Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Η ιστορία του Πόθου

Discussion in 'BDSM Art and Literature' started by Ηλίας, 5 April 2017.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Και γονατίζει.
    Και γονατίζουν.
    Και τα χέρια του στο πρόσωπο του φέρνει.
    Και τα χέρια τους στο πρόσωπο τους φέρνουν.
    Και ακουμπά τα δάχτυλα του στους μέχρι πριν, αθάνατους βολβούς.
    Και ακουμπούν τα δάχτυλα τους στους μέχρι πριν, αθάνατους βολβούς.
    Και βυθίζει τους αντίχειρες του, μέσα μέχρι το τέλος.
    Και βυθίζουν τους αντίχειρες τους, μέσα μέχρι το τέλος.
    Και υγρό γυαλί, μπλε, χύνεται και θάλασσα γεννιέται.
    Και υγρό γυαλί, πράσινο, χύνεται και χορτάρι γίνεται..
    Και υγρό γυαλί, μελί, σκορπίζει και το ξύλο χρωματίζει…
    Με το λευκό, το μαύρο, να χορεύουν σαν εχθροί…
    Το κίτρινο και το κόκκινο, να πολεμούν για τη φωτιά….
    Και τους αντίχειρες πιο βαθιά βυθίζει. Μέχρι να διαρρηχτούν οι θύρες. Και οι δικές του και οι δικές τους.
    Τα κρανιά τους, να ραγίσουν στην αρχή και μετά να κράξουν, σε χιλιάδες κομμάτια σαν σούπερ νόβα
    που στο μέγεθος μία μικρής μπάλας, σαν συμπιέστηκε στο χρόνο,
    στις αναμνήσεις,
    στα όχι και στα μη,
    στα ναι και στα γιατί,
    στο τώρα και στο πριν,
    στο μέλλον και στο παρόν,
    στη θλίψη, στο χαμόγελο και
    στο ατέρμονο παράλογο, ζευγάρι,
    δεν μοιάζει να έχει, μα ούτε πατριό,
    ούτε μητέρα, ούτε σκύλο και αδερφό,
    ούτε θάνατο σωστό, μα ούτε γιατρειά
    και τα κομμάτια των θεών, γεμίζουν,
    το κενό, ανάμεσα στα γράμματα,
    πλάθουν ψίθυρους και λέξεις,
    ποιος, ποια, ποιοι είμαστε,
    στον χώρο και στο χρόνο,
    τα ονόματα μας με βία,
    θα βάψουν τα παιδιά,
    τόλμησες να είσαι,
    τόλμησε αυτή,
    βροχή να
    γίνει
    και μέσα στην αλλοφροσύνη και στο παράξενο καιρό ξέσπασε η βροχή…

    (συνεχίζεται)
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Νερό που έπεφτε, για να ξεπλύνει τις τύψεις αυτών που έπαιξαν μαζί μου.
    Κρασί που πότισε τους πόθους μου και γέννησε τα τραύματα.
    Σπέρμα τυχαίο που άφησε λεκέδες και γέννησε παιδιά, στα χρόνια της αρρώστιας.
    Δηλητήριο που εισχώρησε μέσα στις ψυχές τους και τους έκανε να ξεχάσουν να αγαπούν.
    Να τρέχουν πεινασμένοι, για ακόμα λέξη, για ένα ακόμα δισταγμό, για ένα ακόμα αχ.
    Μισογεμάτοι στην αρχή, να στέκονται στο τσίρκο για να δουν το θάμα, μέχρι που δίψασαν, αλλά δεν έφυγαν. Ήπιαν από τα ούρα τους.
    Και όταν πείνασαν, έφεραν το χέρι τους στο στόμα και έφαγαν τα δάχτυλα τους. Και έκλαψαν, με τα δάκρυα μας και πήραν θέση, στο θυμό μας και ο χρόνος περνούσε και εμείς κάναμε κούνια και αγκαλιαζόμασταν σαν μικρά παιδιά και τους άρεσε και το σπίτι τους ξεχάσανε και έμειναν κι άλλο, σε αυτή τη φυλακή, για μία ακόμα λέξη, για ένα βραδινό μας, με πιπεριές καυτές, με την κάψα, να μας καίει και να τους καίει και να διψούν ξανά, το αίμα τους τούτη τη φορά και τα γόνατα τους λύγισαν.

    Και εσύ έφυγες και ήρθες ξανά και σταμάτησες τον έρωτα μαζί μου, ένιωθες ντροπή σαν κάποιος να σε ‘βλεπε. Στη δίνη του δικού τους έρωτα που νέκρωνε, αφού άρρωστοι ξέχασαν να ζήσουν.

    Και σταμάτησες να χαμογελάς, σα να μην ήταν μόνο τα μάτια τα δικά μου, που σε κοιτούν.

    Αλλά δεκάδων άλλων, νεκρών ή ζωντανών;

    Και σταμάτησες να μου μιλάς, σαν μην τα αυτιά τα δικά μου, με τη μελωδία σου, να μεθούν.
    Αλλά δεκάδων άλλων που στα κρυφά ερωτευμένοι, ήταν με τη δική μας τη ζωή.
    Και σταμάτησες να μου λες ότι με αγαπάς, λες και ήταν κακό, όχι για μένα, αλλά για το φθόνο που γεννούσε στις σκιές. Και εγώ ηλίθιος, λιπώδης, ιλαρός, ανόητος, σαχλός, ένας ηλίας, μικρός στάθηκα μπροστά σου.


