Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Χριστουγεννιάτικη ιστορία (αναδημοσίευση)

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Vladimir Nabokov, στις 29 Δεκεμβρίου 2020.

  1. Vladimir Nabokov

    Vladimir Nabokov New Member

    (πρωτο-δημοσιεύθηκε πριν από δύο Χριστούγεννα)

    Φρίττω στην σκέψη ότι κάποιοι δεν είχατε καν γεννηθεί πριν από τριάντα χρόνια. Οι περισσότεροι ήσαστε πολύ πιτσιρίκια για να θυμάστε τον χιονιά του 1988. Στους μεγαλύτερους έμεινε αξέχαστος: παραμονές Χριστουγέννων, ένα κύμα πολικού ψύχους από τα βάθη της Σιβηρίας πάγωσε την βόρειο Βαλκανική. Έσμιξε με αχνιστούς υδρατμούς πάνω από το Αιγαίο και από την σύζευξή τους γεννήθηκε η Χιονοθύελλα. Επί ένα εικοσιτετράωρο χιόνιζε ασταμάτητα. Είκοσι εκατοστά η χιονόστρωση στον Λευκό Πύργο, ένα μέτρο στο μπαλκονάκι της οδού Φιλίππου. Και μετά ένας εκτυφλωτικός ήλιος πάγωσε τα πάντα: μηδέν ατμοσφαιρική υγρασία να συγκρατήσει την θερμότητα, το λευκό να αντανακλά την ακτινοβολία πίσω στο διάστημα, η Σαλονίκη μετατράπηκε σε παγοδρόμιο. Θυμάμαι ωστόσο την στωικότητα και την αξιοπρεπή καρτερία των Σαλονικιών. Ελάχιστοι κατάφεραν να πάνε στις δουλειές τους, οι περισσότεροι έμειναν στα σπίτια τους και δεν χάλασε κι ο κόσμος βρε αδερφέ! Έτσι κι αλλιώς προσδοκίες δεν υπήρχαν, οι δημόσιες υποδομές ήσαν ακόμη πρωτόγονες. Ο ευφημισμός «ακραίο καιρικό φαινόμενο» δεν είχε επινοηθεί κι εξάλλου το χιόνι Δεκέμβρη μήνα δεν θεωρούνταν «ακρότητα». Δεν υπήρχαν ιδιωτικές τηλεοράσεις να τρομοκρατήσουν τον κόσμο με στερεότυπα όπως «χιονιάς-φονιάς», «παρέλυσε η Θεσσαλονίκη, ανήμπορος ο κρατικός μηχανισμός, ο εισαγγελέας διέταξε προκαταρκτική έρευνα». Κάθε θαύμα μία μέρα, το μεγάλο τρεις – αυτή ήταν τότε η προσέγγιση.

    Ο υπάλληλος του ΚΤΕΛ ήταν αποκαρδιωτικός. «- Τι α σε πω φιλλλαράϊκ, το Δερβέϊν δεν περπατιέται. Έλλλα κι άμα είσαι τυχερός θα φύγς!» με ενημέρωσε με άψογη προφορά. Εγώ όμως επειγόμουν να ταξιδέψω στην ιδιαίτερη πατρίδα. Ξέμενα από καθαρά εσώρουχα και σε λίγο θα αντιμετώπιζα το φάσμα της ασιτίας. Τα λεφτά σώνονταν, η Λέσχη κλειστή, όμως κι ανοιχτή να ‘ταν είχα πια σιχαθεί τις αηδίες τους. Σε λίγο ή θα πεινούσα ή θα έπραττα το αδιανόητο για έναν ευπατρίδη σαν εμένα: θα μαγείρευα… Ζαλώθηκα λοιπόν τον σάκο μου και περπάτησα την Αγίου Δημητρίου μέχρι το πρακτορείο της οδού Λαγκαδά. Το αδιαχώρητο. Φοιτητές που έδειχναν να το διασκεδάζουν, φαντάροι που βλαστημούσανε τον καιρό. Θα περνούσαν τις πολύτιμες μέρες της άδειας τους στο πρακτορείο, καθώς φαίνεται. Επίσης πολλοί άστεγοι, που αναζήτησαν άσυλο από την παγωνιά. Παριστάνοντας τους ταξιδιώτες διέσωζαν την εναπομείνασα αξιοπρέπειά τους. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική, τότε επιτρέπονταν το κάπνισμα κι απαγορεύονταν μονάχα «το πτύειν χαμαί», όπως διαμήνυε μια αρχαία τσίγκινη επιγραφή. Παρήγγειλα έναν φραπέ (αυτό έπινα χειμώνα-καλοκαίρι) και βγήκα να εισπνεύσω καθαρό αέρα.

