Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Guillaume Apollinaire - Οι έντεκα χιλιάδες βέργες [2]

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Stelios_X, στις 29 Μαϊου 2018.

  1. Stelios_X

    Stelios_X "Πείρα είναι το σύνολο των σφαλμάτων μας." Ο.W.

    Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.

    2.

    "Δεσποινίς, μόλις σας είδα, τρελός από έρωτα, αισθάνθηκα τα γεννητικά μου όργανα να στρέφονται προς την ηγεμονική σας ομορφιά και ένιωσα τόσο ξαναμένος σαν να είχα πιεί ένα ποτήρι ρακί."
    "Που; Πού το είπατε;"
    "Καταθέτω τα πλούτη μου και τον έρωτά μου στα πόδια σας. Αν σας είχα στο κρεβάτι μου, θα σας αποδείκνυα, είκοσι φορές και χωρίς σταματημό, το πάθος μου. Έντεκα χιλιάδες παρθένες ή έντεκα χιλιάδες βέργες ας με τιμωρήσων αν λέω ψέματα."
    "Και τι ψέματα!"
    "Τα αισθήματά μου δεν είναι κίβδηλα... Δεν μιλώ έτσι σ' όλες τις γυναίκες. Δεν είμαι έκφυλος."
    "Μη μου πεις!"

    Η συζήτηση αυτή γινόταν στη Λεωφόρο Μαλενσέρμπ, ένα ηλιόλουστο πρωινό. Ήταν Μάιος. η φύση ξαναγεννιόταν και τα σπουργίτια του Παρισιού κελαηδούσαν ερωτικά σε μιαν όμορφη, λεπτή κοπέλα, πολύ κομψά ντυμένη που κατέβαινε προς τη Μαντλέν. Την ακολουθούσε μετά βίας, τόσο γρήγορα περπατούσε. Ξαφνικά, εκείνη γύρισα απότομα και ξέσπασε στα γέλια.
    "Δεν τελειώσατε ακόμη; Αυτή τη στιγμή δεν έχω χρόνο. Πηγαίνω να δω μια φίλη, στην οδό ντυφό, μα αν είστε έτοιμος να περιποιηθείτε δύο γυναίκες διψασμένες για πολυτέλεια και έρωτα, αν είστε, τέλος πάντων, Άνδρας στο χρήμα και στο πέος, ελάτε μαζί μου."
    Εκείνος όρθωσε το όμορφο κορμί του, και φώναξε:
    "Είμαι Ρουμάνος πρίγκηπας, κληρονομικός οσποδάρος."
    "Κι εγώ", είπε εκείνη, "είμαι η Κωλκωλίνα της Αγκόνας, είμαι δεκαεννέα χρονών και έχω αδειάσει ήδη τ' αρχίδια δέκα εξαίρετων στον έρωτα ανδρών, καθώς και το πορτοφόλι δεκαπέντε εκατομμυριούχων."

    Και συζητώντας ευχάριστα για διάφορα σοβαρά ή μη σοβαρά πράγματα, ο πρίγκηπας και η Κωλκωλίνα έφτασαν στην οδό Ντυφό. Με το ασανσέρ ανεβηκαν μέχρι τον πρώτο όροφο.
    "Ο πρίγκιπας Μόνυ Βιμπέσκου... η φίλη μου Αλεξίνα Παμφάγη."
    Οι συστάσεις έγιναν πολύ σοβαρά από την Κωλκωλίνα σε ένα πολυτελές μπουντουάρ, διακοσμημένο με άσεμνες γιαπωνέζικες χαλκογραφίες.
    Οι δύο φίλες φιλήθηκαν ερωτικά στο στόμα. ήταν και οι δύο ψηλές όχι όμως υπερβολικά!

    Η Κωλκωλίνα ήταν μελαχρινή, με γκρίζα μάτια που έβγαζαν σπίθες πονητιάς, και μια τριχωτή ελιά που στόλιζε χαμηλά το αριστερό της μάγουλο. Το δέρμα της ήταν σκούρο, το αίμα της έσφυζε, στα μάγουλά και το μέτωπό της εμφανίζοντας κάποιες ρυτίδες, φανερώνοντας έγνοιες χρήματος και έρωτα.

    Η Αλεξίνα ήταν ξανθιά, μ' αυτή την ελαφριά απόχρωση προς το σταχτί που δεν βλέπει κανείς παρά μόνο στο Παρίσι. Ή ανοιχτόχρωμη σάρκατης έμοιαζε διάφανη. Η όμορφη αυτή κοπέλα φάνταζε, μέσα στο ροζ γοητευτικό νεγκλιζέ της, τόσο ντελικάτη και πεισματάρα, σαν πανούργα μαρκησία του περασμένου αιώνα.

