Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μένος

Discussion in 'BDSM Art and Literature' started by -Volt-, 2 February 2019.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Πήγαινε στο δωμάτιο σου και βάλε το τραγούδι που είχαμε πει

    - Δεν…

    - Τι δεν;

    - Δεν αγόρασα το cd

    - Είπες πως το είχες

    - Δεν ακούμε αυ…

    - Ποιοι είστε εσείς;

    - Με … με το Γιάννη

    - Εντάξει. Τι μουσική ακούει ο Γιάννης;

    -…

    - Πάρτον τηλέφωνο.

    -…

    - Εμπρός!

    - Γιατί;

    - Πες του να γυρίσει, ας μιλάει εκείνος καλύτερα για τον εαυτό του

    - Σταμάτα… σε παρακαλώ πολύ σταμάτα

    - Εκείνος μου έγραφε ή εσύ;

    - Εγώ, μόνο εγώ

    - Ήμουν εδώ. Είχες έρθει στο ξενοδοχείο μου, είχα έρθει σπίτι σου και πάλι πίστευες πως είμαι και θα είμαι μια οθόνη;

    - Δεν μπορούσα να πιστέψω πως θα ερχόσουν για ‘μενα

    - Δεν ήρθα για ‘σενα

    - Τότε τι; Γιατί ήρθες;

    - Για ‘μενα φυσικά.

    - Δηλαδή και για ‘μενα.

    - Όχι καθόλου

    - Μα μ’ έγλειψες

    - Και λοιπόν; Για ‘σενα το έκανα;

    - Δε… δεν ξέρω

    - Λοιπόν πάρτον τηλέφωνο κι ίσως άμα έρθει να γαμήσω αυτόν, αφού εσύ δεν υπάρχεις

    Το ποτήρι δίπλα της εκσφενδονίστηκε στα πόδια μου

    - Σκάσε πια! Σκάσε! Σκάσε! Τα κατέστρεψες όλα! Όλα!

    - Ποια είναι τα όλα;

    - Έφυγε, δε θα γυρίσει, θα … είμαστε μαζί;

    Τα λόγια της συγκεχυμένα, το πρόσωπο της με τα σάλια που είχαν ξεραθεί στα λακάκια και τα μάτια της που τρέχαν πάλι

    - Αν θα είστε μαζί με το Γιάννη;

    - Αν θα είμαστε μαζί;

    - Θες να είσαι μαζί μου;

    - Θέλω να είμαστε μαζ…

    - Θες να είσαι μαζί μου;

    -… θέλω. Θα είμαι;

    - Γιατί;

    -…

    - Δε μ΄ ενδιαφέρει να καλύψω τις ανασφάλειες σου

    - Γιατί είσαι τόσο σκληρός;

    - Δεν είμαι σκληρός. Είμαι εγώ. Αν δε νοιάζεσαι εσύ για ‘σενα, ποιος θα νοιαστεί ο ξένος; Γιατί να νοιαστώ;

    - Είσαι μεγάλος εγωιστής.

    - Και λοιπόν. Εσύ γιατί δεν είσαι;

    - Είμαι … λιγάκι κι εγώ.

    - Είσαι πολύ. Όλοι είμαστε. Βλέπουμε τους άλλους, αφού δούμε κι εξασφαλίσουμε τον εαυτό μας.

    - Δεν είμαι σαν εσένα.

    - Είσαι βέβαια. Αν σε γαμήσω μερικές φορές και δεν ασχοληθώ με την ικανοποίηση σου, θα σ’ αρέσει;

    - Ναι αλλά νοιάζεσαι για να θες να με ικανοποιήσεις άρα δεν είσαι τόσο εγωιστής.

    - Μπα. Ξεκινάμε με την ικανοποίηση του άλλου για πάρτη μας, για την ικανοποίηση του πόσο καλά το κάνουμε. Θέλει πολύ ψωμί η δουλειά για να βάλω εσένα πάνω από ‘μενα. Και στην πραγματικότητα κι εσύ έτσι είσαι. Ό,τι κάνεις το κάνεις για ‘σενα, ό,τι θέλεις το θέλεις για ‘σενα.

    - Δεν είναι έτσι.

