Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

7

Discussion in 'BDSM Art and Literature' started by slave32, 3 July 2025 at 18:11.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Μέρος Πρώτο – Η Εμφάνιση
    Αύγουστος. Η πόλη, μισοέρημη, ανέπνεε αργά κάτω από το βάρος της ζέστης και της εγκατάλειψης. Οι φίλοι μου είχαν ήδη φύγει — οικογενειακές διακοπές, σύζυγοι, παιδιά, νησιά. Εγώ, μόνος. Το διαζύγιο είχε εκδοθεί προ μηνών, αθόρυβα, χωρίς φωνές. Συναινετικό. Ό,τι μας έδενε, ήταν λογιστικό· ό,τι μας χώριζε, βαθύτερο. Πέντε χρόνια έγιναν σκόνη. Κι εγώ, ένα μήνα πριν τα σαράντα, έπρεπε να μάθω να ζω ξανά απ’ την αρχή.

    Εκείνο το βράδυ, ωστόσο, ήθελα μόνο ένα πράγμα: ένα ποτό. Μια στιγμή σιωπής μέσα στην ησυχία μιας όμορφης μουσικής.

    Είχα ακούσει για ένα μπαρ στο Κολωνάκι. Soul και jazz, καθαρά ποτά, ωραίος φωτισμός. Είπαν πως θα μου άρεσε. Φόρεσα το γκρι, ανάλαφρο παντελόνι μου, ένα λευκό πουκάμισο που αγκάλιαζε το δέρμα μου σαν δροσιά νυχτερινή, έβαλα το αγαπημένο μου άρωμα — ξυλώδες, βαρύ — και πήγα.

    Το μπαρ ήταν ακριβώς όπως μου το είχαν περιγράψει. Οι ήχοι του Marvin Gaye και του Otis Redding κυλούσαν απαλά στον χώρο, σα χάδι. Κάθισα στον πάγκο, παράγγειλα Blanton. Μια γουλιά μόνο και η γεύση ξετύλιξε αναμνήσεις, επιθυμίες, σιωπές. Ο κόσμος λιγοστός. Ιδανικό.

    Ήμουν εκεί περίπου μισή ώρα, όταν μπήκε.

    Τα μάτια όλων γύρισαν πάνω της — σαν κάτι μέσα τους να αναγνώριζε το ασύνηθες. Ψηλή. Ξανθά μαλλιά, χυτά μέχρι τη μέση. Φορούσε ένα βαθύ κόκκινο φόρεμα, τόσο στενό που δεν έκρυβε τίποτα· μάλλον, υπογράμμιζε με σιγουριά κάθε καμπύλη, κάθε υπόσχεση. Δώδεκα πόντοι τα τακούνια της — σχεδόν στο δικό μου ύψος, κι εγώ είμαι ένα ενενήντα. Η ηλικία της… δεν ήμουν σίγουρος. Ίσως πενήντα. Ίσως παραπάνω. Μα κάθε κίνησή της ήταν ακρίβεια. Επιβολή. Γνώση.

    Κάθισε κοντά μου, σε τραπέζι μόνο για εκείνη. Κανείς δεν τη συνόδευε, κανείς δεν τόλμησε να την πλησιάσει επίμονα. Την παρατηρούσα, διακριτικά. Το βλέμμα της περιφερόταν με τρόπο γνώριμο — σα να ήξερε ήδη όλα τα μυστικά του χώρου. Είδα δυο-τρεις να της μιλούν· η στάση της, ευγενική αλλά απρόσιτη. Το προσωπικό… παράξενα αμέτοχο. Καμία προσέγγιση από το σέρβις.

    Κατέβασα το βλέμμα. Δεν ήθελα να φανώ αδιάκριτος. Παρήγγειλα δεύτερο ποτό. Κι όταν γύρισα να πάρω το ποτήρι… το είχε ήδη αγγίξει εκείνη.

    Δοκίμασε μια γουλιά. Το χέρι της άγγιξε το ποτήρι με την άνεση κάποιου που του ανήκουν όλα.

    «Blanton», είπε.

    Η φωνή της, βαθιά. Βελούδινη, μα με υπόνοια σιδήρου. Δεν περίμενα να το αναγνωρίσει. Δεν πρόλαβα να απαντήσω.

    «Μου αρέσεις», μου είπε.

    Τα μάγουλά μου αναψοκοκκίνισαν — δεν ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιο φλερτ. Πόσο μάλλον από μια γυναίκα σαν κι αυτή.

    «Πώς σε λένε;» με ρώτησε.

    «Μάριος…» ψιθύρισα.