    Η ατμόσφαιρα γρήγορα ζεστάθηκε και η Αλεξίνα που είχε κάποτε έναν Ρουμάνο εραστή πήγε να φέρει τη φωτογραφία του από το υπνοδωμάτιό της. Ο πρίγκιπας και η Κωλκωλίνα την ακολούθησαν. Έπεσαν και οι δύο πάνω της και την έγδυσαν γελώντας. Η ρόμπα της έπεσε στο πάτωμα και έμεινε με τη βαμβακερή πουκαμίσα που άφηνε να φαίνεται ένα παχουλό, όμορφο σώμα με λακάκια στις σωστές μεριές.

    Ο Μόνυ και η Κωλκωλίνα την έριξαν στο κρεβάτι και ελευθέρωσαν τα όμορφα, ροζ, σκληρά και μεγάλα βυζιά της, που ο Μόνυ άρχισε να γλείφει στις ρώγες. Η Κωλκωλίνα έσκυψε και, σηκώνοντας την πουκαμίσα της, άφησε να φανούν δύο μπούτια στοργγυλά και χοντρά, που ενώνονταν κάτω από ένα σταχτόξανθο, ίδιο με τα μαλλιά της, μουνί. Η Αλεξίνα βγάζοντας μικρές φωνές ηδονής έβαλετα λεπτά της πόδια πάνω στο κρεβάτι, καθώς άφηνε μ' έναν ξερό θόρυβο τις παντοφλίτσες της να πέσουν στο πάτωμα. Με τα πόδια ορθάνοιχτα, στο γλείψιμο της φίλης της, ανασήκωνε τον κώλο της, σφίγγοντας τα χέρια γύρω από το λαιμό του Μόνυ.

    Το αποτέλεσμα δεν άργησε να έρθει. Τα κωλομέρια της σφίχτηκαν, άρχισε να κλωστά στον αέρα όλο και πιο ζωηρά, και έχυσε λέγοντας: "Βρωμιάρηδες, με ερεθίζετε, πρέπει να με ικανοποιήσετε."
    "Υποσχέθηκε πως θα το κάνει είκοσι φορές!" είπε η Κωλκωλίνα καθώς γδυνόταν.

    Ο πρίγκιπας την μιμήθηκε. Γδύθηκαν ταυτόχρονα και καθώς η Αλεξίνα κείτονταν αποκαμωμένη στο κρεβάτι, μπόρεσαν να αλληλοθαυμασουν τα κορμιά τους. Ο χοντρός κώλος της Κωλκωλίνας κουνιόταν ηδονικά κάτω από μια μέση πολύ λεπτή και τα χοντρά αρχιδια του Μόνυ φούσκωναν κάτω από ένα τεράστιο καυλί που άρπαξε η Κωλκωλίνα.
    "Βαλ' της το", είπε. "Εμενα θα μου το κάνεις μετά!"
    Ο πρίγκιπας πλησίασε το μέλος του στο μισάνοιχτο μουνί της Αλεξίνας, που ρίγησες στο πλησίασμά του.
    "Με σκοτώνεις!" φώναξε.

    Όμως το καυλί εισχώρησε μέχρι τ' αρχίδια και ξαναβγήκε για να χωθεί πάλι σαν πιστόνι. Η Κωλκωλίνα ανέβηκε στο κρεβάτι και έφερε το μαύρο της μουνάκι πάνω στο στόμα της Αλεξίνα, ενώ ο Μόνυ της έγλειφε την κωλοτρυπίδα. Η Αλεξίνα που κουνούσε τον κώλο της σαν λυσσασμένη, έβαλε το ένα της δάχτυλο στην κωλοτρυπίδα του Μόνυ που καύλωσε περισσότερο μ' αυτό το χάδι. Πέρασε τα χέρια του κάτω από τον κώλο της Αλεξίνας που σιφγγότεαν με απίστευτη δύναμη, εγκλωβίζοντας στο πυρωμένο της μουνί το τεράστιο καυλί που μόλις και μετά βίας μπορούσε να κουνηθεί.

    Σε λίγο η διέγερση και των τριών ηρώων μας κορυφώνθηκε, η ανάσα του βάρυνε. Η Αλεξίνα έχυσε τρεις φορές και μετά ήρθε η σειρά της Κωλκωλίνας που αμέσως έσκυψε για να δαγκώσει ναζιάρικα τ' αρχίδια του Μόνυ. Η Αλεξίνα βάλθηκε να φωνάζει σα δαιμονισμενη και κουλουριάστηκε σαν φίδι όταν ο Μόνυ εκτόξευσε μέσα στην κοιλιά της το ρουμάνικο σπέρμα του. Η κωλκωλίνα έβγαλε βίαια το πέο από την τρύπα και το στόμα της πήρε τη θέση του για να γευτεί το σπέρμα που χυνόταν πηχτό. Η Αλεξίνα, την ίδια στιγμή, πήρε στο στόμα το καυλί του Μόνυ πλένοντας το πρόσωπο προσεκτικά και κάνοντάς το να καυλώσει ξανά.

