω’’

    ‘’Ναι αλλά εγώ σου είπα Δεν έχω’’

    ‘’… σε παρακαλώ άκουσε με’’

    ‘’Μ’ ακούς; Ναι; Ναι; … ναι’’;

    ‘’Άντε γαμήσου’’


    Πως είχα αφήσει να συμβεί αυτό; Χανόταν η αιτία στο βάθος του χρόνου. Ναι μπορούσα εύκολα να την ανακαλέσω αλλά η αλήθεια ήταν πως ντρεπόμουν… ντρεπόμουν που ήμουν αδύναμος να πω όχι, να στενοχωρέσω κάποιον, ακόμα κι αν ήταν εις βάρος μου. Ένιωθα για πολλά χρόνια υπεύθυνος γι’ αυτή. Όταν πάψαμε να είμαστε ζευγάρι και γίναμε … ‘’αδερφάκια’’ μέσα μου έκανα ένα άλμα, σχεδόν την υιοθέτησα. Για χρόνια την άφηνα να μου δικαιολογείται για την τεμπελιά της και τις προβληματικές δουλειές που έβρισκε, τους γκόμενους που την εκμεταλλεύονταν κι έτσι κάθε μήνα της έδινα ό,τι μπορούσα, για νοίκι, για να φάει, κατά καιρούς της έστελνα και κάποιο δώρο. Και συνέχιζα να αισθάνομαι σα να είχα ένα μικρό παιδί, σαν σκύλο που θα ‘χε ανάγκη πάντα το μπαμπά του. Τώρα ήταν με κάποιον, με αποκαλούσαν οικογένεια τους κι εγώ συνέχιζα να δίνω, μου έστελναν στις γιορτές διάφορα, αισθανόμουν πως κάποιος με θυμόταν, μου έκανε ένα δώρο. Ήταν διπλή η στενοχώρια όταν με πήρε αυτός μόνος του και μου ζήτησε κανά φράγκο γιατί δεν τον είχαν πληρώσει ακόμα. Γιατί για λίγο είχα πιστέψει σ’ αυτό που ήδη πλήρωνα τη συνδρομή του. Ήταν τα royalties για να έχω μια διάσταση κανονικότητας.


    Πώς να μπορώ να είμαι το βράδυ μαζί της; Δεν ήθελα να τη συναντήσω. Ήθελα αυτό μεταξύ μας να είναι πραγματικό, ηθελημένο, να το γουστάρουμε και όχι να ξεσπώ πάνω της. Αυτή τη στιγμή δε μου σηκωνόταν, δεν είχα διάθεση να μου σηκωθεί, ήθελα μόνο σα να ήμουν δεκαεφτά να φορέσω τις βέρμαχτ και ν’ αλητέψω στο φάρο, να τραβήξω κλωτσιές στους κάβους στη Ζέα, να φτάσω στο Κόρνερ ή στο Ποσειδώνιο να βρω παλιούς φίλους του μπιλιάρδου, οτιδήποτε θα μ’ έπαιρνε μακριά απ’ αυτή την εποχή, πριν από ‘κεινη την εποχή που τη γνώρισα και σ’ εκείνο το σημείο που έπρεπε να επιλέξω ή να χωρίσω ή να προχωρήσω, προχώρησα. Ήταν η πρώτη φορά που προσδόκησα την κανονικότητα, αλλά ποια κανονικότητα; Των άλλων. Τη δική μου μάλλον ακόμα την αναζητούσα, ή ίσως δεν είχα ξεκινήσει καν ακόμα.


    Δε θα τη συναντούσα το πήρα απόφαση.


    ΄΄I want you to lead me, take me somewhere’’ τραγουδούσα ξανά και ξανά μαζί με τους In Flames περνώντας απ’ τα ίδια μέρη με μεγάλη ταχύτητα. Ναι θα το ήθελα, ένα ον έξω από ‘μενα να έχει την ευθύνη, με σωστούς χειρισμούς, έμπειρους να με οδηγήσει έξω απ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν έβγαινα σε κάποιο σεληνιακό τοπίο χωρίς τίποτα σιμά κι έπρεπε όλα να φτιαχτούν απ’ την αρχή. Καμιά σχέση, καμιά λέξη, κανένα κτίριο. Μια αναλαμπή μου ήρθε κι άλλαξα στικάκι, έβαλα το 45 κομμάτι, οι Him ξεχύθηκαν στο Pretending.


    Σταμάτησα να πάρω χαρτάκια και κόκα κόλα, ασυναίσθητα κοίταξα το κινητό. Πολλές κλήσεις και φακελάκια μηνυμάτων. Ένιωσα αδημονία να δω αν ήταν δικές της οι κλήσεις και τα μηνύματα κι αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω πως ήθελα να την πάρω για βόλτα. Δεν διάβασα τα μηνύματα, δεν είδα από ποιόν ήταν οι κλήσεις, πρώτα της έστειλα μήνυμα πως πάω να την πάρω. Μετά είδα τα μηνύματα και τις κλήσεις, ήταν όλα από ‘κεινη. Κι είχε περισσότερη αξία για ‘μενα ότι άκουσα πρώτα τη θέληση παρά τη ματαιοδοξία μου.


    Ήθελα όταν ανοίξει την πόρτα να ξεκινάει το Path των Him, για κάποιο λόγο ένιωθα μιαν ανάγκη να το ακούσουμε μαζί. Τη φίλησα μόλις έκατσε, έβαλα το χέρι στα χείλη να μη μιλήσει ώσπου να τελειώσει το σόλο της εισαγωγής και μετά τραγούδησα βραχνά κι ίσως παράφωνα μαζί με τον τραγουδιστή: ‘’There is no turning back, from this untending path of mine… Searching for a reason… And this path remains leading me into solitude arms’’. Τα μάτια μου ήταν κλειστά, το τσιγάρο είχε σβήσει κι εκείνη μου το πήρε απ’ το χέρι. Άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα. Άπλωσα το χέρι μου και την άγγιξα στο λαιμό κι ανέβηκα στο μάγουλο, την τράβηξα στο μέρος μου, τα χείλη της κόλλησαν στα δικά μου, έχωσα τη γλώσσα μου στο στόμα της πιέζοντας το πρόσωπο της όλο πιο πολύ πάνω στο δικό μου, έχανα την ανάσα μου και μάλλον το ίδιο κι εκείνη. Με το άλλο μου χέρι χούφτωσα τα βυζιά της αδιάκριτα, εκεί όπως ήμασταν έξω απ’ το σπίτι της. Άκουσα τα κουμπιά του πουκαμίσου της να σπάνε. Το χέρι μου άδραχνε με λύσσα τα βυζιά της, είχε αφεθεί στην πίεση και στο δάγκωμα μου.


    Την άφησα και ξεκίνησα, έμεινε εκεί που ήταν γερμένη, μπερδεμένη που την είχα αφήσει. Συνέχιζα να οδηγώ και της ζήτησα να με πάρει στο στόμα της. Μου άρεσε περισσότερο να βλέπω αχνά το κεφάλι της να ανεβοκατεβαίνει υπάκουα, παρά το τσιμπούκι της, ήταν απρόσεκτο κι εγώ με την οδήγηση δε μπορούσα να το απολαύσω. Σταμάτησα μετά από κάποιο φανάρι , σε κάποιο σημείο χωρίς να κρυφτώ, ή να προσέξω περισσότερο. Τη σβέρκωσα και της κινούσα εγώ το κεφάλι πάνω κάτω. Τη στιγμή που έχυνα κράτησα το κεφάλι της με τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της. Ενώ σκούπιζε ακόμα τα χύσια, έβαλα μπροστά και ξεκίνησα.


    Όταν φτάσαμε σπίτι , της έβαλα να πιει κόκα κόλα με ουίσκι.


    - Δεν έχω φάει τίποτα

    - Ούτε εγώ, πιες. Κάνε μου παρέα. Ας χαθούμε λίγο.

    - Εντάξει μωρό μου.

    Σηκώθηκα κι έβγαλα το παντελόνι μου πετώντας το στο πάτωμα και το ίδιο έκανα με τη μπλούζα μου. Έμεινα με το φανελάκι, το εσώρουχο και τις κάλτσες. Την κοίταξα. Σηκώθηκε, έβγαλε το λινό παντελόνι της και το δίπλωσε κι ύστερα δίπλωσε το δικό μου. Μετά ξεκούμπωσε το πουκάμισο της και το δίπλωσε, όπως και τη μπλούζα μου.

    - Πήγαινε τα στο δωμάτιο. Άνοιξε το αριστερό πορτόνι και βάλτα πάνω απ’ τα συρτάρια. Ψάξε μετά τα συρτάρια κι αν βρεις κάτι που να σ’ αρέσει, φέρτο…


    Είχα μεγάλη ανυπομονησία ώσπου να γυρίσει. Έκλεισα τα μάτια και κατέβασα με μια γουλιά το ποτό μου. Έβαλα ξανά αναψυκτικό και ουίσκι. Απ’ το σούρσιμο της αλυσίδας κατάλαβα πως είχε διαλέξει σωστά… Άνοιξα τα μάτια το είχε περάσει ήδη στο λαιμό της. Ήταν μαύρο – μπλε το δέρμα του, με κλωστές μπλε ρουά κι ένα κρίκο ατσάλινο απ’ τον οποίο η αλυσίδα κρεμόταν μπροστά στο λαιμό της σα γραβάτα κι έφτανε λίγο κάτω απ’ το ύψος του μουνιού της. Ήρθε στάθηκε μπροστά μου, γονάτισε και απ’ το ύψος των γονάτων μου με κοίταζε.

    - Θέλεις να μου τη δώσεις;

    Μου πρόσφερε το λουρί της και μόλις το πήρα στα χέρια μου, το τράβηξα απαλά και έγειρε το κεφάλι της και το ακούμπησε μαλακά στο μπούτι μου. Έκλεισα τα μάτια, μόλις έκλεισε τα δικά της.


    Όταν ξύπνησα βρισκόταν στην ίδια θέση, μόνο με τα δυο της χέρια αγκάλιαζε το μπούτι μου. Της χάϊδεψα το κεφάλι αλλά δεν κουνήθηκε. Συνέχιζα να της χαϊδεύω τα μαλλιά μέχρι που άνοιξε τα μάτια. Με κοίταξε γλυκά και νυσταγμένα.

    - Πάμε στο κρεβάτι μας; Ψιθύρισα

    - Θέλω

    Σηκώθηκα και την τράβηξα απαλά, της έδειξα πως θέλω να προηγηθεί. Μου άρεσε όπως περπατούσε στα γόνατα της με το κιλοτάκι ζαρωμένο να χώνεται στα κωλομέρια της. Ήταν καθαρό και απλό βαμβακερό, είχε την ομορφιά του απέριττου που κρατούσε το βλέμμα μου εκεί, όσο και στο άμαθο προχώρημα της. Ξαφνικά καύλωσα εκεί που ήμασταν. Την τράβηξα και στάθηκε ακίνητη τεντώνοντας την αλυσίδα της. Πήγα από πάνω της κι έσκυψα ελαφρά, της χάϊδεψα τα κωλομέρια, ήταν απαλά και ζεστά.


