Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το χρονικό μιας κλοπής ή μιας απόκρουσης

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 19 Αυγούστου 2018.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν ξέρω γιατί μου ήρθε απόψε να μπω σε κλαμπ, έχω χρόνια να το κάνω, τουλάχιστον οικειοθελώς κι από μόνος μου. Πρώτη σκέψη να φύγω στη θωριά του φουσκωμένου απ’ τις πρωτεϊνες πορτιέρη, με το ωραίο κουστούμι, τη γυαλάδα των καλλυντικών στο κούτελο και το εκνευριστικό άρωμα. Στο χαμόγελο του διέκρινα τη βλακεία στα κρυφοκοιτάγματα του σμάρτφον. Αφηρημένα, μου άνοιξε την πόρτα να περάσω.


    Όλα μοιάζανε συνηθισμένα και βατά. Σαν αντικείμενα καθιερωμένα χοντροί, γυαλάκηδες και ψευτοσοφικστικέ πενηντάρηδες σε διάφορα τραπεζάκια να κοιτούν δήθεν μπλαζέ τα κοριτσάκια που λικνίζονταν. Μυρωδιές κακών αμερικάνικων τσιγάρων και πούρων του περιπτέρου με γεύση σοκολάτα και κάπου η αποφορά του ούρσους. Σα σωτήρια είδα τη μπάρα κι ένα μικρό άνοιγμα.


    Στάθηκα με τα χέρια ανοιχτά πάνω της, παράτησα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το κινητό και τον καπνό μου κοντά στο τασάκι που έφερα κοντύτερα μου. Μια όμορφη κοπέλα έσκυψε στο μέρος μου. Ζήτησα τζακ, μου έκανε πλάκα παραφράζοντας σε ‘’τσάι’’, ελάφρυνε τη διάθεση μου.


    Κάποιος με σκούντησε, δεν έδωσα σημασία, έστριψα το τσιγάρο μου να είναι έτοιμο μετά την πρώτη γουλιά, της έσπρωξα το μπολάκι πίσω, αν άρχιζα να καταβροχθίζω τα φιστίκια σταματημό δε θα ‘χα. Η πρώτη γουλιά κατέβηκε με τη γλυκιά επίγευση και το κάψιμο που με έκαναν να ερωτευτώ το τζακ εδώ και είκοσι χρόνια. Η πρώτη τζούρα καταστράφηκε, το τσιγάρο δεν ήταν σφιχτό όσο έπρεπε και το φιλτράκι μου ‘μεινε στο στόμα.


    Έστριψα άλλο και ξεκίνησα να καπνίζω αχόρταγα. Το τζακ τελείωσε, παρήγγειλα κι άλλο τιμωρώντας τον εαυτό μου μέσα στους ανελέητους στίχους της κακόγουστης κρίσης. Έστρεψα το βλέμμα αριστερά μου. Λίγο παραπέρα μια κοπέλα στεκόταν με το πρόσωπο και όλα τα μαλλιά χυμένα στον ώμο κάποιου που τράβαγε το χέρι της χαμηλά στα πόδια του. Κάτι σ’ ένα στίχο, μια μελωδία πιο δυναμική, μαγνητίστηκα να τους κοιτάω.


    Τραβήχτηκε και σηκώθηκε, κάτι της ψιθύρισε. Έμεινε εκεί με τα μάτια να τον παίρνουν από πίσω, οι ώμοι της έκαναν μια σύσπαση σα να συστράφηκαν προς τα μέσα, όπως τα ανήμπορα μοναχικά παιδιά που ζητούν προστάτη, το τσιγάρο ήταν έτοιμο, το άναψα τρέμοντας απ’ τη λαχτάρα να με γεμίσει ο καπνός του. Συνέχισα να την κοιτάω. Δε γινόμουν αντιληπτός και ούτε ήθελα να γίνω. Μου αρκούσε αυτή η συνάφεια, στις πράξεις που δεν ήξερες πως κάποιος άλλος βλέπει, στις εικόνες, σαν τις ξαφνικές φωτογραφίες. Ένιωθα πως κοιτάω μια φίλη, μια αγαπημένη ταινία. Κατέβασα μια γουλιά.


    Το ζευγάρι ανάμεσα μας σηκώθηκε να φύγει. Μπορούσα να την πλησιάσω περισσότερο αλλά έμεινε εκεί, με το βλέμμα μου σφραγισμένο στους τραυματισμένους ώμους και το δικό της κρυσταλλωμένο προς την κατεύθυνση που έφυγε αυτός. Τον είδα να πλησιάζει όχι προς το μέρος της, στο πλάϊ του μπαρ και να φωνάζει τη μπαργούμαν. Κάτι της είπε κι ύστερα πάλι εξαφανίστηκε απ’ τη σκηνή. Εκείνη δεν τον είχε αντιληφθεί, συνέχιζε να κοιτάει απ’ την άλλη χαμηλωμένα. Μετά, η μπάργουμαν άφησε μπροστά της ένα ποτό και τη σκούντησε. Τότε σα να συρρικνώθηκε ολόκληρη κι ύστερα με κάποια ανακούφιση να είδε πως ήταν μόνο για το ποτό.


    Στο πρώτο κατέβασμα του ποτηριού, τα μάτια μου ήταν εκεί. Ανέβηκαν απ’ το πηγούνι, στα μάτια που θα με κοίταζαν φευγαλέα, για να τα πιάσω στις απόχες μου. Ήθελα να δω τον τρόπο που κοίταζαν το τυχαίο και το τίποτα, για να φανταστώ λίγη απ’ τη μαγεία του προσηλυτισμού τους όταν κοιτούν με λατρεία.


    Ήταν μια μάχη που δεν περίμενα να δώσω, δεν είχα φανταστεί ματιά που σαν το φωτισμό με αισθητήρα θα μου αντιγυρίσουν τη φράση, θα προσπαθήσουν να βυθομετρήσουν μέσα μου, ή να με προκαλέσουν να στρέψω αλλού το πρόσωπο μου. Οι ώμοι της άνοιξαν προς τα έξω, σαν το λουλούδι που ανοίγει, το ένα της χέρι ακούμπησε δυναμικά πάνω στη μπάρα. Δεν ήξερα αν ήθελε να προστατέψει τη μοναδικότητα της στιγμής της μαζί του, ή με προκαλέσει να κάνω κάτι διαφορετικό απ’ το να στέκομαι εκεί και να μισώ τους ευτελείς πολλούς, απ’ το να κλέβω στιγμές κι εικόνες που δεν προορίζονταν για τη χυδαιότητα της κλοπής ενός ξένου.


    Και τότε υπήρξε η στιγμή μηδέν. Κανένας μας δεν τον είχε προσέξει. Ήρθε και απαλά στην αρχή έβαλε το χέρι του στα μαλλιά της κι ύστερα τράβηξε με μεγαλύτερη δύναμη. Ήξερα πως ήταν μια μάχη χαμένη όταν τα μάτια της γύρισαν στο μέρος του και ξεχύθηκαν τα μέλη του σώματος της στραμμένα προς εκείνον. Αλλά για μια απειροελάχιστη στιγμή ψάχνοντας ίσως για την αδύνατη δική μου, τα μάτια της γύρισαν κι έψαξαν τα δικά μου. Ήμουν εκεί, ακόμα στο ύψος να δω μόνο τα δικά της μάτια και τίποτε άλλο, καμιά διάθεση να κλέψω εικόνες, να αρκεστώ. Το χέρι του παράλληλα για μια στιγμή κοκάλωσε στο χώρο, φάνηκε απρόθυμο, συγκλονισμένο, ή ίσως έκπληκτο ή φοβισμένο κι έπειτα τα δάχτυλα γύρισαν σε ορθές γωνίες έμοιασαν με τα πόδια του αρπακτικού. Τώρα δυο ζευγάρια μάτια βρέθηκαν απέναντι μου. Έμοιαζαν όλα έτοιμα να χαθούν ή να κερδηθούν. Δεν ήξερα πώς να πάω παρακάτω, ή αν μπορούσε κάτι να συνεχιστεί.


    Συνεχίζεται
     
    Last edited: 19 Αυγούστου 2018
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Και τότε παρά τη σύντομη στιγμή που ένιωσα την ένταση, σα να μπαίνω χρόνια μετά σε ένα στίβο αντεκδικήσεων απ’ τον οποίο βγήκα ηττημένος και όμως τα δόντια στην εικόνα μέσα μου τραβήχτηκαν, τα μανίκια ανασκουμπώθηκαν κι ετοιμάστηκα να δώσω μάχη. Τότε ήρθε η στιγμή της αναγνώρισης. Τον ήξερα αυτό τον τύπο. Χρόνια πριν τον ήξερα.