    Αν δεν μου μιλούσε, δεν θα την πρόσεχα. Την θυμόμουνα κοριτσάκι στο Γυμνάσιο, τώρα ήτανε κοτζάμ γυναίκα. «- Ο Βλαντιμίρ, σωστά; Με θυμάσαι;». Αναγνώρισα τα μικρά παιδιάστικα μάτια της. Φορούσε μαύρα άρβυλα, μαύρο παντελόνι, μαύρο πουλόβερ και πανωφόρι, μέχρι και τα νύχια της ήταν βαμμένα μαύρα, δεκαετίες προτού ακούσω για goth και darkwave. Την αγκάλιασα, της προσέφερα καφέ, καπνίσαμε μερικά τσιγάρα. Φιλοσοφική Αθηνών σπούδαζε. Το λεωφορείο τους αδύνατο να προσπελάσει το «Δερβέϊν», τους αποβίβασε στο πρακτορείο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι φιλόλογοι διορίζονταν αμέσως και η βεβαιότης της επαγγελματικής αποκατάστασης (o tempora o mores!) είχε εκτοξεύσει τις βάσεις της Φιλοσοφικής ψηλότερα και από Νομική κι απ’ όλα. «- Ώστε τα κατάφερες ρε θηρίο, μπράβο! Όμως γιατί στους χαμουτζήδες; Γιατί όχι εδώ; - Να σου πω Βλαντιμίρ, αποφάσισα ν’ αποτινάξω την χωριατίλα από πάνω μου. Κακά τα ψέματα, νομίζαμε ότι μεγαλώναμε σε πόλη, όμως μεγαλώσαμε σ’ ένα μεγάλο χωριό, όπου οι πάντες ξέρουνε τα πάντα κι έχουν άποψη για άπαντες.». Για την γενέτειρα δεν διαφώνησα, όμως γινόμουνα σιγά-σιγά ξεροκέφαλος τοπικιστής – Σαλονικιός με μια λέξη: «- Και είναι χωριό η Θεσσαλονίκη; Μόνο φέτος είχαμε Biennale, είχαμε την σκακιστική Ολυμπιάδα, χώρια το φεστιβάλ κινηματογράφου, χώρια το ΑΠΘ. Δεν αρκούν αυτά; - Καλέ μου Βλαντιμιίρ, μια χαρά είναι η Θεσσαλονίκη. Οι άνθρωποι είναι το πρόβλημα, όχι η πόλη. Πες μου, με ποιους κάνεις παρέα εδώ στην κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη;». Είχε δίκιο, με τον έναν κολλητό ήμαστε συμμαθητές από το Δημοτικό, με τον άλλον από το Γυμνάσιο. Σιώπησα. «- Αφού έπρεπε να ξενιτευθώ, σκέφτηκα πως όσο μακρύτερα, τόσο καλύτερα. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Νέο ξεκίνημα. Να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου χωρίς εφαλτήριο, αλλά και χωρίς βαρίδια από το παρελθόν». Είπε κι άλλα πολλά, ήταν σαγηνευτική συνομιλήτρια. Νύχτωνε νωρίς, ο σταθμάρχης ανακοίνωσε πως τα δρομολόγια ματαιώνονται μέχρι νεοτέρας. «- Κανόνισα να μείνω στης Κατερίνας απόψε. – Σαχλαμάρες, η Κατερίνα μένει στην Γαμβέτα, στην άλλη άκρη της πόλης. Αδύνατο να περπατήσεις ως εκεί. Έλα να μείνεις σε μένα, ο συγκάτοικός μου πρόλαβε κι έφυγε πριν τα χιόνια, θα έχεις δικό σου δωμάτιο. Και το πρωί βλέποντας και κάνοντας.». Συμφώνησε αμέσως, άλλωστε δεν είχε επιλογές. Ανηφορίσαμε φορτωμένοι την Αγίου Δημητρίου, έρημη από αυτοκίνητα και πεζούς. Το χιόνι είχε παγώσει για τα καλά, γλιστρούσαμε και πέφταμε, κάναμε τσουλήθρες, το διασκεδάζαμε με την καρδιά μας. Μουσκέψαμε μέχρι σώβρακο, όμως ήμαστε νέοι, υγιείς και αμέριμνοι – δηλαδή ευτυχισμένοι.

