Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ρουκ ζουκ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος -Volt-, στις 2 Οκτωβρίου 2020.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Η γνωριμία μας δεν ήταν εύκολη και πέρασε πολύς καιρός ώσπου να απελευθερωθούμε κι οι δυο απ’ ό,τι μας βάρυνε. Ζούσαμε αυτό που θέλαμε ο ένας απ’ τον άλλο μέσα από τα μάτια, σ’ εκείνες τις στιγμές που κανένας δε θα πρόσεχε τα παρατεταμένα κοιτάγματα. Και τελικά ήρθε εκείνο το βράδυ που κουράστηκα να το κρύβω και δε σταμάτησα να την κοιτάω. Την πρώτη φορά τράβηξε τα μάτια έκπληκτη, ντροπιασμένη, ο άλλος κοίταγε. Τη δεύτερη φορά δε ντράπηκε καθόλου, μα και πάλι τα μάτια της παρέμειναν σ’ εμένα μόλις μια στιγμή. Την τελευταία, δεν τα ξανατράβηξε από πάνω μου. Θα ήταν η τελευταία φορά έτσι κι αλλιώς, είτε το έκανε, είτε όχι. Εκείνο το βράδυ, δεν έφυγε μαζί μου. Έφυγε μαζί του. Αλλά είχα κερδίσει. Τι; Πολλά και τίποτα απτό. Όμως είχα κερδίσει.


    Το επόμενο απόγευμα την ώρα που κατηφόριζε απ’ τη δουλειά σταμάτησα δίπλα της το αυτοκίνητο μου. Μπες μέσα είπα. Δεν έφερε αντίρρηση. Δε θα πήγαινα στο σπίτι της. Μπήκα μια φορά και μετά απ’ αυτό μολύνθηκε. Ξεκίνησα να οδηγώ και διασχίζαμε τη νύχτα, χωρίς περιττές κουβέντες, χωρίς μουσική, κάτι έπαιζε στο κεφάλι μου. Το χέρι της πάνω απ’ το δικό μου στο λεβιέ. Μου άρεσε; Δεν ξέρω. Εκεί το ήθελα, αυτό το ξέρω. Σταμάτησα σ’ ένα καφέ του δρόμου και κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο. Την έστειλα να πάρει δυο καφέδες και πήγα να καθίσω στο τραπέζι που μου άρεσε καλύτερα η θέση του. Ήρθε κοντά μου και κάθισε. Ήπιαμε τον καφέ μας, κάναμε το τσιγάρο μας και της είπα να με ακολουθήσει στην τουαλέτα.


    Την πήρα μαζί μου μέσα στις αντρικές, την έβαλα να γονατίσει στο πάτωμα και την κατούρησα. Το στόμα της ήταν μισάνοιχτο. Εγώ στόχευα το πρόσωπο. Σκουπίστηκα και βγήκα. Της είπα να σκουπιστεί με χαρτί, αλλά να μην πλυθεί και να έρθει στο τραπέζι. Μετά από λίγο ήρθε. Καπνίσαμε άλλο ένα τσιγάρο και φύγαμε. Ξανά στο αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά γυρίσαμε προς τα πίσω. Σταμάτησα σε ένα μικρό ξενοδοχείο. Της έδωσα την κάρτα μου και της είπα να πάει να κλείσει ένα δωμάτιο. Περίμενα στο αυτοκίνητο. Ήρθε μετά από λίγο και μου είπε τον αριθμό. Μπήκαμε στο ξενοδοχείο, ανεβήκαμε στον όροφο και βγήκαμε απ’ το ασανσέρ. Γδύσου ζήτησα. Εδώ μου είπε και κοίταξε με φρίκη τη λερή μοκέτα και το στενό κοινόχρηστο διάδρομο. Το δωμάτιο μας ήταν στο βάθος. Δεν είπα άλλο. Πήρα απ’ τα χέρια της την κάρτα του δωματίου, πήγα άνοιξα, μπήκα κι έκλεισα την πόρτα.


    Χτύπησε η πόρτα. Ούτε βιάστηκα να ανοίξω, ούτε τρέναρα. Άνοιξα την πόρτα και στάθηκα μπροστά της. Γονάτισε, ξεκούμπωσε το παντελόνι μου και περίμενε, είπα. Γονάτισε διστακτικά, κοιτώντας μια φορά πίσω απ’ τον ώμο της. Μόλις τα γόνατα της ήρθαν σε επαφή με τη μοκέτα, ξανακοίταξε βιαστικά γύρω της. Το χαστούκι ήταν ηχηρό. Μην απασχολείς το μυαλό σου με αυτά που αφορούν εμένα, είπα. Πάρε με στο στόμα σου. Άρχισε να με ρουφάει με έναν απαλό λίκνισμα του κορμού της. Δεν έχυσα. Τραβήχτηκα, κουμπώθηκα και της είπα να έρθει μέσα.



    Συχνά έχει ψύχρα κι υγρασία τη νύχτα, κάποιες φορές μου αρέσει, άλλοτε όχι. Απόψε θα με ενοχλούσε αν την ένιωθα πάνω μου, ν’ ακουμπά με το γλοιώδη τρόπο της στα μπράτσα μου, όμως πάνω μου δε θα ακουμπούσε, αλλά πάνω της. Ήταν γυμνή, ήμουν ντυμένος καλά. Άνοιξα το παράθυρο. Ήμασταν ψηλά κι έφτανε αυτή η ενοχλητική τύρβη απ’ τα μηχανάκια χωρίς σιλανσιέ, τις κόρνες των αυτοκινήτων, μια κακόγουστη λαϊκή μελωδία από κάπου στα δεξιά, απ’ το δρόμο που είχαμε έρθει. Γύρισα και την κοίταξα.


    Πήγα και στάθηκα πίσω της. Αν άπλωνα το χέρι μου θα ακουμπούσα το σβέρκο της χωρίς προσπάθεια. Στάθηκα εκεί, να αφουγκράζομαι την εισβολή του κόσμου, την ηρεμία της παύσης του χρόνου. Τρεμούλιασε λίγο απ’ την υγρασία, σα να ήμασταν μια ακίνητη σκηνή σε κάποιο ύφασμα και να ζάρωσε ξαφνικά έμοιασε. Την άγγιξα στο σβέρκο, παραμέρισα τα μαλλιά της κι έκλεισα στην παλάμη μου αυτό τον πολύτιμο, μικρό σβέρκο, που τόσο καιρό ήθελα να κάνω ολότελα δικό μου. Και τώρα ήταν. Κόλλησα πάνω της και μύρισα τα μαλλιά της, το σώμα της. Πως ξέρουν κάποιοι άνθρωποι ποιο σαμπουάν τους ταιριάζει, ποιο αφρόλουτρο, ποιο άρωμα αναδίδει καλύτερα τον εαυτό τους. Εγώ ποτέ δεν τα κατάφερα, απ’ την άλλη δε μ’ ενδιέφερε κιόλας. Όμως αυτή μύριζε ωραία, μου άρεσε. Έμεινα λίγο εκεί, να τη μυρίζω να την ακουμπώ.


    Έφερα και τα δυο μου χέρια στους ώμους της και την πίεσα προς τα κάτω. Υποχώρησε, σχεδόν σα να την κατάπινε το πάτωμα, ή να την συρρίκνωσαν τα χέρια μου. Μικρή, σημαντική, ασήμαντη, απειροελάχιστη. Κάθισε στα γόνατα της. Συνέχισα να την αδράχνω απ’ τους ώμους. Ούτε πολύ δυνατά, ούτε άτονα. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα φουλάρι σκούρο μπλε και το τύλιξα γύρω απ’ τα μάτια της. Πήγα στο μπουφάν μου κι έφερα άλλα δύο. Άνοιξα με τα δάχτυλα το στόμα της και την έβαλα να δαγκώσει το δεύτερο πανί. Το έδεσα πίσω της και στη συνέχεια με το πιο μακρύ απ’ τα τρία έδεσα τα χέρια της πίσω και με την άκρη που έφτανε χαμηλά έδεσα και τους αστραγάλους της.


