Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Μοιραίες γυναίκες στις τέχνες

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος espimain, στις 31 Ιουλίου 2020.

  1. espimain

    espimain Contributor

    Μαρία Πενταγιώτισσα

    Η Μαρία Δασκαλόπουλου, γνωστότερη ως Μαρία η Πενταγιώτισσα ή Μαρίτσα Πενταγιώτισσα ήταν Ελληνίδα καλλονή θρυλική για την ομορφιά της αφενός και για τα ερωτικά της σκάνδαλα αφετέρου που έδρασε την εποχή της βασιλείας του Όθωνα στην ορεινή Φωκίδα. Βικιπαίδεια
    Γέννηση: 1821, Πενταγιοί
    Απεβίωσε: 1885




     

    Φωτογραφία από: https://www.dinfo.gr/μαρία-πενταγιώτισσα-η-ιστορία-της-πεν/
     
  2. espimain

    espimain Contributor

    Παύλος Νιρβάνας, Μαρία Πενταγιώτισσα


    Παύλος Νιρβάνας, «Μαρία Πενταγιώτισσα», σε συνέχειες στη Νέα Ζωή Αλεξάνδρειας, αρ. 54, Μάρτιος 1909, σ. 163-172, αρ. 55, Απρίλιος 1909, σ. 216-224, αρ. 56, Μάιος 1909, σ. 255-263.


    Πρώτη παράσταση: 13 Αυγούστου 1908 (Θέατρο Νέας Σκηνής, θίασος Νέας Σκηνής)



    Η Μαρία Πενταγιώτισσα γίνεται το μήλον της έριδος για όλους τους άντρες του χωριού, παντρεμένους και ανύπαντρους εξαιτίας της απαράμιλλης ομορφιάς και χάρης. Ο αισθησιασμός που επιδεικνύει και η άρνησή της να συμμορφωθεί με τους κανόνες ηθικής του τόπου γίνεται αιτία όχι μόνο για τη ζήλια των υπόλοιπων γυναικών, αλλά και για τις διαμάχες και το θάνατο αντρών που «σφάζονται στην ποδιά της». Η Μαρία, έξαλλη για τον πόλεμο που δέχεται αποφασίζει πως δεν τη χωράει πια το σπίτι και φεύγει και χάνεται προς τους κάμπους. Ο Σπανοβαγγέλης, μαζί με τη μητέρα του Γριά – Καλή, ο Θανάσης καθώς και ο Ποθητός ψάχνουν στον κάμπο τη Μαρία. Στο δρόμο η Γριά – Καλή συναντάει κάποιους χωρικούς, οι οποίοι μιλάνε για μια νεράιδα που κρύβεται μέσα στα δέντρα και λούζεται στο ποτάμι γυμνή, βάζοντας την Γριά σε υποψίες πως αυτή η νεράιδα δεν είναι άλλη από τη Μαρία. Ο Ποθητός, ο μόνος άντρας που κατάφερε να κερδίσει την καρδιά της Μαρίας, τη συναντά στον κάμπο, όπου του αποκαλύπτει τον έρωτά της. Η Μαρία αποδέχεται τους όρους του Ποθητού που την θέλουν πιο σεμνή απέναντι στους άλλους άντρες, αλλά επειδή φοβάται για τη ζωή του, τον παροτρύνει να φύγει. Το ζευγάρι δίνει ραντεβού κρυφά στο σπίτι της Μαρίας, αργά το βράδυ. Ο Ποθητός όμως, στο δρόμο συναντά τον αντίζηλό του Θανάση, έναν παντρεμένο άντρα ερωτευμένο με την Μαρία και τον σκοτώνει. Η δολοφονία του Θανάση, ξεσηκώνει εναντίον του Ποθητού και της Μαρίας, το μένος όλου του χωριού. Οι οργισμένοι κάτοικοι, καθοδηγούμενοι από την ξορκίστρα Γριά Καλή και το γιο της Σπανοβαγγέλη, κατευθύνονται στο σπίτι της Μαρίας όπου βρίσκεται το ζευγάρι, σκοτώνουν τον Ποθητό και βάζουν φωτιά στο σπίτι. Η Μαρία, η οποία «εξημερώθηκε» για χάρη του Ποθητού, αυτοκτονεί με δηλητήριο δίπλα του και ζητά να διαλαλήσουν πως η Μαρία Πενταγιώτισσα στεφανώθηκε με τον καλό της.