    Πήγε τόσος καιρός, σχεδόν μιάμιση δεκαετία. Την ίδια στιγμή μ’ αναγνώρισε κι εκείνος. Ο θυμός, το ξάφνιασμα, η αμηχανία αντικαταστάθηκαν από ένα πετάρισμα που ήξερα καλά. Ήμουν σίγουρος πως θα έβρισκε ένα τρόπο να αδράξεις απ’ το περιστατικό τη μεγαλύτερη δυνατή ευκαιρία. Να είναι μαζί νικητής και ανακριβής, αλλά όχι ψεύτης, ποτέ ψεύτης.


    Τα χρόνια τον είχαν μαράνει, όπως είχαν μαράνει κι εμένα. Εμείς βλέπαμε τα σημάδια, για τους άλλους που δε μας ξέρανε κι ήμασταν κάτι νέο, αυτή η φθορά δε φαινόταν, δεν είχε με κάτι να συγκριθεί.


    Το χέρι του συνέχισε να την κρατάει απ’ τα μαλλιά και χαλαρά κινήθηκε προς το μέρος μου. Το ίδιο ύφος αυτάρκειας, αυταρέσκειας κι από μέσα η ίδια πάντοτε ψυχρότητα. Πόσα βιώματα να έζησε; Πόσο να τον άγγιξαν; Μακάρι να ήμουν μάρτυρας έστω σε μια στιγμή που λύγισε στη ζωή του, που έχασε κάτι πολύτιμο, ήθελα τόσο πολύ για κάτι να νιώσω αυτή τη θεραπευτική ουσία του οίκτου, που είναι ικανή να λιώσει κάθε μίσος και κάθε διάθεση εκδίκησης. Μα και τα αισθήματα εκδίκησης που κάποτε ένιωσα, κατά κάποιο τρόπο μου αρκούσαν, ήταν ένα βήμα κοντύτερα στο να αποδεχτώ, να συγχωρέσω και με τα χρόνια το έκανα. Δεν ξανάπα το όνομα του ούτε στις πιο ελεεινές στιγμές που κατηγορούσα το σύμπαν για τις κατάντιες μου, το κεφάλαιο αυτό είχε κλείσει, μαζί με όλα του τα φαντάσματα.


    Σε μια στιγμή μέσα πάτησα φασματικά σε μια παράλληλη ιστορία από χρόνια θαμμένη και στο παρόν. Δεν ήθελα να κάνω αυτή την κοπέλα να αξίζει μόνο για μια τελική μάχη μαζί του, ήθελα να δώσω τη μάχη, αν άξιζε. Τα χρόνια μου χάρισαν το πολυτιμότερο όπλο τους, την ηρεμία. Ό,τι κι αν γίνεται δίπλα μου. Αυτό προστάτευε ακόμα και την υστεροφημία μου, όταν ήξερα πως είμαι πιο ηλίθιος απ’ τους άλλους, ανίκανος να εξυφάνω πολύπλοκα σχέδια. Μπορούσα μόνο να τα αναγνωρίζω.


    Μου χαμογελούσε τώρα. Έσυρε το ποτήρι του πάνω στη ράμπα και το τσούγκρισε σπρώχνοντας το στο δικό μου.

    - Χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω, είπε. Είδες; Γνωρίστηκες με το υπάκουο κορίτσι μου;

    Βυθίστηκα μέσα στα μάτια του και μόνο όταν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα τράβηξε από πάνω μου, του μίλησα.

    - Μεγαλώσαμε Πάρη. Ξέρω κοινοτοπία θα πεις, αλλά ωστόσο αληθινή. Φαίνεσαι καλά κι αν κρίνω απ’ την παρέα σου, είσαι κιόλας.


    Είχα την πρώτη μικρή μου νίκη κι αυτό σκεφτόμουν όλη νύχτα. Πολλά ποτά κεράστηκαν, πολλές ιστορίες ειπώθηκαν, αλλά καμιά δεν άγγιξε εκείνο το θέμα. Η αναφορά του θα πονούσε τόσο πολύ εμένα, γιατί να το αναφέρω; Κι από πλευράς του τι να πει, για νικητές και χαμένους; Όχι δε θα διακινδύνευε να δει πόσο κοντός ήταν. Όχι ακόμα. Κάποτε θα το έβλεπε κι αυτή.


    Πολύ ώρα μετά καθόμασταν σ’ ένα τραπεζάκι με καναπέ ημικυκλικό. Αυτή ήταν ανάμεσα μας. Το τραπέζι ήταν νωπό απ’ τον πάγο που έλιωνε στα ποτήρια. Το τασάκι ξέχειλο. Ακόμα κρατούσε στα χέρια του το ζίπο με την τιρκουάζ πέτρα. Δώρο δικό της. Με είχε ρωτήσει ποιος αναπτήρας μου αρέσει και της είχα δείξει αυτόν, τον αγόρασε για τα γενέθλια μου και του τον έδειξε, είχε ανάγκη την επιβεβαίωση του κολλητού της κι εκείνου του άρεσε τόσο πολύ ο αναπτήρας. Και τώρα τον έβλεπα στα χέρια του. Άλλη μια νίκη, άλλη μια αναδρομική ήττα. Άλλος ένας πόνος που θα αναδυόταν όταν δε θα μπορούσα πια να χαμογελάω σε ξένους.


    Το χέρι του Πάρη χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της και άδραξε με τα χέρια αρπακτικού το μουνί της.

    - Είσαι υγρή πουτανάκι; Ποιος σε καύλωσε;

    Φάνηκε αμήχανη, λυπημένη. Ποιος θέλει μάρτυρες σε όσα τον θίγουν και τον καυλώνουν;

    - Πάρη θα φύγω να μείνετε οι δυο σας.

    Στο λεπτό ο δράκος του θυμού του μου θύμισε τόσο πολλά. Το χέρι του σφίχτηκε ακόμη περισσότερο στο μουνί της, εγώ θα πονούσα στη θέση της, ήταν βάναυσο, δεν ήταν ερωτικό, δεν έκρυβε κανένα νοιάξιμο. Ήταν μήνυμα για ‘μενα, μήνυμα του ιδιοκτήτη.

    - Δε μιλάω σε ‘σενα, είπε σφυριχτά. Αυτή να απαντήσει.

    - Πάρη μου, είπε, ερωτηματικά και γλυκά. Το χέρι της χάΪδεψε το μάγουλο του, απλώς θέλω να κάνω πιπί μου.

    Ήταν τόσο αναπάντεχη αυτή η λέξη. Ταυτόχρονα βάλαμε κι οι δυο τα γέλια. Σα να περιμέναμε να ακουστεί το καμπανάκι λήξης του γύρου και αντί γι’ αυτό ν’ ακούστηκε εκείνη η βραχνιασμένη εξωφρενική κόρνα των παλιών ποδηλάτων.

    - Άντε πήγαινε της είπε και την έσπρωξε χαμογελώντας.

    Και μετά μείναμε οι δυο μας…


    Συνεχίζεται.
     
  3. Maverick

    Maverick Good guy to a fault.

    Το χρονικό μιας κλοπής ή μιας απόκρουσης

    Μια ιστορία ...(δίχως τέλος 

    Είναι λες και η μία ιστορία ξεκινάει εκεί που σταματάει η άλλη.
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Σε μια στιγμή ο βόμβος της μουσικής βούλιαξε μέσα στα αυτιά μου, ο χρόνος δε σταμάτησε βέβαια και το ποτήρι σηκώθηκε γρηγορότερα απ’ όσο φάνηκε στα μάτια μου. Ένιωθα μια μέθη να με τριγυρίζει. Ποτέ δεν αξίωσα στον εαυτό μου τον απόλυτο έλεγχο, δεν έχει γεννηθεί άνθρωπος με τέτοιες δυνάμεις πάνω στον ίδιο και στο σύμπαν, τουλάχιστον δεν είμαι έτσι εγώ. Δεν τον κοιτούσα. Είχα δει, είχα ακούσει κι είχα ανασυνθέσει το παρόν σε μια εικόνα με ένα παρελθόν που με τις εντυπώσεις του έντυνε αυτό που νόμιζα πως βλέπω.


    Διαμιάς πέρασαν απ’ τη σκέψη μου κάθε λέξη που είπα τότε μέσα μου, στο νερό της Κινέτας που με έβγαζε κάθε βράδυ απ’ την Κακιά Σκάλα το παλιό μου Citroen. Πόνος που δεν άφηνε καμιά αμφιβολία πως τον ήθελα εκεί για την αγάπη που είχα χάσει, για το φόβο πως αν τον έχανα θα τον αγαπούσα μέσα στην απουσία του, θα έμενα μόνος, εθισμένος στη θλίψη και την πλήξη και με κανένα κίνητρο για να συνεχίζω.


    Ναι υπήρχε ο αναπτήρας στα χέρια του. Η πιο περίτρανη απόδειξη της κυριαρχίας του. Τι θα γινόταν τώρα, τι θα έλεγε, τι θα έλεγα. Πως θα συνεχιζόταν, που θα κατέληγε. Ήθελα, ναι ήθελα το αιματοκύλισμα, ήθελα τη νίκη, ήθελα τη δικαίωση και να πετάξω σαν αετός μακριά. Ήθελα να νιώσω γροθιά να μου σπάει τη μύτη, να με τυφλώνει η απουσία σταθερότητας, η θολότητα στα μάτια μου, καυτό το αίμα να τρέχει και να μη σταματάω, να χτυπάω. Να κάνω αυτό που κάποτε μου έμαθε ένας αστυνομικός και δεν εφάρμοσα ποτέ: αν αρχίσω να μη σταματήσω ούτε για μισή ανάσα, γιατί τότε θα χάσω.