    Ένα λεπτό μετά ο πρίγκιπας ρίχτηκε στην Κωλκωλίνα, μα το καυλί του έμεινε προ των θυρών γαργαλώντας την κλειτορίδα της. Κρατούσε στο στόμα του τη μια της ρώγα. Η Αλεξίνα χάιδευε και τους δύο.
    "Βαλ' τον μου", φώναξε η Κωλκωλίνα, "δεν αντέχω άλλο!"

    Όμως το καυλί έμενε πάντα επί θύραις. Εκείνη έχυσε δυο φορές και έμοιαζε απελπισμένη, όταν ξαφνικά το καυλί του Μόνυ εισχώρησε μέσα της μέχρι τη μήτρα, οπότε τρελή από τη διέγερση και τη λαγνεία δάγκωσε τον Μόνυ στ' αυτί τόσο δυνατά, που ένα κομμάτι του της έμεινε στο στόμα. Το κατάπιε φωνάζοντας μ' όλη της τη δύναμη και κουνώντας μεγαλειωδώς τον κώλο της. Η πληγή, από την οποία το αίμα έτρεχε ποτάμι, φάνηκε να ερεθίζει τον Μόνυ, που βάλθηκε να κουνιέται πιο δυνατά και δεν εγκατέλειψε το μουνί της Κωλκωλίνας, παρά μόνο αφού έχυσε τρεις φορές, ενώ εκείνη έχυσε δέκα φορές.

    Μόλις τελείωσαν, διαπίσστωσαν και οι δύο ότι η Αλεξίνα είχε εξξαφανιστεί. Επέστρεψε σύντομα, όμως, φέρνοντας φάρμακα για την πληγή του Μόνυ και ένα τεράστιο καμτσίκι καροτσέρη.
    "Το αγόρασα πενήντα φράγκα", φώναξε, "από τον καροτσέρη με την άμαξα 3269, και θα μας χρειαστεί για να ξανακαυλώσουμε το Ρουμάνο! Άσε τον να δέσει τ' αυτί του, Κωλκωλίνα μου, κι ας κάνουμε εμείς ένα 69 για να ερεθιστούμε."

    Ο Μόνυ πάλευε να σταματήσει την αιμορραγία, ενώ παρακολουθούσε αυτό το ιλαρό θέαμα. Ξαπλωμένες η μία πάνω στην άλλη, η Κωλκωλίνα και η Αλεξίνα γλείφονταν με μανία. Ο χοντρός κώλος της Αλεξίνας, λευκός και τροφαντός, κουνιόταν πάνω στο πρόσωπο της Κωλκωλίνας. Οι γλώσσες τους, μακριές σαν παιδικές ψωλές, δούλευαν ασταμάτητα, τα σάλια και τα υγρά από τα μουνιά τους είχαν γίνει ένα, οι βρεγμένες τρίχες κολλούσαν και σπαραξικάρδιοι αναστεναγμοί λες και δεν ήταν αναστεναγμοί ηδονής, ξεχύνονταν από το κρεβάτι, που σειόταν και έτριζε κάτω από το ευχάριστο βάρος των δύο όμορφων κοριτσιών.

    "Έλα να μου γαμήσεις τον κώλο!" φώναξε η Αλεξίνα.
    Αλλά ο Μόνυ έχανε τόσο αίμα, που δεν είχε διάθεση να καυλώσει. Η Αλεξίνα σηκώθηκε κι αρπάζοντας το καμτσίκι του καροτσέρη της άμαξας 3269, έα υπέροχο ολοκαίνουριο καμτσίκι, το κατέβασε με δύναμη στην πλάτη και στα μεριά του Μόνυ, που, σ' αυτό τον καινούριο πόνο, ξέχασε το ματωμένο αυτί του και βάλθηκε να ουρλιάζει. Όμως η Αλεξίνα, γυμνή και όμοια με Βακχίδα σε οίστρο, συνέχισε να χτυπά.
    "Μαστίγωσε κι εμένα!" φώναξε στην Κωλκωλίνα, που τα μάτια της έβγαζαν φωτιές και που άρχισε να μαστιγώνει τον χοντρό, ερεθισμένο κώλο της αλεξίνας. Σε λίγο η Κωλκωλίνα ήταν κι εκείνη ερεθισμένη.