    Αναστέναξε όταν το χέρι μου έπεσε με δύναμη πάνω τους, ανακουνήθηκε σπρώχνοντας τον εαυτό της προς το χέρι μου, κύρτωσε τη μέση της και περίμενε το επόμενο. Έπεσαν βροχή… Ύστερα γονάτισα, παραμέρισα το κιλοτάκι της και τα κωλομέρια της κι έχωσα τη γλώσσα μου στο μουνί της που μύριζε καύλα και κάτι σαν πράσινο σαπούνι. Η γεύση της γλυκιά μεταλλική. Πίεζα το πρόσωπο μου όσο περισσότερο μπορούσα μέσα της. Πηχτά υγρά, λίγα ήρθαν στο στόμα μου. Τα κατάπια κι ένιωσα ωραία.


    Ανασηκώθηκα λίγο και πέρασα τα πόδια μου εκατέρωθεν της. Άφησα χαλαρή την αλυσίδα, έσκυψα και μπήκα μέσα της, τράβηξα με δύναμη τον οδηγό προς τα πίσω και βυθίστηκα ολόκληρος μέσα της, όταν ένιωσα να της κόβεται η ανάσα την άφησα να τιναχτεί μπροστά, μετά τράβηξα πάλι προς τα πίσω, μπροστά, πίσω, μπροστά, πίσω, μπροστά, πίσω κι άδραξα με το άλλο μου χέρι τα μαλλιά της σε κότσο… βογκούσε και βογκούσε ακόμα πιο πολύ κάθε φορά που της κοβόταν στιγμιαία η ανάσα. Τράβηξα, άφησα, εκτινάχτηκε. Τράβηξα, άφησα, εκτινάχτηκε. Πάλι, ξανά, πάλι, ξανά. Ένιωθα πως δε μπορούσα να τα κρατήσω άλλο. Υπάρχει κάτι μοναδικό όταν νιώθεις εμπιστοσύνη και σαγήνη και απελευθερώνεσαι στον κόλπο της, που είναι κόλπος σου και τα υγρά ανακατεύονται, απλώνονται, κολλάνε, μαζεύονται, ξανακινούνται. Αισθάνθηκα αντίσταση και σπρώξιμο… υγρά με υγρά…


    Κοιμήθηκε κουλουριασμένη στην αγκαλιά μου. Κι εγώ αφού έκανα το τσιγάρο μου, τη φίλησα μαλακά και έκλεισα τα μάτια μου. Καλά ήταν απόψε…

    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Η πραγματικότητα είχε μεταμορφωθεί βδομάδες τώρα. Ήταν η πρώτη σχέση μου που κάθε στιγμή ήμασταν εγώ εκείνος που έχει το ελεύθερο να κατευθύνει, που έχει εσαεί την εμπιστοσύνη. Το άγχος ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο πίστευα παλιότερα που ήθελα μια σχέση έτσι. Στην αρχή κάθε λέξη προσπαθούσα να σημαίνει κάτι, περνούσα ώρες φτιάχνοντας πιθανές στιχομυθίες για να παραπέμπουν σε ορισμένους συνειρμούς και δεν πετύχαινε τίποτα. Η πραγματικότητα διαφέρει, σαν την κίνηση που δεν είναι σαν τις ασκήσεις του γυμνασίου, αλλά αναλύεται σε πολλούς άξονες που σε καθένα μπορεί να είναι ομαλή, ή μεταβαλλόμενη. Και τότε συχνά σκεφτόμουν, έλεγα κάτι άσχετο και την παρατηρούσα να μην κοκαλώνει, φυσικά να μου παραχωρεί τον έλεγχο, να περιμένει από ‘μενα να μένω πιστός σ’ αυτό το ρόλο. Πια δεν ήταν κινκιές που ξεκινούσαν λίγο πριν και τελείωναν λίγο μετά, καθημερινά όλα ήταν διττά. Ακόμα και τις στιγμές που ξεχνιόμουν εκείνη ήταν εκεί να μου το θυμίζει.


    Η υπακοή της, η πίστη της στη δύναμη μου, στο ότι εγώ ξέρω ενώ στην αρχή με έκανε να γκρεμίζομαι, να φοβάμαι πως δε μπορώ να έχω αυτό το ρόλο διαρκώς, στην καφετέρια, όταν τρώγαμε στην κουζίνα, στο τηλέφωνο, περνώντας να πω μια καλημέρα πηγαίνοντας για το γραφείο, όταν έφτιαχνα καφέ. Όσο οι μέρες περνούσαν όμως, έβλεπα κάθε στιγμή την αποδοχή, την υποταγή, χωρίς καμιά σκιά, έβλεπα τη θέληση και θέλησα κι εγώ. Ήταν μαγικό όλα να σημαίνουν αυτό που φαίνεται κι εκείνο που σήμαινε μόνο για ‘μας. Ανάμεσα στους άλλους να γελάν τα τσίνορα μας για το μυστικό που ξέραμε, ένας κόσμος μέσα στον κόσμο των άλλων, πέρα απ’ τον κόσμο των άλλων. Ένα σπίτι στη Μεταξένια Πολιτεία, με ίδια πορτόφυλλα και επιχρίσματα σαν τα άλλα, με τοίχους, ηλεκτρική κουζίνα και ψυγείο, αλλά αν πρόσεχες λίγο περισσότερο έβλεπες πως τα μπουτόν ήταν μπλε στη λευκή εμαγιέ συσκευή, οι τοίχοι ήταν ζαχαρί αντί για λευκοί, τα ξύλα βαμμένα σε κάποιο άλλο τόνο. Υπήρχε μια διαφορά. Υπήρχε η διαφορά Μας. Και την γνωρίζαμε, την τιμούσαμε, της δίναμε τη μοναδικότητα της κρύβοντας τη μέσα στον κόσμο, κάνοντας την πρόκληση σαν τα κλεφτά φιλιά των μαθητών στο σχολείο.


    Μόλις είχα βγει απ’ τις θυρίδες και παρατήρησα ότι είχα ειδοποίηση για ένα συστημένο. Πήρα νούμερο κι είχα άλλους σαράντα μπροστά μου. Κάθισα σε μια άδεια καρέκλα, εκείνη έμεινε όρθια δίπλα μου. Δεν το δέχτηκα, το είχαμε ξεπεράσει. Την τράβηξα να κάτσει πάνω μου. Αντιστάθηκε μέχρι που την κοίταξα στα μάτια κι έπειτα απαλά έκατσε πάνω μου. Τα χέρια μου ακουμπούσαν στα πόδια μου, τα δικά της στα δικά μου. Και τότε σκέφτηκα το Γράμμα, το φάντασμα εκείνης. Εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν δυνατός πέρα από ‘κεινη και μια σκέψη έκλεψε τη στιγμή μου, η ιδέα πως τώρα που έλεγα ότι δεν το φοβόμουν, μπορεί να εμφανιζόταν το γράμμα της για να με δοκιμάσει, να με κατατροπώσει. Αισθάνθηκα αμφιβολίες για τον εαυτό μου, τη δύναμη των συναισθημάτων μου, αναρωτήθηκα αν υπήρχε κάτι μ΄ αυτή τη γυναίκα που μοιραζόμουν τις στιγμές μου, ή αν δε μπόρεσα ποτέ να ξανανιώσω και πως κοιμόταν μέσα μου η τυφλωμένη, νοσηρή, αδιάλειπτη έλξη για την άλλη.


    Έφτασε το νούμερο μου κι εγώ δεν είχα καταλάβει. Με κοίταξε και κάτι φάνηκε να την ανησυχεί. Μόλις εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα να κρύψω με κάποιο τρόπο τις σκέψεις μου. Στιγμιαία αισθάνθηκα πως πια δεν είχα το περιθώριο, ότι ήμουν διάφανος, αλλά έπειτα συνήλθα. Ανασηκώθηκα πριν σηκωθεί κι αναπήδησε. Δεν της μίλησα, δεν την κοίταξα, πήγα στο γκισέ. Εντάξει δεν πίστευα ότι το συστημένο είχε κάποια σχέση με το γράμμα, απλώς φοβόμουν αν εκείνο το γράμμα υπήρχε, αν εμφανιζόταν, κι αποδείκνυε την απομυθοποίηση της ανυπόστατη και την κόλαση που δεν ήθελα να ξαναζήσω, όταν την έχασα.


    Εκείνο το βράδυ ήταν αδύνατο να με μεταπείσει. Την έστειλα σπίτι της, φόρεσα τις φόρμες μου, πετάχτηκα απέναντι και πήρα σοκολάτες και καπνό. Μηχανικά έφαγα τις σοκολάτες κι ύστερα ήπια πολύ. Δε σκεφτόμουν κάτι και δεν έδινα σημασία για το γείτονα που χτυπούσε τα πατώματα, το Sympathy και τo It ain’t easy παίζανε συνέχεια, με το Don’t make me happy και το Wish you were here να ακολουθούν. Κάποια στιγμή μου χτύπησαν την πόρτα. Άνοιξα. Ήταν ο διαχειριστής. Σχεδόν σα να βρισκόμουν σε άλλο δωμάτιο μπόρεσα να τον διαβεβαιώσω πως θα κλείσω τη μουσική. Τήρησα το λόγο μου, μετά ζαλίστηκα πολύ και πήγα στο κρεβάτι μου. Τη νύχτα σηκώθηκα και ξέρασα ξινίλες απ’ το ποτό και γύρισα στο κρεβάτι μου με μάτια θολά απ’ τα ακούσια δάκρυα και μύξες να κολλάνε στο πρόσωπο μου.


    Το πρωί άργησα να πάω στη δουλειά. Πρώτα άλλαξα σεντόνια, έκανα μπάνιο, ήπια αρκετούς καφέδες, νερό και τέσσερα μεζουλίντ για να πιάσουν τον πονοκέφαλο και μόλις αισθάνθηκα να καταλαβαίνω τι μου γίνεται και την νεφέλη του ποτού να υποχωρεί οριστικά έφυγα για τη δουλειά. Άφησα το κινητό στο σπίτι, δεν είχα όρεξη να της μιλήσω. Ντρεπόμουν και λίγο. Μετά τον εμετό πριν με πάρει ο ύπνος, θυμήθηκα την άλλη και παρά τη ζαλάδα έχυσα μια φορά για πάρτη της.


    Η μέρα στη δουλειά κύλησε δύσκολα. Είχα διαρκώς νεύρα και παράλληλα δε μπορούσα να πάψω να είμαι υποτονικός. Το απόγευμα δεν έφυγα για το σπίτι, έφαγα ένα σάντουιτς με τόνο και με περισσότερη ζέση πάλεψα για ώρες πάνω σε ένα εξελόφυλλο να κλείσω την πιστοποίηση των επιχώσεων. Κατά τις δέκα που βγήκα, είδα αμέσως το μικρό άλφα ρομέο της απέξω. Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και ήρθε κοντά μου.