    Λέξεις δεν είχαν ειπωθεί, φαινόταν πως μια υγρασία πρωτοστατούσε. Πάνω στο τραπέζι, στα χέρια μου, κάτω απ’ τον καπνό μου. Έλιωναν τα παγάκια και το καθαρό νερό αναμιγνυόταν με την ψευτοκαθαρισμένη επιφάνεια, τα τρίμματα του καπνού, μια κλωστή από ένα μπουφάν κι έμενε η λέρα. Παντού λέρα. Λέρα και βόμβος, αποπνικτική καπνίλα και σιωπή.


    Είχαμε κρυσταλλωθεί ή αποκρυσταλλωθεί στο ίδιο σημείο, σα να περιμέναμε σα δυο ανόητοι στη σκηνή την έλευση της ξανά σαν το διανεμητή των διαλόγων μας. Αναμφίβολα μια μάχη θα ξεκινούσε, αλλά ποια; Πώς; Κάτι καινούργιο ή κάτι χιλιοειπωμένο;
     
  5. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ο χρόνος περνούσε κι η γυναίκα δεν επέστρεφε. Σύντομα η σιωπή μεταξύ μας έγινε άβολη για τον Πάρη. Τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου άτσαλα να σπρώχνει το τασάκι, να χτυπάει το πόδι, να ακολουθεί με την κίνηση του λαιμού του το ρυθμό της μουσικής. Ανησυχία; Αμφισβήτηση; Οργή; Αυτό ήταν κάτι πάνω στο οποίο μπορούσα να πατήσω. Αρκεί αυτή να μην επέστρεφε.


    Κι εγώ συνέχιζα να παρατηρώ, βούλιαξα μέσα στον εαυτό μου και τον παρακολουθούσα από βάθος. Όλο το περιβάλλον ήταν μακρινό. Το μοναδικό που υπήρχε ήταν το αντικείμενο του ενδιαφέροντος μου: αυτός ο άντρας. Ήθελα να τον τιμωρήσω γιατί ποτέ δε θα ζήταγε συγνώμη, γιατί ποτέ δε θα μετάνιωνε.


    Ήμουν ήρεμος και περίμενα.


    - Δε μου είπες τίποτα…

    Δεν άκουσα τα υπόλοιπα που είπε κι έγειρα το αυτί μου στο στόμα του για να επαναλάβει. Με χτύπησε αμέσως η μυρωδιά του. Ακόμα φορούσε κουλ γουότερ και ίδρωνε πολύ. Η μυρωδιά ήταν εντελώς δική του. Νόμισα πως την είχα ξεχάσει, αλλά όχι είχε μείνει εκεί, έτοιμη σαν μία ριπή που ακόμα δεν είχε ριχθεί. Και τώρα μου ριχνόταν. Για μια στιγμή, σε ένα απειροελάχιστο χρονικό διάλειμμα, το μαγαζί κατέρρευσε, αυτός κατέρρευσε, ο τωρινός μου εαυτός ακόμα δεν υφίστατο κι ήμουν εκεί, ήμασταν κι οι δυο εκεί, στις νεότερες εκδοχές μας.


    Παραμονή Χριστουγέννων, ήμουν καθιστά ξαπλωμένος στον καναπέ του σπιτιού της και συζητούσα αμήχανα με τον πατέρα της, προσπαθώντας να επικρατήσω τις απόψεις του για τα αυτοκίνητα. Εκείνη ντυνόταν στο δωμάτιο. Χτύπησε το κουδούνι κι εκείνη πήγε ν’ ανοίξει. Εγώ δεν την είχα δει ακόμη, ντυνόταν είπε και μου είχε ανοίξει ο πατέρας της. Ακούστηκαν ασπασμοί με τον ερχομό του Πάρη. Πειράχτηκα κι ενοχλήθηκα ακόμα πιο πολύ, απ’ την άνεση που είχε με τη μητέρα της, τη συμπάθεια που φαινόταν να υπάρχει. Μια μοναδική ικανοποίηση ένιωσα που είδα το μορφασμό του πατέρα της, όταν άκουσε τη φωνή του. Χρόνια μετά θα τους έβλεπα κάποιο βράδυ στο καζίνο μαζί να κάθονται και να πίνουν καλό ουίσκι, ευτυχώς δε με είχαν δει. Μα τότε, ήταν το μόνο αντίβαρο. Κι ας ήταν ψευδαίσθηση.


    Ήρθε κι έκατσε μαζί μας κι αμέσως ξεκίνησε να συζητάει με άνεση και χαμόγελο. Όσο άνευροι ήμασταν εμείς, τόσο διαρκώς μέσα στα πράγματα φαινόταν εκείνος. Γινόταν εδώ μια περίεργη αποκάλυψη. Σε μια στιγμή έμοιαζε εκείνος ο οικοδεσπότης μας κι εμείς φιλοξενούμενοι του και ίσως ούτε καν εκείνοι που θα επέλεγε.


    Αν και δε με φίλησε μπροστά στον πατέρα της, έχωσε τρυφερά το χέρι της στο δικό μου. Η λάμψη στα μάτια της, η χαρούμενη λάμψη στα μάτια της ήταν το πολυτιμότερο αγαθό για ‘μενα. Δε μειώθηκε απ’ το ξερό – κενό βλέμμα του πατέρα της κι ο ηλίθιος δεν πήρα στα σοβαρά τη δική του αεικίνητη ματιά που όλο ξεμάκραινε και όλο έμενε κολλημένη στο χέρι της μέσα στη χούφτα μου. Ίσως κάτι να είχα σώσει, ίσως κάτι να είχα προλάβει. Ίσως και απλά ακόμα να εθελοτυφλώ.


    Ξεκινήσαμε οι τρεις μας και τελικά με μεγαλύτερη παρέα καταλήξαμε στο Βινύλιο. Ξεπαραδιαστήκαμε με το εορταστικό. 77.000 δρχ για όλη την παρέα, μα σχεδόν αμέσως ξεχάστηκε. Άλλωστε σάμπως τα είχαμε δουλέψει και πώς να κρατήσεις κακή διάθεση όταν μπαίνεις και μυρίζεις πουρό σοκολάτα και ακούς τα παπάκια, βλέποντας ένα τρενάκι από νεαρούς και νεαρές να κάνουν το γύρω του μαγαζιού.


    Καθίσαμε με ‘κεινη ανάμεσα μας. Εκείνο το βράδυ μέθυσα πολύ. Την πείραξε ο καπνός, βγήκαμε να πάρει ανάσα. Πόσο εύκολο μου είναι να θυμηθώ λεπτομέρειες. Μια αγκαλιά, μια άτσαλη πίπα στο αυτοκίνητο κι ύστερα η διάθεση να φύγουμε χωρίς ούτε καν να πούμε αντίο. Στο δρόμο για Βάρκιζα μου κόλλησε ένα αυτοκινητάκι κι εκείνη με παρακάλεσε να στρίψω απ’ το δρόμο του γιώτ κλαμπ να μην πάω από λιμανάκια. Της έκανα το χατίρι. Θυμάμαι ακόμα εκείνη την ήσυχη ανηφοροκατηφόρα, με το χαμηλό φωτισμό και την ελιτίστικη ατμόσφαιρα. Άφησα το αυτοκίνητο στην παραλία και περπατήσαμε. Είχαμε μάθει την πολύτιμη σιωπή της ευτυχίας.


    Μια φωνή ακούστηκε. Ένιωσα ενόχληση, πως θέλω να τον χτυπήσω. Είχε πει με ανόητο τρόπο, ‘’το ξερα πως θα σας βρω εδώ’’, υπονοώντας πως την ήξερε καλά. Μα εγώ κατάλαβα ακόμη κι ας μην το παραδέχτηκα έκτοτε παρά μόνο όταν πια ήταν αργά, πως ίσως εκείνη ήθελε να μας βρει. Το ύφος του ήταν ενοχλημένο. Αφού κάναμε μια βόλτα όλοι μαζί, σκέφτηκα να του πω πως θέλουμε να μείνουμε οι δυο μας, δεν το έκανα όμως. Στο δρόμο έμεινε κολλημένος πίσω μου και πάλι όμως δεν προσπάθησα να τρέξω. Ποιο το νόημα να του ξεφύγω; Δε θα ήταν για πάντα. Πάντοτε θα μπορούσε να τη βρίσκει. Πάντοτε θα μπορούσε… να με τρομοκρατεί.


    - Δε μου είπες τίποτα για τον αναπτήρα…

    Ξανάπε τώρα. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς να το καταλάβω επέστρεψα στην οχληρή, χυδαία τωρινή ατμόσφαιρα.