    Έτεινε το χέρι. Το πήρα και —ακόμα δεν ξέρω γιατί— το φίλησα. Ελαφρά. Με σεβασμό. Ίσως με δέος.

    Χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που δεν φανέρωνε σκέψεις. Ήπιε άλλη μια γουλιά. Σηκώθηκε. Μου άφησε μια κάρτα πάνω στον πάγκο και έφυγε. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Δεν τόλμησα.

    Γύρισα την κάρτα. Σκούρο μαύρο φόντο. Ένα και μόνο στοιχείο: ο αριθμός 7, χαραγμένος σε βαθύ κόκκινο.

    Έμεινα να την κοιτάζω. Μουδιασμένος.

    Πλησίασα τον μπάρμαν να πληρώσω. Με κοίταξε και χαμογέλασε.

    «Η Κυρία που έφυγε… φρόντισε ήδη γι’ αυτό.»

    «Την ξέρεις;» τον ρώτησα.

    Έγνεψε.

    «Όλα εδώ της ανήκουν… και το ξενοδοχείο δίπλα.»

    Τον κοίταξα με απορία. «Μα είναι πεντάστερο…»

    «Είναι. Είμαι εδώ τρία χρόνια και… δεν την έχω δει ποτέ να φλερτάρει κανέναν», πρόσθεσε με νόημα.

    Ένιωσα ξανά το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου. Του έδειξα την κάρτα.

    «Και τώρα; Πώς θα την ξαναδώ;»

    «Εκείνη… θα σε βρει.»
     
  2. slave32

    slave32 Contributor

    Μέρος Δεύτερο – Ξενοδοχείο
    Μιχάλης

    Ποιος πάει σε συνέδριο στην Αθήνα, μέσα στο κατακαλόκαιρο; Αν το έλεγες σε οποιονδήποτε άλλον, θα γελούσε. Μα εγώ ήξερα. Αν είσαι νέος γιατρός — τριανταδύο ετών, φρέσκος δερματολόγος με την ειδικότητα στο χέρι και βλέμμα προς τα πάνω — πας παντού. Όπου υπάρχει ευκαιρία, όπου κυκλοφορεί εξουσία. Και η εξουσία, συνήθως, φοράει κοστούμι και κινείται στα λόμπι των πεντάστερων.

    Μένω κοντά στην Αθήνα — όσο «κοντά» μπορεί να θεωρείται η ανατολική Εύβοια. Ήρθα με τη μηχανή, για άνεση. Η πόλη είχε ακόμα λίγη ζωή, μα ο αέρας μύριζε περισσότερο άσφαλτο παρά καλοκαίρι.

    Το ξενοδοχείο φάνταζε σαν κάτι βγαλμένο από όνειρο. Όχι απλά πολυτέλεια, αλλά αρχοντιά. Ήρεμο, με μια υποβόσκουσα αυστηρότητα στη διακόσμηση, σαν να έπρεπε να υποταχθείς στη σιγή του. Πάρκαρα στο υπόγειο, ανέβηκα με το ασανσέρ στο ισόγειο.

    Το φουαγιέ... ήταν ένα σκηνικό. Κρύσταλλα, βαθιά βελούδινα χρώματα, πίνακες με μορφές που σε κοιτούσαν επίμονα.

    Κι εκεί την είδα.

    Ήταν καθισμένη σε έναν δερμάτινο καναπέ, με τα πόδια σταυρωμένα, το βλέμμα της — ήρεμο, σαρκοβόρο. Ένα μαύρο, στενό φόρεμα με ψηλό σκίσιμο και πέδιλα με λουράκια που αγκάλιαζαν τους αστραγάλους σαν φίδια.

    Με κοίταξε. Και τότε — όλα σταμάτησαν.

    Σαν να είχε επιλέξει ήδη. Πλησίασα μηχανικά, χωρίς να ξέρω γιατί. Εκείνη απλώς χαμογέλασε, σαν να ήξερε τα πάντα.

    «Γιατρός;» με ρώτησε. Η φωνή της, βελούδινη με αιχμές ατσαλιού.

    Έγνεψα. «Ναι... συνέδριο.»

    Δεν χαμογέλασε αυτή τη φορά. Μόνο άπλωσε το χέρι της και μου έδωσε μια κάρτα. Μαύρη. Βελούδινη υφή. Και μόνο ένας αριθμός: 7. Χαραγμένος με κόκκινη γόμωση, βαθιά.

    Δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Είχε ήδη χαθεί μέσα σε έναν διάδρομο που μόνο εκείνη έβλεπε.