    Απλώσαμε τα ρούχα μας στα καλοριφέρ. Ο Κύπριος στην Ιασονίδου έκανε χρυσές δουλειές. Πήραμε σεφταλιές, ανοίξαμε κι έναν κόκκινο «Μακεδονικό» του Τσάνταλη. Σε εξαιρετικές περιστάσεις έπινα «Νάουσα» ή «Γκραν Ρεζερβέ». Φτηνοδουλειές όλα, όμως αυτά μπορούσα τότε και δεν ξέμενα ποτέ από κρασί. «- Μ’ αρέσει ρε Βλαντ που δεν έχεις ποτήρια για νερό, αλλά έχεις εξάδα κολωνάτα! – Ναι, είμαι η εντελώς προσωπική μου εκδοχή του bon viveur.». Ευθυμήσαμε. Έπινε πολύ η αφιλότιμη και δεν της φαίνονταν. Ανοίξαμε και τον Μπουτάρη, οι γλώσσες λύθηκαν. Απίθωσε το κολωνάτο της αποφασιστικά. «- Ξέρεις Βλαντ, στο Γυμνάσιο ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. – Με μένα; Γιατί; Θέλω να πω, ένα άσχημο σπασικλάκι ήμουνα, τι μου έβρισκες; - Άσχημος δεν ήσουν. Ιδιόρρυθμος σίγουρα. Και είχες ένα αυτάρεσκο χαμόγελο ρε φίλε… Μου έρχονταν να σου στράψω δυο χαστούκια, να σου πω ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε;;;; - Δεν το ‘ξερα, δεν μου μίλησες ποτέ». Χαμογέλασε . «- Να, βλέπεις που δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας μας; Κατά βάθος παραμένεις το ίδιο αλαζονικό καθήκι! ΕΜΕΝΑ περίμενες να σου μιλήσω; Μου ‘δωσες ποτέ σημασία; Ανταλλάξαμε μια κουβέντα εκτός από καλημέρα-καλησπέρα;». Είχε και πάλι δίκιο. Το ξαναβούλωσα και πέταξα τα πιάτα στο νεροχύτη.