    (συνεχίζεται)
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ανόητοι και αδύναμοι, να σταθούν στο ύψος τους και να κοιτάξουν κάποιον στα μάτια.
    Σε ένα σκαμπό πάνω να ανεβούν και να το παίξουν Βασιλιάδες.
    Σε ένα σκαμπό πάνω το ταίρι τους να ανεβάσουν μπας και νιώσουν κάτι από τον άλλον.
    Και με τις λέξεις και τους ορισμούς να παίξουν και να βαφτίσουν την Κυριαρχία ως αρετή.
    Μπας και η αδυναμία τους ως αρρώστια, ποτέ μήπως φανεί.

    Και όλα αυτά κλέβοντας από τον κλέφτη, των πιο σκιερών μαντάτων της ψυχής τους. Κλέβοντας από τον έρωτα, που ήταν ανίκανοι να ζήσουν.
    Κλέβοντας στιγμές, που ήταν ανίκανοι να αποκτήσουν.
    Οι φτωχοί όχι στο πνεύμα, αλλά στην αλήθεια και στο ψέμα. Γιατί κανένα από τα δύο δεν κατείχαν.
    Τι ο λίγος, πολύ μπορεί να έχει, πέρα από μιζέρια, κακία και πόνο στη ψυχή του.


    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Και μαζί τους έκατσα, για να με δούνε να γερνάω κάθε μέρα και ένα χρόνο, μακριά σου. Και ένα δάκρυ, για ένα τόνο. Και σε έψαχνα, γιατί ήξερα ότι ακόμα και στον πόνο μας, μαλακία θα τραβούσαν, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, στις θύμησες που δικά μας παιδιά ήταν.
    Και έκατσα μαζί τους να με δουν να αρρωσταίνω, μπας και ξυπνήσουν και σταματήσουν να πεθαίνουν, μπας και σαν μικρά φοβισμένα παιδιά, κάνουν ένα βήμα προς τη ζωή.

    Και θα μας πλησίαζαν, τώρα που χώρια θα ‘μασταν, μπας και κλέψουν κάτι από την καρδιά μας, οι άμοιροι, από την στιγμή που αποδεχτήκαν, ότι καρδιά δεν έχουν.


    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Και πάλι δεν θύμωσα μαζί τους, ούτε λιποψύχησα, όταν άρχισαν σαν ψίθυροι φοβισμένοι, να μου λένε ότι με ξέρουν, ότι μας ξέρουν, ενώ ξεχνούσαν τη ψυχή τους και την άφηναν να σαπίσει και μυρίσει και στο θάνατο μόνο, να θέλει να χορέψει.

    Που ξέχασαν να αγκαλιάσουν τα παιδιά τους, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που τα έχασαν.
    Που ξέχασαν να φιλήσουν τη μαμά τους, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που την έχασαν.
    Που ξέχασαν να στηρίξουν τον μπαμπά τους, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που έπεσε και έσπασε.
    Που ξέχασαν να πάρουν ανάσα, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που άδειασαν από το λιγοστό οξυγόνο που στα σπλάχνα τους, με το ζόρι κρατούσαν, μήπως και αυτό, τους εγκαταλείψει.
    (συνεχίζεται)
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Που ξέχασαν την Αγάπη και έφεραν τη Βία.
    Που ξέχασαν το Γάμο και ξέσκισαν το Δέρμα.
    Που από το μάτι, αντικατέστησαν την Ελπίδα, με το Ζόρι.
    Τον Ήλιο, με το Θάνατο. Τον Ιπποκράτη, με τον Κυρίαρχο. Τη Λευτεριά με τη Μαλθακότητα. Το Νέο με το Ξαφνικά.

    (συνεχίζεται)
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Το Όπως, με το Ποτέ. Τη Ρόδα, με το Σταμάτα. Το Ταπεινό, με τη Φήμη. Τη Χαρά, με το Ψέμα.
    Δεν τους αξίζει ούτε καν το Υπέρ, ούτε καν η Ώρα.

    Ούτε το τέλος, που τόσο μα τόσο επιθυμούν.

    Αλλά εδώ θα μείνουν, για πάντα, χαμένοι, να ψάχνουν για την γυναίκα που έχασαν πριν από χρόνια, για τον σύντροφο που λησμονήσαν, για τη σάρκα τους που έφυγε, πέταξε, πήγε στα σκουπίδια. Και τώρα σκελετοί, έμειναν και δεν τρομάζουν πια κανένα.
    Οι κακόμοιροι, ούτε ζωντανοί, ούτε πια νεκροί.

    Τέλος.

    Δεν σας είμαι ακριβός, μα ούτε εσείς φτηνοί. Απλά δεν έχει νόημα, να μιλάω μόνο με τον εαυτό μου. Κάπου, κάπως, κάποτε, θα ξαναβρώ το κορίτσι μου, είναι καλή παρέα.

    Εσείς;
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Πάω να ακούσω τον Νιόνιο, βγείτε μπρε άρρωστοι από εδώ, μπας και δει και ο κόσμος, καμιά άσπρη μέρα.
     
  9. Δεν μιλάς μόνος σου, να το ξέρεις...

    Εγώ ευτυχώς έχω δίπλα μου ανθρώπους που με αγαπάνε και μου στέκονται. Εύχομαι να ξαναβρείς το κορίτσι σου.... Εάν όχι μην σκας, μπορεί να υπάρχει κάποιο άλλο εκεί έξω ...
     
  10. espimain

    espimain Contributor

    Κι εγώ σ΄ακούω να θρηνείς.
    Οι ψιθυριστές κραυγές σου είν' αιχμηρές και αγκυλώνουν.