Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Donatien Alphonse François, Marquis de Sade

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Iagos, στις 13 Απριλίου 2016.

  1. Iagos

    Iagos Contributor

    Προτείνω στην κοινότητα εδώ, σε αυτό το νήμα, να ανεβάζουμε αγαπημένα μας κείμενα από τον θείο Μαρκήσιο...

    Ξεκινώ με το πιο εξαιρετικό κείμενο που έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου....


    «Διάλογος μεταξύ ιερέα και ετοιμοθάνατου»

    Ιερέας: Μπροστά σε αυτήν τη μοιραία στιγμή όπου το πέπλο της ψευδαίσθησης σχίζεται μονάχα για να παραδώσει στον πλανημένο την ωμή εικόνα των σφαλμάτων και των διαστροφών του, εσείς, τέκνο μου, διόλου δεν μετανιώνετε για τις πολλαπλές ελευθεριότητες στις όποιες σας εξώθησαν η ανθρώπινη ευπάθεια και η αδυναμία;

    Ετοιμοθάνατος:
    Φίλε μου, ναι, μετανιώνω.

    Ιερέας:
    Εκμεταλλευτείτε τότε τούτες τις ευμενείς τύψεις ώστε να λάβετε από τον ουρανό, στον λίγο χρόνο που σας απομένει, συνολική άφεση αμαρτιών και αναλογιστείτε ότι μόνο με τη δέηση τής πανίερης μετάνοιας θα έχετε τη δυνατότητα να σας δοθεί συγχώρεση από τον Ύψιστο.

    Ετοιμοθάνατος:
    Όσο με κατάλαβες εσύ, άλλο τόσο σε καταλαβαίνω κι εγώ.

    Ιερέας:
    Μα τι;

    Ετοιμοθάνατος:
    Σου είπα ότι μετανιώνω.

    Ιερέας:
    Το άκουσα.

    Ετοιμοθάνατος:
    Ναι, αλλά δεν το κατάλαβες.

    Ιερέας:
    Και σαν τι ερμηνεία...

    Ετοιμοθάνατος:
    Αυτήν εδώ... H φύση με γέννησε με ζωηρές ορέξεις και πάθη ισχυρότατα. Ήρθα στον κόσμο μόνο και μόνο για να παραδοθώ σε αυτά και να τα ικανοποιήσω και, καθώς οι επιπτώσεις της ύπαρξής μου αποτελούν μονάχα αναγκαιότητες σχετικές με τις γενεσιουργές βλέψεις της φύσης ή, αν προτιμάς, ουσιώδεις απόρροιες των σχεδίων της για μένα με βάση πάντοτε τους νόμους της, μετανιώνω λοιπόν που δεν αναγνώρισα όσο θα έπρεπε την παντοδυναμία της, και οι μοναδικές μου τύψεις σχετίζονται με την πενιχρή, εκ μέρους μου, χρήση των δυνατοτήτων -εγκληματικών κατά τη γνώμη σου, αγαθοτάτων κατά τη δική μου- με τις οποίες με προίκισε για να την υπηρετήσω. Κάποιες φορές της αντιστάθηκα και μετανιώνω τυφλωμένος από τον παραλογισμό των ιδεολογικών σου συστημάτων, τα χρησιμοποίησα για να πολεμήσω όλη εκείνη τη βία των επιθυμιών που μου είχαν σταλεί από μια επιφοίτηση πολύ πιο θεϊκή και, ναι, το μετανιώνω. Έδρεψα άνθη ενώ θα μπορούσα να είχα μία πλούσια συγκομιδή καρπών... Να, λοιπόν, οι ακριβείς αιτίες των τύψεών μου και σεβάσου με όσο χρειάζεται για να μην εικάσεις άλλες.

    Ιερέας:
    Πού σας παρασύρουν τα λάθη σας, πού σας οδηγούν οι σοφιστείες σας! Αποδίδετε στο δημιούργημα όλη τη δύναμη του δημιουργού και δεν βλέπετε ότι οι άτυχες αυτές κλίσεις που σας έβγαλαν από τον ίσιο δρόμο είναι αποτελέσματα της διεφθαρμένης αυτής φύσης στην οποία εσείς προσδίδετε την παντοδυναμία.

    Ετοιμοθάνατος:
    Φίλε, μου φαίνεται ότι η διαλεκτική σου είναι εξίσου φαύλη με το πνεύμα σου. Θα ήθελα να συλλογίζεσαι πιο ορθά, ειδάλλως άφησέ με να πεθάνω εν ειρήνη. Τί αποκαλείς δημιουργό και τί διεφθαρμένη φύση;

    Ιερέας:
    Δημιουργός είναι ο Κύριος του σύμπαντος, εκείνος που δημιούργησε, που έπλασε τα πάντα και που τα συντηρεί όλα με μια απλή εφαρμογή της παντοδυναμίας του.

    Ετοιμοθάνατος:
    Σπουδαίος άντρας, πράγματι! Και για πες μου, λοιπόν, γιατί αυτός ο τόσο δυνατός έπλασε κατά τη γνώμη σου μια διεφθαρμένη φύση;

    Ιερέας:
    Ποιά θα ήταν η αξία των ανθρώπων αν δεν τους είχε αφήσει ο Θεός την ελεύθερη βούληση; Και ποια η αξία της απόλαυσής της αν δεν υπήρχε στη γη η δυνατότητα του να πράττει κανείς το καλό και να αποφεύγει το κακό;

    Ετοιμοθάνατος:
    Ώστε λοιπόν ο θεός σου θέλησε να τα κάνει όλα στραβά μόνο και μόνο για να βάλει σε πειρασμό να δοκιμάσει το δημιούργημά του; Δεν γνώριζε τον άνθρωπο εξαρχής; Δεν φανταζόταν το αποτέλεσμα;

    Ιερέας:
    Τον γνώριζε, προφανώς, αλλά, και πάλι επίτηδες, ήθελε να του αφήσει την δυνατότητα της επιλογής.

    Ετοιμοθάνατος:
    Σε τι ωφελούσε αυτό, αφού γνώριζε ποια πορεία θα ακολουθούσε το δημιούργημά του, και μόνον εκείνος -από τη στιγμή που ισχυρίζεσαι ότι είναι παντοδύναμος- μόνον εκείνος, λέω, θα μπορούσε να το οδηγήσει στον ίσιο δρόμο;

    Ιερέας:
    Ποιος μπορεί να κατανοήσει τις απέραντες και αστείρευτες βουλές του Κυρίου ως προς τον άνθρωπο και ποιος μπορεί να κατανοήσει όλα όσα βλέπουμε!

    Ετοιμοθάνατος:
    Εκείνος που απλοποιεί τα πράγματα, φίλε μου, ιδίως εκείνος που δεν συσσωρεύει αίτια για να θολώσει τα αποτελέσματα. Προς τι ένα δεύτερο πρόβλημα όταν δεν μπορείς να επιλύσεις το πρώτο; Και, από τη στιγμή που είναι πιθανόν η φύση να έπλασε από μόνη της ό,τι εσύ αποδίδεις στον θεό σου, τι τον χρειάζεσαι τον Κύριο σου; Το αίτιο που εσύ δεν κατανοείς είναι ίσως και το απλούστερο πράγμα του κόσμου. Τελειοποίησε τη φυσιογνωσία σου και θα καταλάβεις καλύτερα τη φύση. Εξάγνισε τη λογική σου, απόδιωξε τις προκαταλήψεις σου και δεν θα τον έχεις πια ανάγκη τον θεό σου.

    Ιερέας:
    Δυστυχισμένε, νόμιζα ότι ήσουν απλώς σοκινιανός και πως διέθετα τα όπλα να σε πολεμήσω, βλέπω όμως καλά ότι είσαι άθεος και, από τη στιγμή που η καρδιά σου μένει σφραγισμένη στην απεραντοσύνη των γνήσιων αποδείξεων που λαμβάνουμε καθημερινώς ως προς την ύπαρξη του Πλάστη, δεν έχω τίποτε άλλο να σου πω. Δεν χαρίζει κανείς το φως σε έναν τυφλό.
    Ετοιμοθάνατος: Φίλε μου, δέξου το εξής: Περισσότερο τυφλός είναι εκείνος που δένει έναν επίδεσμο στα μάτια του παρά εκείνος που τον αφαιρεί. Προσηλυτίζεις, επινοείς, συσσωρεύεις. Εγώ καταστρέφω, απλοποιώ. Το ένα σου λάθος ακολουθεί το άλλο. Εγώ τα πολεμάω όλα. Ποιος από τους δυο μας είναι ο τυφλός;

    Ιερέας:
    Δεν πιστεύετε λοιπόν διόλου στον Θεό;

    Ετοιμοθάνατος:
    Όχι. Και για έναν απλούστατο λόγο: Διότι είναι εντελώς αδύνατον να πιστέψει κανείς σε ό,τι δεν κατανοεί. Η πίστη και η κατανόηση πρέπει να έχουν άμεση σχέση η κατανόηση είναι η βασική τροφή της πίστης. Όπου δεν δρα η κατανόηση, η πίστη είναι νεκρή, κι εκείνοι που, σ' αυτήν την περίπτωση, ισχυρίζονται ότι τη διαθέτουν, ουσιαστικά το κάνουν προς δημιουργία εντυπώσεων. Σε προκαλώ, εσένα τον ίδιο, να πιστέψεις στον θεό που μου κηρύττεις, έτσι, χωρίς να μου δώσεις αποδείξεις, διότι δεν εναπόκειται σ' εσένα να τον ορίσεις και συνεπώς δεν τον κατανοείς. Και από τη στιγμή που δεν τον κατανοείς, δεν μπορείς να μου δώσεις ούτε ένα λογικό επιχείρημα. Με δυο λόγια, ό,τι ξεπερνά τα όρια του ανθρώπινου νου είναι ή χιμαιρικό ή ανώφελο. Αφού λοιπόν ο θεός σου δεν μπορεί παρά να είναι ή το ένα ή το άλλο, στην πρώτη περίπτωση θα ήμουν τρελός να πιστέψω και στη δεύτερη ανόητος. Απόδειξέ μου, φίλε μου, την αδράνεια της ύλης κα θα παραδεχτώ τον πλάστη. Απόδειξέ μου ότι η φύση δεν είναι αυτάρκης και θα σου επιτρέψω να της προσδώσεις έναν δημιουργό. Μέχρι τότε μην περιμένεις τίποτε από εμένα, πιστεύω μόνο στο αυτονόητο και το εισπράττω μονάχα με τις αισθήσεις μου. Εκεί που εκείνες σταματούν, η πίστη μου είναι ανίσχυρη. Τον ήλιο τον πιστεύω γιατί τον βλέπω, τον αντιλαμβάνομαι ως σημείο συγκέντρωσης όλης της εύφλεκτης ύλης της φύσης, και η περιοδική πορεία του μου αρέσει δίχως να με εκπλήσσει. Είναι ίσως μια φυσική διαδικασία εξίσου απλή με τον ηλεκτρισμό, που δεν μας είναι όμως κατανοητή. Τί μου χρειάζεται να εμβαθύνω; Και να μου τοποθετήσεις τον θεό σου ψηλότερα από όλα αυτά, εγώ θα έχω προχωρήσει σε κάτι; Δεν θα μου χρειάζεται η ίδια προσπάθεια για να κατανοήσω τον εργάτη και να ορίσω το έργο; Συνεπώς δεν με βοήθησες σε τίποτε με τη θεμελίωση της χίμαιράς σου, θόλωσες το πνεύμα μου, δεν το διαφώτισες και οφείλω να σε μισώ αντί να σε ευγνωμονώ. Ο θεός σου είναι μια μηχανή που την κατασκεύασες για να εξυπηρετήσεις τα πάθη σου και την έκανες να κινείται σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, από τη στιγμή όμως που παρενοχλεί τα δικά μου, δέξου κι εγώ να την ανατρέψω. Και την ώρα που η αδύναμη ψυχή μου έχει ανάγκη από ηρεμία και στοχασμό, μην έρχεσαι και την τρομοκρατείς με τα σοφίσματά σου που θα τη φόβιζαν δίχως να την πείσουν, θα την ερέθιζαν δίχως να τη βελτιώσουν. Φίλε μου, ετούτη η ψυχή είναι ότι θέλησε η φύση, το αποτέλεσμα δηλαδή των οργάνων που εκείνη εδέησε να μου δώσει σύμφωνα με τις βλέψεις και τις ανάγκες της. Και καθώς έχει ανάγκη εξίσου και το βίτσιο και την αρετή, όποτε της άρεσε να με ωθήσει στο πρώτο, το έκανε, και όταν θέλησε το δεύτερο, μου ενέπνευσε την επιθυμία κι εγώ αφέθηκα όπως και να είχε. Μόνο στους δικούς της νόμους να αναζητάς την εξήγηση της ανθρώπινης αστάθειας και ποτέ μην αναζητάς στους νόμους της άλλες αρχές έκτος από τη βούληση και τις ανάγκες της.

    Ιερέας:
    Έτσι λοιπόν τα πάντα είναι απαραίτητα στον κόσμο;

    Ετοιμοθάνατος:
    Ασφαλώς.

    Ιερέας:
    Αλλά, αν είναι όλα απαραίτητα, όλα λοιπόν είναι και σε τάξη;
    Ετοιμοθάνατος: Ποιος σου λέει το αντίθετο;

    Ιερέας:
    Και ποιος μπορεί να τα βάλει όλα σε τάξη, αν όχι ένα πανίσχυρο και σοφότατο χέρι;

    Ετοιμοθάνατος:
    Δεν είναι απαραίτητο να καεί το μπαρούτι όταν του βάζεις φωτιά;

    Ιερέας:
    Ναι.

    Ετοιμοθάνατος:
    Και τι σοφία βρίσκεις σ' αυτό;

    Ιερέας:
    Καμία.

    Ετοιμοθάνατος:
    Είναι λοιπόν δυνατόν να υπάρχουν απαραίτητα πράγματα χωρίς καμία σοφία και, κατά συνέπεια, είναι δυνατόν τα πάντα να απορρέουν από ένα πρωταρχικό αίτιο δίχως να υπάρχει σ' αυτό ούτε λογική ούτε σοφία.