    Τα χρόνια μου έμαθαν να προβλέπω τις ερωτήσεις, όχι για να εξασφαλίσω έτοιμες απαντήσεις, αυτές ποτέ δεν είναι πραγματικά έτοιμες, πάντοτε χρειάζονται μια τροποποίηση, αλλά για τη γενική ιδέα και κυρίως για το σωστό ύφος, την κατάλληλη φωνή. Και ο τόνος είναι αυτός που κερδίζει τις περισσότερες υποθέσεις. Έτσι τώρα ακούστηκα μακρινός, συγκαταβατικός.

    - Αυτός είναι ε; Α ναι, όντως.

    - Είσαι σίγουρος; Μήπως θες να τον δεις από κοντά;

    Είχε χολωθεί. Μου τον έχωσε με βία μέσα στο χέρι. Το μέταλλο ήταν κρύο κι αυτός ήταν ένας αναπτήρας. Αυτή ήταν η εντολή που δόθηκε μέσα μου ‘’ο αναπτήρας είναι αντικείμενο’’. Με τόσο απλά λόγια και έγινε κατανοητή η εντολή, χωρίς καμιά σύνδεση με το οτιδήποτε.

    Κοίταξα την πέτρα, διάβασα από κάτω την αντίσταση στον αέρα και τον ψευτοπέταξα πιάνοντας τον με το άλλο χέρι μου. Έπειτα του τον επέστρεψα.

    - Είχα κι εγώ ένα ζίππο.

    - Ε αυτό σου λέω! Ο ίδιος είναι.

    Τον κοίταξα απορημένος, σα να μην καταλαβαίνω και πήρα μια ηλίθια έκφραση.

    - Νομίζω πως παραήπιαμε και δεν καταλαβαινόμαστε

    Με κοίταξε κι η οργή στα μάτια του προσπαθούσε να παίξει κρυφτό. Με πολύ αργή φωνή σα να μιλάω σε ηλίθιο του είπα

    - Ε-γώ.; Είχα και εγώ ένα παρόμοιο αναπτήρα

    - Αυτό σου λέω! Αυτός είναι!!!

    Δε μπορούσε να συγκρατηθεί κι είχε φωνάξει τόσο πολύ που από το μπαρ κοίταξαν με περιέργεια.

    - Μα… ο δικός μου ήταν χακί

    Και σε μια στιγμή μέσα είχε ξεφουσκώσει, είχε καταλάβει πως τόση ώρα δε του αναγνώριζα τη νίκη, την πρωτοκαθεδρία του και συνέχισε να πίνει γρηγορότερες, μεγαλύτερες γουλιές.


    - Πού στο διάολο είναι το πουτανί; Είπε μετά από λίγο με φανερή τη διάθεση να αρπαχτεί με τον οποιονδήποτε.

    Δεν του απάντησα. Συνέχισα να καπνίζω το τσιγάρο μου.


    Και τότε η κοπέλα γύρισε. Ήταν κλαμένη, ήταν αγχωμένη, ήταν πολλά πράγματα, αλλά είχε επιστρέψει. Και μαζί επέστρεψε και κάτι μέσα του. Η βεβαιότητα του εαυτού του, ή έστω κάποιων επιτυχιών που είχε πετύχει και η αύρα τους τον ακολουθούσε. Έγινε πιο κεφάτος, αλλά όχι λιγότερο μεθυσμένος. Και σύντομα δε μπορούσε να περπατήσει ίσια και δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει.


    Πρότεινα να τους πάω με το αμάξι μου. Εκείνη δέχτηκε. Της ζήτησα να περιμένει με τον πορτιέρη και θα επέστρεφα σε λίγο. Ξεπάρκαρα, γύρισα και με χίλια ζόρια τον βάλαμε μέσα. Ήθελε να κάτσει πίσω μαζί του, αλλά της είπα να έρθει μπροστά για να έχει μια άνεση.


    Στο δρόμο δε μιλούσαμε. Εκείνος είχε αποκοιμηθεί. Μονολόγησε λίγο

    - Δεν έμαθα την έκπληξη που θα μου ‘κανε και τον εκνεύρισα η ηλίθια.

    Αυτή η αντιστροφή, η ψυχολογία της μου θύμιζαν πολλά, όπως κι η ίδια η ιδέα της έκπληξης κι η μασκαράτα που είχα δει πριν τον αναγνωρίσω.

    - Δεν υπήρχε έκπληξη. Έκπληξη ήταν η υπακοή σου. Και δεν έφταιξες σε κάτι.

    - Έκανα λάθος, παρασύρθηκα.

    - Τι εννοείς;

    - Ήμουν απροετοίμαστη… ευάλωτη. Όχι πιστή.

    - Δηλαδή;

    - Σε κοίταξα

    - Γιατί με κοίταξες;

    - Όλοι τον φοβούνται και όλοι σέβονται μόλις δουν πως συνοδεύομαι. Όχι εσύ.

    - Την ουσία πάντα τη σέβομαι.

    - Δηλαδή αυτό είναι ανούσιο; Έτσι σου μοιάζει; Γιατί σε πληροφορώ πως είμαστε καλά, περνάμε καλά.

    - Περνάτε καλά και;

    Δεν υπάρχει και, είμαστε καλά μαζί.

    - Είσαστε δυσλειτουργικοί μαζί.

    - Δεν ξέρεις από σχέσεις σα τη δική μας!

    - Μιλάς για ασυμμετρία;

    Είχε ξεκινήσει κάτι να λέει κάτω από ‘μενα και σώπασε.

    - Η ασυμμετρία των μοτίβων είναι η ασυμμετρία των νεάτερνταλ. Ναι την είδα την ασυμμετρία σας. Δεν είναι κάτι νέο, δεν είναι κάτι που να σας ξεχωρίζει, δεν είδα το κτήμα σας, είδα κάτι που έχω ξαναδεί σε κακές τσόντες και φαντασίες αγνώστων.


    Κάτι μουρμούρισε ο μεθυσμένος από πίσω, αλλά κανένας δε του έδωσε σημασία. Και πια αγνοούσαμε ο ένας τον άλλο. Εκείνη θυμωμένη κι εγώ ενοχλημένος που έκανα αυτό το ανήθικο πράγμα που δε μου αρέσει ποτέ να κάνω: κατέκρινα τον εραστή για να πάρω τη θέση του. Ήταν μια συμπεριφορά που είχα επιλέξει συνειδητά στη ζωή μου, να μην ακολουθώ γιατί ήταν η δική του σφραγίδα πάνω της. Γιατί ήξερα πόσο πονάει, γιατί θέλησα να είμαι καλύτερος απ’ αυτό.


    - Με συγχωρείς, παθιάζομαι με τη θεωρία και ξεχνάω τους ανθρώπους.

    - Δεν έχει μεθύσει ξανά. Εγώ ναι, αλλά εκείνος όχι. Ήσασταν πολύ φίλοι;

    - Όχι, ήταν φίλος φίλης. Γνωριζόμασταν κοινωνικά.

    - Δεν ξέρω αν μου επιτρέπεται να το πω

    - Ποιο;

    - Είσαι ενδιαφέρων. Μου αρέσει ο χαρακτήρας σου.

    Αυτή την τόσο απροκάλυπτη τοποθέτηση δεν την περίμενα, αλλά με χαροποίησε. Με χαροποίησε απλά χωρίς να σκεφτώ πως θα τη χρησιμοποιήσω και αυτό μου θύμισε σε τι διέφερα απ’ αυτόν. Κι ετούτο το βράδυ ίσως αυτό να ήταν το ζητούμενο: να μη χάσω τον εαυτό μου. Δεν απάντησα τίποτα. Δε φάνηκε να την πειράζει όμως.


    Με πολύ κόπο μπορέσαμε να ανέβουμε όλοι με το ασανσέρ. Πριν φύγω, μου έφτιαξε καφέ και τον ήπιαμε μαζί, καπνίζοντας στο μπαλκόνι. Δεν είχαμε κάνει άλλη συζήτηση, πέρα απ’ τα τυπικά του καφέ στο μεταξύ.


