Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μένος

Discussion in 'BDSM Art and Literature' started by -Volt-, 2 February 2019.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Με συγχωρείτε, μπορώ να σάς ρωτήσω κάτι;
    - Παρακαλώ, πείτε μου.

    φωνή ένρινη, ενοχλητική, βλέμμα συγκαταβατικό, χαμόγελο επαγγελματικό.

    - Επειδή σας βλέπω μερικές φορές στο διάδρομο με τα εναλλακτικά και τα έθνικ, σκέφτηκα πως μπορεί να γνωρίζετε.
    - Βεβαίως, πείτε μου

    ύφος επαγγελματικής προσμονής, ένα λαμπύρισμα στα μάτια οργής.

    - Πήρα την προηγούμενη βδομάδα το chia, γιατί φαντάστηκα πως ήταν σαν το φαγόπυρο, ή το κινόα, αλλά με κάποια διαφορετική γεύση. Το μαγείρεψα δοκιμαστικά μαζί με ρύζι, αλλά ενώ έγινε τεράστιο, παρέμεινε σκληρό και κρατσανιστό, χάνοντας εκείνη την ιδιαίτερη, αχνή γεύση καρυδιού που βγάζει σ' εκείνα τα μπισκότα που κυκλοφορούν τελευταία. Μήπως γνωρίζετε εσείς, πως μαγειρεύεται;
    - Ο καλύτερος τρόπος είναι να το χτυπήσετε στο μπλέντερ σε αναλογία 1:5 με νερό, ώσπου να σχηματιστεί μια σχεδόν πυκνή γέλη, την οποία μπορείτε να αποθηκεύσετε έως δέκα μέρες. Αφού ξεκουραστεί μπορείτε να το προσθέσετε είτε σαν πηκτικό μέσο, είτε σαν ζελατίνη. Αντίστοιχα, χωρίς νερό μπορείτε να το κάνετε πούδρα στο μίξερ και να αντικαταστήσετε μέρος από αλεύρι, σε κάποια παρασκευή.

    ναι το σκέφτηκα! Ήταν σνομπίστικο, ήταν φαντασμένο, ενώ δεν ήθελα να σκέφτομαι με κουτάκια και ταμπελίτσες όμως το σκέφτηκα. Κοίτα έκφραση η υπάλληλος του σούπερ μάρκετ, είπα μέσα μου ξαφνιασμένος.

    - Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, θα το δοκιμάσω. Μέχρι πόσους βαθμούς αντέχει, ξέρετε;
    - Δεν επηρεάζεται απ' την θερμοκρασία.

    Συνέχιζα τα ψώνια μου, ή μάλλον το χάζεμα στους διαδρόμους, ρουφώντας τη ζωή απ' τα ζευγαράκια και δεν πήρα χαμπάρι την ώρα που είχε φτάσει εννιά. Απ' το μεγάφωνο ακούστηκε η ειδοποίηση να πάνε στα ταμεία, οι τελευταίοι και προς τα 'κει κατευθύνθηκα. Έβαλα τα ψώνια μου στον πάγκο και με το μάτι μου την εντόπισα που καληνύχτιζε τις άλλες, κάτι έλεγε που έφευγε νωρίτερα, πως το χρωστάει.

    Βγήκα στο πάρκινγκ και κατευθύνθηκα προς το φορτηγάκι μου, ενώ εκείνη είχε παρκάρει αντιδιαμετρικά από 'μενα. Με την άκρη του ματιού, ενώ έβαζα τα ψώνια στο πορτ μπαγκάζ, ή τουλάχιστον προσπαθούσα να βολέψω τις σακούλες ανάμεσα στο χωροβάτη και στο κασελάκι του υγρασιόμετρου, είδα το αμαξάκι της να έρχεται αργά προς το μέρος μου, με τη μικρή σκάλα στα φώτα. Σημείωσα μέσα μου, πως δείχνει μια ευγένεια άλλου ποιού το να μην ανάψει τη μεσαία σκάλα.

    Έφτασε δίπλα μου και κατέβασε το παράθυρο.

    - Η Κατερίνα είναι εξπέρ στο chia και σε πολλά πολλά ακόμα, όμως εσύ έπρεπε να την παρατήσεις, έτσι;

    δεν είχα κάτι να απαντήσω. Με μια άγρια χαρά ικανοποιήθηκα που είχα δίκιο για το μένος που έβλεπα κάθε φορά που με συναντούσε στους διαδρόμους.

    Όταν ο όμιλος εξαγόρασε το δίκτυο της φαλιρισμένης εταιρίας και έδωσε νέο όνομα στο σούπερ μάρκετ, όλοι τρέξαμε να πάμε, για τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά και για την ποικιλία που είχαν τα καταστήματα της αλυσίδας, που θυμόμουν απ' την Αθήνα, όταν ήμουν φοιτητής. Ήδη από τις πρώτες φορές πρόσεξα πως η αδερφή της Κατερίνας, είχε πιάσει εκεί δουλειά. Για λίγο καιρό δεν έδωσα σημασία στις εκφράσεις της, ή πως μαγικά όταν βρισκόμουν σε κάποιο διάδρομο, ερχόταν προς τα 'κει μαζί με κάποια άλλη, ψιθύριζε και με κοίταζε οργισμένα.

    Την Κατερίνα μου τη σύστησε σε ένα γάμο, ο φίλος μου Παναγιώτης, μετά από δική της προσπάθεια. Ωραία κοπέλα, αν και δεν είχε καμιά νεανικότητα στην έκφραση της, κάτι στις ρυτίδες στο μακρύ πηγούνι, αυτές που είναι δηλωτικές όμως νέου ανθρώπου, μια έκφραση λάμψης που έχει πάρει τον κατήφορο, το είδος που σε μερικά χρόνια κι ύστερα από ορισμένες εμπειρίες καταλήγει σε ναυάγιο, μου φάνηκε πολύ καυλιάρικο.

    Βγήκαμε αρκετές φορές, πάντα ερχόταν μαζί μας, η φίλη της, Αναστασία. Δε μπορούσα να το καταλάβω, με ενοχλούσε. Και όποτε μιλούσαμε στο viber πάντα μου μίλαγε για φαγητά, συνταγές και κάποιες φορές που πια δεν ήθελα να ακούω άλλα τέτοια, δεν της απαντούσα, με έπαιρνε τηλέφωνο να μάθει γιατί δεν της απαντάω.

    Ύστερα από μια συναυλία, όπου πήγα για υποστήριξη στον Παναγιώτη και το Λάζαρο που έπαιζαν φλάουτο και όμπο αντίστοιχα και που θα έπρεπε να είναι εκεί, αλλά δεν ήρθε γιατί τελικά, δεν ... μπόρεσε η Αναστασία, έκοψα κάθε επικοινωνία.

    Κι όμως υπήρξε ένα βράδυ που σχεδόν με έκανε να αισθανθώ πως εδώ κάτι υπήρχε: είχαμε συναντηθεί οι δυο μας, σε ένα ρακάδικο, που τραγουδούσε ερασιτεχνικά η Αναστασία και το οποίο είχε άθλιο φαγητό. Και καταλήξαμε μαζί με την Αναστασία, στις 2 τη νύχτα σε ένα ελεεινό μαγαζί να τρώμε μοσχαρόσουπα οι δυο μας κι η Αναστασία απέναντι μας, μαζί με την αδερφή της Κατερίνας που ήρθε ξαφνικά. Κάτι λέγαμε, με κοίταγε πλάγια, σπινθηροβόλα και το κασκόλ της μπήκε μέσα στη σούπα. Γελάγαμε, το γέλιο της όταν είδε τον τρόπο που την κοίταζα, άλλαξε, έγινε γάργαρο, έγινε κάτι που με τσίγκλισε, που με έκανε να κοιμηθώ το βράδυ με έναν ύπνο μακάριο, αλλά ανήσυχο, μ' εκείνη την ανυσυχαστική γεύση, που ίσως να θύμιζε αυτό που λέμε ουμάμι.