    - Δηλαδή μ’ αγαπάς κι είμαι το παν για ‘σενα

    -..οοχι… αλλά…

    - Αλλά;

    - Θα μπορούσες να γίνεις

    - Κι ώσπου να γίνω;

    - Θα περνάμε όμορφα μαζί

    - Πως;

    - Σου προσφέρομαι και μου προσφέρεσαι

    - Γιατί;

    -…

    - Θέλεις να σου πω ότι θα νοιάζομαι για την ικανοποίηση σου για ‘σενα και καθόλου για ‘μενα;

    - Ναι

    - Κάνε με.


    Κάθισα στο καναπεδάκι στην κουζίνα. Και της ζήτησα να ανοίξει το ψυγείο. Δεν της είχα δώσει χρόνο να σκουπίσει τα μάτια της. Άνοιξε το ψυγείο με κάποια καθυστέρηση.

    - Ταξιδεύεις. Που;

    - …σκέφτομαι

    - Εντάξει

    - Δε θες να σου πω;

    - Θέλεις να μάθω;

    - Ναι. Θέλω να μάθεις για ‘μενα.

    - Να μάθω τι;

    - Να… να με μάθεις.

    - Γιατί;

    -…

    - Θα με κάνεις να σ’ ερωτευτώ;

    -…

    - Κάνε με να με δω εκεί μέσα και θα δούμε.

    - Δεν καταλαβαίνω.

    - Πείσε με πόσο το θέλεις.

    - Γιατί να πρέπει να σε πείσω εγώ;

    - Εσύ δεν το θέλεις;

    - Εσύ δε θες;

    - Στις ερωτήσεις απαντούν με ερωτήσεις οι ανεπαρκείς, δεν σου είχα καταχωρήσει αυτό το χαρακτηριστικό… ακόμα.

    - Ψιτ μικρή

    Γύρισε και τα μάτια της είχαν γίνει ολοστρόγγυλα, υπήρχε λύπη κι αδημονία

    - Έλα ‘δω.

    Τη φίλησα απαλά στα χείλη κι η γλώσσα μου χώθηκε μέσα στο στόμα της. Τα χέρια της αγκάλιασαν το λαιμό μου και με κράτησε απαλά, έπεσε σχεδόν ολόκληρη πάνω μου.

    - Γιατί γίνεσαι τόσο φριχτός; Είπε ψιθυριστά

    Σφίχτηκα στην αγκαλιά της και κοκάλωσε

    -… συγνώμη…. Συγνώμη δεν ήθελα… δεν το εννοοούσα

    Έφερα τα χείλη της πάλι στα δικά μου και τη φίλησα ξανά πεταχτά κι έμεινα να την κοιτώ στα μάτια.

    - Τι θες να μου δείξεις;

    -…

    - Θα μου δώσεις τη λάμα για την οποία έγραφες

    Είχα χρόνια να δω σε μάτια τρόμο, λαγνεία και διάθεση κινδύνου, υπήρχε κάτι επικίνδυνο εκεί. Ίσως και να μπορούσα…


    Με άφησε και γύρισε απ’ την άλλη, έκατσε στην άκρη και κρατούσε ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου, σαν πωλήτρια που δείχνει την πραμάτεια της.

    - Τελικά τι μουσική να βάλω;

    - Αυτό που δεν πήρες.

    Πήγε στο δωμάτιο, ένα συρτάρι ακούστηκε να ανοίγει. Ύστερα ο βόμβος της σιντιέρας που άνοιγε. Ακούστηκαν οι πρώτοι ήχοι του Drowning age. Διακόπηκε. Άκουσα να πατάει το μπροστά, δύο φορές. Το End of the rope ξεκίνησε. Ήρθε πάλι μέσα. Με κοίταγε και τα μάτια της χαμογελούσαν.

    - Ήθελα να σου κάνω έκπληξη

    - Ήθελες να μου κάνεις έκπληξη;

    - Ναι

    - Πήγαινε βάλτο απ’ την αρχή κι έλα να μου το τραγουδήσεις.

    Πήγε μαγκωμένη μέσα και γύρισε σιγά σιγά.


    Ξεκίνησαν τα λόγια κι εκείνη μαγκωμένη δε μιλούσε. Την κοίταξα ερωτηματικά.

    - Δε μπορώ να κάνω αυτή τη φωνή.

    - Δε σου ζήτησα τίποτα τέτοιο. Πήγαινε βάλτο πάλι.