    * * *


    Το δράμα αποτελείται από τρία μέρη και είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Η δράση του εκτυλίσσεται σύμφωνα με τον συγγραφέα σε ένα ορεινό χωριό. Εξαιρετικά λεπτομερής είναι ο τρόπος με τον οποίο δίνονται οι πληροφορίες για το βουκολικό σκηνικό χώρο. Συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος η σκηνική οδηγία αναφέρει «αμπέλια και στο βάθος γαλάζια βουνά. Δεξιά ένα αμπελοκάλυβο, με μια κληματαριά μπροστά. Ώριμα σταφύλια κρέμονται από την κληματαριά. Μπροστά στο αμπελοκάλυβο δύο ξυλένιοι μπάγκοι. Φράχτης χωρίζει ταμπέλια απ’ τη σκηνή. Μπροστά στο φράχτη μερικά κοφίνια αδειανά κ’ ένα κούτσουρο από μεγάλο κορμό δέντρου, που χρησιμεύει για κάθισμα. Αριστερά φουντωτά πλατάνα απλόνουν τον ήσκιο τους στη σκηνή. Ακούεται το τραγούδι του τζίτζικα. Ο ήλιος πάει να βασιλέψη». Στο δεύτερο μέρος, «Ρεματιά ησκιωμένη με ψηλά πλατάνια και λεύκες. Χαμηλά φουντώνουν σχίνα λυγαριές κι’ αγράμπελες. Δεξιά καλαμιώνας. Πέτρες ψηλές εδώ κ’ εκεί σκεπασμένες με βρύο. Στο βάθος γαλάζιες βουνοκορφές. Απόγευμα. Ο Ήλιος είναι ψηλά ακόμα». Και στο τρίτο μέρος, «χωριάτικο σπίτι, καλά συγυρισμένο και παστρικό. Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει το φως το φεγγαριού». Αξιοπρόσεκτος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δημιουργεί γύρω από το πρόσωπο της Μαρίας Πενταγιώτισσας ένα μυστήριο, πλάθοντας μια ύπαρξη εξωτική. Γεννήθηκε μια νύχτα με βροχές και θύελλες και προκάλεσε αμέσως απορία σε όσους την πρωτοείδαν, γιατί το βρέφος ήταν παράξενο: «Σα γατί, σα μαύρο σηκότι, σα λαγός μαδημένος.» (σ. 164). Αλλά μεγάλωσε και «έλαμψε η ωμορφιά της σαν τον Ήλιο» (σ. 164). Και ντύνεται παράξενα «τυλίγεται με μπόλιες και μεταξωτά μαντύλια και σκορπάει τα μαλλιά της σαν την τρελλή» (σ. 165). Η συμπεριφορά της και οι απόψεις κατά του γάμου, ξεσηκώνουν την κοινή γνώμη. Στο δεύτερο μέρος, οι περιγραφές της Μαρίας, η οποία έχει απομονωθεί στο βουνό και απολαμβάνει την άγρια φύση σχεδόν με έναν πρωτόγονο τρόπο είναι πραγματικά αισθησιακές: «κ’ ήθελε να με συνεπάρη το ρέμα. Μ’ έγλυφε και με φιλούσε. Να! Ως τα στήθια μου, ως το λαιμό μου. Μούπλεκε άσπρες τραχηλιές, νταντέλες στο λαιμό μου. Μούβαζε λευκά κρινάκια στα μαλλιά μου. Και με φιλούσε μες στα χείλια. Στην αγκαλιά του γύρευε το ρέμα να με πάρη. Κ’ εγώ κρατιόμουνα στις καλαμιές απάνω. Πως γλυστρούσανε και πως με γαργαλούσαν. Αχ!». Ο Νιρβάνας επιλέγει να ολοκληρώσει το δράμα του αποκαλύπτοντας μας την άγρια πλευρά της μικρής κοινωνίας του χωριού. Αυτήν που παίρνει στα χέρια της τους νόμους για να τιμωρήσει αυτούς που παραβιάζουν τους άγραφους ηθικούς κώδικες.


    [Το έργο εντοπίστηκε ψηφιοποιημένο στον ιστότοπο http://kosmopolis.lis.upatras.gr (1/12/2014)]


    © ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, Α.Π.Θ.


     
  3. espimain

    espimain Contributor

    Ανδρέας Καρκαβίτσας

    Η ΜΑΡΙΑ Η ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΙΣΣΑ

    Δεν υπάρχουν καθ' όλην την Ελλάδα χωρίον εν τω οποίω να μην ακούωνται συχνάκις οι στίχοι ούτοι , και δεν ευρίσκεται Έλλην και των μάλλον αγεύστων της Εθνικής ημών Μούσης , ο οποίος να μην ετραγούδησε κατά τας ευθύμους ώρας του την ιδανικήν σχεδόν Μαρίαν την Πενταγιώτισσαν . Κατά τας εορτάς των χωρίων , το ωραίον δίστιχον είτε εκφραζόμενον δια των βαρέων κτύπων του τυμπάνου , είτε αναλυόμενον εις τους εντόνους και τρενουλιαστούς τόνους της φλογέρας , είτε ψαλλόμενον δια της γλυκείας φωνής των παρθένων , ρυθμίζει εις χορόν τα πτερωτά βήματα παλληκαρίων , φαιδρύνει τα πρόσωπα των λυγερών και διαχύνει εφ' όλων των παρευρισκομένων εκεί , ευθυμίαν και χαράν .

    Εν τη θορυβώδει δε του χορού εξάψει , τα παλληκάρια προσπαθούσι να φαντασθώσι την έξοχον καλλονήν την οποίαν βεβαίως είχεν η Μαρία , δια να εμπνέυσει τοιούτους στίχους , αι λυγεραί ζηλεύουσι και εύχονται να αποκτήσωσιν αυτήν και οι γέροντες , κινούντες την κεφαλήν , οικτείρουσι τους πατέρας των άτυχων εκείνων νέων , όσων το αίμα εκοκκίνισεν την ποδιάν της λυγερής , χωρίς όμως και να κατακρίνωσιν αυτήν , όπως οι δημογέροντες της Τρωάδος προ της μεγαλοπρεπούς καλλονής της Ελένης ελησμόνουν τα παθήματα της πόλεως και των τέκνων των .

    Μόνον οι συμπατριώται της Μαρίας δεν έχουν την αυτήν γνώμην . Τ απαλληκάρια του χωρίου της, μεθ' όλην την λατρείαν και τον σεβασμόν τιν οποίον τρέφει προς την καλλονήν η νεότης , δεν εύχονται ν' αποκτήσωσι τοιαύτην τινα σύζυγον ή αδελφήν , αι λυγεραί δε ακούουν το όνομά της χωρίς να κοκκινίσωσι και οι γέροντες δεν ομιλούν περί αυτής ειμή μετά περιφρονήσεως αν όχι μετά κατάρας . Το χαριτωμένον δίστιχον προξενεί αντίθετον ή προς ημάς τους άλλους , εντύπωσιν εκε'ί και δεν ψάλλεται ως θυμίαμα προσφερόμενον από μυρίους λατρευτάς εις ανέσπερον καλλονήν , αλλ' ίνα κατακρίνη τας πράξεις μιας θνητής υπάρξεως .