    Μάριος – Δύο Μέρες Μετά

    Το βράδυ, το σώμα μου με πήγε ξανά εκεί. Στο ίδιο μπαρ. Ο ίδιος ήχος, ο ίδιος φωτισμός, το ίδιο Blanton. Ο μπάρμαν, χαμογελαστός, σα να με περίμενε.

    «Είσαι έτοιμος να τη συναντήσεις;» με ρώτησε.

    Τον κοίταξα σαστισμένος. «Ποια;»

    «Η Δέσποινα. Αυτή είναι τ’ όνομά της. Αν σου έδωσε την κάρτα, σε κάλεσε.»

    Έβγαλα την κάρτα από το πορτοφόλι μου και την ακούμπησα μπροστά του.

    Εκείνος την κοίταξε, έπειτα γύρισε προς μια πόρτα δίπλα στον πάγκο — σχεδόν αόρατη. Πέρασε μέσα. Επέστρεψε με έναν μικρό, μαύρο φάκελο. Τον άφησε μπροστά μου.

    Τον άνοιξα.

    Μέσα υπήρχε ένας λεπτός, χρυσός φάκελος με οδηγίες. «Ζήτησε τον όροφο 7. Μην πεις τίποτα άλλο. Εκείνοι ξέρουν. Η ώρα είναι τώρα.»

    Πήρα μια βαθιά ανάσα. Βγήκα έξω, διέσχισα το μισοάδειο πεζοδρόμιο και στάθηκα μπροστά στο ξενοδοχείο. Μπήκα μέσα. Το φουαγιέ ήταν ήσυχο. Η υποδοχή με κοίταξε — και μόλις τους έδειξα την κάρτα, κάτι άλλαξε.

    Δεν με ρώτησαν τίποτα.

    «Ανεβείτε, παρακαλώ. Όροφος επτά.»

    Το ασανσέρ ανέβαινε αργά. Η μουσική σχεδόν ανεπαίσθητη. Σαν ανάσα.

    Όταν άνοιξε η πόρτα, η ατμόσφαιρα άλλαξε. Το φως πιο μαλακό, οι τοίχοι επενδυμένοι με βελούδο, το πάτωμα σιωπηλό. Μια γυναίκα, κομψά ντυμένη, με μαύρα γάντια, με οδήγησε ως την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου.

    Άνοιξε χωρίς να χτυπήσει. Με πέρασε μέσα.

    Και τότε τον είδα.

    Ο Μιχάλης.

    Γονατιστός. Γυμνός. Ένα δερμάτινο κολάρο στον λαιμό του, με κρίκο. Τα μάτια του χαμηλωμένα. Σιωπηλός. Υπάκουος.

    Πίσω του — Εκείνη.

    Η Δέσποινα.

    Φορούσε μαύρο κορσέ, μακριές δαντελένιες γάντες, και τις ίδιες εκείνες γόβες. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο δικό μου.

    Δεν μίλησε. Ούτε εγώ.

    Μα ξέραμε και οι δύο.

    Η τελετή είχε μόλις αρχίσει.
     
  3. slave32

    slave32 Contributor

    Μέρος Τρίτο – Η Αρχή της Υποταγής
    Ο Μάριος στάθηκε στο κατώφλι, μουδιασμένος. Η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω του. Ο χώρος — μια μεγάλη, ημιφωτισμένη αίθουσα με βελούδινους τοίχους και παχιά χαλιά σε χρώμα βαθύ κόκκινο του κρασιού. Οι κουρτίνες βαρύτιμες, κλειστές. Δεν υπήρχε χρόνος εδώ, ούτε εξωτερικός κόσμος. Μόνο παρόν και πρόθεση.

    Ο Μιχάλης γονάτιζε στο κέντρο, με το μέτωπο χαμηλωμένο. Το σώμα του, γυμνό, άτριχο, υπάκουο. Στον λαιμό του, το δερμάτινο κολάρο σφιγμένο σταθερά· στον καρπό του, ένα μεταλλικό βραχιόλι με τον αριθμό 7χαραγμένο. Ένας κρίκος κρεμόταν από το κολάρο — σύμβολο ιδιοκτησίας, παραδοχής, αποδοχής της θέσης του. Δεν μίλησε, δεν σήκωσε το βλέμμα.

    Η Δέσποινα προχώρησε αργά γύρω τους. Η παρουσία της ήταν κυριαρχία. Δεν φώναζε, δεν απαιτούσε. Επέβαλλε σιωπή. Το κορμί της αγέρωχο, τυλιγμένο σε κορσέ από δέρμα και δαντέλα, τα μακριά γάντια της σαν δεύτερο δέρμα. Ένα ράβδος βελούδινου ξύλου κρατιόταν χαλαρά στο χέρι της.

