Dismiss Notice

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Bookstore

Discussion in 'BDSM Art and Literature' started by slave32, 22 October 2025 at 12:32.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που ήταν καταπιεστικό. Δεν είχα πολλές ευκαιρίες να εκφράσω τα συναισθήματα μου, τι ήθελα, τι μπορούσα να κάνω. Απλά έκανα αυτά που μου ζητούσαν οι γονείς μου. Σπούδασα θεολογία. Μελέτησα βαθειά μέχρι που κατέληξα τι ήθελα να κάνω. Άνοιξα ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης. Τα βιβλία, τα μολύβια, το ξύλο έχουν γίνει από τότε ο τόπος μου.



    Ξύπνησα μία μέρα σαράντα και χρονών, μόνος. Κλειστός, άδειος. Κοίταζα τα ράφια. Οι ιστορίες από τα βιβλία κι εγώ να κλείνω τα μάτια και να φαντάζομαι ότι είμαι ένας κάποιος άλλος, ένας ανομολόγητος άλλος. Αυτό που ήθελα ήταν το απαγορευμένο, το ανώμαλο όπως λένε. Μόνο που δεν μπορούσα άλλο να του αντισταθώ. Ήθελα να το ζήσω και θα το προσπαθούσα πολύ. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα το θάρρος να το ζητήσω. Μόνο που μία μέρα το βρήκα.



    Το μαγαζί το κρατούσα ανοιχτό το μεσημέρι και λίγο πιο αργά το βράδυ γι αυτούς που ήθελαν κάτι να μελετήσουν. Απολάμβανα περισσότερο τις ώρες ησυχίας, διαβάσματος παρά την υπόλοιπη μέρα. Μερικά χρόνια αργότερα κατάφερα κι αγόρασα ολόκληρο το διώροφο που στεγάζεται το μαγαζί. Ένωσα τον πίσω χώρο και το πάνω διαμέρισμα, ουσιαστικά ζούσα εκεί.



    Δεν έρχονταν πολύς κόσμος στο αναγνωστήριο, περισσότερο φοιτητές κοντά στις εξεταστικές. Το προτιμούσαν παρά τη βιβλιοθήκη της σχολής τους. Πρόσφερα καφέ και λίγες γλυκές λιχουδιές. Τις τελευταίες εβδομάδες έρχεται ένας άνδρας. Είναι γύρω στα πενήντα. Δεν μπορώ να υπολογίσω καλά. Κομψά ντυμένος πάντοτε. Διαβάζει Φρόυντ κυρίως. Έχει αγοράσει τα βιβλία, αλλά προτιμά το αναγνωστήριο μου για να τα μελετά. Αυτός ο άνδρας έχει κάτι που με μαγνητίζει κάθε φορά. Είναι ψηλός, έχει λίγο γκριζάρει με λεπτές γραμμές το πρόσωπό του. Αλλά έχει κάτι, μια ευγένεια συνδυασμένη με αυστηρότητα που με κάνουν να μη μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια για πολύ ώρα όσο μου μιλάει. Αυτός ο άνδρας έχει μπει για τα καλά στο μυαλό μου, ξυπνώντας σκέψεις που προσπαθούσα για χρόνια να αποβάλλω. Ήρθε μπροστά μου, να τις καταστρέψει όλες. Δεν μπορούσα να αμφισβητήσω πλέον την προσωπικότητα μου.



    «Να σας προσφέρω έναν καφέ;» πήγα κοντά του, τον διέκοψα όσο διάβαζε. Χαμογέλασε.

    «Αν κάτσεις μαζί μου, ναι» πήγα αμέσως να φέρω τον καφέ. Σχεδόν έτρεμα στη διαδρομή παρά λίγο να τον χύσω. Του τον πρόσφερα. Έμεινα όρθιος.

    «Κάθισε κι εσύ» μου έδειξε την καρέκλα.

    «Το μαγαζί σου είναι πολύ όμορφο, με κάνει να ηρεμώ»

    «Σας ευχαριστώ Κύριε» του απάντησα με κοίταξε. «Γιώργος»

    «Σας ευχαριστώ Κύριε Γιώργο» επανέλαβα και τότε έπιασα στο πρόσωπό του ένα μικρό χαμόγελο.