    Εν τη αγροίκω και αξέστω αυτού καταστάσει , ο άνθρωπος εκεί δεν αίρεται υπεράνω της πραγματικότητος , δεν ανερευνά εις τα ύψη δια της φαντασίας ν' ανεύρη ιδανικόν τινα και έξοχον τύπον , αλλά κατέρχεται ταπεινώτατα εις τα απλά φοβερά συμβάντα τα οποία αντελήφθη ο νους και είδον οι οφθαλμοί του . Κρίνων δε εν τη ιδία αυτού ατομικότητι , τη αγνή και φιλοθρήσκω και σοβαρά εν τη όλη αυτής τη εκτυλίξει , τον βίον της Μαρίας , δεν αφήκεν την καρδίαν του να κατανυγή προ της εξόχου δυνάμεως και πλαστικότητος τουδιστίχου , αλλά αντιτάσσει την ιεράν και ακράδαντον πεποίθησίν του ως συζύγου , ως πατρός και ως αδελφού .


    Η αλήθεια είνε , ότι η Μαρία υπήρξεν εις εκ των γυναικείων εκείνων χαρακτήρων τους οποίους η φύσις προορίζει δια την συμπάθειαν και τον θαυμασμόν των ανθρώπων , οπωσδήποτε και αν φερθώσιν εν τη κοινωνία . Οι Πενταγιοί , η μικρά πατρ'ις της έγινεν επί τινα καιρόν ο τόπος εν τω οποίω εξετυλίχθη εν των πολυπλόκων και φοβερών γεγονότων , τα οποία μόνον εξημένη φαντασία μυθιστοριογράφου ηδύνατο να δημιουργήση . Διότι , εν τω γεγονότι τούτω ουδέν ελλείπει , ουδέ ο πρόλογος ουδέ η δέσις , ουδέ η λύσις , η κατάπληξις , ο τρόμος η φρίκη , το μίσος , η καταφρόνησις και η χλεύη ολοκλήρου κοινωνίας επέρχονται ταχύτατα το εν επί το άλλο ως άλυσος κακών , και η γυναικεία δύναμις φαίνεται εφ' όλων τούτων δεσπόζουσα , επιβλητική με μίαν αδίστακτον υψηλοφροσύνην ωσεί θεότητος .


    Οι Πενταγιοί , είνε μικρόν χωρίον του Δήμου ορθούμενον επι της κατωφερείας υψηλού βουνού . Κατά τους πρώτους μετά την επανάστασιν χρόνους έζη εκεί ο Δασκαλόπουλος , σεβαστός και τίμιος ανήρ , πλούσιος κάπως και προέχων εν τω τόπω .Ο Δασκαλόπουλος είχε υιόν Αθανάσιον και θυγατέρας την Ελένην και την Μαρίαν , την ηρωίδα ημών .


    Η Μαρία , από μικρή ήρχισε να δεικνύη σημεία ζωηράς και ανυπότακτης καλλονής , εγένετο δε προ πάντων ονομαστή καθ' όλην την κωμόπολιν δια τους οφθαλμούς της , τους μεγάλους κρασογάλανους οφθαλμούς της , οι οποίοι ετόξευον εις τον ατενίζοντα αυτούς ρεύμα τι θαμβούν και μαγεύον ωσεί οφθαλμοί Γοργόνος . Αυτός ο πατήρ της , ουδέποτε ηδυνήθη να υποστή το ρεύμα τούτο . Πολλάκις την εκάλει ενώπιόν του ίνα την επιπλήξη δια τα παιδικά της αμαρτήματα εν αυστηρά και ωργισμένη στάσει , μόλις όμως η Μαρία ύψωνε το βλέμμα προς αυτόν ν' απολογηθή , ούτος απέβαλλεν ευθλυς την αυστηρότητά του , εδειλία , θαρρείς , εφρικία ως ένοχος και εν σπουδή απέστρεφε τους οφθαλμούς ψιθυρίζων : Να χαθής παλιοκόριτσο , μη με θωρείς έτσι .


    Αλλά με τον καιρόν , οι οφθαλμοί της Μαρίας ήρχισαν να συμπληρώνονται κι δι άλλων χαρίτων . Η φύσις , η μεγάλη αυτή και ακριβής καλλιτέχνις εγνώριζεν ότι τα πολυτελή εκίνα και σαπφείρινα πετράδια , θ' ανεδεικνύοντο λαμπρότερα τιθέμενα εντός ωραίας θήκης και εκάλυνεν αφθόνως το μελαχρινόν και ολίγον επίμηκες πρόσωπόν της , διέγραφεν εκφραστικωτάτας γραμμάς επ' αυτού , εχάραττε καμαρωτάς καμαρωτάς τας πλουσίας οφρύς , ανεδάσου το μεσόφρυον , επλούτιζε δια μαυροτάτων και αφθόνων βοστρύχων την κόμην , έχυνεν ως εις Φειδίου τύπον τον τράχηλον , κατεστρογγύλου τους βραχίονας , εσμίλευεν εν ακριβεί αρμονία τον κορμόν , περιέσφιγγεν την οσφύν και κατέχεεν εφ'όλου του σώματος της γυναικός πλαστικότητα και χάριν τοιαύτην , ώστε να υποφαίνεται και μ' όλον τον σκληρόν και ακαλλώπιστον όγκον της εγχωρίου ενδυμασίας της .