    Πήγα και κάθισα οκλαδόν απέναντι της, σε κάποια απόσταση και βάλθηκα να την παρατηρώ. Ζήτησα μόνο να έχει τη μέση της ίσια. Παραπονέθηκε στην αρχή πως δεν έχει ελευθερία κινήσεων. Μα δε σου επιτρέπεται. Σώπασε και ίσιωσε τη μέση όσο καλύτερα μπορούσε. Την παρατηρούσα. Μου άρεσε να το κάνω. Κατά διαστήματα κουνιόταν νευρικά. Με έψαχνε με την οσμή, τη μόνη αίσθηση που μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Δεν κατάφερνε να με εντοπίσει, έστρεφε το λαιμό προς διάφορα σημεία. Απαλά ψάρεψα τα χαρτάκια απ’ την τσέπη μου και τα πέταξα στην απέναντι πλευρά. Ο λαιμός της κινήθηκε βίαια προς τα ‘κει. Τι ψάχνεις ρώτησα, φανερώνοντας τη θέση μου. Στράφηκε προς τα ‘μενα. Εσένα, είπε, σχεδόν από μέσα της. Με βρήκες; Σε βρήκα. Και τώρα; Δε θα σε χάσω ξανά. Κι αν με χάσεις; Δε θέλεις να σε χάσω. Κι αν θελήσω; Δε θα θελήσεις. Νομίζω πως θα σε γυρίσω σπίτι. Γιατί; Τι σου ‘κανα; Είσαι πολύ σίγουρη. Δε θες να νιώθω ασφαλής; Δε φτάσαμε ακόμα εκεί. Πως θα φτάσουμε; Με την εμπιστοσύνη. Σου έχω. Εγώ να μη σου έχω;


    Πως μου έχεις εμπιστοσύνη αλήθεια; Μου το βγάζεις. Άρα; Με τον τρόπο που κάνεις ό,τι κάνεις. Επικίνδυνο κριτήριο το τι κάνω. Τότε πως; Με το ποιος είμαι, με το πώς αλληλεπιδρώ μαζί σου. Το πώς αλληλεπιδράς όμως είναι αυτό που κάνεις. Είναι και αυτό που κάνω. Οπότε δεν είναι εντελώς επικίνδυνο το κριτήριο. Η βάση του είναι λάθος. Δεν καταλαβαίνω τι το κάνει επικίνδυνο. Επικαλείσαι τη δραστηριότητα μου για να αξιολογήσεις το αν με εμπιστεύεσαι. Και που είναι το λάθος σε αυτό; Καθένας μπορεί να υποδυθεί ένα ρόλο. Τι να κάνω τότε; Αφουγκράσου εμένα, αφέσου σε εμένα και δώσε μου αυτό που είσαι. Ωραία να το κάνω αυτό, αλλά σύμφωνα με ό,τι λες έτσι θ’ αποκτήσεις εσύ εμπιστοσύνη σε ‘μενα. Εγώ πως; Όποιος είναι, πρώτα και ελεύθερα, αφήνει μια πόρτα ανοιχτή. Δεν είναι κλειδωμένη η δική μου. Είναι όμως κλειστή και απέξω δεν έχει χερούλι.


    Συνεχίζεται…
     
  2. sapfw

    sapfw Hard to handle Contributor

    όμορφο το περιεχόμενο και όμορφη γραφή... αν μου επιτρέπεις μόνο ένα σχόλιο στη δομή του κειμένου: δυσκολεύτηκα στο διάλογο -να καταλάβω ποιός λέει τι- γιατί τον αποτυπώνεις σε παράγραφο... κατά τ' άλλα μου άρεσε πολύ  
     
  3. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Της ζήτησα να με κοιτάξει στα μάτια, ρώτησε πως θα μπορούσε να το κάνει με δεμένα μάτια. Σκέψου τα μάτια μου, δες τη φωνή μου, άκου τη διάθεση μου. Σιώπησε. Είχε κάτι το μεθυστικό να παρατηρώ τη γυμνή ακινητοποιημένη γυναίκα, να προσπαθεί να προσανατολιστεί εσωτερικά.


    Είχε κατεβάσει το κεφάλι και τώρα το σήκωσε πάλι. Αυτή τη φορά ένιωσα κάτω απ’ το αδιαπέραστο πανί πραγματικά τα μάτια της να βυθίζονται στα δικά μου. Αναρωτιέσαι αν σε κοιτάω, ρώτησα. Όχι με κοιτάς, είπε. Λογικός ειρμός, μονολόγησα, αν και μάλλον ακούστηκα ειρωνικός, χωρίς πρόθεση. Σούφρωσε τα χείλια. Τι θέλεις από ‘μενα, ρώτησε. Να μπω μέσα σου, σκέφτηκα, χωρίς να πω.


    Σηκώθηκα και πήγα κι έκατσα μπροστά της οκλαδόν. Οι μύτες των γονάτων μου εφάπτονταν με τα δικά της. Άπλωσα τα χέρια μου και άγγιξα τα μάγουλα της. Ήταν ζεστά, όχι καυτά. Το πρόσωπο της δεν έγειρε προς τη μια ή προς την άλλη, παρόλ’ αυτά το αισθάνθηκα να χαλαρώνει.


    Πέρα απ’ τον κόκκινο αναπτήρα έχω κι ένα μπλε, είπα. Ακούστηκε το τσαφ του αναπτήρα. Ποιον χρησιμοποίησα, ρώτησα. Το μπλε, είπε χωρίς δισταγμό. Τον μπλε χρησιμοποίησα όντως, αλλά η αλήθεια είναι πως δε θα μπορούσες να ξέρεις. Κι εγώ δε θέλω να πορευόμαστε με μαντεψιές. Εκτός κι αν παίζουμε κίνο. Πριν εικάσεις, πριν δικάσεις, θέλω να ρωτάς. Μπορούσα να σου πω ψέματα, επέλεξα την αλήθεια. Θέλω να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή μας μαζί.


    Θυμάσαι το ρεφρέν του remember the name, τη ρώτησα. Αν ναι, πες το. Είπε το τετράστιχο. Πάλι ζήτησα, μαζί αυτή τη φορά. Δε μπορούσαμε να συντονιστούμε. Έχανε τις λέξεις και τη σειρά, εγώ όχι. Η φωνή μου τη μπέρδευε που βρισκόταν σε άλλο σημείο του στίχου και το παράταγε για να το πιάσει από ‘κει που ήμουν κι εγώ.


    Ξεκινάμε τώρα μαζί, είπα πριν την τρίτη φορά. Δε θα τρέχεις να με προλάβεις, είτε θα είμαστε μαζί, είτε θα τελειώνεις αυτό που έχεις να κάνεις. Δε ξεκινήσαμε μαζί. Σύντομα όμως βρέθηκε να ακούγεται η δική της φωνή ακριβώς κάτω απ’ τη δική μου με μια ελαφρά καθυστέρηση.


    Η τέταρτη φορά ακολούθησε χωρίς να προειδοποιηθεί. Ο συντονισμός ήταν κακός ξανά στην αρχή. Το χαστούκι της γύρισε το πρόσωπο. Σου ζήτησα να ρωτάς όταν δεν ξέρεις. Το 10% θα το αφαιρέσουμε. Αν προστεθεί θα είναι μετά κι όχι από ‘μας. Και δε θα ‘ναι τύχη κι ας το λένε έτσι. Θα το πούμε τώρα για τελευταία φορά. Ο συντονισμός ήταν άψογος.


    Τι ακολουθεί, ρώτησε. Μετά την ειλικρίνεια και την εμπιστοσύνη, έρχεται η γνωριμία των καλύτερων δυνατοτήτων μας, οι ανάγκες μας, αυτά που γουστάρουμε και συμφωνούμε και σκοπεύουμε να τηρήσουμε. Και θα τα τηρούμε πάντα, εκτός κι αν χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουμε. Γιατί να συμφωνήσουμε σε κάτι, με διέκοψε, για να πει. Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ, είμαστε ενήλικες για να συμπεριφέρεσαι έτσι και το αυτό ισχύει στο γιατί χρειάζεται να συμφωνήσουμε και να τηρούμε. Είναι η βάση μας. Να συμφωνήσουμε, να συναινέσουμε, να τηρούμε.


    Μπορείς να πεις ό,τι θες, συμπλήρωσα. Και μετά τι ξεκινάει, ρώτησε. Αρχίζουμε να γνωριζόμαστε και να αναγνωριζόμαστε πραγματικά, απάντησα. Δηλαδή τι θα κάνουμε, ρώτησε. Θα το ζήσουμε, με ασφάλεια, σύνεση και πάντα συναινετικά, ως εκεί που θέλουμε να το φτάσουμε, είπα. Το παρουσιάζεις σα να μην είναι καν σχέση, σα να είναι εμπορική συνεργασία, ψιθύρισε με φωνή γεμάτη πείσμα και απογοήτευση. Εμπορική όχι. Συνεργασία ναι, ανταλλαγή αγαθών ναι, σχέση ναι. Όλα μαζί, τίποτα ξεχωριστά.


    Συνεχίζεται…
     
  4. sapfw

    sapfw Hard to handle Contributor

    νουάρ αφήγηση... εξαιρετικό  
     
  5. mpaxari

    mpaxari Regular Member


    Υπέροχο όλο!
    Αλλά αυτό με άγγιξε.....  
     