    Μιλήσαμε γενικά για την φιλοσοφία και κατέληξε η κουβέντα μας στη λίμπιντο.

    «Ο Έμπινγκ τον επηρέασε αρκετά στην ερμηνεία των συνιστωσών του σαδομαζοχισμού» μου είπε κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι αυτός ο άνδρας είχε καταλάβει τα πάντα για εμένα. Ήμουν μια κιθάρα στα χέρια του και το συνειδητό μου οι χορδές της.

    «Ευτυχώς τώρα δεν θεωρείται πλέον παθολογικός αν υπάρχει συναίνεση, Κύριε» είπα αυτή τη φορά το Κύριε χωρίς το όνομά του. Με κοίταξε για λίγο σαν να με επεξεργαζόταν. Σηκώθηκε. Με ευχαρίστησε για τον καφέ.

    «Θα έρθω αύριο τέτοια ώρα» μου ανακοίνωσε. Τον κοίταξα με μια ελαφριά απόγνωση, αύριο ήταν Κυριακή ήμουν κλειστά. Δεν τόλμησα να του το πω.



    Έκλεισα το μαγαζί. Σκεφτόμουν στο μυαλό μου όσα προηγήθηκαν. «Τι πας να κάνεις;» αναρωτήθηκα. Αλλά δεν μπορούσα να το σταματήσω. Πήγα για κούρεμα και πέρασα κι από ένα σπα της περιοχής. Αν και ντρεπόμουν πολύ ζήτησα να μου κάνουν πλήρη αποτρίχωση. Με ανέλαβε μια γυναίκα. Όμορφη κοντά στα πενήντα. Κατάλαβε αμέσως πως δεν το είχα ξανακάνει. Ειδικά όταν πήγε κάτω, με άγγιξε κι εγώ δεν μπορούσα να το ελέγξω. Κοκκίνισα από την ντροπή μου.

    «Χίλια συγγνώμη» της είπα εκείνη γέλασε.

    «Συμβαίνει αυτό στη δουλειά μου, άλλωστε δεν υπάρχει λόγος να κοκκινίζεις» κάπως μου ανέβασε το ηθικό αυτό, αλλά και πάλι. Μου έπιασε τη κουβέντα.

    «Έχεις το βιβλιοπωλείο σωστά;»

    «Ναι ναι»

    «Έρχεται ο γιος μου εκεί, είναι φοιτητής, περισσότερο σε σένα διαβάζει παρά στο σπίτι»

    Ντράπηκα λίγο περισσότερο. Τελείωσε. Ντύθηκα, της απολογήθηκα και πάλι.

    «Μην ανησυχείς, θα περάσω από το μαγαζί σου μια μέρα. Να δοκιμάσω τον καφέ σου»

    «Όποτε θέλετε» της είπα. Βγήκα έξω. Γύρισα στο σπίτι, έκανα ένα ντουζ κι άρχισα να σκέφτομαι τι είχα κάνει. Περιποιήθηκα τον εαυτό μου, προετοίμασα το σώμα μου γιατί μπορεί να ζήσω τη φαντασίωση μου.



    Αποκοιμήθηκα με δυσκολία το βράδυ. Κυριακή πρωί όπως πάντα πήγα στο μαγαζί. Καθάρισα, σφουγγάρισα και περιποιήθηκα μερικά από τα βιβλία. Προσπαθώ να μη σκονίζονται. Έβαλα καφέ στη μηχανή περίπου στις δύο το μεσημέρι. Ήξερα ότι εκείνος έρχεται δυόμιση. Δεν με απογοήτευσε. Πέρασε μέσα. Φορούσε το κουστούμι του, αλλά αυτή τη φορά δεν κρατούσε τη τσάντα του.



    Σέρβιρα καφέ και του πήγα. Περίμενα να μου πει να καθίσω κι εγώ.



    «Μπορείς να καθίσεις στη καρέκλα ή να γονατίσεις» μου είπε και άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου. Γονάτισα. Με άφησε για λίγο να κλάψω. Σηκώθηκε και πήγε κι έκλεισε τη πόρτα του μαγαζιού, κλείδωσε με τα κλειδιά που είχα επάνω. Έκλεισε τα παντζούρια. Κάθισε δίπλα μου. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.



    «Μπορείς να μιλήσεις» μου είπε. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω άλλο στα μάτια, κοίταζα το πάτωμα. Δεν είπα λέξη.