    Ιερέας:
    Πού θέλετε να καταλήξετε;

    Ετοιμοθάνατος:
    Να σου αποδείξω ότι όλα μπορούν να είναι αυτό που είναι και αυτό που βλέπεις δίχως κανένα σοφό και λογικό αίτιο να τα καθοδηγεί και πώς τα φυσικά αποτελέσματα πρέπει να έχουν φυσικά αίτια χωρίς να υπάρχει ανάγκη να τους προσδίδουμε αφύσικα, σαν τον Θεό σου, ο οποίος, όπως στο έχω ήδη πει, θα έχρηζε εξήγησης δίχως ο ίδιος να προσφέρει καμία. Και, κατά συνέπεια, από τη στιγμή που ο θεός σου δεν είναι καλός σε τίποτε, είναι άχρηστος εντελώς. Και φαίνεται σαφώς πώς ό,τι είναι άχρηστο είναι μηδαμινό και ό,τι είναι μηδαμινό είναι μηδέν. Έτσι, για να πειστώ ότι ο θεός σου είναι χίμαιρα, δεν χρειάζομαι άλλον συλλογισμό από τη βεβαιότητα της αχρηστίας του.

    Ιερέας:
    Υπό αυτήν τη σκοπιά, δεν μου φαίνεται απαραίτητο να σας μιλήσω για θρησκεία.
    Ετοιμοθάνατος: Γιατί όχι; Τίποτε δεν με διασκεδάζει περισσότερο από την απόδειξη της υπερβολής στην οποία οι άνθρωποι κατόρθωσαν να φτάσουν το φανατισμό και τη βλακεία. Πρόκειται για εκείνες τις τόσο υπέρμετρες παρεκκλίσεις που η εικόνα τους, κατά τη γνώμη μου, παρ' ότι αποτρόπαιη, παραμένει ενδιαφέρουσα. Απάντησέ μου ειλικρινά και ιδίως, βάλε στην άκρη τον εγωισμό. Αν ήμουν τόσο αδύναμος ώστε να πιαστώ στα δίχτυα του γελοίου σου συστήματος πάνω στη θρυλική ύπαρξη του όντος που κάνει απαραίτητη τη θρησκεία, με ποια μορφή θα με συμβούλευες να του προσφέρω την αφοσίωσή μου; Θα προτιμούσες να αποδεχτώ τα παραληρήματα του Κομφούκιου ή τους παραλογισμούς του Βράχμα; Να αποδεχτώ τον μεγάλο Όφη των Νέγρων, το Αστέρι των Περουβιανών ή τον θεό των στρατιών του Μωυσή; Σε ποια σέκτα του Μωάμεθ θα ήθελες να πάω; Σε ποια χριστιανική αίρεση θα ήταν προτιμότερο, κατά τη γνώμη σου; Πρόσεξε τι θα απαντήσεις.

    Ιερέας:
    Θέλει κι ερώτημα;

    Ετοιμοθάνατος:
    Να, λοιπόν, που απαντάς εγωιστικά.

    Ιερέας:
    Όχι σε συμβουλεύω αυτό που πιστεύω γιατί σ' αγαπώ όσο και τον εαυτό μου.

    Ετοιμοθάνατος:
    Και αγαπιόμαστε πολύ λίγο και οι δυο όταν ακούμε τέτοιες πλάνες.

    Ιερέας:
    Δεν το πιστεύω! Ποιος μπορεί να παραμένει τυφλός μπροστά στα θαύματα του θεϊκού λυτρωτή μας;

    Ετοιμοθάνατος:
    Εκείνος που βλέπει σ' αυτόν τον πιο συνηθισμένο από όλους τους απατεώνες και τον πιο επίπεδο από όλους τους αγύρτες.

    Ιερέας:
    Ω θεοί, τον ακούτε και δεν ρίχνετε τους κεραυνούς σας!

    Ετοιμοθάνατος:
    Όχι, φίλε μου, η πλάση ησυχάζει γιατί ο θεός σου, είτε από ανικανότητα είτε από λογική είτε από ό,τι κι αν θελήσεις επιτέλους να υπάρχει μέσα σε ένα ον που εγώ το δέχομαι μονάχα μια στιγμή για χάρη σου, ή, αν προτιμάς, για να υποστηρίξω τα μικροσυμφέροντα σου, ο θεός σου λοιπόν, λέω, αν υπάρχει, όπως εσύ έχεις την τρέλα να πιστεύεις, δεν μπορεί να χρησιμοποίησε τόσο γελοίους τρόπους για να μας πείσει όσο αφήνει να εννοηθούν ο Ιησούς σου.
    Ιερέας: Και τί; Οι προφητείες, τα θαύματα, οι μάρτυρες, όλα αυτά δεν είναι αποδείξεις;
    Ετοιμοθάνατος: Πώς θέλεις να δεχτώ λογικά ως απόδειξη κάτι που χρήζει αποδείξεως; Για να γίνει απόδειξη ή προφητεία θα πρέπει να έχω πρώτα την πλήρη βεβαιότητα ότι υπήρξε. Καθώς όμως έχει καταγραφεί από την ιστορία, δεν μπορεί να ασκεί σε μένα άλλη δύναμη από τα υπόλοιπα ιστορικά γεγονότα, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενα. Αν προσθέσω επίσης και την, κάτι παραπάνω από βάσιμη, υποψία ότι όλα αυτά μου έχουν μεταδοθεί από ιδιοτελείς ιστορικούς, θα έχω, όπως βλέπεις, ακόμη περισσότερο το δικαίωμα να αμφιβάλλω. Εξάλλου, ποιος θα με διαβεβαιώσει ότι αυτή η προφητεία δεν έγινε εκ των υστέρων; Πώς δεν ήταν αποτέλεσμα συνδυασμών της πλέον απλής πολιτικής, σαν την καλή βασιλεία με έναν δίκαιο βασιλιά και την αμβροσία για τους θεούς του Ολύμπου; Και, αν συμβαίνουν όλα αυτά, πώς θέλεις η προφητεία, η οποία χρήζει βαθύτατα αποδείξεως, να κατορθώσει να αποτελέσει η ίδια απόδειξη; Όσο για τα θαύματά σου, δεν μου υπαγορεύουν κάτι παραπάνω. Όλοι οι απατεώνες έκαναν θαύματα, όλοι οι ανόητοι τα πίστευαν. Για να πειστώ ως προς την αλήθεια ενός θαύματος, θα έπρεπε να έχω τη σαφή βεβαιότητα ότι το γεγονός που εσείς αποκαλείτε έτσι αντιβαίνει εντελώς στους νόμους της φύσης, διότι μόνον ό,τι βρίσκεται έξω από αυτήν μπορεί να θεωρηθεί θαύμα: και ποιος τη γνωρίζει τόσο καλά ώστε να τολμήσει να δηλώσει πως αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου εκείνη σταματά και ακριβώς αυτό στο οποίο παραβιάζεται; Χρειάζονται δύο πράγματα για να διαπιστωθεί ένα υποτιθέμενο θαύμα: Ένας ταχυδακτυλουργός και γυναικούλες. Άσ' το. Ποτέ μην αναζητάς άλλη προέλευση στα δικά σου, όλοι οι νεότεροι προφήτες έχουν κάνει θαύματα και το πιο παράδοξο είναι πώς όλοι τους βρήκαν ηλίθιους που τους πίστεψαν. Ο Ιησούς σου δεν έκανε τίποτε πιο παράδοξο από τον Απολλώνιο τον Τυανέα, κι όμως αυτόν κανείς δεν τολμά να τον θεωρήσει θεό. Όσο για τους μάρτυρές σου, είναι σίγουρα το πιο αδύναμο επιχείρημα σου. Ενθουσιασμός και αντίσταση χρειάζονται για να κατασκευαστούν και όσο η αντίθετη πλευρά μου προσφέρει ό,τι και η δική σου, δεν θα είμαι ποτέ επαρκώς σε θέση ώστε να πιστέψω ότι η μία είναι καλύτερη από την άλλη, θα είμαι όμως αντιθέτως εντελώς σε θέση να τις θεωρήσω και τις δυο αξιοθρήνητες. Αχ, φίλε μου, αν ήταν αλήθεια ότι υπάρχει ο Θεός που διακηρύττεις, θα είχε ανάγκη από θαύματα, μάρτυρες και προφητείες για να θεμελιώσει την αυτοκρατορία του; Και αν, καθώς λες, η καρδιά του ανθρώπου ήταν έργο του, δεν θα την είχε επιλέξει ως άδυτο του νόμου του; Αυτός ο αναλλοίωτος νόμος, αφού θα προερχόταν από έναν δίκαιο θεό, θα βρισκόταν ακαταμάχητα χαραγμένος σε όλους, και εξίσου αναλλοίωτα από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Καθώς όλοι οι άνθρωποι θα έμοιαζαν μέσω αυτού του λεπτεπίλεπτου και ευαίσθητου οργάνου, θα έμοιαζαν επίσης και λόγω των τιμών που θα χάριζαν στον θεό από τον οποίο και θα το κατείχαν. Όλοι θα είχαν μόνο έναν τρόπο να τον αγαπούν, έναν τρόπο να τον λατρεύουν ή να τον υπηρετούν και θα τους ήταν εξίσου αδύνατο να απαρνηθούν αυτόν τον Θεό όσο και να αντισταθούν στην κρυφή κλίση της λατρείας του. Αντί γι' αυτό, τί βλέπω στο σύμπαν; Τόσους θεούς όσες και χώρες, τόσους τρόπους να υπηρετούν οι άνθρωποι τον θεό τους όσα και κεφάλια και διαφορετικές φαντασίες. Και αυτή η πολλαπλότητα απόψεων, από την οποία μου είναι εκ φύσεως αδύνατο να επιλέξω κάτι, αποτελεί, κατά τη γνώμη σου, έργο ενός δίκαιου θεού; Άσ' το, κληρικέ, προσβάλλεις τον θεό σου παρουσιάζοντάς τον μου μ' αυτόν τον τρόπο. Άφησέ με να τον αρνηθώ εντελώς διότι, αν υπάρχει, τότε τον προσβάλλω πολύ λιγότερο με την έλλειψη πίστης μου από ό,τι εσύ με τις βλασφημίες σου. Λογικέψου, κληρικέ. Ο Ιησούς σου δεν αξίζει παραπάνω από τον Μωάμεθ, ούτε ο Μωάμεθ από τον Μωυσή, και οι τρεις μαζί δεν αξίζουν περισσότερο από τον Κομφούκιο, ο οποίος τουλάχιστον δίδαξε κάποιες καλές αρχές, ενώ οι υπόλοιποι παραλογίζονταν. Γενικά όμως, όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι μονάχα απατεώνες, που ο φιλόσοφος τους εμπαίζει, ο φτωχός λαός τους πίστεψε και η δικαιοσύνη θα έπρεπε να τους είχε κρεμάσει.

    Ιερέας:
    Αλίμονο, με τον έναν το έκανε και με το παραπάνω!

    Ετοιμοθάνατος:
    Αυτός το χρειαζόταν περισσότερο απ' όλους. Ήταν στασιαστής, ταραξίας, συκοφάντης, απατεώνας, άσωτος, χονδροειδής χωρατατζής, επικίνδυνος κακός, διέθετε την τέχνη της υποβολής στον λαό, ήταν συνεπώς άξιος τιμωρίας σε ένα βασίλειο στην κατάσταση που βρισκόταν τότε το κράτος της Ιερουσαλήμ. Πολύ σοφά λοιπόν τον ξεφορτώθηκαν και ίσως είναι η μοναδική περίπτωση που οι απόψεις μου (διαλλακτικές και ανεκτικές κατά τα άλλα) χαιρέτισαν την αυστηρότητα της Θέμιδος. Συγχωρώ όλα τα λάθη εκτός από εκείνα που μπορούν να αποβούν επικίνδυνα για την κυβέρνηση κάτω από την οποία ζούμε. Μονάχα οι βασιλείς και η μεγαλειότητά τους με εντυπωσιάζουν, μόνο εκείνους σέβομαι, και όποιος δεν αγαπά τη χώρα και τον βασιλιά του δεν είναι άξιος να ζει.
    Ιερέας: Μα επιτέλους δεν μπορεί να μη δέχεστε πως υπάρχει κάτι μετά από τούτη τη ζωή! Είναι αδύνατο να μην ενδιαφέρθηκε ποτέ το πνεύμα σας να διαπεράσει τα πυκνά σκοτάδια της τύχης που μας περιμένει: και ποιο σύστημα θα μπορούσε να το ικανοποιήσει καλύτερα εκτός από μια πληθώρα τιμωριών για όποιον ζει άτιμα και από μια αιωνιότητα ανταμοιβών για όποιον ζει έντιμα;

    Ετοιμοθάνατος:
    Ποια τύχη, φίλε μου; Για το κενό μιλάμε, βέβαια. Ποτέ του δεν με φόβισε και δεν βλέπω σ' αυτό τίποτε το παρηγορητικό ούτε και αγαθό. Τα υπόλοιπα είναι αποκυήματα της υπεροψίας, μόνον αυτό ανήκει στη λογική. Εξάλλου, δεν είναι ούτε φριχτό ούτε απόλυτο αυτό το κενό. Μήπως δεν έχω εμπρός στα μάτια μου τα παραδείγματα των γενεών και των αναγεννήσεων της φύσης; Τίποτε δεν αφανίζεται, φίλε μου, τίποτε δεν καταστρέφεται στον κόσμο. Σήμερα άνθρωπος, αύριο σκουλήκι, μεθαύριο μύγα, όλα αυτά δεν είναι ζωή; Και γιατί θέλεις να ανταμειφθώ για αρετές που δεν τις άξιζα ποτέ, ή να τιμωρηθώ για εγκλήματα που δεν τα έχω διαπράξει; Μπορείς να συντονίσεις την καλοσύνη του υποτιθέμενου θεού σου με αυτό εδώ το σύστημα, και μπορεί εκείνος να θέλησε να με πλάσει για να απολαύσει την ευχαρίστηση της τιμωρίας μου, και όλα αυτά ως επακόλουθα μιας επιλογής την οποία δεν με αφήνει να την ορίσω;

    Ιερέας:
    Την ορίζετε.

    Ετοιμοθάνατος:
    Ναι, σύμφωνα με τις προκαταλήψεις σου. Η λογική όμως τις γκρεμίζει, και το σύστημα της ανθρώπινης ελευθερίας επινοήθηκε μόνο και μόνο για να κατασκευαστεί το αντίστοιχο της θείας χάρης, το οποίο και ευνοούσε τις ονειροπολήσεις σας. Ποιος άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο, βλέποντας τη λαιμητόμο πλάι στο έγκλημα, θα το διέπραττε αν ήταν ελεύθερος να μην το διαπράξει; Παρασυρόμαστε από μια ακατανίκητη δύναμη, και ούτε μια στιγμή δεν είμαστε ικανοί να αποφασίσουμε τίποτε άλλο εκτός από την κλίση μας. Δεν υπάρχει ούτε μια αρετή που να μην είναι απαραίτητη στη φύση, ούτε ένα έγκλημα που να μην το έχει εκείνη ανάγκη, και η διατήρηση της τέλειας ισορροπίας ανάμεσα σε αυτά τα δυο αποτελεί και τη σοφία της. Μπορούμε όμως να είμαστε ένοχοι για την πλευρά της πλάστιγγας που θα μας ρίξει; Όχι περισσότερο από τη σφήκα που έρχεται να βυθίσει το κεντρί της στο δέρμα σου.