    Υπήρχαν κι άλλα που δε μου κόλλαγαν. Θυμάμαι μια κοινοποίηση της στο fb που έγραφε μετά από κάποια θρησκευτική εορτή, πόσο χάλια έγινε ο κόσμος, αφού εκείνη τη χρονιά δεν είχαν πάει τα παιδιά απ' το σχολείο, στην εκκλησία, θυμάμαι πως τις μέρες που έβρεχε το θεωρούσε ρομαντικό, αν δε δούλευε, να κάθεται σπίτι και να βλέπει τηλεόραση. Θυμάμαι όλα αυτά που ήταν τόσο έξω από 'μενα.

    Όμως, μαζί θυμόμουν, πως όταν την αγνόησα στο τραπέζι εκείνου του γάμου, τρελάθηκε να με γνωρίσει. Θυμάμαι κάποιες συζητήσεις σοβαρές, θυμάμαι πως πάντα εκείνη μ' έπαιρνε τηλέφωνο.

    Θυμάμαι.

    Ήταν η τελευταία μου απόπειρα να κάνω σχέση με κάποια. Μετά τη Λητώ, έμεινα μόνος μου πολύ καιρό. Ήταν τόσο πολύ έξω από 'μενα. Σαδίστρια όταν εγώ ακόμα ψαχνόμουν και πειραματιζόμουν και με τις δυο πλευρές, πανσέξουαλ ενώ εγώ είχα αυστηρό ετεροσεξουαλικό προσανατολισμό, είχαν υπάρξει τόσες πολλές καταστάσεις που οδηγούσαν εμένα να πονάω ψυχικά κι εκείνη να αυνανίζεται και να χύνει θεαματικά και μόνο με το να με τσακίζει.

    Μια φορά μεθυσμένοι, σε μια παραλία, απομακρυνθήκαμε απ' τους άλλους γιατί ήθελε να μπω μέσα της, ''έτσι απλά'', μου είχε πει. Μια κατάσταση στην οποία σπάνια βρισκόταν. Είχα ξαπλώσει στην άμμο, με είχε καβαλήσει και χτυπιόταν πάνω μου. Είχα τα μάτια μου κλειστά κι ένιωσα χέρια δυνατά να αδράχνουν τους ώμους μου. Άνοιξα τα μάτια, ο τόπος γύριζε κι είδα το πρόσωπο της εκστατικό κι από πάνω απ' το κεφάλι της, το κεφάλι ενός τύπου απ' την παρέα που προσπαθούσε να στηριχτεί, ενώ της σάλιωνε και της προετοίμαζε την κωλότρυπα. Προσπάθησα να ανασηκωθώ, να φύγω μακριά, δεν ήθελα καμία σχέση μ' αυτό. Κάπως κατάφερα να σηκωθώ, πληγώθηκα που δε μου 'ριξε ούτε μια ματιά, ώσπου το κακό κρασί με πείραξε και διπλώθηκα, ξερνούσα με σπασμούς. Του ξέφυγε και ήρθε κοντά μου. Η βραδιά είχε χαλάσει για όλους, όμως εγώ είχα μια τεράστια νίκη. Ήταν τρυφερή, ήταν διαφορετική. Ήθελα αγάπη.

    Αλλά μετά, κάθε που σκεφτόμουν εκείνο το βράδυ οργιζόμουν. Ώσπου κάποια μέρα μαζί με την οργή, ήρθε και το λαμπύρισμα της καύλας. Και τότε αποφάσισα να τη σπάσω. Ναι έκανα πολλά λάθη, ναι κατέληγα να πληγώνω τον εαυτό μου, ώσπου έγινα εκείνη, ώσπου ένιωσα την απόλυτη ικανοποίηση στον ήχο της ζώνης στον αέρα ένα βράδυ, που δεν πρόφτασε να ακουμπήσει πάνω μου. Οι όροι άλλαξαν και ήταν η πρώτη φορά.

    Όπως γύρισα, με πήρε στον ώμο, αλλά την άρπαξα στα χέρια μου. Ξαφνιάστηκε. Στροβιλίστηκα μαζί της, την πέταξα ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι. Είδα στο βλέμμα της το σοκ, την προσπάθεια να ξεφύγει. Η πρώτη ήταν πολύ απαλή, σαν ένα φουλάρι που το περνάς στο χέρι σου σα χάδι. Κοκάλωσε. Ξανά και ξανά έμενα σα χάδι. Σήκωσα το χέρι μου ψηλά, η στιγμή που έσκιζε τον αέρα, ήταν ένα τσαφ στο μυαλό μου, συνέδεσα τον ήχο ως κάτι αυτόνομο, μα μέσα από 'μενα, όχι έξω μου. Προσπερματικά υγρά αισθάνθηκα να τρέχουν, να προκαλούν αυτό το κάτι δυσάρεστο, κάπως νευρικό, με μια τρέλα όλο προσμονή. Το χέρι μου έσκασε στο στρώμα δίπλα στο χέρι της. Μία τρίχα απείχε η ζώνη. Τα μάτια μου βυθισμένα στα μάτια της. Το σοκ έδωσε τη θέση του στην οργή. Τα μάτια της μαύρισαν, προσπάθησε να ανασηκωθεί, να μου την πάρει, με λύσσα γρατζουνούσε, χτύπαγε όπου κι όπως μπορούσε, με έλεγε ανίκανο και τότε έπεσε η πρώτη κάτω απ' τα στήθη της και πάνω απ' το μουνί της. Όπως δεν ήταν τεντωμένη, ο πόνος ήταν πολύ οξύς. Κι άλλα υγρά και τότε αφέθηκε τελείως. Κι εγώ έχασα το δρόμο μου για πάντα.

    Λένε πως πιο εύκολο είναι να συνηθίσει κανείς να βλέπει στο σκοτάδι. Όχι είναι ψέματα! Στο απόλυτο φως είναι η πραγματική δυσκολία, γιατί τα είχα όλα μπροστά μου, κάθε δεδομένο κι εγώ επέλεξα να σωπάσω, να αποτραβηχτώ. Εκείνο ήταν το τελευταίο βράδυ που βρέθηκα με γυναίκα.

    Όλα πέρασαν στιγμιαία απ' το νου. Κοίταξα την κοπέλα που με κοιτούσε με τόση οργή. Ήταν ωραία; Ίσως θα μπορούσε να ήταν ωραία. Ίσως και να ήταν. Αυτό όμως που με έκανε να σταθώ προσοχή, ήταν μια ιδέα από αξίες και ένα συναίσθημα ατόφιο.

    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  2. Dux

    Dux Regular Member

    Την ημέρα που θα θελήσεις να βγάλεις ένα βιβλίο με όλες αυτές τις -ασύνδετες μεταξύ τους- ιστορίες, υπόσχομαι πως θα είμαι παρών στην παρουσίαση για να το έχω με υπογραφή.
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Πως μπορείς να παρατήσεις κάποιον με τον οποίο δεν έχεις κάτι;

    - Είχατε! Μου το πε.