  6. Nickname

    Nickname Όμορφος, έξυπνος και μετριόφρων Contributor

    Με ποιον τρόπο;
     
  7. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Και τώρα τι, με ρώτησε αφού την έλυσα κι έστριβα ένα τσιγάρο. Τώρα θα ντυθείς, της είπα. Την είδα να στέκεται για λίγο στο ίδιο σημείο κι έπειτα να φοράει νευρικά το παντελόνι, τη μπλούζα και το μπουφάν της. Έδεσε τα κορδόνια της, σηκώθηκε, πήρε ένα ευχάριστο ύφος, κάπως μηχανικά και μου είπε πως ήταν έτοιμη.


    Ωραία, της είπα. Πήγαινε στο μπαρ του ξενοδοχείου, είδα πως θα ‘ναι για λίγο ακόμα ανοιχτό και πάρε ένα ποτό. Εσένα να μη σου πάρω ρώτησε. Όχι θα πάρεις μόνο για τον εαυτό σου, εγώ θα καθίσω σε άλλο τραπέζι. Και τι είναι αυτό, ρώτησε. Θέλω να σε δω πως είσαι όταν σε φλερτάρουν. Εγώ δε θέλω άλλον, με εσένα θέλω να είμαι. Τότε φέρσου ανάλογα. Σου ζητώ να πας και να φλερτάρεις. Κι αν θέλει συνέχεια ο άλλος, με ρώτησε. Αναχαίτισε τον. Δείξε μου πως θα με αντιπροσωπεύεις στον κόσμο, πως θα προστατεύεις ότι είναι δικό μου.


    Δε μπορώ να φερθώ σαν εσένα, είπε πεισμωμένα. Δε θέλω να γίνεις εγώ, δε θέλω να δημιουργήσω αντίγραφο μου. Τότε τι, τι ζητάς από ‘μενα. Να ζεις, όσο καλύτερα μπορείς, να ξέρω πως όταν λείπω και θέλω να περάσεις καλά, θα το κάνεις, αντιπροσωπεύοντας με, προστατεύοντας με, τιμώντας με.


    Έφυγε κι ύστερα από δέκα λεπτά κατέβηκα κι εγώ. Πληκτικό μαγαζί, με σαχλή αεροδρομίστικη μουσική, αλλά το ουίσκι μου ήταν αυτό που παρήγγειλα. Χαμογέλασα, έμοιαζε με άλλη γυναίκα απ’ αυτή που κατέβηκε. Συγκεντρωμένη, με αυτοπεποίθηση, είχε αλλάξει το χτένισμα της ελαφρά, κάτι είχε κάνει με τη μπλούζα της κι είχε βάλει λιπ γκλος. Ήδη κάποιοι μεσήλικες και κανά δυο νεαροί –φαντάζομαι αντιπρόσωποι- την έκαναν χάζι. Ποτέ δε μου άρεσα με κουστούμι, αναρωτιόμουν, πως μπορούν να αισθάνονται άνετα μέσα σ’ αυτές τις φατρίες. Οι νεαροί απλά κοίταζαν, το ίδιο και οι δυο μεσήλικες. Τελικά κάποιος άλλος που δεν τον είχα δει, την πλησίασε με το ποτό του. Κάπου ανάμεσα στις δυο ηλικίες, το σακάκι στο χέρι, τεράστιο ρολόϊ στο χέρι και ξεκούμπωτο πουκάμισο, άφαντη η γραβάτα.


    Στάθηκε από πάνω της, χαμογέλασε κι έδειξε την καρέκλα. Του έκανε ένα αδιόρατο νεύμα κι εκείνος κάθισε. Έγερνε καθώς της μιλούσε προς το μέρος της. Τον άκουγε, χαμογελούσε και δεχόταν τα τσιγάρα του, δέχτηκε το ποτό που την κέρασε, δέχτηκε και το δεύτερο. Το χέρι του έπιασε το δικό της κι εκείνη το τράβηξε διακριτικά. Συνέχισαν να μιλάνε και το χέρι του πάλι πήγε προς το δικό της. Αυτή τη φορά τράβηξε το χέρι της πριν την ακουμπήσει. Του χαμογέλασε, διάβασα στα χείλια της να του λέει καληνύχτα και να σηκώνεται. Εκείνος σηκώθηκε ευγενικά και έτεινε την κάρτα του. Εκείνη την πήρε απ’ τα χέρια του και την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Του χαμογέλασε, έδωσε το χέρι της και γύρισε να φύγει. Στάθηκε όμως και με κοιτούσε. Της έκανα νεύμα και ήρθε στο τραπέζι μου.


    Σου απέδειξα αυτό που ήθελες, με ρώτησε. Πέρασες καλά, της είπα. Καλά ήταν, δεν ξέρω. Καλά ήταν, ή δεν ξέρεις τη ρώτησα. Το διασκέδασα για λίγο, αλλά είχα άγχος. Άγχος γιατί; Αν θα ‘μαι όπως με θες. Και τι λες ήσουν, τη ρώτησα. Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις. Γιατί δεν πήρες την κάρτα του; Δεν ψάχνομαι και δε με ενδιαφέρει άλλος. Και; Είναι κακό να κάνεις γνωριμίες, τη ρώτησα. Δε μ’ ενδιαφέρουν οι γνωριμίες, θέλω να είμαι μαζί σου. Να είσαι κι εσύ μαζί μου. Να σε έχω θέλεις, της είπα. Χαμογέλασε και ρώτησε αν θέλω τώρα να τη φιλήσω. Απάντησε σε παρακαλώ σε αυτό που σε ρωτάω. Συγνώμη δεν κατάλαβα πως ήταν ερώτηση, νόμιζα πως μου το δήλωσες και μου άρεσε. Άρα θέλεις να σε έχω. Ναι θέλω να με έχεις.


    Στο μεταξύ, ο κύριος από πριν πλησίαζε προς το τραπέζι μας. Κάτι φαινόταν έτοιμος να ρωτήσει. Υποθέτω πως θα έπρεπε να τον κοιτάξω με κάποιο ορισμένο ύφος για να τον αποθαρρύνω. Μπα, συνέχισα να τον κοιτάω με την άκρη του ματιού, δεν είμαι εδώ για να κάνω διευκολύνσεις. Έμοιαζε διστακτικός. Αλλά πλησίαζε αργά. Σαν εκείνα τα ζώα που βάζουν στα βιντεάκια που πλησιάζουν ψιλοδιστακτικά, ψιλομουλωχτά. Ανασηκώθηκα στο τραπέζι και κοίταξα προς το μέρος του. Ανοιγόκλεισε τα χείλια και τελικά γύρισε να φύγει. Υποθέτω ότι η ευθεία απάντηση, τρομάζει περισσότερο, όταν ο άλλος δεν την περιμένει και ψάχνει πολυπλοκότητες.


    Γύρισα και την κοίταξα. Δεν είχε σταματήσει να κοιτάει εμένα, όλη την ώρα. Πες το, της είπα. Τον άφησες να πλησιάσει και μετά τον απέκρουσες. Και; Μου άρεσε, καύλωσα. Γιατί; Δεν ξέρω. Γιατί; Σα να μας τύλιξες μέσα σε ένα φράχτη. Δηλαδή; Προστατεύομαι, είπε ερωτηματικά. Απέξω κι από μέσα.


    Βγήκαμε και κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο. Την πλησίασα και την τράβηξα προς το μέρος μου. Κλείσε τα μάτια σου. Τη γύρισα μια δυο φορές να χάσει τον προσανατολισμό της. Ευθεία μπροστά σου βρίσκεται το αυτοκίνητο. Προχώρα αργά, ώσπου να σου πω να σταματήσεις…


    Συνεχίζεται…
     
  8. sapfw

    sapfw Hard to handle Contributor

    και του νουάρ συνεχίζεται... αδημονώ!
     
  9. Iagos

    Iagos Contributor

    Τρυφερό....
     
