Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

echoes

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος echo, στις 23 Ιανουαρίου 2009.

  1. Νηρηίς

    Νηρηίς Guest

     

    In the following days we saw Cecilia a lot. She would sit on her front steps, picking red berries off the bushes and eating them,
    or staining her palms with the juice. She always wore the wedding dress and her bare feet were dirty.
    In the afternoons, when sun lit the front yard, she would watch ants swarming in sidewalk cracks or lie on her back in fertilized grass staring up at clouds.
    Cecilia was wearing, as usual, the wedding dress with the shorn hem. The dress was vintage 1920s


    Cecilia's diary begins a year and a half before her suicide.
    "Emotional instability," he said, analyzing the handwriting. "Look at the dots on these i's. All over the place." And then, leaning forward, showing the blue veins beneath his weakling's skin, he added: "Basically, what we have here is a dreamer. Somebody out of touch with reality. When she jumped, she probably thought she'd fly.


    We became acquainted with starry skies the girls had gazed at while camping years before, and the boredom of summers traipsing from back yard to front to back again

    From invective she shifts without pause into her poetic reveries again. A couplet about summer from a poem she never finished, is quite nice, we think: The trees like lungsfilling with air My sister, the mean one, pulling my hair

    From two in the afternoon on, Cecilia soaked in the bathtub. It wasn't unusual for her to take marathon baths, but after what had happened the last time, Mr. and Mrs. Lisbon took no chances.

    She spent the rest of the day lying on the rug in her bedroom, staring up at her zodiac mobile and listening to the odd Celtic records she'd gotten through a mail-order house. "It was always some soprano singing about marshes and dead roses."

    We felt the imprisonment of being a girl, the way it made your mind active and dreamy, and how you ended up knowing which colors went together.
    that the girls were our twins, that we all existed in space like animals with identical skins, and that they knew everything about us though we couldn't fathom them at all. We knew, finally, that the girls were really women in disguise, that they understood love and even death, and that our job was merely to create the noise that seemed to fascinate them.


    still do not hear us, up here in the tree house, calling them out of those rooms where they went to be alone for all time, alone in suicide, which is deeper than death, and where we will never find the pieces to put them back together.

     

    The Virgin Suicides
    Jeffrey Eugenides
    (1993)
     
  2. Νηρηίς

    Νηρηίς Guest

    «Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963 όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος, που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσά. Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω, την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια μου για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι με την Τζοκόντα στο εξώφυλλο του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στον δρόμο. Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες ημέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου. Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων».

    «Αν το κάθε τραγούδι είχε στίχους», γράφει ποιητικά ο Μάνος Χατζιδάκις στο κείμενο που συνοδεύει το έργο, «θα ’λεγε περίπου αυτά:


    Τα σύννεφα πυκνά πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία μου
    σ’ έναν αβέβαιο κόσμο.
    Ας μπορούσα να τα σταματήσω…
    Ας μπορούσα να διαφύγω μέσα από μια στενή λουρίδα ουρανού.
    Που θα με πήγαινε και ποιον θα συναντούσα εκεί;
    Όμως τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα,
    την πόλη, την καρδιά μου και κάθε ελπίδα έχει χαθεί.
    Τα σύννεφα είναι κατάρα κι απειλή. Τα σύννεφα με σκεπάζουν. Κι είναι σιωπή.




    Απ’ το ανοιχτό παράθυρο μου κοιτάζω τα σύννεφα και πέφτουν στάλες χωρίς να καταλάβω αν είναι απ’ τα μάτια μου ή από τον ουρανό στα λουλούδια που καλλιεργεί στο δικό της παράθυρο η κοντέσα Εστερχάζυ, ακριβώς κάτω από το δικό μου δωμάτιο. Ο γιος της κοντέσας, μαθητής που διάβαζε στο παραθύρι, είδε τις στάλες, γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογελάει. Η κοντέσα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και του 'δειξε τα σκυθρωπά πορτραίτα των προγόνων του θυμίζοντας του πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό.