    - Να σε πάω σπίτι;

    - Έχω αυτοκίνητο

    - Να σε πάω σπίτι;

    Η επιμονή της μου προκάλεσε έκπληξη. Σα να ήταν ένα άγαλμα μπροστά μου που δεν καταλάβαινε τις λέξεις μου, ή ένας στρατιώτης που θέλει να εκτελέσει και δεν τον νοιάζει ό,τι κι αν λένε οι άλλοι.

    - Πήγαινε με.


    Στο δρόμο δε μιλούσε. Έκανε ένα κύκλο κι αντί να με πάει σπίτι με πήγε εκεί που είχα παρκάρει το αυτοκίνητο μου.

    - Δε μ΄ αγαπάς

    - Δεν είπα ποτέ το αντίθετο

    - Το παραδέχεσαι;

    - Γιατί να το αρνηθώ;

    Στην αρχή δε μιλούσε, μόνο κοίταζε κάποιο κενό που δεν έβλεπα στυλά έξω απ’ το παρμπρίζ. Το αυτοκινητάκι μύριζε δέρμα και μέντα.

    - Σε βλέπω καιρό τώρα, τον ενθουσιασμό σου, την τρυφερότητα σου, την τάση σου να μη με απογοητεύσεις, να με οδηγήσεις αλλά και την αδιαφορία σου για ‘μενα, για το ότι ανησυχώ για ‘σενα, τον εγωισμό κάθε φορά που θέλεις να κάνεις το δικό σου και δε σε νοιάζω εγώ, ακόμη και τον τρόπο που μ’ έδιωξες χθες. Δεν απαντάς στα τηλεφωνήματα μου, αφήνεις το κινητό σου, δε με υπολογίζεις καθόλου. Με θες, αναρωτιέμαι, ή απλά, ή … ή απλά

    - Ή απλά τι;

    - Ή απλά βρήκες μια τρύπα;

    - …

    - Γιατί δεν απαντάς;

    - Δεν έχω κάτι να πω

    - Σ’ αγαπώ

    - Αφού είμαι σε όλα λάθος τι αγαπάς;

    - Εσένα αγαπάω. Αγαπώ ό,τι είσαι, ό,τι θέλεις, τις στιγμές μας μαζί, το κέφι μας, τους θυμούς μας, την ενδιάμεση ζωή μας.

    - Δε με αγαπάς. Το διαφορετικό σε έχει εξιτάρει. Ας μην κολλάμε σε μεγάλες εκφράσεις.

    - Φοβάσαι έτσι;

    Δεν της απάντησα, έπιασα το χερούλι και άνοιξα την πόρτα. Βγήκα και την έκλεισα χωρίς πολύ δύναμη.


    Ξεκίνησα με σπινιές, λίγο μετά έβλεπα ακόμα τα φώτα της πίσω μου. Σταμάτησα στην παραλία. Παράτησα το αυτοκίνητο με την πόρτα ανοιχτή και το φωτάκι αναμμένο. Κατευθύνθηκα στο νερό. Καθώς έφτανα στην ακροθαλασσιά πέταξα τα ρούχα μου κι έπεσα με το μποξεράκι στο μαύρο νερό με κλειστά τα μάτια μου. Το νερό χλιαρό, δημιουργούσε μια ανακούφιση με τη γλυκιά ρευστότητα του, σε αντίθεση με αυτή την άβολη αίσθηση του βρεγμένου εσώρουχου που είχε βαρύνει. Έμεινα στο νερό ανάσκελα, δε με ένοιαζε αν θα πάω βαθιά, ή ρηχά. Τώρα που ήταν βράδυ δε με ένοιαζε καθόλου αν πλησιάσω σε πιο σκοτεινά μπλε νερά, τώρα όλα τα νερά ήταν ίδια.


    Δεν κατάλαβα την αναταραχή του νερού, κατάλαβα μόνο την υγρή παλάμη της όταν ακούμπησε στο στομάχι μου. Δεν άνοιξα τα μάτια. Το χέρι της ανέβηκε απαλά στο στήθος μου, στο λαιμό μου, μου χάϊδεψε τα γένια και το πηγούνι, πέρασε αχνά πάνω απ’ τα μάτια μου, σκούπισε τα νερά απ’ το μέτωπο μου κι ύστερα το χέρι της κατέβηκε ξανά προς τα κάτω. Στάθηκε στο λαιμό μου, έκλεισαν τα δάχτυλα της σε απαλή δαγκάνα. Και μετά αύξησε την πίεση. Δεν άνοιξα τα μάτια. Το μικρό χεράκι της είχε δύναμη τελικά. Την άκουσα σα να μιλούσε στον εαυτό της κι όχι σ’ εμένα

    - Δε θα μ’ αφήσεις, δεν το θέλω. Σε θέλω μαζί μου. Θα αγαπώ εγώ.

    Δεν υπήρχε παρακάλιο στη φωνή, δεν υπήρχε αβουλία. Τα λόγια ειπώθηκαν απλά και το χέρι της συνέχιζε να σφίγγει το λαιμό μου. Άνοιξα τα μάτια και άπλωσα το χέρι μου. Βρήκα το λαιμό της και πίεσα με δύναμη, το χέρι της άνοιξε κι όπως πάτησα τα πόδια μου τυλίχτηκε όλη γύρω μου

    - Μωρό μου αλήθεια είσαι εδώ… σ’ ευχαριστώ… σ’ αγαπώ… σ’ αγαπώ.


    Ήταν όλογυμνη κάτω απ’ το νερό. Την πήρα απ’ το χέρι και την τράβηξα προς τα έξω. Όταν βγήκαμε έξω παρά το ελαφρύ ρίγος, την έβαλα να γονατίσει και να με πάρει στο στόμα της. Έχυσα όπως ήμουν εκεί κι ύστερα άφησα τα κάτουρα μου όπως ήμουν καυλωμένος να εκτιναχτούν στο στόμα της, στο πρόσωπο, στα μαλλιά της. Ξάπλωσα μετά ανάσκελα κι ήρθε πάνω μου. Τράβηξα το μουνί της στο στόμα μου και εκείνη άρχισε πάλι το τσιμπούκι της. Εκείνο το βράδυ ήπια ό,τι μου ‘δωσε. Τα υγρά και τα κάτουρα της. Ήπιε ό,τι της έδινα. Ήταν κάτι νέο και για τους δυο μας. Σ’ αυτό μπαίναμε κι οι δυο μαζί.


    - Τι κάνει το γατάκι μου;

    Τη ρώτησα και μου βγήκε με τρυφερότητα, όταν την πήρα την επόμενη ημέρα τηλέφωνο.

    Μιλήσαμε λίγο και κανονίσαμε να πάει σπίτι και να συναντηθούμε εκεί κατά τις έξι που θα σχολούσα.


    Όταν έφτασα σπίτι τη βρήκα γυμνή στην πόρτα με το περιλαίμιο και την αλυσίδα της και μόλις άνοιξα την πόρτα, την έτεινε προς το μέρος μου. Πρώτη φορά έβλεπα γυμνό και γυαλιστερό το κωλαράκι της καθώς πήγαινε μπροστά μου στα γόνατα της.


    Πήρα το δονητή και τον έβαλα μέσα στο μουνί της με την δόνηση ανοιχτή κι εκείνη στάθηκε ακίνητη. Πήγα μπροστά της κρατώντας πάντα τεντωμένη την αλυσίδα και της τον έβαλα στο στόμα. Όσο με τσιμπούκωνε άκουγα τη δόνηση. Όταν με σάλιωσε αρκετά, τον έβγαλα απ’ το στόμα της και της είπα να μαζέψει σάλια και να φτύσει πάνω του. Μόλις τρέχανε και κόλλαγε ο πούτσος μου πήγα πίσω της κι όσο πιο απαλά μπορούσα της τον έβαλα στον κώλο. Όσο πιο έξω μπορούσα και σιγά σιγά έμπαινα και πιο μέσα. Όταν βρήκα ένα ρυθμό της επέτρεψα να αρχίσει να παίζει με το δονητή κι εγώ αφοσιώθηκα στο γαμήσι του κώλου της.


    Το απόγευμα της ζήτησα να κάτσουμε στο μπαλκόνι. Μου έφερε τον καφέ μου γυμνή. Ήμουν κι εγώ γυμνός. Την έβαλα να κάτσει πάνω μου στη γύφτικη καρέκλα. Όταν καύλωσα λίγο, με την ελάχιστη μετακίνηση μπήκα μέσα της και με τις πρώτες κινήσεις ορθώθηκα μέσα της. Ήθελα να χύσει, ήθελα μόνο αυτό. Όταν ένιωσα τα υγρά της, της ζήτησα να ντυθεί και να πάμε σινεμά. Το χαμόγελο της φώτισε το πρόσωπο της, μαζί και το δικό μου. Το φιλί μας είχε μια δική του ύπαρξη.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Σε αγάπησα κι εσύ όχι. Τι να σε κάνω;

    - Είχες πει στη θάλασσα κάποτε, εσύ θα αγαπάς και δε σε νοιάζει.

    - Νόμιζα όμως…

    - Τι; Πως θα σ’ αγαπήσω από υποχρέωση; Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτό το σ’ αγαπώ. Και ψέματα δε λέω.

    - Όχι δε λες! Και δεν την άντεχα την ειλικρίνεια σου. Με κάνει τόσο να σε μισώ.

    - Γιατί τέτοια εμμονή με τα συναισθήματα;

    - Γιατί όχι;

    - Περνάμε καλά. Είσαι το γατάκι μου. Τέλος.

    - Δεν αρκεί.

    - Αυτό υπάρχει. Τα υπόλοιπα είχες πει θα τα έβαζες μόνη σου.

    - Αυτές τις δυο ποτέ δε θα τις ξεπεράσεις.

    - Ναι αλλά δεν είναι συναισθηματικό.

    - Και τι είναι;

    - Αιχμαλωσία.

    - Τι αιχμαλωσία, δεν καταλαβαίνω.

    - Ότι πιάστηκα μαλάκας δις.

    - Άρα υπάρχουν συναισθήματα.

    - Όχι υπάρχουν χρέη. Απ’ τη μια οικονομικά και ηθικά, απ’ την άλλη ηθικά.

    - Δεν καταλαβαίνω.

    - Δεν υπάρχει λόγος.

    - Φύγε σε παρακαλώ. Δε θέλω να … θέλω μόνο να φύγεις.

    - Οκ. CU.

    - Περίμενε…

    - Ναι;

    - Θέλω μια αγκαλιά.

    - Θα στη δώσω. Θα μου πάρεις πίπα μετά να φύγουν τα χοντρά;

    - Δε θέλω ποτέ μου να σε ξαναδώ.

    - Οκ.


    Δεν περίμενα πως θα γίνει μέρος της κουστωδίας. Δεν ήταν δύο, ήταν περισσότερες. Μόνο που οι δύο έβλαψαν εμένα. Τις άλλες όλες μαζί κι εκείνη με κάποιο τρόπο τελικά τις είχα ματαιώσει εγώ. Πάντως ποτέ δεν πέρασα άσκημα με κάποια, αυτό δεν το ‘χα παράπονο. Υπήρχε όμως μέσα μου το φευγιό που τις προκαλούσε. Οι δυο που χάθηκαν προτού χαθώ κι οι άλλες που τα δώσαν όλα.