    Και τα παλληκάρια του χωριού άρχισαν να δαιμωνίζονται δι' αυτήν .Ο δρόμος από τον οποίον διήρχετο η Μαρία δια να φθάση εις την βρύσιν θα ήτο πάντοτε κατειλημμένος από τους νέους εραστάς , το μέρος όπου έκειτο ο οικίσκος της θ' αντήχει νυκτα και ημέραν από περιπαθή τραγούδια τόσων πονεμένων καρδιών , όσας έστρωσε το βλέμμα της , τας Κυριακάς δε ότε ο χορός συνεκάλει τους χωρικούς εις τ' αλώνια , όχι ένας αλλ' όλοι ομοφώνως οι νέοι θα εδέοντο εις τον Θεόν , εν τω δημοτικώ άσματι της Ζερβοπούλας , να επιάνοντο εις της Μαρίας το χέρι .


    Εν τη περιωρισμένη εκείνη κοινωνία , μεταξύ των αυστηρών εκείνων ψυχών , όπου απλώς να προσατενίση τις την γυναίκα ή την αδελφήν άλλου , εθεωρείτο παράπτωμα ασυγχώρητον , ήδη επεπόλαζεν αυθάδεια και ένας ακατάσχετος οργασμός , ωσεί η καλλονή της λυγερής εκείνης , ήλθε να καταρρίψη τας προλήψεις , να καταπατήση τας αγίας παραδόσεις , να διαφθείρη τας εν φόβω Θεού και οικογενείας ανατεθραμμένας εκείνας ψυχάς και ν' αναστηλώση επί των ερειπίων αιώνων όλως ααυστηράς διαίτης πανίσχυρον την γυναικείαν σάρκα .


    Ήδη η μήτηρ της Μαρίας απέθανεν , απέθανε δε μετά εξ μήνας και ο πατήρ της . Ούτω δια μιας εχαλαρώθησαν οι δεσμοί οι συγκρατούντες τόσον καλώς εν τοις χωρίοις τας νεανίδας εις την παρθένον όλως και άμεμπτον αυτών καρδίαν . Ο Αθανάσης από νυκτός εις νύκτα ήρχετο εν τω οίκω , την ημέραν όλην κατατρίβων εν τη εξοχή προς επιμέλειαν της πατρικής περιουσίας , η δε Ελένη αν και μεγαλυτέρα ήτο όλως ακατάλληλος να επιβλη΄θή και να εμπνεύση σέβας εις την αδελφήν της . Αλλά και αν ηδύνατο , και αν δια της παρουσίας της συνείχε κάπως τα αυθάδη βλέμματα και τους λόγους των παλληκαρίων και περιώριζε δι' αγρύπνου επιβλέψεως την ορμητικήν και κούφην της Μαρίας ψυχήν , πάλιν δεν θα επήρκει , διότι μετ' ολίγον η Ελένη ηναγκάσθη να απομακρυνθή υπανδρευθείσα εις εν χωρίον της Ναυπακτίας .


    Ούτω η Ναρία έμεινε μόνη κυρία της οικίας , της καλλονής και της καρδίας της . Και τα παλληκάρια άρχισαν αφόβως πλέον τας ερωτικάς των επιθέσεις , τους λόγους , τα χαμόγελα , τα περιπαθή βλέμματα και τα τραγούδια . Κια η λυγερή - της οποίας η φύσις , ισχυρά και βιαία όσον και η καλλονή της , υπερεθέρμαινε την απαργώσαν εκείνην σάρκα μέσω της γενικής πέριξ διεγέρσεως , μέσω της τάσης περιπαθούς νεότητος ήτις την κατεπλημμύρει , ελεύθερα δε συγχρόνως από πάσης επιβλέψεως - παρεδόθη ελαφρά , τρελλή - δύναται κανείς να είπη - εις τον εκλεκτόν της καρδίας της , τον Τουρκάκην .


    Ο Τουρκάκης ήτο νέος με μικράν περιουσίαν και έκαμνε πολλήν εντύπωσιν ως υποψήφιος γαμβρός .Πολλαί λυγεραί τον εκαμάρωναν δια σύζυγόν των , και μία τούτων , η Τασούλα , εξαδέλφη της Μαρίας . Και ότε η λυγερή , παρασυρομένη υπό του πάθους της ανεκοίνωσεν εις την εξαδέλφη της περιχαρής τας σχέσεις και τον μετ' ολίγον γάμον της μετά του Τουρκάκη , αύτη εξεμάνη και ωρκίσθη να εμποδίση δι΄όλων της των μέσων το συνοικέσιον . Και επειδή άλλον τρόπον καταλληλότερον δεν είχεν , ανεκοίνωσεν εις τον Αθανάσην , τον αδελφόν της Μαρίας , την μεταξύ ταύτης και του Τουρκάκη σχέσιν .


    Ο Αθανάσης ήτο απλούς νεανίας και καθόλου δεν ήθελε να παραδεχθή ότι ο Τουρκάκης , με τον οποίον συνεδέετο διά στενής φιλίας , ηδύνατο να τω επιβουλευθή την τιμήν . Η Τασούλα όμως επέμενε καταγγέλλουσα πολλάς ωρισμένας παρεκτροπάς της Μαρίας και του Τουρκάκη και ο Αθανάσης επείσθη να παραμονεύση μόνος του και βεβαιωθή . Ούτω , προφασισθείς μίαν ημέραν ότι ανεχώρει δι' άλλον χωρίον , επέστρεψε κρυφίως και εκρύβη άνω της οροφής της οικίας , τη οποίαν οι χωρικοί μεταχειρίζονται ως αποθήκην σιτηρών και άλλων οικιακών ειδών .


    Ο Αθανάσης δεν περίμενε και πολύ εκεί . Η Μαρία , ανύποπτος , εκέλεσεν ευθύς τον Τουρκάκην εις την οικίαν της και ο νεανίας έλαβε τρανωτάτην απόδειξιν της ελαφρότητος της αδελφής του και της προδοσίας του φίλου του . Έκφρων δ' εξ οργής , επήδησε κάτω και επέπεσε κατά του Τουρκάκη . Η Μαρία έμεινεν ακίνητος κατ' αρχάς ,εκ της απροσδοκήτου παρουσίας του αδελφού της πλην , συνελθούσα έπειτα και ιδούσα κινδυνεύοντα τον εραστήν της , έδραμεν προς υπεράσπισίν του .