  10. -Volt-

    -Volt- Contributor

    << Θα έρθω να σε πάρω το βράδυ. Στις 20.00 να είσαι έξω απ’ το σπίτι. Κόκκινο φόρεμα στενό, με μαύρα στίγματα, ή μαύρους σχηματισμούς, γόβες μαύρες όχι μυτερές, νύχια μαύρα, μαλλιά κάτω, όχι βαψίματα >>


    Λίγα λεπτά πριν τις οχτώ έστριβα στο στενό. Όταν τα φανάρια μου ευθυγράμμισαν, την είδα. Πανέμορφη, μ’ εκείνο το βλέμμα που διέκρινα ακόμα και από μερικές δεκάδες μέτρα, απόσταση. Στάθηκα δίπλα της κι ετοιμαζόμουν να πατήσω το διακόπτη για να κατέβει το τζάμι. Είχε ήδη βάλει το χέρι της στο χερούλι και προσπάθησε να ανοίξει την κλειδωμένη πόρτα του συνοδηγού. Στάθηκα για λίγο, τραβώντας το χέρι μου απ’ το παράθυρο και συνεχίζοντας να την κοιτάω. Τραβήχτηκε ξανά προς τα πίσω και έμεινε να με κοιτάει. Τέλος κατέβασα το παράθυρο. Της είπα καλησπέρα, τη ρώτησα πως αισθάνεται και συμπλήρωσα πως τώρα μπορεί να μπει και να καθίσει στη θέση του συνοδηγού, οπότε ανέβασα το παράθυρο και πάτησα το κουμπί του κεντρικού κλειδώματος.


    Μόλις κάθισε και φόρεσε τη ζώνη της, έβαλα μπροστά, χαμήλωσα την ένταση του ηχοσυστήματος κι οι Uriah απλώθηκαν μέσα στη μικρή καμπίνα. Το echoes in the dark πέρασε στα αυτιά μου, στα δάχτυλα που κρατούσαν το τιμόνι καθώς έσβηνε σιγά σιγά και σαν εμάς, ξεκίνησε, το ταξίδι μέσα στη νύχτα, του return to fantasy.


    Λίγο πριν τις εννιά και είκοσι φτάναμε στο Παγκράτι και ύστερα από την απαιτούμενη δεινοπάθεια του παρκαρίσματος, μπαίναμε στο Μαγεμένο Αυλό. Φτάνοντας στο τραπέζι μας, της τράβηξα την καρέκλα να καθίσει και της ζήτησα να σταθεί μπροστά όρθια. Θα καθίσουμε μαζί, της είπα και πήγα απέναντι. Καθίσαμε σχεδόν ταυτόχρονα στις θέσεις μας. Ο σερβιτόρος έφερε τα μενού και δυο ποτήρια που μας γέμισε με νερό. Ήπια απ’ το δροσερό νερό μου και της είπα να πιει απ’ το δικό της. Δε μου χρειάζεται νερό αυτή τη στιγμή. ‘’Επιμένω, πιες το νερό σου, κάνουν καλό μερικές γουλιές πριν το φαγητό’’. Συμμορφώθηκε με εμφανή δυσανασχέτηση, βρέχοντας τα χείλη και τη γλώσσα της με το νερό. ‘’Λίγο ακόμη, σε παρακαλώ’’. Ήπιε ελάχιστα ακόμη. ‘’Ήταν δροσερό’’, ρώτησα. ‘’Καλό ήταν, εντάξει’’.


    Άρχισε να ξεφυλλίζει το μενού της. Άνοιξα το δικό μου και εντόπισα τα πιάτα που ήθελα.

    - Μάτια μου, κλείσε το μενού.

    - Γιατί; Δε βρήκα ακόμα τι θα πάρω.

    - Έχω αποφασίσει τι θα παραγγείλουμε.

    - Με συγχωρείς, αλλά που ξέρεις τι έχω όρεξη εγώ να φάω;

    - Αυτό δε το γνωρίζω. Τι θα φας όμως γνωρίζω.

    - Γιατί είσαι απόλυτος; Μου τη δίνει. Γκρρρ…

    - Μόλις έρθει ο σερβιτόρος θέλω να του δώσεις την παραγγελία μας.

    - Τι; Εγώ; Γιατί;

    - Πιστεύεις πως υπάρχει λόγος να ασχοληθώ εγώ με αυτό;

    - Αφού εσύ αποφάσισες, εσύ δεν πρέπει να το ολοκληρώσεις;

    - Εγώ αποφασίζω, εσύ εκτελείς. Μαζί είμαστε, δεν ήρθα για φαγητό μόνος μου. Συμβάλλεις με την υπηρεσία σου και περνάμε κι οι δυο καλά.

    - Είμαι κάτι σαν την υπηρεσία σου δηλαδή;

    - Είσαι και η υπηρεσία μου. Εκείνη που ασχολείται με την υλοποίηση των σχεδίων μας, στο βαθμό που σου αναλογεί.

    - Ωραία. Και πως είναι σχέδιο μας, αυτό που αποφάσισες εσύ;

    - Ποιους αφορά;

    - Όχι άλλο εννοώ…

    - Ξέρω τι εννοείς, αλλά η ερώτηση εξακολουθεί να στέκεται.

    - Οκ.

    - Απάντησες;

    - Δεν εννοείται;

    - Αυτά που εννοούνται, παρεξηγούνται.

    - Εντάξει! Εμάς αφορά.

    - Γιατί οργίζεσαι;

    - Δεν καταλαβαίνω το νόημα σε όλο αυτό.

    - Καθετί έχει το χρόνο του, ακόμα ή πολύ περισσότερο, οι διαδικασίες που οδηγούν στην αναγνώριση και την κατανόηση.

    - Δηλαδή;

    - Πρώτα ενεργείς με βάση αυτό που έχω ζητήσει και μετά αν υπάρχουν απορίες τις διευκρινίζουμε.

    - Γιατί όχι πριν;

    - Συνήθως το αποτέλεσμα εμπεριέχει την απάντηση.

    - Κι έτσι θα ‘μαστε δηλαδή;

    - Πως έτσι;

    - Εσύ θα λες κι εγώ θα κάνω; Τι θέσεις είναι αυτές που μας δίνεις; Από πότε και από που ξέρεις εσύ καλύτερα από ‘μενα, τι είναι καλό για ‘μενα;

    - Εγώ είμαι αυτός που ‘’μανθάνει κι ερευνά’’, εσύ εκείνη που ‘’πράττει κι ενεργεί’’.

    - Δηλαδή;

    - Δηλαδή θέλω να σε φροντίζω και να σ’ έχω υπό την αιγίδα μου. Θέλω να αφεθείς σ’ εμένα. Σε τρομάζει αυτό;

    - Δεν είμαι σίγουρη, αλλά είναι περίεργα ανακουφιστικό, αλλά κάτι άλλο μέσα μου αγχώνεται.

    - Αγχώνεται;

    -… μάλλον…. Δυσφορεί.

    - Αισθάνεσαι άβολα; Θέλεις να αποχωρήσεις;

    - Κι αν θέλω, δε θα προσπαθήσεις να με κρατήσεις;

    - Αν δε θέλεις να είσαι εδώ, αν δε θέλεις οικειοθελώς να παραδώσεις τη δύναμη σου σ’ εμένα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχιστεί όλο αυτό.

    - Και δηλαδή δε θα φάμε; Απλά θα σηκωθούμε να φύγουμε;

    - Χαχαχαχα θα φάμε αν αυτό είναι που σε απασχολεί, αφού το θέλεις.

    - Όχι δεν εννοώ αυτό, αν δε τα βρίσκουμε άλλωστε προτιμώ να είμαι μόνη μου όταν θα φάω, σπίτι μου, με τις πιτζάμες μου.

    - Τότε; Τι εννοείς;

    - Όλη αυτή τη διαδικασία, που ήρθαμε εδώ και που θα έρθουμε σε δύσκολη θέση απέναντι στους ανθρώπους, αν σηκωθούμε να φύγουμε έτσι.

    - Πιστεύεις πως θα εκτεθούμε δηλαδή;

    - Ναι, φυσικά.

    - Είτε φύγω μόνος μου, είτε φύγεις εσύ πρώτη, είτε φάω με τα χέρια, δεν αισθάνομαι πως εκτίθεμαι.

    - Ναι αλλά εγώ το αισθάνομαι.

    - Ποιος είναι το σημείο αναφοράς στον οποίο θα εκτεθείς;

    - Ο κόσμος, το μαγαζί, τι θα σκεφτούν τόσοι άνθρωποι…

    - Σε ενδιαφέρει τι θα σκεφτεί εκείνος ο χοντρούλης που τρώει το κριτσίνι;

    - Το βλέμμα του, το βλέμμα όλων τους…

    - Τι κάνει το βλέμμα τους;

    - Θα μας κρίνει φυσικά.

    - Το βλέμμα;

    - ε …

    - Το βλέμμα κρίνει δηλαδή;

    - …. Ναι

    - Καλά. Το δικό τους βλέμμα κρίνει;

    -… το δικό μου;

    - Το δικό σου βλέμμα θα μας κρίνει;

    - αυτό δεν είπα;

    - Και το δικό τους που κολλάει;

    - Απ’ αυτό ξεκινάει.

    - Απ’ το βλέμμα τους ξεκινάει το δικό σου βλέμμα, να μας κρίνει;

    - Όχι! Όχι το βλέμμα… μμμμ δεν καταλαβαίνεις.