    Στην πόρτα της χαμογέλασα κι ετοιμάστηκα να φύγω. Υπήρχε κάτι στο βλέμμα κι εδώ επενέβη κάτι άλλο που αναπτύχθηκε με τα χρόνια, παρότι το είχα απωλέσει κάπου στις διαδρομές μου και στο σκοταδισμό που μας βύθισε η κρίση του 2008, αναδύθηκε ο άρπαγας. Και αυτό έκανα. Το χέρι μου τυλίχθηκε στη μέση της. Δεν την τράβηξα, την κοίταξα, πήρα την επιβεβαίωση που δεν ειπώθηκε και εγκλώβισα το χείλος της στα δικά μου. Τη δάγκωσα και με το άλλο μου χέρι την κράτησα σφιχτά απ’ τα μαλλιά χωρίς να την τραβάω. Άρπαξα μόλις βρήκα ευκαιρία τη γλώσσα της. Ύστερα τη δάγκωσα πάλι. Το χέρι μου σφίχτηκε στο λαιμό της, βρήκα τη ρώγα της και την πίεσα, την τράβηξα, την πίεσα ξανά. Φιληθήκαμε παρατεταμένα. Πήρα το χέρι της και με το δικό μου την οδήγησα να μου κατεβάσει το φερμουάρ, εκεί όπως ήμασταν με την πόρτα ανοιχτή. Έφερα το χέρι της μέσα απ’ το μποξεράκι μου. Ήξερε τι να κάνει και την άφησα να το κάνει. Σιγά σιγά την έσπρωξα προς τα κάτω. Μου την έπαιζε και τα μάτια της ήταν στο ύψος της καυλωμένης πούτσας μου. Ήθελα τόσο να φωνάξω, να εκραγώ και να βουλιάξω, όμως δε μπορούσα, δεν έπρεπε… ίσως δεν έπρεπε ακόμα. Έπεσαν στο κούτελο, στα μάτια, κάτω απ’ τη μύτη της και στο πάτωμα. Έβγαλα το στιλό μου κι έγραψα εσωτερικά στην παλάμη της το κινητό μου. Έφυγα.
     
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το εγώ που τόσα χρόνια είχα αποφασίσει, είχε επιλέξει να μη φερθεί ποτέ έτσι σε γυναίκα φίλου, τα τελευταία χρόνια αυτό το επέκτεινα και σε γυναίκες δεσμευμένες, εκτός κι αν ενδιαφέρονταν, οπότε έβρισκα ένα τρόπο να ‘’ενημερώσω’’ τον φίλο τους, ότι υπάρχω εγώ και με επιδιώκει το περιβάλλον που άφησαν οι ίδιοι να δημιουργηθεί.


    Αυτός δεν ήταν φίλος. Αυτός δεν ήταν τυχαίος. Μπορούσα να το αφήσω και να φύγω. Υπήρχαν όμως δυο πράγματα εδώ. Απ’ τη μια ήθελα να ξαναζήσω στο μυαλό μου όλη την παλιά ιστορία, να ζωντανέψει, όχι όπως τη ζωντάνευα μόνος μου, αλλά όπως πριν λίγο μ’ εκείνον, που το χρώμα του τότε απέκτησε την πραγματική διάσταση του, οι ήχοι που στις αναμνήσεις σπάνια είναι εμφανείς υπήρχαν, ακόμα και το κύμα απ’ την παραλία κι εμείς οι ίδιοι ήμασταν εκεί, όπως τότε. Ήθελα να το ξαναζήσω. Και το δεύτερο, τη στιγμή που έπαιξε αυτό το παιχνίδι με τον αναπτήρα έγινε εχθρός μου. Και δε του όφειλα τίποτα.


    Με πήρε τηλέφωνο την επόμενη ημέρα και είπε πως θέλει να μου μιλήσει. Της ζήτησα να έρθει στο σπίτι μου και της έδωσα οδηγίες. Όταν χτύπησε το κουδούνι, άνοιξα, φόρεσα μια φόρμα κι ένα μακό και πήγα να ανοίξω την πάνω πόρτα. Φορούσε ένα θαλασσί πολύ κοντό φουστανάκι κι ένα μπλουζάκι μαύρο με πολύ μακρύ V. Την άφησα να περάσει μέσα και της έδειξα τους καναπέδες. Κάθισε στο διθέσιο. Πήγα στην κουζίνα, της έβαλα σε ένα ποτήρι αμίτα πορτοκάλι και πήρα για ‘μενα την υπόλοιπη χάρτινη συσκευασία.


    - Ήθελα να σου πω σχετικά

    - Πιές

    - Όχι είναι καλύτερα να ξεκαθ

    - Πιες το χυμό σου πρώτα.

    - Εντάξει.

    Κατέβασε με γρήγορες μικρές γουλιές τη στάθμη του ποτηριού και μετά με κοίταξε.

    - Όλο

    Συνέχισε να πίνει ώσπου το ποτήρι άδειασε.

    - Μπορώ να συνεχίσω τώρα;

    - Όχι. Μπορείς να αρχίσεις τώρα.

    - Χθες έγινε ένα λάθος, είχα πιει και ήμουν συγχυσμένη.

    - Οκ. Αυτός σου πε να ΄ρθεις;

    - Όχι! Όχι! Μα τι λες; Πως σου ‘ρθε αυτό;

    - Θα απαντήσεις στην ερώτηση.

    - Όχι δε με έστειλε αυτός.

    - Έλα στα τέσσερα εδώ.

    - Όχι νομίζω πως δεν κατάλαβες.

    - Έλα να τελειώνουμε. Ξέρουμε γιατί ήρθες.

    - Όχι σοβαρά εγώ ήρθα για να σου εξηγήσω.

    - Οκ. Μου εξήγησες αφού ήρθες στο σπίτι μου, αυτό που θα μπορούσες να πεις κι απ’ το τηλέφωνο.

    - Μα ήθελα να σε κοιτάω για να καταλάβεις ότι το εννοώ

    - Ενώ απ’ το τηλέφωνο δε θα το καταλάβαινα;

    - Εκείνος δεν είχε καταλάβει και με είχε ψάξει πάλι.

    - Ποιος αυτός;

    - Μα ο Πάρης.

    - Μισό λεπτό για να καταλάβω. Ήσουν με άλλον κι ο Πάρης τι σας ήταν;

    - Είναι φίλος και συνεργάτης μου πολλά χρόνια.

    Δεν είχα φανταστεί πως το παρελθόν θα αναβίωνε μέσω αυτής. Τώρα ήμουν σίγουρος ότι ο Πάρης την είχε στείλει. Ήθελε να μου πει την ιστορία της κι αν ήταν αληθινή. Το συνέχισα όμως.

    - Και τι έγινε;

    - Είχαμε βγει, εκείνος μέθυσε και τον πήρε ο κουνιάδος του με την αδερφή του. Εμένα θα με πήγαινε ο Πάρης πίσω. Αλλά στο δρόμο με φίλησε. Κι εκεί.. εκεί έγιναν όλα.

    - Δηλαδή;

    - Κατάλαβα πως ένιωθα για το Πάρη όλα αυτά τα χρόνια.

    - Ναι και τι έγινε εκείνο το βράδυ μεταξύ σας;

    - Ε είναι δική μας ιστορία δε μπορώ να πω.

    - Έλα δω στα τέσσερα.

    - Μα νόμιζα ότι

    - Αν δεν έρθεις δε θα φύγεις απ’ το σπίτι μου.

    Τα γυμνά της γόνατα άγγιξαν το έδαφος κι ύστερα τέντωσε τη μέση της ν’ ακουμπήσουν κι οι παλάμες. Μετά άρχισε να μπουσουλά προς το μέρος μου. Ωραία μάτια, ωραία χείλια.

    Έφτασε με το πρόσωπο ανάμεσα στα πόδια μου. Της έκανα νόημα να καθίσει στα γόνατα της.

    - Συνέχισε την ιστορία σου.

    - Δε θέλω να πω άλλα.

    Η συνέχεια αναμενόμενη.

    - Αν με κάνεις να το ξαναπώ δε θα σταματήσω πριν τα είκοσι και είκοσι.

    - Μου είπε πως ήταν κρίμα τόσο ωραία ντυμένη που ήμουν και πόσο πολύ τον είχα καυλώσει όλο το βράδυ να μείνω αγάμητη. Του είπα να σταματήσει να με πειράζει, αλλά εκείνος με έπιασε απ’ το σβέρκο με έφερε προς το μέρος του και με φίλησε. Δε με άφησε να πάρω ανάσα σχεδόν και με κατέβασε κρατώντας με απ’ το σβέρκο. Είχε ήδη τον πούτσο του έξω και μπήκε όλος στο στόμα μου. Κράτησε το κεφάλι μου κάτω, με έπνιγε και δε μπορούσα να πάρω ανάσα και κούναγε μόνο εκείνος τη λεκάνη μου. Έχυσε πολύ γρήγορα.


    Μετά με άφησε να σηκωθώ, αφού μου είπε να τα καταπιώ. Μου είπε να κοιτάξω κι ήταν ακόμα πολύ καυλωμένος. Με τράβηξε πάλι κι αυτή τη φορά ανέβαζε και κατέβαζε εκείνος το κεφάλι μου. Πολύ ώρα, πιάστηκα, κουράστηκα και η κοιλιά μου δεν άντεχε, ώσπου με κράτησε πάλι ακίνητη και τα ‘βγαλε στο στόμα μου. Όταν τα κατάπια, ήμουν μπερδεμένη, τρελαμένη, τι είχα κάνει, πως θα το έσωζα.