    - Ο Μολιέρος τον οποίο μάλλον δε γνωρίζεις, είχε γράψει ένα έργο με πολύ χαρακτηριστικό τίτλο…


    Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και φώναζε. Με είπε ηλίθιο, με είπε μαλάκα, με είπε σνομπ. Φυσικά, είχε δίκιο και απ’ την οργή της χάρηκα που δεν κατάλαβε, πως το έκανα με πρόθεση. Ήθελα να μάθω πόσο παραπέρα πάει. Όμως, κάποιες κοπέλες ξεμύτισαν απ’ το σούπερ μάρκετ και θεώρησα πρέπον να το λήξω.


    - Σου ζητάω συγνώμη για την τελευταία φράση.

    - Όχι! Δε με νοιάζει! Να μου ζητήσεις συγνώμη για την αδερφή μου!

    - Για να τελειώνουμε, με την αδερφή σου δεν είχαμε τίποτα, το όλον δε σε αφορά και η υπομονή μου εξαντλήθηκε στις αλλεπάλληλες συζητήσεις για φαγιά, μεζέδες, σήριαλ στην τηλεόραση και εξόδους με την Αναστασία.

    - Γιατί να βγείτε οι δυο σας;

    - Γιατί να μη βγούμε;

    - Δεν είναι εύκολη η Κατερίνα σαν τις άλλες σου!

    - Πρώτα απ’ όλα, δεν έχεις ιδέα για το ποιος είμαι, ούτε γνωρίζεις το οτιδήποτε για τη ζωή μου. Και δεύτερον, η αδερφή σου δεν είναι ούτε δύσκολη, ούτε εύκολη. Έχει κοπεί το νήμα κι η συνάφεια της με το παρόν. Η συζήτηση τελειώνει εδώ!


    Οι σακούλες δεν έμπαιναν, έκλεισα μαλακά τις πίσω πόρτες και έκατσα στη θέση του οδηγού, πετώντας τις σακούλες άτσαλα κι άτακτα, στο διπλανό κάθισμα. Έβαλα μπροστά να φύγω. Στην αρχή δεν παραμέριζε, αλλά μόλις κορνάρισα, απ’ το φόβο ίσως μην έχει επιπτώσεις στη δουλειά της, έκανε πίσω μαλακά. Ξεκίνησα χωρίς σπινιαρίσματα του κώλου, ανεβάζοντας παράλληλα λίγο, την ένταση στο μαγνητόφωνο. Το σόλο της εισαγωγής του Red Lights ξεχύθηκε στο μικρό χώρο. Oι θεϊκοί Uriah Heep... Στο δρόμο κοίταξα καθρέφτη, με ακολουθούσε. Στο επόμενο φανάρι ήρθε δίπλα μου. Κατέβασα το παράθυρο.

    - Συγνώμη. Μπορούμε να μιλήσουμε ήρεμα σε παρακαλώ; Είναι σημαντικό.

    Απογοητεύτηκα λίγο με το ξεφούσκωμα του θυμού της, αν και κάτι δε μ’ άφησε να επαναπαυτώ, μπορεί να ήταν πολιτική προσέγγισης.

    - Πάμε στο Καφεκρέμα;

    - Δεν ξέρω αν θα το διαχειριστώ σωστά, μπορούμε να πάμε σπίτι μου;

    - Δεν έχω διάθεση μετά απ’ όλο αυτό, να συναντήσω την αδερφή σου.

    - Δε θα είναι.

    - Κι αν είναι;

    - Δουλεύει νομίζω.

    - Αν έχει γυρίσει;

    - Μπορείς να περιμένεις κάτω και να σου ανοίξω αν δεν είναι εκεί.

    - Όχι δεν περιμένω.

    - Σε παρακαλώ, θέλω να το λήξουμε, είσαι και πελάτης, να μπορώ να πω ότι τελείωσε το θέμα, αν με ρωτήσουν.

    - Αν είναι αυτό το πρόβλημα, περασμένα – τελειωμένα.

    - Σε παρακαλώ.

    - Έλα σπίτι μου. Να κάνεις και τη διαφορά εν συγκρίσει με την αδερφή σου. Εκτός και αν…

    - Δε θέλω να έρ… εκτός και αν τι;;;

    - Με φοβάσαι.

    - Θα έρθω! Άστραψε τυφλή οργή στα μάτια της.


    Πάρκαρε κολλητά πίσω μου. Δεν προσφέρθηκε να πάρει κάποια απ’ τις σακούλες μου. Ανεβήκαμε και έβαλα καφέ να γίνεται, χωρίς να τη ρωτήσω. Στο μεταξύ τριγύριζε.

    - Δε βρίσκω βιβλία αυτού του Μολιέρου, την άκουσα να λέει χαμηλόφωνα, από μέσα.

    Πλησίασα με τις δυο κούπες: - δεν είπα ότι έχω. Αν θες ζάχαρη, δεν έχω. Μόνο στέβια και φτηνιάρικα χαπάκια ασπαρτάμης του λιντλ. Άφησα τα πάντα μπροστά της και επέστρεψα μετά από λίγο, με δυο χαμηλά ποτήρια, γεμισμένα ως τη μέση με Tullamore.

    - Δε θέλω να πιω.

    - Αυτό δε με αφορά. Θες το παίρνεις, δε θες το αφήνεις.


    Ακόμη δεν είχε καθίσει, κοίταζε ολόγυρα.

    - Γιατί είναι έτσι αυτό;

    - Δεν είναι στατικό.

    - Τι είναι; Κινείται;

    - Spin bike. Έχει τέσσερα πιασίματα που τα χρησιμοποιείς, τόσο όρθιος, όσο και καθιστός.

    - Ενδιαφέρον μοιάζει.

    - Ανέβα αν θες.

    - Όχι ευχαριστώ! Δεν ήρθα να κάνουμε παρέα.

    - Κάτσε λοιπόν και ξεκίνα.

    Διασκέδαζα μέσα μου, που έχανε το στόχο που έμοιαζε να συντηρείται μόνο από μια οργή, που φαινομενικά ήξερε ως που φτάνει και που καταλήγει, και, που όμως εγώ είχα τις δικές μου μικρές ιδέες.


    Το ήξερα πως την είχα νευριάσει, σε ό,τι κι αν έλεγε ήμουν εντελώς αρνητικός και καυτηρίαζα τις αρετές της αδερφής της. Κάτι που μπορείς να κάνεις με πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια, όταν εκτιμάς τα καλά στοιχεία κάποιου, που δεν αντισταθμίζουν τα αρνητικά, με αποτέλεσμα να σε θυμώνουν περισσότερο επειδή υπάρχουν. Έτσι τα πετροβολείς.


    Στο διάστημα αυτό, είχε πιεί τον καφέ, είχε καπνίσει πολλά τσιγάρα και τώρα της γέμιζα το ποτηράκι με επιπλέον ουίσκι. Ήξερα πως φτάνανε στο σημείο που θα έλεγε να δώσω μια ευκαιρία ακόμα. Μπορεί τα κίνητρα μου να διέφεραν και να μη με ένοιαζε καθόλου να ξαναδώ την Κατερίνα, ή να κάνω κάτι μαζί της, αλλά αυτό δε σημαίνει πως έλεγα κάτι ψεύτικο. Δε μ’ ενδιέφερε όμως κι έτσι δεν υπήρχε φραγμός, σε αυτά που έλεγα, αλλά ούτε και ένταση. Με διασκέδαζε που είχα πετύχει, τον απόλυτα επίπεδο τόνο. Μου εξασφάλισε την πειστικότητα μου, αλλά και την κατανόηση της. Τώρα, μπορούσε να δει όλα εκείνα που με έκαναν να απομακρυνθώ και πως αυτό που έλεγε η αδερφή της πως είχαμε, δεν υπήρχε.