    Κοίταξε τον Μάριο — τον καινούργιο. Έναν άνδρα που μέχρι τώρα πίστευε πως είναι κύριος του εαυτού του.

    «Γονάτισε», διέταξε με φωνή ήρεμη, σχεδόν μητρική.

    Ο Μάριος υπάκουσε. Γονάτισε μπροστά της, νιώθοντας για πρώτη φορά το δάπεδο πιο ψηλά από την ψυχή του.

    Η Δέσποινα στάθηκε ανάμεσά τους, ένα βήμα πίσω. Έπειτα, άγγιξε ελαφρά τον ώμο του Μιχάλη με τη ράβδο. Εκείνος αναστέναξε — ένα σχεδόν ηδονικό ρίγος διαπέρασε το κορμί του.

    «Μιχάλη… δείξε του τη θέση του. Θέλω να τον φέρεις εκεί όπου ήσουν εσύ, το πρώτο σου βράδυ.»

    Ο Μιχάλης σήκωσε το βλέμμα. Δεν υπήρχε ίχνος δισταγμού πια μέσα του. Μόνο προσήλωση. Πλησίασε αργά τον Μάριο. Τα χέρια του κινήθηκαν απαλά, αλλά σταθερά — δεν υπήρχε αγένεια στην πράξη του, μόνο απόλυτη επίγνωση της ιεραρχίας.

    Στάθηκε πίσω του. Έσκυψε στο αυτί του και ψιθύρισε:

    «Όταν προσφέρεις το στόμα σου, να το κάνεις χωρίς ντροπή. Είναι τιμή να σε επιλέγουν για υπηρέτη.»

    Ο Μάριος ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν πιο βαθιά. Η ντροπή αναδεύτηκε σαν πυρετός, αλλά δεν μπορούσε να κρυφτεί από το βλέμμα της Δέσποινας — ούτε ήθελε.

    Ο Μιχάλης τον έσπρωξε ήπια στο πάτωμα, με τα χέρια του στους ώμους, οδηγώντας τον σε στάση πλήρους παράδοσης: μέτωπο στο πάτωμα, χέρια τεντωμένα μπροστά. Έπειτα, στάθηκε από πάνω του και έδεσε μια λωρίδα μεταξωτού υφάσματος στα μάτια του.

    Η Δέσποινα πλησίασε και χάιδεψε το πίσω μέρος του αυχένα του Μάριου με τη ράβδο.

    «Τώρα δεν βλέπεις, αλλά θα μάθεις. Θα μάθεις με αφή, με ήχο, με υπακοή.»

    Ο Μάριος ένιωθε την ανάσα του Μιχάλη να πλησιάζει. Τα χέρια του τον αγκάλιαζαν, τον χειριζόταν — όχι με σαδισμό, αλλά με μια στοργική επιβολή, σαν δούλος που διδάσκει έναν νέο δόκιμο τα μυστήρια της ταπείνωσης.

    Η Δέσποινα παρακολουθούσε. Δεν συμμετείχε. Δεν χρειαζόταν. Ήταν η αρχή και το τέλος της σκηνής. Αυτή τους έφερε εκεί. Αυτή τους άφηνε να την υπηρετήσουν — ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να υποτάξει τον έναν μέσω του άλλου.

    Η ησυχία έσπαγε μόνο από ανάσες. Ο χρόνος είχε χαθεί.

    Όταν ο Μάριος άρχισε να τρέμει ελαφρά, η Δέσποινα έσκυψε και ψιθύρισε κοντά στο αυτί του:

    «Τώρα ανήκεις. Όχι σε εμένα μόνο… αλλά και σε αυτόν που υπακούει πριν από εσένα. Εσύ είσαι ο επόμενος κρίκος. Και θα μάθεις… να λατρεύεις το βάρος.»

    Κι ο Μάριος... δάκρυσε. Όχι από πόνο. Από απελευθέρωση.
     
  4. slave32

    slave32 Contributor

    Μέρος Πέμπτο – Ο Κρίκος
    Ο Μάριος ήταν ακόμη γονατιστός όταν η Δέσποινα πλησίασε.

    Στα χέρια της κρατούσε ένα κουτί· βαρύ, τετράγωνο, επενδεδυμένο με μαύρο δέρμα. Το ακούμπησε μπροστά του με τελετουργική ακρίβεια. Ο Μιχάλης στεκόταν πίσω του, το βλέμμα του σταθερό. Δεν υπήρχε ζήλεια, δεν υπήρχε φθόνος — μόνο προσήλωση. Ήξερε.

