Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Cinque Donne Normali

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος _voltage_, στις 3 Φεβρουαρίου 2021.

  1. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    C'è grandezza nell'ordinario!

    Νίκολα.

    1.

    Η αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο. Σειρές και σειρές από καθίσματα, πάνω από 50 είχε μετρήσει με τα μάτια της, τραπέζια απλωμένα παράλληλα με τους τοίχους, σερβιτόροι που έτρεχαν αθόρυβα προς κάθε κατεύθυνση. Ευτυχώς, τα φώτα που έπεφταν πάνω της δεν την άφηναν να δει εκείνα τα πρόσωπα, που παρόλο που δεν τα ήξερε, τα μισούσε ήδη. Τα μισούσε πριν καν μπει στην αίθουσα, πριν καν φτάσει στο ξενοδοχείο, πριν προσγειωθεί το αεροπλάνο.

    Την είχε υποδεχτεί γελώντας το αφεντικό της στο αεροδρόμιο που κρατούσε μια ταμπέλα που με μεγάλα γράμματα έγραφε «Νίκη». Συχνά αναρωτιόταν τι άλλο έπρεπε να κάνει για να του εξηγήσει ότι το όνομά της δεν ήταν Νίκη, αλλά Νίκολα. Στο δρόμο για το ξενοδοχείο της μιλούσε ασταμάτητα αλλά δεν τον άκουγε. Κοιτούσε απ’έξω την έρημο και τους ψηλούς κάκτους που ήταν καλυμμένοι με σκόνη. Δεν είχε ξαναπάει στην Αριζόνα αλλά γενικά δεν της άρεσε αυτή η χώρα. Δεν ήθελε να είναι εκεί. Της δημιουργούσε μια αφόρητη αίσθηση ότι ήταν μικρή, τόσο μικρή που η χώρα θα μπορούσε να την καταπιεί ανά πάσα στιγμή και να μην την ξαναβρεί κανείς, ποτέ. Η μόνη της αντίδραση για τα σαράντα λεπτά που έμειναν στο ταξί ήταν όταν στο άκουσμα της λέξης ‘Νίκη’ τίναζε το κεφάλι της προς το μέρος του και τον κοιτούσε. Όλη της η δύναμη πήγαινε στο να προσπαθεί να συγκεντρώσει την αναπνοή της.

    Εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει με ένα ελαφρύ τρέμουλο σε όλο της το κορμί και το στόμα της ήταν στεγνό, τόσο, που σχεδόν έπρεπε να ξεκολλήσει τη γλώσσα της από τον ουρανίσκο της για να χασμουρηθεί. Ο ήχος του μηνύματος στο κινητό της την έκανε να πεταχτεί από το κρεββάτι και ενώ έκοψε το τρέμουλο απευθείας, το περιεχόμενό του την έκανε να κάτσει στο πάτωμα ζαλισμένη.

    «Καλημέρα μικρή. Είναι αργά εδώ και θα πάω να κοιμηθώ. Θα βάλεις τη μαύρη φούστα και το άσπρο πουκάμισο. Τα μαλλιά σου θα τα αφήσεις κάτω, όπως σου έδειξα όμως, όχι σαν καραγκιόζης. Μην ξεχάσεις να βαφτείς και να βάλεις κραγιόν. Τα μάτια σου θα τα κάνεις έντονα. Και μην ξεχάσεις να σε βγάλεις φωτογραφία πριν βγεις από το δωμάτιο. Καλή επιτυχία».

    Άφησε το κινητό να πέσει από τα χέρια της απαλά πάνω στο χοντρό γκρι χαλί του δωματίου και έσυρε το σώμα της κοντά στη κόκκινη βαλίτσα. Την άνοιξε, και ξεφύσηξε. Κοιτούσε τη μαύρη φούστα που ήταν διπλωμένη πάνω πάνω. Αυτή είχαν βάλει τελευταία στη βαλίτσα ενώ την ρωτούσε αν ήταν αλλεργική στα φορέματα και τις φούστες. Είχε γελάσει νευρικά τότε και προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι ήταν πιο απλό να φορέσει ένα τζίν, ότι ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια έτσι. Θυμόταν ακόμα την ταχύτητα με την οποία έβγαιναν οι λέξεις από το στόμα της πάνω στη φούρια της να εξηγήσει, να του δώσει να καταλάβει, πόσα πράγματα την εμπόδιζαν και πόσο σημαντικά ήταν όλα αυτά τα πράγματα. Αλλά πάντα αυτό συνέβαινε όταν κάτι την άγχωνε, και επειδή τόσα την άγχωναν, είχε περάσει τη μισή της ζωή να τρέχει μέσα στις λέξεις, και μέσα στις προτάσεις. Την άλλη μισή την είχε περάσει να επαναλαμβάνει αυτό που είχε πει γιατί κανείς, ούτε και εκείνη, δεν καταλάβαινε ακριβώς αυτό που ήθελε να πει.

    «Με εσένα θα μιλάω ή με το άγχος σου?» την είχε ρωτήσει. Δεν είχε απάντηση. Εκείνη ήταν το άγχος της και το άγχος της ήταν εκείνη. Ήταν πραγματικά τόσο απλό και απορούσε λίγο που ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος δεν μπορούσε να δει αυτή την απλή αλήθεια.

    Αλλά τώρα ήταν εκεί, στο πάτωμα, με τη κοκκινη βαλίτσα, και τη μαύρη φούστα. Ξεφύσηξε ξανά και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βγάλει τη φωτογραφία με τα ρούχα που είχε ζητήσει και να κατέβει στην αίθουσα με διαφορετικά ρούχα. Στράβωσε τα χείλια της και απογοητεύτηκε λίγο με τον εαυτό της που το είχε σκεφτεί αυτό. Σήκωσε το δεξί της χέρι και μέτρησε όλα τα πράγματα που δεν θα ήταν όπως τα ήθελε για να νιώθει αυτή την ασφάλεια που είχε φτιάξει εκείνη για την ίδια. Φούστα, καλσόν, παπούτσια, μαλλιά, βάψιμο. Ένιωσε τις παλάμες της να παγώνουν και τις έτριψε πάνω στα γόνατά της. Συνήθως, μπορούσε να διαχειριστεί μέχρι τρία. Και τώρα ήταν πέντε.

    «Παραπάνω από πέντε» σκέφτηκε αν μετρούσε την αίθουσα, τον κόσμο και το αφεντικό της. Οχτώ λοιπόν. Ένιωσε το στομάχι της ανακατωμένο.

    Κοίταξε τις σημείωσεις της και προσπάθησε να συγκεντρώσει τα μάτια της εκεί. Ένιωθε λεπτές σταγόνες από κρύο ιδρώτα να κατεβαίνουν τη ραχοκοκαλιά της. Λεπτές τούφες από τα ίσια μαλλιά της έπεφταν δεξιά και αριστερά στο πρόσωπό της κάθε φορά που έσκυβε το κεφάλι της για να τις κοιτάξει. Έφερε το δεξί της πόδι κοντά στο αριστερό, και όσο πιο διακριτικά μπορούσε πίσω από το πόντιουμ έτριψε με το δεξί της πέλμα τον αριστερό της αστράγαλο. Το μικρό μπλε βραχιολάκι ήταν πάντα εκεί. Πάντα την βοηθούσε να συγκεντρωθεί αυτό, ήταν σχεδόν σαν να ακούει τη φωνή του κάθε φορά που το άγγιζε.

    «Μια χαρά θα τα πας» της είχε πει.

    Και δεν ήταν ότι δεν το πίστευε, ούτε ότι δεν τον πίστευε. Αλλά το χέρι του αφεντικού της ήταν ήδη πολύ ώρα γύρω από τη μέση της όσο εκείνη μιλούσε. Τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού άνοιξαν από μόνα τους και μέτρησε πάλι όλα τα πράγματα, όλα αυτά τα μικρά πράγματα. Φούστα, καλσόν, παπούτσια, μαλλιά, βάψιμο. Ήλπιζε το κραγιόν να είχε ήδη φύγει έτσι όπως έγλυφε νευρικά τα χείλια της κάθε δύο λεπτά. Έσφιξε τα χέρια της στα πλαινά του πόντιουμ και πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα. Τα μάτια της στις σημειώσεις και όλο της το είναι συγκεντρωμένο στο βραχιολάκι.