    - Ποιος θα κρίνει;

    - Εγώ!

    - Άρα ποιος είναι το σημείο αναφοράς;

    - Εγώ.

    - Επομένως, τι σημασία έχουν όλοι αυτοί;

    - Οι θέσεις, οι ρόλοι τους εδώ, είναι το έναυσμα…

    - Το έναυσμα για ποιο πράγμα;

    - Για να σκεφτώ τη θέση μου απέναντι στον κόσμο σε μια τόσο άβολη στιγμή.

    - Επομένως, τι σημασία όλοι αυτοί;

    - Αφού μόλις σου είπα.

    - Τι σημασία έχουν αυτοί οι ίδιοι;

    - Δεν καταλαβαίνω!

    - Το καθένα απ’ αυτά τα άτομα, τι σημασία έχουν για ‘σενα ή για ‘μενα;

    - Ε δεν έχουν!

    - Η θέση σου απέναντι στον κόσμο, καθορίζεται απ’ τις θέσεις τους απέναντι σου;

    - Όπως το λες, όχι.

    - Αλλά με ποιο τρόπο;

    - Με κανένα. Έχω καταλάβει, αυτό όμως δεν αλλάζει το πως θα αισθανθώ.

    - Βάζουμε μια άνω τελεία, για να παραγγείλουμε και θα το δούμε σε λίγο αυτό.

    - Θέλεις ακόμα να παραγγείλω;

    - Θα ζητήσεις να μη φέρουν ντιπ, κριτσίνια και ψωμιά και θα παραγγείλεις μία caprese για 2 άτομα κι από ένα φιλέτο au poivre φλαμπέ, με συνοδεία φρυγανισμένο ψωμί σικάλεως και κασέρι. Μαζί με το κυρίως και όχι νωρίτερα, θα ζητήσεις από το σερβιτόρο, ο υπεύθυνος του μενού να μας επιλέξει ένα ζωηρό ροζέ. Και τέλος, θα ρωτήσεις ποια είναι τα γλυκά ημέρας και αν περιλαμβάνεται lemon pie θα παραγγείλεις μία μερίδα με δύο πιρούνια.


    Την παρατηρούσα ενώ μιλούσε στο σερβιτόρο. Είχε γείρει μπροστά και στηριζόταν στους καρπούς της και είχε στραμμένο το κεφάλι και κατά διαστήματα όλος ο λαιμός και τα μάτια της έκαναν πεταρίσματα προς το μέρος μου. Μου άρεσε αυτή η γυναίκα διαολεμένα. Μπλέξαμε, σκέφτηκα. Κι όχι για πρώτη φορά, απ’ όταν τη γνώρισα. Μου άρεσε ο τρόπος που γύρεψε την επιβράβευση μου, όταν είπε για τη συνοδεία του φαγητού, τη λέξη ‘’ζωηρό’’ και ρώτησε ποια τα γλυκά ημέρας. Κι όταν έλεγε για τα δύο ‘’πιρουνάκια’’ με κοίταξε παιχνιδιάρικα. Μπλέξαμε… αλλά αυτό το ξανασκέφτηκα.


    Μόλις ο σερβιτόρος αποχώρησε, με κοίταξε ερωτηματικά.

    - Είπες για μια άνω τελεία…

    - Ναι σωστά. Αλλά ας έρθει πρώτα η σαλάτα μας.


    Μετά από λίγο η σαλάτα έφτασε μπροστά μας.

    - Να σε σερβίρω; Ρώτησε

    - Να με σερβίρεις και να σε σερβίρεις.


    Όταν η σαλάτα βρισκόταν πια στα πιάτα μας, δεν είχε ακόμη σηκώσει το πιρούνι της και συνέχιζε να με κοιτάει.

    - Τι περιμένεις;

    - Να μου πεις πως μπορώ να ξεκινήσω.

    - Πως κι έτσι;

    - Όπως με το αυτοκίνητο…

    - Όταν θα καθόμασταν όχι;

    - … ναι έχεις δίκιο και αυτό.

    - Εκείνο όμως ήταν λίγο διαφορετικό, άρα η απάντηση σου είναι ελλιπής. Συμπλήρωσε τη.

    Με κοιτούσε σκεφτικά, έμοιαζε να ξαναπαίζει τη σκηνή στο νου της, τελικά είπε:

    - Περιμένω να μου πεις πως μπορούμε να ξεκινήσουμε και θα μείνω όπως είμαι, ώσπου, να σηκώσεις το πιρούνι σου.

    - Σχετικά με την άνω τελεία…

    - Ναι;

    - Η σαλάτα μας θα περιμένει λίγα λεπτά απ’ όσο φαίνεται…

    - Δηλαδή;

    - Σήκω, χωρίς την τσάντα σου, χωρίς το κινητό και πήγαινε στην τουαλέτα. Θέλω να βγάλεις τα εσώρουχα σου και να τα τυλίξεις όπως πρέπει.

    Από την τσέπη του πανωφοριού μου έβγαλα ένα άλλο σετ εσωρούχων λευκών και τα ακούμπησα στο πλάι μου πάνω στο τραπέζι. Δίπλα τους ακούμπησα ένα κραγιόν μπεζ ροζ.



    - Θα φορέσεις αυτά τα εσώρουχα και στη συνέχεια θα πας να βάψεις τα χείλια σου με το κραγιόν. Μόλις είσαι έτοιμη, θέλω να χαλάσεις τη χωρίστρα σου και χτενίσεις όλα τα μαλλιά προς τα πίσω.

    - Χρειάζομαι τη χτένα μου.

    - Με τα χέρια.

    - Γιατί να το κάνω αυτό;

    - Μόλις επιστρέψεις θα ακουμπήσεις τα εσώρουχα σου εδώ που είναι τώρα αυτό το σετάκι, καθώς και το κραγιόν.

    - Δε θα μου πεις;

    - Τι είπαμε πριν;

    - Κατάλαβα.

    Σηκώθηκε, στάθηκε δίπλα μου, με κοίταξε και αφού δάγκωσε το κάτω χείλος της, ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους, πήρε τα εσώρουχα και σχεδόν τα ‘κανε μπαλάκι κι ετοιμάστηκε να πάει προς την τουαλέτα.


    Την ώρα που έφευγε της έπιασα το χέρι

    - Πάντα ζαρώνεις τα εσώρουχα σου, όταν τα παίρνεις για να τα φορέσεις;

    - Είναι διαφορετικό τώρα…

    - Όχι δεν είναι…

    - Με τιμωρείς για τον κόσμο;

    - ‘’Τιμωρώ’’;

    - Ίσως να ‘ναι λάθος η λέξη, καταλαβαίνεις τι εννοώ…

    - Και κάλλιστα μπορεί να παρεξηγήσω τι εννοείς, όπως λέγαμε πριν…

    - Με … εκπαιδεύεις;

    - Σε κάνω παράδειγμα σου. Πήγαινε όμως τώρα, γιατί θέλω να φάω τη σαλάτα μου. Έχεις 10 λεπτά.

    - Δε φοράω ρολόϊ.

    Άρχισα να μετράω με ένα συγκεκριμένο ρυθμό.

    - Μέτρα μαζί μου…

    Όταν πέτυχε το ρυθμό που της έδωσα, της ζήτησα τη στιγμή που μπει στην τουαλέτα να ξεκινήσει να μετράει και πρέπει να βγαίνει απ’ την πόρτα πάλι πριν το τετρακόσια.

    - Δε μπορώ να τα κάνω όλα ταυτόχρονα! Έλεος…

    - Προσπάθησες;

    - Μπορώ να πάω;

    - Άντε…


    Όταν επέστρεψε της είπα πόσο όμορφη είναι. Κρατούσε τα εσώρουχα στο χέρι της και τα ακούμπησε μαλακά δίπλα μου, όπως και το κραγιόν. Έπειτα επέστρεψε στη θέση της.

    - Όταν βγήκες απ’ την τουαλέτα σε ποιο αριθμό είχες φτάσει;

    - 330

    - Όχι 410;

    - Όχι

    - Όχι 375;

    - Όχι

    - Όχι… 334;

    -…ναι

    - Ας ξεκινήσουμε το φαγητό μας

    - Έχω μια απορία…

    - που θα περιμένει

    - Δε μπορώ να φάω αν δε μου τη λύσεις.

    - Ανήλικο είσαι;

    - Συγνώμη, έχεις δίκιο.


    Είχαμε τελειώσει τη σαλάτα μας και το κρέας δεν είχε εμφανιστεί ακόμη.

    - Μπορώ τώρα να ρωτήσω;

    - Μπορείς

    - Το κραγιόν αυτό, είπε κι έδειξε το κραγιόν που ακόμη βρισκόταν μαζί με τα εσώρουχα δίπλα μου

    - Ναι τι;

    - Την απόχρωση στη διάλεξε γυναίκα;

    - Όχι.

    - Μα πως;

    - Με γούστο και νοιάξιμο

    - Και το αγόρασες για να το φορέσω εγώ;

    - Αλλά για τι άλλο;

    - Μήπως το ‘χες από παλιά;

    - Όχι. Αυτή ήταν η ερώτηση που δε μπορούσε να περιμένει;

    - Ναι…

    - Γιατί;

    - Ε δε μπορώ να σου εξηγήσω, δεν είσαι γυναίκα…

    - Προσπάθησες να μου εξηγήσεις και δεν κατάλαβα;

    -… όχι Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω κραγιόν αλληνής, είναι ανθυγιεινό ξέρεις…

    - Πρώτα απ’ όλα δε θα σου έδινα να χρησιμοποιήσεις κραγιόν που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί, αλλά η ερώτηση μου δεν ήταν γιατί ρώτησες, αλλά τι το έκανε επιτακτικό. Σταμάτα να προσπαθείς να κερδίσεις χρόνο, έτσι τον χάνουμε δεν τον κερδίζουμε.

    - Ζήλεψα!

    - Με τι; Με κάτι που δεν ήξερες αν ισχύει;

    - Με τη σκέψη ότι μπορεί και να ίσχυε

    - Τι ζήλεψες; Είμαι μονογαμικός και να ήταν κραγιόν αλληνής δε θα υπήρχε αυτή τη στιγμή.

    - Ναι άλλα θα ΄χες κρατήσει το πράμα της, δε θα το είχες επιλέξει ειδικά για ‘μενα και θα είχε ξαναχρησιμοποιηθεί για ‘σενα, θα είχε επαναληφθεί όλο αυτό.

    - Κι αν έχει επαναληφθεί παρόμοιο περιστατικό τι σημαίνει;

    - Δε θέλω να συγκρίνομαι, ούτε να κάνεις μαζί μου ότι έκανες με άλλες.

    - Η πρώτη σου σχέση είμαι;

    - Ε όχι, αυτό το ξέρεις.

    - Μόνο εμένα έχεις φιλήσει με γλώσσα;

    - … όχι, αλλά δεν είναι το ίδιο

    - Μόνο εμένα έχεις πάρει στο στόμα σου;

    - όχι!

    - Άσε τα πείσματα σε παρακαλώ, δεν είμαι νηπιαγωγός ούτε daddy.

    - όχι…

    - Μπορείς να μου εξηγήσεις τι εννοείς…

    - Δεν έχω γδυθεί έξω από δωμάτιο ξανά, ούτε έχω πάρει πίπα στην πόρτα ξενοδοχείου άλλη φορά, μόνο μαζί σου.

    - Η σκηνή αυτή υπήρξε μαζί σου, δεν έχει επαναληφθεί. Αυτό δεν αφορά όλες τις δραστηριότητες που θα κάνουμε μαζί. Κάποιες τις έχω ξανακάνει. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ άλλες, ή να κάνω συγκρίσεις, εκτός κι αν έχω αποφασίσει να κάνω ειδικά αυτό. Σε ό,τι αφορά εμένα, ό,τι τελειώνει, πεθαίνει.

    - Το έχεις ξαναπεί αυτό

    - Και το εννοούσα.

    - Εγώ δε μπορώ να το κάνω αυτό…

    - Δεν απάντησα για ‘σενα. Απάντησα για τον εαυτό μου.

    - Δε σ’ ενοχλεί;

    - Ποιο πράγμα; Ότι με βάζεις στη διαδικασία σύγκρισης ή ότι κρατάς και ξεσκονίζεις σκελετούς;

    - Ναι όλα.

    - Ναι με ενοχλεί. Αλλά δε θα το κάνεις για πολύ. Κάποια στιγμή θα σταματήσεις να φοβάσαι.

    - Να φοβάμαι τι;

    - Τον εαυτό σου.

    - Δεν καταλαβαίνω. Τι εννοείς;

    - Γιατί τους ανακαλείς;

    -…

    - Μορφή ασφάλειας; Μέρος του κόσμου απ’ τον οποίο θα ήθελες ακόμα να έχεις την επιβεβαίωση; Φόβος αποχωρισμού; Φόβος να μην έχεις αποκούμπι όταν η συμπεριφορά μου θα σου θυμίζει πως οι άνθρωποι έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους όπως και οι σχέσεις τους; Ανάγκη επιβεβαίωσης της επιλογής σου;

    - Δεν ξέρω.

    - Θα το σκεφτείς όμως.


    Το φαγητό ήταν υπέροχο. Δεν είχε lemon pie, αλλά το λικεράκι κι η φρουτοσαλάτα έκλεισαν ωραία το δείπνο μας.


    Θα μείνουμε στο πατρικό μου απόψε, της δήλωσα την ώρα που μπαίναμε στο αυτοκίνητο.


    Οι Uriah είχαν δώσει τη θέση τους στο Minstrel in the gallery, των Jethro, απ’ τα ελάχιστα αλμπουμ τους που δεν τους πάει το αμάξι. Μα τους πήγαινε αυτή η γυναίκα. Μπλέξαμε…


    - Πως αισθανόσουν με τα βλέμματα τους;

    - Όταν πήγαινα;

    - Όταν πήγαινες, όταν γύρναγες…

    - Δε τα σκέφτηκα.

    - Γιατί;

    - Δεν υπήρχαν.

    - Τι υπήρχε;

    - Εμείς… εσύ

    - Εμείς ή εγώ;

    - … εγώ

    - Α… και;

    - που ήθελα να είμαι για ‘σενα εγώ, όχι να σου δείχνω τους άλλους


    Στρίβοντας στον Άγιο Βασίλη και πλησιάζοντας για το σπίτι ψηλάφισα τα κλειδιά μου και της τα έδωσα στο χέρι. ‘’Μόλις ανέβεις στο πάσο της κουζίνας θα βρεις ένα φάκελο με το όνομα σου. Άνοιξε τον και διάβασε το σημείωμα που έχει μέσα και κατόπιν ακολούθησε τις οδηγίες’’. Ρώτησε εγώ που θα βρίσκομαι στο μεταξύ. ‘’Όλα εξηγούνται μέσα αναλυτικά’’.


    Αφού την άφησα, της έδωσα κάποιο χρόνο, μας έδωσα κάποιο χρόνο, και, κατηφόρισα μέχρι το περίπτερο στο Δημοτικό Θέατρο. Επέστρεψα μετά από λίγο κι αφού πάρκαρα στην πυλωτή, κλείδωσα το αυτοκίνητο και ψάρεψα τα κλειδιά της εξώπορτας. Μόλις έβγαλα το κλειδί στην πόρτα, πάτησα το κουδούνι. Περίμενα για δυο λεπτά κι άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο του μπουτόν ξεκλειδώματος της πόρτας. Γύρισα και κοίταξα προς την οθόνη κι έκανα νόημα πως θέλω να της πω. Είπε ναι με φωνή ηλεκτρική, χαμένη στο βόμβο μέσα απ’ το τηλέφωνο.

    - Στο σημείωμα που ακριβώς σου ζητούσα να κάτσεις;

    - Στο κρεβάτι της μητέρας σου

    - Και να κάνεις τι;

    - Να περιμένω να γυρίσεις

    - Κι εσύ τι έκανες;

    - … συγνώμη

    - Να σε βρω στη θέση σου, ανεβαίνω.


    Ανέβηκα πάνω, μπήκα μέσα στο σπίτι κι άφησα τα κλειδιά και το τσαντάκι μου στο πάσο. Κλείδωσα την πόρτα κι έβγαλα το μπουφάν μου. Πήγα προς το δωμάτιο της μητέρας μου. Καθόταν με τα λευκά εσώρουχα που της είχα δώσει να φορέσει στο εστιατόριο και δίπλα της υπήρχε ανοιχτό το κουτί, τα πράγματα παραταγμένα πάνω στο κρεβάτι και παραδίπλα η μικρή σφιχτοδεμένη σακούλα.


    Πήγα κοντά και γονάτισα μπροστά της. Έφερα τα χέρια μου στα μάγουλα της και την κοίταξα από κάτω προς τα πάνω για λίγη ώρα. Τα μάτια της ήταν λυπημένα κι ήταν χαρούμενα.


    Ανασηκώθηκα και κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι, πήρα τη μάσκα ύπνου και την πέρασα πάνω απ’ το κεφάλι της. Έβαλα στο ένα της χέρι τα πράγματα που ήθελα να κρατήσει και στο άλλο τα υπόλοιπα, μαζί με το σακουλάκι. Την σήκωσα μαζί μου και την κράτησα απ’ τον καρπό. Έλα της είπα ψιθυριστά.