    Πήγε το έβαλε και γύρισε. Στάθηκε μπροστά μου. Τα λόγια ξεκίνησαν πάλι. Και πάλι δεν άνοιξε το στόμα της.

    Την κοίταξα αδιάφορα.

    Μια σπίθα ερωτηματική, λίγο τρομαγμένη πέρασε απ’ τα μάτια της.

    - Είμαι παράφωνη.

    - Άνοιξα το κινητό μου και πήγα στο μέσεντζερ, βρήκα το μήνυμα μετά από λίγο, ενώ το τραγούδι συνέχιζε

    - ‘’Θέλω’’ έγραφες ‘’να ξυπνήσεις και να γαμιέμαι πάνω σου και να στο τραγουδώ’’

    - Μα αυτό ήταν φαντασίωση

    - Οι φαντασιώσεις είναι προσδοκίες ή ψευδαισθήσεις. Άρα εσύ ήξερες πως μιλούσες για ψευδαισθήσεις;

    - Δεν είναι έτσι όμως. Εκείνη τη στιγμή το ένιωθα πως θα μπορούσα να το κάνω, ακόμη και πως θα μπορούσα να είμαι όλη μέρα γυμνή μαζί σου. Και τώρα αισθάνομαι άβολα. Γυμνή κι εσύ ντυμένος κι από πάνω να σου τραγουδήσω. Σα να μ’ εξετάζεις, σα να περιμένω τη βαθμολόγια σου.

    - Τη δική σου βαθμολογία φοβάσαι, τη δική μου την έχεις χεσμένη.

    - Δεν είμαι σαν εσένα.

    - Αν γδυθώ θα αισθανθείς πιο άνετα;

    - Δεν ξέρω. Κάντο και θα δούμε.

    - Πήγαινε βάλτο απ’ την αρχή.

    Έτρεξε και γύρισε πίσω αφού έβαλε το τραγούδι απ’ την αρχή. Με κοίταξε με απογοήτευση που φορούσα τα ρούχα μου

    - Νόμιζα…

    - Τι;

    - Ότι θα γδυνόσουν.

    - Όχι δε μπορώ, δεν αισθάνομαι άνετα.

    - Τι;

    - Δεν αισθάνομαι άνετα να γδυθώ σε κάποια που ντρέπεται τη γύμνια της, που λέει ψέματα στον εαυτό της.

    Δάκρυα άρχισαν πάλι να κυλούν.

    - Πήγαινε βάλτο πάλι κι έλα εδώ μπροστά μου να το τραγουδήσεις.

    Πήγε διστακτικά προς τα μέσα, αλλά γύρισε γρήγορα με το που πάτησε το τραγούδι απ’ την αρχή.

    Άνοιξε το στόμα της και με το που άκουσα την πρώτη λέξη, άρχισα κι εγώ να τραγουδάω από κάτω μαζί της, κοιτώντας τη στα μάτια. Είπε όλους τους στίχους.

    - Σ’ αρέσει καθόλου το τραγούδι αυτό;

    - Το αγαπώ

    - Αλλά σ’ αρέσει;

    -…

    - Το άκουγες μπροστά του και τον έκανες να σε κοιτάει με τρόμο και περίσκεψη, αίσθηση πως διέλυες την ανασφάλεια του; Γι’ αυτό το αγαπάς; Τον τάραζες με τον απόηχο κάποιου που δεν είχες σκοπό να βάλεις στη ζωή σου;

    -…

    - Δε θα μου πεις;

    - Μα είσαι εδώ. Σε έβαλα.

    - Εγώ με έβαλα.

    - …

    - Λοιπόν;

    - Λοιπόν τι; Ρώτησε και φαινόταν πως είχε καταλάβει και δεν ήθελε να απαντήσει.

    Επέλεξα να μην απαντήσω, αλλά να στρίψω ένα τσιγάρο.

    - Το άκουγα. Δε μ’ ένοιαζε αν ήταν ή δεν ήταν εδώ.

    - Δε σ’ ένοιαζε;

    -…

    - Δε σ’ ένοιαζε;

    - Με ένοιαζε που δεν μ’ ένοιαζε.

    - Έλα εδώ

    Τη φίλησα πάλι και τη δάγκωσα παιχνιδιάρικα. Την έσπρωξα απαλά.