    Την συνέλαβα επ’ αυτοφώρω να σκαλίζει τα βιβλία μου. «- Αυτό που ξεφυλλίζεις είναι για την Σχολή. – Ναι, δεν καταλαβαίνω λέξη! Τι σπαζοκεφαλιά! Τι άλλο διαβάζεις τούτη την εποχή; - Μόλις τέλειωσα το Μήλον της Έριδος, του συνταγματάρχου Woodhouse. Τελευταία με απασχολεί ο Εμφύλιος. Ο συνταγματάρχης υπηρέτησε στην κατεχόμενη Ελλάδα ως σύνδεσμος της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής με τον ΕΛΑΣ. Είναι η ιστορία του Εμφυλίου δοσμένη από έναν φιλέλληνα, που όμως δεν μασάει τα λόγια του, γράφει τι σκατολαός είμαστε. Τώρα έπιασα το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός του Πουλαντζά. Είναι πυκνογραμμένο και η μετάφραση Βέλτσου το κάνει ακόμα πιο δυσνόητο. – Μάλιστα! Κι από λογοτεχνία πώς πας;». Εδώ άρχισα να δυσφορώ για τα καλά. Ξέρω την ακαταστασία μου, έχω συμφιλιωθεί με τις αδυναμίες του χαρακτήρα μου, αλλά ως εδώ και μη παρέκει! «- Δεν έχω χρόνο. Σε τι ακριβώς χρησιμεύει η λογοτεχνία; - Χα, καλή ερώτηση! Σε τι χρησιμεύει η Τέχνη γενικότερα; Η λογοτεχνία ποτίζει μέσα μας, μας μαλακώνει, μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Ενδιαφέρεσαι λες για τον Εμφύλιο. Μπορείς να διαβάσεις την Ελένη του Γκατζογιάννη, να εξετάσεις τον πόλεμο βιωματικά, χωρίς ημερομηνίες και τοπωνύμια ή αν θες….». Με είχε πλέον εξοργίσει. Τι είσαι συ μωρή καριόλα, που θα μου δώσεις διάλεξη περί λογοτεχνίας; Την βούτηξα από το μαλλί και την πέταξα στο κρεβάτι. Δεν αντιστάθηκε. Χίμηξα πάνω της και την τρύπησα. Δεν πρόλαβε καν να βγάλει τον μαύρο της στηθόδεσμο. Η οργισμένη αλείαντη διείσδυση με έφερε σε πρόωρο οργασμό. Έκαμα να τραβηχτώ, όμως με φυλάκισε με τις γάμπες της. «- Εντάξει είναι μωρό μου» είπε απαλά. Εξερράγην μέσα της. Καπνίσαμε ένα τσιγάρο, ύστερα ένα δεύτερο. Εικοσάρης πράμα ήμουν, η στύση επανήλθε ακαριαία. Τούτη την φορά ήταν υγρή, ο κόλπος της έκαιγε, έφτανε σε οργασμό γρήγορα. Οι διαδοχικοί της οργασμοί με φούσκωσαν με αυτοπεποίθηση, τώρα πια αργούσα εγώ, το πέος μου ήταν άκαμπτο κι ασυγκίνητο σαν χαλύβδινο έλασμα. Αποστασιοποιήθηκα από κείνο το αναίσθητο κομμάτι μου κι εστίασα πάνω της. Δημοφιλής δεν ήτανε στο σχολείο. Ούτε ξανθιά ούτε μοδάτη. Δεν ανήκε σε «κλίκες», δεν ήταν «one of the girls». Είχε συνηθίσει να την υποτιμούν. Δεν είχε επίγνωση της ομορφιάς της. Ομόρφαινε όταν έμπαινα μέσα της κι όσο πλησίαζε σε οργασμό ομόρφαινε περισσότερο, ώσπου γινόταν η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Με κοίταζε με έκπληξη κι ευγνωμοσύνη, λες κι έκανα ανδραγάθημα. Έβλεπα βαθιά στα μάτια της, θυμήθηκα έναν στίχο που συνόψιζε την συγκυρία: «τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα». Σείονταν η λεκάνη της, το κορμί της ολάκερο, το στόμα της έχασκε, τα υγρά της, το σάλιο, ο ιδρώτας της τινάζονταν πάνω μου, τα κατάπινα λαίμαργα, τα αντάλλαζα με τα δικά μου. Έμπηγε τα νύχια της στην πλάτη μου, τραβούσε τα μαλλιά μου, τράνταζε το μικρό διαμέρισμα με τα βογγητά της. Έπειτα διάλειμμα για τσιγάρο και δυο γουλιές κρασί, χωρίς να σηκωθούμε από το κρεβάτι παρά μόνο για τουαλέτα. Το κάναμε αμίλητοι, μουγκρίζοντας όπως τ’ αγρίμια, που δεν ξεκολλάν από το ταίρι τους παρά μόνον όταν ξεπληρώσουν το χρέος στη γενιά τους. Πρέπει να αποκοιμήθηκα κατά το χάραμα, γυμνός και άπλυτος στην αγκαλιά της.