    Την ίδια ώρα οι γείτονες μου, περίεργοι, έκπληκτοι και βιαστικοί, μαζευόντουσαν στην εκκλησιά να δουν το θαύμα που από στόμα σε στόμα είχε μαθευτεί. Η Παναγιά κλαίει. Τρέχω κι εγώ, μ΄ από τον κόσμο δεν μπορώ να μπω. Όλοι μιλούν με φόβο και με περιέργεια για το θαύμα. Είναι η μοναδική Παναγία της πολιτείας που κλαίει, κι είναι πολύ για τη μικρή κι ασήμαντη γειτονιά μας. Παρακαλώ για να μ αφήσουνε να μπω, θέλω να δω, με σπρώχνουν, με πατούν, πονώ, ίσαμε που άρχισα να κλαίω κι εγώ. Μα ξαφνικά σαν μ είδανε να κλαίω, όλοι τους γύρω μου φτιάξανε κύκλο και σιγά σιγά απομακρυνόντουσαν από κοντά μου ταραγμένοι αφήνοντας με μόνη στο κέντρο ενός κύκλου που ολοένα μεγάλωνε, κι εγώ να κλαίω και να γίνομαι ένα μικρό σημάδι της πολιτείας, ενώ αυτοί να φεύγουν και να χάνονται στους γύρω δρόμους ψελλίζοντας: Η Παναγία που κλαίει.



    Τότες με είδε ο ουρανός κι έκλαψε κι αυτός. Μια καταιγίδα ξέσπασε κραυγάζοντας κι ενώθηκε με τις κραυγές και τις δικές μου και καθενός που βρέθηκε σ΄ αυτή την πόλη μοναχός. Ίσαμε που ένα σφύριγμα σκίζει την πολιτεία στα δύο και ξεψυχάει στα πόδια μου, αφήνοντας να διαφανεί ο παλιός ήχος από ένα τσέμπαλο, που μεσ’ τη νύχτα με οδήγησε στο εσωτερικό ενός σιωπηλού σπιτιού ¬– ενός σπιτιού που κατοικεί η μητέρα μου.



    Η μητέρα μου είναι γλυκιά και τρυφερή και μ’ αγαπάει. Θα ’θελε να ’χε σταματήσει ο χρόνος εκείνη τη στιγμή που μ’ έχει αντίκρυ και με κοιτάζει. Γνωρίζω εκείνη τη στιγμή καλά, μα δεν μπορώ, ούτε μπορεί να τη σταματήσει. Κι έτσι θα μείνει πάντα στη μνήμη μας, ευγενική και τρυφερή να καρτεράει μια δυο στιγμές που πέρασαν, μια δυο στιγμές που έζησα μοναδικά για κείνη.



    Βρίσκομαι σε μιαν αίθουσα συναυλιών. Παίζουν Βιβάλντι και με το πρώτο θέμα βλέπω το κάθισμα πλάι μου αδειανό. Αρχίζω να σε φτιάχνω με την φαντασία μου και να σε βλέπω πλάι μου ν’ ακούς μαζί μου μουσική. Όμως έρχεται πάλι το πρώτο θέμα και μου δείχνει το κάθισμά σου αδειανό. Σε ξαναφτιάχνω με αγωνία και για να μη μου φύγεις πιάνω το χέρι σου και στο κρατώ μες στο δικό μου, ίσαμε που ‘ρχεται ξανά το πρώτο θέμα κι αφήνει άδειο το κάθισμά σου. Χαϊδεύω τ’ άδειο κάθισμα που ‘ναι ζεστό από το κορμί σου, αρχίζω πάλι πλάι μου να νιώθω την αναπνοή σου, αλλά το πρώτο θέμα οριστικά, τυραννικά κι’ απελπισμένα μου φανερώνει την αλήθεια. Εγώ είμαι μόνος, το κάθισμα άδειο κι εσύ δεν υπάρχεις.