    Είχε δει τον Κ. να το πλέκει μπροστά της. Ήταν καλοκαίρι και ήταν κάπου μακριά. Μακριά από αυτή την αίθουσα και από αυτά τα πρόσωπα.

    Πάντα θεωρούσε παράξενο τον τρόπο που γνωρίστηκαν. Τον είχε απλά ρωτήσει από που ήταν μόνο για να διαπιστώσουν ότι ήταν από το ίδιο χωριό. Στην αρχή της είχε φανεί παράξενος. Την κοιτούσε με έναν τρόπο σαν να μην πίστευε αυτά που του έλεγε, σαν να προσπαθούσε να κοιτάξει πίσω από μία κουρτίνα μέσα της. Η ίδια φυσικά θεωρούσε ότι ούτε κουρτίνα υπήρχε, αλλά ούτε και τίποτα πίσω από αυτήν. Κι’ομως όσο περνούσε ο καιρός, όλο και κάποιο παράξενο αντικείμενο ξεπρόβαλε πίσω από εκείνη την κουρτίνα που κάθε μέρα ορκιζόταν σε εκείνον, και σε εκείνη, ότι δεν είχε.

    «Μια χαρά θα τα πας»

    Αναπνοή, χέρια, σημειώσεις, βραχιολάκι.

    Χειροκρότημα.

    «Να ευχαριστήσουμε πολύ την ομιλήτρια για...»

    Το αφεντικό της την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του και της έσφιξε ξανά τη μέση ψιθυρίζοντας ‘Μπράβο Νίκη!’. Τον κοίταξε στα μάτια και ένα κομμάτι της αναρωτήθηκε εαν προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να την ανεβάσει στον ώμο του και να την δείχνει στους γύρω του σαν κάποιο παράξενο, εξωτικό παπαγάλο. Κάπως απόμακρα σκέφτηκε ότι η οδοντοστοιχία του αφεντικού της ήταν εξωφρενικά άσπρη αλλά το άγχος είχε ήδη καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού της, και η σκέψη αναπήδησε στο ήσυχο κενό του.

    Τίποτα από όσα συνέβαιναν μέσα στην αίθουσα δεν βοηθούσαν το άγχος που ένιωθε σε αυτές τις καταστάσεις. Ο τόσος κόσμος ήταν πρόβλημα από μόνο του, το να μιλήσει μπροστά σε τόσο κόσμο, ακόμα χειρότερο. Και σίγουρα το να τα κάνει όλα αυτά με ένα χέρι κολλημένο πάνω της ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν. Ήξερε, ότι η κρίση πανικού δεν ήταν μακριά και το μούδιασμα που ένιωσε στα χείλια της δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι. Αλλά αυτό το στοίχημα δεν ήθελε να το χάσει. Το είχε υποσχεθεί. Έσφιξε την παλάμη της που πάλι ένιωσε να ανοίγει για να μετρήσει όλα τα μικρά πράγματα.

    «Το υποσχέθηκα» σκέφτηκε με όση δύναμη μπορούσε αλλά το μούδιασμα πλέον ήταν και στα ακροδάχτυλά της.



     
    Last edited: 3 Φεβρουαρίου 2021
  2. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    2.


    Συχνά έβρισκε τον εαυτό της παγιδευμένο ανάμεσα στο φόβο της να αντιδράσει, σε μια νωχελική αποδοχή αυτού που συνέβαινε και σε μια δουλοπρεπή συγκατάβαση. Αυτό ήταν ένα από αυτά τα παράξενα αντικείμενα που είχαν βγάλει πίσω από την κουρτίνα. Εκείνος το έλεγε άγχος. Εκείνη θεωρούσε ότι απλά έτσι ήταν. Είχε μάλιστα προσπαθήσει να εξηγήσει ότι μόνο στη δουλειά ήταν έτσι. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ίσως να ήταν η δική της αλήθεια, εκείνη τη στιγμή, αλλά όλες τις οι σχέσεις, όλες τις οι αλληλεπιδράσεις την δυσκόλευαν με τον ίδιο τρόπο. Δεν ήξερε ποτέ ‘τι ακριβώς’, ‘πως ακριβώς’, ‘γιατί ακριβώς’. Και έτσι, όλα αυτά τα ‘όχι ακριβώς’ την άφηναν πάντα να νιώθει σαν κάτι να λείπει. Από εκείνη. Από την αλληλεπίδραση. Από τη ζωή.

    Συνήθως. Αλλά όχι εδώ και μερικούς μήνες. Όταν την ανέλαβε, ο Κ. της εξήγησε ότι αυτά, όλα αυτά, πλέον άνηκαν σε αυτόν. Όπως και εκείνη.

    Στην αρχή είχε γελάσει λίγο. Είχε συμφωνήσει φυσικά, αλλά μόνο γιατί της φαινόταν αστείο, ή αδύνατο. Ή και τα δύο. Αλλά δεν είχε λόγο να φέρει αντίρρηση, όχι τότε.

    Στην αρχή βέβαια τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, όπως συνήθως είναι στις αρχές. Δεν ήταν δύσκολο να ανοίξει τα πόδια της, ή το στόμα της. Ούτε ήταν δύσκολο να συνηθίσει το χέρι του πάνω της, παρόλο που ήταν βαρύ και εκείνη μικροκαμωμένη.

    Δεν ήταν εύκολη η στιγμή που η κουρτίνα της ανακοίνωσε την παρουσία της. Για κανέναν από τους δύο. Ήταν Τρίτη βράδυ και η εβδομάδα της ήταν ήδη πολύ δύσκολη. Για να κάνει χώρο να τον δεί εκείνο το βράδυ, είχε ξεκινήσει τη δουλειά από τα χαράματα, και προσπαθούσε να βγάλει όσα πράγματα μπορούσε από τη μέση. Οι ειδοποιήσεις στον υπολογιστή και το κινητό της δεν σταματούσαν όμως ό,τι και να έκανε.

    Έκατσαν στην καφετέρια και έφερε την καρέκλα της κοντά του. Δεν ήξερε γιατί είχε διαλέξει αυτή την καφετέρια, την ενοχλούσε πολύ η μουσική που έπαιζε και η έκφραση στο πρόσωπό της το έδειχνε ξεκάθαρα.

    «Φρικτή μουσική» σκέφτηκε ξανά. Ένα πράγμα.

    «Νομίζω σου είπα οτι θέλω να έχεις τα μαλλιά σου κάτω όταν βρισκόμαστε. Δεν είναι ανάγκη να λέμε τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά».

    Η αλήθεια ήταν ότι δεν το είχε κάνει επίτηδες. Αλλά από την άλλη, τίποτα δεν έκανε ‘ακριβώς επίτηδες’, απλά τα έκανε όλα με μια ταχύτητα, με μία συνήθεια. Ίσως με μία τεμπελιά. Ίσως.

    «Ναι ναι, σωστά, το ξέχασα, βγήκα από το σπίτι και τα είχα κάτω αλλά έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο και όπως έτρεχα χτύπησε το κινητό μου και έπρεπε...»

    «Αρκετά» την έκοψε. «Δεν βγήκαμε για να με ζαλίσεις, απλά λύσε τα μαλλιά σου»

    Τον κοίταξε για μία στιγμή και ενώ είχε σταματήσει να μιλάει, στο μυαλό της συνέχιζε την πρόταση που είχε ξεκινήσει. Και τα έλυσε. Δεύτερο πράγμα.

    Το δεξί της χέρι έμεινε κολλημένο στον κρόταφό της ενώ προσπαθούσε να κρατήσει τις τούφες της πίσω από το αυτί της. Πήρε το χέρι της και το κράτησε ανάμεσα στα δικά του. Ένιωθε ήδη το κορμί της σφιγμένο, σαν ελατήριο έτοιμο να πεταχτεί με το παραμικρό.

    Ένα μπλε φωτάκι άρχισε να αναβοσβήνει στο κινητό της. Μειλ. Τρίτο πράγμα.

    Τα μάτια της καρφώθηκαν στο φωτάκι σαν να ήταν το μοναδικό πράγμα που υπήρχε στον κόσμο. Ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι της και της φαινόταν, χωρίς να είναι σίγουρη, ότι τώρα της κρατούσε το χέρι ακόμα πιο δυνατά ανάμεσα στα χέρια του. Έπρεπε να ανοίξει το μειλ. Το μόνο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να ανοίξει το μειλ. Τράβηξε το χέρι της απότομα αλλά την πρόλαβε και πήρε το κινητό στα χέρια του.

    «Μικρή τι ώρα είναι?» τη ρώτησε κρατώντας το κινητό.

    «Δώσε μου το κινητό να δω» απάντησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

    «Έχεις ρολοι μικρή και άσε τις εξυπνάδες με εμένα. Τι ώρα είναι?» ρώτησε πάλι, κοφτά.

    «10:15» απάντησε εκείνη «αλλά γιατί ρωτ...»

    «Κάνεις κάποια δουλειά που μπορεί να πεθαίνει κάποιος αυτή τη στιγμή που μιλάμε?»

    «Όχι αλλά σήμ...»

    «Άρα δεν πεθαίνει κανείς. Υπάρχει περίπτωση να καίγεται κάτι και να πρέπει να πας να το σβήσεις?»

    «Όχι! Αλλά αυτό το μήν...»

    «Γιατί λοιπόν δεν είναι δική μου αυτή η ώρα?»

    Τα μάτια της ήταν ακόμα στο μπλε φωτάκι. Δάγκωνε τα χείλια της και είχε μαζέψει τα μαλλιά της με τα χέρια της και τα κρατούσε σφιχτά στο πλάι.

    «Μα αν με αφήσεις να εξηγήσω, μπορεί να είναι σημαντικό, όλη μέρα σήμερα είχαμε πολύ σημαντικά πράγματα και δεν ξέρω τι είναι και αν δεν ξέρω τι είναι...»

    «Ωραία, μείνε με αυτό» είπε κοφτά, κατέβασε το ποτό του, πέταξε τα λεφτά και το κινητό της στο τραπέζι και σηκώθηκε από την καρέκλα.

    «Ή εμένα ή το άγχος μικρή. Ένας από τους δύο μας θα σου λέει τι να κάνεις, ο άλλος πάντα θα περισσεύει» είπε και φόρεσε το παλτό του. Και έφυγε.

    Είχε ντραπεί που το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ανοίξει το κινητό της αντί να προσπαθήσει να τον προλάβει. Και είχε ντραπεί ακόμα περισσότερο που το μειλ ήταν από εκείνα τα αυτόματα μειλ που στέλνουν τα apps. Αν ήταν κάτι σοβαρό, θα μπορούσε κάτι να πει, να βρει μια δικαιολογία. Αλλά δεν ήταν, και η αλήθεια ήταν ότι ποτέ δεν ήταν. Απλά έτσι ήταν τα πράγματα για εκείνη, όλα τα μικρά πράγματα. Ήταν πάντα μόνη της στην άκρη ενός γκρεμού και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πέσει μέσα. Γιαυτό έπρεπε όλα να είναι στη θέση τους, γιαυτό έπρεπε να κρατιέται γερά από όλα τα μικρά πράγματα. Έκατσε πολύ ώρα ακίνητη στην καρέκλα μόνη της εκείνο το βράδυ. Παρέα με αυτή την απαίσια μουσική.

    Λένε ότι οι κρίσεις πανικού κρατάνε από πέντε μέχρι είκοσι λεπτά. Και ίσως έτσι να είναι, ίσως έτσι να φαίνεται εξωτερικά. Αυτό που δεν λένε είναι ότι οι κρίσεις πανικού έχουν μία δική τους ζωή. Και σε τραβάνε πίσω από την κουρτίνα που τις κρύβεις και μέχρι να ξαναβγείς έχουν περάσει χρόνια. 25 χρόνια, αν είσαι τυχερός και οι κουκουβάγιες σου δείξουν το δρόμο. Άλλοι δεν βγαίνουν ποτέ. Δεν ήξερε σε ποιο λεπτό της πτώσης στο γκρεμό ήταν. Το αφεντικό της ακόμα δεν είχε τελειώσει την πρόταση που είχε ξεκινήσει, οπότε αντικειμενικά δεν μπορεί να είχε περάσει πολύ ώρα, αλλά εκείνη είχε ήδη παίξει τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής της σε επανάληψη μέσα στο μυαλό της.

    Όμως αυτά τα χρόνια είχαν χτίσει πολλά σκαλιά, σκαλιά που μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να βγει από τον γκρεμό. Σκαλιά που ήταν εκεί για να αντισταθμίζουν όλα τα μικρά πράγματα.

    Έτριψε τα χέρια της, αργά και σταθερά ενώ ο χρόνος ακόμα απλώνονταν ατελείωτος μέσα στον πανικό. Πήρε μια βαθιά αναπνοή από τη μύτη, και την άφησε να βγει στον ίδιο χρόνο από το στόμα. Και άλλη μία. Και μια ακόμα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ένιωσε με τη σκέψη της το στέρνο της. Τώρα το δύσκολο. Να χαλαρώσει τους μυες στην πλάτη της. Άλλη μία ανάσα. Να ισιώσει την πλάτη της και να σηκώσει το κεφάλι της στην ευθεία με τη ραχοκοκαλιά της. Τα μάτια της. Κάπου έπρεπε να κοιτάξει και η κάτασπρη οδοντοστοιχία του αφεντικού της ήταν ότι έπρεπε. Ήταν σχεδόν εκεί, σχεδόν είχε βγει από τον γκρεμό. Αλλά ήταν κάτι ακόμα. Κάτι ακόμα, που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Και ξαφνικά, μέσα σε μία στιγμή που κράτησε μία ακόμα ζωή, το είδε. Έπιασε το χέρι του αφεντικού της απαλά και το έβγαλε από τη μέση της. Έκανε ένα βήμα στο πλάι και επιτέλους πήρε τα μάτια της από αυτά τα κάτασπρα δόντια.

    «Το όνομά μου είναι Νίκολα» είπε σταθερά, και ήρεμα. Με ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπό της.

    Το αφεντικό της την κοίταξε κάπως παράξενα.

    «Και γιατί δεν το έχεις πει τόσο καιρό?» την ρώτησε γελώντας.

    «Δεν το είχα πει?» τον ρώτησε σαστησμένη.

    «Όχι, ποτέ. Αλλά είναι πιο ωραίο από το Νίκη, και ας σου πήρε πέντε χρόνια» είπε και γέλασε «Έλα» της είπε και χαμογέλασε, νομίζω και οι δύο χρειαζόμαστε ένα ποτό».

    Ένιωθε τα μάτια της στρογγυλά και γουρλωμένα. Δεν το είχε πει? Δεν το είχε πει ποτέ δυνατά? Και σε ποιον το έλεγε τόσο καιρό? Τον ένιωσε να την τραβάει προς τα τραπέζια στο πίσω μέρος της αίθουσας αλλά τώρα δεν την ένοιαζε. Έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και έστειλε το μήνυμα.

    «Τα κατάφερα! Αν είναι δυνατόν τα κατάφερα! Όλα πήγαν καλά!»

    «Μπράβο μικρή. Και μην ξεχάσεις το βράδυ να χύσεις»

    Το μήνυμά του ήρθε σχεδόν αμέσως, άρα δεν κοιμόταν? Ήταν εκεί μαζί της? Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί και το αφεντικό της της έβαλε στο χέρι ένα ποτήρι κρασί.

    «Στη Νίκολα» της είπε γελώντας δυνατά ενώ ύψωνε το ποτήρι του.

    «Στη Νίκολα» απάντησε και εκείνη γελώντας, χωρίς να προσπαθεί να μετρήσει τα οχτώ μικρά πράγματα.
     
    Last edited: 3 Φεβρουαρίου 2021
  3. Γερακι

    Γερακι Regular Member

    Γραφεις υπεροχα!
     
  4. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    Lena.

    1.