    - Το ψυγείο ή θα το κλείσεις και δε θα βγάλεις τίποτα, ή θα βγάλουμε κάτι από μέσα.

    - Τι να βγάλω;

    - Τι θες να βγάλεις;

    -…

    - Ναι;

    - … τα ρούχα σου

    Έκανα προσπάθεια για να την ακούσω.

    - Με ποια πρόθεση;

    -…

    - Θέλω …

    - Θέλεις;

    - Να κολλήσουμε, να …

    - Πήγαινε βάλε το Quiet Storm και γύρνα

    Με κοίταξε με τρόμο.

    - Δεν ξέρω τους στίχους.

    - Ούτε εγώ, της χαμογέλασα.

    Στα μάτια της κάτι ανάμεσα σε αμφιβολία και τελικά αυτό που υπερίσχυσε ήταν η απαξίωση στο πρόσωπο μου. Όταν γύρισε, δεν έλεγα κουβέντα κι όταν μπήκε η αντρική φωνή, ακούστηκε κι η δική μου πιο χαμηλά. Το θέμα που αντικαταστάθηκε στα μάτια της, μου είπε όσα ήθελα να δω.

    - Γάμα το ψυγείο, πάμε στο δωμάτιο. Μπορώ να καπνίσω στο δωμάτιο σου;

    -…ναι

    - Καπνίζεις στο δωμάτιο σου;

    - … όχι

    - Κι εμένα μου επιτρέπεις;

    -… ναι

    - Γιατί;

    -…

    - Γιατί;

    -…

    - Γιατί;

    - Επειδή … το θες

    - Και που το θέλω;

    - Θέλω να περνάς καλά μαζί μου

    - Κι αν δεν καπνίσω στο δωμάτιο σου θα περάσω άσκημα;

    - Δεν ξέρω

    - Δεν ξέρεις;

    - …

    - Δεν ξέρεις;

    - Δεν…

    - Δεν;

    - Δε θέλω να το ρισκάρω!

    - Υπάρχει κάτι που θέλεις να ρισκάρεις;

    -…

    - Δεν υπάρχει;

    - Είμαι εδώ

    - Άρα;

    - Τον… εαυτό μου

    - Δηλαδή;

    - …

    - Δε σε άκουσα

    -… αυτό που είχες πει τότε

    - Αυτό που είχα πει;

    - Να είμαι δική σου

    - Είπα εγώ κάτι τέτοιο;

    - Με ρώτησες!

    - Έκανα εγώ αυτή την ερώτηση;

    - Όχι… όχι με τα ίδια λόγια

    - Με ρώτησες αν θα μου άρεσε…

    - σε ρώτησα αν θα σου άρεσε;

    - Περίπου

    - Περίπου τι;

    - Αν θα ήθελα να σου…

    - Να μου;

    - Να σου ανήκω

    - Ρώτησα αν θα σου άρεσε να μου ανήκεις;

    Της έδωσα το κινητό μου, αφού το ξεκλείδωσα. ‘’Βρες το’’. Δε σήκωσε το χέρι της κι εγώ μετά από λίγο άφησα το κινητό μου κάτω.

    Για λίγο κανένας δε μιλούσε

    - Με είχες ρωτήσει αν ανήκω στον εαυτό μου και σου είχα απαντήσει πως ναι και με ρώτησες αν θα μου άρεσε να μην ανήκω σε ‘μενα

    - Και μου ‘χες απαντήσει τι;

    - Δε σου ‘χα απαντήσει.

    - Κι αφού άλλαξες την ερώτηση, τι μου απάντησες;

    - Μα δε σου απάντησα

    - Εγώ δεν το έμαθα, αλλά εσύ μου απάντησες.

    -…

    - Λοιπόν;

    - Το σκεφτόμουν και…

    - Εντάξει.

    - Τι; Να μη σου πω;

    - Ξέρεις;

    - Ναι ξέρω τι είχα απαντήσει στον εαυτό μου.

    - Τότε μου αρκεί.

    Πήγα στο σαλόνι και γέμισα το ποτήρι μου, επέστρεψα στην κουζίνα και κάθισα.

    - Δε θα πάμε στο δωμάτιο;

    - Δε θέλεις να καπνίσω εκεί

    - Θέλω.

    - Όχι δε θέλεις!

    - Θέλω!