    - Αν της μιλήσω…

    Δεν την άφησα να συνεχίσει.

    - Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Εμένα δε με νοιάζει.

    - Ούτε λίγο;

    Δίστασα. Και ήταν θεαματικά καλός, ο δισταγμός μου. Η τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο να μπω στο ρόλο μου και να ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία μου.

    - Ίσως.


    Για λίγο σωπάσαμε κι οι δυο.


    - Άσε με να της μιλήσω, θα δεις πως θα αλλάξουν τα πράγματα.

    - Τα πράγματα άλλαξαν ενάμιση χρόνο πριν. Οριστικά.

    - Σε παρακαλώ.

    - Τέρμα η Αναστασία;

    - Ναι τέρμα, το υπόσχομαι.

    - Πολύ σίγουρη είσαι πως θα θέλει η Κατερίνα να ξαναβρεθούμε.

    - Θέλει.

    - Εσύ θέλεις;

    - Φυσικά. Θέλω πολύ να χαμογελάσει.

    - Κι αν εγώ ενδιαφέρομαι πια, για κάποια άλλη; Έχει περάσει άλλωστε πολύς καιρός.

    - Μην αλλάζουμε πάλι. Και φιλικά ακόμα, έστω για αρχή. Θα δεις πως την επηρέασε όλο αυτό.

    Της γέμισα πάλι το ποτήρι. Τα λόγια της είχαν συνοχή, όμως τα μάτια της γυάλιζαν και μιλούσε με παύσεις ακανόνιστες. Όσο δε μιλούσα το ήπιε. Κι εγώ της το ξαναγέμισα. Ζεσταινόταν και στην αρχή έβγαλε το πουλόβερ της στολής της κι έμεινε με το πουκάμισο από κάτω. Τώρα ξεκούμπωνε το δεύτερο κουμπί. Της το γέμισα πάλι. Ανασήκωσε τα μανίκια της, το βλέμμα της δεν εστίαζε. Το ήπιε. Της το γέμισα πάλι. Της έδωσα μια υπόσχεση που έδειχνε πως σκέφτομαι θετικά, για μια συνάντηση. Δε μπορούσε να σηκωθεί. Αυτή η οσμή του τριαντάφυλλου, που αναδύεται στις γουλιές, πάντα μπερδεύει τους άμαθους. Και χαλάρωσε επιτέλους. Ακούμπησε αναπαυτικά στην πλάτη του καναπέ. Έκλεισε τα μάτια. Σε λίγο η ανάσα της έγινε ρυθμική. Την πλησίασα και την τράβηξα στο πάνω μέρος του καναπέ και μόλις το ένα της μπούτι βρέθηκε στο κενό, έβαλα το χέρι μου από κάτω και τη σήκωσα. Την πήγα στο κρεβάτι μου. Της έλυσα τα κορδόνια απ’ τα σπορτέξ και την ξάπλωσα. Πήρα μια φλις κουβέρτα και τη σκέπασα.


    Πήγα στην κουζίνα και έψησα το μπακαλιάρο μου, Με το ένα αυτί στραμμένο, είχα το νου μου. Την πρόλαβα εγκαίρως για να την πάω στην τουαλέτα. Όμως το πουκάμισο της λερώθηκε. Τη σκούπισα, της έπλυνα το πρόσωπο, της ξεκούμπωσα τα υπόλοιπα κουμπιά. Από μέσα φορούσε μόνο σουτιέν. Ενώ ήταν ξύπνια και ψιλοκαταλάβαινε, την γύρισα να κοιτάει απ’ την άλλη πλευρά και ξεκούμπωσα το σουτιέν της. Της είπα να το βγάλει μόνη της και βοήθησα να περάσει από πάνω της, ένα απ’ τα μακό μου. Την πήρα απ’ το χέρι και την πήγα στο κρεβάτι ξανά. Μπροστά απ’ το κρεβάτι της ξεκούμπωσα τη ζώνη, το κουμπί και το φερμουάρ του λινού παντελονιού. Της το κατέβασα, γονατίζοντας για της το βγάλω απ’ τα πόδια. Το πρόσωπο μου ήταν μπροστά στο εσώρουχο της. Θα μπορούσα, μετατοπίζοντας, μόνο το κεφάλι μου να δαγκώσω το εσώρουχο της, να το μουλιάσω με τα σάλια μου και να πιάσω στις άκρες των δοντιών μου την κλειτορίδα της. Δεν το έκανα. Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο, με έναν άνθρωπο που έχει το ακαταλόγιστο. Την έβαλα μέσα απ’ το πάπλωμα. Έσβησα το πορτατίφ και περίμενα ώσπου να γίνει η ανάσα της πάλι ρυθμική. Την άφησα να κοιμηθεί.


    Σηκώθηκε λίγο πριν τις δύο τη νύχτα. Ήταν αμήχανη, αλλά δεν την άφησα σε αυτή την κατάσταση. Αυτό θα ήταν ποταπό. Της έδωσα μια φόρμα μου και τη βοήθησα να καθίσει στο τραπέζι. Έκατσα δίπλα της και έκοψα τον παναρισμένο με φρυγανιά, δεντρολίβανο και μουστάρδα μπακαλιάρο σε κομματάκια. Της έδωσα το πιρούνι. Έφαγε σιωπηλά. Μου είπε πως της άρεσε.


    - Θα σε πάω σπίτι ή θα μείνεις εδώ;

    - Μπορώ και μόνη μου.

    - Όχι δε μπορείς, μη λες ανοησίες.

    - Θα μείνω, πώς να γυρίσω σπίτι τέτοια ώρα;

    - Σε ποιον έχεις να δώσεις αναφορά;

    Το σκέφτηκε λίγο, κάτι είπε χαμηλά, είδε όμως που την κοίταζα και το επανέλαβε δυνατότερα.

    - Είναι θέμα σεβασμού.

    - Είναι βλακεία.

    - Δε μπορώ να μαλώσω, σε παρακαλώ. Να μείνω εδώ τελικά;

    - Θα κοιμηθούμε μαζί αν μείνεις.

    - Μα έχεις μεγάλο καναπέ.

    - Εσύ δε θα κοιμηθείς στον καναπέ και ούτε εγώ. Δουλεύουμε αύριο.

    - Ναι αλλά καθένας στην πλευρά του;

    - Φυσικά. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί;

    Φάνηκε να το σκέφτεται, μα τελικά ένευσε θετικά.

    Ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε. Στις δυο άκρες. Είναι όμορφο να κοιμάσαι με μια γυναίκα, ακόμα κι αν δεν υπάρξει ούτε ένα άγγιγμα. Μου είχε λείψει. Άργησα να κοιμηθώ. Δεν άκουγα την ανάσα της ρυθμική.

    - Δε θα κοιμηθείς;

    Άργησε πολύ να απαντήσει.

    - Τι θα μπορούσε να συμβεί;

    Δεν τα έχασα, αν κι ένιωσα έκπληξη.

    - Τίποτα, με έναν άνθρωπο μεθυσμένο.

    - Κι αν δεν ήμουν;

    - Αυτό δε θα το μάθουμε τώρα.

    Φάνηκε να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα μου.

    - Σε ευχαριστώ για απόψε.

    - Εγώ ευθύνομαι για την κατάσταση σου.