    «Ντρέπεσαι;»

    «Πολύ Κύριε» έκανε μια μικρή παύση.

    «Για ποιον λόγο;»

    «Δεν ξέρω.. μη σας απογοητεύσω»

    «Δεν θα το κάνεις» Σηκώθηκε όρθιος. Έβλεπα μόνο το μαύρο δέρμα των παπουτσιών του.

    Επέστρεψε. Έβαλε το χέρι του στα μαλλιά μου.

    «Μίλησε μου» μου είπε ψιθυριστά.

    «Δεν το έχω ξανακάνει ποτέ ούτε αυτό ούτε τίποτα.. Κύριε»

    Του απάντησα κι έβαλα τα κλάματα βυθισμένος στη ντροπή μου.

    «Πόσο χρονών είσαι;»

    «Σαράντα δύο Κύριε»

    «Δεν έχεις κάνει καν έρωτα μέχρι τώρα, γιατί ντρεπόσουν, φοβόσουν ότι θα είσαι λίγος και δεν θα τα καταφέρεις;»

    «Μάλιστα Κύριε και κάτι ακόμα..»

    Με πλησίασε τόσο, φίλησε τα χείλη μου, δεν είχα ξανανιώσει τόσο μοναδικός ποτέ στη ζωή μου.

    «Γιατί ήθελα να δοθώ σαν σκλάβος Κύριε» αυτό ήταν. Με έπιασε σφιχτά από τα μαλλιά και με φίλησε με πάθος, οι γλώσσες μας ενώθηκαν, ένιωσα τη καρδιά μου να σπάει. Σταμάτησε.

    «Αυτά που θα θέλω εγώ από εσένα δεν θα μπορεί να τα χωρέσει το μυαλό σου. Δεν είναι όλα όμορφα. Υπάρχουν και σκληρά πράγματα που θα ξεπεράσουν τα όρια της φαντασίωσης»

    «Μάλιστα Κύριε» ντράπηκα ακόμα περισσότερο.

    «Είσαι άπειρος και μπορεί να είσαι και λίγος» οι λέξεις του έπεσαν σαν μαχαίρια πάνω μου. Έλεγε ακριβώς αυτό που αισθανόμουν τόσα χρόνια για μένα.

    «Αλλά θα σε φτιάξω, θα σε εκπαιδεύσω να μην είσαι ποτέ λίγος. Όμως θέλω να μου πεις τα πάντα για εσένα. Αρχίζοντας από τώρα, τι θες να κάνεις τώρα;»

    «Να γίνω δικός Σας, να με πλάσετε, να με κάνετε ότι θέλετε Κύριε»

    «Να σε πονέσω;»

    «Πολύ Κύριε»

    «Να σε γαμήσω;»

    Έκανα μια μικρή παύση ντροπής και φόβου.

    «Σκληρά Κύριε»

    Γέλασε.

    «Αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που επιθυμώ για τον σκλάβο μου»

    Με άγγιξε. Μου ζήτησε να σηκωθώ όρθιος. Μου άνοιξε το πουκάμισο, το παντελόνι, μου αφαίρεσε όλα τα ρούχα. Με έβαλε να σταθώ γυμνός μπροστά του.

    «Είναι φρέσκια η αποτρίχωση σου» του είπα για χθες.

    «Από εδώ και πέρα θα πρέπει να παίρνεις την άδεια μου για κάθε τι»

    «Μάλιστα Κύριε» του είπα κι εκείνος άγγιζε το κορμί μου, τις ρώγες μου, τους όρχεις μου.

    «Μου αρέσει το σώμα σου, θα σε απόρριπτα διαφορετικά»

    Με έβαλε στο τραπέζι, άπλωσα το κορμί μου σε σχήμα γάμα πάνω του. Τούρλωσα τον κώλο μου. Ένιωσα το άγγιγμα του. Τα δάκτυλά του πήγαν στον πρωκτό μου. Μπήκε ένα μέσα αφήνοντας ένα βογγητό να ξεγλιστρήσει. «Αλήθεια έλεγες, είσαι παρθένος».

    «Πες μου τι περιμένεις να συμβεί τώρα»

    «Θα μου τις βρέξετε Κύριε» γέλασε με τη ψυχή του.