    Βγαίνοντας με πλησιάζει ένα ξανθό νέο παιδί. Όλοι από γύρω μας εξαφανίστηκαν και μείναμε μόνο οι δυο, κι αυτός να με κοιτάζει λίγο θλιμμένα και λίγο ειρωνικά. Μου λέγει: «Είμαι μια περίπτωση Νέου, που θα ‘θελε να σας γνωρίσει». Του απαντώ πως είμαι ολομόναχη και πως δεν είμαι έτοιμη να τον δεχτώ. Κι ήθελα τόσο πολύ μα δεν τολμούσα. Εκείνος μου χαμογέλασε, είπε «Κρίμα», και άφησε στα χέρια μου μια κάρτα του, μα ώσπου να δω τι έγραφε, είχε εξαφανιστεί.
    Η κάρτα είχε εξαφανιστεί. Η κάρτα είχε τυπωμένες δυο μόνο λέξεις: Νολλ, ο Θάνατος.




    Αυτόματα γύρω μου αστράψανε φώτα πράσινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν, μου ρίχνανε ματιές που με κορόιδευαν, μου τρύπαγαν τα σωθικά, με τις φωνές τους πρόστυχες σκίζαν τα ρούχα μου, περνούσανε βελόνες στο κορμί μου, έτρεχα να γλιτώσω, μα από παντού ξεφύτρωναν οι Δολοφόνοι.



    Τέλος βρέθηκα στην απομακρυσμένη γειτονιά μου, σκισμένη, ματωμένη και τσακισμένη, χωρίς ζωή, να περπατώ στον έρημο μα γνώριμο μου δρόμο, μ όλα τα σπίτια σιωπηλά, να με κοιτάζουν εχθρικά να προσπερνώ, θλιμμένη αβάσταχτα, γιατί δεν εσταμάτησα τη στιγμή που θέλησε η μητέρα μου, γιατί δεν είπα «ναι» στον κ. Νολλ, γιατί δεν άφησα να μ αφανήσουν οι δολοφόνοι. Τώρα ένας έναστρος μα παγωμένος ουρανός με συνθλίβει και με κάμει να τρέχω σούρνοντας τα βήματα μου προς το σπίτι μου.



    Σαν μπήκα σπίτι μου άρχισα να χορεύω. Ο ήχος μιας μπάντας με παρασύρει. Σκίζω το τοίχο, βρίσκομαι στους δρόμους, χρωματισμένους εφιαλτικά κι οι μπάντες να χτυπάνε στους ρυθμούς ξέφρενα, ενώ εγώ χάνομαι μέσα στο χρόνο, μόνος, έρημος, μέσα από εκεί που ήρθα, αφήνοντας πίσω μου ένα χαμόγελο παντοτινό στη μνήμη των ανθρώπων. Γιατί ποτέ κανείς δεν θα γνωρίσει αν ήρθα, αν έφυγα κι αν πράγματι υπήρξα κάποτε τυχαία ανάμεσά τους».
     
  3. Νηρηίς

    Νηρηίς Guest

    Johann Wolfgang von Goethe and Bettina Brentano

      +   =  

    For her, what a mingled torrent of joy and fear: she stood tongue-tied, at one moment overcome, at another peacefully content. Goethe was very kind to her. He was deeply touched by the elemental force of emotion in his "little Mignon."
    For him, what a flood of remembrances: it was indeed the beloved dead who came to see him.
    With the sweet messenger from the past, he reviewed the days of his boyhood, felt his youth reawaken in the cramped atmosphere of Weimar, and with a symbolic gesture, full of significance for the young dreamer who doubtless saw in it a token of mystic betrothal, he placed a ring upon her finger.

    In February, 1808, she told Goethe that never before had she looked upon a man,and that it hurt her to think that all her youth was being wasted. . . . "But now I have you. . . ."