    Ιερέας:
    Έτσι, λοιπόν, και το μεγαλύτερο έγκλημα δεν πρέπει να μας εμπνέει καμία φρίκη;

    Ετοιμοθάνατος:
    Δεν λέω αυτό. Αρκεί όμως να το καταδικάσει o νόμος και να το τιμωρήσει η ρομφαία της δικαιοσύνης ώστε να μας εμπνεύσει απομάκρυνση ή τρόμο, από τη στιγμή ωστόσο που έχει, δυστυχώς, διαπραχθεί, πρέπει να ξέρει κανείς να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να μην παραδίδεται στις στείρες τύψεις. Τα αποτελέσματά τους είναι μάταια, εφόσον δεν μπόρεσαν να μας προφυλάξουν. Μηδαμινά, εφόσον δεν αποτελούν αποκατάσταση. Είναι λοιπόν παράλογο να παραδίδεται κανείς σε αυτές και ακόμη πιο παράλογο να φοβάται μην τιμωρηθεί στον άλλον κόσμο, αν έχει την τύχη να αποφύγει την τιμωρία σ' αυτόν εδώ. Προς θεού, με αυτά τα λόγια δεν θέλω να ενθαρρύνω το έγκλημα! Πρέπει ασφαλώς να το αποφεύγουμε, όσο μπορούμε, πρέπει όμως να μας απομακρύνει από αυτό η λογική και όχι λανθασμένοι φόβοι που δεν καταλήγουν πουθενά, και που η επήρειά τους διαλύεται σύντομα σε μια κάπως θαρραλέα ψυχή. Η λογική, φίλε μου, και μόνο η λογική πρέπει να μας προειδοποιεί ότι το να βλάπτουμε τους όμοιούς μας δεν μπορεί ποτέ να μας κάνει ευτυχείς. Όσο για την καρδιά, μας λέει ότι το να συμβάλλουμε στην ευδαιμονία τους είναι η μεγαλύτερη ευδαιμονία που μας έχει χαρίσει η φύση επί της γης. Όλη η ανθρώπινη ηθική περικλείεται σε αυτή τη φράση: «Κάνε τους άλλους τόσο ευτυχείς όσο επιθυμείς να είσαι και μην τους κάνεις ποτέ περισσότερο κακό από εκείνο που θα ήθελες να σου κάνουν». Αυτές, φίλε μου, είναι οι μοναδικές αρχές που θα πρέπει να ακολουθούμε και δεν χρειάζεται ούτε θρησκεία ούτε θεός για να το απολαύσει και να το αποδεχτεί κανείς: χρειάζεται μονάχα καλή καρδιά. Νιώθω όμως ότι αποδυναμώνομαι, κληρικέ. Άφησε τις προκαταλήψεις σου, γίνε άντρας, γίνε ανθρώπινος, δίχως φόβο και προσδοκία. Άφησε έξω τους θεούς και τις θρησκείες σου. Όλα αυτά είναι για να οπλίζουν το χέρι των ανθρώπων. Και μόνο στο όνομα αυτών των φρικαλεοτήτων χύθηκε περισσότερο αίμα στη γη από όλους τους άλλους πολέμους και τις μάστιγες μαζί. Απαρνήσου την ιδέα ενός άλλου κόσμου, δεν υπάρχει. Μην απαρνηθείς όμως την απόλαυση της ευτυχίας και την υλοποίησή της. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που σου προσφέρει ή φύση για να ζευγαρώσεις την ύπαρξή σου ή να την εξαπλώσεις... Φίλε μου, η ηδονή υπήρξε πάντοτε το πολυτιμότερο αγαθό μου. Σε όλη μου τη ζωή της άναβα καντήλι, τώρα θέλω εγώ να σβήσω στα χέρια της. Το τέλος μου πλησιάζει... Έξι γυναίκες ωραιότερες κι από το φως της μέρας βρίσκονται στο διπλανό δωματιάκι. Τις φύλαγα για τούτη τη στιγμή. Πάρε το μερίδιό σου, προσπάθησε, όπως κι εγώ, να ξεχάσεις στα στήθη τους όλες τις μάταιες σοφιστείες της προκατάληψης και όλα τα ανόητα λάθη της υποκρισίας.

    (Ο ετοιμοθάνατος χτυπά το κουδουνάκι, οι γυναίκες μπαίνουν, και ο κληρικός γίνεται στην αγκαλιά τους ένας άνθρωπος διεφθαρμένος από τη φύση, καθώς δεν κατορθώνει να εξηγήσει τι σημαίνει «φύση διεφθαρμένη»).

    ΤΕΛΟΣ

     
     

    Συνημμένα Αρχεία:

    Last edited: 13 Απριλίου 2016
  2. halkidikiotis

    halkidikiotis reflexology, therapy massage tantra

    Μόνο μέσα από τον πόνο φτάνει κανείς στην ηδονή.

    Mαρκησιος.

    Μπορεί να μην είναι κείμενο είναι ένα. Σοφο ρητό.
     
  3. Iagos

    Iagos Contributor

    ΖΥΣΤΙΝ


    Το ύψιστο επίτευγμα της φιλοσοφίας θα ήταν να καταδείξει εκείνα τα μέσα τα οποία μετέρχεται η Θεία Πρόνοια προκειμένου να πραγματώσει τους σκοπούς που έχει ορίσει για τον άνθρωπο και,κατόπιν τούτου,να χαράξει κάποια υποδείγματα συμπεριφοράς που θα επέτρεπαν σ’ αυτό το δύστυχο δίποδο πλάσμα να λάβει γνώση του τρόπου με τον οποίο οφείλει να πορευτεί στον δύσβατο δρόμο της ζωής,ούτως ώστε να προλάβει τις αλόγιστες τροπές της ειμαρμένης,στην οποία αποδίδουμε χίλια δυο διαφορετικά ονόματα,δίχως να έχουμε καταφέρει ακόμη ούτε να τη γνωρίσουμε ούτε να την προσδιορίσουμε.

    Εάν,παρ’όλο το σεβασμό μας προς τις κοινωνικές συμβάσεις και δίχως να υπερβαίνουμε ποτέ τους φραγμούς που αυτές μας επιβάλλουν,συμβαίνει ο δρόμος μας να είναι στρωμένος με αγκάθια, τη στιγμή που οι κακοί δρέπουν μόνο ρόδα,επόμενο δεν είναι κάποιοι άνθρωποι,που στερούνται ενός ηθικού υποβάθρου τόσο εδραίου ώστε να τεθούν
    υπεράνω τέτοιων διαπιστώσεων,να εκτιμήσουν ότι αξίζει καλύτερα να ακολουθήσουν το ρεύμα παρά να αντισταθούν σ’αυτό; Δεν θα πουν πως η Αρετή, όσο ωραία κι αν είναι,αποτελεί τον χειρότερο δρόμο που θα μπορούσε να επιλέξει κανείς,από τη στιγμή που αποδεικνύεται τόσο αδύναμη να αντιταχθεί στη φαυλότητα,και πως σε έναν ολότελα διαφθαρμένο κόσμο η πιο ασφαλής επιλογή είναι να πράττει κανείς κατά το παράδειγμα των άλλων;Όσοι διαθέτουν λίγη παραπάνω μόρφωση,εκμεταλλευόμενοι την παιδεία τους,δεν θα αναφωνήσουν,όπως ο άγγελος Ζεσράντ στο Ζαντίγκ,πως δεν υπάρχει κακό χωρίς καλό και πως μπορούν συνεπώς να επιδοθούν στο κακό, εφόσον στην πραγματικότητα είναι κι αυτός ένας τρόπος για να γεννηθεί το καλό;Δεν θα προσθέσουν πως,σε τελική ανάλυση,είναι αδιάφορο αν κάποιος προτιμά την αρετή από τη φαυλότητα,πως αν η δυστυχία κατατρέχει την αρετή και η ευημερία συνοδεύει το έγκλημα, εφόσον τα πάντα είναι ισότιμα στη φύση,αξίζει απείρως περισσότερο να τάσσεται κανείς με το μέρος των ευημερούντων κακών παρά με εκείνο των δεινοπαθούντων ενάρετων;Είναι, λοιπόν,σημαντικό να αποτρέπεται η εγκόλπωση τέτοιων επικίνδυνων σοφισμάτων,προϊόντων μιας κίβδηλης φιλοσοφίας,όπως επίσης είναι ουσιωδώς αναγκαίο να δειχθεί ότι η έκθεση τέτοιων παραδειγμάτων κατατρεγμού της αρετής είναι δυνατόν να οδηγήσει μία διεφθαρμένη ψυχή,η οποία ωστόσο διατηρεί ακόμη μέσα της ορισμένες σωστές αρχές,πίσω στο δρόμο του αγαθού.Και τούτο είναι τόσο βέβαιο όσο και στην περίπτωση που ο δρόμος της αρετής ήταν σπαρμένος από περίλαμπρα τρόπαια και δελεαστικές ανταμοιβές.Δίχως αμφιβολία,είναι σκληρό να πρέπει κανείς να ιστορήσει, από τη μια μεριά,τη σωρεία βασάνων που πλήττουν μια γλυκιά και ευαίσθητη νεαρή γυναίκα που επιδεικνύει τον υπέρτατο σεβασμό προς την αρετή και, από την άλλη,το πλεόνασμα ευημερίας που απολαμβάνουν εκείνοι που ταπεινώνουν και συντρίβουν την ίδια αυτή γυναίκα. Αν όμως πράγματι προκύπτει κάποιο καλό από την καταγραφή αυτών των δυστυχιών,θα έπρεπε άραγε να νιώθει τύψεις αυτός που τις εξέθεσε;Θα έπρεπε να λυπάται επειδή αποτύπωσε ένα γεγονός από το οποίο κάθε έμφρων άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει θα αντλήσει το τόσο χρήσιμο μάθημα της υποταγής στα κελεύσματα της Πρόνοιας,καθώς και τη μοιραία προειδοποίηση ότι συχνά ο Ουρανός πλήττει εκείνον που φαίνεται να εκπληρώνει απαρέγκλιτα το ηθικό του χρέος,με μοναδικό σκοπό όμως να μας υποδείξει το δικό μας ηθικό χρέος;

     
     
  4. Iagos

    Iagos Contributor

    Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΝΤΟΥΑΡ

    ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥΣ

    Ηδονιστές όλων των ηλικιών, όλων των φύλων, σε σας και μόνο προσφέρω αυτό το έργο. Τραφείτε από τις αρχές του . ευνοούν τα πάθη σας, τα πάθη για τα οποία σας φοβερίζουν οι πεζοί ηθικολόγοι. Πάθη που δεν είναι ωστόσο παρά τα μέσα που χρησιμοποιεί η φύση για να οδηγήσει τον άνθρωπο προς τους σκοπούς που του προδιαγράφει. Δώστε αυτί μονάχα σ΄αυτές τις γλυκές παρορμήσεις, γιατί μόνο η δική τους φωνή μπορεί να σας οδηγήσει στην ευτυχία.

    Γυναίκες λάγνες, κάντε πρότυπο σας την ηδονική Σαίντ-Ανζ. Ακολουθώντας το παράδειγμα της αδιαφορήστε για κάθε τι που εναντιώνεται στους θείους νόμους της ηδονής με τους οποίους ήταν δεμένη σ΄ολόκληρη τη ζωή της.

    Εσείς , νεαρές παρθένες που τόσο καιρό σας χαλιναγωγούσαν τα παράλογα και επικίνδυνα δεσμά μιας φανταστικής αρετής και μιας αηδιαστικής θρησκείας μιμηθείτε τη φλογερή Ευγενία. Βιαστείτε να καταστρέψετε τις γελοίες συνταγές που σας εμπότισαν γελοίοι γονείς.

    Και εσείς , αξιαγάπητοι ακόλαστοι, που από τη νεανική ηλικία δεν γνωρίσατε άλλους περιορισμούς από αυτούς που σας έβαζαν οι ίδιες οι επιθυμίες σας, που για μοναδικό κυβερνήτη είχατε μόνο τις ιδιοτροπίες σας, μελετήστε τον κυνικό Ντολμανσέ , πορευτείτε όπως αυτός αν θέλετε να φτάσετε ως την άκρη του ανθόσπαρτου δρόμου που σας ανοίγει η φιληδονία σας. Διδαχτείτε στην Ακαδημία του Ντολμανσέ ότι μονάχα όταν εξερευνά και διερευνά τη σφαίρα των κλίσεων και των ιδιοτροπιών του και θυσιάζει τα πάντα στην ηδονή των αισθήσεων θα μπορέσει το φτωχό αυτό πλάσμα που ονομάζεται άνθρωπος, το φτωχό αυτό πλάσμα που δίχως τη θέληση του πετάχτηκε σ΄αυτό τον κόσμο της οδύνης, να σπείρει με ρόδα το αγκαθερό μονοπάτι της ζωής.

     
     
  5. Iagos

    Iagos Contributor

    ΖΥΣΤΙΝ

    Το να παρουσιάζεις όμως τη φαυλότητα να θριαμβεύει παντού και την αρετή να θυσιάζεται στο βωμό των ίδιων των αρχών της, το να δείχνεις μια δύστυχη να παραδέρνει από βάσανο σε βάσανο, να γίνεται άθυρμα της ανοσιουργίας, χλεύασμα των ακόλαστων, στόχος των πιο βάρβαρων και τερατωδών ορέξεων, παραζαλισμένη από τα πιο τολμηρά και ευλογοφανή σοφίσματα, λεία της πιο πανούργας σαγήνης, των πιο ακαταμάχητων εκμαυλισμών, μην έχοντας κάτι άλλο να αντιτάξει στις τόσες δυστυχίες και συμφορές, μη διαθέτοντας άλλη δύναμη για να αποκρούσει την τόση διαφθορά, παρά μόνο μια ευαίσθητη ψυχή, ενδιάθετο πνεύμα και πολύ κουράγιο, κοντολογίς, το να αποτολμάς τις πιο παρακινδυνευμένες περιγραφές, να εκθέτεις τις πιο ασυνήθιστες καταστάσεις, να διατυπώνεις τα πιο φοβερά 11 αξιώματα, να προσθέτεις τις πιο έντονες πινελιές, με μοναδικό σκοπό να αντλήσεις απ’ όλα αυτά ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα ηθικής που έχει δεχτεί ποτέ άνθρωπος σημαίνει, και όλοι θα συμφωνήσουν σ’ αυτό, ότι φτάνεις στο στόχο σου ακολουθώντας ένα μονοπάτι που ελάχιστοι μέχρι σήμερα έχουν περπατήσει. Πέτυχα, άραγε, Κονστάνς; Αρκεί ένα δάκρυ των ματιών σου για να επιβεβαιώσει το θρίαμβό μου; Όταν θα έχεις διαβάσει τη Ζυστίν απνευστί, θα πεις άραγε: «Ω, πόσο περήφανη για την αγάπη μου προς την αρετή με κάνουν αυτές οι απεικονίσεις του εγκλήματος! Πόσο μεγαλειώδης είναι μέσα στα δάκρυά της! Πόσο την εξωραΐζουν οι δυστυχίες!».