    - Όχι δε φταις. Το ήθελα. Ήθελα να χάσω τον έλεγχο, όχι όμως μαζί σου.

    - Με κάποιον άλλο;

    - Με τον αρραβωνιαστικό μου.

    - Δε χτύπησε καθόλου το κινητό σου, δεν ανησυχεί;

    - Είμαστε… μαλωμένοι.

    - Μαλωμένοι ή χωρισμένοι;

    - …

    - Πόσο καιρό;

    - … ένα μήνα.

    - Αν ζητήσω ακρίβεια, θα μου πεις λεπτομέρειες ακόμα και για τις μέρες και τις ώρες που δεν είστε μαζί;

    Έβαλε τα γέλια, χαλαρωμένη πολύ.

    - Δε σε αφορά.

    - Έχω να κοιμηθώ με γυναίκα δυόμιση χρόνια.

    - Τόσο πολύ εγώ δε θα άντεχα.

    - Δεν αναφερόμουν στο γαμήσι, αναφερόμουν σε αυτό τώρα.

    Ήθελα να τσιγκλίσω με αυτή τη λέξη και πέτυχε.

    - Μιλάς πολύ άσκημα.

    - Πως θες να το αποκαλέσω;

    - Τώρα όμως θα κοιμηθούμε μαζί.

    - Χαίρεσαι;

    - Είναι κάτι φυσιολογικά ωραίο… κατά κάποιο τρόπο.

    - Ναι μόνο κατά κάποιο τρόπο.

    - Δε θα το πω ποτέ πουθενά.

    - Να μην το πεις, ούτε κι εγώ.

    - Θα με φιλήσεις στο μάγουλο;

    - Για ποιο λόγο;

    - Για καληνύχτα, για συμφιλίωση, γιατί μπορεί να γίνουμε αδέρφια…

    - Θα σε φιλήσω γιατί είσαι εσύ.

    Δεν έκανα όμως καμία κίνηση και μετά από λίγο σύρθηκε και τα σώματα μας ήρθαν σε επαφή. Όταν πλησίαζα το πρόσωπο μου στο μάγουλο της, η μυρωδιά της, το απαλό δέρμα, αυτή η εντύπωση πως κάτι ξεφεύγει, κάτι είναι ίδιο και πως περίτρανα εκείνη τη στιγμή ήμασταν πέρα από κάθετί γνωστό, για μια στιγμή, για μια απειροελάχιστη στιγμή, οι ιδιαίτερες περιστάσεις, κέρδισαν τη μοναδικότητα τους. Κι έπειτα τη φίλησα, άηχα. Βιαστικά. Δεν απομακρύνθηκε κι έκανα να γυρίσω απ’ την άλλη. Αισθάνθηκα το χέρι της στον κρόταφο μου. Ανασηκώθηκε από πάνω μου, αισθάνθηκα τα βαριά στήθη της ν’ ακουμπούν στον ώμο μου. Με φίλησε στο μάγουλο. Όχι βιαστικά. Γύρισε απ’ την άλλη, όμως δεν απομακρύνθηκε. Οι πλάτες μας ήταν ενωμένες, σε ανάποδο κουτάλι. Εγγύτητα, συντροφικότητα. Μια κατάσταση αληθινή από πλευράς της και μια φτιαχτή από μέρους μου, είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο και είχαν αποκτήσει ιερότητα. Έστω για τη στιγμή. Δεν ήθελα τίποτα πέρα απ’ αυτό, μετά από τόσο πολύ διάστημα ερημιάς και μοναχικότητας.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
    Last edited: 3 February 2019
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Όχι ήμουν ανόρεχτος, δεν ήθελα να πάω. Την περασμένη βδομάδα συμφώνησα το πρωί που έφυγε από το σπίτι μου, αν μιλήσει με την Κατερίνα, να βγούμε να τα κουβεντιάσουμε. Για λίγο ήμουν ζεστός, ίσως. Μετά η μέρα ήταν ζόρικη, γεμάτη απογοήτευση και ίντριγκες μ’ όλους αυτούς που θέλουν πάντα να βγάζουν κάτω απ’ το τραπέζι κι όταν μπήκα αργά στο σπίτι, βρήκα πρώτα τα απομεινάρια του μπακαλιάρου στο νεροχύτη και δυσανασχέτησα. Δε μου αρέσει να μένουν άπλυτα και αποφάγια όλη ημέρα στο σπίτι. Δεν έπλυνα τίποτα, για λίγο μισούσα τον εαυτό μου, για όλο το θέατρο στο οποίο αναγκάζομαι διαρκώς να συμμετέχω στη δουλειά κι ύστερα έβαλα σε ένα άλλο μικρό κατσαρολάκι να βράζει νερό, έριξα μέσα μισό πακέτο νουντλς, αλλά μετά πήγα να δω τι θα βάλω να ακούσω και το ξέχασα και κάηκε. Κουλουριάστηκα τελικά στον καναπέ με ένα ξεραμένο κουλούρι και λίγο ουίσκι. Όταν γλάρωσα κι ετοιμαζόμουν να πάω για ύπνο, σκέφτηκα πως δεν ήθελα καθόλου αυτή τη συνάντηση.


    Τη σκέψη μου τη διατήρησα και όλες τις υπόλοιπες ημέρες. Στο σούπερ μάρκετ δεν πάτησα το πόδι μου. Δεν έγινε συνειδητά ακριβώς, αλλά δε μου έκανε κι αίσθηση. Ήθελα να αποφύγω ακόμα και το βλέμμα της. Το Σάββατο ήρθε στο σπίτι μου. Φορούσε μια γκρι φόρμα με ροζ ρίγες στα πλάγια, αθλητικά παπούτσια και μια ζακέτα πούμα και έμοιαζε να μη φορά τίποτα άλλο από μέσα. Όταν μπήκε μιλούσε στο τηλέφωνο, υπέθεσα με την Κατερίνα, γιατί μου βλεφάριζε με νόημα. Είχαμε αποκτήσει μια άνεση. Ακόμα όμως δεν την είχα αποκαλέσει ούτε μια φορά με το όνομα της, ούτε εκείνη εμένα. Κι ας είχαμε περάσει αυτό το βράδυ μαζί.


    Με άνεση κάθισε στον καναπέ. Κι εγώ απέναντι, σα να μην είχαμε σηκωθεί ποτέ. Είχε φέρει ένα λικέρ. Έμοιαζε με τεντούρα αλλά ήταν κάτι διαφορετικό. Προτίμησα να της χαλάσω το χατίρι και να βάλω το ουίσκι μου.


    - Καλά νέα.

    - Πέθανε η Αναστασία;

    -…

    - Συγνώμη.

    - Θα βγούμε το βράδυ με την Κατερίνα;

    - Άμα μεθύσουμε τώρα, όχι.

    - Ναι αλλά πρέπει.

    - Τι πρέπει να μεθύσουμε;

    - Όχι να πάμε. Το περιμένει, το θέλει.

    - Whatever

    - Δε θες;

    - Προτιμώ να μείνουμε εδώ.

    - Να της πω να έρθει;

    - Αυτό θέλεις;

    -…


    Σηκώθηκα και πήγα στο στερεοφωνικό. Επέλεξα το Relics. To Arnold Layne ξεκίνησε αμέσως. Γύρισα λιγότερο νευριασμένος, γέμισα το ποτήρι μου και κάθισα ξανά, απέναντι της.

    - Μόνο εγώ το βλέπω;

    - Ποιο;

    - Πες το όνομα μου

    - Δεν καταλαβαίνω

    - Πες το

    - Όχι!