    Το μεσημέρι με ξύπνησε θόρυβος από τεντζερεδικά. «-. Μόνο μακαρόνια έχεις! Άνοιξε ευτυχώς ο μπακάλης και ψώνισα δυο πράγματα. Επίσης συμμάζεψα όσο μπορούσα. Αλήθεια Βλαντ, πώς ζεις σ’ αυτό το χάλι; - Δεν πρωτοτυπείς εν προκειμένω, την ακούω συχνά αυτή την ερώτηση. – Ω, η κοπέλα σου; Η μαμά μου…». Έφαγα όλη σχεδόν την κατσαρόλα, η καρμπονάρα της μου φάνηκε το εκλεκτότερο έδεσμα του Michelin, είχα μήνες να φάω σπιτικό φαγητό. «- Τι να πω; Είσαι ένας άγγελος! Πώς μπορώ ν’ ανταποδώσω; - Θα μου δείξεις τις ομορφιές της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης;». Προτίμησα την ερωτική Άνω Πόλη. Ανηφορίσαμε μέχρι τους Κήπους του Πασά με τα απόκοσμα αγάλματα, δρασκελίσαμε την Ακροπόλεως, βρεθήκαμε στην οδό Μαύρης Πέτρας. Περπατήσαμε τον δρόμο της λήθης… Τα ταβερνάκια στο Τσινάρι ήταν κλειστά, δεν κυκλοφορούσε ψυχή ζώσα. Την ξενάγησα στην πλατεία Τερψιθέας. Ηλεκτριστήκαμε από τον τουρμπέ του Μουσά Μπαμπά, αφεθήκαμε στον μυστικισμό ενός μοναχικού τάφου στην μέση μια πλατείας. Σαν φιγούρες σε πίνακα του Giorgio de Chirico, μονάχα τόπος, εκτός χρόνου και άνευ αιτίας:


    Νύχτωσε, τα χνώτα μας άχνιζαν, τα δάχτυλα ξύλιασαν. Μας τύλιξε παγωμένη ομίχλη. Ανατρίχιασε. «- Νεκροί και ζωντανοί πλάι-πλάι. Καμιά φορά δύσκολα τους ξεχωρίζεις. Θα βρούμε ανοιχτό καφέ λες;». Κάναμε ένα κουράγιο μέχρι τον Τζότζο στην μονή Βλατάδων. Είχε κάνα δυο παλιούς μπεκρήδες μέσα. Μας κέρασαν κρασιά, ξεθάρρεψαν, κάθισαν στο τραπέζι μας. Ο Τζότζος τηγάνισε κεφτέδες και πατάτες στο πετρογκάζ. Μιας και δεν είχαμε τίποτε σημαντικό να διηγηθούμε από τις ζωές μας, ακούσαμε τις χιλιοειπωμένες ιστορίες τους: Μικρασία, προσφυγιά, Κατοχή. «- Εδώ απάνω δεν τολμούσαν μήτε οι Γερμανοί! Ελεύθερη Ελλάδα, κράτος εν κράτει!». Κι ύστερα ο Εμφύλιος. «- Σκότωνε η ΟΠΛΑ, σκότωναν και οι ΠΑΟτζήδες, χυμένα μυαλά στα σοκάκια. Στον πόλεμο αυτό νικούσαν πάντα οι ξένοι, οι Γερμανοί πρώτα, μετά οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί. Ρίχνανε λάδι στην φωτιά, μια χαρά τους βόλευε ο σπαραγμός. Μας έστειλαν και τον Ζαχαριάδη απ’ το Νταχάου, φρέσκο και βουτυράτο με στολή Εγγλέζου λοχαγού – και τότε βαλ’ του ρίγανη!». Εκείνη μου έριχνε λοξές ματιές και πότε-πότε με σκουντούσε με το γόνατο. «- Ο Εμφύλιος που λέγαμε. Απόψε τον ζεις με τα μάτια του αυτόπτη». Ήθελα να αντιλέξω πως η Ιστορία δεν αφηγείται. Ερμηνεύει και προβλέπει εκείνα τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν' αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ' ολίγον[1]. Μα είχα πιει πολύ για σοβαρές συζητήσεις.

