Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

του κουτιου τα παραμυθια

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Severin, στις 23 Νοεμβρίου 2009.

  1. lexy

    lexy .ti.va.

    ..... αναφώνησε η αλίκη καθώς τα μικρά μικρούλικα κομματάκια του χαμόγελου-παζλ κολλούσαν ορμητικά στις πληγές της. "Ω Θεέ μου, ποτέ μην σταματήσει!" σκέφτηκε ουρλιάζοντας. Ο Γάτος της είχε απαντήσει, έμενε να συρθεί προς τον Πρίγκηπα-τον είχε ήδη ερωτευτεί. Αν και ήθελε να τρέξει αποφάσισε πως Εκείνος θα αγαπούσε να την βλέπει να πλησιάζει αργά και ματωμένα. Ξεκίνησε. Αργά. Μα...
     
  2. aethereal

    aethereal Guest

    ..οσο πιο κοντα του εφτανε..τοσο πιο Απομακρος της φαινοταν..κι αυτο ακριβως ηταν που την ωθουσε να υπερβει τα ορια της.να γινει πιο δυνατη,πιο τολμηρη ωστε να τον εξανθρωπισει στο ματωμενο βωμο της φαντασιας της και να τον ανυψωσει στο βαθρο Του...
    οταν μετα απο αρκετο κοπο βρεθηκε μπροστα του,του χαμογελασε
    -σε παρακαλω εξημερωσε με!ειπε
    -το θελω,απαντησε ο Πριγκιπας,κι εκεινη εκλαψε
    -εσυ φταις,ειπε ο Πριγκιπας,εγω δεν ηθελα το κακο σου,εσυ θελησες να σε εξημερωσω..
    -σωστα ειπε εκεινη
    -και τι κερδισες λοιπον?
    -κερδισα,ειπε η αλικη,να αγγιξω το χρωμα του Ονειρου
    Εκεινος χαμογελασε και τη βοηθησε να ξυπνησει.....

    καθε φορα που ξυπνουσε κοιτουσε στον καθρεφτη τα γκριζα της ματια και αναρωτιοταν αν κι εκεινα ηταν μια αντανακλαση..
    ωσπου
    χτυπησε η πορτα με εναν ιδιορρυθμο τροπο..
    που της θυμησε την εισαγωγη της πεμπτης συμφωνιας του μπετοβεν..
    ενιωσε τη ψυχη της να φτερουγιζει...
     
  3. elfcat

    elfcat . Contributor

    ....την επόμενη στιγμή πάγωσε...
    "Γαμ...τα' αναφώνησε, αναγνωρίζοντας τον ήχο. "Δεν είναι η πόρτα, δεν είναι ο Πρίγκηπας, δεν είναι ο Γάτος - παζλ, είναι το γαμη...νο πληκτρολόγιο της elfcat. Δεν του φτάνουν τα χάλια του είναι και μουσικόφιλο, το χαμένο.
    Η Αλίκη κατάλαβε μεμιάς ότι όλα είχαν τελειώσει. Τα ουράνια τόξα, ο Πρίγκηπας, τα χαμόγελα, όλες οι προσπάθειες, της @gaby, του @underherfeet, της @lexy και της @aethereal να βρει το βδσεμικό φως το αληθινό, σωριάστηκαν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
    Κοίταξε προς το παράθυρο... Αναστέναξε. Ήξερε ακριβώς τί την περίμενε.
    Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε κάτω. Την έπιασε μια μικρή ναυτία. Το "κάτω" δεν φαινόταν. Τίποτε, ναδα. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε καν 'κάτω'. Σήκωσε το βλέμμα της πέρα στον ορίζοντα. Και εκεί τα πράγματα δεν φαινόντουσαν αισιόδοξα. Για την ακρίβεια, και εκεί δεν φαινόταν τίποτε. Έβγαλε έναν ακόμη αναστεναγμό. Πήγε προς το κρεββάτι, πήρε το μαύρο μεταξωτό σεντόνι, που καθόταν κουβαριασμένο και ανέμελο στην μέση του κρεβατιού, χωρίς την παραμικρή υποψία για αυτό που του επεφύλασσε το άμεσο μέλλον. Η Αλίκη έπιασε με το ένα χέρι της τις δύο άκρες του, με το άλλο τις άλλες δύο, ανέβηκε στο περβάζι του παραθύρου και έκανε ένα βήμα μπροστά. Άρχισε να πέφτει, να πέφτει, να πέφτει... 'Δεν βαριέσαι' σκέφτηκε. 'Αυτά έχει ζωή". Το σεντόνι βέβαια διαφωνούσε βαθύτατα μαζί της. Και εκεί που η Αλίκη και το μαύρο σεντόνι έπεφταν περιδινούμενα μέσα από τα σύννεφα, ούριος άνεμος, γλυκός και τρυφερός τους βρήκε και το απηυδισμένο με την κακή τύχη του σεντόνι, άρχισε σιγά σιγά να φουσκώνει, μέχρι που άρχισε να μοιάζει σαν μαύρο μεταξωτό αλεξίπτωτο ή εν πάσει περιπτώσει κάτι τέτοιο. Η Αλίκη αναλήφθηκε στους ουρανούς. Ο άνεμος άρχισε να τους παρασέρνει γοργά, μακριά από τον Πύργο και από τον Πρίγκηπα και τον Γάτο- παζλ. Η Αλίκη κοίταξε για μια τελευταία φορά τον πύργο και σκέφτηκε 'Μπααα, παρα ήταν ροζ για τα γούστα μου". Το σεντόνι, συνέχισε να διαφωνεί φυσικά μαζί της.