    Είπε και έσφιξε τα χείλη της πεισμωμένα. Πόσοι έρωτες άραγε γεννήθηκαν στα πεισμωμένα μουτράκια, σε κάποια παρανόηση της έκφρασης… σε κάποια κακή μετάφραση στον εαυτό μας…


    Την τράβηξα κι έκατσε στα πόδια μου, σιγόπινα το ούισκι μου και έκανα τζούρες. Της έδωσα μια δυο. Και κατά διαστήματα φιλιόμασταν. Πάντα την τράβαγα εγώ. Ήταν κάτι στα μάτια της που κατά διαστήματα έμοιαζε να το ζητά, σαν εκκρεμές που έκανε τη διαδρομή του και γυρνούσε πίσω, σα να μετέφραζε κάτι μέσα της.


    - Νυστάζω.

    - Νυστάζεις;

    - Ναι πολύ.

    - Θα φύγεις;

    - Θα φύγω

    - Αν σου ζητήσω να μείνεις;

    - Μα δε γαμηθήκαμε

    - Σε παρακάλεσα να μη μου μιλάς έτσι

    - Α ναι. Το ξέχασες, συγνώμη.

    - Εγώ το ξέχασα.

    - Εσύ το ξέχασες.

    - Όχι δεν το ξέχασα. Και τι θα πει ούτως ή άλλως;

    - Τίποτα, κακό χιούμορ

    - Καλά… θα μείνεις;

    - Γιατί;

    - Για να κοιμηθούμε μαζί

    - Και το πρωί;

    - Θα πάω στη δουλειά κι εσύ θα είσαι εδώ όταν επιστρέψω. Δε θέλεις;

    - Αυτό θέλεις; Να ξυπνήσω το πρωί και να βρω κάποιο σημείωμα και να γυρίσεις το μεσημέρι με λαχτάρα για να βρεις κάτι απ’ τον εαυτό σου;

    - Δε σε καταλαβαίνω. Σταμάτα να το κάνεις αυτό. Εγώ δεν είμαι σαν εσένα. Εσένα θέλω να αγαπήσω κι όχι εμένα.

    - Σε αγαπάς;

    - Ναι με αγαπώ και τώρα θέλω να αγαπήσω κι εσένα. Να μαλακώσω ότι σε έχει τόσο πολύ χαλάσει.

    - Σε αγαπάς με όλες σου τις συν και πλην απόψεις;

    - Ναι με αγαπώ.

    - Δείξτο μου.

    - Πώς μπορώ;

    - Σου κάνω;

    - …

    - Λοιπόν;

    - Όχι ακριβώς.

    - Άρα τι πρέπει να κάνεις αφού σε αγαπάς;

    - … όχι! Όχι αυτό δεν το θέλω.

    - Άρα;

    - Δεν ξέρω. Εσύ;

    - Εγώ τι;

    - Ξέρεις;

    - Ξέρω;

    - Θέλω να καταλάβω

    - Εμένα;

    - Τον εαυτό μου

    - Άρα;

    - Εγώ είμαι η λάμα

    - Πάμε μέσα.


    ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
     
  2. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο απ’ τη στιγμή που λέει θέλω και παραδίνεται κοιτώντας σε στα μάτια, λέγοντας με τα μάτια, αφήνομαι. Αισθανόμουν πως αυτό, βρισκόταν ακόμα μακριά. Τα λόγια είναι λόγια, είναι ωραία, ή άσκημα και μπορούν να μπερδέψουν, να παίξουν παιχνίδια σα λεκτικά σύμβολα στο μυαλό και των δύο. Και είναι πολύ εύκολο να ξεφύγεις πέρα από ‘κεινο το σημείο που δεν υπάρχει γυρισμός. Μου συνέβη μια φορά πριν πάρα πολλά χρόνια και τότε τρομοκρατήθηκα απ’ τον εαυτό μου. Όλα ξεκίνησαν από ένα δέσιμο που δε γνώριζα πως εφαρμόζεται πραγματικά, με μια γυναίκα που δεν είχαμε υπάρξει ξανά μαζί και το κυριότερο χωρίς να έχω ποτέ ως τότε και για πολύ ακόμη, δοκιμάσει αυτό που εφάρμοζα, ή προσπαθούσα να εφαρμόσω, στον εαυτό μου.