    Δεν ήθελα να ξαναμπώ στο φετ, αλλά μερικές φορές που μεθούσα θυμόμουν τους κωδικούς εκείνου του λογαριασμού που ευτυχώς κάποτε διέγραψα. Όμως τότε υπήρχε ακόμα. Για ένα τελευταίο βράδυ, μου άνοιξε τους διαδρόμους με τις παλιές φωτογραφίες και με τις δύο, με τα μηνύματα τους, τα like τους. Είναι σαν πραγματικοί τόποι οι παλιοί λογαριασμοί. Σαν δρομάκια ανάμεσα σε μνήματα. Τα θέλω μου, οι ματαιοδοξίες μου, οι ψευδαισθήσεις μου. Οι εικόνες κι η πραγματικότητα πίσω απ’ αυτές. Να ζωντανεύουν διάλογοι, σκηνοθεσίες για ‘κεινες τις φωτογραφίες, αλλού θυμωμένα μηνύματα, ερωτικά σχόλια, καπνός και πόνος. Πώς να υπάρχει πόνος χωρίς συναίσθημα;


    Μου ήταν τόσο δύσκολο να αντιλαμβάνομαι τη δική τους θέση, πάντα, όχι από χαζομάρα, από αδιαφορία, μου άρεσε ό,τι μου άρεσε γιατί δε γινόταν αλλιώς, τους άρεσε αυτό το κάτι που ήταν μέρος τους. Γι’ αυτές τις δύο. Άλλες το έκαναν για ‘μενα, αλλά όχι αυτές οι δύο. Κι ίσως εκεί να άνοιξε το έδαφος στα δύο και να μη μπόρεσα ποτέ να περάσω στην απέναντι πλευρά. Ήμασταν έτσι, όχι διαφορετικοί και συμπληρώναμε το κολόβωμα μας.


    Κι έπειτα παντρεύτηκα μαζί της, ένα στοίχημα, η πρόκληση να ευχαριστήσω ή να ημερέψω τις υποψίες ενός γονιού που δε θα ζούσε για πολύ. Κι όλα αντικαταστάθηκαν από υποχρεώσεις, χρήματα, αγορές, προθεσμίες και κάθε προσπάθεια να βάλουμε τάξη μεταξύ μας κατέληγε σε πρόχειρο σεξ ύστερα από στημένα τραπέζια, με μερικές τυπικές υποκλίσεις σε πόνο νωθρό και ανοργασμικό. Και μετά η αυλαία που σηκώθηκε σε ένα λεπτό. Αρχίσαμε να προκαλούμε ο ένας τον άλλο, αν κάνεις αυτό, τότε εγώ εκείνο. Και το παιχνίδι γινόταν όλο και πιο ερεθιστικό, όλο και πιο ριψοκίνδυνο κι όσο πιο δύσκολο ήταν τόσο περισσότερες φορές κέρδιζα, τόσες περισσότερες φορές ξαναθυμόταν τότε που ήμασταν ο κόσμος κι όχι η υπόκλιση. Τότε που η μόνη της υποχρέωση ήταν σ’ εμένα.


    Κι η άλλη πάντα παρακολουθούσε από μια γωνιά. Ήταν η κολλητή μου, ήταν το παρεάκι μου, μέχρι ένα μέηλ που της πήγε καταλάθος αντί για την άλλη και που δεν το αγνόησε.


    << Στις 24.30 θέλω να είσαι στη μπάρα και να παραγγέλνεις το ποτό σου. Αυτός που θα καταλάβω ότι δε θα σου αρέσει καθόλου θα σου κάνω νόημα να πιάσεις κουβέντα μαζί του. Όσο θα κάθεστε στο μπαρ θα βάλεις χέρι μέσα απ’ το παντελόνι του και θα πιάσεις με δύναμη τα αρχίδια του. Θέλω να τον θυμώσεις. Κι ύστερα να του πεις να πάτε στην τουαλέτα. Αν το κάνεις αυτό, θα δεις που θα ‘ρθω να σε σώσω >>.


    Δεν είχα προλάβει να απαντήσω πως το έστειλα καταλάθος και ήρθε η απάντηση:


    << Εντάξει. Σε ποιο μαγαζί >>;


    Κοίταζα και ξανακοίταζα το μέηλ. Σε αυτό το σημείο μπορούσα ακόμη να ανατρέψω όλο αυτό που θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Μόνο που δεν ήθελα. Μόνο που μου έμοιαζε εύκολο.


    << Το μέηλ που σου προωθώ έκανα γκάφα και το έστειλα στη Χαρά. Σου προωθώ μαζί και την απάντηση. Όπως ήρθαν τα πράγματα, θα το προχωρήσω >>


    << Και εγώ >>;


    << Αν έρθεις μαζί μου, τότε θα σε αφήσω να με συνοδέψεις που θα μπω να τη σώσω >>.


    Ήταν το σημείο μηδέν.


    Επέστρεψα στο τώρα. Δεν ήθελα πια να υπάρχει αυτός ο λογαριασμός, ούτε καν εγώ ο ίδιος. Και ειδικά γιατί αυτή η πρόκληση, ο κίνδυνος μου έλειπαν τόσο πολύ που το μέσα μου παλλόταν και με έβριζε ξανά και ξανά και κάθε φορά που το σκεφτόμουν ήθελε να με φάει κι εγώ δεν ήθελα να το ακούω. Κάποτε μπόρεσα να ενορχηστρώσω ό,τι τότε ακολούθησε. Δεν ήταν για πολύ καιρό, όμως ήταν αναπάντεχο το πόσο ύπουλα μπορούσα να φερθώ, η πόση μεγάλη ευχαρίστηση έπαιρνα όταν ταπείνωναν η μια την άλλη κι όταν τις έπιανα στα χέρια μου και τις συνέτριβα, τις τσαλάκωνα και βρίσκανε ευχαρίστηση εκεί και δεν ήταν κάλπικο, δεν ήταν προσποίηση, ήταν η τρέλα στις κόρες των ματιών, η ίδια τρέλα μέσα μου.


    Δεν υπήρχε κανένας τρόπος όλο αυτό να ξαναζήσει και στην πραγματικότητα δεν το ήθελα. Με άφησε κατά κάποιο τρόπο λειψό. Γιατί αναγκάστηκα να διαλέξω. Ο προορισμός μου ήταν αλλού και μόνο μια μπορούσε να έρθει. Δε μετανιώνω γιατί επέλεξα αυτή κι όχι την άλλη και πάλι την ίδια θα επέλεγα, αν έπρεπε. Αλλά γιατί ήταν η μόνη φορά που το μόνο που έπρεπε να κάνω, ήταν να φύγω. Εγώ. Μόνος μου. Και να κόψω τα πάντα. Ήταν ένα ωραίο παιχνίδι και θα είχε το ωραιότερο τέλος κι αν κάτι έμενε ανολοκλήρωτο δε θα ήταν για ‘μενα. Όμως, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Κι έμεινα με χιλιάδες προκλήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν, χιλιάδες ευκαιρίες να κατέχω, να συνθλίβω που δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα και συνέχισα να έχω αυτό το σμάρι μέσα μου να μη μπορεί με κάποιο τρόπο να ξεδιαλυθεί, να μη μπορεί να σταματήσει να υπάρχει, να μη μπορώ να σταματήσω να τα θέλω όλα αυτά.


    Το ποτό μου έκανε περίεργα παιχνίδια. Αυτό το σμάρι ζωντάνευε και πάλι. Θυμόταν τον εαυτό του. Θυμόταν το δημιουργό του που το άφησε χωρίς το ταίρι που του υποσχέθηκε. Και πεινούσε. Πεινούσε όσο δεν είχε πεινάσει τα τελευταία πέντε χρόνια. Μπήκα σε προφίλ παλιών γνώριμων και χάζευα φωτογραφίες, θέματα κι είχε πάρει να ξημερώνει. Υπήρχε κάποια, την έβλεπα να γράφει παντού σαν τρελή. Μπήκα στο προφίλ της, πάμπολλες φωτογραφίες. Έγραφε υποσχέσεις στο στήθος της, έγραφε ταπεινώσεις, αλλού φαίνονταν μελανιές. Κάποια τοπία, κάποιες γυμνές φωτογραφίες σε δημόσιους χώρους. Έκανα όλο κι όλο ένα like. Κι ας ήταν τόσο αργά μου ήρθε ειδοποίηση πως με ακολουθεί. Σκέφτηκα γιατί όχι, ούτως ή άλλως θα τον διαγράψω σύντομα. Έστειλα αίτημα φιλίας. Μετά ήρθε μήνυμα.


    << Γεια >>

    << Καλό πρωί >>

    << Ναι αυτό χιχιχι >>

    << Το όνομα σου >>;

    << Μπορείς να με λες Κούκι >>

    << Θα σε λέω όπως θέλω. Το όνομα σου ποιο είναι >>;

    << Πωλίνα. Εσύ έχεις όνομα >>;

    << Όχι ακόμα >>

    << Καλά. Πού μένεις; Εσύ είσαι στις φωτογραφίες >>;

    << Θα έρθω αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Ναι εγώ >>

    << Θα πάμε για καφέ >>;

    << Θα το δούμε >>

    << Σου αρέσω >>;

    << Μου αρέσει αυτό που αντιλαμβάνομαι >>

    << Είσαι περίεργος, αλλά μ’ αρέσει >>

    << Θα μου δώσεις το τηλέφωνο σου >>;

    << Για να μιλήσουμε τώρα >>;

    << Για να μιλήσουμε όποτε κρίνω >>

    << Μάλιστα. 69… >>

    << Καλώς. Πωλίνα θα πάω για ύπνο. Πριν κοιμηθώ θα σου στείλω ένα μήνυμα στο viber. Καληνύχτα από ‘δω >>

    << Εντάξει θα περιμένω. Καληνύχτα >>


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    << Θα σε λέω Πωλίνα προς το παρόν. Αυτό είναι το τηλέφωνο μου >>

    << Μπορώ να στέλνω όποτε θέλω >>;

    << Ας δούμε τι αντίκτυπο θα έχει αν το κάνεις >>

    << Είσαι περίεργος, αλλά μ’ αρέσει >>

    << Το ξανάγραψες. Σ’ αρέσει να επαναλαμβάνεσαι >>;

    << Όταν μια ατάκα είναι καλή…>>

    << Την τραβάς να ξεχειλώσει >>;

    << : ) >>

    << Λοιπόν, αρκετά το ξενύχτησα. Καλό πρωί >>

    << Καληνύχτα >>


    Ξύπνησα πολύ μετά το μεσημέρι, χωρίς πονοκέφαλο και με χάλια γεύση. Μπανάνα και δυο ποτήρια κρύο νερό, ύστερα καφές. Κοίταξα το κινητό. Υπήρχε ένα ηχογραφημένο μήνυμα. Ενδιαφέρουσα παρεκτροπή. Αναρωτήθηκα αν ήταν το συνηθισμένο της ή αν ήταν επειδή ήμουν ‘’περίεργος’’.