    Η Αλίκη κοίταξε ξανά μπροστά της. Ο άνεμος την παράσερνε και την παράσερνε όλο και πιο μακριά, στο άγνωστο. Η Αλίκη άρχισε να νιώθει πάλι ζωντανή, χαρούμενη, έτοιμη για νέες εμπειρίες!

    "The game is afoot" φώναξε στο πουθενά. Το σεντόνι κόντεψε να την βρίσει αλλά συγκρατήθηκε λόγω της μεταξωτής υφής του.

    Εκείνη την στιγμή....
     
  4. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    ...μια τεράστια γιγαντο-οθόνη εμφανίστηκε μπροστά της που αναμετέδιδε τον τελευταίο αγώνα της σειράς των τελικών του ΝΒΑ.
    "Δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου" σκέφτηκε ελαφρά απογοητευμένη η Αλίκη, καθώς όμως πλησίαζε κι άλλο στην οθόνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό!
    Ειδε τον εαυτό της μέσα στην οθόνη, φορούσε την φανέλα των Warriors και παίρνοντας μια ασίστ από τον Stephen Curry σηκώθηκε και κάρφωσε με το ένα χέρι στα μούτρα του LeBron James. Ηταν το κερασάκι στην τούρτα,ο αγώνας έληγε σε 2'' και στο καντραν το σκορ έδειχνε 105-97.Η Αλίκη η μπασκετμπολίστρια πανηγύριζε έξαλλα δείχνοντας με τους αντίχειρές της το νούμερο της φανέλας στην πλάτη της χωρίς να προσέξει το σκοτεινό βλέμμα του Λεμπρόν. Η Αλίκη η απ'εξω όμως ,που το μαύρο σεντόνι συνέχιζε να την παρασέρνει προς την γιγαντο-οθόνη, που σιγά σιγα μεγάλωνε και άπλωνε καταλαμβάνοντας όλο τον ορίζοντα, το πρόσεξε. Εκτός απο το μαύρο σεντόνι άρχισαν να την τυλίγουν μαύρες σκέψεις καθώς ο Λεμπρόν με ένα πήδο βρέθηκε έξω απ ΄την οθόνη και στάθηκε μπροστά της .Σκύβοντας λίγο τά 2,03 μέτρα του κορμιού του προς το μέρος της , το βλέμμα του σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο.
    " Τόλμησες να καρφώσεις στα μούτρα μου, you fucking bitch ? " της είπε με όχι ιδιαίτερα φιλική διάθεση...

     
     
  5. Nomad

    Nomad Keyser Sose

    2 σε 1.... και έχει και γ@μώ το δράκο...

     
     
  6. elfcat

    elfcat . Contributor

    H Aλίκη και το μαύρο σεντόνι μοιράστηκαν μια ιερή, σχεδόν μυσταγωγική στιγμή κοινού συναισθήματος, όπως μόνο οι ρομαντικές αδελφές ψυχές μπορούν να κοινωνήσουν. Ένα κύμα απόλυτου τρόμου μπροστά στον επικείμενο χαμό. Παρά τον τρόμο που την κατέκλυσε, η Αλίκη δεν μπόρεσε να παραβλέψει την ωμή δύναμη που αναδυόταν από την σωματική ρώμη του μαύρου άντρα. Τα αδρά χαρακτηριστικά του, τα τατού που στόλιζαν τα δυνατά μπράτσα του, ο ευρύστερνος θώρακας που ήθελε να σχίσει την μπλούζα με τον όγκο του, ο ίδρωτας που κυλούσε άφθονος στο πανώριο κορμί του, αλάτι και φερεμόνες ανακατεμένα με θυμό. Τα μάτια της Αλίκης άστραψαν από πόθο και ένιωσε ένα ζεστό σφίξιμο στο υπογάστριο. Το μαύρο σεντόνι δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει την λάμψη στα μάτια της και φανατικό sapiosexual ον, αποδοκίμασε νοερά, αναπολώντας μια πρόσφατη νύχτα κλινοπάλης του Πρίγκηπα, όπου ο Σιδηρόκαυλος Πρίγκηπας εμβόλιζε από πίσω μια εκ των υποτακτικών του και εκείνη σφαδάζοντας από ηδονή, σφίγγοντας με δύναμη με τα υγρά δάκτυλά της το μαύρο σεντόνι και δαγκώνοντάς το, στο άκουσμα των στίχων του Καβάφη από τα υγρά χείλη του Πρίγκηπα, άρχισε να ουρλιάζει "ΑΧ, Αφέντη, Κύριε και Θεέ μου, πείτε μου κι άλλα, πείτε μου κι άλλα!" Τότε ο Πρίγκηπας, υπάκουος στην προσταγή της, το γύρισε σε Αρθούρ Ρεμπώ και τότε το sapiosexual θηλυκό οργάστηκε παντοιοτρόπως, μουσκεύοντας με ιδρώτα και χύσια το σεντόνι. Η Αλίκη είχε πλέον εκπέσει της εκτιμήσεως του, όχι δηλαδή, ότι την είχε και πολύ ψηλά....

    Η Αλίκη κοιτούσε όλο πάθος τον μαύρο άντρα και ήδη το ξεμυαλισμένο μυαλό της τύρβαζε άλλα. Θυμήθηκε σαν έκλαμψη, ένα νήμα που διάβαζε σε ένα φόρουμ αλλοπαρμένων ρομαντικών, ότι είναι πολύ της μοδός τα brat, μια ειδική κατηγορία υποτακτικών που είχε μεγάλη πέραση διότι λέει ήταν τσαούσες, φιλαλήθεις και αγριόγατες και έτσι ξυπνούσαν τον πόθο των Αντρών με Υψηλούς Στόχους. Στύλωσε τα δύο πόδια της γερά στο κενό, κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια το μαύρο θηρίο, και δείχνοντας με την παλάμη του δεξιού χεριού της τον εαυτό της είπε με ύφος brat.
    "Αre you talking to me?"
     

    To μαύρο σεντόνι κόντεψε να λιποθυμίσει από την τόση βλακεία. Δεν πρόλαβε. Ούτε η Αλίκη πρόλαβε να επαναλάβει την ατάκα της, όπως σκεφτόταν να κάνει για εφέ.
    Ο Μπασκετμπολίστας, όρμηξε πάνω της και την βούτηξε από το γιακά. Στην προσπάθειά του όμως, έχασε την ισορροπία του, αρπάχτηκε από πάνω της, εκείνη έχασε με τη σειρά της την ισορροπία της από το βάρος του και έτσι λόγω του νόμου της βαρύτητας, η Αλίκη, ο Μπασκετμπολίστας και το σεντόνι άρχισαν να ξαναστροβιλίζονται αυτή τη φορά όλοι μια παρέα, στο απύθμενο κενό...
    Και ενώ έπεφταν και έπεφταν, η Αλίκη το χαβά της, χάζευε όλο περιέργεια και πόθο τους μύες του Μπασκετμπολίστα μέχρι που ένιωσε υγρή ανάμεσα στα σκέλια της, το μαύρο σεντόνι, φιλοσοφούσε για την κατάντια της Αλίκης, τη δική του και γενικώς και ο Μπασκετομπολίστας, αναρωτιόταν τί σκατά του είχε συμβεί. Μέχρι που έσκασαν πάνω σε μια μεγάλη αμμοθίνη στην μέση της ερήμου και άρχισαν να κατρακυλούν σφιχταγκαλιασμένοι all together στην πλαγιά. Ο ήλιος κάψωνε την άμμο.
    Κάψωνε και η Αλίκη....
     
    Last edited: 19 Ιουνίου 2015
  7. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    ...καθώς συνέχιζε να κουτρουβαλιάζει αγκαλιά με τον Λεμπρόν .Η υγρασία στα σκέλια της άπλωνε νοιώθοντας το τεράστιο, γεροδεμένο και μυώδες κορμί του να την πλακώνει περιοδικά και επαναλαμβανόμενα κολλημένο πάνω της κάνοντας βαρελάκια προς την βάση της αμμοθίνης. Ο Λεμπρόν, ο "βασιλιάς" ,ο "κυρίαρχος", όπως τον αποκαλούσαν στην πιάτσα του ΝΒΑ , ήταν το ίνδαλμά της. Ναι, η Αλίκη loved that game,και η κύρια αιτία γι αυτό κυλιόταν εκείνη τη στιγμή μαζί της στην καυτή άμμο.
    Οταν η κίνηση τους επιτέλους ολοκληρώθηκε, βρέθηκε αυτή απο πάνω του. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, κόλλησε τα χείλη της στα δικά του και του έχωσε ενα παθιασμένο γλωσσόφιλο. Τότε ένοιωσε τις χερούκλες του "βασιλιά" να προσγειώνονται με δύναμη ταυτόχρονα στα δυό της κωλομέρια.
    Τινάχτηκε ξαφνιασμένη ,μάλλον οχι και πολύ δυσάρεστα.Ο Λεμπρόν όμως δεν είχε όρεχη για κινκιές. Την βούτηξε απο τους ώμους και την πέταξε δίπλα του, πάνω στην άμμο. Ανακάθησε και κοίταξε γύρω του.
    -What the fuck !.... βλαστήμησε με απόγνωση, βλέποντας να τους περιτριγυρίζει παντού άμμος.Μόνο άμμος...
     
  8. Koproskylo

    Koproskylo Regular Member

    ...η άμμος, η οποία άλλαζε θέσεις υπό το απαλό ανεμοφύσημα, παρασέρνοντας μαζί της λόφους και κοιλάδες, παρασυρόμενη και η ίδια
    να κυλά κόκκο στον κόκκο, προς το βυθό μιάς αδιόρατης κλεψύδρας.

    Ο Λεμπρόν στάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε προς τον ορίζοντα. Μα δεν μπορούσε να τον διακρίνει. Η άμμος και η σεληνοφεγγιά ενώνονταν σε ένα λαμπυριστό ποτάμι,
    που ακίνητο έρεε από εκείνον στο τίποτε και ξαναγύριζε με τον άνεμο.

    "Χολυ σιτ μπολς" σκέφτηκε, καθώς νοερά βυθιζόταν και ο ίδιος στην άμμο, η οποία έκλεινε επάνω και γύρω του ευγενικά μα αδυσώπητα, σαν μια σαρκοφάγος
    που καρφωνόταν ερμητικά.

    Ο άνεμος του πήρε την ανάσα μέσα από τα στήθη και την προσέθεσε στην δική του ένταση, χωρίς να μεταβληθεί στο ελάχιστο.

    Και η αμμοσαρκοφάγος του ταξίδευε σιωπηλά επάνω στην αντιφεγγιά προς τον αόρατο ορίζοντα.

    Η Αλίκη ήλθε να θρυμματίσει την μυστηριακή στιγμή του αμεροαφρικανού συντρόφου της, παίρνοντας άμμο στη χούφτα της.
    Ένοιωθε την άμμο να μπαίνει μέσα στα παιδικά γοβάκια της, τις λευκές κάλτσες της, κάτω από το φόρεμά της....
    "Τι νόημα έχει αυτή η άμμος!" είπε θυμωμένη.

    "Και όμως Τζελσομίνα, τα πάντα πρέπει να έχουν νόημα" είπε ο Λεμπρόν. "Ακόμα και αυτή η άμμος."
    "...Διαφορετικά, τίποτε δεν έχει νόημα."


    Η Αλίκη έμεινε εμβρόντητη.
    Για ένα χιλιοστό της στιγμής, η καρδιά της σταμάτησε, και αφουγκράστηκε τα λόγια του Λεμπρόν.

    Πολύ σύντομα τα μάτια της φώτισαν ξανά με ζωή, και το πρόσωπό της αναψοφλόγησε.
    Η φωνή της βρόντηξε επάνω από τη σιγή της ερήμου.
    "...Λεμπρόν, ποια στο #$#@$# είναι η Τζελσομίνα, και από πού την ξέρεις εσύ?"
     
  9. elfcat

    elfcat . Contributor

    Απέμεινε μόνη και τρομαγμένη... Πήρε το μαύρο σεντόνι αγκαλιά, βύθισε το πρόσωπο της σε αυτο και άρχισε να κλαίει. Το σεντόνι συγκινήθηκε. Άρχισε να κλαρί κι αυτο αλλα σύντομα βαρέθηκε και απέμεινε βουβό και μουσκεμένο για δυο δευτερόλεπτα, μέχρι ο ήλιος να στεγνώσει καθε μόριο νερού.

    Καποια στιγμή η Αλίκη σταμάτησε να κλαίει. Σήκωσε το κεφάλι της και με όσο μυαλό της είχε απομείνει, προσπάθησε να αντιληφθεί την κατάσταση της, η οποια ηταν τουλάχιστον απελπιστική... Η Αλίκη όμως δεν το έβαζε κάτω. Σηκώθηκε, πήρε το σεντόνι το τύλιξε γύρω απο το κεφάλι της και άρχισε να περπατάει προς το πουθενά, μουρμουρίζοντας. "Ποια ειναι αυτη η σκροφα η Τζελσομινα, ποια ειναι". Ο ήλιος έκαιγε, η άμμος έκαιγε, το σεντόνι καιγόταν αλλα η Αλίκη το φυσούσε και δεν κρύωνε την προσβολή με την Τζελσομινα.

    Τσαντισμενη συνέχισε να περπατά ζωηρά και ακάθεκτη μέχρι που σωριάστηκε κάτω απο τη ζέστη τρία λεπτά αργότερα. Διψούσε, πεινούσε, πέθαινε. Το σεντόνι άρχισε να οραματίζεται τα εκατό χρονια μοναξιάς του στην ερημο.

    Και τοτε μια σκιά έπεσε πάνω τους. Η Αλίκη σήκωσε τα μάτια της και τοτε αντίκρυσε μια δρομας να την κοιτάει με πλήρη περιφρόνηση, μύρικαζοντας. Και πάνω στην καμήλα καθόταν ένας άντρας.
    "Πως σε λένε, τη ρώτησε.
    "Αλίκη. Εσένα;"
    "Τρελλο".
    Ο άντρας της ετεινε το χέρι του. Η Αλίκη το άρπαξε και εκεινος την τράβηξε πάνω. Η Αλίκη και το μαύρο σεντόνι βρέθηκαν να καλπάζουν πάνω σε μια καμήλα στην μέση της ερήμου πίσω απο τον Τρελλό. Κάλπαζαν μια ωρα περίπου, οταν η Αλίκη διέκρινε στο βάθος....
     
  10. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    ...ενα πλοίο! Ετριψε τα μάτια της και κοίταξε ξανά. Οχι, δεν την γελούσαν τα μάτια της, οχι, δεν ηταν ψευδαίσθηση , όσο πλησίαζαν ξεχώριζε καθαρά το σκαρί του , τα κατάρτια του και τα πανιά του, που ηταν δεμένα πάνω τους.
    -Μα... τι δουλειά έχει ένα ιστιοφόρο καταμεσής της ερήμου; ρώτησε τον Τρελλό , αυτός όμως δεν απάντησε, ούτε καν γύρισε να την κοιτάξει, μόνο συνέχισε να καλπάζει προς το πλοίο.
    Οταν φτάσανε, ξεκαβαλίκεψε και άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να ξεπεζέψει κι αυτή.
    -Ελα Ζωή, ας βιαστούμε, σε περιμένει...
    -Οχι Ζωή, Αλίκη είπαμε..., τον διόρθωσε εκείνη.
    Ο Τρελλός χαμογέλασε με κατανόηση.
    -Δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι πιά Ζωή, είσαι ανάμεσα σε φίλους, έλα, ο Καπετάνιος ανυπομονεί να σε ξαναδεί... Εχετε πολλά να κάνετε και ο χρόνος είναι λίγος...
    Οι άλλοι κινούνται γρήγορα!
    -Μα ... ποιοί άλλοι, ποιός Καπετάνιος, τι λές,...και δεν με λένε Ζωή σου ξαναλέω! του φώναξε στα μούτρα η Αλίκη τσατισμένη.
    Ο Τρελλός τότε σκυθρώπιασε ,ανήσυχος.
    -Ελπίζω να μη σε βάρεσε τόσο πολύ ο ήλιος ώστε να ξέχασες τον Καπετάνιο μας, τον Δον Μικέλε Λαφαζάνι! , της είπε σκύβοντας ελαφρά και δροσίζοντας το μέτωπό της με λίγο νερό απο ένα παγούρι που εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα απο την κελεμπία του...
     
  11. Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τότε. Κανείς δεν περίμενε ότι το πλοίο του Δον Μικέλε Λαφαζάνι θα ναυαγούσε. Η Αλίκη προσαρμόστηκε στη ζωή στη μέση του πουθενά, με ελάχιστες προμήθειες και μαζί με άτομα που δεν πολυγνωρίζει ούτε και πολυσυμπαθεί.
    "Αχ να ήταν εδώ ο Γάτος!" σκεφτόταν. "Θα μου χαμογελούσε και θα έπαιρνα κουράγιο! Και τι είναι το bdsm χωρίς το Γάτο;" συνέχισε να αναρωτιέται...
     
  12. ..Απ’ το ανοιχτό παράθυρο της κοίταζε τα σύννεφα και σκεφτόταν εαν οι στάλες που έπεφταν ήταν απ’ τα μάτια της ή από τον ουρανό στα λουλούδια που καλλιεργεί στο δικό του παράθυρο ο Κόμης Εστερχάζυ, ακριβώς κάτω από το δικό της δωμάτιο.Ο πατέρας του Κόμη, καθηγητής που δίδασκε στο παραθύρι, είδε τις στάλες, γύρισε,την κοίταξε και της χαμογέλασε.Ο Κόμης έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και του δειξε τα σκυθρωπά πορτραίτα των προγόνων του θυμίζοντας του πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό.

    Τα σύννεφα πυκνά πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία της
    σ’ έναν αβέβαιο κόσμο.
    Ας μπορούσε να τα σταματήσει…
    Ας μπορούσε να διαφύγει μέσα από μια στενή λουρίδα ουρανού.
    Που θα την πήγαινε και ποιον θα συναντούσε εκεί;
    Όμως τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα,
    την πόλη, την καρδιά της και κάθε ελπίδα έχει χαθεί.
    Τα σύννεφα είναι κατάρα κι απειλή. Τα σύννεφα την σκεπάζουν. Κι είναι σιωπή.

    Την ίδια ώρα οι γείτονες της, περίεργοι, έκπληκτοι και βιαστικοί, μαζευόντουσαν στην εκκλησιά να δουν το θαύμα που από στόμα σε στόμα είχε μαθευτεί. Η Παναγιά κλαίει. Έτρεξε κι αυτή, μ΄ από τον κόσμο δεν μπορούσε να μπει. Όλοι μιλούσαν με φόβο και με περιέργεια για το θαύμα.Ηταν η μοναδική Παναγία της πολιτείας που κλαίει, κι ηταν πολύ για τη μικρή κι ασήμαντη γειτονιά τους. Παρακαλούσε να την αφήσουνε να μπει, ήθελε να δει, την έσπρωχναν, την πατούσαν, πονούσε, ίσαμε που άρχισε να κλαίει κι αυτή. Μα ξαφνικά σαν την είδανε να κλαίει, όλοι τους γύρω της φτιάξανε κύκλο και σιγά σιγά απομακρυνόντουσαν από κοντά της ταραγμένοι αφήνοντάς την μόνη στο κέντρο ενός κύκλου που ολοένα μεγάλωνε, κι εκείνη να κλαίει και να γίνεται ένα μικρό σημάδι της πολιτείας, ενώ αυτοί να φεύγουν και να χάνονται στους γύρω δρόμους ψελλίζοντας: Η Παναγία που κλαίει.