    Σχολές; Αστεία πράγματα. Δεν υπάρχουν σχολές και δεν υπάρχουν εγκυκλοπαίδειες, Υπάρχουν όμως πολύ επικίνδυνα άρθρα στο ίντερνετ. Για πολύ καιρό πορεύεσαι με μια φαντασίωση που δε λες πουθενά και μέσα σου απαξιώνεις τον εαυτό σου, τον λες ανώμαλο, αναρωτιέσαι τι άλλο θα βγάλεις ακόμα δοκιμάζοντας. Και περιορίζεις τον εαυτό σου. Αλλά όσο κι αν τον περιορίσεις υπάρχει μια τάση. Κι υπάρχουν άνθρωποι με αντίστοιχες τάσεις και κάποτε τους συναντάς και μπαμ γίνεται αποκάλυψη. Δειλά προσπαθεις να χαρτογραφήσεις κάτι. Και κάνεις τη μια γκάφα πάνω στην άλλη. Ώσπου κάτι λειτουργεί. Δε μοιάζει φαντασμαγορικό, αλλά σου ταιριάζει και το κυριότερο το κατέχεις. Περιλαμβάνει τη διαφυγή και τη συγκράτηση.


    Φοβάμαι, είπε τώρα. Κι εγώ γύρισα χρόνια πίσω στο νου, σε ένα άλλο φοβάμαι, που η ηλικία μου και η λαχτάρα μου να δω μια εικόνα που μου επιτράπηκε να δημιουργήσω με αφέλεια, δε με άφησαν να δω πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που ετοιμαζόμουν να επιχειρήσω. Κι όταν έγινε αφύσικα επίπονο και πανικοβλήθηκε πέρα απ’ τα όρια, σάλταρα. Λίγο έλειψε να την παρατήσω και να φύγω. Ποτέ δε δικαιολόγησα τον εαυτό μου, γι’ αυτή την αδυναμία και ποτέ δε θα το κάνω. Κατά τύχη ηρέμησα, κατά τύχη τελικά έληξε καλά. Παρότι, μετά με απέφευγε για χρόνια. Ώσπου ένα βράδυ, συναντηθήκαμε πάλι. Είχαμε κι οι δυο διανύσει τη διαδρομή μας κι είχαμε γίνει κατά κάποιο τρόπο ενήλικες.


    Φοβάμαι ξαναείπε, τη στιγμή που αφού αγκάλιασα με το σκοινί το υποπόδιο ξύλο του κρεβατιού από το κάτω μέρος προς τα πάνω, το πέρασα απ’ το λαιμό προς την πλάτη της, μια, δυο φορές κι έφερα τα χέρια της σταυρωτά στην πλάτη και πέρασα το σκοινί γύρω απ’ τους καρπούς και μετά γύρω απ’ την κοιλιά της χωρίς να αφήσω κενά και το γύρισα στη μέση της πιο σφιχτά και με το σκοινί που περισσεύει τεντώνοντας όσο χρειαζόταν ώστε να ακινητοποιηθεί το έδεσα στο κεφαλάρι.


    - Φοβάσαι;

    - Φοβάμαι

    - Τι φοβάσαι;

    - ..

    - Εμένα, ή τα λόγια;

    - Φίλησε με, είπε κι ανασήκωσε το κεφάλι της όσο επέτρεπε το σκοινί.

    Τη φίλησα απαλά, καταλάβαινα την ένταση, την αμηχανία, το τσίτωμα. Ακόμα δεν είχε αρχίσει να πονάει, η αμηχανία κάλυπτε τα πάντα. Ούτε ο φόβος είχε γεννηθεί ακόμα και αυτός δε θα γεννιόταν, ξανά μαζί μου, με καμιά.


    Φίλησα απαλά τα κωλομέρια της και μετά με τη γλώσσα μου πέρασα πάνω απ’ την κωλότρυπα της και την έβαλα στο μουνί της. Στην αρχή κουνιόταν νευρικά και μετά χαλάρωσε, αφέθηκε. Ανασηκώθηκα, πίεσα απαλά τη μέση της προς τα κάτω. Αναστέναξε.