     
     
  6. Iagos

    Iagos Contributor

    Ο δήμιος και το θύμα του Εισαγωγικές σημειώσεις
    Η απαγόρευση

    Όταν το όνομα του μαρκήσιου ντε Σαντ αναφερθεί σε μια συζήτηση, προκαλεί όσο κανένα άλλο αγανάκτηση και συκοφαντικά χαμόγελα. Στην κοινωνία μας, που αρέσκεται να θεωρείται φιλελεύθερη, ανεκτική και φωτισμένη, όποιος ασχολείται με αυτή την persona non grata θα αντιμετωπιστεί σε σταθερή και μόνιμη βάση με φανερό σκεπτικισμό και ηθική απόσταση.

    Πολύ συχνά, έστω και όχι φανερά, γίνεται επιπόλαια χρήση του argumentum ad hominem, καθώς συνδέεται το αποκηρυγμένο θέμα με το χαρακτήρα του εκάστοτε παρατηρητή. Πρόκειται, βέβαια, για αντιδράσεις που συναντούν όλοι όσοι καταπιάνονται με την εξιχνίαση ενός ταμπού και τη διάρρηξη του μανδύα της απώθησής του – αντιδράσεις που, ωστόσο, μάλλον τον επιτιθέμενο σκιάζουν, παρά αυτόν που δέχεται την επίθεση. Το απόλυτο κακό, η αχαλίνωτη παρορμητικότητα, που συναρτώνται με το πρόσωπο και το έργο και χρησιμεύουν ως εκ των προτέρων χαρακτηρισμοί του έργου, το οποίο κατά κανόνα μένει αδιάβαστο (γεγονός που ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την ιατρική ορολογία που αποδίδει στον όρο «σαδισμός» τα κλινικά συμπτώματα μιας συγκεκριμένης «ασθένειας» που αποκλίνει από τον κοινωνικό κανόνα σεξουαλικής ικανοποίησης) σκιάζουν επίσης και την αστική έννοια της ανοχής.

    Η αστική ανοχή, έννοια μαχητική που δημιουργήθηκε στον αγώνα κατά της δογματικής αυθεντίας και της κυριαρχίας της παράδοσης, διακρίνεται από την ενύπαρκτη ουδετερότητά της ως προς τα αντικείμενα. Είναι κι αυτή, φυσικά, αναγκασμένη να καταφεύγει σε απροκάλυπτη καταστολή όταν η αστική κοινωνία δέχεται δυναμική και ασυμβίβαστη επίθεση, διαθέτει ωστόσο περισσότερο λεπτούς μηχανισμούς ώστε να επιβάλλεται πάνω σε «αποκλίνουσες συμπεριφορές».

    Όπου, λόγου χάρη, γίνεται γνωστή η ύπαρξη του μαρκήσιου ντε Σαντ και του έργου του, δεν είναι απολύτως απαραίτητη η ηθική κατασυκοφάντηση όσων έχουν καταπιαστεί μ’ αυτό, ώστε να εξοστρακιστεί στην ασημαντότητα η απασχόληση με τη μελανή αυτή σκιά της αστικής κοινωνίας. Διότι μέσω ακριβώς της ανοχής αποκλείεται από τον υποτιθέμενο επίσημο και σοβαρό λόγο, χαρακτηρίζεται παραξενιά της ιδιοσυγκρασίας, για να εγκλειστεί έτσι στη σφαίρα της ατομικής θεώρησης.

    Είναι ωστόσο προ πολλού γνωστό ότι ο πλήρης και απόλυτος διαχωρισμός του δημόσιου από το ιδιωτικό δεν είναι παρά απατηλό φαινόμενο· διότι ο αμοιβαίος αποκλεισμός και των δύο σφαιρών έχει πια ξεπεραστεί από την κοινωνική πραγματικότητα. Το γεγονός όμως ότι το έργο του ντε Σαντ στον δυτικό κόσμο έχει αναχθεί ακόμα και σε αντικείμενο δικαιοδοσίας και φιλολογικής λογοκρισίας δεν προκαλεί πλέον έκπληξη. Η πρώτη αφορμή για ηθικολόγους με υπερβάλλοντα ζήλο δόθηκε από το εκδοτικό έργο του Ζαν-Ζακ Ποβέρ, στον οποίο οφείλεται η ευσυνείδητη και επιμελημένη έκδοση διάφορων έργων του ντε Σαντ στη δεκαετία του ’50. Ο Ποβέρ καταδικάστηκε σε πρόστιμο 200.000 φράγκων με το τετριμμένο πρόσχημα της «έκδοσης έργων που αντίκεινται στα κρατούντα ήθη». Όσα αντίτυπα βρέθηκαν, κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν. Μια μεμονωμένη περίπτωση προ τριακονταετίας, θα έτεινε κανείς να υποθέσει, μια νομική διύλιση του κώνωπος που ανήκει πλέον στο παρελθόν, τώρα που –όπως ο καθένας μπορεί να βεβαιωθεί– η ερωτική λογοτεχνία, από τους κλασικούς μέχρι την πιο ανούσια σουηδική κρεβατομουρμούρα, έχει καθιερωθεί στην ευρωπαϊκή βιβλιαγορά.

    Μια ανάλογη δίκη επαναλαμβάνεται όμως μετά δεκατέσσερα έτη στην Αυστρία. Με αφορμή την έκδοση μεταφρασμένων και σχολιασμένων αποσπασμάτων από τη Φιλοσοφία στο μπουντουάρ στο Νeues Forum, η Γενική Διεύθυνση Δημοσίας Ασφαλείας της Αυστρίας επέβαλε στη σύνταξη του φύλλου περιορισμούς στη διάθεση των επίμαχων, αλλά και των επόμενων τευχών, χωρίς να προβεί σε ανακριτική διαδικασία – μια απόφαση προληπτικού φρονηματισμού, δηλαδή. Στην αιτιολόγηση της απόφασης αναφέρεται μεταξύ άλλων:

    «Το γεγονός ότι στην περίπτωση της Φιλοσοφίας στο μπουντουάρ πρόκειται περί ακραίας πορνογραφίας δεν μπορεί, βέβαια, να αντικρουσθεί· οι πλέον αποτρόπαιες σεξουαλικές πράξεις και καταστάσεις περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια (...) Κατά συνέπεια, το ανωτέρω κείμενο είναι ικανό να διαγείρει υπέρμετρα τη σεξουαλική φαντασία και επιθυμία ανηλίκων κάτω των 16 ετών και να διαταράξει με τον τρόπο αυτό την κανονική εξέλιξη της ηθικής, πνευματικής και σωματικής διαδικασίας ωρίμανσής των. Το προκείμενο έντυπο είναι συνεπώς ικανό, υπό την έννοια του άρθρου 10, παρ. 1, ειρημένου νόμου, να προσβάλει επιζήμια την ανάπτυξη των ανηλίκων από πλευράς ήθους, πνεύματος και υγείας, ιδίως με την πρόκληση λαγνείας και εκτροπή της γενετήσιας ορμής».


    Ωστόσο, ακόμα και στη δεκαετία του ’80, δεν διακόπτεται η αλυσίδα των νομικών συγκρούσεων γύρω από το έργο του ντε Σαντ, που, επίσημα, παραμένει σε μεγάλο βαθμό ταμπού.

    Σύμφωνα με είδηση της εφημερίδας Frankfurter Rundschau της 24ης Φεβρουαρίου 1981, ένα δικαστήριο στην Αθήνα καταδίκασε τη διευθύντρια και το συνιδιοκτήτη των εκδόσεων Εξάντας σε φυλάκιση 7 μηνών και 2 ετών αντίστοιχα, διότι η μετάφραση και δημοσίευση της Φιλοσοφίας στο μπουντουάρ θεωρήθηκε ότι παραβίαζε το νόμο περί ασέμνων.

    Σίγουρα, το έργο του ντε Σαντ δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία της λογοκρισίας της λογοτεχνίας: τα έργα των Φλωμπέρ, Μπωντλαίρ και Χένρυ Μίλερ βρέθηκαν κι αυτά κατά καιρούς στη μαύρη λίστα των απαγορευμένων συγγραμμάτων· είναι ωστόσο μοναδική η επίμονη και συνεπής αντιμετώπιση με την οποία η ηθική και οι κρατικοί αρωγοί της επιχειρούν να το ξανακλείσουν στις κρύπτες των βιβλιοθηκών από τις οποίες μόλις πριν λίγες δεκαετίες ελευθερώθηκε. Εξίσου μοναδική είναι η συνέχεια αυτής της απώθησης που είχε αρχίσει ήδη τον 19ο αιώνα, με τον εγκλεισμό του συγγραφέα τη ναπολεόντεια εποχή. Εδώ πρέπει ασφαλώς να αναζητηθεί μία από τις αιτίες για την τόσο σκληροτράχηλη εμμονή της προκατάληψης και της ηθικής αγανάκτησης σε πλατιά τμήματα του πληθυσμού.

    Θα ήταν τουλάχιστον ανόητο αν σ’ αυτό το σημείο γινόταν προσπάθεια να καταδειχθεί ο πολιτικός χαρακτήρας της απαγόρευσης της πορνογραφίας –απαγόρευση που ήδη έχει υπονομευτεί από την εκδοτική πρακτική– διότι θα σήμαινε ότι ο ντε Σαντ δεν είναι παρά ένας κοινός πορνογράφος, δικαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη δικαιοσύνη, στα πλαίσια της λογικής της τουλάχιστον. Θα ήταν, βέβαια, δύσκολο να δειχτεί ότι το έργο του δεν τροφοδοτείται από την ερωτική φαντασία σε σημαντικά του τμήματα, ωστόσο δεν φαίνεται να προσφέρεται για να διαγείρει υπέρμετρα τη γενετήσια ορμή ή και να τη διαστρέψει ακόμα – ό,τι και να σημαίνει αυτό! Όποιος γυρεύει σεξουαλική διέγερση στο έργο του, σύντομα θα απογοητευτεί και θα αναζητήσει κάποιο περισσότερο «τραβηχτικό» ανάγνωσμα.

    Η απαγόρευση –που στρέφεται κυρίως εναντίον του ερωτικού χαρακτήρα του έργου και που με τον τρόπο αυτό πιστεύει ότι υπερασπίζεται κάποια συγκεκριμένη έννοια ηθικότητας και αρετής απέναντι στις πολύμορφα διεστραμμένες εκδοχές της σεξουαλικότητας τις οποίες εκφράζει ο ντε Σαντ, απέναντι στη φαντασία– αυτή η απαγόρευση χάνει μεν το στόχο της, αλλά κατά παράδοξο τρόπο πετυχαίνει διάνα, επειδή κηρύσσει το σαδικό κείμενο στο σύνολό του ταμπού – και όχι μόνο στα ερωτικά του αποσπάσματα. Το ταμπού που υψώθηκε εδώ απαγορεύει έμμεσα την ανάγνωση· η κυριαρχία της δογματικής αυθεντίας ιδιοποιείται την ωριμότητα του φωτισμένου και δημοκρατικού πολίτη –της οποίας η επίκληση είναι τόσο συχνή κατά τα λοιπά–, ομολογώντας έμμεσα ότι κάπως έτσι έχουν τα πράγματα και με τη δημοκρατική βούληση και την αυτοδιάθεση του ατόμου, με την ελευθεροφροσύνη και την ανοχή και τα λοιπά ιδεώδη και τις αρετές που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν το απελευθερωμένο από ετεροκαθαρισμούς αστικό υποκείμενο: δεν είναι μόνο η ελευθερία της επιθυμίας και του πράττειν, αλλά ακόμα και η ελευθερία επιλογής (κι όχι απλώς επιλογής αναγνώσματος) που αφαιρούνται από τα υποκείμενα και περνούν σε γραφειοκρατική διαχείριση, υπό το πρόσχημα της λεγόμενης ευημερίας των υποκειμένων, πίσω απ’ το οποίο κρύβεται η φροντίδα για την απρόσκοπτη λειτουργία τους.

    Εισαγωγικό σχόλιο του Dieter Hoffmann στο βιβλίο του Μαρκήσιου ντε Σαντ "Ο ΔΗΜΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥ"
    Μετάφραση και επιμέλεια Γιώργος Κόκκινος
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ


     
     
    Last edited: 16 Ιουλίου 2020
  7. Iagos

    Iagos Contributor

    Κυρία ΝΤΕ ΣΕΝΤΖ-ΑΝΤΖ:

    Άκου λοιπόν, Ευγενία.

    Είναι παράλογο να ισχυριζόμαστε ότι αφότου ένα κορίτσι απομακρυνθεί απ' τόν κόρφο της μητέρας του, πρέπει να γίνει θύμα της βούλησης των γονιών του και να παραμείνει έτσι έως την τελευταία του πνοή.

    Στον αιώνα μας όπου έχουμε εμβαθύνει τόσο πολύ στα δικαιώματα του ανθρώπου, δεν επιτρέπεται οι κόρες να πιστεύουν πως είναι σκλάβες των οικογενειών τους, όταν μάλιστα είναι γνωστό τοις πάσι πως η γονεϊκή εξουσία είναι μια μεγάλη απάτη. Ας ακούσουμε τη Φύση για ενα τόσο σημαντικό θέμα και ας πάρουμε για μια στιγμή ως παραδείγματα τους νόμους των ζώων, που βρίσκονται πιο κοντά της.

    Μήπως εκεί τα πατρικά καθήκοντα επεκτείνονται πέραν των πρωταρχικών φυσικών τους αναγκών;
    Οι καρποί της ηδονής του αρσενικού και του θηλυκού δεν έχουν όλη τους την ελευθερία, όλα τους τα δικαιώματα;

    Αφότου είναι σε θέση να περπατούν και να τρέφονται μόνοι τους, την ίδια ακριβώς στιγμή, οι γεννήτορες τους τ' αναγνωρίζουν;
    Κι εκείνα πιστεύουν πως οφείλουν κάτι σε αυτούς που τους χάρισαν τη ζωή;

    Όχι, αναμφίβολα όχι.