    «Νομίζεις θα είναι σαν το πορνό αυτό. Όταν σε δείρω πρώτη φορά θα σταματήσεις να το επιθυμείς μετά ή θα το αποζητάς συνεχώς» τότε συνειδητοποίησα πως ήμουν. Γυμνός, πάνω στο τραπέζι και είχα αφήσει σε έναν σχεδόν άγνωστο άνδρα το ελεύθερο να μου κάνει ότι θέλει.

    «Θα σου στείλω ένα μέηλ στο οποίο θα σου λέω τα πάντα για εμένα, μπορείς να τα διασταυρώσεις εύκολα. Θέλω να σκεφτείς πολύ καλά αν το θες πραγματικά όλο αυτό. Αν ναι τότε την άλλη Κυριακή θα με περιμένεις γυμνός και γονατιστός την ίδια ώρα, την πόρτα να την έχεις κλειστή και ξεκλείδωτη»



    Έφυγε. Άκουγα τα βήματα του. Σηκώθηκα. Προσπάθησα να μαζέψω τα κομμάτια μου, μα μόνο το φιλί του ερχόταν στο στόμα μου και η γεύση του. Την υπόλοιπη εβδομάδα ήρθε τρεις φορές, χαιρετηθήκαμε, του πρόσφερα καφέ, δεν ανέφερε κουβέντα. Έλιωνα κάθε φορά. Διάβασα τα πάντα γι αυτόν. Είναι δικηγόρος, παντρεμένος χωρίς παιδιά. Το θέμα της γυναίκας του ήταν κάτι που θα με απασχολούσε αλλά στην επιστολή μου ξεκαθάρισε ότι η γυναίκα του θα γνωρίζει τα πάντα και μελλοντικά αν εξελιχθώ σε πραγματικό σκλάβο θα την υπηρετώ κι εκείνη. Με χαλάρωσε η σκέψη ότι δεν θα κρυβόμαστε, δεν έδωσα και πολλή σημασία στη γυναίκα του. Δεν ήξερα καν αν έπρεπε να με απασχολεί αυτό εκείνη τη στιγμή.



    Έφθασε Κυριακή πριν το καταλάβω. Την απόφαση μου την είχα πάρει. Φοβόμουν μη μπει κανείς άλλος στο μαγαζί και με δει γονατιστό και γυμνό, από τις μία το μεσημέρι όπως ζητούσε στο γράμμα. Ήθελε ακόμα ένα τέταρτο για να πάει δύο. Τα γόνατα μου πονούσαν πάρα πολύ. Έξω έβρεχε, έμπαινε κρύος αέρα από τη σχεδόν κλειστή πόρτα. Μου είχε ζητήσει να μην έχω ανοιχτή τη θέρμανση, κρύωνα αλλά ίδρωνα κιόλας. Πήγε δύο και εικοσιπέντε, πλέον πονούσα πολύ και αγωνιούσα ακόμα περισσότερο. Άνοιξε η πόρτα. Άκουσα τα βήματα του. Δεν σήκωσα το κεφάλι μου να τον δω, άκουσα μόνο να κλειδώνει. Δεν κοιτούσα μόνο ένιωθα τις κινήσεις του, κατάλαβα πως έβγαζε τα ρούχα του. Περπάτησε μέχρι μπροστά μου, φορούσε μόνο τα δερμάτινα μαύρα μποτάκια του.



    Έβαλε το χέρι του στο πηγούνι μου, το σήκωσε προς τα επάνω ήταν γυμνός, ερεθισμένος, δυνατός. Κρατούσε ένα κολάρο και μια χοντρή αλυσίδα. Το πέρασε στο λαιμό μου. Ένιωσα το δέρμα του, ήταν στενό με έπνιγε. Όλα γίνονταν πολύ γρήγορα. Κρατούσε την αλυσίδα.

    «Οδήγησε με στο σπίτι σου» διέταξε. Τον πήγα από πίσω, κάθε τόσο ένιωθα το τράβηγμα της αλυσίδας , όποτε σταματούσε να παρατηρήσει το χώρο, ανέβηκα σα σκυλί τη ξύλινη σκάλα. Ντρεπόμουν για το πως φαίνεται ο κώλος μου, το σώμα μου Τον οδήγησα στο δωμάτιο μου. Μια λευκή σιδερένια καρριόλα.