    Είχα να μπω στο παιδικό μου δωμάτιο 11 χρόνια. Την οδήγησα μέχρι το κρεβάτι μου και τη βοήθησα να ακουμπήσει τα πράγματα που είχε στα χέρια της κι έπειτα κάθισα και την τράβηξα κι εκείνη μαζί μου.


    - Πριν πούμε κάποια πράγματα, θέλεις να ρωτήσεις κάτι που να αφορά το απ’ όταν μπήκες στο σπίτι, ως τώρα;

    - Ναι κάτι θέλω να ρωτήσω. Γιατί μου τα ‘δειξες όλα αυτά, αφού θα μου ‘κλεινες τα μάτια;

    - Οι εκπλήξεις ακολουθούν τη συναίνεση, δεν προηγούνται.

    - Ναι αλλά δεν έχω συναινέσει σε κάτι.

    - Αυτό ακολουθεί τώρα

    - Δηλαδή;

    - Τώρα θα μιλήσουμε.

    - Ας μην πούμε πολλά γύρω απ’ αυτό, έχω κάνει play, μ’ αρέσουν τα περισσότερα, δεν έχω αλλεργίες ή παθήσεις και περισσότερο μ’ αρέσει ο εξευτελισμός.

    - Play λοιπόν…

    - Και ό,τι άλλο κάνουμε, απλά…

    - Απλά…

    - Πρώτη φορά μου συνδέει κάποιος τη θεωρία με την πράξη

    - Τις ποιες;

    - Το υπόβαθρο που συνδέεται με τη σκηνή.

    - Ευτυχώς καταλαβαίνω τι εννοείς, γιατί η φράση δεν έχει κανένα νόημα.

    - Δεν έχει;

    - Αυτό που λες play, ή σκηνή, ή όπως αλλιώς το ονομάζεις, οι τεχνικές που κάνουμε για να τη βρούμε, δε διαφέρουν απ’ το σεξ μιας απλής σχέσης, είναι πράγματα που μου αρέσουν και που ενδεχομένως σου αρέσουν. Χωρίς πως και γιατί. Απλά έτσι είναι. Κανείς δεν ξέρει για ποιο λόγο του αρέσει κάτι, ή μπορεί να ξέρουν οι ψυχολόγοι αλλά ποιος τους γαμάει.

    - Ναι αλλά για ‘σενα δεν πάει μόνο του, αν δεν έχει την ουρά του…

    - Το πριν, το μετά, το κατά τη διάρκεια συνδέεται ή όχι. Για εμένα είναι δυο ανεξάρτητα πράγματα, που τυχαίνει στην περίπτωση μου αυτό που είμαι, ο τρόπος να υπάρχω μέσα σε μια σχέση και αυτά που μου αρέσει να κάνω με μία γυναίκα να ταιριάζουν και στο κομμάτι αυτό που αφορά τον έλεγχο σου και την ευθύνη γι’ αυτό που εσύ ονομάζεις play.

    - Εσύ πως το λες δηλαδή;

    - Έχει πολλά ονόματα

    - Όπως;

    - Καύλα, τέχνη, έκφραση, δύναμη, όλα μαζί, τίποτα απ’ αυτά, διαλέγεις και παίρνεις. Όλα σε ένα βαθμό ισχύουν κι επαληθεύονται.

    - Ναι αλλά είσαι dom, πρέπει να συνδέονται.

    - Δεν είμαι dom και δεν υπάρχει κανένα πρέπει, ούτε κανένας είναι ίδιος με κανέναν άλλο, πέρα από κοινά σημεία αναφοράς για να συνεννοούμαστε και να εντοπίζουμε ο ένας τον άλλο.

    - ‘Όμως τώρα εσύ δεν είσαι ο Κύριος μου;

    - Είμαι πολλά πράγματα που θα συζητήσουμε, αλλά όχι απόψε. Απόψε γνωριζόμαστε.

    - Με το play που θα κάνουμε…

    - Πότε ξεκινάει το play για ‘μας;

    - Μα μόλις ξεκινήσουμε.

    - Δε σε ρώτησα πως θα τελειώσει…

    - Μάλλον όταν βρήκα το σημείωμα

    - Μάλλον;

    - Ε όταν βρήκα το σημείωμα

    - Τότε;

    - Ναι

    - Σίγουρη;

    - Φυσικά.

    - Ωραίο το φόρεμα που φορούσες απόψε.

    - Ευχαριστώ, αλλά τι σχέση είχε αυτό;

    - Έχω δει τα ρούχα που έχεις στη ντουλάπα σου;

    - Ε όχι.

    - Μου είχες πει ότι έχεις τέτοιο φόρεμα;

    - … όχι

    - Φαίνεται καινούργιο…

    - … είναι

    - Πόσο καινούργιο;

    - …

    - Δε θα μου πεις;

    - … σημερινό

    - Πες μου τι έκανες σήμερα απ’ την ώρα που έλαβες το μήνυμα μου

    - Άφησα για λίγο μια ανιαρή δουλειά που έκανα κι έκανα αναζήτηση στο ίντερνετ για να βρω ένα παρόμοιο φόρεμα μ’ αυτό που ζητούσες σε κάποια συλλογή που να την έχει κάποιο απ’ τα καταστήματα που ψωνίζω.

    - Πόση ώρα παραμέλησες την ανιαρή δουλίτσα;

    - Δεν ξέρω, πήγα πήρα και καφέ στο μεταξύ, εξυπηρέτησα και μερικούς πελάτες στο τηλέφωνο, δε θυμάμαι ακριβώς

    - Πόση ώρα;

    - Δε θυμάμαι!

    - Πότε ξαναξεκίνησες την ανιαρή δουλίτσα;

    - Γύρω στη μία.

    - Το μήνυμα στο έστειλα στις έντεκα…

    - Έτσι θα είναι

    - Και παραμέλησες τη δουλειά σου

    - Και τι να έκανα;

    - Δε σκέφτηκες να μου πεις πως δεν έχεις τέτοιο φόρεμα και να συζητήσουμε τι θα κάνεις μαζί;

    - Όχι

    - Γιατί;

    - Ήθελα να σ’ ευχαριστήσω

    - Γιατί;

    - Αφού αυτό μου ζήτησες

    - Το φόρεμα πότε πήγες να το πάρεις;

    - Στο διάλειμμα μου

    - Πες μου για το διάλειμμα σου, τι κάνεις συνήθως

    - Πάω στο δωματιάκι πίσω και τρώω το σάντουιτς που έχω μαζί μου

    - Και σήμερα τι έκανες;

    - Είπα πως είναι ανάγκη να πεταχτώ κάπου κι αφού δε λείπω ποτέ δε μου είπαν τίποτα

    - Δε θέλω να λες ψέματα, ούτε να παραμελείς τη δουλειά σου, ή να βρίσκεις δικαιολογίες και να τρενάρεις ρίχνοντας την ποιότητα

    - Και τι να ‘κανα;

    - Μου έδωσες την ευκαιρία να μάθω ότι δεν έχεις τέτοιο φόρεμα και να το συζητήσουμε;

    - Έχεις δίκιο. Συγνώμη!!!

    - Από ποιον;

    - Από μενα ξέρω γω, ή απ’ τη δουλειά…

    - Ποιον είπαμε πως αντιπροσωπεύεις; Σε ποιον έχουν αντίκτυπο αυτά που κάνεις;

    -…

    - …

    -… συγνώμη, ειλικρινά. Ήθελα να σ’ ευχαριστήσω

    - Και είπες ψέματα, παραμέλησες τη δουλειά σου, αποφάσισες για ‘μενα, τουλάχιστον το σάντουιτς το έφαγες;

    -…

    - Όχι;

    - Όχι

    - Και τι έφαγες τελικά;

    - Δεν είχα φάει

    - Και πως ήξερες αν θα πηγαίναμε για φαγητό;

    -…

    - Δε μου μιλάς

    - Μα σου λέω

    - Όχι δε μου λες. Αποφασίζεις. Παίρνεις ευθύνες για εμένα. Εγώ που είμαι;

    - … συγνώμη, ήθελα να σ’ ευχαριστήσω

    - Και όσο δεν τα ήξερα αυτά με ευχαρίστησες, ή αν με είχες ενημερώσει για το φόρεμα θα με είχες ευχαριστήσει περισσότερο.