    Ο Αθανάσης τότε εξαφθέις εκ της πράξεως αυτής έτι περισσότερον και έχων ν' αντιπαλαίση προς δύο ήδη , ήρπασε παρατυχόντα εκεί πέλεκυν και επέπεσεν επί της Μαρίας , κτυπών αυτήν ανηλεώς . Η Μαρία , μη βλέπουσα πλέον άλλοθεν σωτηρίαν ,άρχισε να φωνάζει γοερώς και οι γείτονες προσδραμόντες μετ' ολίγον την ελευθέρωσαν κακώς έχουσαν .


    Η Μαρία έμενεν επί αρκετάς ημέρας κλινήρης εκ των κτυπημάτων του Αθανάση . Ότε όμως ηγέρθη και επανείδε τον εραστήν της , αι πρώται της λέξεις ήσαν η καταδίκη του αδελφού της .


    - Θέλω να πιώ αίμα απ' το Θανάση , τω είπε μετ' εξάψεως ..Ο Τουρκάκης ηθέλησε ν' αντιστή κατ'αρχάς εις την απαίτησιν αυτήν της ερωμένης του . Αλλ΄η Μαρία είχε την πειστικήν εκείνην ευγλωττίαν , καιο Τουρκάκης δεν ηδυνληθη ν΄αντιτείνη επί πλέον . Απεφασίσθη εκ συμφώνου να φονευθή , να εξαφανισθή από το μέσον αυτών ο Αθανάσης , αιφνιδίως και μυστικώς , ώστε η κοινωνί ποτέ να μη γνωρίση τι απέγινεν .



    Ο Τουρκάκης ενεπιστεύθη το μυστικόν του τούτο εις δύο συγγενείς του και εζήτησε την συνδρομήν των . Και επειδή επλησίαζεν η εορτή της Αναλήψεως , ότε συνειθίζεται εις τα μέρη της Δωρίδας , οι έχοντες πρόβατα να προσκαλώσιν εις τας στάνας των άλλους , μη έχοντας τοιαύτα και να διασκεδάζωσιν , απεφασίσθη ίνα οι δύο ούτοι καλέσωσι τον Αθανάσην εις την ιδικήν των στάνην επί του Ξεροβουνίου .


    Ο Αθανάσης ευχαρίστως εδέχθη την πρότασιν και την ημέραν της Αναλήψεως οι τρεις νέοι έφαγον και ηυθλυμησαν από πρωίας μέχρι νυκτός επί του Ξεροβουνίου . Άλλ' όταν ο Αθανάσης επρότεινεν ν' απέλθωσιν εις το χωρίον , ο εις των φίλων του ειπεν ευθύμως , κρατών αυτόν από της φουστανέλλας .


    - Ποιό , εδώ φάγαμε και ήπιαμε , εδώ και θα κοιμηθούμε !


    Ο Αθανάσης ήτο και εκ του οίνου βεβαρημ΄πενος , ώστε ευκόλως συγκατένευσε . Και εκοιμήθησαν επι του βουνού κατά σειράν και οι τρεις παρά τα χείλη φοβερού και βαθυτάτου βαράθρου .


    Ο Τουρκάκης ενήδρευεν εκεί πλησίον . Και ότε ενόησε τον Αθανάσην κοιμώμενον , έσπευσεν εκεί και τω κατέφερε επί της κεφαλής βαρύ κτύπημα δια του πελέκεως . Τότε εξύπνησαν και οι άλλοι δύο και αποτελείωσαν αυτόν δια μαχαιρών . Αφαιρέσαντε δε απ' αυτού όλα τα τσαπράζια , τον λαμπρόν εκείνον στολισμόν των αρματωλών με τον οποίον στολίζονται ακόμη τα παλληκάρια της Δωρίδος , και τα ενδύματα , τον ετύλιξαν δια της φλοκάτας του και τον έρριψαν εντός του Καρκάρου .


    Ο Κάρκαρος ούτος είναι βάραθρον κατασκότεινον και κρημνώδες , εις του οποίου το βάθος υπάρχει πάντοτε νερόν και ανακράζει γοερώς , μόλις ρίψης εντός το παραμικρόν κιθαράκι . Είτα οι τρεις νέοι επέστρεψαν ήσυχοι εις τα ίδια και ο Τουρκάκης , ως μυθολογικός ήρως ηυτύχησε να προσφέρη εις την ανήσυχον ερωμένην του τα ενδύματα και τα τσαπράζια του αδελφού της καθώς και τον καταιματωμένον πέλεκυν , του εγκλήματος το όργανον . Η Μαρία εδέχθη αυτόν μετ' αφάτου χαράς , έπλυνε το αίμα από του πελέκεως , εδίπλωσε τα ενδύματα και τα τσαπράζια και επιμελώς όλα μαζί τα απέκρυψεν εντός του κιβωτίου της .


    Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών παρετηρήθη η έλλειψις του Αθανάση και οι συγγενείς και φίλοι του ήρχισαν να συχνοερωτώσι περί αυτού την Μαρίαν .