    - Γιατί;

    -…


    Συνεχίσαμε να πίνουμε.

    - Μπορείς να βάλεις κάτι άλλο; Θα με πάρει ο ύπνος.

    Εκνευρίστηκα. Αλλά σηκώθηκα και πήγα να δω τι επιλογές υπήρχαν. Το Air των Agua De Annique, μου φάνηκε ταιριαστό.

    - Κάτι ελληνικό δεν υπάρχει;

    - Παύλος, Νικόλας, Πελόμα

    - Τι είναι αυτοί;

    - Τίποτα, άστο. Να το κλείσω;

    - Ναι, καλύτερα.

    - Όχι δε θα το κλείσω. Αλλά θα το αλλάξω.


    Έβαλα πολύ χαμηλά το In requiem και φάνηκε να είναι περισσότερο δεκτική.


    - Θα πάμε;

    - Κι οι δύο;

    - Να μην έρθω;

    - Όχι θα πάω μόνος μου.


    Το ραντεβού κανονίστηκε για το Αυλάκι. Έφτασα μετά την Κατερίνα. Μόλις με είδε κατέβασε το υπερμεγέθες κινητό και το έχωσε στην τσάντα της. Η συζήτηση δεν ήταν ασθενική, ήταν όμως νευρική. Διαρκώς προσπαθούσε να πει κάτι να μ’ ευχαριστήσει. Κι ο χαρακτήρας σου, αναρωτιόμουν, που στο διάολο είναι ο χαρακτήρας σου…


    Το τηλέφωνο της χτύπησε. Μίλησε για λίγο.

    - Ήταν η αδερφή μου, είπε θα ‘ρθει από δω.


    Όταν έφτασε με κοίταζε νευρικά κατά διαστήματα. Ρώτησε τι λέγαμε. Δεν της απάντησα και έπιασα συζήτηση για τις … προσφορές της εβδομάδας στο σούπερ μάρκετ.


    Σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα. Όπως πήγαινα προς το λουτρό, με σκούντησε ένας άλλος πελάτης και γύρισα πλάγια, είδα την Κατερίνα να της λέει κάτι με έντονο τρόπο, την κοίταζε διεισδυτικά. Κάποιο νεύμα ανταλλάχθηκε.


    Ήμουν σίγουρος πως μια απ’ τις δυο θα εμφανιζόταν στην τουαλέτα.


    - Γιατί ήρθες;

    - Ήθελα να δω αν τα βρήκατε.

    - Θα μπορούσες να τη ρωτήσεις μετά, ή απ’ το τηλέφωνο, ή απ’ τα χιλιάδες μηνύματα πριν έρθεις.

    - Δεν ήμουν εγώ

    - Δεν ήσουν εσύ;

    -…

    - Λοιπόν;

    - Τι;

    - Γιατί ήρθες;

    - Σου έχω απαντήσει ήδη, δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι έτσι, ήσουν αλλιώς τις προάλλες. Μετάνιωσες;

    - …

    - Πες μου

    - Δε σε αφορά

    - Εγώ το κανόνισα

    - Και λοιπόν; Σου ανήκει το αποτέλεσμα;

    - Από ενδιαφέρον

    - Για ποιον, αλήθεια;

    - Για το καλό της

    - Είμαστε πολύ ώρα εδώ. Πάμε πίσω.


    Πήγε να φύγει πρώτη, την έπιασα απ’ τον αγκώνα.

    - Ας αφήσουμε το θέατρο. Ήρθες πίσω μου, θα γυρίσουμε μαζί.

    Και αυτό έγινε.


    Το τηλέφωνο μου χτύπησε, ο Παναγιώτης. Με κάλεσε για φαγητό. Τις καληνύχτισα και έφυγα.


    Μερικές ώρες μετά ένα μήνυμα έφτασε στο viber: ‘’είσαι πολύ μαλάκας’’

    Δεν απάντησα.


    Φτάνοντας στο σπίτι μου, το ασημί atos ήταν παρκαρισμένο. Πάρκαρα κι εγώ και βγήκε την ώρα που κλείδωνα το αυτοκίνητο.


    - Θες κάτι;

    - Να μιλήσουμε

    - Για τι;

    - Έτσι

    - Δε σε ρώτησα ‘’γιατί’’

    - Αυτό είπες μόλις τώρα.

    - Είπα για τι, για ποιο θέμα.

    - Για το ραντεβού.

    - Εκεί δεν ήσουν;

    -…

    - Κρυώνω, να τα πούμε άλλη στιγμή;

    - Σε παρακαλώ.

    - Πως με λένε;

    - …

    - Πως με λένε;

    - Φίλο της Κατερίνας

    - Καληνύχτα


    Έφτασα στην εξώπορτα και ξεκλείδωσα. Δεν κοίταξα πίσω μου, αλλά την αισθανόμουν. Δεν την εμπόδισα, όταν μπήκε πίσω μου.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  5. Master-Yoda

    Master-Yoda Αρχή άνδρα δείκνυσι

    εξαίρετος τρόπος και τύπος γραφής
     
  6. Persephone_red

    Persephone_red Dark ambient

    Πολύ ωραίο. Περιμένω τη συνέχεια.
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Ορισμένες φορές που μέσα μου είμαι ζωντανός, όταν κάνω κάτι μηχανικό, όπως να περπατήσω προς ένα μέρος που ξέρω, να ανοίξω μια πόρτα, να βάλω μια υπογραφή, μπορώ να ανακαλώ μέσα μου κάτι, τσιγκλισμένο από μια αιχμή κι ένα δεύτερο ταξίδι προς τα πίσω ξεκινάει. Στη σιωπή αυτού που κάνω, ακούω μέσα μου εκείνο που έζησα. Κάποτε, έγραψε κάτι ανάλογο ο Μπροχ, στους Αθώους και κατά κάποιο τρόπο αιχμαλώτισε τη σκέψη μου, την πεποίθηση μου πως θα μπορέσω να ακούσω το μουρμουρητό των χρόνων, μέσα στη σιωπή του χρόνου, πριν γεράσω. Να το κατακτήσω ώντας ακόμα ακμαίος. Μια διάθεση μου να ξεχωρίζω, να αισθάνομαι άνθρωπος ανώτερου ποιού. Και την ίδια στιγμή, να επιτρέπω στον εαυτό μου να γίνεται ο χειρότερος δυνατός, για ‘μενα τον ίδιο, σ’ ένα τσάκισμα που θα με γλιτώσει απ’ την τελειότητα του πνεύματος, που κάποτε πίστεψα πως ήταν εφικτή.


    Την ένιωθα να έρχεται πίσω μου και αυτό ήταν το πάτημα στον τοίχο, σαν τα κινηματογραφικά σπίτια, που αποκαλύπτουν μια κρύπτη, ή ένα κρυφό πέρασμα. Θυμήθηκα χρόνια πριν, μια Χλόη, όταν φοιτητής δούλευα σ’ ένα μπαρ. Ήμασταν καιρό μαζί και όμως είχε έρθει, ήπιε ένα ποτό που της έβαλα, έβλεπε το αναγκαίο παιχνίδι με τις πελάτισσες και παρά το νοεμβριάτικο κρύο, πλήρωσε, βγήκε και κάθισε στα τραπεζάκια έξω, με το μπουφάν κουμπωμένο ως απάνω, τα χέρια χουχουλιασμένα μέσα στα μανίκια και τα πόδια κοντά στο σώμα της. Ήταν μια καλή βραδιά, ο κόσμος πολύς, ο τζίρος μεγάλος και τα κοκτέιλ που μου είχε μάθει το αφεντικό να φτιάχνω, απέδειξαν πως είχα χέρι, όπως συνήθιζε να λέει. Έπαψα κάποια στιγμή να κρυφοκοιτάω προς το μέρος της. Ώρες μετά, όταν είχε φύγει και η τελευταία παρέα και πάτησε ο Λάμπρος το Ζ στη μηχανή, σα να τη θυμήθηκα και κοίταξα προς τα ‘κει, χωρίς ακόμα να συνειδητοποιώ ότι την έψαχνα. Είχε φύγει. Και δε δέχτηκε να με συναντήσει άλλη φορά. Πολλές σκέψεις, πολλές θεωρίες, μα κυρίως η απογοήτευση κι η τρέλα που είναι ο τρόπος της σιωπής να νικάει όλα τα θύματα της.