    ~Για τον Ρότζερ, την Ν. Τον Λ. και τον Τομ ~

    Ξυπνητήρι. Τα μάτια της άνοιξαν στο δεύτερο χτύπο του, όπως άνοιγαν κάθε πρωί τα τελευταία 45 χρόνια της ζωής της. Εκείνο το πρωί το άφησε να χτυπήσει ακόμα τρεις φορές πριν απλώσει το χέρι της να το κλείσει. Σήκωσε τον κορμό της και ανακάθισε ενώ με τα πόδια της ψαχούλευε το ξύλινο πάτωμα για να βρει τα παντοφλάκια της. Με το φως ακόμα σβηστό, και χωρίς να κοιτάξει προς τη μεριά που κοιμόταν Εκείνος, σηκώθηκε απαλά από το κρεββάτι και πατώντας στις μύτες των ποδιών βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

    Έκανε πολύ κρύο εκείνο το πρωί. Ίσως παραπάνω από άλλες χρονιές. Έβαλε τις παλάμες της πάνω στα μπράτσα της και τα έτριψε με δύναμη. Τα μικρά τακούνια στις παντόφλες της άφηναν τώρα έναν ήχο πίσω τους καθώς προχωρούσε προς το μπάνιο. Άναψε το φως, μπήκε στο μπάνιο και φόρεσε το μπουρνούζι της πριν γυρίσει προς τον νιπτήρα. Το βλέμμα της τράβηξε η χτένα Του που ήταν αφημένη στην άκρη του νιπτήρα. Μικρές άσπρες τρίχες απλώνονταν σε όλης της την επιφάνεια. Σούφρωσε τα χείλια της, ελάχιστα, τόσο όσο χρειάστηκε να τονιστούν οι ρυτίδες που είχε γύρω από αυτά και έστρεψε το βλέμμα της προς τον καθρέφτη.

    Το μόνο χαρακτηριστικό της που είχε μείνει απαράλαχτο τα τελευταία 65 χρόνια της ζωής της ήταν τα μάτια της. Μεγάλα και πράσσινα. Η ίδια μπορούσε να δει τον προηγούμενο, νεότερο εαυτό της πίσω από τις ρυτίδες, και πίσω από τα καφέ σημάδια στο δέρμα της. Η ίδια, και Εκείνος. Οι άλλοι, και αυτά που έβλεπαν πάνω της, είχαν σταματήσει να έχουν σημασία από τότε που ήρθαν να μείνουν μόνιμα στο Trondheim. Είχαν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες. Το βλέμμα της πήγε πάλι στην χτένα Του. Άνοιξε τη βρύση και έριξε νερό στο πρόσωπό της. Έπιασε με τις χούφτες της τα μακριά, άσπρα μαλλιά της στο πλάι και τα έπλεξε μια χοντρή πλεξούδα κάπως βιαστικά.

    Ο ήχος που άφηναν τα τακούνια από τις παντόφλες της στο ξύλινο πάτωμα την ακολούθησε μέχρι την κουζίνα. Έβαλε καφέ για εκείνη και έβρασε το νερό για το τσάι Του. Πολλά πρωινά είχε υπάρξει απρόσεκτη με το τσάι Του και πάντα προσπαθούσε να κρατήσει ακριβώς το χρόνο αλλά πάντα κάτι της αποσπούσε την προσοχή από το παράθυρο της κουζίνας. Σήμερα δεν άνοιξε την κουρτίνα. Ακούμπησε το ρολόι Του δίπλα στο ποτήρι με το τσάι Του και μέτρησε ακριβώς 6 λεπτά. Έβγαλε το σακουλάκι και ένευσε ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Ακριβώς 6 λεπτά. Η μυρωδιά από το τσάι απλώθηκε γύρω της και τυλίχτηκε με την απόλυτη ησυχία του σπιτιού.

    Ο ήχος από το τηλέφωνο που χτύπησε την τάραξε και το βλέμμα της έπεσε στην κλειστή πόρτα της κρεββατοκάμαρας. Άφησε τον καφέ της κάτω και έτρεξε όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε προς το σαλόνι.

    «Οικία Hoglund»

    «Εγώ είμαι» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, «Φύγαμε από το Ελσίνκι χτες, είμαστε στο Άμστερνταμ τώρα. Θα...»

    «Άντα, δεν υπάρχει βιασύνη» απάντησε η Λένα ήρεμα και κοίταξε την πόρτα της κρεββατοκάμαρας.

    «Πως είσαι? Μήπως να...»

    «Όλα είναι καλά. Θα τα πούμε από κοντά Άντα, πρέπει να φύγω, έχω αργήσει και θα καθυστερήσω το φαί Του. Καλό ταξίδι να έχετε»

    Παύση.

    «...Λένα...στην κηδεία...»

    Η Λένα έκλεισε το τηλέφωνο, μένοντας μόνο μια στιγμή να κοιτάζει το ακουστικό. Έφυγε από το σαλόνι και πήγε να ντυθεί όσο πιο σιωπηλά μπορούσε. Δεν Του άρεσαν οι φασαρίες μέσα στο σπίτι.

    Η αναμονή στη στάση του λεωφορείου δεν κράτησε πολύ. Είχε την αίσθηση ότι οι πρωινές της προετοιμασίες είχαν κρατήσει παραπάνω από ότι έπρεπε και η μέρα της είχε ακόμα πολλές δουλειές. Η δεξιά της παλάμη ήταν σφιχτά κλεισμένη γύρω από τον αριστερό της καρπό και ο αντίχειράς της έτριβε νευρικά το λουρί από το ρολόι Του. Δεν ήξερε πως ακριβώς βρέθηκε στο χέρι της όπως άφησε τον καφέ της στον πάγκο της κουζίνας αλλά δεν Του άρεσε να φοράει τα πράγματά Του χωρίς άδεια. Και τώρα θα έπρεπε να το έχει το νου της. Έστρωσε ένα μικρό, διπλό, ασημένιο αλυσιδάκι που φορούσε στον ίδιο καρπό και τα σκέπασε όλα μαζί με την παλάμη της.

    «Καλημέρα Αντρέα» είπε στον οδηγό του λεωφορείου καθώς χτυπούσε το εισητήριό της. Η προφορά της ήταν βαριά παρά τα τόσα χρόνια που έμενε στην Νορβηγία. Ο τρόπος που έσερνε τα ‘ρ’ και τα ΄λ΄ δεν είχε αλλάξει.

    «Καλημέρα Λένα» απάντησε εκείνος σκυθρωπά. Το ύφος του, και τα φρύδια του που είχαν έρθει πολύ κοντά στα μάτια του, θλιμμένα, έδειχναν ότι ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα αλλά εκείνη είχε ήδη προχωρήσει προς τα μέσα και βρήκε μια θέση κοντά στο παράθυρο. Το Trondheim ήταν μικρή και κλειστή κοινότητα. Ειδικά τότε που ήρθαν εκείνοι να μείνουν εδώ η πόλη είχε πολύ λιγότερους κατοίκους και μετά από τόσα χρόνια εκεί οι πιο πολλοί την ήξεραν, τουλάχιστον φατσικά. Βέβαια ίσως το ‘ήρθαν’ να ήταν υπερβολή. Μάλλον το ‘απέδρασαν’ ήταν κάπως καλύτερη λέξη. Έβγαλε το μπουφάν, το κασκόλ και το σκουφί της, τα μάζεψε σε μπόγο στην αγκαλιά της και έβαλε τον δεξί της αγκώνα πάνω, στηρίζοντας το πρόσωπό της στην παλάμη της. ‘Παράξενα χρόνια τότε’ σκέφτηκε, παρόλο που σπάνια επέτρεπε στον εαυτό της να σκέφτεται σαν γριούλα. ‘Παράξενα’.
     
  5. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    2.

    Η Λένα, η Άντα και ο Τομ, μεγάλωσαν μαζί στo Ivalo, στη Βόρεια Φιλανδία, και βρέθηκαν να σπούδαζουν, με λίγα χρόνια διαφορά, στο Πανεπιστήμιο στην πόλη Turku, στο Νότιο άκρο της χώρας. Το μικρό διαμέρισμα στο οποίο μετακόμισαν όταν ήταν πλέον και οι τρεις εκεί, ήταν πίσω από το Πανεπιστήμιο, προς το ποτάμι Aura και πάνω από ένα ψαράδικο. Τα παράθυρα στο σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτά αλλά η Λένα πίστευε πως όλα τους τα υπάρχοντα μύριζαν συνέχεια ψαρίλα.

    «Πρέπει να φύγουμε από αυτό το διαμέρισμα» είπε η Λένα και κοίταζε την Άντα που έπαιζε με ένα παγάκι στο στόμα της.

    «Και που να πάμε βρε Λένα?» απάντησε η Άντα κάπως αναστατωμένη. Έκαναν αυτή τη συζήτηση κάθε μήνα σχεδόν και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η Λένα την επανέφερε ακόμα και τώρα που είχαν βγει έξω να πιουν ένα ποτό. «Δεν μπορούμε να πληρώσουμε κάτι πιο ακριβό, και καταλαβαίνω ότι η μεγαλειότητά σας ενοχλείται από τη μυρωδιά αλλά θα πρέπει να το αντέξετε όπως το αντέχουμε και εμείς, οι ταπεινοί χωρικοί» συνέχισε η Άντα και έκανε μια μικρή υπόκλιση προς την Λένα.

    «Τομ» είπε η Λένα ενώ άφηνε μια ανάσα να βγει από το στόμα της «θα πεις και εσύ κάτι»

    «Ναι» είπε ο Τομ που είχε και τους δύο αγκώνες πάνω στο ψηλό τραπέζι που ήταν ακουμπησμένα τα ποτά τους «θα πω. Είδατε τον καινούργιο μπάρμαν?»

    «Όχι» απάντησε κοφτά η Λένα ενώ ταυτόχρονα η Άντα είχε πετάξει το κεφάλι της και σχεδόν φώναζε «που, που».

    Τους άκουγε να αναστενάζουν και να κάνουν διάφορες θεατρικές κινήσεις προς το μέρος του μπάρμαν και κούνησε το κεφάλι της σε απόγνωση. Ο Τομ έβγαζε διάφορους σεξουαλικούς ήχους και έπαιζε με το δάχτυλό του μέσα στο ποτό.

    «Τομ μαζέψου» του είπε η Λένα κοφτά κοιτάζοντας επιφυλακτικά γύρω της «Μαζέψου σε παρακαλώ».

    «Γιατί? Είμαστε ελεύθεροι πλέον Λένα. ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ» απάντησε φωναχτά και έκανε μια χαριτωμένη πόζα με το σώμα του, σαν την Μέριλιν που κρατούσε το φόρεμά της.

    «Τομ...» πήγε να του μιλήσει αλλά ο Τομ είχε ήδη πάρει την Άντα από το χέρι και είχαν πάει στο μπαρ. Η Λένα αναστέναξε και τους ακολούθησε. Ώρες ώρες ένιωθε ότι μεγάλωνε παιδιά. «Παιδιά που βρωμάνε ψάρια».

    Και έτσι τον γνώρισαν, Εκείνον, που είχε βρεθεί στα 30 Του σχεδόν χρόνια με ένα μπαρ στο Turku. Από την Στοκχόλμη. Η πρώτη λέξη που είχε βγει από το στόμα της Λένα όταν τους συστήθηκε ήταν ‘Stockholmare*’ και την είχε καρφώσει με το βλέμμα Του για τόση ώρα που σχεδόν είχε ξεχάσει και τα ψάρια και τη μυρωδιά και τη φασαρία που έκαναν ο Τομ και η Άντα. Δεν ήταν απαραίτητα σίγουρη γιατί ήταν ειρωνία το πρώτο πράγμα που είχε βγει από το στόμα της.

    Και εκείνο το πρώτο, περίεργο βράδυ, οι τέσσερίς τους έμειναν κλεισμένοι στο μαγαζί μέχρι αργά, ακόμα και αφού έφυγε ο κόσμος, και Εκείνος έκλεισε τις πόρτες. Η Άντα είχε περάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της βραδιάς να τραγουδάει, ή μάλλον να Του τραγουδάει, και ο Τομ ήταν σχεδόν κρεμασμένος από το μπράτσο Του. Οι μόνες κινήσεις που έκανε η Λένα ήταν όταν άρχισαν να παίζουν Γιάτσι*. Οι υπόλοιποι είχαν συνεχίσει να πίνουν αλλά εκείνη είχε σταματήσει ακριβώς μετά το βλέμμα που είχε ακολουθήσει αυτή την πρώτη λέξη που Του είχε πει. Τον παρατηρούσε και δεν ήξερε αν την ενοχλούσε ή όχι το γεγονός ότι έδειχνε να της δείχνει ελάχιστη προσοχή σε σχέση με την προσοχή που έδειχνε στον Τομ και την Άντα. Όσο τον κοιτούσε τόσο της θύμιζε κάτι βράχια στα οποία έπαιζαν μικρά, κάτι μαύρα, σκληρά βράχια που δεν υπήρχε τρόπος να παίξεις πάνω τους χωρίς να χτυπήσεις και χωρίς να κοπείς. ‘Μπελάς’ αυτό σκεφτόταν για Εκείνον, και συνέχιζε να Τον παρατηρεί.

    Ούτε η Άντα, ούτε η Λένα περίμεναν ότι εκείνο το βράδυ θα έφευγε με τον Τομ. Είχε περάσει μισή ώρα σιωπηλός κοιτάζοντάς τους εναλλάξ πριν σηκωθεί και απλά ανακοινώσει ότι ήταν ώρα να πάνε όλοι στα σπίτια τους, και δώσει το χέρι του στον Τομ να τον σηκώσει από την καρέκλα του. Βγήκαν από το μαγαζί, ανέβασε τον Τομ στη μηχανή Του, και έφυγαν χωρίς να κοιτάξει πίσω Του.

    «Τι έγινε μόλις τώρα?» είπε η Άντα ενώ έκλεινε πίσω της την πόρτα στο διαμέρισμά τους «τσάμπα βράχνιασα να τραγουδάω νομίζω».

    «Δεν ξέρω» απάντησε η Λένα «και δεν με νοιάζει» φώναξε ενώ χτυπούσε πίσω της την πόρτα του δωματίου της.

    Βόλεψε ξανά τον αγκώνα της πάνω στο διπλωμένο μπουφάν και έτριψε λίγο το φρύδι της. Δεν ήταν μακριά το κέντρο από το σπίτι της αλλά το λεωφορείο ακολουθούσε μια παράξενη διαδρομή, όχι απαραίτητα λογική. Ακόμα μια φορά αναρωτήθηκε αν θα ήταν πιο γρήγορο να είχε περπατήσει. Έτριψε το φρύδι της ξανά, αλλά αυτή τη φορά, με απαλές κινήσεις προς τα πάνω. Όπως το έκανε και Εκείνος. Όπως το έκανε την πρώτη φορά που της ακούμπησε το πρόσωπο και για 45 χρόνια μετά.

    Οι μήνες που ακολούθησαν αυτό το πρώτο βράδυ, τους βρήκαν να κάνουν παρέα πολύ συχνά, με την Άντα και τον Τομ να παίζουν γύρω του σαν κουτάβια και την Λένα πάντα κάπου εκεί, κοντά, να παρατηρεί και να περιμένει. Κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα τι περίμενε, αλλά ακόμα και οι άλλοι δύο της είχαν πει ότι περνούσε τον τελευταίο καιρό πιο σοβαρή απότι συνήθως. Τα αστεία για την ‘μεγαλειότητά της’ γίνονταν πλέον σε μεγαλύτερη συχνότητα και από όσο όταν ήταν έφηβοι. Ο χειμώνας και η άνοιξη πέρασαν σχετικά ήρεμα, εκτός από ένα βράδυ που και ο Τομ και η Άντα και Εκείνος είχαν εξαφανιστεί ταυτόχρονα και η Λένα είχε γυρίσει σπίτι τους μόνη της. Πέρασε το υπόλοιπο εκείνης της βραδιάς στην κουζίνα να λύνει σταυρόλεξα και να κοιτάει το ρολόι στον τοίχο. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι όλα ήταν καλά και ότι δεν ένιωθε κανέναν εκνευρισμό για αυτή την παράξενη εξαφάνιση των άλλων δύο, αλλά οι γραμμές που άφηνε το μολύβι της στην εφημερίδα ήταν τόσο βαθιές που το αποτύπωμά τους χαράσονταν και σε δύο σελίδες παρακάτω. Όταν δε ο Τομ και η Άντα επιτέλους επέστρεψαν, δεν την κοιτούσαν στα μάτια και έκαναν διακριτικά, ό,τι μπορούσαν για να μην βρίσκονται στον ίδιο χώρο με εκείνη μέσα στο σπίτι. Κανείς δεν είπε τίποτα, και εκείνη δεν ρώτησε τίποτα. ‘Μπελάς’ ήταν η τελευταία λέξη που πέρασε από το μυαλό της πριν την πάρει ο ύπνος. Ακολούθησαν και άλλες περίεργες εξαφανίσεις των τριών τους, αλλά η Λένα προσποιούνταν πλέον ότι δεν συνέβαιναν, απλά κάποια πρωινά το μολύβι της χάραζε τις σελίδες της εφημερίδας λίγο παραπάνω. Αυτό ήταν όλο.



    *Stockholmare: κάποιος από την Στοκχόλμη, χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά για να αναφερθεί σε κάποιον αλαζόνα και αγενή.
    * Γιάτσι: επιτραπέζιο παιχνίδι
     
  6. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    3.

    Και ήρθε επιτέλους το καλοκαίρι που το περίμεναν με αγωνία γιατί στο Ελσίνκι θα γίνονταν ένα μικρό μουσικό φεστιβάλ που το διοργάνωναν καιρό μέλη της γκέι κοινότητας. Ο Τομ είχε περάσει όλη τη χρονιά ενθουσιασμένος στα τηλέφωνα και με μικρά ταξίδια στο Ελσίνκι που πάντα τους περιέγραφε με όση λεπτομέρεια ήταν ανθρωπίνως δυνατό όταν επέστρεφε. Η Άντα ήταν που Του ζήτησε να πάει μαζί τους, και στην αρχή είχε αρνηθεί λέγοντας ότι δεν μπορούσε να αφήσει το μπαρ κλειστό τόσες μέρες.

    «Μπορώ να μείνω εγώ στο μπαρ» απάντησε η Λένα και έκλεισε το στόμα της απότομα. Δεν ήξερε γιατί το είχε πει αυτό. Δεν ήθελε να μην πάει στο φεστιβάλ, ούτε ήθελε να κάτσει να φυλάει το μαγαζί του Στόκχολμάρε. Την πρότασή της αυτή ακολούθησαν οι φωνές του Τομ και της Άντα μέσα στο κλειστό μαγαζί και οι έντονες χειρονομίες και από τους δύο. Η καρέκλα της Λένα ήταν πάντα, ακριβώς απέναντι από τη δική Του καρέκλα. Εκείνος δεν κουνήθηκε, για πολύ ώρα, πριν τελικά ανακοινώσει, όπως συνήθως το έκανε, ότι στο φεστιβάλ θα πάνε όλοι μαζί. Η Λένα του χαμογέλασε, ίσως για πρώτη φορά τόσο πλατιά, πέρα από τα τυπικά χαμόγελα που Του έδινε που και που, και για πρώτη ίσως φορά, της χαμογέλασε και Εκείνος. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά σε κάτι που δεν είχε ειπωθεί και το χαμόγελο έμεινε για πολύ ώρα στο πρόσωπό της.

    Κατέβηκε από το λεωφορείο λίγο βιαστικά. Ο οδηγός πάλι προσπαθούσε να της μιλήσει αλλά εκείνη απλά δεν είχε χρόνο. Είχε ακόμα να κάνει το φαί Του και είχε μεγάλη μέρα μπροστά της.

    «Λένα» της φώναξε όπως κατέβαινε το τελευταίο σκαλί.

    «Θα τα πούμε το απόγευμα Αντρέα» απάντησε εκείνη «μην ανησυχείς».

    Δεν την ένοιαζε αν ανησυχούσε ο Αντρέας. Απλά προσπαθούσε να είναι ευγενική γιατί οι Νορβηγοί είχαν μία τάση να πληγώνονται εύκολα και εκείνη είχε αυτό τον πολύ σκληρό και αυστηρό τρόπο του Βορρά. Φόρεσε βιαστικά το μπουφάν, το κασκόλ και το σκούφο της και ξεκίνησε για το μανάβικο από τον σύντομο δρόμο αυτή τη φορά, όχι τον άλλο που της άρεσε, δίπλα στο νερό. Χαιρέτησε από μακριά με ένα κοφτό νεύμα δυο κυρίες που κάθονταν έξω από το σούπερ μάρκετ και πριν χαθούν από τα μάτια της, τις είδε να πλησιάζουν η μία την άλλη και να ψιθυρίζουν. Εύχονταν να μην το έκαναν αυτό οι άνθρωποι, και το χέρι της έσφιξε ασυναίσθητα την κοτσίδα της που κρεμόταν στον δεξί της ώμο. Ένιωθε το πρόσωπό της να σκληραίνει και άνοιξε το βήμα της. Ήταν παράξενοι οι άνθρωποι εδώ, όχι όπως στο Βορρά.

    «Λένα ακούς? Λέει ότι είμαστε βάρβαρες» φώναξε η Άντα γελώντας και έριξε λίγο μπύρα πάνω στη Λένα. Αλλά αυτή τη φορά και η Λένα γελούσε. Γελούσε όλο το βράδυ που πέρασε και όλο το πρωί και τώρα πάλι τους ξαναέβρισκε το βράδυ σε εκείνο το πάρκο του Ελσίνκι απέναντι από το ξενοδοχείο να πίνουν ακόμα. Γύρω τους ήταν σωριασμένα διάφορα κορμιά άλλοι κοιμόντουσαν στο γρασίδι με τα ρούχα και άλλοι μόλις έβγαιναν από τις σκηνές που είχαν στήσει σε διάφορα μέρη στο πάρκο. Από κάπου έπαιζε ακόμα μουσική που τώρα δυνάμωνε και πάλι αλλά ήταν πολύ ζαλισμένη για να καταλάβει από που. Η Λένα Τον κοίταξε και Εκείνος την κοιτούσε σιωπηλός, όπως ήταν συνήθως όταν δεν απαντούσε στις χιλιάδες ερωτήσεις του Τομ και της Άντα.

    «Μπορεί να είμαστε βάρβαροι αλλά τουλάχιστον ξέρουμε να πίνουμε. Δες τον πως είναι, σαν πεταμένο σακί με πατάτες στο δέντρο. Πόση ώρα κάθεσαι εκεί Στόκχολμάρε? Εκεί θα το περάσεις και το αποψινό βράδυ?».

    Εκείνος δεν μίλησε και η Λένα έριξε το σώμα της στο γρασίδι δίπλα Του και έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό Του.

    «Έλα, πιες» του είπε με τα μάτια της κάπως κλειστά από το μεθύσι και με το χέρι της έφερε το ποτήρι της με τα άσπρα ανάμεικτα κοντά στα χείλια Του. Πήρε το ποτήρι από τα χέρια της και το άφησε προσεκτικά δίπλα Του. Γύρισε προς το μέρος της και τύλιξε γύρω της τα πόδια Του φέρνοντας έτσι τον κορμό του να ακουμπάει στον δικό της. Η Λένα πάγωσε αλλά το μόνο που έκανε ήταν να πιάσει το πρόσωπό της γερά ανάμεσα στα χέρια Του και με τους αντίχειρές Του να της ισιώσει τα κατάμαυρα φρύδια της προς τα πάνω. Η στεναχώρια που ένιωσε η Λένα όταν πήρε τα χέρια Του από το πρόσωπό της ήταν πρωτόγνωρη. Ήθελε να τα πιάσει και να τα φιλήσει, στους καρπούς, στις παλάμες, ένα ένα τα δάχτυλά Του. Και όπως Τον κοιτούσε ήξερε ότι και Εκείνος το ήξερε. Όμως εκείνος σηκώθηκε και ανακοίνωσε απλά ότι ήταν ώρα να ξεκουραστούν πριν ξεκινήσουν πάλι οι δραστηριότητες του φεστιβάλ. Είχαν δύο σκηνές, στην άκρη στο πάρκο, γιατί είχαν φτάσει αργά την προηγούμενη μέρα. Άπλωσε το ένα χέρι Του στον Τομ και το άλλο χέρι Του στην Άντα, αλλά τα μάτια Του έμειναν για μια στιγμή πάνω της. Οι τρεις τους έφυγαν και η Λένα έμεινε καθισμένη στο γρασίδι. Δεν ήταν μπερδεμένη, απλά διστακτική. Ο αντίχειράς της έπαιζε με το γρασίδι κάνοντας μικρούς κύκλους και κάθε λίγο ξερίζωνε μια μικρή τούφα. Το μυαλό της ταξίδεψε λίγο στα μαύρα, κοφτερά βράχια του Ivalo και πριν το συνειδητοποιήσει άνοιγε την πόρτα της σκηνής Του όπου τα γυμνά σώματα της Άντα και του Τομ τυλίγονταν γύρω από το δικό Του σαν φίδια. Εκείνος, στη μέση, την κοίταξε στα μάτια και της άπλωσε το χέρι Του, οι άλλοι δύο δεν έδειχναν καν να προσέχουν την παρουσία της. Τους κοίταξε μόνο για μία στιγμή πριν ρίξει το φόρεμά της στο γρασίδι και μπει στη σκηνή. Κανείς δεν βγήκε από εκεί μέχρι το επόμενο πρωί.

    Αυτή ήταν και η αρχή του επόμενου χρόνου των ζωών τους. Εκείνος είχε πλέον σχεδόν εγκατασταθεί στο διαμέρισμά τους και πλέον η Λένα δεν πρόσεχε καν τη μυρωδιά από τα ψάρια. Η μόνη διαφορά στο σπίτι, πέρα από την παρουσία Του ήταν ότι είχαν βγάλει τον καναπέ που είχαν στο σαλόνι και τον είχαν αντικαταστήσει με ένα στρώμα γεμάτο μαξιλάρια για να μπορούν να κοιμούνται και οι τέσσεις μαζί. Κάποια βράδια. Κάποια βράδια δεν ήταν για όλους, και κάποια βράδια έμενε στο σπίτι Του ενώ η Άντα αστειευόταν λέγοντας ότι χρειαζόταν χρόνο μακριά από τους βάρβαρους για να ηρεμήσει την λεπτή Σουηδική του ιδιοσυγκρασία. Ίσως ακόμα μια διαφορά ήταν ότι και η Λένα πλέον παρουσίαζε κάποια χαρακτηριστικά κουταβιού, όχι τόσο όσο η Άντα και ο Τομ αλλά σίγουρα υπήρχαν στιγμές που ένιωθε ότι αν είχε ουρά, πραγματικά θα την κουνούσε. Και έτσι περασαν αυτοί οι 12 μήνες, με γυμνά κορμιά να τυλίγονται γύρω Του, με γέλια και μουσική, και με πολλές επισκέψεις στο μπαρ που πλέον το δούλευαν όλοι μαζί. Αλλά μάλλον η τόση χαρά, και η ευτυχία που ζούσαν τους έκανε απρόσεκτους. Ίσως δεν ήταν δική τους η απροσεξία, ίσως απλά τα κακά και αδιάκριτα βλέμματα να προσβάλονται απλά και μόνο επειδή νιώθουν την ευτυχία κάποιου άλλου. Ίσως ήταν αυτό.
     
    Last edited: 4 Φεβρουαρίου 2021
  7. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

    4.

    Η Λένα μπήκε βιαστικά στο μανάβικο και πήρε ντομάτες, μελιτζάνες και πιπεριές. Αυτό ήταν το φαί που ήθελε Εκείνος τα Σάββατα. Γύρω της δυο κατάξανθα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι έτρεχαν σε κύκλους μέσα στο μαγαζί. Χαμογέλασε με τρόπο που δεν ταίριαζε στο αυστηρό της πρόσωπο. Δεν θέλησε ποτέ παιδιά. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος για αυτό, απλά δεν ήταν κάτι που ήθελε. Όχι σαν την Άντα που είχε πλέον τρια παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Τα παιδιά Του, και τα εγγόνια Του. Οπότε κατά μία έννοια είχε παιδιά. Απλά όχι δικά της. Έβαλε τα πράγματά της σε μια καφέ χάρτινη σακούλα και έφυγε πριν η μανάβισσα της πιάσει την κουβέντα. Γιατί ήθελαν όλοι να της μιλήσουν αυτό το πρωί που είχε τόσα πράγματα να κάνει. Έμεινε μόνο μια ακόμα στιγμή να δει τα παιδιά να τρέχουν έξω από το κατάστημα. Θα περπατούσε προς το σπίτι. Τα γόνατά της δεν την ταλαιπωρούσαν σήμερα παρά το κρύο.

    Ήταν ένα βράδυ Δευτέρας που ο Τομ δεν εμφανίστηκε στο μαγαζί μετά από το ταξίδι του στο Ελσίνκι. Στην αρχή κανείς από τους τρεις τους δεν το θεώρησε σημαντικό γιατί ο Τομ είχε πλέον και μια σχέση με έναν άντρα κάπου έξω από το Turku και πολλές φορές ξεχνιόταν για ώρες εκεί, πριν έρθει στο σπίτι και πέσει δραματικά πάνω στο στρώμα στο σαλόνι για να τους διηγηθεί όλες τις περιπέτειες του. Όμως οι ώρες περνούσαν, και πέρασαν και άλλες μέχρι η Άντα και η Λένα να ξεκινήσουν να ψάχνουν τον Τομ σε όλα τα μέρη που μπορούσε να είναι. Και Εκείνος γύριζε τους δρόμους με τη μηχανή από τα χαράματα. Όταν τελικά τους βρήκε η αστυνομία τους είπαν ότι ο Τομ είχε πέσει θύμα ληστείας. Κανείς από τους τρεις δεν το πίστεψε, όχι αφού έμαθαν με ποιο τρόπο είχε βρεθεί το σώμα του Τομ στο δρόμο, και πως. Οι σκηνές που ακολούθησαν στο αστυνομικό τμήμα ήταν κάτι που η Λένα δεν ήθελε να θυμάται. Το είχε απλά διαγράψει από τη μνήμη της και θυμόταν μόνο τρία πράγματα. Το πρόσωπό Του όταν έμαθε τι είχε συμβεί, την Άντα να κλαίει στο πάτωμα και ένα στιγμιότυπο από την κηδεία του Τομ; Εκείνη ήταν από τη μία μεριά, και Εκείνος από την άλλη. Στη μέση είχαν την Άντα που έκλαιγε για μέρες. Για μια στιγμή τότε στην Λένα είχε φανεί ότι και εκείνη έμοιαζε πλέον με τα μαύρα, κοφτερά βράχια του Ivalo, ότι Του έμοιαζε. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα να γίνουν τότε. Η αστυνομία έκανε ό,τι μπορούσε αλλά τίποτα δεν άλλαζε αυτό που είχε συμβεί.

    Άργησαν πολύ να βγάλουν το στρώμα από το σαλόνι. Και κανείς δεν το πλησίαζε για καιρό. Οι τρεις τους πλέον κοιμόντουσαν στο δωμάτιο της Άντα, αγκαλιασμένοι σφιχτά. Το σπίτι ήταν πλέον πολύ σιωπηλό και ενώ τίποτα δεν είχε αλλάξει εσωτερικά, τους ήταν αφόρητο να είναι εκεί μέσα. Κανείς δεν το είχε πει ανοιχτά, ούτε καν Εκείνος, αλλά όλοι το ένιωθαν, ίσως με τον ίδιο τρόπο. Ένα βράδυ μόνο που έτρωγαν στην κουζίνα η Άντα άνοιξε το στόμα της να ρωτήσει αν έφταιγαν εκείνοι για αυτό που είχε συμβεί και σχεδόν ταυτόχρονα Εκείνος, και η Άντα της έπιασαν απαλά από ένα γόνατο ο καθένας. Όχι, δεν έφταιγαν εκείνοι, κανείς από εκείνους. Ομως ο Τομ έλειπε από τα πάντα. Από τη θέση του στο στρώμα, από τη θέση του μέσα στο σπίτι. Έτσι όταν ένας φίλος Του του πρότεινε να ανοίξουν ένα μαγαζί στο Trondheim μερικούς μήνες μετά, έφυγαν σχεδόν χωρίς να το συζητήσουν. Δεν υπήρχε κάτι να συζητήσουν. Ίσως αλλού να ήταν καλύτερα. Και αν δεν προχωρούσαν και οι τρεις μαζί, θα έπρεπε να προχωρήσουν χώρια. Και αυτό ήταν κάτι που κανείς τους δεν ήθελε.