    Επιστρέψαμε κουτρουβαλώντας την Επταπυργίου. Ίσα που πρόλαβε να πετάξει το πανωφόρι της και την κάρφωσα από πίσω, στα όρθια, με τις παλάμες της κολλημένες στον τοίχο. Και μετά στον πάγκο της κουζίνας, στο γραφείο, στη ντουζιέρα. «Θέλω και τον πόνο σου!» ούρλιαξε. Πήρε κι έδωσε πόνο γενναιόδωρα, μέχρι που άνοιξε για τα καλά ο δρόμος προς τα σωθικά της. Φορούσε – κι ήταν η πρώτη μου φορά – μαύρο δαντελωτό κορμάκι δίχως εσώρουχο, αισθησιακότατος συνδυασμός που αργότερα έγινε από τους αγαπημένους μου «- Νοιώθω θηλυκότερη. Και μ’ αρέσει να κυκλοφορώ με ένοχο μυστικό! Εσύ Βλαντ έχεις ένοχα μυστικά; - Πολλά, αλλά δεν θα τα βρεις στα συρτάρια μου.». Ζουλούσα άτεχνα τους μαστούς της σα να τους άρμεγα, τραβούσα τα μαλλιά της, την δάγκωνα, την χαστούκιζα, την φίμωνα με τα δάχτυλα. Ορνιθοσκαλίσματα ενός αδαούς φοιτητάκου. Η μαστοριά να στύβω το γυναικείο κορμί και ν’ απομυζώ τους χυμούς του ήρθε πολύ αργότερα.

    Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων. Οι συγκοινωνίες αποκαταστάθηκαν κουτσά-στραβά, αν και το λεωφορείο έκαμε τέσσερις ώρες μέχρι το Ζαγκλιβέρι. «- Τι κάνουμε τώρα Βλαντιμίρ; Πού βρισκόμαστε;». Ανασήκωσα τους ώμους. «- Ιδέα δεν έχω! Εσύ τι προτείνεις;». Μου έδωσε τον αριθμό του πατρικού της. «- Θα τον χρησιμοποιήσεις; - Να είσαι βέβαιη!». Δεν τηλεφώνησα ποτέ. Έλαβα ευχαριστήρια επιστολή της τον Γενάρη. Στρογγυλά γράμματα, ορθογραφία και συντακτικό αντάξια μιας φιλολόγου, ερωτισμός κι εξομολογητική διάθεση πίσω από τον αυτοσαρκασμό της. Χαριτωμένα που γράφει! Με προσκάλεσε στην Αθήνα να μου ανταποδώσει την φιλοξενία, μα δεν αποκρίθηκα. Μου ‘γραψε και τον Μάρτιο. Θα περνούσε τις διακοπές του Πάσχα στην γενέτειρα και θα ‘θελε – αν ήθελα κι εγώ - να βρεθούμε μερικές μέρες νωρίτερα. Ούτε τότε. Διανύαμε ήδη το «βρώμικο ‘89», είχα αναμιχθεί και στην πολιτική, διάβαζα Πουλαντζά και Γκράμσι, κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος, (ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα· τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις)… Υποκρισίες! Δεν της έγραψα ποτέ, όχι ελλείψει χρόνου, αλλά επειδή λιγουρευόμουνα την ξανθιά γαλανομάτα αρχιτεκτόνισσα (αργότερα αποκαταστάθηκε μ’ έναν μεγαλοεργολάβο και δεν ξανακούστηκε). Κι επειδή κατά βάθος την υποτιμούσα, την θεωρούσα δεύτερο, πάρεργο, επιπόλαιη χριστουγεννιάτικη περιπέτεια, κατάλληλη για τον Τζότζο, ακατάλληλη για την υψηλή διανόηση του Belair. Χαθήκαμε.