    Η Δέσποινα άνοιξε το κουτί και μέσα, προσεκτικά τοποθετημένο, έλαμπε το κολάρο. Μαύρο, στιλπνό, δερμάτινο. Στο μέτωπο του μεταλλικού στρογγυλού κρίκου υπήρχε χαραγμένος ένας αριθμός: 7.

    Η Δέσποινα το σήκωσε, πλησίασε τον Μάριο, έσκυψε και τον κοίταξε βαθιά.

    «Το κολάρο αυτό δεν είναι ποινή. Είναι επιλογή. Δεν σε περιορίζει. Σε καθορίζει. Το θέλεις;»

    Ο Μάριος δεν μίλησε. Γονάτισε πιο βαθιά. Έγειρε το κεφάλι και πρόσφερε τον λαιμό του.

    Η Δέσποινα το φόρεσε αργά. Έκλεισε τη μεταλλική αγκράφα με έναν ήχο κλικ, που αντήχησε σαν όρκος. Και τότε, με ένα νεύμα της, οι κουρτίνες άνοιξαν.

    Ο χώρος γέμισε από παρουσία. Ήσυχη, υπνωτιστική, ισχυρή.

    Γύρω από την αίθουσα εμφανίστηκαν έξι ζευγάρια — έξι άνδρες και γυναίκες, ή άνδρες με άνδρες, γυναίκες με γυναίκες, άλλοι μόνοι. Όλοι είχαν κάτι κοινό: στον λαιμό τους, κολάρο. Και στο κάθε ένα, χαραγμένος ένας αριθμός. Από το 1 ως το 6.

    Κάθε ζευγάρι γονάτισε μπροστά στη Δέσποινα. Την ευχαρίστησαν χωρίς λόγια. Ήταν κρίκοι σε μια αλυσίδα που δεν φτιαχνόταν από σίδερο, αλλά από πειθαρχία, αποδοχή, πνευματικό δέσιμο.

    Ο Μάριος ένιωθε τη νέα του θέση: ο έβδομος κρίκος.

    Η Δέσποινα στάθηκε στο κέντρο και ύψωσε το χέρι.

    Μια πόρτα στο βάθος άνοιξε.

    Και τότε εκείνη μπήκε.

    Ήταν νεαρή, σχεδόν κοριτσίστικη, αλλά με μάτια που πρόδιδαν δίψα. Μαλλιά σκούρα, λυτά, δέρμα που έτρεμε όχι από φόβο αλλά από ανάγκη. Δεν μιλούσε. Δεν έβλεπε. Φορούσε απλώς ένα λευκό φόρεμα, και τίποτα άλλο. Στον καρπό της, ένα μικρό κορδόνι με μεταλλική ταμπέλα: 8.

    Η Δέσποινα γύρισε στον Μάριο. Του έδωσε το τελευταίο της βλέμμα για εκείνο το βράδυ· ένα βλέμμα που έλεγε: “Τώρα, εσύ.”

    Εκείνος σηκώθηκε. Προχώρησε αργά, με ταπεινοφροσύνη αλλά και αυτοπεποίθηση. Δεν ήταν πια ο ίδιος.

    Στάθηκε μπροστά στην 8. Άπλωσε το χέρι.

    Εκείνη τον ακολούθησε χωρίς λέξη. Γονάτισε μπροστά του. Ο Μάριος της έλυσε το κορδόνι. Το πέταξε στο πάτωμα. Και της φόρεσε ένα καινούριο — ένα δικό της κολάρο, άδειο ακόμα από αριθμό.

    Η Δέσποινα πλησίασε. Του έδωσε το τελευταίο κομμάτι της τελετής: μια λεπτή σφραγίδα από κόκκινο μέταλλο, με το 8 χαραγμένο.

    Ο Μάριος την πήρε, την ακούμπησε στο κολάρο της κοπέλας, και την πίεσε μέχρι να κουμπώσει. Ένα ελαφρύ κλικ.

    Η σφραγίδα μπήκε στον κρίκο.

    Ο κύκλος είχε κλείσει. Η αλυσίδα είχε μεγαλώσει.

    Ο Μάριος γύρισε στη Δέσποινα και υποκλίθηκε. Η αποδοχή του δεν είχε πια λέξεις. Μόνο σώμα, ρόλο, θέση.

    Κι Εκείνη — χαμογέλασε για πρώτη φορά.

    ΤΕΛΟΣ