    Ακουγόταν ένας ήχος που δε μπορούσα να προσδιορίσω, είχε κάτι ελαφρό, κάτι παιδικό, που και που έμοιαζε σχεδόν αστείος, ή και γλυκός, σαν κάτι να χτύπαγε σε κάτι. Σε λίγο άρχισε να μιλάει: << Καλημέρα άπλετη κι υπέροχη περίεργε… μ’ αρέσεις περίεργε, αλλά αυτό το είπα έτσι; Σ’ αρέσει που σου παίζω ξυλόφωνο >>;

    Με έπιασαν νευρικά γέλια. Αυτό δε θα το περίμενα ποτέ. Τόσοι άνθρωποι, τόσες ιδιαιτερότητες, τόσες δυνατότητες που μπορούμε να έχουμε και να αρκεί ένας άνθρωπος για να τις βγάλουμε, ή να τις καταχωνιάσουμε για πάντα.

    Έστειλα ένα λακωνικό γραπτό μήνυμα.


    << Καλησπέρα Πωλίνα >>

    << Τελικά θα μου πεις το όνομα σου; Καλημέρα. Σου άρεσε το μήνυμα μου >>;

    << Εσένα σου άρεσε το μήνυμα σου >>;

    << Εμ ναι, πολύ >>

    << Έχει σημασία αν εμένα μου αρέσει εφ’ όσον εσένα σε ευχαρίστησε >>;

    << Θα μεγαλώσει τη χαρά μου; Αυτό. Νομίζω… >>


    Άφησα το τηλέφωνο κι έστριψα ένα τσιγάρο.

    Ακούστηκε ο ήχος του viber. Αυτή τη φορά ήταν ένα βιντεάκι μόλις λίγων δευτερολέπτων.

    Δεν το πίστευα. Έπαιζε ξυλόφωνο, ένα θέμα, κάτι, δεν ξέρω. Ίσως τίποτα.


    << Είναι το συνηθισμένο σου >>;

    << Δηλαδή >>;

    << Να στέλνεις ηχογραφημένα μηνύματα και να παίζεις ξυλόφωνο >>;

    << Το βρήκα προχθές στα σκουπίδια και μου άρεσε, το μάζεψα να το φτιάξω. Κόλλησα με τον ήχο του. Όχι δε στέλνω ηχογραφημένα σχεδόν ποτέ. Ήταν το ξυλόφωνο μάλλον … χιχιχι >>

    << Με ευχαρίστησες >>

    << Επειδή δεν το ‘χω ξανακάνει αλλού >>;

    << Είσαι έξυπνο κορίτσι Πωλίνα. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που τους κόβει >>

    << Περίεργε θα αρχίσεις να μ’ αρέσεις πολύ και … θα στο λέω. Κι ας ξεχειλώσει >>

    << Κι αν παραξεχειλώσει και θυμώσω >>;

    << Θα μου το δείξεις και μπορεί και να … μ’ αρέσει >>

    << Θα μου πέσεις ξυλόφωνο από κοντά >>;

    << Σε ξενοδοχείο δεν το φέρνω με την καμία >>!

    << Με προσκαλείς σπίτι σου. Δε φοβάσαι >>;

    << Δε φοβάμαι τους περίεργους, τους άλλους ναι.

    Πότε σκοπεύεις να έρθεις >>;

    << Το άλλο Σάββατο στις 9.00 πετάω >>

    << Έχεις κλείσει ξενοδοχείο >>;

    << Φυσικά. Αλλά δε θα συναντηθούμε εκεί >>

    << Εννοείται. Πρώτα καφέ και μετά βλέπουμε >>

    << Πωλίνα… >>

    << Είπα μαλακία ε >>;

    << Εξαρτάται τι θα απαντούσα >>

    << Περίεργε; Μ’ αρέσεις πιο πολύ >>



    Συνεχίσαμε να μιλάμε και τις επόμενες ημέρες. Σχεδόν κάθε πρωί έβρισκα ένα ηχογραφημένο μήνυμα με την υπόκρουση του ξυλόφωνου. Τελικά έφτασε η μέρα που πετούσα. Εκείνο το πρωί το ηχογραφημένο μήνυμα δεν περιελάμβανε ξυλόφωνο μόνο μια βραχνή φωνή << Ανυπομονώ. Καλημέρα >>


    Ήμουν ένας περίεργος κι ίσως να έγινε κι εκείνη περίεργη για να χωρέσει, ή ίσως έτσι να συνήθιζε, να αλλάζει κάπως για να χωράει. Είχε έρθει στο αεροδρόμιο. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μεγάλο κινητό τηλέφωνο με χρυσή θήκη που λαμπύριζε και στο άλλο το ξυλόφωνο κι απ’ την τσάντα της ξεχώριζε το ξυλάκι του με τη μπίλια στην κορυφή.


    Δεν το περίμενα, αλλά δε σοκαρίστηκα. Κατά κάποιο τρόπο σα να το είχα προαισθανθεί. Συμβαίνει κι αυτό μερικές φορές όταν δυο άνθρωποι καταφέρνουν εγκεφαλικά να απομονώσουν ο ένας τον άλλο μες στον κόσμο.


    Κι ο πρώτος μας καφές μαζί, περίεργος ήταν. Μέσα στο κλειστό Winston για τους καπνίζοντες του αεροδρομίου. Καθίσαμε σε δυο καθίσματα και μπροστά μας ένα βρώμικο τραπεζάκι, ξέχειλο στα αποτσίγαρα και τα παρατημένα φελιζόλ του καφέ. Δε μιλάγαμε. Είχαμε γείρει μπροστά, σιγοπίναμε τον καφέ μας και κοιτάζαμε πλαγιαστά ο ένας την άλλη και χαμογελούσαμε.


    - Λοιπόν είσαι εδώ…

    - Λοιπόν, όντως είμαι εδώ.

    - Είσαι κουρασμένος; Θες να πας στο ξενοδοχείο; Ή θες να κάνουμε κάτι;

    - Θέλω να σιγουρευτώ ότι το δωμάτιο θα είναι του γούστου μου και να αφήσω το σάκο. Κατά τ’ άλλα μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε.

    - Θέλεις να πάμε μαζί ως εκεί; Ή να συναντηθούμε πιο μετά;

    - Θα έρθεις μαζί.

    - Όκι ντόκι.


    Δεν ξετρελάθηκα κιόλας με το δωμάτιο, αλλά τουλάχιστον ήταν πεντακάθαρο, βολικό κι οι εξωτερικοί ήχοι άφαντοι. Είχε καθίσει σταυροπόδι στην άκρη του κρεβατιού κι έπαιζε με το ξυλόφωνο.


    - Δε μου αρέσει το δωμάτιο σου.

    - Τι δεν έχει;

    - Καμιά ιδιορρυθμία


    Εδώ πια ευθυγραμμίσαμε. Πήγα μπροστά της γονάτισα, της χαμογέλασα. Προετοιμάστηκε κι έτεινε τα χείλη της, της τα δάγκωσα απαλά αλλά δε φιληθήκαμε. Κάτι έπαιξε στα μάτια. Σηκώθηκα.


    - Γάμησε το. Να πάμε να βρω κάτι άλλο;

    - Θέλεις να ‘ρθεις σπίτι μου μήπως σε βολέψει;

    - Τι έχεις εκεί; Εκκλησιαστικό όργανο;

    Χαμογέλασε στραβά και μου ‘βγαλε τη γλώσσα.

    - Ένα ωραιότατο μαστίγιο.

    Και μου ‘στειλε φιλάκια στον αέρα.


    Δε γαμιέται, ούτως ή άλλως είχα έρθει έτσι χωρίς λόγο στην Αθήνα. Πήρα το σάκο μου, έχασα βέβαια τα χρήματα της πρώτης διανυκτέρευσης, αλλά μας κάνανε τη χάρη και ήπιαμε ένα αρκετά αξιοπρεπή καπουτσίνο που συνοδευόταν από ένα εξαιρετικό γλυκό σαν αυτά που βγάζουν στην Αγγλία με το τσάϊ.


    Έμενε στο κάτω κομμάτι της Κηφισιάς. Εκεί που είναι τα χαμηλά, μισοπαρατημένα σπίτια. Ένα σπίτι δωμάτιο, με μισοσπασμένα κεραμίδια, ένας κήπος γεμάτος φύλλα και με ένα διακοσμητικό πηγάδι. Μπήκαμε μέσα. Κάθε τοίχος είχε περιγράμματα σαν τουβλάκια που μέσα είχαν κι άλλο χρώμα. Σαλόνι με ένα καναπέ σιδερένιο με μαξιλάρια, αυτός που είναι και κρεβάτι, τηλεόραση και στερεοφωνικό. Λίγα βιβλία αυτοβοήθειας. Κοιτώντας αριστερά η απόλυτη έκπληξη, μια εντοιχιζόμενη κουζίνα με ντουλάπια σε τεχνοτροπία πατίνας. Γέλασε δυνατά με το χαζό ύφος μου. Με πήρε απ’ το χέρι να μου δείξει το υπόλοιπο σπίτι. Το δωμάτιο της μου άρεσε πολύ. Σε όλους τους τοίχους υπήρχαν βιβλιοθήκες τιγκαρισμένες με διαφόρων ειδών βιβλία, μπροστά απ’ τα οποία υπήρχαν κεριά σε διάφορα στάδια καψίματος, μίνι κουκλάκια, μέτρησα τουλάχιστον πέντε διαφορετικά flogger, δέστρες και άλλα παιχνίδια που κάπου είχα δει, χωρίς να ξέρω ακριβώς πως ή που χρησιμοποιούνται και αρκετοί δονητές πάνω σε ένα γραφείο ανάμεσα σε καλλυντικά, ένα μεγάλο ημερολόγιο, ένα μικρό νέτμπουκ. Στο κέντρο υπήρχε ένα υπερυψωμένο σημείο πάνω στο οποίο βρίσκονταν δύο μονά κρεβάτια.


    Την κοίταξα ερωτηματικά.

    - Γιατί δύο;

    - Ε ναι. Γιατί;

    - Αν βρω κάποιον να φτάσουμε στο να μείνουμε μαζί θα κοιμόμαστε στο ένα κρεβάτι για όσο θα μετράμε. Μετά θα ξέρω τι θα ακολουθήσει.

    - Το μυαλό μου θα σκάσει.

    - Δεν το περίμενες; Δεν είμαι έξυπνη;

    - Δεν εννοώ αυτό αν κι η σκέψη έχει κάτι γοητευτικό, όσο βέβαια κρύβει και τόνους χειριστικότητας.

    - Τι εννοείς; Δεν είμαι χειριστική.

    - Κι αν το καταλάβεις τι μέλλει γενέσθαι;

    - Ε θα το ξέρω και τότε θα δω.

    - Αυτή δεν είναι απάντηση, αλλά αυτό το ξέρεις. Στην πραγματικότητα, εκείνος θέλεις να το έχει κατά νου και στο μεταξύ θα του έχεις δείξει όλο τον κόσμο που θα φοβάται μη και χάσει.