    Πήγα να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω. Με έσπρωξε και μου είπε πως είμαι φτηνή πουτάνα που παίρνει πίπες στους δρόμους και με σιχαίνεται. Και δεν άντεχα άλλο, έκλαψα και πνιγόμουν σα λόξυγκας δεν ξέρω και ρεύτηκα το ποτό μου και όταν τον κοίταξα που δεν αντιδρούσε, είχε κλείσει τα μάτια κι ακουμπούσε πίσω στο μαξιλαράκι και τον έπαιζε.


    Είχα σταματήσει το κλάμα και άνοιξε τα μάτια, ανασήκωσε το κεφάλι και μου είπε ότι έχει κουραστεί και να αρχίσω τη δουλειά μου σαν καλό πουτανί που είμαι, αλλιώς να πάρω δρόμο. Μου άρεσε αυτό που του ‘χα προκαλέσει, όπως κι αν του το ‘χα προκαλέσει και με τρόμαζε, με ερέθιζε, ήθελα τώρα να τον μάθω αλλιώς. Έσκυψα και τον πήρα όλο στο στόμα μου, μόνη μου αυτή τη φορά. Όταν κουμπώθηκε μου είπε ότι τώρα είμαι μαζί του και ό,τι άλλο υπήρχε πριν τελείωσε για ‘μενα.

    - Πάρε με στο στόμα σου

    - Δε θέλω

    - Αν δε το κάνεις δε θα φύγεις από ‘δω.

    - Γιατί το κάνεις αυτό;

    - Γιατί είσαι πιπατζού του δρόμου και θέλω να με ξαλαφρώσεις.

    - Να πας να γαμηθείς.

    - Ένα…

    Δύο…







    Δέκα…

    Έντεκα…

    Είκοσι.

    Να συνεχίσω και με το άλλο μάγουλο τώρα;

    Μου κατέβασε το παντελόνι και με πήρε στο στόμα της. Έκανε ωραία πίπα, τον έβαζε όλο μέσα και μετά απομάκρυνε αργά τα χείλια της, πιέζοντας το σώμα. Ήταν καύλα με τα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπο κι είχαν ιδρώσει και κόλλαγαν οι μπροστινές τούφες. Πριν χύσω την κράτησα απ’ το σβέρκο δυνατά και άρχισα να της κοκκινίζω το άλλο μάγουλο. Μέχρι το είκοσι. Μετά την τράβηξα πάνω στον πούτσο μου και την έβαλα να αρχίσει ξανά.


    Όταν αισθάνθηκα πως θα έχυνα, την έσπρωξα πέρα και σηκώθηκα μπροστά της. Έβγαλα τη φόρμα μου και της ζήτησα να συνεχίσει. Δηλαδή να αρχίσει πάλι απ’ την αρχή. Και τη σταμάτησα όταν τα μάγουλα της ξεκοκκίνισαν εντελώς έριξα σάλιο στην παλάμη μου κι άρχισα πάλι να μετράω. Μέτρησα ως το δέκα. Έφτυσα ξανά στην παλάμη μου και ξεκίνησα στο άλλο μάγουλο ως το δέκα.


    Μετά της είπα να σηκωθεί και την πήρα μαζί μου στο μπάνιο. Την έβαλα όπως ήταν μες στη μπανιέρα και στάθηκα μπροστά της. Την έβαλα να συνεχίσει το καλό τσιμπούκι της. Κι αυτή τη φορά με μια ζαλάδα που κόντεψε να με διαλύσει, τραβήχτηκα λίγο κι έχυσα στο μέτωπο, τη μύτη και τα κοκκινισμένα μάγουλα της. Μόλις ηρέμησα την κατούρησα. Και μετά άρχισα πάλι να μετράω. Ως το πέντε αυτή τη φορά. Και μετά στο άλλο μάγουλο.


    - Μην κουνηθείς από ‘δω. Κατάλαβες;

    - Μάλιστα.

    - Τα μάλιστα εκεί που σε παίρνει. Κατάλαβες;

    - Μάλιστα.

    - Τι σου είπα βρε ηλίθια;

    - Κατάλαβα.

    Γύρισα μετά από λίγο. Της τράβηξα τη μπλούζα προς τα κάτω και της έβγαλα το σουτιέν απ’ την ξεχειλωμένη μπλούζα. Έπιασα δυο ξύλινα μανταλάκια στις ρώγες της. Μετά σφίχτηκα όσο μπορούσα, αφού την ανασήκωσα και κατούρησα πάλι στα μάτια της κάτι λίγα υγρά. Πήρα ούλτρεξ και το έριξα πάνω απ’ τα μαλλιά της. Και μετά άνοιξα το κρύο νερό, πήρα το τηλέφωνο και άρχισα να την πλένω.


    - Τώρα είσαι καθαρή. Πες μου το νούμερο του τηλεφώνου σου.

    - 69….

    - Θα σε πάρω εγώ όταν θελήσω. Μπορείς να πηγαίνεις.

    - Έτσι; Έτσι όπως είμαι;

    - Γιατί; Τι έχεις; Πεντακάθαρη σε παρέλαβα να μου πεις το ποίημα σου, το κατανάλωσα, σε κατανάλωσα, σε έπλυνα και τώρα σε επιστρέφω.

    - Θα κρυώσω και πως θα βγω έτσι; Ως και τα παπούτσια μου βράχηκαν. Κοίτα! Δε μ’ άφησες να τα βγάλω.

    - Θέλω να δουλέψω, πάρε δρόμο.

    - Όχι δε φεύγω έτσι.

    Την τράβηξα απ’ το χέρι και την έβγαλα απ’ τη μπανιέρα. Όλο το σπίτι γέμισε νερά. Την έβγαλα μαλακά έξω απ’ την πόρτα και την κράτησα απ’ το χέρι ενώ ώσπου να έρθει το ασανσέρ. Πριν της ανοίξω να μπει, τη φίλησα στα χείλια απαλά. Γύρισε και με κοίταξε.

    - Δε σιχαίνεσαι;

    - Όχι.


    Συνεχίζεται.
     
    Last edited: 23 Μαϊου 2020
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Δε μου είπες τ’ όνομα σου την προηγούμενη φορά

    - Δε ρώτησες!

    - Άλλαξε ύφος, δε μιλάς στη φιλενάδα σου.

    - Συγνώμη, απλά είμαι στη δουλειά κι έχω ένταση

    - Σήμερα, στις 10 το βράδυ, ξέρεις πώς να ‘ρθεις

    - Δε μπορώ σήμερα



    Το κουδούνι χτύπησε στην πάνω πόρτα. Είχα φροντίσει να μείνει ανοιχτή η κάτω. Άνοιξα την πόρτα στεκόταν εκεί. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα κολλητό στο σώμα της. Είχε πολύ ίσιο σώμα και μικρά ανοίγματα προς τα κάτω, τόσο, όσο να αναστατώνει.

    - Δε χτύπησες το κουδούνι κάτω. Γιατί;

    - Αφού ήταν ανοιχτά.

    - Ναι. Και;

    - Μου είχες πει να έρθω, οπότε θεώρησα

    - Δεν είσαι εδώ γι’ αυτό.

    - Να φύγω δηλαδή;

    - Ξεκίνα να μετράς

    - Να μην περάσω μέσα πρώτα, είμαι στο κοινόχρηστο ξέρεις… αα.. δύο

    - Από την αρχή, το πρώτο ήταν το καμπανάκι

    - Ένα…δύο…τρία…τέσσερα…πέντε…έξι…εφτά…οχτώ…μισό μισό λεπτό. Σε παρακαλώ όχι τόσο δυνατά πονάει το στόμα μου…ναι ναι έτσι είναι πιο ωραία, μ’ αρέσει…άου! Πάλι έβαλες δύναμη γαμώτο…ενν…όχι συγνώμη…ένα…δύο…τρία…τέσσερα

    - Στα γόνατα

    - Θα λερωθώ

    - Μέτρα

    - Ένα…δύο…τρία…ΤΕΣΣΕΡΑ άου!!!...μη δεν αντέχω….πέντε…έξι…αα…εφτά

    - Στα γόνατα τώρα.

    - Ωραία. Έλα μέσα όπως είσαι.


    Μπαίνοντας στο σαλόνι πάγωσε. Πέντε άντρες κάθονταν στους καναπέδες. Δεν την κοίταζαν χλευαστικά, κάθε άλλο. Το κεφάλι της έπεσε μπροστά και πήγε να σηκωθεί

    - Πριν σηκωθείς, τι ώρα σε περιμένει ο Πάρης;

    - Στις 12.00

    - Ωραία. Αν σηκωθείς τώρα στις 12.00 δε θα φύγεις.

    - Ζαλίζομαι. Θέλω ένα ποτήρι νερό.

    - Πήγαινε πάρε. Όπως είσαι. Χέρια δε θα χρησιμοποιήσεις.