    - Ξέρω που πάει να κλέψη , απήντα κάποτε εν προφανή δυσαρεσκεία η λυγερή , τον σκότωσαν , ζωντανός είνε δεν ξέρω ...Κατά σύμπτωσιν ήλθε τας ημέρας εκείνας εκ Βοίτσας και η Ελένη προς επίσκεψιν των συγγενών της , εις τελείαν άγνοιαν διατελούσα του κακουργήματος . Μόλις όμως εισήλθεν εις την πατρικήν οικίαν και η Τασούλα , έσπευσε να ανακοινώση προς αυτήν την εξαφάνισιν τπυΑθανάση , τα προλαβόντα όλα και την υποψίαν ότι ο Αθανάσης έπεσεν θλυμα της Μαρίας και του εραστού της . Η Ελένη έσπευσεν ευθύς και κατήγγειλεν τούτο προς τον Δήμαρχον , ο δε δήμαρχος ανέφερεν εις τον έπαρχον και υπομοίραρχον Δωρίδος , οι οποίοι επί τόπου μεταβάντες επελήφθησαν ανακρίσεων .


    Αι ανακρίσεις υποβοηθούμεναι και από τας ατομικάς αποκαλύψεις της Ελένης , προέβαινον ταχέως και πολύ κατηγορηματικάι μάλιστα , δια την Μαρίαν και τους συνενόχους της . Εις το τέλος ο ανακριτής εζήτησε και μετέβησαν όλοι εις το Κάρκαρον , εις το χείλος του οποίου διέκρινον ακόμη διατηρουμένας σταγόνας αίματος . Η Ελένη , συλλαβούσα την υποψίαν ότι εκεί μέσα είχε ριφθεί ο αδελφός της , επρότεινεν εις πολλούς συγχωρικούς της επ' αμοιβή να καταβώσιν εκεί και ερευνήσωσιν . Αλλ' ουδείς ετόλμα να πράξει τούτο , διότι κατείχοντο όλοι υπό τρόμου μεγάλου δια τα ερεβώδη αυτού σπλάχνα και τας απαισίας παραδόσεις , αι οποίαι λέγονται περί αυτού μεταξύ των χωρικών . Η Ελένη εν' τούτοις επέμενεν προσφέρουσα γενναίαν αμοιβήν , δύο όλα χωράφια , και επείσθησαν τέλος να κατελθωσι δύο χωρικοί , οι οποίοι μετά πολλού κόπου ηδυνήθησαν ν' ανακαλύψωσι μεταξύ των πετρών το σώμα του Αθανάση και να ανασύρωσι δια σχοινίων , αγνώριστον σχεδόν .


    Τότε το έγκλημα απεκαλύφθη εν όλη τη στυγερή αυτού και αληθεί όψει . Ευθύς δ' εξεδόθη ένταλμα κατά των δραστών και της Ναρίας και εφυλακίσθησαν όλοι εις τας φυλακάς Λαμίας .


    Και εν Λαμία όμως , η καλλονή της Μαρίας επέπρωτο να φέρη άλλα δυστυχήματα . Ομοία προς τα ωραία εκείνα άνθη των αγρίων δασών των οποίων το άρωμα προξενεί τον θάνατον εις εκείνον όστις τα προσεγγίζει , η Πενταγιώτισσα λυγερή ήτο υπό της φύσεως προωρισμένη να προξενή καταστροφήν εις τους πλησιάζοντας αυτήν .


    Ολίγαι ημέρα παρήλθον από της καθείρξεως της Μαρίας εν τη φυλακή Λαμίας και ο δεσμοφύλαξ , τεσσαρακοντούτης ανήρ , συνέλαβεν σφοδρότατον έρωταν προς αυτήν . Η λυγερή , πανούργος γυνή , επρότεινεν εις αυτόν ότι θα συγκατένευε να τον υπανδρευθή εάν ούτος εφρόντιζεν να τη απαλλάξη της κατηγορίας . Ούτος εδέχθη μετά χαράς μεγάλης την πρότασιν . Κατ' απαίτησιν της Μαρίας , αφήκε ν' αποδράση δήθεν των φυλακών ο Τουρκάκης και ονειροπολών την μετά της ωραίας δεσμώτιδος ένωσίν του , εν στιγμή μεγάλης του πάθους εξάψεως , εφαρμάκωσε την σύζυγόν του και το τέκνον του , ίνα μη τους έχη εμπόδιον εις τους σκοπούς του .


    Μετ' ολίγον έγινε και η δίκη της Μαρίας και των συνενόχων της εν Μεσολογγίω . Και διότι οι δικασταί δεν εύρον φαίνεται αρκετάς αποδείξεις , εκήρυξεν όλους άθώους . Ο δεσμοφύλαξ , όστις είχεν ακολουθήσει την Μαρίαν εκεί και εκόπη δια την απαλλαγήν της . ήρχισεν ήδη να υπενθυμίζη εις αυτήν τας πρώην υποσχέσει της και τας τόσας θυσίας τας οποίας έκαμε χάριν αυτής . Η Μαρία ηνλειχετο αυτόν και εφαίνετο ευμενώς έακούουσα τους λόγους του μέχρις ου έφθασαν εις Βυτρινίτσαν , το επίνειον της Δωρίδος αφ' ότου θα μετέβαινον εις Πενταγιούς . Εκεί όμως , επιτηδείως υποδαυλίσασα , ήγειρεν τον όχλον των συμπατριωτών τξς , όσοι είχον έθει δια την δίκην , κατά του δυστυχούς δεσμοφύλακος και τον απεδίωξαν κακώς έχοντα .


    Η Μαρία ούτω επέστρεψε μετά των συντρόφων της εις την πατρίδαν της , πάντοτε εύχρους , πάντοτε ωραία , αλλά και πάτοτε τρελλή . Ψσεί πεισμόνουσα δια την περιφρόνησιν την οποίαν εδείκνυον προς αυτήν οι χωρικοί ίνα τιμωρήσωσι το σφάλματης και περιφρονούσα τας προλήψεις των , ήρχισεν έτι ελευθερώτερον βίον να διάγη . Οι ερασταί ήσαν πρόθυμοι και αυτή εφαίνετο προθυμοτέρα . Παρεδίδετο εις τον ένα εξάδελφον , είτα τον ήλλαζε δι' άλλου συγγενούς της . Συνέζη επί καιρόν μετά του ενός εραστού και αίφνης δια μιαν ιδιοτροπίαν προσεκολλάτο εις άλλον . Και εν τω μεταξύ ύβριζε τους συγχωριανούς και τας γυναίκας των . Εις τας κατηγορίας των αντέτασσε βαναύσους ύβρεις . Εις τας νουθεσίας των συγγενών της εκάγχαζε περιφρονητικώς και παρήγγελλεν εις την αδελφήν της από καιρού εις καιρόν μετά πεισματώδους αναιδείας τα αίσχη της .