    Έτσι βρήκαν το σπίτι λίγο πιο έξω από το κέντρο της πόλης στο Trondheim και η Άντα καταπιάστηκε με το να φτιάξει, και να το στολίσει. Στις λίγες συζητήσεις που είχε η Λένα μόνη της με Εκείνον είχαν συμφωνήσει ότι θα άφηναν την Άντα στην ησυχία της και θα δούλευαν εκείνοι στο μαγαζί. Έδειχνε να της κάνει καλό η ενασχόληση με τα του σπιτιού και όσο περνούσε ο καιρός έδειχνε πιο ευτυχισμένη. Οι άνθρωποι στο Trondheim ήταν πιο διακριτικοί και πιο ευγενικοί. Και ενώ σίγουρα το ότι έμεναν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι είχε δημιουργήσει κάποιες ερωτήσεις, αυτές δεν είχαν γίνει ποτέ ανοιχτά, και αν είχαν γίνει δεν είχαν γίνει ποτέ μπροστά τους. Η Λένα και εκείνος ήταν στο μαγαζί που δούλευαν από το Μάρτιο μέχρι όποτε έκανε την εμφανισή του ο παγωμένος Βόρειος Άνεμος. Αυτό ήταν πάντα το συνιάλο ότι όλη η πόλη έπρεπε να ετοιμαστεί για το χειμώνα που οι τρεις τους τον περνούσαν στην ησυχία του σπιτιού τους. Και κάπως έτσι χωρίς κανείς να είναι απαραίτητα προετοιμασμένος για αυτό, έφτασαν πρώτα τα δίδυμα παιδιά της Άντα. Και δύο χρόνια μετά, το τρίτο και τελευταίο της παιδί. Τα παιδιά Του. Δεν είχαν αλλάξει πολλά στη ζωή τους. Μόνο που τώρα το σπίτι ήταν γεμάτο πάνες και παιχνίδια και η Άντα περνούσε λιγότερο χρόνο μαζί τους στο κρεββάτι.

    Η Λένα έκλεισε την πόρτα του σπιτιού πίσω της πριν ακόμα σβήσει από την ανάμνησή της η εικόνα των παιχνιδιών απλωμένα παντού στο πάτωμα. Ήταν διαφορετικό το πρόσωπό Του τότε. Ίσως ήταν διαφορετικά τα πρόσωπα όλων τους. Εκείνος χαμογελούσε σχεδόν πάντα, και πλέον η Αντα και η Λένα από κουτάβια είχαν γίνει λέαινες. Λέαινες και θηριοδαμαστές ταυτόχρονα. Όταν η Άντα βρήκε εκείνη τη δουλειά που τόσο ήθελε να κάνει στο Ελσίνκι η απόφαση να πάρει τα παιδιά μαζί της ήταν κοινή, αν και όχι τόσο ευχάριστη. Ήταν ακόμα μικρά και η ΄θεία Λένα΄τα αγαπούσε πολύ περισσότερο απότι ίσως έδειχνε κάποιες φορές. Ούτε και αυτή η μεγάλη αλλαγή έδειξε να αλλάζει κάτι, απλά Εκείνος μοιραζε τώρα τον εαυτό του μεταξύ του Trondheim και του Ελσίνκι. Ίσως μόνο τους πρώτους μήνες η ησυχία στην οποία πέρασε πάλι το σπίτι της θύμιζε λίγο τότε, την ησυχία της απουσίας του Τομ. Αλλά μάλλον Εκείνος το ήξερε ήδη και έτσι περνούσαν πολύ χρόνο αγκαλιά, κάτω από κουβέρτες και σκεπάσματα. Και τώρα τα παιχνίδια ήταν μαζεμένα σε μια άκρη για όταν έρχονταν τα παιδιά.

    Έφησε τις σακούλες στο πάτωμα στην είσοδο και έβγαλε τα παπούτσια της με προσοχή. Δεν Του άρεσαν οι λάσπες στο σπίτι και ούτε και σε εκείνη άρεσε να της καθαρίζει. ‘Ανοιξε αθόρυβα την πόρτα της κρεββατοκάμαρας και κοίταξε για ένα λεπτό το κουστούμι του που ήταν απλωμένο πάνω στο στρώμα. Κάθισε με προσοχή δίπλα του και χαίδεψε το μανίκι από το σακάκι απαλά. Είχε ακόμα μερικές δουλειές να κάνει και σηκώθηκε για την κουζίνα. Το τσάι Του είχε κρυώσει πάνω στον πάγκο της κουζίνας αλλά δεν το μετακίνησε για να προετοιμάσει το φαί. Της φάνηκε ότι η προετοιμασία κράτησε λιγότερο απόσο θα έπρεπε και αναρωτήθηκε αν είχε ξεχάσει κάτι. Το άφησε στη φωτιά και μπήκε στο μπάνιο. Όπως το νερό έτρεχε πάνω της σιγοψυθίριζε ένα από τα αγαπημένα Του τραγούδια, το ‘Herr Mannelig’.

    «Bittida en morgon innan solen upprann, Innan foglarna började sjunga, Bergatrollet friade till fager ungersven, Hon hade en falskeliger tunga» το τραγουδούσαν στα παιδιά αυτό και Εκείνος διασκέδαζε να κάνει το τρολ και να τα τρομάζει.

    Βγήκε από το μπάνιο και με το μπουρνούζι πήγε στην κουζίνα και σέρβιρε σε δύο πιάτα. Ένα για εκείνη και ένα για Εκείνον, αλλά εκείνη δεν πεινούσε. Άφησε το πιάτο Του δίπλα στην γεμάτη κούπα Του με το τσάι. Κοίταξε την πόρτα της κρεββατοκάμαρας ξανά πριν μπει στο άδειο δωμάτιο και ανοίξει την ντουλάπα της για να ετοιμαστεί. Δεν της άρεσαν τα μαύρα, ούτε και σε Εκείνον άρεσε να τα φοράει. Το δέρμα της ήταν πολύ άσπρο και την έκαναν να δείχνει άρρωστη. Διάλεξε ένα μπλέ φόρεμα, το αγαπημένο Του, ακόμα της έκανε. Ντύθηκε με αργές κινήσεις, σαν να μην ήθελε να φύγει από το δωμάτιο. Άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει, αλλά το αγνόησε. Γονάτισε δίπλα στο κουστούμι Του ξανά και σήκωσε το μανίκι και το φίλησε, όπως φιλούσε τα χέρια Του, τόσα χρόνια. Είχε έρθει η ώρα να Τον αποχαιρετήσει. Και είχε έρθει η ώρα για να περάσει το σπίτι και η ίδια σε μία ακόμα ησυχία.

    Η Λένα και η Άντα στέκονταν πάνω από το φέρετρό Του, όπως είχαν σταθεί και πάνω από το φέρετρο του Τομ αλλά τότε υπήρχαν δύο σειρές από μαύρα, κοφτερά βράχια να αγκαλιάζουν την Άντα. Τώρα είχε μείνει μόνο εκείνη, και η Λένα. Αλλά είχαν μείνει και τα παιδιά, και τα εγγόνια, και τα παιχνίδια τους, και οι κουβέρτες, και το τσάι Του γεμάτο δίπλα σε ένα γεμάτο πιάτο με φαί στον πάγκο της κουζίνας. Και είχαν μείνει και τα τόσα χρόνια και οι τόσες αναμνήσεις. Λίγο πριν το αντίο, η Λένα έβγαλε από το χέρι της το ρολόι Του και το άφησε πάνω στα χέρια Του. Δεν Του άρεσε να παίρνει τα πράγματά Του χωρίς άδεια. Κοίταξε γύρω της και είδε τον Αντρέα, την μανάβισσα και τις κυρίες που συνάντησε το πρωί έξω από το σούπερ μάρκετ. Η Άντα, τα παιδιά και τα εγγόνια Του ήταν χωμένοι σε μία αγκαλιά και φώναζαν στη θεία Λένα να πάει μαζί τους. Οι εικόνες, οι αναμνήσεις και τα πρόσωπα παιρνούσαν από μπροστά της με ένα ρυθμό που δεν μπορούσε να επεξεργαστεί. Πλησίασε την Άντα και της είπε ότι θα γυρνούσε για λίγο σπίτι και θα τους συναντούσε το βράδυ. Γύρισε σπίτι και ένιωθε ζαλισμένη. Ήθελε απλά να ξαπλώσει. Και ξάπλωσε δίπλα στο κουστούμι Του ακόμα μια φορά, και έμεινε εκεί, για πάντα, μαζί Του στην τελευταία ησυχία του σπιτιού.
     
    Last edited: 4 Φεβρουαρίου 2021
  8. Mr__despicable

    Mr__despicable Regular Member

  9. Una__Regina

    Una__Regina New Member

    Εξαιρετική γραφή!!!
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    O quam cito transit gloria mundi...

    Υπέροχο, απλά υπέροχο.
     
  11. _voltage_

    _voltage_ Ιδιόκτητη. Contributor

  12. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    λεπτεπίλεπτη ευαισθησία αριστοτεχνικά αποδιδόμενη... συγχαρητήρια @MauveDelastrange, πραγματικά με ταξίδεψε