    Το χέρι μου έπεσε στο δεξί μέρος της απαλά, μετά στο αριστερό. Εναλλάξ. Εναλλάξ, έβαζα και περισσότερη δύναμη. Κατά διαστήματα πήγαινα μπροστά και την κοίταζα στα μάτια. Κάθε φορά που το έκανα αυτό, είχε αρχίσει να χαλαρώνει κι αμέσως με την πρόθεση στα μάτια μου να τη φιλήσω, χωρίς να το κάνω, τα πόδια της τεντώνονταν πάλι, στύλωναν γερά στο δάπεδο και τούρλωνε τον κώλο προς τα πίσω.


    Ο κώλος της είχε γίνει κατακόκκινος.

    - Πόσες θα μου δώσεις;

    - Ήθελες να τις μετρήσω;

    - Έτσι δε γίνεται;

    - Θέλεις να γίνει έτσι;

    - Θέλω να δοκιμάσω

    - Δε θα ξέρεις πότε θα σταματήσω

    - Δε θα μου το πεις;

    - Διάλεξε έναν αριθμό

    - Πέντε

    - Τόσο θες;

    - Δεν ξέρω αν θέλω. Δεν ξέρω πόσο θέλω

    - Σου αρέσει;

    - Μου αρέσει λυτή στο κρεβάτι

    - Τώρα σ’ αρέσει;

    - Δεν ξέρω

    - Μια..

    Δεν το περίμενε, η φωνή της κόπηκε στη μέση

    - Δύο…

    Στην ίδια ένταση

    - Τρία…

    Δεν τήρησα τον ίδιο χρόνο παύσης

    - Τέσσερα

    Μεγαλύτερη παύση, περισσότερο δυνατά

    - Πέντε

    Το είπαμε μαζί. Σταμάτησα

    - Έξι, είπε κι η φωνή της ήταν σιγανή και ο κώλος της τούρλωσε περισσότερο

    - Σου αρέσει;

    - Σου αρέσω έτσι;

    - Σου αρέσει;

    - Δεν ξέρω. Εσένα σου αρέσει;

    - Ναι μου αρέσει.

    - Μου χρωστάς μία

    Δεν είχε προλάβει να το πει κι έπεσε πάνω της, πιο δυνατή, πιο γρήγορη

    - Θέλω

    - Θέλεις…

    - Πόσο πιο δυνατά μπορείς;

    - Γιατί;

    - Θέλω να δω πως είναι;

    - Κι αν δεν αντέξεις;

    - Θα στο πω

    - Θα μου το πεις;

    - Εσένα σ’ αρέσει πιο δυνατά;

    - Θα μου το πεις;

    - Θα σου το πω

    - Να μετράω;

    - Μαζί

    - Εφτά…

    - Οχτώ…

    -Εννιά…

    - Δέκα…

    Άργησα λίγο να το πω, αμέσως τα πόδια της χαλάρωσαν. Έβαλα μεγαλύτερη δύναμη. Ο Κώλος της τουρλώθηκε πάλι.

    Έβαλα λιπαντικό στο χέρι μου και περισσότερο στο δάχτυλο μου, πλησίασα πιο κοντά. Έβαλα δύναμη

    - Έντεκα είπαμε μαζί

    Η παλάμη ακούστηκε στη σάρκα της και το τεντωμένο δάχτυλο μπήκε στο μουνί της. Τινάχτηκε κι ύστερα κουνήθηκε, έσπρωχνε. Έκανα να βγάλω το δάχτυλο μου

    - Όχι…

    Έκανα κυκλάκια μ’ αυτό, το έβγαλα κι αρπαξα με τη χούφτα μου όλο το μουνί της, ζούληξα το ζουμερό φρούτο κι όσο πίεζα τόσο βογκούσε, τόσο γέμιζε το χέρι μου υγρά.

    Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα μέσα της, απαλά. Ήταν ζεστά κι εγώ ήμουν πολύ καυλωμένος. Η γυμνή γυναίκα, η γυμνή παραδομένη γυναίκα, το τυλιγμένο δώρο μου με συγκλόνιζε. Σχεδόν έτρεμα. Είχε μείνει ακίνητη κι εγώ έμπαινα κι έβγαινα ξέφρενα. Έχυσε. Ήθελα να χύσω κι εγώ. Έβαλα λιπαντικό στο χέρι μου και της έβαλα δάχτυλο στον κώλο. Τσίτωσε αλλά δεν τραβήχτηκε

    - Θέλω … είπε απαλά.