    "Δείρε με, Μόνυ" παρακάλεσε, κι εκείνος που ήταν συνηθισμένος στις τιμωρίες, παρ' ότι το κορμί του μάτωνε, βάλθηκε να δέρνει τα ωραία, μελαχρινά κωλομέρια, που ανοιγόκλειναν ρυθμικά. Όταν άρχισε να καυλώνει, το αίμα έτρεχε όχι μόνο από το αυτί του, αλλά από κάθε σημάδι που είχε αφήσει το σκληρό μαστίγιο. Τότε η Αλεξίνα γύρισε και πρότεινα τα ωραία κατακόκκινα μεριά της στο τεράστιο καυλί, που εισχώρησε στην κωλοτρυπίδα της, καθώς η ανασκολοπισμένη ούρλιαζε κουνώντας τον κώλο και τα βυζιά της. Όμως η κωλκωλίνα τους χώρισε γελώντας. Οι δυο γυναίκες ξανάρχισαν τα παιχνίδια τους καθώς ο Μόνυ, καταματωμένος και χωμένος μέχρι τη ρίζα μέσα στον κώλο της Αλεξίνας, κουνιόταν με τόση ορμή, που έκανε τη σύντροφό του να νιώθει τρομερή ηδονή. Τα αρχίδια του πηγαινοέρχονταν σαν τις καμπάνες της Νοτρ Νταμ και χτυπούσαν στη μύτη της Κωλκωλίνας. Κάποια στιγμή, ο κώλος της Αλεξίνας σφίχτηκε με δύναμη στη ρίζα του πέους του Μόνυ, που δε μπορούσε πια να κουνηθεί. Έχυσε πίδακες σπέρματος μέσα στην αχόρταγη κωλοτρυπίδα της Αλεξίνας Παμφάγης.

    Όσο συνέβαιναν ολ' αυτά, το πλήθος σπρωχνόταν γύρω από την άμαξα 3269, της οποίας ο αμαξάς δεν είχε μαστίγιο.
    Ένας αστυνόμος τον ρώτησε τι το είχε κάνει
    "Το πούλησα σε μια κυρία που μένει στην οδό Ντυφό."
    "Πηγαίνετε να το πάρετε πίσω, γιατί αλλιώς σας ρίχνω πρόστιμο."
    "Πηγαίνω" είπε ο αμαξηλάτης, ένας Νορμανδός σπάνιας σωματικής ρώμης, και αφού ζήτησε πληροφορίες από το θυρωρό, χτύπησε το κουδούνι του πρώτου ορόφου.

    Η Αλεξίνα έτρεξε να του ανοίξει ολόγυμνη, ο αμαξάς τα 'χασε και, καθώς εκείνη έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα, αυτός την ακολούθησε, την άρπαξε και της έβαλε πισωκολλητά ένα αξιοσέβαστο πέος. Μετά από λίγο έχυσε φωνάζοντας: "Καταιγίδα της Βρέστης, θεϊκό μπουρδέλο, βρομερή πουτάνα."
    Η Αλεξίνα που κουνούσε μπρος πίσω τον κώλο της ήρθε σε οργασμό την ίδια στιγμή μ' εκείνον, ενώ ο Μόνυ και η Κωλκωλίνα είχαν ξεραθεί στα γέλια. Ο αμαξάς νομίζοντας ότι γελούν εις βάρος τουο, έγινε έξαλλος.
    "Α, πουτάνες, νταβατζή, ψοφίμι, σαπίλα, χολέρα! Με κοροϊδεύετε! Το καμτσίκι μου, που είναι το καμτσίκι μου;"

    Και μόλις το είδε, το άρπαξε για να χτυπήσει με όλη του τη δύναμη τον Μόνυ, την Αλεξίνα και την Κωλκωλίνα, των οποίων τα γυμνά κορμιά αναπηδούσαν μστις βουρδουλιές που άφηναν ματωμένα σημάδια. Μετά καύλωσε ξανά και, πηδώντας πάνω στον Μόνυ, βάλθηκε να τον γαμά.
    Η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή και ο μπάτσος που μη βλέποντας τον αμαξά να γυρίζει είχε ανέβει επάνω, μπήκε τη στιγμή εκείνη στην κρεβατοκάμαρα. Δεν άργχησε να βγάλει έξω το υπηρεσιακό καυλί του, που χωρίς χρονοτριβή το έχωσε στον κώλο της Κωλκωλίνας που κακάριζε σαν κότα και έτρεμε στην κρύα επαφή των κουμπιών της στολής του.

    Η Αλεξίνα πήρε το λευκό ρόπαλο που κρεμόταν από τη ζώνη του αστυφύλακα και πάραυτα το έχωσε στο μουνί της. Σύντομα οι πέντε ήρωές μας άρχισαν να ηδονίζονται τρομερά, ενώ το αίμα από τις πληγές έτρεχε στο χαλί, στα σεντόνια και στα έπιπλα. Την ίδια στιγμή, κάτω στο δρόμο έπαιρναν με συνοδεία την εγκαταλειμμένη άμαξα 3269, το άλογο της οποίας έκλανε καθ' όλη τη διαδρομή, αρωματίζοντας αηδιαστικά το δρόμο.

    -ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-