    "The twilight of evening was falling, this hot August day. . . . He was sitting at the open window, while I stood before him, my arms round his neck, my eyes piercing his to their depths, like an arrow. Perhaps he could withstand my gaze no longer, for, to break the silence, he asked me whether I felt hot and whether I would not like to be cooler? ... I nodded assent. He went on, 'Why not open your breast (Mach doch den Busen frei) to the evening breeze?' As I did not object, although I blushed, he undid my bodice, looked at me, and said: 'The glow of the sunset has reddened (eingebrannt) your cheeks.' He kissed my breast and rested his head on it. 'No wonder,' said I, 'for my sun is sinking to rest upon my bosom.' He gazed at me for a long time and we were both silent. He then asked, 'Has anyone ever touched your breast?' 'No,' I replied;
    'it is so strange that you should touch me thus.' Then he showered kisses on me, many, many, violent kisses. . . . I was frightened. . . . He should have let me go; and yet it was so strangely beautiful. In spite of myself I smiled, yet feared that this happiness should not last. His burning lips, his stifled breath — it was like lightning. I was in a whirl of confusion; my curly hair hung
    in loose strands. . . . Then he said, softly: 'You are like a storm; your hair falls like rain, your lips dart lightning, your eyes thunder.' 'And you, like Zeus, knit your brows and Olympus trembles.' 'When you undress at night, in the future, and the stars shine as now upon your breasts, will you remember my kisses?' 'Yes.' 'And will you remember that I should like to cover your bosom with as many kisses as there are stars in heaven?' . . . The memory of it tears me asunder (zerreist mich von alien Sett en), I long to dissolve in tears like a cloudy sky. — Never repeat what I confide
    to you this lonely night. I have never told it to anyone before. . . !"
     
  4. Νηρηίς

    Νηρηίς Guest

    Έντεκα λεπτά (Paulo Coelho)

    Από το ημερολόγιο της Μαρίας.
    Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και με γυαλιστερό, πολύχρωμο, υπέροχο φτέρωμα. Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλι και το ερωτεύτηκε.

    Προσκάλεσε το πουλι να πεταξει μαζί της, και μαζι ταξίδεψαν, πέταξαν, σε μια τελεια αρμονία. Θαύμαζε προσκυνούσε και υμνούσε εκεινο το πουλι. Αλλά μετά σκέφτηκε, και αν θελει να πεταξει μακριά στα βουνα? Και φοβήθηκε φοβήθηκε ότι ποτε δεν θα ενιωθε ξανα το ιδιο για άλλο πουλακι. Τότε σκέφτηκε να βαλει μια παγίδα, όταν το πουλι ξανάρθει δεν θα ξαναφύγει ποτέ.

    Το πουλί που ηταν και εκείνο ερωτευμενο μαζι της, επεστρεψε την επόμενη μέρα, επεσε στην παγιδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κοίταζε το πουλί κάθε μέρα.

    Ηταν εκεί το αντίκειμενο του πόθου της και το εδειχνε στους φίλους της που της έλεγαν. «Τώρα έχεις όλα οσα θα ήθελες». Παρ όλα αυτά μια περίεργη μεταμόρφωση συνέβη, τωρα που είχε το πουλί και δεν χρειαζόταν πια να το κυνηγά, εχασε το ενδιαφέρον της. Το πουλί ανίκανο να πετάξει και να εκφράσει το αληθινο μήνυμα της ζωής του, αρχισε να μαραζώνει, και να χανει την λάμψη του, ασχήμηνε, και η γυναικα πια δεν του εδινε σημασία παρα το τάιζε και καθαριζε το κλουβί του.

    Μια μέρα το πουλί πέθανε. Η γυναίκα ένιωσε απιστευτη στεναχωρια και το μονο που εκανε ήταν να το σκεφτεται. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, σκεφτόταν την μέρα που το ειχε πρωτοδεί, να πετά ελεύθερο αναμεσα στα σύννεφα.

    Αν είχε κοιτάξει πιο βαθιά μεσα της, θα καταλάβαινε ότι αυτό που την ελκυε στο πουλί ηταν η ελευθερία του, η ενεργεια που είχαν τα φτερα του εν κινήσει, όχι απλά το σωμα του. Χωρίς το πουλί, η ζωη της έχασε ολο της το νοημα, και ο θανατος ήρθε και της χτύπησε την πόρτα. «Γιατί ήρθες?» τον ρώτησε «Για να μπορέσεις να πετάξεις για άλλη μια φορα μαζί του στον ουρανό» απαντησε ο θανατος. "Αν τον είχες αφήσει ελεύθερο, να ερχεται και να φεύγει, θα τον αγαπούσες και θα τον εκτιμούσες ακόμη περισσότερο, αλλα τώρα χρειαζεσαι εμένα για να τον ξαναβρείς"…

     
     
  5. SAP

    SAP Premium Member Contributor

  6. echo

    echo ***

  7. brenda

    brenda FU very much

    Pour toi qui me poemes...
    'tu m' abysses
    tu m' oasis'...
     