    - Περίεργε, πολλά λες. Και δεν είμαι χειριστική.

    - Όχι;

    - Όχι.

    - Καλώς θα πάω να βρω ένα ξενοδοχείο.

    - Δε θες να μείνεις εδώ μαζί μου;

    - Στο δεύτερο κρεβάτι;

    - Ναι αυτό σκεφτόμουν.

    - Μου αρέσει να έχω την άνεση μου.

    - Δε θα σε πειράξω.

    - Δεν είναι αυτό το θέμα, αλλά κατάλαβα πως τελικά μου αρέσεις σα φίλη και σκέφτομαι να σε κρατήσω για παρέα κι αν δεθούμε και κάνουμε πολύ παρέα, ίσως την επόμενη φορά που θα ξανάρθω στην Αθήνα σε 2-3 χρόνια να με φιλοξενήσεις σαν παλιά φίλη. Κι ίσως τότε να υπάρχει και κάποιος και να βοηθήσω έμμεσα στο … όλον δράμα.

    - Δε μου αρέσει αυτό που υπαινίσσεσαι.

    - Δεν υπαινίσσομαι και δεν είναι αυτό που δε σου αρέσει.

    - Και τι δε μου αρέσει κατά την άποψη σου;

    - Ότι δεν έχεις τον έλεγχο.

    - Μα δεν τον έχω εγώ, εσύ τον έχεις.

    - Σε ευχαριστώ, αλλά την περίοδο των παχιών αγελάδων έτρωγα ρέβες.

    - Ήταν κακή ιδέα τελικά.

    - Ήταν κακή ιδέα τελικά.

    - Γιατί λες ό,τι λέω;

    - Γιατί λεω ό,τι λες;

    - Να σου καλέσω ένα ταξί;

    - Θα μου καλέσεις πριν με τσιμπουκώσεις ή μετά;

    - Δε θέλω να το κάνω αυτό.

    - Ναι αλλά θα το κάνεις γιατί το θέλω εγώ.

    - Στο είχα πει και στα μηνύματα δε μου αρέσουν οι πίπες.

    - Αυτό είναι αδιάφορο.

    - Λοιπόν σου καλώ ταξί.


    Σήκωσε το κινητό της κι έψαχνε στο ευρετήριο. Πήγα μπροστά της και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου. Το κατέβασα και μαζί το εσώρουχο. Το καυλί μου εκτινάχτηκε μπροστά στην κοιλιά της. Ενώ καλούσε το ταξί το έπιασε με το άλλο χέρι κι άρχισε να με μαλακίζει κρατώντας τα μάτια της κλειστά. Έφερα το χέρι μου πίσω στο σβέρκο της και την πίεσα δυνατά. Συνέχισε να κρατάει το τηλέφωνο αλλά γονάτισε. Πλησίασα στο στόμα της. Τα χείλια της ήταν σφαλιστά. Τον έτριψα πάνω τους, αλλά δεν άνοιγαν. Τη χαστούκισα δυνατά και μετά με τα δάχτυλα πίεσα τα μάγουλα της με δύναμη. Το στόμα της άνοιξε λίγο, αλλά όχι αρκετά. Χαλάρωσα το πιάσιμο, αλλά δεν πρόλαβε να κλείσει το στόμα της κι αυτή τη φορά το χαστούκι τη διέλυσε. Ακολούθησαν κι άλλα απανωτά. Δάκρυα κυλούσαν. Το στόμα ήταν ορθάνοιχτο. Τον έχωσα βαθιά μέσα στο στόμα της και στηρίχτηκα στους ώμους της και της πήδηξα το στόμα με ταχύτητα. Ακούστηκε μια φωνή στη γραμμή, αλλά ήταν απασχολημένη. Το μπουκωμένο με το καυλί στόμα της κάτι πήγε να πει, αλλά προφανώς δε μπορούσε. Βγήκα και της τράβηξα ένα χαστούκι.

    - Κλείσε το τηλέφωνο αμέσως. Αρκετά έπαιξες.

    Το τηλέφωνο έκλεισε και το ακούμπησε μαλακά κάτω. Περίμενε με το στόμα κλειστό αλλά το πρόσωπο προτεταμένο.

    - Άνοιξε το στόμα σου.

    Το στόμα της άνοιξε.

    - Τώρα ρούφα τον με πολύ γλύκα σαν το πιο ωραίο παγωτό.

    Ήξερε να κάνει τσιμπούκια, ήξερε απόλυτα. Τον ρούφαγε μέχρι μέσα και βγάζοντας έσερνε τα χείλια της σε σφιχτό Ο κατά μήκος του σώματος και μόλις τον έβγαζε, αμέσως τον ξαναέβαζε ασκώντας δύναμη με τα χείλια της στο πετσάκι καθώς τον ρούφαγε πάλι για να κατέβει χαμηλότερα. Με πόναγε και με ερέθιζε πολύ. Όταν μαζεύτηκαν τα χύσια κι ήρθε η στιγμή της έπιασα τη μύτη και με το άλλο χέρι στο σβέρκο της την κράτησα δυνατά. Τα άδειασα όλα μέσα στο στόμα της ενώ πνιγόταν και στραβοκατάπινε. Όταν βγήκα τα ‘χε καταπιεί όλα, είχε κοκκινίσει και τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα.


    - Πες μου πάλι ότι κάνω κουμάντο με τον ίδιο τρόπο που το είπες πριν.

    Και το έκανε. Δεν ξέρω αν της άρεσε να πατρονάρει, ή αν ήθελε να προκαλεί για τον πιο άξιο, την ίδια ή τον άλλο.

    Πήγα μπροστά της και την έγδυσα βίαια. Αντιστεκόταν βουβή. Τα χαστούκια έπεφταν βροχή. Την ξαναγονάτισα με τη βία και της τον φόρεσα ξανά στο στόμα. Αυτή τη φορά συμμορφώθηκε αμέσως αν και το χέρι μου έμεινε στο σβέρκο της σαν ιδέα, μα χωρίς να την ακουμπώ. Ωραίο τσιμπούκι, πραγματικά το καλύτερο όλων. Ρούφαγε μισόγυμνη, αλλά δεν ήθελα άλλο έτσι. Την έπιασα απ’ το λαιμό και τη σήκωσα πάλι πάνω. Η φούστα και το καλσόν της βγήκαν αρκετά δύσκολα, αλλά δε νομίζω πως θα ξαναφορεθούν. Κιλότα δε φόραγε και το μουνί της ήταν καλά ξυρισμένο. Πάνω απ’ τον κώλο της υπήρχε ένα τατουάζ σχήμα διαμαντιού κι έγραφε από πάνω πουτανάκι.

    - Έτσι πας στην παραλία και φαίνεται αυτό;

    - Ναι γιατί;

    - Μόνη σου το έκανες αυτό, κανένας δε σου ζήτησε και σίγουρα αν σε ρώταγα θα μου ‘λεγες πως κάποιος γκόμενος στο ζήτησε και που κάποιος μπορεί κάτι να είχε πει, αλλά στην πραγματικότητα ίσως ήταν έναυσμα, ίσως εσύ να του έριξες το έναυσμα, αλλά εσύ ήσουν που το ήθελες, εσύ ήσουν πως το έλεγχες.

    Γύρισε στον ώμο της και με κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινιασμένο, αλλά πήρε να γλυκαίνει. Μου έδωσε ένα πολύ απαλό φιλί στα χείλη.

    - Σε γάμησε μωρή κανένας στην παραλία που το είδε;

    - Όχι.

    - Δε σου είπε ποτέ κανένας τίποτα;

    - Ε ναι μου έχουν πει.

    - Πάμε έξω να το περιφέρεις λίγο στον κήπο.

    - Μα κρυώνω.

    - Αδιάφορο. Κι οι δυο έτσι θα βγούμε. Κι αν μπορώ εγώ, θα μπορέσεις κι εσύ.

    Και βγήκαμε ολόγυμνοι στον κήπο. Την έστησα με τα χέρια στο διακοσμητικό πηγάδι. Αν κάποιο αμάξι πήγαινε σιγά σίγουρα μπορούσε να τη δει. Γύρισα μέσα, χαζογέλασα στα παιχνίδια. Πήρα τη ζώνη απ’ το παντελόνι μου και γύρισα έξω. Οι πατούσες μου πάγωναν.

    - Θέλω να μετράς. Κάθε σημείο είναι άλλη αρίθμηση. Αν τα χάσεις, χάθηκες. Έγινα σαφής;

    - Δε θέλω.


    Έπεσε η πρώτη στην πλάτη με το ζωνάρι διπλό, βαρύ. Ούρλιαξε. Ό,τι νιώθω βγάζω. Με ενοχλεί η χειριστικότητα. Με καυλώνει η προσπάθεια να με χειριστεί κάποια. Έπεσε και δεύτερη κι άλλη κι άλλες. Μετά την πέμπτη, είπε

    - πέντε

    - Η μέτρηση ξεκινάει απ’ όταν μιλήσεις. Σταματάς, σταματάει. Μιλάς, ξαναρχίζει.

    - Μα εσύ δε σταματάς.

    - Το παιχνίδι σου και το δικό μου.

    Έπεσε κι άλλη

    - Ένα

    Δύο

    Τρία

    Άου!

    Τέσ..

    - Τι σου είπα;

    - Ένα

    Δύο

    .

    .

    .

    Δέκα

    Και πήγα στον άλλο ώμο πιο δυνατά. Ό,τι ένιωθα έβγαζα. Το πουτανάκι μ’ είχε κατακαυλώσει κι ο κώλος της δεν ήταν ακόμη έτοιμος.

    - Αν κουνηθείς όσο λείψω θα σε σαπίσω. Έγινα σαφής;

    - Μα θέλω να ξεμουδιάσω.

    - Μωρή πουτάνα ποιανού είναι το έργο;

    - Δε μου ‘χεις πει ακόμα το όνομα σου.

    - Όταν τελειώσουμε θα το ξέρεις.

    Πήγα μέσα και πήρα ένα δονητή που έμοιαζε με κοντόχοντρη πούτσα με ραβδώσεις, σε χρώμα κρεάτινο. Τον έφερα έξω και τον έχωσα βίαια στο μουνί της. Μια, δυο, τρεις, δέκα φορές. Παραπάνω, δεν ξέρω. Έπειτα, άνοιξα τα κωλομέρια της κι όπως είχε γλιτσιάσει απ’ τα υγρά της τον έβαλα αργά αλλά συνεχόμενα μέχρι μέσα. Και τον άφησα εκεί. Της είπα να τον κρατάει με το χέρι της και πως αν βγάλει το χέρι της έχω φύγει την ίδια στιγμή.


    Τα ραπίσματα έπεφταν βροχή στους ώμους της και η πλαστική πούτσα κρατιόταν με τα δάχτυλα της.

    - Γάμησε τον κώλο σου. Έλα που δεν ξέρεις τι να κάνεις.

    - Μα περίμενα…

    - Ά τώρα περίμενες…

    - Ναι εγώ πάντα…

    - Αρκετά.