    Κι ύστερα εμφανίστηκε η Λητώ κι εγώ δεν ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν και είχε συμβεί αυτή η αποτυχία που θεώρησα τεράστια κι ένιωθα υπό, μια ανάγκη να επανορθώσω εκεί που μπορώ. Κι όλα μεταφράστηκαν λάθος, ή εγώ αναγνωρίστηκα σε μια επιθυμία κι όχι σαν πραγματικότητα. Ήταν συντριπτική η παρουσία της Λητούς και όμως πάντα τη Χλόη είναι που σκεφτόμουν. Τα 3 χρόνια μαζί της απέναντι στα 8 της επόμενης. Ουσιαστικά μεγαλώσαμε μαζί με τη Λητώ, όμως το ωρίμασμα σε τόσα άλλα είχε έρθει με τη Χλόη. Ακόμη κι οι πρώτες τρέλες, να μπορείς να ξεφεύγεις, να χτυπάς, να επανέρχεσαι, σα να ‘σαι τόπι απ’ αυτά που παίρνει εύκολα ο αέρας και κάνουν ψηλοκαμπανιστά γκελ. Μου έλειπε η γλύκα της, όμως αυτό που πρόσμενα πραγματικά ήταν παρουσία της σ’ ένα session δικό μας, πειραματικό, που θα φτάναμε μαζί, εκεί που πήγα καταλάθος, αλλά δεν του ξέφυγα, γιατί ήταν μάλλον ο προορισμός μου, αν θέλουμε, να ασπαστούμε την άποψη των νατουραλιστών. Όμως εγώ ήμουν ρεαλιστής και έτσι θα πεθάνω. Πίστευα πως η Λητώ ήταν που με έφτιαξε, ακόμα κι αν αμφιβάλλω και τώρα, πως το ‘κανε συνειδητά. Ήθελα να δώσω μέσα στον ορισμό πόνο κι αποδοχή και σε μια πάλη για την επικράτηση, να πληγωθώ, να χάσω, να αποδεχτώ και να πονέσω. Ήθελα μια αντίπαλο. Και πίστεψα πως μπορώ να τη φτιάξω.


    Και φτάναμε πια στο τελευταίο σκαλί και σαν να έβγαινα από έναν υμένα, σα ζελέ, γύρισα στο σώμα μου. Κι ερχόταν πίσω μου, σιωπηλή, με βήματα μαλακά, δίχως να ακούω ανάσα. Σαν ένα φάντασμα, ή σαν ύπουλος εχθρός. Ήθελα να γυρίσω και να μη βρω ένα εύκολο φιλί. Ήθελα να βρω αντίσταση. Ήθελα να μη βρω κάμψη, να μη βρω αποδοχή. Να πρέπει όλα να κερδηθούν και το αποτέλεσμα να ήταν μόνο της στιγμής, να έπρεπε αυτή η πορεία να τερματίσει. Να τερματίσει ως την επόμενη φορά που θα έχριζε τον ίδιο, ή άλλο νικητή. Ήθελα να παρακαλέσει να υποταχθεί, ήθελα να προκαλέσει τη δική μου υποταγή. Ήθελα να κλάψει από λύσσα, ήθελα να αντικρούσει και να σφίξει τις γροθιές της.


    Ξεκλείδωσα, μπήκα μισός μέσα. Άναψα το φως κι άφησα την πόρτα πίσω μου ανοιχτή. Κανένας δισταγμός, την άκουσα να κλείνει. Δε με ρώτησε, δεν είπε τίποτα. Πήγε στον καναπέ και μου ζήτησε ποτό…


    Οι σκέψεις μου ανάκατες. Γιατί τον ακολουθώ; Γιατί δε μιλάει; Τι θέλει από ‘μενα; Τι θέλω απ’ αυτόν; Η Κατερίνα, πώς να της εξηγήσω και τι να σκεφτώ; Άφησε την πόρτα ανοιχτή, θα μπω!


    - Θέλω ένα ποτήρι.

    - Άδειο;

    - Είναι εδώ τα ποτά.

    - Θα βάλεις μόνη σου;

    - Φυσικά

    - Θα πάω να βάλω τις φόρμες μου, είμαι κουρασμένος.


    Γιατί δε μου λέει κάτι; Θέλω να μου πει να μου δώσει κάτι άλλο να φορέσω, να βγω απ’ αυτό το ρούχο. Το μισώ. Μ’ αγκάλιασε μέσα σ’ αυτό η Κατερίνα, με έσκισαν τα μάτια του σ’ αυτό. Θέλω να κουλουριαστώ στον καναπέ του, θέλω να με πάρει αγκαλιά στο κρεβάτι του και να … μη συμβεί τίποτα. Αυτός θα ρωτούσε, τι θα μπορούσε να συμβεί… Δεν έχω απάντηση. Τι συμβαίνει;


    - Νομίζω ότι τώρα είμαι πιο άνετα.

    - Δε θα κάτσω πολύ γιατί θέλω κι εγώ να βάλω κάτι πιο άνετο.

    - Πιες το ποτό σου και καληνύχτα

    - Μάλιστα

    - Που θα πει;

    - Θα πει μάλιστα


    Με κοιτάει και δε μιλάει, μόνο πίνει, αλλά δε σταματάει να με κοιτάζει. Μ’ αρέσει ο τρόπος που τα δάχτυλα του πιάνουν το χαρτάκι και χωρίς καμιά παράταιρη κίνηση, παίρνει το φιλτράκι κι ύστερα τον καπνό. Μου έβγαλε το σουτιέν χωρίς να με κοιτάει. Με πήρε στην αγκαλιά του και μ’ έβαλε στο κρεβάτι μεθυσμένη. Γιατί δεν κάνει κάτι; Γιατί δε λέει τίποτα; Και μου μιλούσε όλο το βράδυ, γιατί τώρα δε μιλάει; Η σκέψη μου δε φεύγει από εκείνο το βράδυ. Σταμάτα πια να με κοιτάς, όχι δε θέλω, κοίτα με, μη σταματάς.


    - Το ποτό σου τελείωσε. Να σου βάλω άλλο, ή θα φύγεις;

    - Μπορώ και μόνη μου!

    - Να φύγεις, να πιείς, ή να σε πιεί;

    - Ό,τι θέλω, είπε άηχα, σχεδόν.


    Τον κοιτούσε και δεν έκανε τίποτα. Το ποτήρι της άδειο και καμιά κίνηση να φύγει. Τα μάτια του κολλημένα στο πρόσωπο της, τα δικά της μονίμως να στέλνουν βάρος, οπουδήποτε εκτός από ‘κεινον. Της χαμογέλασε κι έμοιασε να τη μπέρδεψε.