    Με ποιο δικαίωμα επομένως τα τέκνα των ανθρώπων είναι αναγκασμένα να εκτελούν άλλα καθήκοντα;
    Και που θεμελιώνονται αυτά τα καθήκοντα αν όχι στην πατρική φιλαργυρία και φιλοδοξία;

    Ερωτώ λοιπόν, είναι σωστό να υφίσταται τέτοιους φραγμούς μία κόρη που αρχίζει να διαισθάνεται και να στοχάζεται;
    Δεν είναι η προκατάληψη και μόνο που παρατείνει αυτά τα δεσμά;

    Και υπάρχει γελοιωδέστερο πράγμα απ' το να βλέπεις μια δεκαπεντάχρονη ή μια δεκαεξάχρονη να φλέγεται από επιθυμίες που είναι υποχρεωμένη να καταστείλει, και να προσμένει, μέσα σε μαρτύρια χειρότερα κι απ' της κόλασης, ώσπου να ευδοκήσουν οι γονείς της, αφού πρώτα έκαναν τη νιότη της δυστυχισμένη, να θυσιάσουν και τα ωραιότερα χρόνια της προσφέροντας την ως σφάγιο στη δόλια απληστία τους και, παρά τη θέληση της, σ' έναν σύζυγο ο οποίος δεν έχει τίποτα που να τον κάνει αγαπητό ή έχει οτιδήποτε τον κάνει μισητό;

    Ε, όχι, χίλιες φορές όχι, Ευγενία, τέτοιοι δεσμοί θα εκλείψουν σύντομα' μόλις η κορασίδα φτάσει στην ηλικία της λογικής, θα πρέπει να εγκαταλείψει την πατρική εστία και, αφού λάβει εθνική εκπαίδευση, να γίνει στα δεκαπέντε της κυρία του εαυτού της και να κάνει αυτό που επιθυμεί.

    Θα παραδοθεί στο βίτσιο; Ε! και τι πειράζει;

    Οι υπηρεσίες που προσφέρει μια νεαρά όταν συναινεί να χαρίσει την ευτυχία σε όσους της το ζητούν, δεν είναι απείρως σημαντικότερες από εκείνες που, απομωνομένη, προσφέρει στον σύζυγό της;

    Η μοίρα της γυναίκας είναι σαν της σκύλας, σαν της λύκαινας, οφείλει να ανήκει σε όποιον την ποθεί.

    Προσβάλλουμε εμφανώς τον προορισμό που η ίδια η Φύση επιβάλλει στη γυναίκα, αν τη δέσουμε με τα παράλογα δεσμά ενός μοναχικού υμέναιου.

    Ας ελπίσουμε πως οι άνθρωποι θα ανοίξουν τα μάτια τους και πως, διασφαλίζοντας την ελευθερία των πάντων, δεν θα λησμονήσουν τη μοίρα των δυστυχισμένων κορασίδων.

    Ακόμα και αν αυτές έχουν όμως την κακοτυχία να λησμονηθούν, ας ελπίσουμε πως θα υπερβούν από μόνες τους συνήθειες και προκαταλήψεις και θα ποδοπατήσουν άφοβα τις επαίσχυντες αλυσίδες της σκλαβιάς τους.

    Έτσι, πολύ γρήγορα θα θριαμβεύσουν απέναντι στα έθιμα και την κοινή γνώμη.

    Ο άνθρωπος, σοφότερος πλέον όντας πιο ελεύθερος, θα αντιληφθεί την αδικία που διαπράττει όταν περιφρονεί όσες συμπεριφέρονται κατ' αυτό τόν τρόπο, θα αντιληφθεί επίσης ότι το να υποκύπτεις στις παρορμήσεις της Φύσης, πράγμα που θεωρείται έγκλημα σε έναν λαό υποδουλωμένο, δεν μπορεί να θεωρείται έγκλημα σε έναν λαό ελεύθερο.

    Πίστεψε λοιπόν, Ευγενία, ότι οι αρχές αυτές είναι θεμιτές και σπάσε τις αλυσίδες σου όποιο και αν είναι το τίμημα.

    Περιφρόνησε της νουθεσίες μίας μωρής μητέρας, στην οποία δικαίως οφείλεις μόνο μίσος και καταφρόνια.

    Αν ο ελεύθεριος πατέρας σου σε ποθεί, τόσο το καλύτερο! άφησε τον να σε απολαύσει, μα δίχως δεσμά.
    Αν θελήσει να σε υποδουλώσει, αποτίναξε τον ζυγό.

    Πολλές κορασίδες έκαναν το ίδιο με τον πατέρα τους.

    Γάμησι, και πάλι γάμησι.

    Για αυτό ακριβώς ήρθες στον κόσμο.

    Κανένας φραγμός στις απολαύσεις σου, πέρα από εκείνον που θέτει η αντοχή και η βούληση σου.
    Καμία εξαίρεση ως προς τον τρόπο, τον χρόνο, το πρόσωπο.

    Κάθε στιγμή, σε κάθε γωνιά, ο κάθε άνδρας οφείλει να υπηρετεί την λαγνεία σου.
    Η εγκράτεια είναι μια ανέφικτη αρετή, για την οποία η Φύση, νιώθοντας ότι παραβιάζονται τα δικά της δίκαια, μας τιμωρεί αυτοστιγμεί με άμετρητες δυστυχίες.

    Όσο οι νόμοι θα είναι ακριβώς όπως σήμερα, ας φοράμε κάποια πέπλα.
    Η κοινή γνώμη μας υποχρεώνει να το κάνουμε.
    Ας αποζημιωθούμε όμως σιωπηρά για την άσπλαχνη αγνότητα που μας αναγκάζουν να επιδεικνύουμε δημοσίως.

    Η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ
    Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη
    Εκδόσεις Μεταίχμιο

     
     
    Last edited: 5 Αυγούστου 2020
  8. Iagos

    Iagos Contributor

    Ο Ντονατιέ-Αφόνς-Φρανσουά, Μαρκήσιος ντε Σαντ, γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 2 Ιουνίου του 1740.

    Από τα πέντε έως τα δέκα του ζει κοντά στον θείο του, αββά ντε Σαντ. Ο αββάς, άνθρωπος των γραμμάτων αλλά και ελεύθερων ηθών δεν έμαθε στον ανιψιό του πολλά περί ηθικής, σίγουρα όμως τον μύησε στα «γράμματα».

    Σπουδάζει στο ιησουίτικο σχολείο «Λουδοβίκος ο Μέγας» και στα δεκατέσσερα μπαίνει σε μια στρατιωτική σχολή του ιππικού. Μετά την αποφοίτηση του παίρνει μέρος στον επταετή πόλεμο της Πρωσίας, όπου επαινείται για τις επιδόσεις του, αλλά γίνεται περισσότερο γνωστός χάρη στη σκανδαλώδη ερωτική του συμπεριφορά.

    Στο μεταξύ τα οικονομικά του πατέρα του χειροτερεύουν και ο σφοδρός έρωτας του νεαρού μαρκήσιου για τη δεσποινίδα ντε Λωρίς θυσιάζεται στον πλούσιο γάμο που του επιβάλλει ο πατέρας του με την δεσποινίδα ντε Μοντρέιγ.

    Από αυτό το γάμο αποκτά μια ψυχρή και θρησκόληπτη σύζυγο που όμως θα σταθεί γενναία στο πλευρό του συζύγου της καθ’ όλη την διάρκεια των διώξεων που θα υποστεί. Αποκτά όμως επίσης και μια πεθερά που όταν δεν μπορεί πλέον να τον καλύπτει, θα τον καταδιώξει ανηλεώς, και μια γοητευτική νύφη (την αδερφή της γυναίκας του) που αργότερα θα γίνει ερωμένη του.

    Ο μαρκήσιος είναι ένας άνδρας γεροδεμένος, μετρίου αναστήματος, με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Όπως πάρα πολλοί άλλοι, είναι άθεος και ελευθέριος. Καθώς δεν είναι ούτε υποκριτής ούτε καν προσεκτικός, γρήγορα προκαλεί το ενδιαφέρον της αστυνομίας.

    Πέντε μήνες μετά τον γάμο του εκτίει μικρή ποινή για «βέβηλες και ασεβείς πράξεις».

    Το 1768 οδηγεί μια ζητιάνα σ’ ένα «σπίτι» όπου τη μαστιγώνει με μανία. Φυλακίζεται για έξι μήνες και αποζημιώνει τη Ρόζα Κέλλερ με το τεράστιο ποσό των 24000 λιβρών.

    Ξαναγυρίζει στο στρατό, φυλακίζεται για χρέη και στη συνέχεια μπλέκει σε νέο σκάνδαλο. Το 1772 ύστερα από μια βραδιά ακολασίας με τον υπηρέτη του και τέσσερεις πόρνες, στις οποίες δίνει ουσίες κατηγορείται, από τη μια, για δηλητηρίαση και σοδομία. Αν και οι κατηγορίες δεν αποδεικνύονται, ύστερα από την παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης, εχθρού της οικογένειας Μοντρέιγ, καταδικάζεται σε θάνατο. Πριν από την καταδίκη του διαφεύγει στην Ιταλία με τη νύφη του, την κυρία ντε Λωναί που είναι πλέον η ερωμένη του. Η πεθερά του, μη μπορώντας να του συγχωρήσει την ατίμωση της δεύτερης κόρης της, ασκεί όλη την επιρροή της και ζητά από τον Βασιλιά της Σαρδηνίας να φυλακίσει τον Σαν, παρόλο που δεν έχει διαπράξει τίποτα το αξιόποινο στη Σαρδηνία.

    Ο ντε Σαντ δραπετεύει ύστερα από δεκαεπτά μήνες με τη βοήθεια της γυναίκας του.

    Το Φεβρουάριο του 1777, ύστερα από δολοπλοκίες της πεθεράς του, της κυρίας Μοντρέιγ, συλλαμβάνεται και πάλι και κρατείται στο φρούριο της Βενσέν με ειδική βασιλική διαταγή. Μήνες αργότερα απαλλάσσεσαι απ’ την καταδίκη του σε θάνατο και η ποινή του μετατρέπεται σε «επίπληξη» του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σε απαγόρευση διαμονής του στη Μασσαλία για τρία χρόνια. Η δυσαναλογία ανάμεσα σε αυτές τις δυο ποινές καταδεικνύει πως σ’ αυτήν την υπόθεση ο ντε Σαντ ήταν το θύμα των πολιτικών διαφορών μεταξύ Ανωτάτων Δικαστηρίων και του ανταγωνισμού ανάμεσα στον υπουργό Μωπεσύ και στην οικογένεια Μοντρέιγ. Ο ντε Σαντ θα εκδικηθεί με τον τρόπο του σκιαγραφώντας το πορτραίτο ενός ανώτατου δικαστή στο αφήγημα του «Ο εξαπατημένος πρόεδρος».

    Αν και αποδείχθηκε η αθωότητα του, μεταφέρεται αλυσοδεμένος στο Παρίσι, αφού η ειδική γραπτή διαταγή του βασιλιά, κατόπιν αιτήσεως της πανίσχυρης πεθεράς του, δεν είχε ακυρωθεί. Κατορθώνει ν’ απαλλαγεί από τη συνοδεία του και ν’ αποδράσει και ζει 39 μέρες ελευθερίας μέχρι τις 26 Αυγούστου του 1778 που ο επιθεωρητής Μαραί τον συλλαμβάνει ξανά. Είναι πλέον σαφές ότι οι γνωστοί κύκλοι τον θέλουν πάλι στη φυλακή. Ο Σαντ περιγράφει το γεγονός στο κείμενο «Η σύλληψη μου». Αυτή τη φορά θα μείνει στη φυλακή για 11 ολόκληρα χρόνια.

    Στις 13 Ιουλίου 1781, ύστερα από τέσσερα χρόνια και πέντε μήνες χωρισμού, τον επισκέπτεται για πρώτη φορά η γυναίκα του, παρουσία αστυνομικού! Παρ’ όλο που η ίδια ζει μια υποδειγματική ζωή ο Σαντ καταλαμβάνεται από τρομερή κρίση ζήλειας, γεγονός που θα επαναλαμβάνεται σε κάθε της επίσκεψη και σε κάθε επιστολή που της απευθύνει ο μαρκήσιος. Τη διατάζει να ντύνεται σεμνά, όπως αρμόζει σε γυναίκα φυλακισμένου και να εγκαταλείψει τις ψεύτικες μπούκλες, τις κορδέλες και τις δαντέλες. Για να τον ευχαριστήσει η μαρκησία αφήνει το διαμέρισμα της και εγκαθίσταται σε μοναστήρι!

    Στη φυλακή τα πρώτα χρόνια πότε ελπίζει και πότε αποθαρρύνεται καθώς η κράτηση του εκεί δεν έχει συγκεκριμένα χρονικά όρια αφού δεν δικαιολογεί καμία ποινή! Η γυναίκα του τον αφήνει να ελπίζει πως σύντομα θ’ απελευθερωθεί, αφού αυτό εξαρτάται από τη μητέρα της που μπορεί, αρκεί να το θελήσει, να ζητήσει την ανάκληση της βασιλικής διαταγής που η ίδια είχε προκαλέσει.

    Σε απόσπασμα από επιστολή του διαβάζουμε:

    «Ναι, είμαι ελευθέριος, τ’ ομολογώ. Φαντάστηκα όσα είναι δυνατόν να φανταστεί κανείς, αλλά οπωσδήποτε δεν έκανα όσα φαντάστηκα και οπωσδήποτε δεν θα τα κάνω όλα αυτά. Είμαι ελευθέριος αλλά δεν είμαι κακούργος μήτε δολοφόνος.»

    Σε άλλη του επιστολή προς τη γυναίκα του σκιαγραφεί εξαιρετικά τον εαυτό του:

    «….. αυταρχικός, παράφορος, ευέξαπτος, ακραίος στα πάντα, με μια ακόλαστη φαντασία σε ό,τι αφορά στα ήθη, που δεν έχει υπάρξει ξανά σε τούτη τη ζωή. Με δυο λόγια αυτός είμαι, γι αυτό σκοτώστε με ή δεχτείτε με όπως είμαι, γιατί δεν θ’ αλλάξω.»

    Εκτός από τις επιστολές ο Σαντ διαβάζει πάρα πολύ και γράφει:

    «Διάλογος ανάμεσα σ’ έναν ιερέα κι έναν ετοιμοθάνατο» (1782), «120 μέρες στα Σόδομα» (1785), «Η αλήθεια» (1787) « Τα βάσανα της αρετής» (1787), «Αλίν και Βαλκούρ» (1789).