    Γήπεδον, Ανδρέας Εμπειρίκος, 1945
    (για την Μάτση Χατζηλαζάρου)

    Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς.
    Στο γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας,
    και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ.
    Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι.
    Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι.
    Οι λέξεις των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφινε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ˙ θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι’ αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλομένη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ’ την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατήσω με όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στην λυδία λίθο τους.
    Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα, 38 απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθησαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας˙ και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ’ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν οι ορμέμφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
    Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.

     

    Μάτση Χατζηλαζάρου, Αντίστροφη Αφιέρωση
    (για τον Αντρέα Εμπειρίκο)

    Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που
    δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα
    πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui» μετά έντονος αέρας
    αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες
    σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της
    καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις
    πλημμύρες του έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα
    σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό, τι θέλει ας
    γενεί στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια τι συνεννόηση θα’
    χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες
    ξένοι με διαφορετικές γλώσσες πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα
    αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ
    και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε
    χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου πάλι ό, τι βρω δικό σου θα το φάω
    θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου
    βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα θα’ θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου
    κι άλλα της εκλογής μου μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες
    άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου αλλού
    πάλι να’ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες
    αραδιασμένους χάμω θα’ σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου’ χω
    τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας
    φλογερά και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα’ θελα τότε οι
    κουβέντες μου να’ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά θα’ θελα
    μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να
    χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών θα’ θελα να
    είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων θα’ θελα
    όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα
    που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν θα’ θελα να δημιουργείται το
    γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν
    άνθρωπο μόνο» θα’ θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα
    του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι
    Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο θα’ θελα όποιοι και να’ ναι οι πόθοι που
    έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να
    πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που
    μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο
    κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν
    λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους
    γεννάνε
    θα' θελα μα πόσο θα' θελα ναι θα' θελα αμέσως τώρα τώρα
    θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως
    έμαθα στο Παρίσι
    εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
    εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
    σ' ερωτεύω
    σε ζηλεύω
    σε γιασεμί
    σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
    με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
    με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
    με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
    tu m' abysses
    tu m' oasis
    je te gougouch
    je me tombeau bientôt
    εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
    σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
    σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
    εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
    σε μίσχος
    σε φόρμιγξ
    με φλοισβίζεις
    σε ζαργάνα α μ' αρέσει
    δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
    απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-
    γραμμά σου
    tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
    je te Wellingtonia
    je t'ocarina
    εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
    εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
    σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
    εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
    σ' έχω μαύρο λιοντάρι
    σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
    εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
    εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
    εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
    λούλουδου
    εσύ κένταυρου ζέση
    εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
    je te ouf quelle chaleur
    tu m' accèdes partout presque
    je te glycine
    εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
    εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει
    και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
    εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
    εσύ σελίδα μου
    εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
    σε ανοίγω συρτάρια
    πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
    σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
    δίχως τέλος λυπάμαι
    σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
    σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
    σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
    σε ακούω από δω από κει
    σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
    σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
    όλα δεν τα' χω πει
    ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ

    «Το δίχως άλλο. Αντίστροφη αφιέρωση – dédicace à rebours, Κείμενα, 1985»
    7.2.1985

    Του απάντησε, με 40 χρόνια καθυστέρηση, αφού εκείνος είχε πεθάνει, πείτε εσείς μετά, ότι ο έρωτας δεν έχει ηχώ μέσα στον χρόνο...

     

     
  8. Stalker

    Stalker Not a very nice guy Contributor

    Εις την Οδόν των Φιλελλήνων


    Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
    Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
    Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
    Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
    Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
    Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
    "Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".

    Ανδρέας Εμπειρίκος
     
  9. And the bone answers
    Eternity
    To my question
    When?
    What time is it?
    What place is this?
    Which conjunction is this?
    All this waste
    Where the clocks tick away
    All around
    What hour is this in the middle of the night?

     
  10. echo

    echo ***

    " Ο άνθρωπος είναι εξόριστος όπως και ο ποιητής. Είναι ο άνθρωπος - ποιητής, ο Ηomo poeticus. Πορεύεται στον τόπο της εξορίας του, τόπο του χρόνου, την Ιστορία. « Ταις των δακρύων του ροαις της ερήμους το άγονον» γεωργει. Ζει και «ποιεί», όπως ο Έρωτας του Αγάθωνα στο πλατωνικό συμπόσιο « εν πόνω, εν φόβω, εν πόθω, εν λόγω». Ζει ανασκαλίζοντας διαρκώς τις στάχτες των υπαρχόντων να βρεί την σπίθα αυτού που δεν υπάρχει ακόμα, το « εν δυνάμει», τις δυνατότητες - ή και το Αδύνατο.

    Ζωή δεν υπάρχει «επί του παρόντος», στο παρόν σαν παρόν και μόνο. Ζεις στο βαθμό που ζεις το μέλλον μέσα στο παρόν. Αυτή είναι και η ελπίδα να ξαναβρεις τον χαμένο χρόνο.

    Η ποίηση δεν έχει άλλη ελπίδα. Δεν υπάρχει μέλλον για την ποίηση εαν δεν γίνει ποίηση το μέλλον του ανθρώπου."

    Homo Poeticus - Σάββας Μιχαήλ



    Γι' αυτό όπως λέει και ο ποιητής
    Αφού ο λόγος δεν είναι λογική
    Αφού το κάλλος δεν είναι αισθητική
    Και το καλόν δεν είναι ηθική
    Αφού « un coup de des jamais n' abolira le hazard»
    Αφού εν σπερματόζωον μονάχα αρκεί
    Να γονιμοποιηθεί το ωάριον της γυναικός ή ο λόγος
    Αφού μόνον ο έρωτας τον θάνατον νικά
    θάναι η ποίησης σπερματική
    απόλυτα ερωτική
    Ή δεν θα υπάρχει.

    Ανδρέας Εμπειρίκος

     
     
  11. echo

    echo ***

    "Όταν χάνεται το μυστήριο της σχέσης, χάνεται κι ο έρωτας. Πιο απλό δε γίνεται. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι ο έρωτας που έχει σημασία για μας, αλλά το μυστήριο. Ο έρωτας μπορεί να ναι μόνο το μέσο που μας φέρνει σε επαφή με το μυστήριο και θέλουμε να μείνει ο έρωτας ώστε να μείνει η έκσταση που προκαλεί το μυστήριο. Αντίκειται στη φύση του μυστηρίου να μένει ακίνητο. Αλλά είναι πάντα εκεί, κάπου, ένας κόσμος απ την άλλη μεριά του καθρέφτη (ή του πακέτου Κάμελ), μια υπόσχεση στο επόμενο ζευγάρι μάτια που θα μας χαμογελάσει. Το βλέπουμε όταν εμείς μένουμε ακίνητοι.

    Το ρομάντσο της καινούριας αγάπης, το ρομάντσο της μοναξιάς, το ρομάντσο της φύσης των αντικειμένων, το ρομάντσο των αρχαίων πυραμίδων και των μακρινών άστρων είναι μέσα επαφής με το μυστήριο. Αλλά όσο για τη μονιμοποίηση του δεν έχω συμβουλή. Ωστόσο, μπορώ και πρόκειται να σας θυμίσω δύο από τα πιο σημαντικά πράγματα που ξέρω:

    (1) Όλα είναι μέρος του όλου.
    (2) Ποτέ δεν είναι αργά για να ζήσει κανείς ευτυχισμένα παιδικά χρόνια.

    Ο Τρυποκάρυδος - Τομ Ρόμπινς


    Was it ever settled
    Was it ever over
    And is it still raining
    Back in November