    «Δεν φανταζόμουν κάτι λιγότερο από μια καριόλα σαν κι εσένα μικρέ» μου είπε και πρώτη φορά κατάλαβα πόσο σκληρό μπορούσε να γίνει. Δεν είχα μάθει ποτέ να μου μιλάνε έτσι, όπως έπρεπε να μιλάνε σε κάτι σαν εμένα.



    «Είναι πολύ στενή η σούφρα σου για να την γαμήσω σήμερα» μου είπε και αμέσως ο ευγενικός σκληρός και αυστηρός Κύριος που είχα στο νου μου, έφυγε. Φοβήθηκα πολύ. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να μου κάνει.



    «Θα την ανοίξω με το καιρό. Πάμε στο μπάνιο θα κατουρήσω μέσα στο στόμα σου» έπρεπε να πω όχι, έπρεπε να σηκωθώ να το σταματήσω. Αλλά το μόνο που έκανα ήταν να τον οδηγήσω στο μπάνιο. Με έβαλε γονατιστό μπροστά του, άνοιξα το στόμα μου. Το ακούμπησε πάνω στα χείλη μου.



    «Μη τολμήσεις να κάνεις τσιμπούκι, δεν είσαι άξιος ακόμα» μου είπε και τα δάκρυα μου συνέχισαν να κυλούν. Με κατούρησε, έπεσε δυνατά, στραβοκατάπια, το έφτυνα αλλά συνέχισε να το ρίχνει μέσα στο στόμα μου ή στα μούτρα μου. Μου έριξε κρύο νερό για να με πλύνει. Μπήκε κι αυτός μέσα στο μπάνιο, τον έλουσα τον σαπούνισα παντού. Είχε καυλώσει πάρα πολύ κι αισθανόμουν πολύ άσχημα.



    «Μπορώ να μιλήσω Κύριες»

    «Λέγε»

    «Αισθάνομαι άσχημα που δεν σας ικανοποιώ»

    Γέλασε με φίλησε στο στόμα.

    «Τώρα είσαι έτοιμος για να σε πάρει ο Αφέντης σου»..
     
  2. slave32

    slave32 Contributor

    1 εβδομάδα μετά

    Ήταν πια Κυριακή. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα και το Σάββατο να τον έβλεπα. Αλλά μου το είπε ότι πάλι τη Κυριακή θα με δει. Είχα ετοιμαστεί όπως ζήτησε. Γυμνός, γονατιστός. Τον περίμενα. Είχε πια κλειδί για το μαγαζί, δεν είχα αφήσει ξεκλείδωτα. Αγόρασα τη γυάλινη σφήνα που μου ζήτησε. Τρόμαξα όταν άνοιξα τη συσκευασία. Πώς θα μπει αυτό το πράγμα σκέφτηκα. Τη προηγούμενη βδομάδα, με δυσκολία μπορούσα να αντέξω τα δύο δάκτυλα του. Το σκεφτόμουν κάθε μέρα. Καύλωνα, είχα διαβάσει ότι χρειάζεται άδεια για παραπάνω. Σήμερα θα τον ρώταγα.

    Ήρθε, καλοντυμένος και σήμερα. Κρατούσε μια τσάντα. Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Με διέταξε να σηκωθώ, Με είδε. Δεν ξέρω να το ελέγχω, προσπάθησα, ήμουν πολύ ερεθισμένος.
    «Πρέπει να μάθεις να το ελέγχεις» μου είπε χωρίς να δώσει περισσότερη σημασία. Πήρε στα χέρια του τη γυάλινη σφήνα. Του άρεσε το μέγεθος. Με ξάπλωσε στο γραφείο. Έβγαλε ένα μπουκαλάκι με λιπαντικό, έχυσε πολύ μέσα μου, ένιωσα τα δάκτυλά του. Τριβόμουν στο γραφείο.
    «Μπορώ να χύσω, Κύριε;» τον ρώτησα κι έβαλε τα δάκτυλά του πιο μέσα.
    «Όχι. Ότι έκανες όλη την εβδομάδα έκανες. Από εδώ και πέρα μόνο με άδεια»
    «Δεν έκανα τίποτα Κύριε»
    Χαμογέλασε. Είχα χάσει την ευκαιρία μου.