    - Στο κρεβάτι μου πάνω, έχω αφήσει το μακό και τη φόρμα που φορούσες προχτές.


    Κοκάλωσε. Αν πριν φαινόταν μπερδεμένη, τώρα θύμιζε άνθρωπο χαμένο σε σκέψεις, σε τόπο που δεν ξέρει. Σηκώθηκε και παρότι τον κοίταζε αβέβαια, σαν για να ελέγξει, πήγε στο δωμάτιο του. Ήχοι από λύσιμο κορδονιών, ύφασμα που σέρνεται στο δέρμα. Γύρισε και τον κοίταζε μέσα στα μάτια.


    - Δεν είναι πλυμένα, μυρίζουν σαν κι εμένα.

    - Μυρίζουν εσένα. Ήθελες να τα ‘χω πλύνει;

    - Γιατί δεν τα πλυνες;

    - Τα ‘χα στο μαξιλάρι που δε χρησιμοποιώ διπλωμένα και σε μύριζα τα βράδια.

    - Συγνώμη;

    - Πλάκα κάνω φυσικά.


    Ακούστηκε τόσο όμορφη η φράση, τόσο… τόσο… τόσο …. Χρησιμοποιημένη, σα να βγήκε από βιβλίο, σα να είχε ειπωθεί πολλές φορές. Κι όμως μου είπε πως έκανε πλάκα κι είναι σοβαρός, αισθάνομαι πως τον έχω πιστέψει κι είναι τόσο φοβερό, τόσο άρρωστο αν τα μύριζε τα βράδια, θα ήθελα όμως.


    - Αισθάνεσαι πιο άνετα;

    -…

    - Θέλεις να μαγειρέψω;

    - Να μαγειρέψω εγώ;

    - Αν αυτό θέλεις;

    - Τι σκέφτεσαι να μαγειρέψεις;

    - Ό,τι μου πεις


    Έμοιαζε σε μια στιγμή σα να είχε συμβεί κάτι που δεν περίμενε. Την κοίταξε ερευνητικά.


    - Ό,τι σου πω;

    - Ναι ό,τι


    Σηκώθηκε και πλησίασε κοντά της, της χαμογέλασε στραβά κι ύστερα την προσπέρασε.


    - Για να δούμε τι υπάρχει εδώ μέσα, φάνηκε να μονολογεί, ανοίγοντας ντουλάπια, την κατάψυξη, την ψύξη.

    - Δε θα έρθεις; Είπε και με μια κίνηση του χεριού της έδειξε το περιεχόμενο στην κουζίνα του.


    Πλησίασε με άηχα, γρήγορα βήματα. Για λίγο τα μάτια της στάθηκαν σε κάθετί που υπήρχε.


    - Θέλω να σ’ ευχαριστήσω.

    - Θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις και θα κάνεις ό,τι σου πω…

    - Ναι, θα μαγειρέψω ό,τι επιθυμείς, ακόμα κι αν πρέπει να πάω να το ψωνίσω

    - Εσύ πεινάς;

    - Θα φάω

    - Δε ρώτησα αυτό

    - Λίγο

    - Τι είναι λίγο;

    - Δυο πιάτα μακαρόνια, μια τσιπούρα κι ένα προφιτερόλ.


    Έβαλε τα γέλια κι ύστερα εκείνη τον ακολούθησε. Μια βαριά κακοδιάθεση πήρε να διαλύεται.


    - Πεινάς τελικά;

    - Πεινάω … πολύ

    - Κι εγώ. Μήπως προτιμάς να παραγγείλουμε

    - Ό,τι θες εσύ;

    - Ό,τι θέλω εγώ, είπε μια φορά κι ύστερα επανέλαβε μερικές φορές ακόμα, αλλάζοντας κάθε φορά τον τόνο της φωνής του. Τον κοιτούσε νευρικά. Γύρισε στην πολυθρόνα και γέμισε το ποτήρι του. Ήπιε μια γουλιά, άναψε πάλι το τσιγάρο του, ρούφηξε τον καπνό, φάνηκε να τον ικανοποιεί.

    - Δίπλα στο νεροχύτη θα βρεις μια πλαστική κανάτα, διαβαθμισμένη. Βάλτης νερό μέχρι την ένδειξη 3 και πιάσε απ’ το κάτω δεξιά ντουλάπι τη μεγάλη κατσαρόλα και άδειασε τη. Βάλε το νερό να βράζει και αλάτισε το.


    Ύστερα, την άφησε, δεν την έδωσε καμία άλλη οδηγία. Καθόταν πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και την κοίταζε να μαγειρεύει. Έμοιαζε μαγνητισμένος απ’ τις κινήσεις της, που ψιλόκοβε τα λαχανικά, μύριζε τα μπαχάρια στα βαζάκια, σιγομιλούσε, ή σιγοτραγουδούσε, έπλενε ό,τι χρησιμοποιούσε. Είχε κάποιο ρυθμό μέσα της, που συγκινούσε μέσα του, μια σκέψη ξεχασμένη.


    Είχε κάνει κεφάλι κι αισθανόταν ευχάριστα. Την πλησίασε και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της τι φτιάχνει.

    - Με ξάφνιασες. Θα μπορούσα να κοπώ.

    - Αλλά δεν κόπηκες.

    - Θα μπορούσα.


    Φαινόταν αναποφάσιστος, σα να ήθελε να την αγκαλιάσει από πίσω, με εκείνη την ανάποδη αγκαλιά που γεμίζει τις αισθήσεις σαν καμιά άλλη, με εικόνες κι αισθήματα που καταργούν τα ιδεώδη του Μαλατέστα. Σχεδόν, δυσκολευόταν να συγκρατήσει τον εαυτό του. Έτσι έμοιαζε τουλάχιστον.


    Γύρισε αντικριστά της, ακουμπώντας στον πάγκο του νιπτήρα και κοιτώντας την που συνέχιζε να ανακατεύει και να δοκιμάζει υλικά. Σταμάτησε, τον κοίταξε, δεν πήρε τα μάτια της.

    - Πες το όνομα μου

    - Σταμάτα το αυτό σε παρακαλώ.

    - Είσαι εδώ με ευθύνη δική σου. Είσαι υπεύθυνη για ‘μενα τη στιγμή που με ακολούθησες εδώ, όσο υπεύθυνος είμαι εγώ για ‘σενα, που σε άφησα να μπεις. Είναι η επιθυμία μου.

    - Δε θα το πω

    - Ποτέ;

    -…


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
     
  8. kathreuths

    kathreuths New Member

    Αγαπητέ μας ξέχασες... Τόσες μέρες πέρασαν ... Το φαν κλαμπ σου αδυμονει(αν δεν έχεις φαν κλαμπ πολύ κακώς.... Να φτιάξουμε ένα)
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Έχει! Λεγόμαστε -Volt-ίτσες!

    Όχι παίζουμε!

    @-Volt- Αργείς νεαρέ, μας έχεις αφήσει στη μέση!
     
  10. kathreuths

    kathreuths New Member

    Εμ αντε ντε έπρεπε εγώ να κάνω παράπονα? Το σόι Volt-ιτσες είστε? Ασκηστε και λίγο πίεση!!!
     
  11. Dux

    Dux Regular Member

    Η συγγραφική έμπνευση δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα πίεσης μανδάμ.  
     
  12. kathreuths

    kathreuths New Member

    Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι οι ιστορίες είναι ολοκληρωμένες πριν την δημοσίευση τους, και απλά μας αφήνει να τσιτσιριζομαστε επειδή είναι σαδιστής !!