    Τότες την είδε ο ουρανός κι έκλαψε κι αυτός.
    Μια καταιγίδα ξέσπασε κραυγάζοντας κι ενώθηκε με τις κραυγές και τις δικές της και καθεμιας που βρέθηκε σ΄ αυτή την πόλη μονάχη. Ίσαμε που ένα σφύριγμα σκίζει την πολιτεία στα δύο και ξεψυχά στα πόδια της, αφήνοντας να διαφανεί ο παλιός ήχος από ένα τσέμπαλο, που μεσ’ τη νύχτα την οδήγησε στο εσωτερικό ενός σιωπηλού σπιτιού όπου

    ..έπαιζαν Βιβάλντι και με το πρώτο θέμα είδε το κάθισμα πλάι της αδειανό. Αρχίσε να τον φτιάχνει με την φαντασία της και να τον βλέπει πλάι της ν’ακούει μαζί της μουσική. ‘Ομως ερχόταν πάλι το πρώτο θέμα και της έδειχνε το κάθισμά του αδειανό.

    Τον ξαναέφτιαχνε με αγωνία και για να μή της φύγει έπιανε το χέρι του και το κρατούσε μες στο δικό της, ίσαμε που ερχόταν ξανά το πρώτο θέμα κι άφηνε άδειο το κάθισμά του.
    Χάιδευε τ’ άδειο κάθισμα που ηταν ζεστό από το κορμί του, κι άρχιζε πάλι πλάι της να νιώθει την αναπνοή του, αλλά το πρώτο θέμα οριστικά, τυραννικά κι’ απελπισμένα της φανέρωνε την αλήθεια. Εκείνη ήταν μόνη, το κάθισμα άδειο κι εκείνος δεν υπήρχε.

    Βγαίνοντας την πλησίασε ένας καστανός νέος μεσήλικας. Όλοι από γύρω τους εξαφανίστηκαν και μείνανε μόνο οι δυο, κι αυτός να την κοιτάζει λίγο θλιμμένα και λίγο ειρωνικά..και να της λέει:
    «Είμαι μια περίπτωση Μεσήλικα, που θα ‘θελε να σας γνωρίσει». Του απάντησε πως ήταν ολομόναχη και πως δεν ήταν έτοιμη να τον δεχτεί. Κι ήθελε τόσο πολύ μα δεν τολμούσε. Εκείνος της χαμογέλασε, είπε «Κρίμα», και άφησε στα χέρια της μια κάρτα του, μα ώσπου να δει τι έγραφε, είχε εξαφανιστεί.
    Η κάρτα είχε εξαφανιστεί.
    Η κάρτα είχε τυπωμένες δυο μόνο λέξεις: κ.Ν,ο Θάνατος.

    Αυτόματα γύρω της αστράψανε φώτα πράσινα, κόκκινα, πορτοκαλλιά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν, της ρίχνανε ματιές που την κορόιδευαν, της τρύπαγαν τα σωθικά, με τις φωνές τους πρόστυχες σκίζαν τα ρούχα της, περνούσανε βελόνες στο κορμί της, έτρεχε να γλυτώσει, μα από παντού ξεφύτρωναν οι Δολοφόνοι.

    Τέλος βρέθηκε στην απομακρυσμένη γειτονιά της, σκισμένη, ματωμένη και τσακισμένη, χωρίς ζωή, να περπατά στον έρημο μα γνώριμο της δρόμο, μ όλα τα σπίτια σιωπηλά, να την κοιτάζουν εχθρικά να προσπερνά, θλιμμένη αβάσταχτα, γιατί δεν εσταμάτησε τη στιγμή που θέλησε η μητέρα της, γιατί δεν είπε «ναι» στον κ. Ν, γιατί δεν άφησε να την αφανήσουν οι δολοφόνοι.Τώρα ένας έναστρος μα παγωμένος ουρανός την συνθλίβει και την κάμει να τρέχει σούρνωντας τα βήματα της προς το σπίτι της.

    Σαν μπήκε σπίτι της άρχισε να χορεύει.
    Ο ήχος μιας μπάντας την παρασύρει.
    Σκίζει τον τοίχο, βρίσκεται στους δρόμους, χρωματισμένους εφιαλτικά κι οι μπάντες να χτυπάνε στους ρυθμούς ξέφρενα, ενώ εκείνη χάνεται μέσα στο χρόνο, μόνη, έρημη, μέσα από εκεί που ήρθε, αφήνοντας πίσω της ένα χαμόγελο παντοτινό στη μνήμη των ανθρώπων.
    Γιατί ποτέ κανείς δεν θα γνωρίσει αν ήρθε, αν έφυγε κι αν πράγματι υπήρξε κάποτε τυχαία ανάμεσά τους