    Οι ζωνιές έπεφταν πιο χαμηλά τώρα, λίγο πάνω απ’ τα κωλομέρια της. Μετρούσε συνεχόμενα.

    - Γάμησε τον πιο γρήγορα, έλα να τελειώνουμε.

    - Δε μπορώ έχει ξεραθεί.

    Πήγα στο μέρος της και της τράβηξα το χέρι με το δονητή, κράτησα τα κωλομέρια της σε απόσταση. Χώθηκα πρώτα βαριά στο μουνί της και μόλις τον έβγαλα καρφώθηκα εύκολα στον κώλο της.

    - Καριόλα τρένα μπαίνουν εδώ.

    Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι.

    - Τι; Προσβλήθηκες;

    - Δε μου αρέσει αυτό που…

    - Είναι ψέμα;

    - … όχι.

    - Η αλήθεια ναι πονάει, το ‘χει αυτό. Και τώρα βούλωστο, είναι τόσα χαλαρά εδώ που σχεδόν δε νιώθω τίποτα, άσε με μπας και νιώσω.

    Έκλαιγε γοερά, με θρήνο.

    - Τώρα είσαι το δικό μου πουτανάκι. Δεν είσαι;

    - …ναι, ναι είμαι.

    - Πες το λοιπόν.

    - Είμαι το πουτανάκι σου, είμαι το πουτανάκι σου, το πουτανάκι σου

    Το δάχτυλο μου είχε πάει στην κλειτορίδα της κι έπαιζε με τη μπίλια της με ταχύτητα

    - Είσαι το ξεχειλωμένο βρωμοπουτανάκι μου ε;

    - Ναι είμαι… είμαι το βρωμοπ..

    - Τι είσαι;

    - Είμαι το ξεχειλωμένο βρωμοπουτανάκι σου, εγώ, εγώ, εγώ είμαι αυτή. Είμαι το ξεχειλωμένο βρωμοπουτανάκι σου… μπορώ να χύσω

    - Μπορείς.

    Συνέχιζα να μπαινοβγαίνω απαλά στον κώλο της. Όσο ξεραινόταν ο πούτσος μου τόσο πιο σφιχτά γινόταν εκεί μέσα. Αλλά όταν έφτανα στον πάτο και τρανταζόταν υπήρχε κάτι εκεί, μια τρέλα που δε μ’ άφηνε να το κάνω αλλιώς.

    - Δε μου είπες τι είσαι ξέχασες;

    - Είμαι το πουτανάκι σου, το ξεχειλωμένο βρωμοπουτανάκι σου.


    Είχα βρει στα χέρια της την πλαστική πούτσα.

    - Γάμησε το μουνί σου μωρή, όπως όταν σε παίρνουν δύο δύο στις παραλίες.

    - Όχι ποτέ δεν…

    - Κι αν εγώ θελήσω; Αν ευχαριστηθώ να βλέπω να σε γαμάνε βρωμοπούτανο τσάμπα ή για ένα πεντάευρω;

    - Θα το κάνω

    - Θα το κάνεις;

    - Ναι, θα το κάνω.

    - Γιατί;

    - Γιατί είμαι το ξεχειλωμένο βρωμοπουτανάκι σου και θέλω να σε ευχαριστώ

    Και συνεχίζαμε έτσι, εγώ να γαμώ τον κώλο της και την κλειτορίδα της κι η πλαστική πούτσα με αργή σπασμωδική κίνηση να μπαίνει μέσα της, να τη νιώθω από κάτω μου σχεδόν.

    Την ώρα που έχυνα μέσα στην κωλάρα της, με ρώτησε και έχυσε μαζί μου.

    - Το έμαθες το όνομα μου Πωλίνα;

    - Η αναφορά μου.

    Μου άρεσε αυτό, ήταν ενδιαφέρον.

    - Δηλαδή;

    - Ο Κύριος μου

    - Κι εσύ τι είσαι;

    - Το ξεχειλωμένο βρωμοπουτανάκι σας.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν είχα φανταστεί πως μετά από πολλά χρόνια θα βρισκόταν κάποια που θα με άγγιζε σε αυτό το βαθμό. Για κάποιο καιρό λειτούργησε με αυτό τον τρόπο, πήγαινα, ερχόταν, όμως εγώ θέλησα περισσότερα, ανθρώπινα πρώτα απ’ όλα. Έβλεπα έναν άνθρωπο ανίκανο να ανιχνεύει τις επιθυμίες του, να βάζει το θέλω μέσα στις προτάσεις του και να είναι ισχυρό και πραγματικό και όλα ήταν συναισθήματα μεγάλης έντασης να ίπτανται στον αέρα και που όταν την πνίγανε, γίνονταν προτάσεις εκλογικευμένες, χωρίς όμως θεμέλια.


    Την τοποθέτησα μέσα μου, στη ζωή μου. Και ίσως να με βόλεψε αρχικά στην εύκολη αυτή τοποθέτηση πως ήταν εξωτερική συνεργάτης στη δουλειά που την απασχολούσε. Δεν είχε σταθερό ωράριο, δεν ήξερε προκαταβολικά πότε θα την καλέσουν για εργασία και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πληρώνεται καλύτερα απ’ τους μόνιμους υπαλλήλους.


    Όμως αυτό που ειπώθηκε μια φορά ξεφεύγοντας από μέσα μου, η λέξη μόνιμα έγινε λαίλαπα μέσα μου. Περνούσε ο καιρός κι εγώ έκανα μικρές ρυθμίσεις εδώ κι εκεί τέτοιες που να μπορούν να τη συμπεριλάβουν. Ήσυχα χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς μεγάλα λόγια. Είχα αναλάβει την ευθύνη να προσφέρω ένα τρόπο ζωής ανάλογο με αυτόν που είχε μάθει, όσο και αν σε ένα άλλο επίπεδο καταλάβαινα πως ώσπου να βρει δουλειά θα δυσκολευόμουν πολύ, να αγοράζω τα βιβλία μου, να βάζω βενζίνη γιατί ξαφνικά μου ήρθε να πάω βόλτα μες στη νύχτα κι αυτό γιατί δε μπορούσα να αγνοώ τα χρέη που είχα, όλα ρυθμισμένα, σε όλα συνεπής, όμως πάντα υπήρχε ο φόβος μιας μελλοντικής προσωποκράτησης, αν κάτι ξέφευγε. Είχα πολλά βιβλία και δεν ανησυχούσα. Οι δεύτερες αναγνώσεις πολλές φορές κρύβουν μαργαριτάρια.


    Είχα ανιχνεύσει μέσα της το παράπονο για τη δουλειά. Αγαπούσε αυτό που έκανε και το γεγονός πως ήταν αποτέλεσμα μόχθου, συγκατάβασης και αναγνώρισης παρότι είχε μόνο ένα χαρτί τεχνικού λυκείου σε σχέση με τους μόνιμους που είχαν τα σπουδαία χαρτιά που τους εξασφάλιζαν την πολυπόθητη αναγνώριση, παρά τα λιγότερα χρήματα, τη βούλιαζε μέσα της. Την έκανε ένα με όλο αυτό το σμάρι εξωτερικών συνεργατών που τιτίβιζαν και κουτσομπόλευαν και γκρίνιαζαν κι αναλώνονταν σε μικρότητες.


    Όταν πια ειπώθηκε από πλευράς της πως θα έρθει την επόμενη φορά που είχαμε καιρό να βρεθούμε και πως τη μεθεπόμενη δε θα ξαναφύγει, αυτό που ως εκείνη τη στιγμή μέσα μου ζούσε μαγκωμένο, άρχισε να ξεσφίγγεται. Αντιλαμβανόμουν τα υψηλά δυναμικά που είχε καθένας μας και πως θα ήταν δύσκολα τα πράγματα μεταξύ μας. Όμως σε αυτό το κομμάτι και ακόμη στην ασυνέπεια με την οποία είχε μάθει να λειτουργεί στη ζωή της, ( ουσιαστικά ζώντας με τους γονείς της, που το σπίτι τους ήταν επίσης μέσα στο ίδιο οικόπεδο, αλλά εγώ δεν το είχα δει την πρώτη φορά και τους οποίους ουδέποτε γνώρισα και όχι από φόβο… ), στην εναπόθεση όποιων θεμάτων την απασχολούσαν στις φροντίδες των δικών της, γιατί έτσι αντλούσε ένα αντίκρισμα της αγάπης και της ζέστας που ένιωθε, μη έχοντας ξεμυτίσει ποτέ απ’ το σπίτι της, στην ασυναρτησία που επικρατούσε μέσα της για το πώς πραγματικά ξεκινάει να λειτουργήσει ένα σπίτι κι ένας άνθρωπος μέσα σε αυτό, που δεν μπορεί ( γιατί δε θέλει! ) να εξαρτηθεί από κανέναν άλλο, στο ότι έβρισκε πως λύση σε όλα είναι να δίνει χρήματα, αρκεί να μην την ανακατεύουν με οτιδήποτε αφορά το πώς θα χρησιμοποιηθούν, στον ψυχολογικό εκβιασμό που επικρατούσε στο σπίτι της απ’ όλες τις πλευρές, γιατί ήταν αναμενόμενος όταν υπάρχει πολύ αγάπη και πολλά να χάσεις, γιατί όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι μαζί κι έχουν καταφέρει να υποτάξουν αυτά που θα τους κρατούσαν σε ορισμένη απόσταση, φυσιολογική και αποδεκτή και που δεν αναιρεί μήτε την αγάπη, μήτε τη φροντίδα, μήτε το νοιάξιμο και κινούνται σε μια μπάρα που κάποιοι αναμφισβήτητα κάποια στιγμή θα πεθάνουν, όπου η μπάρα στην οποία δε μπορεί να σταματήσει να εξαντλείται, βρίσκουν ως λύση τρεναρίσματος, το ακόμα περισσότερο μαζί, το ακόμα περισσότερο παραδίδομαι πάνω σου και παραδίδεσαι σε άλλα επίπεδα πάνω μου κι ο χρόνος μοιάζει με μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη μέρα της μαρμότας.


    Σε όλα αυτά, εγώ έβλεπα μια ευκαιρία να δημιουργήσω κάτι όμορφο ανθρώπινα και αλληλένδετα βδσμικά. Υπήρχε η δυναμική μιας τέτοιας σχέσης, αυτό που την ξεχώριζε απ’ τους ανόητους που κρύβουν λογοπαίγνια στις κουβέντες τους λίγο πριν το φύκι φύκι, βγάζοντας και κανά μαστίγιο για να μοιάζει συνεχές, ενώ είναι ασυνεχές κι ασύμπτωτο. Και μέσα απ’ όλο αυτό το πλάνο, ξεκίνησα μέσα μου να την υπολογίζω διαφορετικά, να μετράει με ένα τρόπο που κάποιες φορές με ξέσκιζε και κάποιες άλλες λειτουργούσα καθαρά υπολογιστικά για την απόλαυση μου και μόνο, γιατί ο σαδιστής δε μπορεί να πάψει να είναι σαδιστής, όση λογική και όσο συναίσθημα κι αν υπάρχει ανάμεσα. Αυτό που του δίνει δύναμη, ζωή, την ίδια ώρα που τον ξεφτιλίζει, είναι αμόλυντα ψυχολογικό και συναισθηματικό. Βρίσκεται στον ίδιο τον αέρα, στο βλέμμα, στο πως θα σηκώσεις την κούπα, σε κάποιες καλημέρες, σε όλα. Είναι το είδος της σχέσης που έχει τη δύναμη της φυσιολογικότητας που δεν αγκαλιάζει καμιά βανίλα σχέση, γιατί όλα κινούνται σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα. Συναισθηματικά, ψυχολογικά, σωματικά, εγκεφαλικά, όλα έχουν μια δική τους λογική και μια συνηθισμένη λογική της τάξης των πραγμάτων.