    Είκοσι Χριστούγεννα αργότερα, κουστουμάτος σαραντάρης και ανερχόμενος επαγγελματίας, ψώνιζα δώρα για συγγενείς και φίλους. Δεν άλλαξε απλώς ο αιώνας, άλλαξε ο πλανήτης: η κραταιά Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, η Γιουγκοσλαβία το ίδιο, τα ηλεκτρονικά κατασκευάζονταν στην Κίνα κι ένας μιγάς εξελέγη πρόεδρος της Αμερικής. Είδα το ονοματεπώνυμό της τυπωμένο στον πάγκο με τα ευπώλητα του Ιανού. «- Συνωνυμία, εξάλλου είναι συνηθισμένο…». Η φωτογραφία στο οπισθόφυλλο ωστόσο ήταν αδιάψευστος μάρτυς – ήταν εκείνη! Ώστε γράφει. Και βρήκε και εκδότη! Να που εξεπλήρωσε το δικό μου παιδικό όνειρο, έγινε συγγραφέας! Προφανώς έγραφε από τότε, γι’ αυτό η πρεμούρα με την λογοτεχνία. Το βιβλίο της δεν μου άρεσε ομολογώ, μου φάνηκε σενάριο τηλεοπτικής σειράς, ένα Sex & the City που διαδραματίζεται στην Αθήνα. Έπειτα δεν μου άρεσε το χιούμορ της. Ο,τιδήποτε αφορά την Γυναίκα, από τον καρκίνο του μαστού έως το χρώμα των εσωρούχων, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για ν’ αστειευόμαστε. Ιδίως όταν πρόκειται για μόνες νευρωτικές γυναίκες όπως οι ηρωίδες της. Έλα όμως που άρεσε κι έγινε best seller. Δημοσίευσε κι άλλα, που δεν διάβασα. Την αναζήτησα στο facebook, της έστειλα ένα γλοιώδες μήνυμα: «Δεν αμφέβαλα ποτέ για σένα. Μας έκανες όλους υπερήφανους. Α και πού ‘σαι; Απαιτώ αυτόγραφο!». Το «αυτόγραφο» που μου έστειλε ήταν μια selfie της, όπου κάθεται στην λεκάνη του WC με τα βρακιά κατεβασμένα σε στάση αφόδευσης, να κρατάει το βιβλίο της μ’ ένα περιπαικτικό χαμόγελο. Δεν ξαναδοκίμασα…

    Πήγα στο reunion του 2013 (τριάντα χρόνια από την αποφοίτηση), με την κρυφή ελπίδα να την ανταμώσω. Δεν την ειδοποίησαν καν, αγνοούσαν ότι ζούσε στην Αθήνα κι ότι έγινε πετυχημένη συγγραφέας. Συνέχιζαν να την υποτιμούν! Ποιες; Οι δημοφιλείς συμμαθήτριες, που στο reunion είχανε καταντήσει κυράτσες και θείτσες, μιλφάρες σε απόγνωση... Κι ας ήταν η μόνη που σημείωσε πρόοδο στη ζωή της. Αυτή ήταν η αληθινή αιτία της αποδημίας της. Η πατρίδα της την υποτίμησε, την πλήγωσε και τελικώς την απέπεμψε, ενώ η αλλοτριωτική μεγαλούπολη την αγκάλιασε, της έδωσε ευκαιρία να διακριθεί και να πετύχει. Ουδείς προφήτης εν τη αυτού πατρίδι είπε ο Ιησούς, που την γέννηση Του θα γιορτάσουμε σε λίγες μέρες. Σε πολλά διαφωνώ με τον Ιησού, στην περίπτωση αυτή συμφωνώ απόλυτα!

    Είτε είχατε την υπομονή να διαβάσετε ως εδώ είτε κάματε scroll down, σας ευχαριστώ και σας εύχομαι από βάθους καρδίας χαρούμενες γιορτές κι ευτυχισμένο το 2019!






    [1] Θουκυδίδης Α’ 22, μετφρ. Ελ. Βενιζέλου.
     