    Οι συμπατριώται της Μαρίας , ίνα στιγματίσωσι καλλίτερον την διαγωγήν της ,θέλοντες να παραδώσωσιν εις αιώνιον ανάθεμα τα κακουργήματά της , έκαμαν ευθύς το τραγούδι της :

    Στα Σάλωνα σφάζουν τραγιά

    και στο Χρισσό κριάρια ,

    Και στης Μαρίας την ποδιά

    σφάζονται παλληκάρια .

    Κλείσε τα παραθύρια σου

    και σκέπασ' τη φωτιά σου ,

    Να μη φανεί ο ασίκης σου

    οπ' έχεις στην ποδιά σου .

    Τι ν' το κακό οπώκαμες

    στο δόλιο το Θανάση ;

    Τον αδερφό σου σκότωσες

    τον Τούρκο για να πάρης .

    Στιν Κάρκαρο τον έρριξες

    στον Κάρκαρο τον ρίχνεις .

    Κανείς δεν κάν' απόφασι

    να ' μ΄πή για να τον βγάλη

    Ο ΄Γιάννης κάν' απόφασι

    να μπή και να τον βγάλη .

    Παίρνει πεντάδιπλα σκοινιά

    με δεκαοχτώ φανάρια .

    Σαν ' μπήκε και τον έβγαλε

    στο αίμα βουτηγμένον

    και η Μαρία λιγοψυχά

    και πέφτει να πεθάνη .

    - Τίνος τα λες αυτά Μαριά

    και τουρκοπιστεμμένη ;

    Εσύ 'σε που τον σκότωσες

    και τώρα θα τον κλάψης ;


    Το πρώτον δίστιχον , είνε ούπατος προς την γυναικείαν καλλονήν έπαινος , οι δε λοιποί στίχοι απειρόκαλλος καταγγελία του παραπτώματος της Μαρίας .


    Αλλ' όπως πάντοτε κατά τους κανόνες της φύσεως συμβαίνει , παν ό.τι μέγα και έξοχον , εκείνο μόνον ν' ανθίσταται εις την πάροδον του χρόνου , το παράπτωμα της λυγερής σχεδόν ελησμονήθη ήδη . Μόλις και μετά βίας θα δυνηθή ο περίεργος διαβάτης ν' ακούση μεταξύ των τόσων συμπατριωτών της , μεταξύ των συνηλικιωτών και των φίλων της τη λεπτομερή ιστορίαν αυτού . Μετά πολλάς δε κοπιώσεις , ανασκαλεύσεις εις την μνήμην των γεροντοτέρων θ' ανεύρη τους εξηθρωμένους και πενιχρούς στίχους του τραγουδιού της .


    Αι έξοχοι καλλοναί όπως και τα έξοχα πνεύματα δεν υποβάλλονται εις τους τετριμμένους τύπους των κοινών θνητών , αλλ' επιβάλλουσι τους ιδικούς των . Και η Μαρία ηδυνήθη να δεσπόση των συγχωριανών της , η δ' ανάμνησις της καλλονής της εφυγάδευσεν την ανάμνησιν του παραπτώματος και δεν απέμεινεν αξ αυτού ειμή όπως επί σαπφειρίνης και ηρτέμου θαλάσσης επιπλέωσι συντρίμματα πλοίου , του μένους της μαρτύρια . Ολίγον δε ακόμη και θα εκλείψουν παντελώς και αυτά .



    Και δεν θα μένη πλέον ειμή ως οπτασία Χερουβείμ , πλανωμένη καθ' όλην την Ελλάδα , γλυκειά ανάμησις , παράδοσις τρυφερά και λατρευτή το εύγραμμον πρόσωπον , το χυτόν ανάστημα , οι εύγλωττοι οφθαλμοί , η αμύθητος χάρις ως ιδανικός τύπος της λυγερής και ο προς αυτήν έξοχος ύμνος , εις βαρύτιμος μαργαρίτης της πατρίου Μούσης , τον οποίον θα τραγουδώσι πάντοτε μετά συγκινήσεως τα παλληκάρια και αι λυγεραί των χωρίων .

    Στα Σάλωνα σφάζουν τραγιά

    και στο Χρισσό κριάρια ,

    και σ' της Μαρίας την ποδιά

    σφάζονται παλληκάρια .

    ( Απ' το περιοδικό " ΕΣΤΙΑ " ) 15 - 8 – 1889


    Πηγή: http://lidoriki.blogspot.com/2012/02/blog-post_3889.html

     

    Φωτογραφία από: https://www.dinfo.gr/μαρία-πενταγιώτισσα-η-ιστορία-της-πεν/
     
  4. espimain

    espimain Contributor

    Μαρία η Πενταγιώτισσα

    Στον Καρκαβίτσα

    Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια
    και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλικάρια.
    (Δημοτικό τραγούδι)

    Νύχτα κατάμαυρη, μάνα του τρόμου!
    Έξυπνος βρίσκομαι στο φτωχικό μου,
    ένα μισόσβηστο δαυλί στο πλάι
    την τελευταία του σπίθα πετάει.