    Ο σαδιστής δε χρειάζεται δικαιολογίες κι αφορμές για να είναι ο εαυτός του, δε μπορεί να υπάρξει με άλλο τρόπο, δεν έχει νόημα η ζωή με κανένα άλλο τρόπο. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο σε κατοπτρική ανάκλαση είναι ο μαζοχιστής. Κι αυτοί οι δυο άνθρωποι όταν βρίσκονται δε χρειάζονται φιοριτούρες μεταξύ τους. Όλα είναι αναλυμένα συναισθηματικά και λογικά μεταξύ τους. Τα πως και τα γιατί τη στιγμή της αναγνώρισης του συγκεκριμένου θέλω τους που λαγοκοιμάται ήσυχο και ξυπνάει μέσα στην ημέρα και μπορεί να ξυπνήσει απ’ το οτιδήποτε πεινασμένο, είναι άνευ νοήματος. Όταν χύνει το κεφάλι και καρδιοχτυπά που έγραψε κάποτε ο Ρίλκε και η καρδιά σκέφτεται που είναι ένας άλλος τρόπος να αποδεχτείς το Σαντ και το Σοπενάουερ, τίποτα δεν προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Γιατί έχουν αναγνωριστεί αυτά ακριβώς που υπάρχουν εκεί κι έχουν αγκαλιαστεί και τίποτα δε μπορεί να τα σταματήσει καθώς προσπαθούν να διαλύσουν τη σάρκα, να κάνουν σκόνη τα κόκαλα και να χωθούν το ένα μέσα στο άλλο. Γι’ αυτό και ο σαδιστής δεν τα έχει ανάγκη τα Κύριε και τις εύκολες θεσμοθετημένες υποταγές, δεν τα θέλει τα εύκολα, θέλει κάθε φορά να τα κερδίζει, να του αναγνωρίζονται μοναδικά και μοναδιαία, θέλει να πηγαίνει σε κάθε πλευρά του σανιδιού, ακόμα και να μπλέκεται στις κουρτίνες της αυλαίας, ακόμα και να βρίσκεται κάτω απ’ τη σκηνή, ακόμα και στις θέσεις των θεατών να χτυπάει παλαμάκια βλέποντας τον εαυτό του και τον άλλο πάνω στη σκηνή να κρυσταλλώνονται και να αποκρυσταλλώνονται συνέχεια. Τα θέλει τα Κύριε και τις υποταγές, το θέλει το λύγισμα στο γόνατο κάνουν κι αυτά το κεφάλι να χύνει ασύστολα και ανενδοίαστα, όμως μετράει το ταξίδι για το ως εκεί. Και δεν έχει ανάγκη να δικαιολογείται σε κανέναν. Έτσι γουστάρει και τίποτα δεν αλλάζει.


    Με είχε ρωτήσει κάποτε πως λειτουργεί η συγκατοίκηση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και μόνο, χωρίς κάποιον άλλο σα δίχτυ ασφαλείας, είχα γελάσει μέσα μου, γιατί αυτό έγινε μέρος της πιθανότητας που σιγά γινόταν βεβαιότητα, εκείνο που κάποια στιγμή θα με ξέσκιζε από μέσα προς τα έξω και δε θα μπορούσε να σταματήσει, γιατί όταν το τερατάκι ξυπνήσει πεινασμένο είναι ασταμάτητο, θα φάει μέχρι να σκάσει, ώσπου να ξεράσει και μπορεί να το κάνει συνέχεια, μέρες και νύχτες και συνεχώς να ανατροφοδοτείται ενώ τρέφεται απ’ τον εαυτό του, όταν σπάει τη λογική του, καταβροχθίζει τα συναισθήματα του, όταν παίρνει την απόρριψη και την κάνει μαχαίρι για να κόβει σαν χασάπης τα κομμάτια για τη νοικοκυρά, γιατί όταν σου δείχνουν πως δεν είσαι προτεραιότητα είναι αναμφίβολο πως το τερατάκι βρυχάται. Βρυχάται λυσσασμένο. Κλαίει, πονάει και μέσα σε όλο αυτό χαίρεται γιατί αγκαλιάζει την πείνα του. Τρέμει και θέλει να τρακάρει με κάθε τοίχο του σπιτιού, να χτυπήσει ανθρώπους, να διαβρώσει τα πάντα.


    Φανερώνεται όποιος το ‘χει μέσα του το μεγάλο Ναι και πέρα πηγαίνει στην τιμή και την πεποίθηση του, κλεισμένος μέσα στα τείχη που έχτισαν άλλοι και ο ίδιος, μα κι ο αρνηθής αν ρωτούνταν πάλι το μεγάλο Όχι θα ξανάλεγε, όσο κι αν τον ξεσκίζει και κάθεται έξω απ’ τα τείχη τρομαγμένος, γιατί δεν έχει τη δύναμη να τα γκρεμίσει. Δεν ήταν προτεραιότητα του άλλου. Ήταν κάποιος που έπρεπε να θυσιαστεί, να υποταχθεί στη λογική και τις αποφάσεις του άλλου και των δικών του, κάποιος που δεν υπολογίστηκε, άρα η θέση του πάντα ήταν έξω απ’ τα τείχη. Δανεικός ήταν ο χρόνος του, δανεική η θέση του, τυχαία. Κι ο ίδιος τυχάρπαστος. Η ασύνδετη σταθερά που στην παραγώγιση μηδενίζεται.


    Ήταν καταχαρούμενη. Την είχαν ειδοποιήσει πως είχε την ευκαιρία αν ήθελε για δυο χρόνια να γίνει μόνιμη. Το όνειρο της ξεπηδούσε. Για άλλη μια φορά βρισκόταν σε μια διχάλα και περίμενε έναν από μηχανής θεό να αποφασίσει που θα τη στείλει. Και την έστειλε στο πραγματικό θέλω κι ό,τι άλλο απορρίφτηκε, κάηκε, θυσιάστηκε, εκτός κι αν παρατεινόταν σε μια διαρκή απόσταση, σε ένα κυκεώνα τηλεφώνων, μηνυμάτων, βιντεοκλήσεων και σύντομων συναντήσεων ανάλογα με το κάθε πότε τα δυο εβδομαδιαία ρεπό θα έρχονταν διαδοχικά.


    Της είχα πει να πάρει την καλύτερη απόφαση για τον εαυτό της και την πήρε. Κι αυτό που καιγόταν δε μπορούσε να σταματήσει να καίγεται, να τρώει και να κλαίει, το απόρριμμα. Είπαμε πολλά μετά, τσακωθήκαμε, προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τα συναισθήματα μου, να τα εκφράσω και δε μπαίνανε σε πρόταση, χρειαζόταν ένας φίλος, που πάντα βρισκόταν εκεί και βοήθησε σε ένα ολονύχτιο τηλεφώνημα να ειπωθούν όσα ήταν εφικτό. Και το μεσημέρι που ξύπνησα βρήκα ένα πρωινό μήνυμα της και τίποτα άλλο. Είχαν εξαφανιστεί τα πολλά μηνύματα, η τρυφερότητα, τα τηλέφωνα. Όλα είχαν δώσει τη θέση τους σε μια τυπική ενημέρωση με ένα Κύριε στην κορυφή πως πάει να κανονίσει λεπτομέρειες. Ήταν ο μόνος με τον οποίο ποτέ δε μίλησε, απλά του ανακοίνωσε το τελεσίγραφο, αν με θες έτσι θα με έχεις. Κι ίσως κάποτε γίνεις κι εσύ προτεραιότητα, αλλά για τώρα όταν όλοι οι άλλοι κρίκοι είναι από ατσάλι, εσύ είσαι από κασσίτερο, μαλακός κι εύπλαστος. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το δεχτείς. Είναι η μόνη σου επιλογή. Δε θα συζητήσω μαζί σου άλλες εναλλακτικές που να μας έχουν και τους δυο μέσα, μαζί, ταυτόχρονα, είμαι ακάθεκτη και τίποτα δεν αλλάζει, επέλεξα το ισχυρό θέλω μου. Εσύ οφείλεις να επιλέξεις εμένα κι εγώ δεν επέλεξα εσένα, σε έβαλα κάπου στην άκρη.


    Κι εγώ, εγώ έπρεπε να αποφασίσω γνωρίζοντας πως έχω απορριφτεί κι όλα καίγονταν, που ήταν οι πυροσβέστες;
     
    Last edited: 30 Απριλίου 2020
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μερικές φορές είναι καλύτερο όταν τη σκληρή απόφαση την παίρνει ο άλλος σε μορφή τελεσίγραφου: Κάνει τα πράγματα πιο απλά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

    Πουθενά και κάνουμε μόνο αυτό που μπορούμε: We take the next step.
     
  10. CaptainAfrican

    CaptainAfrican Light. Soul. The essence of One.

    Ακριβώς.
     
  11. Brt

    Brt #ολαπολυ Premium Member

    Έπος...πραγματικά διαμαντακια σε όλο το κείμενο!

    πρεπει να γραφτεί η σκηνή στο μπαρ...όταν μπλέχτηκαν τα emails. Αααα εκεί θα είναι επίσης ωραία η ιστορία. Αλλά πραγματικά έπος. Καταπληκτικές ατάκες, σκηνές, πλοκή...

    Γιατί δεν τα εκδίδετε με τον @Arioch? Του volt (για εμένα) είναι πολύ πιο άγριος, πυκνός και τραχύς ο λόγος, σε πιάνει το στομάχι σου κάποιες φορές (κορυφαίο ταλέντο), του arioch πιο εσωτερικός, παίζει σε πολλές άνισες ψυχολογικές αποχρώσεις, κάπως μελαγχολικος, για εμένα πιο περίπλοκη και πολυεπίπεδη γραφή. Αν αντί για πληκτρολόγια ήταν μαχαίρια, ο volt χαράζει κι ο arioch σκαλίζει

    Μπορείτε να το ονομάσετε 50 ιστορίες του γκρι! (Από το χρωμα του φόρουμ).  

    χαμος θα γίνει θα δείτε. Ευχαριστούμε volt!
     
    Last edited: 1 Μαϊου 2020
  12. LilithOnTop

    LilithOnTop Regular Member

    Εξαιρετικά εύστοχη παρομοίωση. Και τα δύο ματώνουν. Βαθιά.