    Με το ξέσπασμα της επανάστασης, ο Σαντ μεταφέρεται στο Σαραντόν, φυλακή για κρατούμενους και άσυλο για ψυχικά ασθενείς που συντηρούσαν καλόγεροι. Τα βιβλία του, τα πράγματα του, και το πιο σημαντικό, τα χειρόγραφα του, παραμένουν στη Βαστίλη και μέρος τους χάνεται μετά την κατάληψη του φρουρίου. Η γυναίκα του, που τα τελευταία χρόνια, είχε απομακρυνθεί, προφανώς λόγου της βίαιης συμπεριφοράς του, φοβήθηκε να αναζητήσει στη Βαστίλη τα υπάρχοντα του συζύγου της (γεγονός που της προσήψε σκαιότατα ο Σαντ) και εγκατέλειψε το Παρίσι.

    Οι δυο του γιοι που έχει να τους δει δεκαπέντε χρόνια τον επισκέπτονται στο Σαραντόν. «Έχουν κάτι από την έπαρση των Μοντρέιγ ενώ θα προτιμούσα να είχαν πάρει τον αέρα των ντε Σαντ.»

    Οι γιοι του, του ανακοινώνουν πως η Εθνοσυνέλευση κατήργησε τις αυθαίρετες φυλακίσεις και διέταξε την απελευθέρωση όσων κρατούνται με ειδική βασιλική διαταγή εκτός αν έχουν καταδικαστεί νόμιμα.

    Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ είναι επιτέλους ελεύθερος.

    Η Κυρία ντε Σαντ ζητά και πετυχαίνει διαζύγιο. Ο Σαντ χάνει σιγά, σιγά την περιούσια του και περιέρχεται σε δεινή οικονομική κατάσταση.

    Το 1790 συνδέεται με την ηθοποιό και μητέρα ενός παιδιού, Μαρί-Κονστανς Κενσνέ. Εκείνος την αγάπησε, την αποκαλεί «ευαίσθητη» και αυτή παραμένει αφοσιωμένη στο πλευρό του μέχρι και το θάνατο του. Μαζί ζουν μια ζωή πότε άνετη και πότε εξαθλιωμένη.

    Το 1790 γίνεται επίσης δραστήριο μέλος της τοπικής επιτροπής της πλατείας Βαντόμ. Ο Σαντ υπηρετεί την επανάσταση ως άνθρωπος των «γραμμάτων», αν και σε ένα γράμμα του γράφει για τις «δημοκρατικές κρεμάλες». Μέμφεται έντονα τους γιους του για τη φυγή τους από τη Γαλλία. Ο πύργος του, όμως , στη Λακόστ λεηλατείται και το όνομα του γράφεται κατά λάθος σ’ έναν κατάλογο εμιγκρέδων (ευγενών δηλαδή, που εγκατέλειψαν τη χώρα λόγω της επανάστασης ) με αποτέλεσμα να δημευτεί η περιουσία του. Το λάθος αυτό, παρά τις επανειλημμένες του προσπάθειες, εν κατόρθωσε να το διορθώσει παρά μόνο το 1801!

    Η πολιτική του δραστηριότητα συνεχίζεται παρ’ όλα αυτά αμείωτη. Διορίζεται επίτροπος για τα νοσοκομεία κι έχει τώρα στη δικαιοδοσία του το άσυλο του Σαραντόν όπου είχε κρατηθεί για λίγο. Γίνεται γραμματέας και έπειτα πρόεδρος της τοπικής επιτροπής. Παραιτείται από πρόεδρος όταν του ζητούν να περάσει από ψηφοφορία μια πρόταση για τη θανατική ποινή, της οποίας ο Σαντ υπήρξε πάντοτε πολέμιος.

    Στις 8 Δεκεμβρίου του 1793 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή το 1791 είχε θέσει υποψηφιότητα για τη συνταγματική βασιλική φρουρά. Μεταφέρεται στο άσυλο Πικπύς για λόγους «υγείας», όπου έχει συγκρατούμενο του τον Λακλό ( τον συγγραφέα των «επικίνδυνων σχέσεων ). Απελευθερώνεται το 1794, αφού η τοπική επιτροπή του παρουσίασε ένα πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης.

    Τώρα πια ασχολείται περισσότερο με τη λογοτεχνία. Τα έργα του κυκλοφορούν κυρίως μεταξύ 1791 και 1800. Τα τολμηρά του μυθιστορήματα «Νέα Ζυστίν» και «Ιουλιέτα» κυκλοφορούν ελεύθερα μέχρι την ημέρα που θα επιβληθεί η ηθικοπλαστική αντίδραση του Βοναπάρτη. Ο Σαντ συλλαμβάνεται το 1801 με το πρόσχημα περί ασέμνων βιβλίων. Οι λόγοι για μια ακόμα φορά είναι πολιτικοί. Με διοικητική απόφαση, που ισοδυναμεί με τα βασιλικά αυθαίρετα διατάγματα, κρατείται από το 1801 στο άσυλο της Αγίας Πελαγίας και το 1803 μεταφέρεται στο άσυλο Σαραντόν.

    Το 1807 τελειώνει το μυθιστόρημα του « Η ιστορία της Αιμιλίας» που κατάσχεται λίγο αργότερα απ’ την αστυνομία και καίγεται ύστερα από αίτηση του δεύτερου γιου το Σαντ, λίγες μέρες μετά το θάνατο του.

    Μέχρι και το 1813, ο Σαντ σκηνοθετεί θεατρικές παραστάσεις στις οποίες παίζουν οι ίδιοι οι ψυχικά ασθενείς του Σαραντόν, γράφει κάποια θεατρικά έργα και καλεί όχι μόνο τους αρρώστους και το προσωπικό αλλά και θεατές από το Παρίσι. Το 1813 απαγορεύουν τις παραστάσεις του στο Σαραντόν.

    Ο Σαντ κρατείται στο άσυλο μέχρι το θάνατο του το 1814.

    Iagos


      [/IMG]

     
    Last edited: 2 Οκτωβρίου 2020
  9. Iagos

    Iagos Contributor

    120 Μέρες Στα Σόδομα

    δευτερη μερα

    Σηκώθηκαν τη κανονική ώρα. Ο επίσκοπος που είχε τελειώς συνέλθει από τις ακρότητές του, είχε ξυπνήσει στις τέσσερεις το πρωί και θεώρησε σκανδαλώδες το γεγονός να τον αφήσουν να κοιμηθεί μόνο. Χτύπησε το κουδούνι για ναρθουν στην ορισμένη θέση τους η Ιουλία κι ο γαμιάς που του αντιστοιχούσε. Φτάσανε σχεδόν αμέσως και στα χέρια τους ο ακόλαστος βυθίστηκε ξανά μέσα σε νέες ασωτείες. Όταν τέλειωσε το πρωινό μες στο διαμέρισμα των κοριτσιών, κατά τη συνήθειά του, ο Ντυρσέ άρχισε να τις επιθεωρεί και παρόλα όσα είχανε πει, διαπίστωσε καινούριες παραβάσεις. Η Μισέλ ήταν ένοχη για κάτι κι η Αυγουστίνα, παρόλο που ο Κυρβάλ της είχε μηνύσει να κρατηθεί όλη μέρα σε μια ορισμένη κατάσταση, είχε κάνει το ακριβώς αντίθετο: το είχε ξεχάσει, ζητούσε να τη συχωρέσουν κι υποσχότανε πως δε θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Η τετραρχία όμως ήταν αδυσώπητη και τις γράψανε και τις δυο στον κατάλογο για να τιμωρηθούνε το πρώτο Σάββατο. Τα κοριτσάκια τους είχαν ιδιαιτέρως δυσαρεστήσει με την αδεξιότητά τους στη τέχνη του αυνανισμού κι ο τρόπος που χανε δοκιμάσει τη παραμονή τους είχεν εκνευρίσει. Ο Ντυρσέ πρότεινε να ορίσουν μιαν ώρα κάθε πρωί για να τους κάνουν μάθημα, έτσι ο καθένας με τη σειρά του θα σηκωνόταν μιαν ώρα νωρίτερα. Η ώρα για την εξάσκηση ορίστηκε από τις εννιά μέχρι τις δέκα. Αποφασίσαν να κάθεται αυτός με την ησυχία του σε μια πολυθρόνα, στο κέντρο του χαρεμιού. Κάθε κοριτσάκι που θα τ' οδηγούσε και θα το βοηθούσε η Ντυκλό, η καλύτερη αυνανίστρια του πύργου, θα δοκιμαζότανε πάνω του. Η Ντυκλό θα οδηγούσε τις κινήσεις του χεριού του, θα του μάθαινε τη ταχύτητα που πρεπε να δώσει στους παλμούς, ανάλογα με τη κατάσταση του άρχοντα, θα του δειχνε τη στάση και τη θέση που πρεπε να χει όσο κρατούσεν η επιχείρηση, θα ορίζανε τέλος τιμωρία για όποια, μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο, δε θα τα χε καταφέρει τέλεια σ' αυτή τη τέχνη, χωρίς να χει ανάγκη από άλλα μαθήματα. Τους συστήσανε, σύμφωνα με τις αρχές του φραγκισκανού, να κρατούνε συνέχεια, όσο διαρκεί η επιχείρηση, τη κεφαλή ξεσκέπαστη. Το δεύτερο χέρι που θα μενε λεύτερο, θα πρεπε ασταμάτητα, όλην αυτή την ώρα, να χαϊδεύει τα περίχωρα, ανάλογα με τις διάφορες ιδιοτροπίες του κυρίου. Αυτό το σχέδιο του τραπεζίτη, άρεσε σ' όλους.

    Η Ντυκλό ειδοποιήθηκε και δέχτηκε να χουνε στο διαμέρισμά τους ένα πάσαλο για να μπορούν να εξασκούνε συνέχεια τη παλάμη τους και να διατηρούνε την απαραίτητη δεξιοτεχνία. Αναθέσανε στον Ηρακλή την ίδια δουλειά με τ' αγόρια. Αυτά είναι πιο επιδέξια από τα κορίτσια γιατί δεν έχουνε παρά να κάνουνε στους άλλους αυτό που κάνουνε στον εαυτό τους. Έτσι δε χρειαστήκανε περισσότερον από μια βδομάδα για να γίνουν οι απολαυστικότεροι μαλακιστές που τανε δυνατό να βρεθούν. Δε βρέθηκε κανείς παραβάτης μεταξύ τους, εκείνο το πρωί. Το παράδειγμα του Νάρκισου, τη παραμονή, τους έκανε ν' αρνηθούν όλες τις άδειες κι έτσι στο παρεκλήσι πήγαν μόνο, η Ντυκλό, δυο γαμιάδες, η Ιουλία, η Τερέζα, ο Ερωτιδέας κι η Ζελμίρα.

    Ο Κυρβάλ κάβλωσε πολύ. Τον είχεν ανάψει εξαιρετικά το πρωί ο 'Αδωνις, στην επίσκεψη των αγοριών και νόμισαν ότι θα χύσει, βλέποντας τη Τερέζα και τους δυο γαμιάδες να ενεργούνται, αλλά συγκρατήθηκε. Το γεύμα έγινε όπως συνήθως, μόνο που ο αγαπητός μας πρόεδρος, έχοντας πιει και πορνέψει ιδιαιτέρως όσο τρώγανε, άναψε και πάλι στον καφέ, που το σερβίρισαν η Αυγουστίνα κι η Μισέτ, ο Ζελαμίρ κι ο Ερωτιδέας. Τους διεύθυνε η γρια Φανσόν κι από ιδιοτροπία της είχανε παραγγείλει ναναι γυμνή σα τα παιδιά. Αυτή η αντίθεση προκάλεσε τη νέα λάγνα μανία του Κυρβάλ, που αφέθηκε σε ορισμένες εκλεκτές παρεκτροπές με τη γρια και τον Ζελαμίρ, έτσι έχυσεν επιτέλους.

    Ο δούκας με τη ψωλή σηκωμένη, έσφιγγε πάνω του την Αυγουστίνα, κραύγαζε, έβριζε, παραληρούσε κι η δόλια η μικρούλα έτρεμε ολάκερη κι όλο τραβιότανε πίσω, σα τη περιστέρα μπρος στο αρπακτικό πουλί που ενεδρεύει κι είναι έτοιμο να την αρπάξει. Αρκέστηκε παρολαυτά σ' ορισμένα άσωτα φιλιά και της έκανε ένα πρώτο μάθημα προκαταβολή γι'αυτό που θ' άρχιζε την επομένη. Οι άλλοι δυο, λιγότερο ζωηροί, είχανε κιόλας αρχίσει τον απογευματινό τους ύπνο. Οι δυο πρωταθλητές μας τους μιμηθήκανε και ξυπνήσανε πια στις έξι για να περάσουνε στο σαλόνι των αφηγήσεων. Όλες οι τετράδες της παραμονής είχαν αλλάξει. Τόσο τα πρόσωπα όσο κι οι φορεσιές. Όταν όλα ετοιμάστηκαν, η Ντυκλό ανέβηκε στο βήμα και συνέχισε τη διήγησή της:

    "Η μητέρα μου είχε να εμφανιστεί στο σπίτι τρεις μέρες, ώσπου ο άντρας της, που ανησυχούσε περισσότερο για το κομπόδεμα και το χρήμα της παρά για την ίδια, αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο όπου συνηθίζαν να μαζεύουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν. Οποία όμως υπήρξεν η έκπληξή του όταν, αντί γι' αυτό που ψαχνε, βρήκε σημείωμα της μητέρας μου που του λεγε να το πάρει απόφαση για ό,τι έχει χάσει. Αποφασισμένη να τονε χωρίσει οριστικά και μην έχοντας καθόλου χρήματα, ήταν αναγκασμένη να πάρει ό,τι είχε. 'Αλλωστε έφταιγεν αυτός που τον εγκατέλειψε γιατί τη κακομεταχειριζότανε. Του άφηνε δυο κορίτσια που αξίζανε και με το παραπάνω τα χρήματα που του πήρε. Ο ανθρωπάκος όμως δεν είχε την ίδια γνώμη για την αξία μας, έτσι μας έδιωξε ευγενικά και μας παρακάλεσε μάλιστα να μη κοιμηθούμε σπίτι, δείχνοντας έτσι πως δε λογάριαζε καν τη μητέρα μου.