    Κρατάω το μέτωπο σκυφτό στο χέρι· 5
    μέσα στα σύγνεφα μόνο έν’ αστέρι
    λάμπει… κι αθέλητος ο στοχασμός μου
    πάει στις πεντάμορφες, θεές του κόσμου,
    που κόσμους φάγανε και παλικάρια,
    σαν άγρια πέλαγα και σα λιοντάρια. 10
    Κι έξαφνα τ’ άστρο μου στα ουράνια βάθη
    μέσα σε σύγνεφο πιο μαύρο εχάθη,
    κι έν’ αβασίλευτο κι έν’ άλλο αστέρι
    απ’ άλλα υψώματα κι απ’ άλλα μέρη
    κι απ’ άλλα ονείρατα σταλτό εδώ χάμου, 15
    νά! γλυκοχάραξε στην κάμαρά μου.
    Μ’ ένα λαμπρόφωτο γύρω στεφάνι
    η Πενταγιώτισσα μπροστά μου εφάνη.

    Δεν την αλλάξανε τα καταχθόνια·
    πανώρια, αγέραστη, ξάστερη, αιώνια, 20
    σαν να την έκαμε στον Άδη κάτου
    ο Χάρος, δούλος της, βασίλισσά του.
    Ίδια, παράδεισο, κόλαση, νά! Ίδια!
    Φλωριά, χωριάτικα πλούσια στολίδια,
    στο αχνό της μέτωπο κρέμουντ’ αράδα, 25
    και του μετώπου της λάμπ’ η αχνάδα
    φανταχτερότερη κι απ’ τα φλωριά της·
    η Νύχτα χάνεται μπρος στη θωριά της·
    αλλά κι αν ήτανε κι η Νύχτα εκείνη
    που μόνο ο θάνατος κι ο τάφος δίνει, 30
    κι αν είχε αμέτρητες φορές ακόμα
    πιο άγριο πρόσωπο, πιο μαύρο χρώμα,
    πάλι θα χάνοταν σαν ντροπιασμένη
    απ’ τη νικήτρα της λάμψη που βγαίνει
    μέσ’ απ’ τα μάτια της· — είναι γυναίκεια; 35
    και μάτια λέγονται τ’ αστροπελέκια;

    Ω Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα;
    πες μου, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα
    και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου
    ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσ’ εμπρός μου; 40
    Μόνη δεν έρχεσαι· κι από κοντά σου
    κοίταξε! σέρνονται τα θύματά σου,
    αγόρια αχνούδωτα, παλικαράδες,
    αθώα θύματα κι αθώοι φονιάδες,
    πίσω σου τρέχουνε, σ’ ακολουθούνε, 45
    κι όλοι από έρωτα για σε μεθούνε.
    Κι αυτοί που μάγεψες και που στα χέρια
    τους επαράδωκες φόνου μαχαίρια
    κι αδέρφια εσκότωσαν, φίλους για σένα,
    κι εκείνοι πὄπεσαν αρνιά σφαγμένα, 50
    όλοι τους κρέμουνται κι αυτοί κι οι άλλοι
    μέσ’ απ’ της νιότης σου τα δόλια κάλλη,
    κι εσύ στη μέση τους δεν κλαις, δε φρίττεις,
    γέννα μαρμάρινη της Αφροδίτης!
    Κι όπως η Άνοιξη από το παλάτι 55
    του Απρίλη χύνεται ρόδα γεμάτη,
    κι εσέ τα χέρια σου κι εσέ η ποδιά σου
    γεμάτα είν’ αίματα, ρόδα δικά σου!
    Α! Πενταγιώτισσα, τί θες ακόμα;
    Όχι, δε σ’ έλιωσε το μαύρο χώμα, 60
    και με τα ονείρατα του κάτου κόσμου
    ξεφεύγεις άπιαστη κι έρχεσαι εμπρός μου.
    Ω πλάσμ’ αλύπητο, λαχταρισμένο,
    έλα! σ’ αγάπησα, και σε προσμένω!
    Κι αν είσαι φάντασμα, τέτοια ολοένα, 65
    τέτοια φαντάσματα ωσάν εσένα
    να μου χαρίζουνε την ευτυχία,
    όνειρο πύρινο σε ζωή κρύα!
    Έλα και σφίξε με στην αγκαλιά σου,
    σβήσε τη δίψα μου με τα φιλιά σου, 70
    όπως κι αν λέγεσαι κι ό,τι κι αν είσαι,
    κι ύστερα και όλο μου το αίμα χύσε,
    σαν το νεράκι της η γη σ’ το δίνω·
    ρουμπίνια ατίμητα πλάσε μ’ εκείνο.

    Όλα είναι σύγνεφα και παραμύθια, 75
    μόν’ η Ομορφιά είναι το φως, η αλήθεια!
    Του κάκου αχόρταγα στο κόσμο τούτο
    δόξα γυρεύουμε, δύναμη, πλούτο,
    κι η Πίστη μάγισσα, φτερά μάς δίνει,
    κι εμπρός σου τρέμουμε, Δικαιοσύνη, 80
    κι όλο από μέσα μας μιαν ευχή βγαίνει:
    Να ζούμε απείραχτοι κι αναπαμένοι!
    Σε μιας Πεντάμορφης τα στήθη επάνω,
    με δυο γλυκόλογα, με γέλιο πλάνο,
    όλα ξεχάνονται… Χιμάει μια Λάμια 85
    και σαν αδύνατα ξερά καλάμια
    τα σιδερένια μας νιάτα συντρίβει,
    και ή βοσκοπούλα είναι μες στο καλύβι
    ή στ’ αρχοντόσπιτο κυρά μεγάλη,
    όμοια στ’ αρπάγια της μας σφίγγει πάλι, 90
    και με το στόμα της τ’ άπονο πιάνει
    ρουφάει το αίμα μας,— και δεν της φτάνει!

    Κωστής Παλαμάς
    1890, στη συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου"