Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    ΣΥΧΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

    Όλα τα σβήνει ο χρόνος, όπως σβήνουν τα κύματα
    Τα παιδικά τα κτίσματα στην λειασμένη άμμο
    Θα λησμονήσουμε τις ακριβείς και αόριστες ετούτες λέξεις
    Που πίσω από τη κάθε μια τους το άπειρο είχαμε νιώσει.
    Τα πάντα σβήνει ο χρόνος, τα μάτια δεν τα σβήνει
    Ας είναι από οπάλι ή άστρα ή καθαρό νερό
    Ωραία όπως μες τον ουρανό ή σ’ έναν λιθοξόο
    Για μας θα καίνε φως λυπητερό ή χαρωπό.
    Κοσμήματα κλεμμένα από τη ζωντανή τους θήκη
    Θα ρίχνουν στην καρδιά σκληρές πέτρινες λάμψεις
    Όπως τις μέρες όπου κολλημένα μες το βλέφαρο
    Λάμψη ανάδιναν πολύτιμη κι απογοητευτική.
    Κι άλλα, φλόγες γλυκές, ακόμα απ’ τον Προμηθέα μαγεμένες
    Σπίθα του έρωτα που έλαμπε στα μάτια τους τα δυο
    Για το ακριβό μαρτύριο τα’ χουμε μαζί μας πάρει εδώ
    Πάναγνες λάμψεις, ή πολύτιμα στολίδια.

    Για πάντα σαν αστερισμοί στον ουρανό της μνήμης μου
    Άσβηστα να μείνετε μάτια εκείνων που αγαπούσα
    Ονειρευτείτε σα νεκροί, κι αστράψτε σαν τη δόξα
    Η καρδιά μου, νύχτα του Μάη θα φαντάζει.
    Σβήνει τα πρόσωπα σαν την ομίχλη η λήθη
    Κινήσεις που ήταν λατρευτές στο άλλοτε το θεϊκό,
    Που μας ξετρέλαιναν είτε μας συμμαζεύαν
    Γόησσες της παραφοράς και σύμβολα της πίστης.

    Σβήνει ο χρόνος τη θερμή οικειότητα κάθε βραδιάς
    Αλλά δυο χέρια στο λαιμό της τον παρθενικό σα χιόνι
    Και οι ματιές της, που συγχορδία έμοιαζαν και χάδι
    Η άνοιξη που πάνω μας ανάδευε τα αρωματικά της.
    Άλλα, αν και ήταν μάτια γυναικός ολόχαρης,
    Πλατιά και μαύρα ήσαν σαν τις θλίψεις
    Τρόμος της νύχτας και μυστήριο βραδινό
    Μέσα από βλεφαρίδες μαγικές κρατούσε την ψυχή της
    Και η καρδιά της μάταιη σαν βλέμμα χαρωπό.

    Άλλα, όμοια με θάλασσα τόσο απαλή που όλο αλλάζει
    Προς την ψυχή που ήταν εκεί χωμένη μας τραβούσαν
    Όπως σε ναυτικές βραδιές που το τυχαίο σε βγάζει.
    Θάλασσα των ματιών που ταξιδεύαμε στα καθαρά νερά σου
    Ο πόθος τα πανιά μας φούσκωνε τα μπαλωμένα
    Και φεύγαμε ξεχνώντας μπουρίνια περασμένα
    Πάνω σε βλέμματα σαν ψάχναμε να βρούμε τις ψυχές.
    Τόσα πολλά τα βλέμματα, τόσο όμοιες οι ψυχές.
    Παλιοί δεσμώτες των ματιών και χιλιοπροδομένοι
    Θα έπρεπε να πέφταμε στον ύπνο κάτω απ’ την κληματαριά
    Όμως θα φεύγατε ακόμη κι αν όλα τα ξέρατε
    Για να έχετε τα μάτια αυτά όλο υποσχέσεις στην καρδιά
    Σαν πέλαγο που ονειρεύεται τον ήλιο μες το βράδυ
    Κάνατε κατορθώματα τελείως περιττά
    Να φτάσετε στη χώρα του ονείρου, την επίχρυση,
    Που εκστατική όλο κλαίγεται πέρα από τα αληθινά νερά
    Κάτω από άγιο τόξο που περνά για νέφος του προφήτη
    Όμως είναι γλυκό να έχεις για ένα όνειρο πληγή
    Και η ανάμνηση να λάμπει σα γιορτή.

    Marcel Proust
     
  2. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Η ημέρα
    Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.

    Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.

    Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.

    Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.

    Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.

    Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.

    Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
    Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.

    Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…

    Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.

    Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…

    Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.

    Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.

    Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.

    Ήταν ώρα να επιστρέψει.

    Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε..............D.P.
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    ήμερα το πρωί ακόμη και οι αμυγδαλιές ανθίσανε"

    ( Στην Bianca G. Serra )

    Με εβραϊκό τρόπο
    εδώ στον τάφο σου
    έρχομαι να βάλω
    την πέτρα των συλλυπητηρίων
    και να σου πω
    πράγματα που συνέλεξα
    στο ηλιόλουστο μονοπάτι.

    Προνομιακό μνήμα το δικό σου
    - λένε στη γύρα -
    ακριβώς μπροστά στη θάλασσα
    που σήμερα είναι εξοργισμένη και,
    στην άλλη πλευρά:
    τα αγαπημένα σου βουνά
    και μετά, πάλι,
    τα λουλουδάκια που καλύπτουν
    όλο το λιβάδι τριγύρω.

    Ελπίζω να μπορείς να νιώσεις
    για μια στιγμή
    αυτά τα αρώματα
    που ζαλίζουν,
    και να ακούσεις αν μπορείς
    τους ήχους του ανέμου
    και της θάλασσας
    που νανουρίζουνε τον ύπνο σου.

    Όλες οι ταφόπλακες εδώ
    είναι τραχιές, το ξέρεις,
    φθαρμένες από τον χρόνο,
    τον άνεμο, αδιάκοπο
    τους ψυχρότερους μήνες.

    Σε αυτό το κομμάτι γης
    το σκόπιμα αστόλιστο
    εμπιστεύομαι τη μνήμη
    τη δική σου και τη δική μου
    σε αυτή τη μικρή πέτρα.

    ( Sante Notarnicola )


    * Απόδοση στα ελληνικά από τα ιταλικά: T_S
     
    Last edited: 8 Μαϊου 2025
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    " Η σιωπή που ακολουθεί "

    Όχι μόνο τ` αθώα παράπονα,
    που αναποδογυρίζουνε
    με μια κλοτσιά στο στήθος,
    όχι μόνο οι φωνές,
    που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
    όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
    Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
    η σιωπή που ακολουθεί,
    η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων,
    των κλειστών παραθυριών,
    η σιωπή των παιδιών
    μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
    η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
    η σιωπή του δάσους,
    η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
    η σιωπή ανάμεσα σε δυό στόματα,
    που δεν μπορούν να φιληθούν,
    κι εκείνη η “ενός λεπτού σιγή”,
    που παρατείνεται και γιγαντώνεται
    μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
    η σιωπή που αποφασίζει
    τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

    ( Βύρων Λεοντάρης )

    ------------------------------------

    " Κράτησα τη ζωή μου "

    Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
    δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
    σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
    σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
    Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
    κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
    ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
    εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
    πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

    ( Γιώργος Σεφέρης )
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     






    Πέμπτη Εποχή



    Σκεφτόμουν λοιπόν

    όμορφα πως ερχόταν η Άνοιξη κι εμείς

    δεν βλέπαμε

    δεν την υποδεχόμασταν

    παρά με ανάσες δύσκολες

    και με βλέμματα απουσίας



    περνούσες από μέσα μου

    σα να ήμουν ολότελα διάφανος

    και ήμουν

    κι εγώ μετρούσα κάθε ανασήκωμα του στήθους σου

    μέρα και νύχτα

    λεπτό το λεπτό



    έτσι που λες

    σκεφτόμουν

    δεν την γευόμασταν

    γεύση δεν είχαμε πια

    από χρόνια



    δεν τη μυρίζαμε

    μονάχα λάθρα βρίσκαμε σε κάποια μυρωδιά

    κάτι από λουλουδιών πνοές

    κάτι από ήλιο



    χειμώνας για μας

    όλος ο χρόνος

    επί χρόνια αμέτρητα



    μα κι ούτε καν χειμώνας



    ζούσαμε πια σε μια δική μας

    Πέμπτη Εποχή

    άξενη, πικρή, σκληρόκαρδη



    και οι δυο καλά

    ξέραμε τ' όνομά της




    σιωπή…

    D.P.
     
  6. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

    και δεν θα μας καίει...

     





    Κάποιος που περπάτησε
    μέσα στους λαβύρινθους του είναι του...
    Κάποιος που φιλοξένησε ένα απροστάτευτο ζωάκι
    στο δωμάτιό του...
    Κάποιος που άπλωσε το χέρι
    για να κρατήσει και να κρατηθεί...
    Κάποιος που ξόδεψε όλο του το βλέμμα
    για να σκεπάσει ένα μοναχικό παιδί...
    Κάποιος που δρόσισε τα χείλη με νερό
    κάποιου απ’τους ληστές
    πάνω στο σταυρό...
    Κάποιος που κοιμήθηκε για μια αιωνιότητα
    σ’ένα παγκάκι
    ανάμεσα στις φωνές των ανθρώπων
    και τις ανάσες της νύχτας...
    Κάποιος που δεν συκοφάντησε ποτέ
    την τρυφερότητα...
    Κάποιος που φοβήθηκε
    που λεηλατήθηκε
    που όλα τα αρνήθηκε…
    μια μέρα θα συναντηθούμε
    και θα έχει έναν ήλιο τόσο δυνατό
    τόσο όμορφο
    τόσο μεγάλο
    που θα χαθούμε ολόκληροι στο φως του
    και ακέραιοι
    θα ξαπλώσουμε στη φωτιά του



    και δεν θα μας καίει…D.P.
     
  7. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Ενδοφλέβια

    Είναι αυτή η μοχθηρή σιγή
    που ερωτικά γλύφει τις πέτρες
    και το σώμα οργώνει
    ενδοφλέβια ο χρόνος
    πάντα σκοτώνει
    όχι ορθωμένος απέναντι
    να σε κοιτάει στα μάτια
    ενδοφλέβια ο νόμος
    πάντα αλλοιώνει
    είναι αυτή η σιωπή
    σαν ηλιόλουστη μέρα
    που υπόσχεται φως
    και μόνο νύχτες σου δίνει…D.P.
     
  8. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     

    Σκιάχτρο
    Το βλέμμα σου
    Αναζητώντας έναν διαλύτη σκότους
    Ακρωτηρίασε όλους τους ουρανούς
    Κι έχει ξεχυθεί
    Σαν άτακτο παιδί
    Στις εξοχές της Άβαλον
    Αναρωτιέσαι ακόμη ( 
    Άξιζε όλη αυτή τη σπατάλη ανθρώπων
    Η Δημιουργία;

    Το σώμα σου
    Είδες σταυρωμένο σκιάχτρο
    Να επιτηρεί την κληρονομιά του Πατρός
    Κι αρνιέσαι ακόμα την συμβασιλεία
    Γιατί τάχα γεύτηκες το νόστιμο καρπό
    Και δεν ξέρεις
    Ότι η σοδειά ήταν μολυσμένη
    Και αργοπεθαίνεις…
    Κι όμως
    Στερεωμένος στο ευρύστερνο παθείν
    Που δεσμεύτηκες να υπηρετήσεις
    Κολακευμένος
    Ανοίγεις το στόμα σου
    Με τα κοφτερα σου δόντια
    Και χαμογελάς
    (κι έτσι) απαντάς
    Σε όλα σου τα ερωτήματα
    Κάθε πρωί
    Λουσμένος από την αυθάδεια
    Της ακριβης σου σκεψης........D.P.