    Φρόντισα να κρατάω με το χέρι μου το ζουμερό φρούτο και να το πιέζω και ανοίγοντας καλά τα κωλομέρια της, μπήκα μέσα ως τη βάση. Κινήθηκα αργά. Έβγαινα σχεδόν εντελώς και χρειάστηκε να σταματήσω και να βάλω κι άλλο λιπαντικό.


    Δεν είμαι πρωταθλητής του σεξ ή πορνοστάρ, θα ήθελα να πάω μπροστά και να κάνω αυτό που ήθελε, αλλά δε μπορούσα να κρατηθώ. Τον έβγαλα κι έχυσα στην πλάτη της.


    Την άφησα δεμένη και πήγα στο μπάνιο. Ξέπλυνα τα λιπαντικά και τον έπλυνα με σαμπουάν. Στο μεταξύ δεν ακουγόταν τίποτα. Γύρισα κοντά της και έλυσα το σκοινί και την έλυσα.

    - Τελειώσαμε;

    - Θέλεις;

    - Όχι

    - Τι θέλεις;

    - Θέλω να τα δω πάνω μου, χωρίς κόλπο να δω πόσο με θες.

    - Δεν ξέρω αν μπορώ, ρώτησα με περίσκεψη αλλά γελώντας με τα μάτια.

    Ξάπλωσα και ήρθε κοντά μου.

    - Ναι όμως θέλω, είπε και με πήρε στο στόμα της.

    - Κάτι ξέχασες

    Με κοίταξε στα μάτια και νομίζω πως μάντεψε το βλέμμα μου, μάντεψε ίσως μια προσδοκία που είχα αφήσει να φανεί στα μηνύματα. Πήγε και πήρε το σκοινί και μου το έφερε. Το τύλιξα απαλά στο λαιμό της και την τράβηξα κοντά μου. Ήρθε μπουσουλώντας κι αναστέναξε. Τότε την άφησα να με πάρει στο στόμα της.


    Την πρώτη φορά δε δυσκολεύτηκα να χύσω, είχα πολύ πράγμα ακόμα να βγάλω και γέμισα το πρόσωπο της απ’ τη μύτη και κάτω. Μετά με πήρε στα χέρια της, είπε απαλά ‘’θέλω κι εκεί που ήθελες εσύ’’ και μ’ έβαλε πάλι στο στόμα της.


    Δυσκολεύτηκα, προς το τέλος πιέστηκα τόσο που σχεδόν έκοψα την ανάσα μου και το κεφάλι μου άρχισε να χτυπάει. Όση ώρα άδειαζα στο στόμα της, υπέφερα. Σαν ένα τέρας να έσφιγγε με απίστευτη δύναμη τα μηνίγγια μου. Ηρέμησα κι όσο την έβλεπα χυμένη και ξέροντας πως το σπέρμα μου βρισκόταν πάνω της και στο στομάχι της και έβλεπα το σκοινί στο λαιμό της και το άλλο άκρο στο χέρι μου, ενώ κοιμόταν ειρηνικά δίπλα μου στο κρεβάτι ηρεμούσα κι άλλο.


    Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα, καύλωσα ξυπνώντας με τις ίδιες σκέψεις και μπήκα μέσα της. Υγράνθηκε αμέσως. Αλλά δεν το τελειώσαμε.


    Εκείνη δεν πήγε για δουλειά κι εγώ γύρισα στο νησί μετά από δέκα μέρες.


    Στα χρόνια που ήρθαν βρήκα μια γυναίκα πρόθυμη να βρει τον εαυτό της έστω και μέσα από ‘μενα και ικανή να αγαπήσει. Δεν ήθελα να αγαπήσει εμένα, γιατί δεν ήθελα να το δω να σβήνει. Και θα έσβηνε. Πάντα βαλτώνει. Μόνο που αυτή τη φορά υπήρξα πρόθυμος να το δω να βαλτώνει. Να βυθιζόμαστε στη συνήθεια. Και βυθιστήκαμε κάποτε


    ΤΕΛΟΣ
     
  3. Mission

    Mission Όσο προσπαθείς να μην με σκέφτεσαι,θα με σκέφτεσαι

    ΤΕΛΟΣ η αρχη του ΤΕΛΟΥΣ?
    Οπως και να χει παντως το ΤΕΛΟΣ θα ειναι παντα η ΑΡΧΗ...