    Ξεκίνησε προς την κουζίνα. Τα κωλομέρια της όπως διαγράφονταν κάτω απ’ το φόρεμα ήταν απίθανα στρογγυλά κι όπως μπουσούλαγε η θελκτικότητα τους, έκανε τους φίλους μου να κοιτούν καλά καλά. Γύρισα και την κοίταζα. Έφτασε μπροστά απ’ τον ψυγειοκαταψύκτη. Με την τρίτη κατάφερε να πιάσει τη λαβή στο πλάϊ με τα δόντια και να την ανοίξει. Ανασηκώνοντας το κεφάλι κατάφερε να ρίξει όλο το ραφάκι και να πέσουν τα πλαστικά μπουκαλάκια μαζί μ’ αυτό στο πάτωμα. Έπιασε ένα με το στόμα της και προσπαθούσε να το ανοίξει με τα δόντια. Δεν τα κατάφερνε.


    - Έκανες ζημιά. Ποιος θα τα μαζέψει τώρα όλα αυτά; Έτσι σέβεσαι τα σπίτια που σε καλούν;

    - Συγνώμη δε μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Μπορείς να μου το ανοίξεις;

    - Εσύ δε μπορείς;

    - Όχι.

    - Μόλις ξανατοποθετήσεις το ράφι στη θέση του, θα στο ανοίξω.


    Το έπιασε διστακτικά με τα δόντια, τέντωσε το λαιμό της και τελικά κατάφερε να το ξαναβάλει στις υποδοχές.

    - Όμορφα. Τώρα βάλε και τα μπουκαλάκια στη θέση τους.

    - Δε μπορώ. Σε παρακαλώ σταμάτα. Περνάει η ώρα.

    - Ναι περνάει κι έχω κουραστεί να στέκομαι όρθιος και να περιμένω να σεβαστείς το χώρο μου και τα πράγματα μου. Κάνε αυτό που σου είπα.

    - Δε μπορώ!


    Πήγα κοντά της και τράβηξα τη ζώνη μου απ’ το παντελόνι. Την έστησα και το κεφάλι της ακούμπαγε στην πόρτα του ψυγείου. Απίθανα κωλομέρια.

    - Μέτρα

    - Σε παρακαλώ το φόρεμα σήκωσε μου, θα χαλάσει….ααα….ένα…δύο….τρία…τέσσερα….. δεκαπέντε…δεκαέξι….εικοσιδύο

    - Βάλε τα μπουκαλάκια στη θέση τους.


    Ένα ένα έπιασε τα μπουκαλάκια με τα δόντια απ’ το λαιμό και προσπαθούσε να τα βάλει μέσα στο ραφάκι. Το πρώτο έπεσε ξαπλωτό. Έκανε έναν ήχο απογοήτευσης. Την άφησα να συνεχίσει. Το δεύτερο μπουκαλάκι έπεσε κι αυτό ξαπλωτό. Χώρος για το τρίτο δεν υπήρχε.

    - Το τρίτο που θα το βάλεις;

    - Μα δε θα το πιω;

    - Βάλτο πρώτα εκεί που το βρήκες και μετά θα πιείς. Αυτό σου ζητήθηκε. Μην κάνεις μισές δουλειές.

    Με ένα τρόπο κατάφερε να το βάλει ξαπλωτό πάνω απ’ τα άλλα δυο.

    - Δε μου αρέσει η αταξία στο ψυγείο μου και οι μη πρακτικές τοποθετήσεις. Τα έβαλες λάθος.

    - Προσπάθησα. Τα έβαλα όσο καλύτερα μπορούσα.

    - Ναι προσπάθησες. Αλλά δεν τα κατάφερες.

    - Δεν υπάρχει τρόπος. Αν υπάρχει κάντο εσύ.


    Πήγα κοντά, πήρα το πρώτο μπουκαλάκι, το άνοιξα και το άδειασα πάνω στο κεφάλι της. Το δεύτερο έπεσε στην πλάτη της.

    - Σήκωσε το κεφάλι σου και άνοιξε το στόμα.

    Ξεβίδωσα το πώμα και άρχισα να ρίχνω από πάνω νερό στο στόμα της, ώσπου το μπουκαλάκι άδειασε και νερά κυλούσαν απ’ το πλάϊ του στόματος της.

    - Κράτα το στόμα σου ανοιχτό. Κύριοι, μπορείτε να έρθετε προς τα ‘δω.


    Πήγα και στάθηκα μπροστά στη μπαλκονόπορτα. Μου άρεσε η κωλάρα της όπως την έβλεπα. Η μέση της ήταν ολόϊσια. Με εκνευρίζουν οι άνθρωποι που καμπουριάζουν, χαλάνε την αρμονία της μηχανικής στο χώρο που βρίσκονται. Ο λαιμός της ανασηκωμένος και το στόμα της ορθάνοιχτο, με σταγόνες ακόμα να κυλούν. Ένας ένας ήρθαν, έβγαλαν τα παντελόνια τους, τα δίπλωσαν και τα έβαλαν πάνω στο καθαρό πάσο κι έπειτα τα εσώρουχα της. Στη συνέχεια, την πλησίασαν και καθένας βούτηξε τον πούτσο του στο στόμα της και βγήκε για να μπει ο επόμενος. Όταν πέρασε και ο πέμπτος πήγα κοντά της και έσκυψα κοντά στο αυτί της, ψιθύρισα << τώρα σε σιχαίνομαι >>.


    Είχαν γυρίσει στους καναπέδες και ήταν καυλωμένοι. Μπουσουλώντας πήγε μπροστά απ’ τον καθένα τους κι έκανε τη δουλειά της, ξαλαφρώνοντας τον. Τα κατάπιε όλα. Όλη την ώρα βρισκόμουν πίσω της με τη ζώνη μου. Δε μετρούσα. Δεν υπήρχε λόγος. Πριν από κάθε ριπή ρούφαγε μισά στον αέρα, μετά από κάθε ριπή ρούφαγε βαθύ λαρύγγι. Ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος που λειτούργησε έτσι. Και μετά σταμάτησε να με ικανοποιεί αυτό. Δεν ήταν αρκετό. Το φόρεμα της όντως είχε χαλάσει. Το ανασήκωσα στη μέση της. Το βρακί της ήταν σε καλή κατάσταση. Της το κατέβασα στα γόνατα. Ο κώλος της ήταν κόκκινος σα να ‘χε καεί και στα πλάγια υπήρχαν φιδιές. Πάντα μ’ αρέσουν οι φιδιές. Θυμίζουν σκοινιά μάσκας που έχει τοποθετηθεί στα κωλομέρια. Πρώτη φορά έβλεπα μουνί να στάζει τόσο πολύ. Η κωλοτρυπίδα της απ’ την άλλη, είχε φάει πούτσα αλλά όχι πολλές φορές.


    Συνέχιζε να τσιμπουκώνει τον τελευταίο και ένας ένας γάμησαν όλοι το μουνί της. Ο πέμπτος έχυνε την ώρα που τη γάμαγε ο δεύτερος. Όταν πια έχυσε και ο πέμπτος στην ανάποδη του φορέματος όπως βρισκόταν στη μέση της, πήγα κοντά της και άνοιξα καλά τα κωλομέρια της, ώσπου ούρλιαξε απ’ το διάπλατο τράβηγμα. Μπήκα στον κώλο της ελάχιστα. Πονούσα και εγώ. Ήταν πολύ ξερός. Συνέχισα να σπρώχνω προς τα μέσα, να πονάω και να ενθουσιάζομαι που ούρλιαζε. Όταν έφτασα στον πάτο της ήθελα να κοπανάω το κεφάλι μου απ’ τον πόνο και ήθελα να βγω. Δεν το άντεχα. Τραβήχτηκα γρήγορα κι εκείνη ούρλιαξε παρατεταμένα.


    Έβαλα λιπαντικό στον πούτσο μου. Μόνο εκεί όμως. Ναι ήταν σχεδόν αγάμητη. Όσο κι αν μπορούσα να κυλάω, τόσο στενά ήταν. Και με καύλωνε τόσο το ουρλιαχτό της. Δεν ήθελα να κρατήσω. Δε με ενδιέφερε αυτό σήμερα. Έχυσα στον πάτο της. Μόλις στράγγιξα, κουμπώθηκα και πήγα μπροστά της. Ο πρώτος ακούμπησε τα χέρια του στη μέση της κι ετοιμάστηκε να της γαμήσει τον κώλο. Της χάϊδεψα τα μαλλιά, τη φίλησα απαλά στο μάγουλο και της ψιθύρισα << δε θέλω να μπουν >>. Σε μια στιγμή μεταμορφώθηκε ολόκληρη σε κάτι συμπαγές, σκληρό κι ευχαριστημένο. Έσπρωχνε ο πρώτος, εκείνη ούρλιαζε κι εκείνος έσπρωχνε πιο πολύ. << Μπράβο >> έκανα με τα χείλια. Τα μάτια της έλαμψαν. Κανένας τους δεν κατάφερε να μπει. Της χάϊδεψα πάλι τα μαλλιά.


    - Πάμε να σε πλύνω, της είπα αφού τους ξεπροβόδισα.