    -… συγνώμη

    - Το παμε αυτό. Πότε ξεκινάει το ‘’play’’ σου;

    - Αφού σου είπα

    - Μου είπες όπως είπαμε πως θα τελειώσει. Αλλά τέλος πάντως το play σου είναι πρακτικό;

    - …

    - Ναι;

    - Όχι, όχι μόνο

    - Αλλά;

    - Συνδέεται με…

    - γιατί σταμάτησες;

    - Ό,τι ξεκίνησε, ξεκίνησε στις έντεκα το πρωί

    - Μπράβο το κορίτσι μου…


    Συνεχίζεται…
     
  11. -Volt-

    -Volt- Contributor

    - Δεν το δέχομαι αυτό! Είναι παράλογο! Γιατί απλά δε με εμπιστεύεσαι;

    - Σε εμπιστεύομαι.

    - Τότε γιατί το θες αυτό;

    - Είμαι εδώ, είσαι εκεί. Θέλω να ξέρω ανά πάσα στιγμή που βρίσκεσαι.

    - Αν ήθελα να σε δουλέψω θα μπορούσα απλά να τους καλώ σπίτι μου ξέρεις.

    - Δεν είναι αυτό που μ’ απασχολεί. Στο ‘πα κι άλλοτε. Θες να πηδηχτείς; Πηδήξου.

    - Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο σε ‘μενα; Δε σε νοιάζει καθόλου;

    - Δε το έχεις ξανακάνει;

    - …

    - Άρα;

    - Άρα τι δε σε νοιάζει; Αυτό μου λες;

    - Πες μου τι σε πειράζει περισσότερο, τι θα γαμήσει την ψυχούλα σου, να εντοπίσω κάποια και να της γαμήσω το κεφάλι, να γαμήσω την ίδια, ή να κάνω session μαζί της;

    -…

    - Ναι;

    - ( το πρώτο )

    - Δε σε ακούω όμως. Μίλα πιο δυνατά.

    - Με άκουσες..

    - Πες το να το ακούσεις.

    - το πρώτο.

    - Γι’ αυτό αν θες να πηδηχτείς ελεύθερα πηδήξου, εγώ δε θα κουνηθώ καν απ’ το σπίτι μου.

    - Θα παίξεις με άλλες;

    - Όχι.

    - Τότε;

    - Το μυαλό σου που θα είναι όταν θα τον παίρνεις;

    - …

    - Άρα;

    - Πως μπορεί να μη σε νοιάζει;

    - Γαμήσου θα με νοιάξει λίγο. Άσε κάποιον να ταξιδέψει το μυαλό σου και θα σε κατασπαράξω.

    - Αυτή είναι λοιπόν η αχίλλειος πτέρνα σου.

    - Είναι;

    - Ναι πιστεύω πως είναι…

    - Κι αν είναι κι αν την ξέρεις τι θα γίνει;

    - Καλό είναι να ξέρω…

    - Συνήθως το αδύνατο σημείο μας είναι και το δυνατό.

    - Δεν ισχύει! Αν έχω αδύναμο γόνατο γιατί αυτό είναι και δυνατό μου σημείο;

    - Μαθαίνουμε τις αδυναμίες μας δοκιμάζοντας tις κι έτσι γίνονται κρυφά πλεονεκτήματα.

    - Δεν ισχύει αυτό για το γόνατο μου.


    Βρέθηκα σε δευτερόλεπτα πίσω της και την έπιασα απ’ το λαιμό. ‘’Πες μου’’ ψιθύρισα, ‘’ποιο το αδύνατο σημείο σου σωματικά αφού σ’ αρέσει το σωματικό’’.

    - Δε μπορώ να σκεφτώ, είπε πνιχτά

    Τα χέρια μου έσφιξαν περισσότερο. ‘’Ούτε σε ενάμιση λεπτό θα χάσεις τις αισθήσεις σου’’

    - Ε και θα τις ξαναβρώ

    - Εξαντλείς τον αέρα που σου απομένει, συνέχισα και πίεσα περισσότερο, η βαθιά εισπνοή απ’ τη μύτη φράκαρε τον αέρα στο λαιμό της. Με ένα στιγμιαίο ταπ την άφησα να τον κατεβάσει. Πίεσα ξανά. ‘’Ναι θα σου ξανάρθουν οι αισθήσεις, μαζί με πονοκέφαλο και με το χέρι μου ξανά στο ίδιο σημείο’’

    - Θα κουραστείς, θα βαρεθείς, θα σταματήσεις, είπε εξασθενημένα

    - Όχι όσο εσύ, εσύ θα είσαι σκατά για πολλές μέρες. Μην καθυστερείς ποιο είναι το σωματικό σου αδύνατο σημείο.

    - Το αριστερό μου χέρι δεν έχει σχεδόν καθόλου δύναμη

    Στη στιγμή άφησα το λαιμό της και την τράβηξα να γυρίσει προς το μέρος μου

    - Ρίξε μου μπουνιά στο στήθος, γρήγορα

    Το χέρι της κινήθηκε σχεδόν αυτόματα. Δεν είχε καμιά ένταση και νεύρο η γροθιά της.

    - Συγνώμη, συγνώμη δε το ήθελα

    - Γιατί συγνώμη; Αυτό ήθελα. Πάλι! Βάλε δύναμη

    - Δε μπορώ σε σέβομαι

    - Να μπορέσεις αλλιώς δε με σέβεσαι παρά υπό προϋποθέσεις.

    - Δε μπορώ!

    - Σου είπα κάτι

    Το χέρι της σηκώθηκε διστακτικά και με χτύπησε στο στέρνο ασθενικά

    - Πάλι! Βάλε νεύρο

    Το ίδιο αποτέλεσμα…

    - Πάλι

    Το χέρι είχε περισσότερη ζωηράδα σαφώς, αλλά καμιά σχεδόν δύναμη.



    Την άφησα εκεί που ήταν και γύρισα στο συρτάρι. Πήρα τρία ζευγάρια χειροπέδες με μεντεσέ και τη φώναξα δίπλα στο κάγκελο του μπαλκονιού. Έπιασα το δεξί της χέρι στην οριζόντια επάνω ράβδο, έπιασα το κάθε πόδι της σε μια απ’ τις κάθετες, πήγα μέσα κι έφερα μια ζώνη στρατιωτική. Τύλιξα τη μέση της μαζί με το κάγκελο. Ακινητοποιήθηκε.

    - Χτύπα με πάλι

    Το ίδιο αποτέλεσμα

    - Τι σου είπα βρε ανόητο πλάσμα

    Τα χαστούκια έπεφταν απανωτά στα μάγουλα της, η ένταση αυξανόταν σταδιακά.

    - Πάλι, είπα δίχως να σταματήσω

    Το ίδιο αποτέλεσμα.



    Τα μάτια της παρέμεναν κολλημένα μέσα στα δικά μου. Υπήρχε παραίτηση εκεί μέσα. Υπήρχε καύλα εκεί μέσα. Υπήρχε πόνος εκεί μέσα. Είχα μαζέψει αρκετό σάλιο. Την έφτυσα στα μούτρα. Τα σάλια πήραν να κυλάνε σε γραμμές απ’ τη μύτη και να πέφτουν στο πιγούνι της κι εκεί έμεναν. Την παραίτηση διαδέχτηκε η έκπληξη. Το επόμενο σάλιο γέμισε τα μάτια της. Τα ‘κλεισε στιγμιαία και όταν τα ξανάνοιξε γινόταν πόλεμος εκεί μέσα. Καυλιάρα, ανταριασμένη. Ήμουν έτοιμος να φτύσω πάλι, στόχευσα και την πέτυχα χαμηλά στο λαιμό. Έκρηξη!


    Το χέρι της κινήθηκε πάνω μου. Πισωπάτησα. Χαμογέλασα…


    Την άφησα εκεί που ήταν. Πήγα στο μπάνιο κι έφερα ένα γάντι πετσετάκι που είχα τρίψει πάνω του Μυρτώ λεμόνι. Την καθάρισα απαλά στο πρόσωπο. Την έλυσα και την πήρα στην αγκαλιά μου. Σπαρτάραγε, ανάσαινε θυμωμένα, την ένιωθα εύθραυστη και όμως ακλόνητη. Κι ύστερα έλιωσε, αφέθηκε, ακουμπώντας το πηγούνι της πάνω μου. Της χάΪδεψα το κεφάλι, την τράβηξα μαζί μου στο δάπεδο. Γονατίσαμε, διπλώνοντας τα πόδια μας. Μείναμε εκεί όλο το απόγευμα, ώσπου βράδιασε. Ακίνητοι. Καμιά ξαφνική φαγούρα δεν προέκυψε, απ’ αυτές που δε σ’ αφήνουν σε χλωρό κλαρί, καμιά διακοπή στην ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ μας. Κανένας ήχος δεν έφτανε εκεί.


    Συνεχίζεται…