    Όχι και τόσο στεναχωρημένες από τη καλωσύνη του, που μας χάριζε, στην αδελφή μου κι εμένα, όλη την ελευθερία που χρειαζόμασταν ν' αφεθούμε με την ησυχία μας στο είδος ζωής που τόσον είχεν αρχίσει να μας αρέσει, το μόνο που κάναμε ήτανε να πάρουμε τα λιγοστά μας πράματα και να φύγουμε γρήγορα από τον καλό μας πατριό. Αποτραβηχτήκαμε αμέσως σ' ένα μικρό δωμάτιο κει κοντά, περιμένοντας ν' αποφασίσουμε τη μοίρα μας. Εκεί οι πρώτες μας σκέψεις αφορούσανε στη τύχη της μητέρας μας. Δεν αμφιβάλλαμε στιγμή πως βρισκότανε στο μοναστήρι, αποφασισμένη να ζήσει κρυφά με κάποιον παπά ή να συντηρείται απ' αυτόν σε κάποια γωνιά εκεί γύρω. Αυτή τη γνώμην είχαμε όταν ένας Αδελφός από το μοναστήρι ήρθε και μας έφερε ένα σημείωμα που άλλαξε τα συμπεράσματά μας. Το σημείωμα έγραφε με λίγα λόγια, πως το καλύτερο που χαμε να κάνουμε, ήταν να πάμε, μόλις βράδιαζε στο μοναστήρι του Πατέρα-φύλακα, του ίδιου που γραφε το σημείωμα. Θα μας περίμενε στην εκκλησία ως τις δέκα το βράδυ και θα μας πήγαινε στο μέρος που βρισκόταν η μητέρα μας. Έτσι, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε και ν' απολαύσουμε μαζί της τη τωρινή της ευτυχία κι ηρεμία. Μας παρότρυνε μάλιστα να μη λείψουμε και κυρίως να το κρύψουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, γιατί ήτανε βασικό να το κρατήσουμε μυστικό από τον πατριό μας, ό,τι κάνανε για τη μητέρα μας και για μας. Η αδελφή μου τότε είχε φτάσει πια τα δεκαπέντε, ήτανε συνεπώς πιο έξυπνη και πιο λογική από μένα, που ήμουν μόλις εννιά. Έτσι αφού άφησε τον αγγελιαφόρο να φύγει απαντώντας πως θα τα σκεφτεί όλα τούτα, δε μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της.
    -'Φρανσόν', μου είπε, 'να μη πάμε. Κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Αν η πρόταση ήταν ειλικρινής, η μητέρα μου ή θαχε γράψει κι ένα δικό της σημείωμα ή θαχεν υπογράψει τούτο δω. Και με ποιόν μπορεί να βρίσκεται στο μοναστήρι; Ο πάτερ Αδριανός ο καλύτερός της φίλος, έχει φύγει εδώ και δυο-τρία χρόνια σχεδόν. Από κείνη την εποχή, πηγαίνει μόνο σα περαστική και δεν έχει καμιά κανονική σχέση με κανένα... Τι την έκανε να διαλέξει αυτό το καταφύγιο; Ο Πάτερ-φύλακας δεν είναι, ούτε κι υπήρξε ποτέ, εραστής της. Ξέρω πως τον έχει διασκεδάσει δυο-τρεις φορές, δεν είναι όμως από τους άντρες που δεσμεύονται από γυναίκα γι' αυτό και μόνο. Γιατί είναι κι ο ίδιος και πολύ ασταθής και πολύ σκληρός με τις γυναίκες, μόλις του περάσει το κέφι. Από που κι ως που λοιπόν δείχνει τόσον ενδιαφέρον για τη μητέρα μας; 'Ακου με που σου λέω, κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Ποτέ δε τονε συμπάθησα τον γέρο-φύλακα. Είναι κακός, σκληρός και βίαιος. Μ' είχε παρασύρει μια φορά στο δωμάτιό του όπου ήταν μαζί με τρεις άλλους και μετά απ' αυτό που μου συνέβη, ορκίστηκα να μη ξαναπατήσω κει μέσα. Αν θες να μ' ακούσεις, ας τους αφήσουμε όλους αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους. Δε χρειάζεται πια να στο κρύβω, Φρανσόν, έχω μια γνωριμία και μάλιστα τολμώ να πω, μια καλή φίλη, τη κυρία Γκερέν. Εδώ και δυο χρόνια τη συναντώ κι από την εποχή κείνη δε πέρασε μια βδομάδα χωρίς να μου κλείσει μια καλή δουλειά. Όχι όμως φτηνοδουλειές σαν αυτές που κάναμε στο μοναστήρι. Δεν υπήρξε ούτε μια που να μη μου απέφερε τρία σκούδα. Να μάλιστα η απόδειξη', συνέχισεν η αδελφή μου, δείχνοντάς μου ένα πουγκί που υπήρχανε πάνω από δέκα λουδοβίκια, 'βλέπεις πως μου φτάνουνε για να ζήσω. Ε! λοιπόν αν θες τη συμβουλή μου, να κάνεις ό,τι κι εγώ. Η Γκερέν θα σε δεχτεί, είμαι σίγουρη, σε είδε πριν οχτώ μέρες όταν είχεν έρθει να με ζητήσει για δουλειά και μου ανέθεσε να στο προτείνω. Όσο κι αν είσαι νέα, κάπου θα βρει να σε βάλει. Κάνε όπως εγώ, σου λέω, και σε λίγο θα κάνουμε χρυσές δουλειές. Κατά τ' άλλα δεν έχω τι άλλο να σου πω, γιατί εκτός από απόψε που θα σου κάνω τα έξοδα, μην υπολογίζεις άλλο σε μένα μικρή μου. Σ' αυτό τον κόσμο ο καθένας για τον εαυτό του. Αυτά τα κέρδισα με τα χέρια και το κορμί μου, κάνε κι εσύ το ίδιο. Κι αν σ' εμποδίζει η ντροπή να πας στο διάολο και κυρίως μην έρθεις να με βρεις, γιατί μετά απ' όσα σου λέω, ακόμα κι αν σε δω με τη γλώσσα να σέρνεται στο χώμα, δε θα σου δώσω μητ' ένα ποτήρι νερό. Όσο για τη μητέρα, δε μ' ενδιαφέρει η τύχη της όποια κι αν είναι. Σου δηλώνω πως είμαι ικανοποιημένη κι ότι η μόνη ευχή που κάνω για τη πουτάνα, είναι να βρίσκεται αρκετά μακριά για να μη τη ξαναδώ σ' όλη μου τη ζωή. Ξέρω πόσο μ' εμπόδισε στο επάγγελμά μου και τι καλές συμβουλές μουδινε τη στιγμή που η κυράτσα έκανε τρεις φορές χειρότερα. Να τη πάρει ο διάολος χρυσή μου, και κυρίως μη τη ξαναφέρει. Τίποτ' άλλο δεν εύχομαι'.

    Επειδή, για ναμαι ειλικρινής, ούτε η καρδιά μου ήτανε πιο τρυφερή, ούτε κι ο δρόμος της ψυχής μου πιο ορθός από της αδελφής μου, συμφώνησα μ' όλες τις βρισιές που φόρτωσε την εξαιρετικήν αυτή μητέρα. Αφού ευχαρίστησα την αδελφή μου για όσα μουμαθε, της υποσχέθηκα να την ακολουθήσω σ' αυτή τη γυναίκα. Έτσι από τη στιγμή που θα με υιοθετούσε, θαπαυα να της είμαι βάρος. Όσο για την άρνησή της να πάει στο μοναστήρι, συμφώνησα κι εγώ."
    (...)

    ...Η αντικαταστάτρια της Ευγενίας ήταν η Λουσίλ, συνέχισε η Ντυκλό. Πήρε τη θέση της στη καρδιά μου και στο κρεβάτι μου, αλλά όχι και στις άλλες δραστηριότητες του σπιτιού, γιατί της έλειπαν το φρόνιμο ήθος κι η υποτακτικότητα. Όπως και να ‘ναι ωστόσο, στα χέρια της εμπιστεύτηκα σε λίγες ημέρες τον ηγούμενο των Βενεδικτίνων, που ερχόταν να μ’ επισκεφτεί από καιρό σε καιρό και που τον διασκέδαζε συνήθως η Ευγενία. Ο άγιος αυτός πατέρας, αφού έκανε γλειφομούνι για κάμποση ώρα και βύζαινε για καλά το στόμα του κοριτσιού, το έβαζε να του μαστιγώνει ελαφριά τον πούτσο και τα αρχίδια με κάτι λεπτές βέργες κι εκσπερμάτωνε χωρίς να μαλακίζεται, αρκούμενος απλώς στο άγγιγμα και στη τριβή που έκαναν οι βέργες πάνω σ' αυτά τα όργανα. Η μεγαλύτερη ηδονή του τότε ήταν να βλέπει το κορίτσι να τινάζει στον αέρα με τις βέργες του τις σταγόνες του σπέρματος που έβγαινε από τη ψωλή του. Ο δούκας, που είχε ανάψει παρακολουθώντας το θέαμα, άρπαξε την Αυγουστίνα και βάλθηκε να της γλείφει τη κλειτορίδα, με αποτέλεσμα να τη κάνει να χύσει δυο-τρεις φορές, πράγμα που η μικρή κείνη κατεργάρα, γεμάτη φλόγα και καυλιάρα όπως ήτανε, το πέτυχε μέσα σε λίγα λεπτά. Την ώρα που ο δούκας βεβήλωνε με αυτόν τον τρόπο την Αυγουστίνα δεν υπήρχε πιο ευχάριστο θέαμα από το να βλέπεις τον Ντυρσέ να δρέπει τα προϊόντα της απόλαυσης που προκαλούσε κάποιος άλλος, φιλώντας αχόρταγα το στόμα αυτής της όμορφης παιδούλας και καταπίνοντας, ούτως ειπείν, την ηδονή που ο φίλος του διοχέτευε μέσα στις αισθήσεις της

    Το μικρό αυτό απόσπασμα βρίσκεται στο βιβλίο των Εκδόσεων Εξάντας, (1980) κι είναι 2 τόμοι. Τη μετάφραση έχουνε κάνει οι Τάκης Θεοδωρόπουλος & Πέτρος Παπαδόπουλος.

     
  10. Iagos

    Iagos Contributor

    Ο τρόπος που σκέφτομαι

    Προς την Κυρία ντε Σαντ

    Αρχές Νοεμβρίου 1783

    Ω Θεέ μου! Πόσο δίκιο έχει ο Κύριος Ντυκλό όταν γράφει στις Εξομολογήσεις του, σελ. 101, πως τα αστεία των δικαστικών αποπνέουν πάντοτε τη μυρωδιά του συναφιού.

    Ας μου επιτρέψει να υπερθεματίσω λέγοντας ότι αποπνέουν πάντοτε τη μυρωδιά του προθαλάμου και μάλιστα του κακού προθαλάμου, γιατί ασφαλώς οι αστεϊσμοί των λαϊκών στρωμάτων δεν θα περιείχαν ποτέ όλες αυτές τις ηλίθιες κοινοτοπίες τις οποίες επινοεί η μητέρα σας με το λογιστή της.

    Έτσι λοιπόν δεν θα τα βαρεθείτε ποτέ!

    Έτσι θα έχουμε ως την τελευταία στιγμή φαιδρότητες και δικαστικούς. Θαυμάσια, χορτάστε τους λοιπόν!

    Απολαύστε τους μέχρι τέλους! Έχω άδικο να θέλω να σας συνετίσω και το σφάλμα μου δεν διαφέρει από τη στάση ενός ανθρώπου που θα επιχειρούσε να πείσει ένα γουρούνι πως μια κρέμα φτιαγμένη με ροδόνερο αξίζει περισσότερο από τα σκ...

    Μα όταν μου δίνετε παραδείγματα ξεροκεφαλιάς, τουλάχιστον μην κατακρίνετε τη δική μου. Εμμένετε στις
    αρχές σας, δεν είναι έτσι; Κι εγώ εμμένω στις δικές μου. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά
    ανάμεσα σ’ εμάς τους δύο είναι ότι τα συστήματά μου στηρίζονται στη λογική, ενώ τα δικά σας είναι μονάχα προϊόν βλακείας.

    Λέτε πως ο τρόπος σκέψης μου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Και τι με νοιάζει;

    Τρελός είναι όποιος υιοθετεί έναν τρόπο σκέψης για τους άλλους! Ο τρόπος που σκέφτομαι είναι ο καρπός των στοχασμών μου. Είναι αποτέλεσμα της ύπαρξής μου, της εσωτερικής μου συγκρότησης. Δεν είναι στο χέρι μου να τον αλλάξω. Δεν θα είναι ποτέ και δεν θα το κάνω.

    Αυτός ο τρόπος σκέψης που κατακρίνετε αποτελεί τη μόνη παρηγοριά της ζωής μου.
    Ανακουφίζει όλους τους πόνους μου στη φυλακή, συνθέτει όλες μου τις απολαύσεις σ’ αυτό τον κόσμο, και τον λογαριάζω πάνω και από τη ζωή. Δεν είναι ο δικός μου τρόπος σκέψης που ευθύνεται για τη δυστυχία μου, αλλά των άλλων. Ο λογικός άνθρωπος που περιφρονεί τις προκαταλήψεις των κουτών γίνεται υποχρεωτικά εχθρός των κουτών·
    οφείλει να το περιμένει και να το περιγελά. – Ένας ταξιδιώτης ακολουθεί έναν όμορφο
    δρόμο. Τον έχουν γεμίσει με παγίδες. Πέφτει στις παγίδες.

    Θα πείτε πως φταίει ο ταξιδιώτης ή ο αχρείος που τις έστησε; Αν λοιπόν, όπως διατείνεστε, η ελευθερία μου
    εξαγοράζεται με θυσία των αρχών μου ή των ορέξεών μου, μπορούμε να αποχαιρετιστούμε
    για πάντα, γιατί στη θέση τους θα θυσίαζα χίλιες ζωές και χίλιες ελευθερίες, αν τις είχα.

    Ακολουθώ αυτές τις αρχές και αυτές τις ορέξεις μέχρι φανατισμού και ο φανατισμός είναι
    το προϊόν της καταδίωξης των τυράννων μου.

    Όσο συνεχίζουν τις διώξεις τους, τόσο
    ριζώνουν στην καρδιά μου αυτές οι αρχές, και διακηρύσσω ανοιχτά ότι δεν χρειάζεται να μου μιλήσουν ποτέ για ελευθερία, αν η ελευθερία μου δεν εξαγοράζεται με το χαμό τους.

    Το δηλώνω σε σας. Θα το δηλώσω στον κύριο Λε Νουάρ. Θα το δηλώσω σ’ όλο τον κόσμο.

    Ούτε μπροστά στο ικρίωμα δεν θα αλλάξω γνώμη. Αν οι αρχές και οι προτιμήσεις μου δεν συμβιβάζονται με τους γαλλικούς νόμους, δεν ζητώ καν να μείνω στη Γαλλία.