    Με ακολούθησε μπουσουλώντας και μπήκε στη μπανιέρα με το φόρεμα της. Αυτή τη φορά είχα πάρει ένα τζόνσονς παιδικό. Μετά έσταζε ολόκληρη. Της σκούπισα τα χέρια και της έφερα το κινητό της.

    - Στείλτου μήνυμα πως απόψε δε θα πας.

    Η ώρα ήταν 2 παρά τέταρτο. Το μήνυμα έλεγα << Έκανα ό,τι ζήτησες. Δε μπορώ να έρθω απόψε, δεν υπάρχουν συγκοινωνίες, με πήγε σπίτι μου. Καληνύχτα μωρό μου >>.


    Συνεχίζεται
     
  8. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Το email έλεγε:
    << Στις 20.00 θα ξεκινήσεις με ταξί από την πιάτσα ταξί μετά το δημοτικό θέατρο του Πειραιά, με κατεύθυνση προς Άγιο Βασίλη. Ο,τι κι αν σου πει ο οδηγός εσύ θα επιμείνεις να πάρεις ταξί απ' αυτή την πλευρά. Θα μπεις μόνο σε Μερσεντές. Θα πεις πως θέλεις να σε πάει στην οδό Πλειάδων στο Παλαιό Φάληρο, αλλά να την πιάσει από την αρχή γιατί δεν θυμάσαι τον αριθμό. Στα μέσα περίπου θα βρεις μια διώροφη οικοδομή στα τούβλα. Θα κατέβεις εκεί. Μετά θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σου.
    Τα μαλλιά σου θα είναι χτενισμένα προς τα πίσω. Δε θα είσαι βαμμένη. Το κίτρινο χρώμα σου πάει. Τα νύχια σου θα είναι περασμένα με κίτρινο ανοιχτό μανό. Η μπλουζα σου θα είναι μαύρη και κλειστή στο λαιμό. Η φούστα σου πάνω από το γόνατο όσο το δυνατόν πιο κοντά στο χρώμα του μανό. Δε θέλω να φοράς ούτε εσώρουχα, ούτε κοσμήματα. Μόνο τη σφήνα σου. Να φοράς χαμηλά, μαλακά παπούτσια, όχι κάλτσες, όχι καλσόν, όχι μπουφάν.
    Μαζί σου θα έχεις κινητό, ταυτότητα και λεφτά για το ταξί. Μην αργήσεις και μην κάνεις πάλι τα δικά σου >>

    Λίγο πριν τις 20.00 ήμουν με τη μηχανή παρκαρισμένος ανάμεσα στο Αττικόν και την ασφάλεια. Καθόταν στη στάση του λεωφορειου με τα πόδια ενωμένα και περίμενε υπομονετικά ενώ την προσπερνούσαν διαρκώς άλλοι για να πάρουν τα ταξί. Στις 20.05 είχε σηκωθεί και βημάτιζε νευρικά. Υπήρχαν τέσσερα ταξί, αλλά ούτε ένα Μερσεντές.

    Επιτέλους εμφανίστηκε ένα στις 20.20. Ώσπου να φτάσει η σειρά του να πάρει πελάτη η ώρα ήταν εννιά παρά δέκα. Μπήκε στο ταξί και ξεκίνησε. Ο οδηγός ήταν μαγκιόρος. Έκανε πολύ γρήγορα να φτάσει στον προορισμό του. Εκείνη κατέβηκε και περίμενε μπροστά στην οικοδομή. Η ώρα ήταν 21.17. Στις 22.15 την πήρα τηλέφωνο.



    - Τι ώρα σου είπα να πάρεις το ταξί;



    - Στις 20.00



    - Τι ώρα το πήρες;



    - Δεν ξέρω ακριβώς, δεν πρόσεξα και είχε κίνηση και γι' αυτό;



    - Έχεις καταλάβει πως μου αρέσουν τα ψέματα;



    - Όχι δε σ' αρέσουν.



    - Απάντησε σε αυτό που σε ρωτησα.



    - Κοντά στις εννιά.



    - Γιατί;



    - Δεν υπήρχε Μερσεντές.



    - Τι ώρα έφτασες στη στάση;



    - Εφτά και δεκα.



    - Και σε μια Αθήνα γεμάτη ταξί και δη Μερσεντές δεν πέρασε παρά μόνο ένα;



    - Όχι πέρασαν κι άλλα.



    - Επομένως;



    - Μου είχες πει να το πάρω στις 20.00



    - Τι σου έγραψα;



    - Δε θυμαμαι.



    -Μπες στο μενού και πήγαινε στα μεηλς σου να φρεσκαρεις τη μνήμη σου.



    - Ναι μισό.



    - Τι λέει;



    - Αυτό που σου πα.



    - Τι λέει;



    - Να ξεκινήσω με το ταξί στις 20.00.



    - Άρα;



    - Ε αυτό. Το ίδιο λέμε.



    - Λέμε;



    - Ναι.



    - Πες μου ξανά τι λέει το μήνυμα.



    - Να ξεκινήσω με το ταξί στις 20.00



    - Άρα;



    - Αυτό που σου πα.



    - Πες μου ξανά τι λέει το μήνυμα.



    - Θα παίξουμε πολύ ώρα ακόμα αυτό το παιχνίδι; Παραδεξου ότι έγραψες μαλακια κι όλα καλά.



    - Μπες μες στην οικοδομή από το άνοιγμα που βρίσκεται πίσω σου, κάνε αριστερά και βρες τη σκάλα. Ανέβα στον όροφο και στήσου στον τοίχο που θα δεις φάτσα μπροστά σου. Βγάλε τη φούστα σου και πετά τη στο πάτωμα.



    - Οκ. Αλλά μου χρωστάς εξηγήσεις.



    Στις 23.00 την έβλεπα νευρικά από τη γωνία που στεκομουν να πατάει από το ένα πόδι στο άλλο με τον κωλο της γυμνό και τα στρασσάκια της σφήνας να γυαλίζουν στο σκοτάδι. Το κρύο περονιαζε.



    Στις 23.45 άναψα το μάγκλαιτ και φώτισα το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Πλησίασα και τον ακούμπησα σε ένα σιδερένιο βαρέλι. Πήγα πίσω της και ακούμπησα με το πηγούνι στον αριστερό ώμο της. Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου.



    - Τι έλεγε στο μεηλ;



    - Να ξεκινήσω με το ταξί στις 20.00.



    - Άρα;



    - Ξέρω βιάστηκα πάλι. Δεν έλεγες πουθενά να το πάρω στις 20.00.



    -Μπραβο το κορίτσι μου.



    - Συγνώμη.



    Άδραξα το δεξί κωλομέρι της και το τσίμπησα δυνατά. Το τράβηξα προς τα πλάγια. Με το άλλο χέρι πίεσα τη σφήνα αρκετα.



    - Δε μου μίλησες όμορφα.



    - Συγνωμη.



    - Δεν ωφελεί.



    - Μη με τιμωρήσεις σε παρακαλώ. Το κατάλαβα. Και κρυώνω πολύ.



    - Θα ζεσταθείς.



    Έβγαλα τη ζώνη μου και την τύλιξα γύρω από το χέρι μου.



    - Ξεκίνα με το αλφάβητο.



    - Άλφα..βήτα.. ζήτα...ψι...ωμέγα



    - Συνέχισε όπως έχουμε μάθει.



    - Ένα...δύο...δεκαοχτώ..τριάντα.



    Είχαν πέσει βροχή στα κωλομερια της και πάνω απ' αυτά. Χαμηλά στη μέση της, κοντά στα ανύπαρκτα ψωμάκια και σηκώνοντας λίγο τη μπλούζα της έβλεπα τα μονοπάτια φιδογυριστά να συνεχίζουν.



    Ξεκουμπωσα το παντελόνι μου χωρίς να αφήσω τη ζώνη και το άφησα να πέσει. Ήμουν πολύ καυλωμένος. Μπήκα στο μουνι της για ένα μπάνιο. Κάθισα εκεί στα ζεστά. Στα πολύ υγρά.



    - Μπορώ να παίξω με τον εαυτό μου;



    - Δεν το αξίζεις.



    - Μα θέλω.



    - Εγώ δε θέλω



    Βγήκα, της έβγαλα τη σφήνα και μπανιαρισμένος να γυαλίζω, παραμέρισα τα κωλομερια της, η τρύπα της ήταν ορθανοιχτη. Καθαρή όπως της είχα ζητήσει να είναι κάθε φορά. Στην αρχή δυσκολεύτηκα να μπω. Ξαναμπήκα στο μουνι της για λίγο και μετά τραβώντας πιο πολύ τα κωλομέρια της με αρκετή πίεση χώθηκα. Κουνιομουν λίγο, άλλωστε δεν ήθελα να κρατήσω πολύ. Το μυαλό μου έκανε στράκες. Ούτε ένα τέταρτο μετά κι ενώ χρειάστηκε να μπανιαριστώ ξανά έχυσα μέσα στον κώλο της.



    - Φορά τη φούστα σου και έλα στη μηχανή.



    Συνεχίζεται
     
    Last edited: 30 Μαϊου 2020