  2. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    και στο Τζότζο βρε παλιοσειρά;  

    όμορφη ιστορία, ανώριμος ήρωας (δικαιολογείται λόγω ηλικίας), εξαιρετική γραφή  
     
  3. Salamander

    Salamander Dance into the fire

    Ένα έχω να πω.. Πολύ κρύο τότε...Και ναι στο ΚΤΕΛ της οδού Ειρήνης τα λεωφορεία δεν ξεκινούσαν και την άλλη μέρα κάναμε 12 ώρες μέχρι την Ρεντίνα και φάγαμε και 20 μέρες φυλακή...  
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ενδιαφέρουσα γραφή, μεγάλο λεξιλόγιο, περιπαιχτική διάθεση στυλισμού αντίστοιχη με των Ναμπόκοφ / Κούντερα
    Θυμόμαστε άλλα όμως, πχ να παίζουμε χιονιές, που πρόσφατα είπα σε ένα 20χρονο τη λέξη και το έπιασαν νευρικά γέλια, επειδή δεν καταλάβαινε τη λέξη, ή ούτε καν τη νοοτροπία και τις διασκεδάσεις άλλων εποχών.
     
  5. Vladimir Nabokov

    Vladimir Nabokov New Member

    @sapfw αξέχαστα τα βράδια στον Τζότζο και το Μακεδονικό. Μακάρια η γενιά μας που τα έζησε!
     
  6. Vladimir Nabokov

    Vladimir Nabokov New Member

    @-Volt- Ευχαριστώ, οι συγκρίσεις που κάνεις, παραπάνω από κολακευτικές...
     
  7. Gangrel

    Gangrel Καλύτερα να καώ πάρα να σβήσω

    θυμαμαι τα χριστουγγενα εκεινα πολυ καλα
    εκεινο το πρωι με το χιονι και τον ηλιο
    το περασα μεσα σε μια παλια μπανιερα στην επταλοφο
    να κανουμε τσουλιθρα απο ενα λοφακι στο φιλιπου ολη μερα
    Οσο για τον τζοτζο επιδει ειμαι της γειτονιας και ακομα περναω απο εκει καθε μερα
    ενα απο τα πιο ωραια ηταν οταν πηγεναμε παρεα 5 6 ατομα και η παραγγελια ηταν
    μια πατατες μια σαλατα και μια φετα και για να πιουμε φερε 3 κολες
    ακουγαμε τα μπινελικια μας απο τον τζοτζο για να γελασουμε
    και μετα παραγγελναμε κανονικα
     
    Last edited: 6 Ιανουαρίου 2021
  8. Apocryphos

    Apocryphos Regular Member

    Η γραφή καταπληκτική, γρήγορη και συνάμα "αργή" καθώς για εμάς τους ηλικιακά μεγαλύτερους κάνουμε τη σύγκριση των - επικών - late 80s με τον - όντως - απογοητευτικό 21ο αιώνα. Απίστευτη και εξαιρετική ιστορία που θα μπορούσε να γίνει και μία ερωτική μελαγχολική ταινία. Ανεκπλήρωτος(?) πόθος, ανεκπλήρωτοι(?) έρωτες.

    Η οπτικοποίηση της ιστορίας που έκανα με παρέπεμψε σε - φαινομενικά - άσχετες ταινίες όπως "9 1/2 Εβδομάδες", "The Notebook" ακόμα και vibes από "Blade Runner" (μεγαλούπολη, μοναξιά, ερωτικό interaction).

    Όταν το πάθος δύο ημερών είναι μεγαλύτερο από μία μακροχρόνια φασόν σχέση, του σήμερα...
     
    Last edited: 7 Ιανουαρίου 2021
  9. Vladimir Nabokov

    Vladimir Nabokov New Member

  10. Apocryphos

    Apocryphos Regular Member

    Οι δύο ακόλουθες φωτογραφίες από το link που ανέρτησες, θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα και εικόνες από Νέα Υόρκη:

     

     
     
  11. Vladimir Nabokov

    Vladimir Nabokov New Member

  12. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    @Vladimir Nabokov η πρώτη φωτογραφία δεν είναι Μητροπόλεως; Δεξιά δεν είναι η Μητρόπολη; Ή είναι ιδέα μου;