    Υπάρχουν στην Ευρώπη συνετές κυβερνήσεις που δεν ταπεινώνουν τους ανθρώπους για τις προτιμήσεις τους και δεν τους φυλακίζουν για τις απόψεις τους.

    Εκεί θα πάω να ζήσω και θα είμαι ευτυχής.

    Το κράτος δεν το βλάπτουν οι απόψεις και τα ελαττώματα των ιδιωτών, μόνο τα ήθη
    των δημοσίων ανδρών έχουν επίπτωση στη γενική διοίκηση. Αν ένας ιδιώτης πιστεύει ή δεν πιστεύει στο Θεό, αν σέβεται και τιμά μια πουτάνα ή της δίνει εκατό κλωτσιές στην κοιλιά, τούτη ή εκείνη η συμπεριφορά ούτε θα διαφυλάξει ούτε θα καταστρέψει τη συγκρότηση ενός κράτους. Αν όμως ο άρχοντας που πρέπει να μεριμνά για τον εφοδιασμό μιας πρωτεύουσας διπλασιάσει τις τιμές των τροφίμων επειδή οι προμηθευτές τού δίνουν μέρος των κερδών, αν ο υπεύθυνος του δημόσιου ταμείου αφήνει να υποφέρουν εκείνους
    που θα έπρεπε να μισθοδοτεί επειδή εκμεταλλεύεται ο ίδιος τα χρήματα, αν ο διαχειριστής μιας πολυάνθρωπης οικίας που ανήκει στο κράτος αφήσει να πεθάνουν της πείνας οι δύστυχοι στρατιωτικοί που μένουν σ’ αυτή επειδή θέλει να οργανώσει ο ίδιος για την οικογένειά του ένα πλουσιοπάροχο γεύμα την Τσικνοπέμπτη, το παράπτωμα αυτό θα συγκλονίσει το κράτος από τη μία άκρη στην άλλη· τα πάντα αλλοιώνονται, τα πάντα
    υποβιβάζονται.

    Παρ’ όλα αυτά ο καταχραστής θριαμβεύει, την ώρα που ο άλλος σαπίζει στη φυλακή: Ένα κράτος πλησιάζει την καταστροφή του, έλεγε ο καγκελάριος Ολιβιέ, στο παρλαμέντο του Ερρίκου Β’,όταν τιμωρεί μονάχα τον αδύναμο, και ο νεόπλουτος
    κακοποιός μένει ατιμώρητος με το χρυσάφι του.

    Ας διορθώσει πρώτα ο βασιλιάς τα δεινά της κυβέρνησής του, ας ξεπληρώσει τις
    καταχρήσεις της, ας κρεμάσει τους υπουργούς που τον εξαπατούν ή τον κλέβουν, προτού καταστείλει τις απόψεις ή τις προτιμήσεις των υπηκόων του!

    Επαναλαμβάνω ακόμη μια φορά αυτές οι προτιμήσεις, αυτές οι απόψεις δεν πρόκειται να κλονίσουν το θρόνο του,
    ενώ οι αχρειότητες εκείνων που βρίσκονται κοντά του αργά ή γρήγορα θα τον ανατρέψουν.

    Λέτε, αγαπητή φίλη, πως οι γονείς σας παίρνουν τα μέτρα τους ώστε να μην μπορέσω ποτέ να τους ζητήσω τίποτα. Αυτή σας η φράση είναι μοναδική γιατί αποδεικνύει κατ’ ανάγκη ότι κάποιος από τους δυο μας, αυτοί ή εγώ, είναι παλιάνθρωπος.

    Αν με θεωρούν ικανό να τους ζητήσω τίποτα παραπάνω από την προίκα σας, τότε εγώ είμαι παλιάνθρωπος (αλλά δεν είμαι· η παλιανθρωπιά δεν εντάχθηκε ποτέ στις αρχές μου, είναι ελάττωμα πολύ ταπεινό)· αν, αντίθετα, παίρνουν τα μέτρα τους ώστε να μη μου δώσουν ποτέ αυτά που φυσικά δικαιούνται τα παιδιά μου, τότε αυτοί είναι παλιάνθρωποι.

    Διαλέξτε, σας παρακαλώ, γιατί η φράση σας δεν αφήνει περιθώρια για τρίτη εκδοχή. Είναι το δεύτερο; Δεν θα εκπλαγώ διόλου, και δεν θα απορώ πια ούτε για τους κόπους που κατέβαλαν να σας παντρέψουν ούτε για την κουβέντα ενός από τους υποψηφίους γαμπρούς σας: Τη δεσποινίδα, βεβαίως, αλλά τους γονείς όχι! Δεν θα εκπλήσσομαι πια γιατί μου πληρώνουν την προίκα σας σε χρεώγραφα χάνοντας επιτόπου τα δύο τρίτα της αξίας τους· δεν θα αναρωτιέμαι γιατί άνθρωποι που ενδιαφέρονταν για μένα μου έλεγαν
    πάντα: Πάρτε τις προφυλάξεις σας, δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε.

    Με ανθρώπους που τα κανονίζουν έτσι που να μην πληρώσουν την προίκα που υποσχέθηκαν στην κόρη τους, τίποτε δεν πρέπει να σε εκπλήσσει. Και είναι καιρός που φοβάμαι μήπως η τιμή να σας χαρίσω τρία παιδιά ισοδυναμεί με την καταστροφή μου. Γι’ αυτό, δίχως άλλο, πέρασε
    τόσες φορές η μητέρα σας για να πάρει χαρτιά από το σπίτι μου. Με μερικά λουδοβίκια μπορεί τώρα θαυμάσια να αποσύρει τα πρωτότυπα από τους συμβολαιογράφους, να πλαστογραφήσει κάποια γραμμάτια προς τον Αλμπαρέ: είναι βέβαιο πως θα πρέπει να ζητώ ελεημοσύνη βγαίνοντας από τη φυλακή μου. – Λοιπόν, τι μπορώ να κάνω; Θα μου
    μένουν πάντα τρεις παρηγοριές για όλα αυτά: Η ευχαρίστηση να ενημερώνω την κοινή γνώμη, στην οποία καθόλου δεν αρέσουν οι παλιανθρωπιές των δικαστών σε βάρος των ευγενών, η ελπίδα να ενημερώσω το βασιλιά (πέφτοντας στα πόδια του, στην ανάγκη) ζητώντας του ικανοποίηση για τις πανουργίες των γονέων σας και, σε περίπτωση που όλα
    αυτά παραμείνουν χωρίς αποτέλεσμα, η τόσο γλυκιά ικανοποίηση για μένα να κατέχω μόνο εσένα, αγαπητή μου φίλη, και μόνο για χάρη σου να καταναλίσκω τα λίγα που μου έχουν απομείνει για τις καθημερινές σου ανάγκες, τις επιθυμίες σου, για τη μοναδική χαρά της καρδιάς μου, να βλέπω πως τα έχεις όλα από μένα.

    Μαρκήσιος ντε Σαντ
    Ο ΔΗΜΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥ

    Επιλογή κειμένων, εισαγωγή και σχόλια
    Dieter Hoffmann

    Μετάφραση και επιμέλεια
    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ

     
    Last edited: 13 Μαρτίου 2023
  11. Iagos

    Iagos Contributor

    «Η εξέγερση δηλωμένος σκοπός της ανάγνωσης.»

    Σχόλιο του Dieter Hofman.

    Μετάφραση Γιώργος Κόκκινος.

    Από το βιβλίο : «Μαρκήσιος Ντε Σαντ Ο δήμιος και το θύμα του» εκδόσεις «ΚΡΙΤΙΚΗ» ΣΕΛ. 32-33.


    Το στίγμα που βαραίνει ακόμα το έργο του Ντε Σαντ, η επίμονη διαβεβαίωση πως αντιβαίνει τη φύση, ισχυρισμός που δεν βασίζεται απλώς στην ανησυχία ότι από την ανάγνωση θα μπορούσε να διαφθαρεί και να εκφυλιστεί η ανθρώπινη φύση, αποτελεί έκφραση του απεριορίστου φόβου της κυρίαρχης ορθολογικότητας, του φόβου για ένα ενδεχόμενο ρήγμα που θα επιχειρούσε η αδιαφέντευτη φύση, την οποία προφανώς δεν κατόρθωσε να χαλιναγωγήσει.

    Από την αρχή της αστικής εποχής, στην Αναγέννηση, η φύση γίνεται γνωστή αποκλειστικά ως απόθεμα υλικών πόρων αποτελεί, αδιακρίτως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η έννοια της κοινωνικής προόδου συνδέεται αναπόσπαστα με την κυριάρχηση της φύσης, επομένως και του ανθρώπου ως ενεργού παράγοντα της. Κάθε «φύση», που εναντιώνεται επίμονα στην ευθυγράμμιση και μετουσίωση σε κανόνες και σκοπούς ξένους προς εαυτήν, πρέπει να εξουδετερωθεί ή τουλάχιστον να παραμεριστεί, ώστε να πραγματοποιηθεί η κοινωνική πρόοδος και να καλουπωθεί ο άνθρωπος ως μέσω αυτού του φετιχοποιημένου ιδεώδους.

    Η ορθολογικότητα που καλύπτεται πίσω από την απολυτοποιημένη κοινωνική πρόοδο αναγκάζεται από τις εγγενείς αρχές της-την αυτοσυντήρηση και την τελειοποίηση της κυριαρχίας πάνω στο υλικό των ανθρώπων και της φύσης-να καταστέλλει χωρίς συμβιβασμούς κάθε promesse bonheur, κάθε ουτοπική επαγγελία ευτυχίας πέρα από χρησιμοθηρία και εξουσιασμό. Η ιστορία όμως του κυνηγιού των μαγισσών και της εξόντωσης των (όχι μόνο) ηθικώς ετεροδόξων χαράσσεται στη μνήμη και διατηρεί τα ίχνη ενός άσβεστου πόθου ελευθέρωσης από κάθε κυριαρχία, ενός πόθου για ευτυχία.

    Η ανάγνωση λοιπόν, του Ντε Σαντ πρέπει να προκαλέσει αγανάκτηση. Όχι για την υποτιθέμενη εναντίωσή του προς τη φύση, αλλά για εμάς τους ίδιους, για την αδιαφορία και παθητικότητα μας εμπρός στα φετίχ της κοινωνικής ωφέλειας και μιας άνευ όρων προόδου, στα οποία πρόθυμα-αν όχι με ενθουσιασμό-υποτασσόμαστε. Αγανάκτηση για την αφωνία μας εμπρός στην ανεκπλήρωτη επαγγελία της ευτυχίας, αυτήν που οι πρόμαχοι της αστικής κοινωνίας τόσο επιπόλαια επικαλούνταν, ωστόσο απαγόρευαν την ευτυχία στην ανθρωπότητα τη στιγμή που ήθελαν να της την επιβάλουν με διάταγμα. Αγανάκτηση για τη λειψή μας αγωνιστικότητα.
    Και τέλος, αγανάκτηση επειδή ούτε καν αγανακτούμε, αλλά προσφερόμαστε ως παθητικό υλικό για εργαλειοποίηση σε ετερογενείς προς εμάς σκοπούς.

    Η ανάγνωση του Ντε Σαντ οφείλει να ωθεί προς την εξέγερση, ειδάλλως παραμένει χωρίς νόημα.

     
    Last edited: 4 Δεκεμβρίου 2023
  12. Iagos

    Iagos Contributor

    " Ο απόκρυφος τόπος της ακολασίας"

    Εκδόσεις "Κριτική"

    Μετάφραση Γιώργος Κόκκινος


    Με δύο λόγια: να τρέμετε, να μαντεύετε, να υπακούτε, να προβλέπετε, κι έτσι, ακόμη κι αν δεν έχετε την τύχη με το μέρος σας, τουλάχιστον δεν θα ΄στε απόλυτα δυστυχισμένες. Ούτε δολοπλοκίες μεταξύ σας ούτε δεσμοί. Μακριά απ αυτές τις ηλίθιες κοριτσίστικες φιλίες που, μαλακώνοντας από τη μια την καρδιά, την κάνουν από την άλλη πιο ονειροπόλα και λιγότερο ανθεκτική στην απλή και μόνη ταπείνωση που σας προορίζουμε. Να έχετε υπόψη σας ότι δεν θα σας βλέπουμε καθόλου σαν πλάσματα ανθρώπινα, αλλά απλά και μόνο σαν ζώα που τα τρέφουμε για τις υπηρεσίες που θα μας προσφέρουν και που τα τσακίζουμε στο ξύλο όταν μας τις αρνιούνται.

    Είδατε σε τι σημείο σας έχουμε απαγορεύσει οτιδήποτε μπορεί να μοιάσει με θρησκευτική λατρεία. Σας προειδοποιώ ότι υπάρχουν ανάμεσά σας μερικές ηλίθιες που δεν μπορούν να το πάρουν απόφαση να εξορκίσουν την ιδέα αυτού του άτιμου θεού και να αποστραφούν τη θρησκεία: θα τις εξετάσουμε εξονυχιστικά, δεν σας το κρύβω, και θα φτάσουμε στα άκρα αν κατά κακή τους τύχη τις πιάσουμε επ αυτοφώρω. Να αλλάξουν τα μυαλά τους αυτά τα ανόητα πλάσματα και να πειστούν επιτέλους ότι η ύπαρξη του θεού είναι μια τρέλα που ζήτημα αν αριθμεί είκοσι οπαδούς σήμερα πάνω στη γη, και ότι η θρησκεία που επικαλείται είναι ένας μύθος, ένα γελοίο παραμύθι που σκάρωσαν οι απατεώνες. Και η έννοια τους να μας κοροϊδέψουν έγινε πια εξόφθαλμη στις μέρες μας. Ένα έχω να σας πω: αν υπάρχει θεός και αν αυτός ο θεός είναι ισχυρός, πώς μπορεί να επιτρέψει στην αρετή, που σας χαρακτηρίζει και που τον τιμά, να θυσιαστεί, όπως πρόκειται να θυσιαστεί στη διαστροφή και την ακολασία; πώς μπορεί να επιτρέπει αυτός ο παντοδύναμος θεός σε ένα πλάσμα τόσο αδύναμο όσο είμαι εγώ, που αν με συγκρίνετε μαζί του μοιάζω με σκαθάρι δίπλα σε ελέφαντα, πώς επιτρέπει λέω σε αυτό το αδύνατο πλάσμα να τον εξυβρίζει, να τον χλευάζει, να τον προκαλεί, να τον αψηφά και να τον προσβάλλει, όπως μ αρέσει να κάνω από το πρωί έως το βράδυ;